2. Kουκουβάγια
Κουκουβάγια ή γλαύκα ονομάζεται κάθε
μέλος της βιολογικής τάξης Γλαυκόμορφα
(Strigiformes), η οποία ανήκει στην
ομοταξία των Πτηνών (Aves) και
περιλαμβάνει περίπου 200 είδη
αρπακτικών και στην πλειονότητά τους
νυκτόβιων πουλιών. Κατανέμονται σε όλες
τις ηπείρους εκτός της Ανταρκτικής και
έχουν αναπτύξει αξιόλογες προσαρμογές
στη νυχτερινή διαβίωση. Διακρίνουμε δυο
οικογένειες γλαυκών: την οικογένεια των
Τυτονιδών (Tytonidae) η οποία
περιλαμβάνει λιγοστά (16) είδη, και την
οικογένεια των Γλαυκιδών (Strigidae) όπου
ανήκουν τα περισσότερα είδη
κουκουβάγιας.
3. Γεωγραφική εξάπλωση
Γλαύκες υπάρχουν σε όλες
τις ηπείρους με εξαίρεση την
Ανταρκτική. Τις συναντούμε
σε όλα τα ενδιαιτήματα, τα
περισσότερα είδη
βρίσκονται όμως στις
τροπικές και υποτροπικές
περιοχές της Ν. Αμερικής και
της Ασίας. Τη βορειότερη
εξάπλωση έχει η
χιονόγλαυκα (Nyctea
scandiaca), η οποία
επιβιώνει ακόμα και στις
ακτές της Γροιλανδίας.
4. Μυθολογία
Αρχαία Ελλάδα
Από την αρχαιότητα η
κουκουβάγια
ταυτιζόταν με τη σοφία.
Οι αρχαίοι Έλληνες τη
θεωρούσαν το σύμβολο
της θεάς Αθηνάς.
Ενδεικτική της λατρείας
των αρχαίων Ελλήνων
για το πτηνό αυτό είναι
η αναφορά του
Αλεξανδρινού
λεξικογράφου Ησύχιου,
σύμφωνα με την οποία,
πριν ξεκινήσει η
ναυμαχία της
Σαλαμίνας, είχε πετάξει
μια κουκουβάγια ως
προάγγελος της νίκης
των Ελλήνων.
5. Κίνδυνος
Η κουκουβάγια έχει
πολλούς εχθρούς, ειδικά όλα
τα ημερόβια αρπακτικά
πτηνά που την καταδιώκουν
με μανία εξαιτίας των
νυχτερινών επιδρομών που
τους κάνει. Αν ένα
αρπακτικό ανακαλύψει
κουκουβάγια, φωνάζει
ζωηρά και συγκεντρώνει και
άλλους συντρόφους του για
να της επιτεθούν όλοι μαζί.
6. Αγριογούρουνο
Το αγριογούρουνο ζει και
αναπαράγεται σε όλη
την Ευρωπαϊκή ήπειρο, κάτω από
τον 58ο βόρειο παράλληλο, στην
βόρεια Αφρική, στην κεντρική και
νότια Ασία. Έχει εισαχθεί επίσης με
επιτυχία στη βόρεια Αμερική και
την Αυστραλία.
Στην Ελλάδα υπήρχε σχεδόν
παντού από χιλιάδες χρόνια, ενώ
σήμερα συναντάται
στη Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο,
Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα και στη
νήσο Σάμο. Έχει επίσης
επανεισαχθεί από τις Κυνηγετικές
Οργανώσεις με μεγάλη επιτυχία
στην Πελοπόννησο και πολύ
πρόσφατα έγινε εισαγωγή του στη
νήσο Λέσβο, συγκεκριμένα στο
όρος Όλυμπος του νησιού.
7. Αναπαραγωγή
Είναι είδος πολυγαμικό. Η
περίοδος οργασμού ξεκινά στα
τέλη Δεκεμβρίου και τελειώνει
στα τέλη Ιανουαρίου. Η
διάρκεια του οργασμού των
θηλυκών είναι 48 ώρες. Όλη
την περίοδο του οργασμού τα
αρσενικά πλησιάζουν τις
ομάδες των θηλυκών και τότε
επιδίδονται σε άγριες μάχες,
αν και όχι θανατηφόρες, για
την επικράτηση των πιο
ισχυρών αρσενικών τα οποία
θα σχηματίσουν τα "χαρέμια"
τους, τα οποία συνήθως
περιλαμβάνουν έως 8 θηλυκά.
8. Βιολογία
Έχει πολύ ανεπτυγμένη όσφρηση και
ακοή ενώ η όρασή του είναι
περιορισμένη, αντιλαμβάνεται κυρίως
την κίνηση και όπως τα περισσότερα
θηλαστικά δεν βλέπει τα χρώματα. Το
τρίχωμα του αποτελείται από δύο
ειδών τρίχες, το κυρίως τρίχωμα είναι
τρίχες μακριές, σκληρές και αραιές
ενώ το πυκνό υπόστρωμα είναι τρίχες
μαλακές και κοντές για να το
προφυλάσσουν από τις χαμηλές
θερμοκρασίες. Το τρίχωμα αλλάζει δυο
φορές το χρόνο, τον Οκτώβριο και τον
Μάιο. Ο χρωματισμός του ποικίλλει
ανάλογα τις εποχές, τις τοπικές γενιές
και τον τόπο διατροφής του, από
καφεκόκκινος, γκρι έως μαύρος
9. Κοινωνική δομή
Οι αγριόχοιροι διαβιούν σε ομάδες οι
οποίες αποτελούνται από την μητέρα και
τα μικρά των τελευταίων δύο ετών. Συχνά
ενώνονται δύο ή περισσότερες ομάδες
και σχηματίζουν κοπάδι. Αρχηγός της
ομάδας ή του κοπαδιού είναι το
γηραιότερο θηλυκό. Τα μικρά του
κοπαδιού σχηματίζουν μια ομάδα
επιτηρούμενη από τα θηλυκά από μια
απόσταση, ενώ σε περίπτωση κινδύνου
ειδοποιούνται από τους βρυχηθμούς του
θηλυκού που τα επιτηρεί. Τα αρσενικά
που είναι μεγαλύτερα των δύο ετών,
σχηματίζουν μικρές ομόφυλες ομάδες
ενώ τα γηραιότερα ζουν μόνα τους
(μονιάδες). Επίσης συχνά γύρω από την
ομάδα ειδικότερα την περίοδο
αναπαραγωγής βρίσκονται ενήλικα
αρσενικά τα οποία την ακολουθούν από
μία σχετική απόσταση.
10. Αετός
Ο Αετός, είναι αρπακτικό
ημερόβιο πτηνό της τάξης
των (Accpitriformes). Τα
περισσότερα μέλη
κατατάσσονται στην
οικογένεια Αετίδες
(Accipitridae), ειδικά όμως
στην ελληνική ορνιθολογική
βιβλιογραφία, στους
αετούς συμπεριλαμβάνεται
και ο ψαραετός της
οικογένειας Πανδιονίδες
(Pandionidae).
11. Αναπαραγωγή
Οι περισσότεροι αετοί ζευγαρώνουν
εφ’όρου ζωής, ή τουλάχιστον για πολύ
μεγάλες περιόδους, αλλά σε περίπτωση
απωλείας του ενός συντρόφου, αυτός
μπορεί γρήγορα να αντικατασταθεί.
Κατασκευάζουν τις φωλιές τους, που
ονομάζονται διεθνώς έριις (eyries), σε
ψηλά δέντρα ή σε ψηλά βράχια. Τα
περισσότερα είδη γεννούν δύο αυγά, με
διαφορά 3-4 ημερών, με αποτέλεσμα να
υπάρχει διαφορά μεγέθους και, συνήθως,
το μεγαλύτερο σκοτώνει το μικρότερο, ένα
φαινόμενο που ονομάζεται Καϊνισμός
(Fratricide) που, ανάλογα με το είδος,
μπορεί να είναι υποχρεωτικός ή μη
υποχρεωτικός. Οι γονείς σπάνια
επεμβαίνουν στο φαινόμενο.
12. Ιστορία
Ο αετός κατείχε
ανέκαθεν ξεχωριστή
θέση, τόσο στον αρχαίο
όσο και στο βυζαντινό-
μεσαιωνικό κόσμο, ενώ
χρησιμοποιήθηκε ως
σύμβολο ισχύος και
εξουσίας και αποτέλεσε
το έμβλημα πολλών
δυναστικών ή
αριστοκρατικών οίκων.
Αρχικά, σύμβολο θεϊκής
δύναμης, δεν άργησε να
γίνει έμβλημα και της
κοσμικής εξουσίας.
13. Κυνήγι/Τροφή
Λόγω του μεγέθους και της ισχύος πολλών
ειδών αετών, κατατάσσονται στην κορυφή
της τροφικής αλυσίδας μεταξύ των
αρπακτικών πτηνών, παγκοσμίως. Το είδος
του θηράματος ποικίλλει από γένος σε
γένος.
Οι κυνηγετικές τεχνικές διαφέρουν μεταξύ
των ειδών και γενών, με κάποιους
μεμονωμένους αετούς να έχουν αναπτύξει
εκείνες που βασίζονται στο περιβάλλον και
την εκάστοτε λεία τους. Οι περισσότεροι
αετοί αρπάζουν το θήραμα χωρίς
προσγείωση και το μεταφέρουν σε βολικές
θέσεις, όπου το θανατώνουν και το τρώνε.
14. Αλεπού
Η αλεπού (Vulpes) είναι
ανώτερο θηλαστικό, που
ανήκει στην οικογένεια
Κυνίδες. Το πιο γνωστό είδος
είναι η Κόκκινη αλεπού (Vulpes
vulpes), της οποίας το τρίχωμα
είναι κοκκινωπό, με μαυριδερά
το πίσω μέρος των αυτιών της
και το μπροστινό μέρος των
ποδιών της, ενώ το άκρο της
ουράς της είναι πάντα λευκό
15. Εμφάνιση
Εξωτερικά μοιάζει λίγο με τον
σκύλο, αλλά η ουρά της είναι πολύ
πιο φουντωτή και το τρίχωμά της
πιο πυκνό, ενώ και το ρύγχος της
πιο μακρόστενο. Το μεγαλύτερο
είδος είναι η κόκκινη αλεπού, η
οποία φτάνει σε μήκος έως και τα
90 εκατοστά και ζυγίζει 7 - 10 κιλά.
Το εντυπωσιακό είναι ότι η ουρά
της φτάνει σε μήκος έως και τα 60
εκατοστά, δηλαδή είναι αρκετά
μεγάλη συγκριτικά με το σώμα της..
16. Διατροφή
Όλα τα είδη αλεπούδων είναι
παμφάγα. Το διαιτολόγιό τους
αποτελείται σε μεγάλο ποσοστό
από ασπόνδυλα. Ωστόσο,
καταναλώνουν και τρωκτικά,
λαγούς, κουνέλια και άλλα μικρά
θηλαστικά, καθώς και ερπετά
(όπως φίδια), αμφίβια, χόρτα,
μούρα ενώ δείχνουν ιδιαίτερη
προτίμηση και σε καρπούς
(φρούτα), ψάρια, πτηνά, αυγά,
σκαθάρια, έντομα και όλα σχεδόν
τα είδη μικρών ζώων. Τα
περισσότερα είδη δείχνουν
μεγάλη προσαρμοστικότητα σε
πολλά διαφορετικά είδη τροφής
και κατά μέσο όρο καταναλώνουν
1 κιλό τροφής την ημέρα..
17. Σχέση με τον άνθρωπο
Αν και έχει μία ενστικτώδη δυσπιστία και φόβο
απέναντι στον άνθρωπο, ωστόσο είναι εξαιρετικά
σπάνιο να συμβεί απρόκλητη επίθεση αλεπούς σε
άνθρωπο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η αλεπού
όταν εξοικειωθεί με τον άνθρωπο, αρχίζει να του
δείχνει εμπιστοσύνη και φιλική παιχνιδιάρικη
συμπεριφορά, όπως αυτή του σκύλου. Τα τελευταία
χρόνια μάλιστα, ορισμένα είδη αλεπούδων έχουν
εμφανιστεί ακόμα και στα προάστια αρκετών
πόλεων, μεταξύ των οποίων και σε
πυκνοκατοικημένες περιοχές της Αθήνας, και
φαίνεται να έχουν προσαρμοστεί επιτυχώς στην
ανθρώπινη παρουσία.
18. ΓΕΡΑΚΙ
Το Γεράκι (ο Ιέραξ,
γενική: του ιέρακος),
είναι αρπακτικό
ημερόβιο πτηνό της
οικογένειας των
Ιερακιδών (Falconidae)
(γνήσια γεράκια).
Όμως, ειδικά για τον
ελλαδικό χώρο, στον
όρο «γεράκι»,
συμπεριλαμβάνονται -
καταχρηστικά- και
τρία είδη της
οικογένειας των
Αετιδών (Accipitridae)
(μη γνήσια γεράκια).
19. Τα πόδια είναι ισχυρά και φέρουν
μακριά, άνισα μεταξύ τους δάκτυλα, με
κυρτούς, αγκιστροειδείς γαμψόνυχες.
Οι φτερούγες είναι λεπτές, μακριές,
δρεπανοειδείς και οξύληκτες με 10
συνήθως πρωτεύοντα ερετικά φτερά
και, από 11 έως 26 δευτερεύοντα. Η
ουρά είναι μέσου ή μεγάλου μεγέθους
και φέρει 12-14 πηδαλιώδη φτερά.
Στα περισσότερα γεράκια εμφανίζεται
φυλετικός διμορφισμός, με τα θηλυκά
να είναι σχεδόν πάντοτε μεγαλύτερα
και βαρύτερα. Τα φύλα διαφέρουν
συνήθως σε εμφάνιση, αλλά μπορεί να
είναι και όμοια.
Ανατομία
20. ΔΙΑΤΡΟΦΗ
Είναι αποκλειστικά
σαρκοφάγα πτηνά
και η λεία τους
περιλαμβάνει ένα
ευρύτατο φάσμα
που, ξεκινάει από τα
έντομα, τα αμφίβια,
τα ερπετά και φτάνει
μέχρι κάποια
μεγαλόσωμα
θηλαστικά.
Πάντως, η
πλειονότητα των
θηραμάτων τους
είναι μικρά ή μεγάλα
πτηνά όλων των
ειδών
21. ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ
Τα γεράκια δεν κατασκευάζουν
φωλιά, αλλά χρησιμοποιούν
στις περισσότερες περιπτώσεις,
παλιές φωλιές άλλων πουλιών,
όπως κορακοειδών (κουρούνες ,
καρακάξες κ.ο.κ.), ή άλλων
αρπακτικών και δεν
χρησιμοποιούν κάποιο
ιδιαίτερο υλικό επίστρωσης.
Γεννάνε συνήθως 2-5
ανοιχτόχρωμα και πιτσιλωτά
αυγά που τα επωάζει κυρίως το
θηλυκό, για 30 ημέρες περίπου.
Οι νεοσσοί, στα πρώτο χρόνο,
έχουν μακρύτερα ερετικά
φτερά, για να εξυπηρετούνται
γενικότερες ανάγκες πτήσης
ενός αρπακτικού
22. Το κοινό ελάφι, που το συναντάμε στα περισσότερα μέρη της Ευρώπης και της Μικράς
Ασίας, έχει μήκος ως 2,30 μ. και ύψος ως 1,50 μ. και ζυγίζει ως 100 κιλά. Έχει σπάνια
ευκινησία και τρέχει πολύ γρήγορα κάνοντας πηδήματα μέχρι 8 μέτρα. Ζει γύρω στα 40
με 50 χρόνια. Στον τόπο μας συναντιέται στον Όλυμπο, στα βουνά της Ηπείρου και σε
μερικά ορεινά μέρη της Μακεδονίας. Έχει εχθρούς όλα τα αρπακτικά ζώα και τον
άνθρωπο. Το μόνο όπλο για την άμυνά του είναι το γρήγορο τρέξιμό του και οι οξύτατες
αισθήσεις του. Το θηλυκό του, που δεν έχει κέρατα, γεννά μια φορά το χρόνο (κάθε 10
μήνες) 1 ως 2 ελαφάκια που τα θηλάζει και τα αγαπά πολύ. Το ζευγάρι είναι τόσο
αγαπημένο μεταξύ του που αν τύχει να σκοτωθεί το ένα, το άλλο είναι δυνατό να
πεθάνει από λύπη και μαρασμό, έχοντας περιπλανηθεί πολλές μέρες
Ελάφι
23. Η διατροφή του ελαφιού.
Ζει σε πυκνά δάση ζευγαρωτά ή πολλά μαζί (αγέλες) και τρέφεται με χλόη,
χόρτα ή και με τη φλούδα από τους κορμούς των μικρών δέντρων, τους
οποίους επίσης καταστρέφει τρίβοντας επάνω τα κέρατά του, όταν είναι η
εποχή να αλλάξει το δέρμα του. Το ελάφι συναντάται σε πολλές παραλλαγές
(με κέρατα ή χωρίς, μεγαλόσωμο ή μικρόσωμο, με ουρά ή χωρίς, με
χαυλιόδοντες ή όχι με μεγάλα ή μικρά αυτιά κλπ.) σε όλο τον κόσμο εκτός
από την Αφρική και την Αυστραλία. Στην Αμερική είναι μεγαλόσωμα, στην
Κίνα μικρόσωμα χωρίς κέρατα, στην Ιάβα και Σουμάτρα μεγάλα με κοντά
κέρατα, στην Ευρώπη μέτρια κλπ.
24. Τα χαρακτηριστικά του.
Το ελάφι είναι ζώο θηλαστικό,
μηρυκαστικό, που ανήκει στην
οικογένεια των ελαφιών και
στην τάξη των αρτιοδακτύλων.
Είναι όμορφο, λεπτόσωμο, με
κοντό καστανόχρωμο μαλακό
τρίχωμα. Το κεφάλι του είναι
μικρό, με ρύγχος μυτερό. Έχει
μεγάλα όμορφα μάτια και
λεπτά ευκίνητα πόδια. Το
αρσενικό έχει στο κεφάλι του
κέρατα μεγάλα με
διακλαδώσεις που
ανανεώνονται κάθε χρόνο και
μοιάζουν με φύλλα πλατιά.
25. Καφέ Αρκούδα
Η καφέ αρκούδα ή φαιά αρκούδα ή κοινή αρκούδα
(Άρκτος η άρκτος-Ursus arctos) είναι παμφάγο
θηλαστικό ζώο και το είδος αρκούδας (ίσως το
γνωστότερο) με την μεγαλύτερη γεωγραφική
εξάπλωση, που μπορεί να φτάσει σε μάζα από 170
μέχρι 300 κιλά. Υποείδος της είναι η Αρκούδα
γκρίζλι, διάσημη στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στην Ελλάδα, η καφέ αρκούδα υπάρχει κυρίως στη
δυτική και βορειοδυτική Ελλάδα ωστόσο ο
πληθυσμός της είναι περιορισμένος. Γενικότερα,
απαντάται στην Ασία, την Ευρώπη, την Βόρεια
Αμερική και τα όρη της βόρειας Αφρικής. Έχει
μεγάλο κεφάλι, μικρά αυτιά, πατούσες με γερά
νύχια και κοντή ουρά. Είναι μοναχικό ζώο. Ο ζωτικός
χώρος των αρσενικών προστατεύεται από
οποιονδήποτε αντίπαλο και φτάνει τα 1.000 τετρ.
χλμ. Έχει οξεία όσφρηση και ασθενή όραση. Τα
μικρά γεννιούνται τον χειμώνα, ζυγίζουν μερικές
εκατοντάδες γραμμάρια και μένουν με την μητέρα
τους πάνω από δύο χρόνια.
26. Η καφέ αρκούδα ως το 15ο αιώνα, ζούσε σε
ολόκληρη την Ευρώπη. Η καταστροφή των
βιοτόπων της και το κυνήγι της που έχει
απαγορευτεί εδώ και δύο δεκαετίες περίπου,
είναι οι κύριες αιτίες της σταδιακής εξαφάνισης
της από τις περισσότερες χώρες.
Σήμερα ζει σε μικρούς αποκομμένους πληθυσμούς
και κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Στη Γαλλία έχουν
απομείνει περίπου δέκα ενώ στην Ισπανία και την
Ιταλία περίπου από πενήντα.
Στην Ελλάδα εώς το 17ο αιώνα, η αρκούδα ζούσε
ακόμη και στην Πελοπόννησο, σήμερα έχει
περιοριστεί στη βόρεια Πίνδο και την κεντρική
Ροδόπη. Ο πληθυσμός της δεν ξεπερνά τα 150
άτομα και αποτελεί το νοτιότερο τμήμα του
Βαλκανικού πληθυσμού που δεν ξεπερνά τα 2.500
άτομα. Παρόλα αυτά είναι από τους
μεγαλύτερους πληθυσμούς στην Ευρωπαϊκή
Ένωση. Η φυσική σύνδεση των πληθυσμών της
καφέ αρκούδας στα Βαλκάνια θα αυξήσει τις
πιθανότητες επιβίωσης του είδους και στην
Ελλάδα.
Εξελικτική πορεία
27. Τροφή
Η αρκούδα είναι ζώο
παμφάγο με προτίμηση στις
τροφές φυτικής προέλευσης
και έχει ανάγκη από μεγάλες
ποσότητες τροφής. Τρέφεται
με όλων των ειδών τους
διαθέσιμους καρπούς του
δάσους: Βατόμουρα, άγρια
κορόμηλα, κεράσια, μήλα,
αχλάδια, σμέουρα, καρπούς
σορβιάς, αγριοφράουλες,
βελανίδια, καρπούς οξιάς
αλλά και βολβούς, ρίζες και
χόρτα.
Συμπληρώνει το διαιτολόγιο
της με μέλι, μικρά και μεγάλα
θηλαστικά, έντομα,
μυρμήγκια, βατράχια,
σαλιγκάρια, ψάρια και
χελώνες. Μια πιο αναλυτική
προσέγγιση της σύστασης του
διαιτολογίου της, δείχνει τη
σαφή επικράτηση των
τροφών φυτικής προέλευσης
(84%) έναντι των τροφών
ζωικής προέλευσης (16%).
28. Το πρόβλημα της αιχμάλωτης
αρκούδας
Οι χορεύτριες αρκούδες των
Αρκουδιάρηδων. Το φαινόμενο αυτό
είναι γνωστό από πολλά χρόνια
στην Ελλάδα και σε άλλες
Βαλκανικές χώρες.
Το ζώο συλλαμβάνεται μικρό για να
μπορέσει να εκπαιδευτεί σωστά,
αφού πρώτα φονευτεί η μητέρα του,
που δε θα επέτρεπε σε κανέναν να
πλησιάσει τα μικρά της. Έτσι κάθε
σύλληψη και αιχμαλωσία αρκούδας
σημαίνει ότι η φύση χάνει
τουλάχιστον δύο άτομα. Η
εκπαίδευση του ζώου αποτελεί
διαδικασία μακρόχρονη και
επώδυνη.
29. ΛΑΓΟΣ
Το μήκος του φτάνει τα 75 εκ. και
η ουρά του τα 8 εκ. Το βάρος του
φτάνει τα 4-6 κιλά. Το τρίχωμά
του αποτελείται από κοντές τρίχες
σαν μαλλί και μακριές σαν
στάχυα.
Αλλάζει χρώμα ανάλογα με την
εποχή και το περιβάλλον, και
είναι γρήγορο και ευκίνητο ζώο.
Τρέχει με 70 χιλιόμετρα την ώρα
αλλά ποτέ σε ευθεία, ώστε να
παραπλανεί τους διώκτες του.
Μπορεί να πηδήξει πάνω από 5
μέτρα.
30. ΤΡΟΦΗ
Ο λαγός ψάχνει την τροφή
του τη νύχτα και κρύβεται
στα σπαρτά, τους θάμνους
και κάτω από μεγάλες
πέτρες, ενώ του αρέσει να
ροκανίζει και τον φλοιό
των δέντρων. Οι αρσενικοί
κάνουν επίδειξη δύναμης
στα θηλυκά παλεύοντας
μεταξύ τους, το ίδιο και τα
θηλυκά για να αποφύγουν
το επίμονο φλερτ των
ανεπιθύμητων
μνηστήρων.
31. ΚΑΤΙΚΙΑ
Κατοικεί σε εύφορες πεδιάδες και
δασώδεις βουνοπλαγιές αλλά έχει
παρατηρηθεί και σε υψόμετρα έως 1500
μ. Την φωλιά του την κατασκευάζει σε
μικρό βάθος το καλοκαίρι και
μεγαλύτερο τον χειμώνα.
Είναι μάλλον νυκτόβιο ζώο, και τρέφεται
με λαχανικά και τεύτλα. Την φωλιά του
την κατασκευάζει σε μικρό βάθος το
καλοκαίρι και μεγαλύτερο τον χειμώνα.
Γεννά 4 φορές τον χρόνο 1-4 μικρά, μετά
από εγκυμοσύνη που διαρκεί 30 περίπου
μέρες. Τα μικρά γεννιούνται με τρίχωμα
και ανοιχτά μάτια, θηλάζουν 5-6 ημέρες
και έπειτα αφήνονται στην τύχη τους. Αν
επιβιώσουν, γίνονται ενήλικα άτομα σε
15 μήνες.
32. Λύκος
Ο Λύκος (Canis lupus) είναι θηλαστικό
της τάξης των Σαρκοφάγων (Carnivora).
Έχει κοινή καταγωγή με τον σκύλο
(Canis lupus familiaris) και θεωρείται
πρόγονος όλων των ειδών σκύλων που
υπάρχουν σήμερα.
Οι λύκοι ήταν κάποτε άφθονοι και
κατοικούσαν σε όλη σχεδόν τη Βόρεια
Αμερική, την Ευρασία και τη Μέση
Ανατολή, και έως πριν λίγους αιώνες
ήταν το θηλαστικό με τη μεγαλύτερη
γεωγραφική εξάπλωση στη Γη.
Σήμερα, για διάφορους λόγους που
έχουν να κάνουν με την εξάπλωση και
τη δραστηριότητα του ανθρώπου, που
συνεπάγεται την καταστροφή των
τόπων διαβίωσης των λύκων, αλλά και
το εκτεταμένο κυνήγι εναντίον τους, οι
λύκοι υπάρχουν μόνο στο ένα τρίτο της
προηγούμενης ζώνης εξάπλωσής τους.
33. Ανατομία
Ο λύκος φέρει αρκετά από τα
ανατομικά χαρακτηριστικά του
σκύλου. Ο λαιμός του, ωστόσο,
είναι μεγαλύτερος ως προς την
περιφέρεια και περισσότερο
δυσκίνητος. Το κρανίο του είναι
μεγάλο σε σχέση με το υπόλοιπο
σώμα του και διαθέτει συνολικά
42 δόντια με χαρακτηριστικούς
μεγάλους κυνόδοντες και
εξαιρετικά δυνατό δάγκωμα.
Το μήκος ενός μέσου
αντιπροσώπου του είδους
κυμαίνεται από 1 - 1,50 m και το
ύψος του 65 - 90 cm, με
αντίστοιχο βάρος 30 - 50 κιλά. Το
τρίχωμά του έχει φαιά απόχρωση
κατά τη διάρκεια του χειμώνα και
φαιοκίτρινη το καλοκαίρι. Επίσης,
έχει φουντωτή μακριά ουρά.
34. Αναπαραγωγή
Ο λύκος είναι μονογαμικό είδος και
ζευγαρώνει για όλη του τη ζωή. Η
αναπαραγωγική περίοδος ξεκινά νωρίς την
άνοιξη από τον Φεβρουάριο έως τον
Απρίλιο.
Η εγκυμοσύνη στο θηλυκό διαρκεί 60 - 63
ημέρες (όσο ακριβώς και στον σκύλο) και
κατόπιν γεννά 4 - 7 μικρά, που
ανεξαρτητοποιούνται μετά τον έκτο μήνα
της ζωής τους, αλλά συνήθως παραμένουν
στην οικογένεια μέχρι το φθινόπωρο του
επόμενου έτους.
Στην ανατροφή των μικρών συμμετέχει
εκτός από το αναπαραγωγικό ζευγάρι και
υπόλοιπα μέλη της αγέλης. Ο λύκος
ωριμάζει σεξουαλικά στο δεύτερο έτος,
οπότε διαμορφώνει τη δική του ομάδα-
οικογένεια.
35. Σκαντζόχοιρος
Οι σκαντζόχοιροι ξεχωρίζουν εύκολα από τα αγκάθια τους,
που έχουν μήκος περίπου 2 εκατοστά και χρώμα απαλό
κίτρινο με ραβδώσεις. Πρόκειται για τρίχες που έχουν γίνει
σκληρές με κερατίνη. Τα αγκάθια αυτά δεν έχουν δηλητήριο
και, μπορούν εύκολα να αφαιρεθούν από το ζώο.
Καθώς ο σκαντζόχοιρος μεγαλώνει, κατά το πρώτο έτος της
ηλικίας του, χάνει τα απαλά αγκάθια που είχε κατά τη
γέννησή του και τα αντικαθιστά με μεγαλύτερα και
σκληρότερα. Τα αγκάθια τα χάνει και από στρες ή ασθένεια.
Ο λαιμός, το πρόσωπο και η κοιλιά του σκαντζόχοιρου
καλύπτονται από μαλακές τρίχες που έχουν χρώμα κιτρινωπό
ή λευκωπό. Τα πόδια του έχουν δάχτυλα που καταλήγουν σε
νύχια δυνατά και γαμψά.
36. Συμπεριφορά/εχθροί
Όλοι οι σκαντζόχοιροι μπορούν να τυλιχτούν σε
σφιχτή μπάλα, και με τη βοήθεια υποδόριων
μυών να κάνουν τα αγκάθια τους να πεταχτούν
προς τα έξω.
Πάντως, η αποτελεσματικότητα αυτής της
μεθόδου προστασίας εξαρτάται από τον αριθμό
των αγκαθιών, και καθώς μερικοί σκαντζόχοιροι
της ερήμου έχουν εξελιχθεί ώστε να μεταφέρουν
λιγότερο βάρος, είναι πιθανότερο να
προσπαθήσουν να διαφύγουν τρέχοντας ή ακόμα
και να επιτεθούν στον εισβολέα, τρυπώντας τον
με τα αγκάθια τους, και ν' αφήσουν τη μέθοδο
της μπάλας ως τελευταία λύση.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχουν
διαφορετικοί εχθροί για διαφορετικά είδη: ενώ οι
σκαντζόχοιροι του δάσους έχουν σχετικά λίγους
εχθρούς, κυρίως πουλιά και ειδικότερα
κουκουβάγιες, αλλά και νυφίτσες και σκύλους και
φίδια, τα μικρότερα είδη όπως ο μακρώτις
σκαντζόχοιρος έχουν ως επιπλέον εχθρούς τις
αλεπούδες, τους λύκους και τις μαγκούστες.
37. Τροφή
Παρότι ανήκει στην οικογένεια των
εντομοφάγων, ο σκαντζόχοιρος είναι
σχεδόν παμφάγος. Τρώει έντομα,
σαλιγκάρια, βατράχια, αυγά, φίδια,
κουφάρια, μανιτάρια, χόρτα, ρίζες,
μούρα, πεπόνια και καρπούζια.
Ο αφγανικός σκαντζόχοιρος, όταν
ξυπνάει από τη χειμέρια νάρκη
τρέφεται βασικά με μούρα.
Περιστασιακά έχουν ειδωθεί
σκαντζόχοιροι να ψάχνουν για
σκουλίκια μετά τη βροχή. Παρότι οι
σκαντζόχοιροι του δάσους, οι πιο
γνωστοί στους Ευρωπαίους, είναι
κυρίως εντομοφάγοι, αυτό δεν
ισχύει απαραίτητα για τα άλλα είδη.
38. Αναπαραγωγή και διάρκεια ζωής
Ανάλογα με το είδος, η περίοδος κύησης είναι 40-58
ημέρες. Στην αρχή του καλοκαιριού, το θηλυκό γεννά 3-6
μικρά (3-4 γεννούν τα μικρά είδη, και 5-6 τα
μεγαλύτερα).
Τα μικρά έχουν μέγεθος 6 εκατοστά, το χρώμα τους
είναι λευκό γκριζωπό και τα αγκάθια τους είναι κοντά και
μαλακά. Θηλάζουν ένα μήνα και ωριμάζουν σε μερικές
εβδομάδες, αφού μάθουν να αναζητούν την τροφή τους
μαζί με τη μητέρα τους. Όπως συμβαίνει σε πολλά ζώα,
δεν είναι ασυνήθιστο ένας αρσενικός σκαντζόχοιρος να
σκοτώνει τα νεογέννητα αρσενικά.
Υπάρχει κίνδυνος ο αρσενικός να τρυπηθεί από τα
αγκάθια του θηλυκού κατά το ζευγάρωμα. Γι' αυτό το
πέος του σκαντζόχοιρου είναι κοντά στο κέντρο της
κοιλιάς του (συχνά φαίνεται σαν αφαλός) και το θηλυκό
μπορεί να τυλίγει προς τα πάνω την ουρά του μέχρι που
ο κόλπος του εξέχει από το υπόλοιπο σώμα του. Έτσι το
αρσενικό δεν χρειάζεται να ανέβει τελείως πάνω στο
θηλυκό όταν ζευγαρώνουν.
39. ΣΚΙΟΥΡΟΣ
Το πιο γνωστό χαρακτηριστικό του
σκίουρου είναι η μακριά φουντωτή
ουρά, που σε μερικά είδη έχει μήκος
περίπου ίδιο του κορμιού του. Τα
πισινά του πόδια είναι σχετικά μεγάλα
και το ζωάκι μπορεί άνετα να κάθεται
πάνω τους με τα μικρά μπροστινά να
κρατάνε καρπό ή άλλο αντικείμενο. Τα
μπροστινά όσο και τα πισινά πόδια
εξοπλίζονται με μικρά αλλά δυνατά
νύχια κατάλληλα για σκάψιμο στο
έδαφος και σκαρφάλωμα σε δέντρα.
Σπάνια είναι ολόλευκοι οι σκίουροι.
βρίσκονται στη δυτική Αφρική, έχουν
βάρος μόλις 15 γραμμάρια.
40. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Το χρώμα του σκίουρου διαφέρει ανάλογα με το είδος,
με τα πιο συνηθισμένα χρώματα το μαύρο, το κόκκινο,
το γκρίζο και το καφέ στην πλάτη και το λευκό στην
κοιλιά. Οι σκίουροι έχουν διπλό τρίχωμα, το εσωτερικό
είναι πυκνό κι απαλό στην αφή, ενώ το εξωτερικό
αποτελείται από μακριές σκληρές τρίχες.
Ο σκίουρος έχει αμυγδαλωτά σκούρα προεξέχοντα
μάτια, σχετικά μεγάλα για το μέγεθος του κεφαλιού
του, με αρκετή απόσταση μεταξύ τους. Τα τριγωνικά
του αυτιά είναι στητά και σε μερικά είδη έχουν τούφες
στην κορυφή τους. Το ρύγχος του είναι μικρό και λήγει
σε στρογγυλή μύτη.
41. Διατροφή
Αντίθετα με τα κουνέλια και
τα ελάφια, οι σκίουροι
μερικών ειδών δεν μπορούν
να χωνέψουν την κυτταρίνη
και πρέπει να βασιστούν σε
τροφές πλούσιες σε
πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και
λίπος. Όμως, ο ιπτάμενος
σκίουρος του Πακιστάν
(επιστημονική ονομασία
Eupetaurus cinereus -
Ευπέταυρος ο στακτόχρους)
τρώει σχεδόν αποκλειστικά
βελόνες από πεύκα, μια
τροφή με μεγάλη ποσότητα
κυτταρίνης.
42. Αναπαραγωγή
Οι σκίουροι είναι πολυγαμικοί. Ο θηλυκός
σκίουρος των ειδών που πέφτουν σε χειμέρια
νάρκη έχει οίστρο λίγες βδομάδες μετά τη λήξη
της περιόδου αυτής, και ενδιαφέρεται για
ζευγάρωμα για λίγες ώρες μέχρι μία μέρα,
ανάλογα με το είδος. Αυτοί οι σκίουροι
ζευγαρώνουν μόνο μία φορά το χρόνο, αργά το
χειμώνα ή στις αρχές της άνοιξης. Άλλα είδη
αναπαράγονται και δεύτερη φορά το
καλοκαίρι.
Πολλοί σκίουροι του εδάφους γεννάνε από έξι
έως εννέα μικρά, σε αντιδιαστολή με αυτούς
με κατοικία τα δέντρα, οι οποίοι έχουν μια
γέννα με δύο έως τέσσερα μικρά. Οι
νεογέννητοι έχουν κλειστά τα μάτια και δεν
έχουν καθόλου τρίχωμα. Μετά από ένα μήνα
περίπου, τα μάτια τους ανοίγουν, και λίγες
μέρες ή βδομάδες αργότερα, (ο χρόνος
ποικίλει για τα διάφορα είδη), μπορούν να
βγαίνουν μόνα τους από τη φωλιά.
43. Aσβός
Ο ασβός είναι ζώο θηλαστικό
της οικογένειας των
μουστελιδών, χαρακτηριστικό
γνώρισμα των οποίων είναι η
παρουσία μιας άσπρης λωρίδας
τριχώματος κατά μήκος της
ραχιαίας πλευράς του κεφαλιού
και του λαιμού του. Σημαντικός
αντιπρόσωπος είναι ο
ευρασιατικός ασβός, η
επιστημονική ονομασία του
είναι Meles meles. Είναι αρκετά
διαδεδομένο ζώο στις εύκρατες
περιοχές της Ευρώπης και της
Ασίας, όπου διαβιεί στις ορεινές
δασώδεις περιοχές, κατά
κανόνα σε ομάδες των έξι
ατόμων. Θηρεύεται για το κρέας
του, το δέρμα του και το
τρίχωμα της ουράς του, το
οποίο χρησιμεύει στην
κατασκευή μαλακών πινέλων
ζωγραφικής.
44. Περιγραφή
Ο ασβός έχει συνολικό μήκος 80 εκ.,
από τα οποία τα 20 εκ.
καταλαμβάνονται από την ουρά. Το
κεφάλι του είναι μακρύ και καταλήγει
σε ρύγχος· έχει ισχυρά δόντια και
μικρά μάτια. Ο κορμός του είναι
ογκώδης και τα άκρα του κοντά και
ισχυρά, απολήγοντας σε πέντε
δάχτυλα, εφοδιασμένα με μακρυά
κυρτά νύχια και προσαρμοσμένα για
σκάψιμο. Το δέρμα του καλύπτεται
από από πυκνό τρίχωμα, γκρίζο στη
ράχη και μαύρο στην κοιλιά και στα
άκρα· το πρόσωπό του αντίθετα, είναι
λευκό με μία μαύρη λωρίδα σε κάθε
πλευρά του, η οποία το διασχίζει από
τη μύτη έως τα αφτιά.
45. Ενδιαίτημα
Η αναπαραγωγή του
λαμβάνει χώρα
οποιαδήποτε στιγμή από το
τέλος του χειμώνα έως τα
μέσα του καλοκαιριού.
Ωστόσο, ο ασβός έχει την
ικανότητα να σταματάει την
ανάπτυξη του ζυγωτού πριν
από την εμφύτευση του στη
μήτρα, μέχρι οι κλιματικές
συνθήκες να γίνουν
ευνοϊκές. Ύστερα από
εγκυμοσύνη περίπου
πενήντα ημερών, γεννάει 3-
4 μικρά, συνήθως τον
Φεβρουάριο ή τον Μάρτιο.
46. Τσακάλι
Οι επιστημονικές ονομασίες του
τσακαλιού είναι Canis Aureus, Canis
adustus και Canis mesomelas για τα
τρία διαφορετικά υποείδη. Το
τσακάλι είναι απειλούμενο είδος, το
οποίο μπορούμε να το βρούμε στην
Ευρώπη, πιο συγκεκριμένα στα
Βαλκάνια, στην Αφρική και στην
Ασία. Στην Ελλάδα συναντάται στην
λίμνη Κερκίνη, τη Χαλκιδική, τη
Φωκίδα, τη Σάμο, και την
Πελοπόννησο, αλλά κυρίως
βρίσκονται στον Έβρο. Ανήκει στην
οικογένεια των κυνιδών. Στην
αρχαία Αίγυπτο το τσακάλι είχε
σημαντικό ρόλο, όπως και στην
ελληνική μυθολογία.
47. Διατροφή
Είναι παμφάγο ζώο, χαρακτηρίζεται ως
οπορτουνιστικό σε σχέση με τον τρόπο που κινείται
για να βρει την τροφή του, το οποίο «χτενίζει»,
διάφορες περιοχές για σκουπίδια, νεκρά ζώα
(ψοφίμια), οργανικά υπολείμματα. Μάλιστα το μισό
της διατροφής του καλύπτεται από φυτά και φρούτα.
Το υπόλοιπο της διατροφής του αποτελείται από
μικρά ζώα, αμφίβια, ψάρια, ποντίκια, κουνέλια,
σαλιγκάρια, έντομα, πουλιά και αιγοπρόβατα.
Προτιμάει εν γένει τροφή ανθρωπογενή, όταν
κινείται στις παρυφές ανθρώπινων κοινοτήτων.
48. Απειλούμενο είδος
Το τσακάλι, λόγω της
απειλής που δέχεται η
φωλιά του, απειλείται και
το ίδιο. Μέσα σε μικρό
χρονικό διάστημα μπήκε
στην κατηγορία των
απειλουμένων ειδών.
Μπορεί να εξαπλωθεί σε
περιοχές με μέσο ή χαμηλό
υψόμετρο. Στις περιοχές
αυτές λόγω των μεγάλων
αλλαγών που συνέβησαν,
όπως η εγκατάλειψη των
καλλιεργειών, η
ελαχιστοποίηση της
κτηνοτροφίας, η
καταστροφή οικισμών και
πολλά ακόμη ήταν οι πιο
σημαντικοί και κύριοι λόγοι
της μείωσης της τροφής του
τσακαλιού, με αποτέλεσμα
και την απομάκρυνσή του
από εκεί.