2. Με αφορμή το μάθημα
της Γλώσσας «Σπίτι μας
είναι η γη», χωριστήκαμε
σε τρεις ομάδες και
βρήκαμε πληροφορίες
από το Διαδίκτυο για
τους Ινδιάνους της
Αμερικής. Η επιλογή της
κάθε ομάδας έγινε με
κλήρωση στην τάξη μας.
Κάθε ομάδα όρισε μία
συντονίστρια/έναν
συντονιστή μετά από
διαλογική μεταξύ τους
συζήτηση. Μετά την
επιλογή των ομάδων και
των συντονιστών τα
μέλη κάθε ομάδας
συναντήθηκαν. Η
συντονίστρια/ο
συντονιστής ανέλαβε την
πληκτρολόγηση και την
ανάρτηση της εργασίας
στην e-me.
4. Το όνομα Ιροκουά, αναφέρεται και ως Ιροκέζοι, δόθηκε σε ένα
σύνολο φυλών ιθαγενών Αμερικανών, μελών μιας
συνομοσπονδίας . Σήμερα τα μέλη των φυλών αυτών βρίσκονται
και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η ονομασία Ιροκουά, προέρχεται
από τη λέξη αλγκονγκίν που σημαίνει «τα ερπετά». Οι ίδιοι έχουν
αμφισβητήσει τη χρήση αυτού του όρου. Ως συλλογικό
αυτοπροσδιορισμό χρησιμοποιούν έναν όρο που παραπέμπει
στην κοινωνική τους οργάνωση που σημαίνει «το μεγάλο σπίτι».
Οι Μοχώκ, οι Ονέιντα, οι Ονοντάγκα, οι Καγιούγκα, οι Σενέκα,
και, από το 1712, οι Τυσκαρόρα, ήταν εγκατεστημένοι στα νότια
και ανατολικά της λίμνης Οντάριο και ασχολούνταν με την
γεωργία σε συνδυασμό με το ψάρεμα, το κυνήγι και την
τροφοσυλλογή. Οι φυλές τους ήταν οργανωμένες σε εξωγαμικές
μητρογραμμικές ομάδες καταγωγής, που τηρούσαν αυστηρά τον
κανόνα της μονογαμίας. Οι γυναίκες ασχολούνταν με τις οικιακές
υποθέσεις και τις αγροτικές εργασίες, ενώ οι άνδρες κυνηγούσαν
και λάμβαναν μέρος σε ένοπλες συγκρούσεις προκειμένου να
αποκτήσουν αιχμαλώτους.
5. Οι αιχμάλωτοι στην πλειονότητά τους υιοθετούνταν από τους
δεσμώτες τους. Θεωρούνταν ότι οι γυναίκες απαιτούσαν την
υιοθεσία και μάλιστα οι μητέρες που έχασαν ένα γιο, καθώς
ο υιοθετημένος θεωρούνταν ότι αντικαθιστά το νεκρό. Όσοι
δεν υιοθετούνταν, θανατώνονταν μετά από τελετουργικά
βασανιστήρια. Οι Ιροκουά ήταν οι μόνοι Αμερινδιανοί του
Βορρά που επιδίδονταν σε ανθρωποφαγικές πρακτικές.Τα
χωριά τους αποτελούνταν από "μεγάλα σπίτια"- καθένα από
αυτά φιλοξενούσε μια οικογένεια.Οι Ιροκουά πίστευαν στη
ύπαρξη δυνάμεων του καλού και του κακού μέσα σε κάθε
έμψυχο ον και σε κάθε αντικείμενο του φυσικού κόσμου. Οι
τελετουργίες τους είχαν σχέση κυρίως με την καλλιέργεια της
γης και συμπεριλάμβαναν θυσίες όπως τη θυσία του άσπρου
σκύλου. Οι Ιροκουά έχουν εξέχουσα θέση στην ιστορία της
εθνολογίας αργότερα και κοινωνικής ανθρωπολογίας.
Μελετήθηκαν από τον 18ο αιώνα από τον Γάλλο ιησουίτη
Λαφιτώ. Ο Λ. Χ. Μόργκαν έγραψε την πρώτη εθνογραφική
μονογραφία αφιερωμένη στους Ιροκουά. Μέσα από τη
μελέτη της κοινωνικής τους οργάνωσης, ο Μόργκαν
¨ανακάλυψε" το "ιροκέζικο σύστημα συγγένειας" που
διακρίνει τα αδέλφια και τα παραλληλεξάδελφα παιδιά
αδελφών του ίδιου φύλου από τα σταυρεξάδελφα παιδιά
αδελφών των δύο φύλων.
Σήμερα οι Ιροκουά ζουν κυρίως σε περιοχές ιθαγενών , αλλά
εργάζονται και έξω από αυτές τις περιοχές, κυρίως σαν
εργάτες στον τομέα της οικοδομής. Έχουν εν μέρει
εκχριστιανιστεί αλλά ασκούν ακόμη και την παραδοσιακή
τους λατρεία. Διατηρούν κατά το μάλλον ή ήττον την πολιτική
τους οργάνωση. Η γλώσσα τους, η Ιροκουά, που αποτελεί μια
ξεχωριστή γλωσσική οικογένεια, απειλείται με εξαφάνιση,
παρ' όλες τις προσπάθειες να διατηρηθεί.
Πηγή πληροφοριών:
el.wikipedia.org
7. Πηγή εικόνας: Tes
Οι Τσερόκι (Cherokee) είναι φυλή ιθαγενών της
Αμερικής, που είναι εγκατεστημένοι στις
νοτιοανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Από
τον 19ο αιώνα, λόγω της επαφής τους με τους λευκούς
αποίκους από την Ευρώπη, ενσωμάτωσαν πολλά
πολιτισμικά και τεχνολογικά στοιχεία από αυτούς στην
καθημερινότητά τους. Σύμφωνα με την επίσημη
απογραφή των ΗΠΑ το 2000 αριθμούσαν 300.000
άτομα.
Η γλώσσα των Cherokee,Iroquoian, αναπτύχθηκε
σταδιακά, και περίπου το 1.000π.Χ υπήρχε μία
ολοκληρωμένη γλώσσα. Τον 19ο αιώνα, ιστορικοί και
εθνογράφοι κατέγραψαν την λεκτική παράδοση της
φυλής που μιλούσε για την προέλευση τους από
την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών, όπου υπήρχαν
και άλλοι που μιλούσαν τη γλώσσα Iroquoian.
Από τον 19ο αιώνα, οι Ευρωπαίοι άποικοι των
Ηνωμένων Πολιτειών αποκαλούσαν τους Τσερόκοι μία
από τις "Πέντε Πολιτισμένες Φυλές" διότι είχαν
υιοθετήσει πολλά πολιτισμικά και τεχνολογικά στοιχεία
από τούς Ευρωπαίους - Αμερικανούς αποίκους. Οι
Τσερόκοι ήταν μια από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη,
εθνική ομάδα πού απέκτησαν τον τίτλο του Αμερικανού
πολίτη.
Το άρθρο 8 της συνθήκης του 1817 ανέφερε ότι
οι Τσερόκοι μπορούν, αν επιθυμούν, να γίνουν
Αμερικανοί πολίτες. Σύμφωνα με την
καταμέτρηση πληθυσμού των Η.Π.Α. του 2010
το έθνος των Τσερόκοι αριθμεί πάνω από
314.000 άτομα, η μεγαλύτερη από τις 566
ομοσπονδιακά αναγνωρισμένες φυλές
Αμερικανών ιθαγενών των Ηνωμένων
Πολιτειών. Επιπροσθέτως, πολλές
πληθυσμιακές ομάδες που υποστηρίζουν ότι
έχουν καταγωγή από τους Τσερόκι, μερικές από
αυτές έχουν αναγνωριστεί και σαν αυτόνομες
πολιτείες, έχουν μέλη πού είναι ανάμεσα σε
αυτούς τους 819.000(και περισσότερων)
ανθρώπων που υποστηρίζουν ότι είναι
απόγονοι των Τσερόκι κατά την απογραφή
πληθυσμού των Η.Π.Α. Μέχρι το 1.000μ.Χ
περίπου, το Έθνος των Cherokee ακολουθούσε
την τυπική διαδικασία διαβίωσης, με κυνήγι,
συλλογή καρπών και γενικώς τροφίμων όπως
κολοκύθια, φασόλια και καλαμπόκι. Πρόσεχαν
και περιποιούνταν τα χωριά τους και τα σπίτια
τους.
8. Πηγή εικόνας: Wordpress
Φιλοσοφία των Cherokee
Η κεντρική φιλοσοφία του Έθνους, ονομαζόταν
«duyuktv», που στην γλώσσα τους σημαίνει «ο
σωστός τρόπος». Βασική επιδίωξη ήταν η
αναζήτηση της ισορροπίας και της αρμονίας στη
ζωή και στο σεβασμό του φυσικού κόσμου. Η
πνευματικότητα, η κοινοτική ευθύνη και οι
θυσίες καθοδηγούσαν τη ζωή τους.
Αυτές οι αρχές τηρούνταν στις κεντρικές
πλατείες και τα σπίτια του συμβουλίου τους. Στις
πλατείες γίνονταν δημόσιες τελετές και στα
σπίτια του συμβουλίου βρισκόταν η «ιερή
φωτιά», η οποία ενσάρκωνε την πνευματική
ουσία της πόλης. Αυτοδιοικούνταν με ένα
σύστημα καθοδηγούμενο από ιερείς, αρχηγούς
ειρήνης, αρχηγούς πολέμου και δημοκρατική
συναίνεση.
9. Πηγή εικόνας: blogspot
Οι γυναίκες Cherokee
Οι γυναίκες Cherokee, είχαν στην κατοχή τους
καλλιεργήσιμη γη. Σε αυτήν φύτευαν και
καλλιεργούσαν τα απαραίτητα προς το ζην. Αυτή η γη,
δίνονταν μετά κληρονομιά στις κόρες τους. Με αυτόν
τον τρόπο, ενισχύονταν κι οι δεσμοί της φυλής.
Οι γυναίκες είχαν αναλάβει τη φροντίδα της γης, του
σπιτιού, των παιδιών και ετοίμαζαν τα ρούχα και τα
υφάσματα που χρησιμοποιούνταν για τη δημιουργία
των «τίπι», δηλαδή των σκηνών.
Οι γυναίκες στην κοινωνία των Cherokee, αν και δε
συμμετείχαν στα πολεμικά συμβούλια, είχαν εξέχουσα
θέση στην κοινωνία του Έθνους και συχνά ζητούσαν τις
συμβουλές τους σε όλα τα είδη των συμβουλίων. Ένα
χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όταν ο μεγάλος
αρχηγός των Cherokee Attakullakulla πήγε στη Νότια
Καρολίνα το 1757 προκειμένου να διαπραγματευτεί
εμπορικές συμφωνίες. ΄Eδειξε σοκαρισμένος από το
γεγονός ότι στην επιτροπή δεν υπήρχε ούτε μία
γυναίκα. Μάλιστα ο Attakullakulla ρώτησε τον
κυβερνήτη:
«Εφόσον ο λευκός άνδρας, όπως και ο κόκκινος, γεννήθηκε
από γυναίκα, ο λευκός άνδρας δεν δέχτηκε τις γυναίκες στο
συμβούλιό του;»
Ο κυβερνήτης έμεινε έκπληκτος όταν άκουσε αυτήν την
ερώτηση και χρειάστηκαν τρεις ημέρες προκειμένου να βρει
μία κατάλληλη απάντηση να δώσει στον μεγάλο αρχηγό, η
οποία ήταν:
«Οι λευκοί άνδρες εμπιστεύονται τις γυναίκες τους και
μοιράζονται τα συμβούλιά τους μαζί τους όταν ξέρουν ότι οι
καρδιές τους είναι καλές».
Πηγή πληροφοριών: kanenazori
Πηγή πληροφοριών: wikipedia
11. Οι Απάτσι (Apache),
είναι νομαδική φυλή
ινδιάνων που
αποτελείται κυρίως από
Αμερικανούς
πρόσφυγες και
βρίσκονται στην Νότια
πλευρά των Ηνωμένων
Πολιτειών Αμερικής
(στις πολιτείες της
Αριζόνας, Καλιφόρνιας,
του Νέου Μεξικού, του
Τέξας, της Οκλαχόμα,
και της Νεβάδας). Αυτή
η φυλή επικοινωνεί
κυρίως με την γλώσσα
των Ατσαμπάτσκαν (ή
αλλιώς Απάτσιαν).
Ξεκίνησαν περί το 850
μ.Χ. από τον Βορρά για
να εποικήσουν τις
πεδιάδες και
νοτιοδυτικές περιοχές
της Αμερικής.
Εγκαταστάθηκαν σε τρεις
έρημες εκτάσεις ,την Μεγάλη
Λεκάνη (Great Basin) την
Σονόρα (Sonora) και την
Τσιοιυαχουάν (Chihuahuan).
Αντήλλασσαν δέρματα
βουβάλου, ζωικό λίπος, κρέας,
κόκαλα για κατασκευή
εργαλείων και αλάτι από την
έρημο, υλικά αγγειοπλαστικής,
βαμβάκι, κουβέρτες,
καλαμπόκι και άλλα αγαθά.
Ενίοτε απλά έπαιρναν αυτό
που ήθελαν, με αποτέλεσμα
να γίνουν γνωστοί με το
όνομα, Apachu (ο εχθρός).
Οι Απάτσι σαν νομάδες
κυνηγοί – τροφοσυλλέκτες,
κυνηγούσαν κάθε είδους
άγρια θηράματα που
βρίσκονταν στο έδαφός
τους, κυρίως ελάφια και
κουνέλια.
12. Όταν ήταν αναγκαίο, ζούσαν από
τη γη συλλέγοντας άγρια μούρα,
ρίζες, καρπούς κάκτου και
σπόρους του δέντρου mesquite.
Επίσης φύτευαν και
καλλιεργούσαν καλαμπόκι,
φασόλια και κολοκύθες.
Όταν επιτίθεντο σε ένα χωριό, το
έκαναν από καθαρή ανάγκη, για
να αποκτήσουν τροφή στις
οικογένειές τους, όταν το κυνήγι
ήταν ανεπαρκές. Η τακτική
ανταρτοπολέμου που ανέπτυξαν
ήταν φυσικό επακόλουθο και με
την πάροδο του χρόνου
κατέστησαν αξεπέραστοι. Το
όνομα Απάτσι, προκαλούσε φόβο
στις τοπικές φυλές (Pueblos) και
αργότερα στους Ισπανούς,
Μεξικανούς και Αγγλο –
Αμερικανούς εποίκους, στους
οποίους επιτίθονταν για τροφή
και υλικά διαβίωσης.
Απάτσι και Pueblos κατάφεραν να
διατηρήσουν σε γενικές γραμμές
ειρηνικές σχέσεις, αλλά η άφιξη των
Ισπανών άλλαξε τα πάντα. Πηγή τριβής
μεταξύ άλλων ήταν η δραστηριότητα
των Ισπανών δουλεμπόρων, που
κυνηγούσαν αιχμαλώτους, οι οποίοι
χρησίμευαν ως εργάτες στα
αργυρωρυχεία της Τσιουάουα στο
βόρειο Μεξικό.
Οι Απάτσι με τη σειρά τους,
επιτίθονταν στους Ισπανικούς
καταυλισμούς για να αρπάξουν
βοοειδή, άλογα, όπλα και ομήρους. Η
αντοχή των Απάτσι υπήρξε
παροιμιώδης, αφού σύμφωνα με τον
θρύλο ένας πολεμιστής μπορούσε να
τρέξει 50 μίλια χωρίς διακοπή και να
μετακινηθεί γρηγορότερα από ό,τι ένας
εκπαιδευμένος στρατιώτης.
13. Στα τέλη του 1800, στρατηγός των ΗΠΑ Τζορτζ Κρουκ που είχε
πολεμήσει εναντίον τους, περιέγραψε την φυλή ως «τίγρεις του
ανθρώπινου είδους». Οι ίδιοι όμως έβλεπαν τον εαυτό τους
διαφορετικά, αφού ο αγώνας που διεξήγαν γινόταν για να
επιβιώσουν. Ωστόσο, κάποιος ειδικός αναφέρει ότι «μετά το 1500 μ.Χ
οι φυλές των Απάτσι ποτέ δεν ξεπέρασαν στο σύνολό τους τα έξι
χιλιάδες μέλη. Kάποια πηγή των Απάτσι δηλώνει: «Σε αντίθεση με τις
δημοφιλείς απόψεις που δημιούργησαν οι Ισπανοί, οι Μεξικανοί και
οι Αμερικανοί, κάναμε επιδρομές για τρόφιμα μόνο σε καιρούς
έλλειψης. Οι πόλεμοι που διεξήγαμε δεν ήταν τυχαία περιστατικά,
αλλά, κατά κανόνα, καλοσχεδιασμένες εκστρατείες προκειμένου να
πάρουμε εκδίκηση για τις αδικίες που γίνονταν εις βάρος μας» και από
αδικίες, άλλο τίποτα! Οι περισσότεροι από τους ειδικούς που
ασχολούνται με την ιστορία των πρώτων Ιθαγενών Αμερικανών
δέχονται τη θεωρία ότι οι αρχικές φυλές ήρθαν από την Ασία μέσω του
Βερίγγειου Πορθμού και κατόπιν σιγά σιγά εξαπλώθηκαν στα νότια και
στα ανατολικά. Γλωσσολόγοι συνδέουν τη γλώσσα των Απάτσι με
εκείνη των λαών Αθαπάσκαν της Αλάσκας και του Καναδά. Ο Τόμας
Μάιλς γράφει: «Ο χρόνος άφιξής τους στο νότιο τμήμα της
αμερικανικής Δύσης τοποθετείται σύμφωνα με πρόσφατους
υπολογισμούς μεταξύ του 1000 και του 1500 μ.Χ. Οι ανθρωπολόγοι δεν
έχουν ακόμα συμφωνήσει σε ό,τι αφορά την ακριβή διαδρομή που
ακολούθησαν και το ρυθμό της μετανάστευσής τους».
Στους προηγούμενους αιώνες, οι Απάτσι
πολλές φορές επιβίωναν οργανώνοντας
ομάδες που έκαναν επιδρομές εναντίον των
Ισπανών και των Μεξικανών γειτόνων τους. Ο
Τόμας Μάιλς γράφει: «Αυτές οι επιδρομές
συνεχίστηκαν σχεδόν για διακόσια χρόνια.
14. Οι Απάτσι αρχικά έστηναν καταυλισμούς στις παρυφές των
pueblos. Ντυνόντουσαν με δέρματα ζώων, χρησιμοποιούσαν
σκυλιά ως υποζύγια και διέμεναν σε σκηνές οι οποίες είχαν
θολωτό σχήμα κατασκευασμένο από ξύλινους στύλους
επενδυμένους περιμετρικά με γρασίδι, χαμόκλαδα, ή καλάμι
και ονομάζονταν wikiups.
Στο κέντρο υπήρχε εστία για φωτιά και ακριβώς από επάνω
στην κορυφή της σκηνής, άνοιγμα καπνοδόχου. Ζούσαν σε
μεγάλες οικογενειακές ομάδες, με κοινό σημείο την μητρική
καταγωγή (μητριαρχικές κοινωνίες). Κάθε ομάδα
λειτουργούσε ανεξάρτητα υπό την ηγεσία του οικογενειακού
αρχηγού, δίχως να λογοδοτεί σε κάποια ανώτερη αρχή.
Οι ανωτέρω κανόνες δεν ίσχυαν κατά την διάρκεια του
πολέμου, όταν γειτονικές ομάδες ενώνονταν εναντίον κοινού
εχθρού. Σε αντίθεση με τις συνήθεις επιδρομές, όπου κύριος
στόχος ήταν να αποκτήσουν τρόφιμα και να προσαρτήσουν
νέες περιοχές στην κυριαρχία τους.
Ο πόλεμος σήμαινε θάνατος, κυρίως ως πράξη εκδίκησης για
τον θάνατο μελών της φυλής σε παλαιότερες επιδρομές ή
μάχες. Ηγέτες από τις τοπικές ομάδες της οικογένειας
συγκαλούσαν Συμβούλιο για να εκλέξουν τον επικεφαλής του
πολέμου, που θα ηγείτο της εκστρατείας. Αλλά, εάν κάποια
ομάδα προτιμούσε να ακολουθήσει δικόν της επικεφαλής,
ήταν ελεύθερη να το πράξει.
Εκτός όμως από τον κώδικα ευπρέπειας και οικογενειακών
υποχρεώσεων, οι Απάτσι διέθεταν και πλούσια ιστορία
μύθων και θρύλων, καθώς και μια κληρονομιά έντονης
θρησκευτικής ευλάβειας που άγγιζε σχεδόν κάθε πτυχή της
ζωής τους.
15. Οι Θεραπευτές (Shaman) ηγούντο
στις θρησκευτικές τελετές. Πίστευαν
σε πολλά πνευματικά όντα και ο
Usen, ο Χορηγός της Ζωής, ήταν το
ισχυρότερο όλων. Ο Gans, ή Πνεύμα
του βουνού, ήταν ιδιαίτερα
σημαντικός στις ιερουργίες, όπου οι
άνδρες στον τελετουργικό χορό
φορούσαν περίτεχνα κοστούμια,
όπως σκωτσέζικες φούστες, μαύρες
μάσκες, έβαφαν δε το δέρμα τους με
φανταχτερά χρώματα. Κογιότ,
έντομα και πουλιά είχαν ανθρώπινη
υπόσταση για τους Απάτσι, την οποία
αποκτούσαν από τις ψυχές αυτόν
που << έφευγαν από την ζωή >>. Για
να διατηρούνται σε καλή φυσική
κατάσταση ασκούνταν από παιδιά
στην ιππασία και στην τοξοβολία,
ακόμη και σε παιχνίδια όπως το toe
toss (παιχνίδι που παίζεται με το
δάκτυλο του ποδιού και ξύλινη
ράβδο).
Ο βασικότερος κανόνας οδηγούσε
από τη μητέρα στα παιδιά και τα
παιδιά των παιδιών της. Οι γάμοι
στην ίδια φατρία ήταν
απαγορευμένοι. Όταν ο γιός
παντρευόταν, οι υποχρεώσεις του
μεταβιβάζονταν στην οικογένεια
της πεθεράς του.
Απείθαρχοι και πολεμικοί
αντιστάθηκαν με πείσμα και
πάθος στην κατάληψη των
εδαφών τους από τους λευκούς
αποίκους, με αποτέλεσμα να
αποδεκατιστούν από το
αμερικάνικο στρατό. O μεταξύ
τους πόλεμος ξεκίνησε το 1862 και
διήρκησε μέχρι το 1885. Το 1880
πολλοί κατέφυγαν στο Μεξικό,
αλλά διώχθηκαν και από εκεί.
Αναγκάστηκαν να επιστρέφουν
στις ΗΠΑ και να εγκατασταθούν
το 1886 σε στρατόπεδα-
καταυλισμούς στην Αριζόνα και το
Νέο Μεξικό.
16. Οι πιο γνωστοί αρχηγοί των Απάτσι ήταν ο Κοτσιζ που
παραδόθηκε το 1872 και ο περίφημος Τζερόνιμο που
παραδόθηκε με τον λαό του το 1886. Ο Τζερόνιμο
εκφώνησε τον περίφημο λόγο για την
κυριαρχία των Απάτσι στα πατρογονικά τους
εδάφη των Απάτσι και τις επιπτώσεις.
Γεννήθηκε στις 16 Ιουνίου του 1829 και το
πραγματικό του όνομα ήταν Γκογιαλέ, που
στη γλώσσα των Απάτσι σήμαινε: «Αυτός
που Χασμουριέται». Ο μύθος των Ινδιάνων
έλεγε ότι είχε φάει την καρδιά ενός ελαφιού
για να του δώσει ταχύτητα και αντοχή στο
κυνήγι. Σήμερα υπάρχουν 150.000 Απάται -
Ναβάχο Ινδιάνοι. Τα Αγγλικά αποτελούν στις
μέρες μας τη βασική γλώσσα ομιλίας των
Απάτσι, όμως αρκετοί εξ’ αυτών
εξακολουθούν να μιλούν την μητρική τους
γλώσσα Αταμπασκάν (Athabascan),
συμπεριλαμβανομένων και αρκετών τοπικών
διαλέκτων. Η μητρική τους γλώσσα
θεωρείται μια πολύπλοκη γλώσσα λόγωτου
συνδυασμού πολλών τόνων και σύνθετων
ήχων φωνηέντων.
Τον 21ο αιώνα οι Απάτσι μεταφέρθηκαν
στις αστικές περιοχές των πολιτειών που
αναφέρεται παραπάνω στο κείμενο και
κυρίως στις πρωτεύουσες των πολιτειών.
Όλες οι φυλές επικοινωνούν σε επτά
διαφορετικές γλώσσες και αυτές είναι οι:
Ναβάχο, Δυτικά Απάτσι, Τσιρικάουα,
Μεσαλέρο, Τζικαρίλα, Λίπαν και Πλεινς
Απάτσι (καλύτερα γνωστή και ως Κιόουα-
Απάτσι). Τα περισσότερα μέλη Απάτσι
βρίσκονται σήμερα στην Οκλαχόμα, στο
Τέξας και στο Νέο Μεξικό. Οι Δυτικοί
Απάτσι σήμερα επίσης είναι η μοναδική
φυλή που παρέμεινε στην πολιτεία της
Αριζόνα, πολιτεία που κατοικούσαν πολλοί
Απάτσι από την ημέρα που άρχισε να
υφίσταται η φυλή. Οι τοποθεσίες τους
είναι το Σαν Κάρλος, το Γαβαπάι, το Τόντο
και το Φόρτ Μακ Ντόουελ.
Ο πολιτισμός τους πλέον, είναι ελάχιστα
αναπτυσσόμενος και η κάθε φυλή Απάτσι
επικοινωνεί ελάχιστα με άλλες φυλές
Απάτσι .
ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ: Wikipedia.gr
Pame.gr
Chilonas.com
Pronews.gr
Δικτυακή βιβλιοθήκη