1. Τεράστιες ευθύνες της Αριστεράς
Του Κώστα Χριστίδη
Σε συζητήσεις στο Κοινοβούλιο, σε τηλεοπτικά πάνελ και σε άλλες δημόσιες
εκδηλώσεις οι εκπρόσωποι της – πάσης αποχρώσεως – Αριστεράς, όταν γίνεται αναφορά
στα τρέχοντα προβλήματα της οικονομίας, της ασφάλειας, της παιδείας κ. ά., αποσείουν
κάθε ευθύνη προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι «αυτοί δεν κυβέρνησαν, άρα άλλοι
ευθύνονται». Ο ισχυρισμός είναι ευλογοφανής γιατί όντως η Αριστερά (ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ) δεν
άσκησε κυβερνητική εξουσία ενώ τα κόμματα που πράγματι κυβέρνησαν βαρύνονται, σε
πολλά θέματα, με σοβαρότατα λάθη.
Το γεγονός αυτό, όμως, δεν απαλλάσσει την Αριστερά από τις βαριές ευθύνες της.
Γιατί πολέμησε, λυσσωδώς σε πολλές περιπτώσεις, κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης και
εκσυγχρονισμού του κράτους. Υποστήριξε αναφανδόν κάθε συντεχνιακή διεκδίκηση και
κάθε απεργιακή κινητοποίηση, είτε αυτή προήρχετο από συνδικάτα πλήρως εξαρτημένα
από την ίδια είτε από συνδικαλιστικούς φορείς άλλων πολιτικών χώρων (π.χ. έμποροι,
δικηγόροι, ταξιτζήδες κ.λπ.). Δαιμονοποίησε την επιχειρηματικότητα, χαρακτηρίζοντας
κάθε ιδιωτικό φορέα ως μονοπώλιο, μέλος της «πλουτοκρατίας», εργοδότη στυγνό και
ανάλγητο, ταξικό εχθρό, φορέα φοροδιαφυγής, καταστροφέα του περιβάλλοντος.
Εξαίρεση γίνεται μόνο όταν η επιχείρηση είναι ζημιογόνος, οπότε παραδόξως εξαγνίζεται
και πρέπει να διατηρηθεί εν ζωή, κατά προτίμηση υπό τον μετοχικό έλεγχο του δημοσίου.
Στην ίδια λογική, κάθε προσπάθεια ιδιωτικοποιήσεως χαρακτηρίζεται ως
«ξεπούλημα» (ανεξαρτήτως εάν η επιχείρηση είναι κερδοφόρος ή ζημιογόνος), οι ξένοι
επενδυτές προειδοποιούνται ότι όταν οι αριστερές «προοδευτικές» δυνάμεις έλθουν στα
πράγματα δεν θα αναγνωρίσουν και θα ανατρέψουν συμφωνίες με προηγούμενες
κυβερνήσεις (θεωρούμενες οιονεί προδοτικές), οι επενδυτές βαφτίζονται «πειρατές», η δε
οικονομική ανάκαμψη θα προέλθει με διορισμό 100.000 και πλέον πρόσθετων δημοσίων
υπαλλήλων και περαιτέρω αύξηση της φορολογίας των «εχόντων και κατεχόντων».
Αποφεύγεται, πάντως, επιμελώς ο προσδιορισμός του εισοδηματικού και περιουσιακού
επιπέδου, άνω του οποίου θα τεθούν οι νέες επιβαρύνσεις.
Όλες αυτές οι πρακτικές και δραστηριότητες της Αριστεράς λειτούργησαν κατά
τρόπον άκρως αρνητικό για την ελληνική οικονομία. Ουαί και αλλοίμονο εάν δοθεί η
δυνατότητα εφαρμογής του εξαγγελλομένου προγράμματός της (εάν θεωρηθεί ότι οι
κρατικοποιήσεις, οι διορισμοί και οι νέες φορολογίες συνιστούν «πρόγραμμα»).
Το θέμα, όμως, στο οποίο οι ευθύνες της Αριστεράς, για όσα έπραξε μέχρι σήμερα,
είναι κολοσσιαίες, είναι αυτό της ανοχής και της υπόθαλψης της βίας και της ανομίας, με
αποτέλεσμα οι καταστάσεις αυτές να έχουν, δυστυχώς, καταστεί στοιχείο της καθημερινής
ζωής στη χώρα μας. Όταν η κυρία Παπαρήγα δηλώνει «Ο λαός να πάψει να θεωρεί την
αστική νομιμότητα σαν ευαγγέλιο. Να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις με όρους μαζών για
την ανατροπή αυτής της νομιμότητας και την δημιουργία μίας νέας νομιμότητας, της
λαϊκής» (09.02.2011), ποιά νομιμότητα, η «αστική» ή η «λαϊκή» θα ισχύσει; Η ίδια,
2. παλαιότερα (το 2006) είχε δηλώσει: «Αυτό το Σύνταγμα που υπάρχει σήμερα, εκφράζει
έναν συγκεκριμένο συσχετισμό δύναμης. Τι θα κάνουμε; Εφ’ όρου ζωής θα μείνουμε με
αυτό το Σύνταγμα; Εμείς θέλουμε να ανατραπεί. Το λέμε. Αύριο θα φέρετε καινούργιο
Σύνταγμα, με το οποίο θα ψηφίσετε τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Θα τα καταψηφίσουμε, μα
δεν θα σεβαστούμε αυτό το Σύνταγμα». Σαφέστερη τοποθέτηση δεν μπορεί να υπάρξει.
Ερωτάται: ανήκει αυτό το κόμμα στο λεγόμενο «συνταγματικό τόξο»;
Οι ανοησίες περί «κοινοβουλευτικής δικτατορίας» ότι «η χούντα δεν τελείωσε το
΄73 (ή το ΄74)», ότι «ζούμε υπό κατοχή» (συχνότατη διαπίστωση του κοινοβουλευτικού
εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ) δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για μαζική εξύβριση του
κοινοβουλευτισμού, προπηλακισμούς (με ύβρεις, γιαουρτώματα, αλλά και βίαια
κτυπήματα κατά πολιτικών αντιπάλων), μέχρι και απόπειρα εισβολής στο κτίριο της
Βουλής, στο όνομα μίας δικαιολογημένης ή αδικαιολόγητης αγανάκτησης. Η ανοχή ή η
επιδοκιμασία της βίας, όταν, κατά την άποψη του επιδοκιμάζοντος, αυτή αναπτύσσεται για
«καλό σκοπό», οδηγεί αναπόφευκτα στην κλιμάκωσή της. Έτσι, από τις «ήπιες» μορφές
ανομίας (φοροδιαφυγή, αυθαίρετη δόμηση, κίνημα «δεν πληρώνω»), προχωρούμε σε
καταλήψεις κτιρίων, δρόμων, αεροδρομίων και λιμανιών, συγκρούσεις με την αστυνομία
για να μη λειτουργήσει ο ΧΥΤΑ στην Κερατέα ή η επένδυση χρυσορυχείου στις Σκουριές
Χαλκιδικής, εμπρησμούς καταστημάτων τραπεζών (με θάνατο ανυποψίαστων ανθρώπων),
δολοφονία και ληστεία στην Πάρο από 30χρονο θεολόγο (που δικαιολόγησε τα εγκλήματά
του ως πολιτικά, μιας και, κατ’ αυτόν, «όλα είναι πολιτικά»), με αποκορύφωμα
τρομοκρατικές πράξεις, όπως αυτές της οργάνωσης «17 Νοέμβρη», για τις οποίες ο εκ των
βασικών αυτουργών ανέλαβε την πολιτική ευθύνη στο όνομα χιλιάδων «σοσιαλιστικών
ιδεωδών».
Όταν, λοιπόν, η Αριστερά χρησιμοποιεί παγίως διχαστική έως εμπρηστική ρητορική
και ανέχεται ή αναπτύσσει μορφές βίας ως «δικαιολογημένη απάντηση στην βία του
συστήματος», ας μην μας εκπλήσσει η ανάπτυξη βίας και από το αντίθετο άκρο του
πολιτικού φάσματος. Όσον απεχθής, κακή ή αδικαιολόγητη κρίνεται από πολλούς η
εμφάνιση της (εθνικιστικής ή ρατσιστικής) βίας, έχει ένα κοινό σημείο με κάθε άλλη μορφή
βίας: το μίσος για την δημοκρατία και τον εξευτελισμό του κράτους δικαίου. Η τιμωρία
κάθε παρανομούντος με πιστή εφαρμογή των νόμων, αποτελεί την μόνη και αυτονόητη
αντίδραση αυτοπροστασίας μίας υγιούς κοινωνίας.
Εφημερίδα Εστία, 31 Μαΐου, 2013