1. ------- Αφού διαβάσετε τη σκηνή της τύφλωσης του Πολύφημου στο
απόσπασμα που σας δίνεται παρακάτω σε μετάφραση των Καζαντζάκη-
Κακριδή, παρατηρήστε προσεχτικά τον πρωτοαττικό αμφορέα από το
Μουσείο της Ελευσίνας (του β΄ τετάρτου του 7ου αι. π.Χ.) (Σας δίνεται
παρακάτω).
Περιγράψτε αυτό που βλέπετε στην εικονική αναπαράσταση.
Πόσο κοντά πιστεύετε ότι είναι ο καλλιτέχνης σε αυτό που ο Όμηρος
αφηγείται στο έργο του;(Στους στίχους της μετάφρασης που σας δίνω)
Με ποιο ομηρικό χωρίο μπορεί να ταυτιστεί η αναπαράσταση της
αντίδρασης του Κύκλωπα; Να γράψετε τους στίχους.
Να συγκρίνετε τα εκφραστικά μέσα που επιλέγει ο αφηγητής με τα
εκφραστικά μέσα του αγγειογράφου. Θα σας βοηθήσει στην απάντηση η
μελέτη της σελίδας:
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/history/art/page_023.html
2. Από τη ραψ. ι της Οδύσσειας, σε μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή
ι 360 Είπε, κι εγώ από το φλογόμαυρο κρασί ξανακερνούσα·
ι 361 τρεις φορές του ΄δωκα, τρεις το άδειασε κι ο ανέμυαλος ως κάτω.
ι 362 Σαν είδα το κρασί στου Κύκλωπα τα φρένα να ΄χει ανέβει,
ι 363 γλυκομιλώντας του αποκρίθηκα κι αυτά του συντυχαίνω:
ι 364 "Το ξακουστό γυρεύεις, Κύκλωπα, να μάθεις όνομά μου·
ι 365 θα το ΄χεις, μα και συ που ΄ταξες να μου χαρίσεις δώρο!
ι 366 Κανένας τ΄ όνομά μου, κι όλοι τους Κανένα με φωνάζουν,
ι 367 κι η μάνα μου μαθές κι ο κύρης μου κι οι επίλοιποι σύντροφοι.»
ι 368 Είπα, κι εκείνος με ανελέημονη καρδιά μου απηλογήθη:
ι 369 "Θ᾿ αφήσω τον Κανένα ολόστερνο να φάω· πιο πριν τους άλλους
ι 370 θα φάω συντρόφους του· το δώρο μου για σένα ετούτο θα ΄ναι!»
ι 371 Αυτά είπε, κι έγειρε τ΄ ανάσκελα, και βρέθη ξαπλωμένος
ι 372 με το χοντρό του σβέρκο ανάζερβα, και βούλιαξε στον ύπνο
ι 373 τον παντοδαμαστή· κι ανάβλυζαν κρασί και βούκες σάρκες
ι 374 ανθρωπινές απ΄ το λαρύγγι του, και ξέρναε μεθυσμένος.
ι 375 Μεμιάς εγώ βαθιά παράχωσα στη θράκα το παλούκι,
ι 376 ως να πυρώσει μόνο, κι έδινα μιλώντας στους συντρόφους
ι 377 κουράγιο, μήπως απ΄ το φόβο του κανείς αναγυρίσει.
ι 378 Σαν ήρθεν η ώρα πια το ελίτικο παλούκι να κορώσει,
ι 379 χλωρό κι ας ήταν, και κοκκίνιζε σαν κάρβουνο αναμμένο,
ι 380 το πήρα απ΄ τη φωτιά και σίμωσα· κι οι σύντροφοι ένα γύρο
ι 381 στάθηκαν ποιος θεός μας φύσηξε τρανό κουράγιο τότε;
ι 382 Το σουβλερό στην άκρη πιάνοντας ελίτικο παλούκι
ι 383 οι άλλοι στο μάτι του το κάρφωσαν κι εγώ, πεσμένος πάνω,
ι 384 το στρούφιζα, καθώς ο μάστορας τρυπάει με το τρυπάνι
ι 385 μαδέρι καραβιού, κι οι αργάτες του, λουρί απ΄ τις δυο τις άκρες
ι 386 μια εδώ μια εκεί τραβώντας, άπαυτα γυρίζουν το τρυπάνι·
ι 387 παρόμοια στρέφαμε στο μάτι του βαθιά το πυρωμένο
ι 388 μπροστά παλούκι, που όπως λάβριζε, πλημμύριζε στο γαίμα΄
ι 389 κι η πυρά απ΄ το βολβό που καίγουνταν ματόκλαδα και φρύδια
ι 390 του καψαλούσε, και χοχλάκιζαν οι ρίζες του ματιού του.
ι 391 Πώς ο χαλκιάς, σκεπάρνι θέλοντας να βάψει για πελέκι,
3. ι 392 πυρό σε κρύο νερό το βούτηξε, και τούτο τσιτσιρίζει,
ι 393 τι αυτό είναι που όλη του τη δύναμη στο σίδερο θα δώσει·
ι 394 όμοια το μάτι του τσιτσίριζε τρογύρα στο παλούκι.
ι 395 Κι έσυρε εκείνος άγριο μούγκρισμα, που οι βράχοι αντιλάλησαν.
ι 396 Κάνουμε πίσω απ΄ την τρομάρα μας εμείς, κι εκείνος σέρνει
ι 397 αιματοστάλαχτο απ΄ το μάτι του το ελίτικο παλούκι
ι 398 και το πετάει μακριά του, ξέφρενος σαλεύοντας τα χέρια·
ι 399 και με φωνή τρανή τους Κύκλωπες ανακαλούσε γύρω,
ι 400 που στις κορφές τις ανεμόδαρτες σε σπήλια μέσα εζούσαν.
ι 401 Κι άλλος αλλούθε πήραν κι έτρεχαν γρικώντας τις φωνές του,
ι 402 κι όξω απ΄ το σπήλιο γύρω εστάθηκαν ρωτώντας τι έχει πάθει:
ι 403 "Ποια σου ΄ρθε συφορά, Πολύφημε, κι αψοφωνάζεις έτσι
ι 404 μέσα στη θεία τη νύχτα κι άσκωσες και μας από τον ύπνο;
ι 405 Αθέλητα σου μήπως σου άρπαξαν τ΄αρνιά, για εσέ τον ίδιο
ι 406 μεβιάς για και με δόλο βάλθηκε κανείς να θανατώσει;"
ι 407 Κι απ΄ τη σπηλιά ο τρανός Πολύφημος απηλογιά τους δίνει:
ι 408 "Κανένας, φίλοι, όπου με αφάνισε, κι όχι μεβιάς — με δόλο!
ι 409 Και τότε εκείνοι με ανεμάρπαστα του αποκρίθηκαν λόγια:
ι 410 "Aφού κανένας δε σου ρίχτηκε και βρίσκεσαι μονάχος,
ι 411 αρρώστια ο μέγας Δίας αν σου ΄στειλε, πάς θες να την ξεφύγεις;
ι 412 Ευκήσου μοναχά στον κύρη σου, στο ρήγα Ποσειδώνα!»
ι 413 Είπαν και φύγαν, κι αναγάλλιασε βαθιά η καρδιά μου εμένα,
ι 414 που τ΄ όνομά μου κι η αψεγάδιαστη τους γέλασε βουλή μου.
4. Πρωτοαττικός αμφορέας
Λεπτομέρεια του αμφορέα
ΠΗΓΕΣ
http://bepipedo2-ekse.cti.gr/moodle-mentep/mod/book/view.php?id=1239&chapterid=41
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/history/art/page_023.html