1. ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ
ἄδεια έλλειψη φόβου
ἀκρισία σύγχυση
ἁμάρτημα γνώμης κακός υπολογισμός
ἀμείβομαι απαντώ
ἀντιγράφω απαντώ με επιστολή
δῃόω-ῶ καταστρέφω
διαβατήριον θυσία για έξοδο/διάβαση
δορυφόροι σωματοφύλακες με δόρυ
ἑταιρεία πολιτικό κόμμα
εὔορκος αυτός που τηρεί τον όρκο του
εὐώνυμος αριστερός
καλλιερέω-ῶ
έχω ευοίωνα σημεία κατά τη
θυσία
κηρυκεία
το αξίωμα και το έργο του
κήρυκα
λιμός πείνα
λοιμός μεταδοτική νόσος
λύμη προσβολή, ζημιά, κακοποίηση
μεταβάλλομαι αλλάζω γνώμη
μεταγιγνώσκω μετανιώνω
νεοδαμώδεις απελευθερωμένοι είλωτες
νίφει χιονίζει
ξενόομαι-οῦμαι
συνδέομαι με φιλία με
κάποιον
περιορῶ + κατηγ. μτχ
ανέχομαι, αδιαφορώ,
παραβλέπω
ῥαΐζω καλυτερεύω στην υγεία μου
φοιτάω-ῶ συχνάζω
ὤρα + γενική Φροντίδα για κάποιον ή κάτι