1. Η Χρυσομαλλούσα
Μια φορά κι ένα καιρό ήντανε ένας βασιλές κι μια βασίλισσα. Η χώρα τσ ήντανε
μιγάλ’ κι πλούσια κι ου κόσμους τς αγαπούσι. ‘Ηντανε όμως πολύ λυπημέν’ οι
βασιλιάδις κι μένανι αμίλητ’ ούρις κι ούρις.
Μια μέρα που μπήκε ξαφνικά ου γιος μέσα στην κάμαρη τς βασίλ’σσας ήβρι τη
μανα τ’ να κλαίει κρυφά κι να καμαρών’ ένα φουστανάκ’ τριανταφυλλί. Ρώτ’σε :
«Γιατί κλαις μάνα; Τι ρούχο είν’αυτό;» Κι η μάνα τ’ είπι, γιατί δεν μπορούσε πλια να
κρυφτεί: «Αχ, γιε μ’, τι να σι πώ. Είχαμε κάποτες ένα κουρίτσ’ δυο χρονώ τότες και
τέσσαρο ισύ. Μια μέρα σας ηπήρα να πάμι περίπατο με την άμαξα στη θάλασσα.
Είχαμι μαζί μας και ντι νινέ τη Σμαραγδή. Κατεβήκαμε στουν άμμο, παίξατι
(παίξατε), κουσιάξατι (τρέξατε), βρέξατι τα ποδαρούδια σας κι ύστερα δειψάσατε κι
γυρέψατι νιρό. Έβγαλι η νινέ απ’το πγαδούδ’ πούντανι κει κοντά κι κειν’ νν’ώρα να
κι φανερώνιτι μια γριγιά μ’ ένα κρουσταλλένιου πουτήρ’ κι μας έδουκι αυτή νιρό
κρύγιο απ’ το δκο τς του πγαδ’. ‘Αμα ήπγιαμι του νιρό, τσ’ πέσαμι ουλ(οι) σ’ένα
ύπνου βαθύ κι ξυπνήσαμι την άλλ’ μέρα χουρίς να’ναι κουντά μας η
Χρυσομαλλούσα, η τσατσά σ’ (αδελφή σου). Βάναμι τα κλάιματα κι τς φουνές κι δε
μας άκγι κανένας γιατί κι γριγιά (γριά) είχε χαθεί…»
Τότες του βασιλόπουλου έδουκι όρκου ζντ’ μάνα τ’ να βρει νν (την) αδιλφή τ’.
Ου βασιλές κι η βασίλ’σσα κλάψανι κι του παρακαλέσανι να μη πάει μη λάχ’ (τύχει)
κι χαθεί κι αυτό. Τέλος τ’αφήκανι…
Πήρι ένα άτ’ (άλογο), ανέβκι κι εφ’γι μι χαρά κι μι νν’ (την) ηυχή τς. Στουν δρόμου
συλλογιέντανι: «Είνι πουλλά χρόνια, μα γω θα ννη γνουρίσου μάνι-μάνι (γρήγορα)
γιατί τα’αδελφικό του αίμα τραβά τ’ γονιού η καρδία. Βγήκι απ’την πολιτεία κι
πουρπάτσι μέρις και μέρις, αφού πέρασι πρώτα απ’του πγαδούδ’ τση
Ντρακουντίνας (τοποθεσία της Αίνου) κι από μέσα απ’ του Κρι (Κουρί, το δάσος από
βαλανιδιές που είναι στην παραλία της Αίνου). Τρίζαν οι βαλανιδιές στο πέρασμα τ’.
Κι μοσκοβολούσι ου τόπους απ’ τ’ανοιξιάτ’κα αγριολούλουδα. Κάποτις βρέθ΄κι σι
μιαν απλοχουριά κι αντάμωσι ένα βοσκό. Ρωτά: «Μην είδις μια γριγιά μι μια
κουπέλα; «Οχ’ είπι ου βοσκός. Πάει παρακατ’ κι ανταμών’ ένα γέρου μι πραμάτειες.
Ρωτά: «Μην είδις μια γριγιά μι μια κουπέλα Χρυσομαλλούσα;» Ου γέρους λέει
τότες: «Την είδα, τις απάντησ’ στου Παλατίν του ρέμα. Ρώτηξα κι αποκρίθ’κι μ’ένα
μεγάλο ψέμα. Μ’είπε πως ηπηγαίνανι μιλίσσια να τρυγήσουν μα η γριγιά
ηγκούνταγι (σκουντούσε ) την κόρη να κρυφτεί μη λάχει μάτι, κι τη δει κι νν’(την)
αποχουριστεί… Πάρι λεβέντη μ’άρχοντα, τούτο το μονοπάτι κι όπου δε βγάλ’ η
άκριγια εκεί να κατεβείς…»
Του βασιλόπ’λου ακολούθσι αυτά πούπι ο καλός γέρους. ‘Εφτασι στην κουρφή
μιανού βουνούκι από κει αγνάντιψι τα γύρου. Βλέπ’ στην καρσινή κουρφή ‘ένα
2. μικπό σπιτούδ’ κι στο παζούλ’ τς πόρτας κάντανι μια κοπέλα που λαμποκοπούσι ου
τόπους. Σκέφτηκι πως αυτή έπρεπε νάνι η Χρυσομαλλούσα. Περνά πάλι ρέματα κι
κουρφές κι φτάν’ εκεί, μα όσου να φτασ’ χαθήκανι κι του σπιτ’ κι η κορ’ μι τα χρυσά
μαλλιά. Τα χαντάκουσ’η γριγιά μάγισσα. Ξαναφεύγ’από κει κι φτάν’στην παρά πέρα
κουρφή την ώρα που η γριγιά είχι γυριζμέν’ ντ’ράχη τς απού ντου δρόμουκι δεν τον
είδι. Την άρπαξι από πίσου απ’τα χέρια, την έσφιξι κι τη ρώτσι «πούνι η
Χρυσομαλλούσα;» Η γριγιά είπι πως δεν την είδι, δεν την ξέρ’. Μ ου τόπους
λαμποκοπούσι απ’ τα χρυσαφένια μαλλιά κι του βασιλόπ’λου είδι γύρου τ’ κι νν’
(την ) γνώρσι, όπους ήντανι ανεβασμέν’ πάνου στου δέντρου κι έκοφτι φρούτα. Η
γριγιά παρακάλεσι ντου νέου να νν’ αφήσ’ κι να καθίσ’ να τον φυλέψνε, για να
μπουρέσ’ να ντουνί κ’μίσ’ κι να φύγνι μι ντη κουπέλα. Του πιδί όμως δεν άκουγι
τίπ’τα κι έβγαλι τη μαντήλα της γριγιάς, όπως τούπει ου γέρους κι άμα ξελύθηκαν
τα μαλλιά τσ έχασι τη μαγική τσ τη δύναμη κι έπισι στα γόνατα κι παρακάλιε να μην
πάρνει τη Χρυσομαλλούσα γιατί ννη μαγάλουσι από δυό χρουνώ κι νν’ αγαπούσι.
Μα κι η Χρυσομαλλούσα δεν ήθιλι να φυγ’ από κουντά τς γιατί ννη γνώρ’σι σα
μάνα. Του βασιλόπ’λου πήρι τση γριγιάς τη μαντήλα μαζί τ’ για να χασ’ τς τη δύναμ’
ανέβασι την αδελφή τ’ στα καπούλια τ΄αλόγου κι φύγανι για την πολιτεία.
Σα περνούσι απ’ το Κρι (Κουρί), έριξ’ τη μαντ’ηλα μεσα στου πηγαδ’, πούντη ακόμα
κει στην ακροθαλασσιά, για να λυθούνι τα μάγια κι ήφιρι τη Χρυσομαλλούσα στου
παλάτ’. Τι χαρές κι πανηγύρια γίνκανι (έγιναν) δε λέγιτι. Από τότες του πγάδ΄αυτό
του λένι «του πγάδ’ τση Χρυσομαλλούσας κι του ξέρ’ ουλ η Νένου (Αίνος) κι ούλους
ου ντουνιάς τσ’ Ανατολής.
Και δεν ήμουν ούτε εγώ, ούτε εσείς εκεί… Αν θέλετε το πιστεύετε…
3. Goldilocks
Once upon a time, a king and a queen lived in a big and rich country and
everybody loved them. But they were very sad and they remained silent
for hours and hours.
One day, their son came suddenly into the room and saw his mother
crying and staring at a pink little girl’s dress. He asked: “Mother, why are
you crying? Whose dress is this?” As his mother couldn’t hide herself
anymore, she told him that they once had a girl who was two years old
and he was four. Goldilocks was her name as she had beautiful, shining,
golden hair. One day, the queen took them for a ride on the horse
carriage to the beach with their nanny. They played in the sand, they got
their feet wet, they ran and then they got thirsty and asked for some
water. When their nanny went to the nearby well to get some water, an
old woman suddenly appeared and offered all of them water in a
beautiful crystal glass. When they all drank this water, they fell asleep in
a deep sleep and they woke up the next day without Goldilocks. They
started crying and yelling, but the old woman and Goldilocks had
disappeared.
4. As the prince listened to his mother he swore to find his sister. The king
and the queen tried to make him change his mind because they were
afraid they might lose him too. In the end, they let him do it. He got on
his horse and left full of joy and hope. He thought: “So many years have
gone by, but I’m sure I will recognize her at once as a brother’s heart
attracts just like a parent’s heart”. He rode and rode for so many days;
he went through so many forests and went by so many states and he
finally got to an open space where he met a shepherd. He asked him
“Have you seen an old woman with a beautiful girl?” The shepherd said
yes, he had seen them and the old woman, who was trying to hide the
girl, lied to him when he asked them where they were going. “Go after
them, my prince”, said the shepherd, “I’m sure the girl is your sister
because you look alike. Take this path and don’t stop till the end of it”.
5. The prince did what the shepherd had told him. He rode and rode till the
top of a hill. From there, he could see a small house in the distance and a
girl sitting outside. The whole world was shining and he was sure that
the girl was Goldilocks. But as he was trying to get closer, the house was
getting farther and farther away because the old woman had made it
invisible. He ran from hill to hill and from stream to stream till the house
appeared again. He approached the old woman from the back, grabbed
her and asked: “Where is Goldilocks?” The old woman said that she had
never seen her in her life and that she did not know what he was talking
about. But the whole place was shining and suddenly the prince saw the
girl hidden in a tree in the garden. Then the prince grabbed the old
woman’s scarf from her head just as the shepherd had told him to do
and when the woman lost all her magical powers she started begging
him to show mercy to her and let go of her because she loved Goldilocks
as her own child and Goldilocks also recognized her as her only mother.
She offered to give him food and drink because she wanted to make him
sleep too. But the prince paid no attention to her. He grabbed Goldilocks
on his horse and left as quickly as he could. As they were passing by the
well, he threw the scarf in it, in order to break its magic powers.
When they got to the palace, their parents were extremely happy and
organized celebrations for days and they lived happily ever after!! Since
then, this well has been called “Goldilocks’ well” and it has become
famous all over the world!!
…but, I was not there and neither were you. If you want, you can believe
it!