2. Κόκκινη κλωστή δεµένη στην ανέµη τυλιγµένη, δώστου
κλότσου να κυλίσει παραµύθι ν΄ αρχινίσει ...
Μια φορά κι έναν καιρό µια Παπλωµατού ζούσε κάπου ψηλά στα βουνά
τα σκεπασµένα µε γαλάζια οµίχλη, ράβοντας όλη µέρα τα παπλώµατά
της. Από τις πιο µεγάλες πολιτείες, έως τα πιο µικρά χωριά είχε φτάσει
η φήµη ότι τα παπλώµατα εκείνης της γυναίκας είχαν πάνω τους τα
πιο όµορφα χρώµατα που µπορούσε ανθρώπινο µάτι να θαυµάσει.
3. Τα γαλάζια λες και ερχόντουσαν κατευθείαν από τα βάθη των
ωκεανών, τα λευκά από τα απάτητα χιόνια του παγωµένου
βορρά, τα πράσινα και τα πορφυρά από τα πιο σπάνια
αγριολούλουδα, τα κόκκινα, τα πορτοκαλιά και τα ροζ από τα
πιο εξαίσια ηλιοβασιλέµατα." Όµως δε τα πουλούσε, τα χάριζε
σε όποιον τα είχε ανάγκη. Κατέβαινε τις νύχτες στην κοντινή
πολιτεία και σκέπαζε µε τα ζεστά της παπλώµατα τα
ξυλιασµένα κορµιά όσων πλαγιάζαν στα σκαλοπάτια των
σπιτιών
4. • Εκεί κοντά ζούσε και ένας πλούσιος και άπληστος βασιλιάς
που ό,τι λαχταρούσε περισσότερο ήταν να του κάνουνε
διάφορα δώρα. Υποχρέωνε τους πολίτες να του προσφέρουν
συνέχεια δώρα και πάλι δε του φτάνανε και έβαλε τους
στρατιώτες του να ψάξουν αν υπήρχε κάποιος στο βασίλειο
που δεν του είχε προσφέρει δώρο. Έτσι έµαθε για την
Παπλωµατού.
5.
6. • Τη βρήκε και της ζήτησε ένα από τα παπλώµατά της, όµως
εκείνη αρνήθηκε γιατί τα παπλώµατά της ήταν µόνο γι' αυτούς
που τα είχαν ανάγκη. "Χάρισε πρώτα όσα έχεις µαζέψει µέχρι
τώρα και εγώ θα φτιάξω ένα πάπλωµα για χάρη σου". Ο
βασιλιάς θύµωσε και διέταξε τους στρατιώτες του να
συλλάβουν τη γυναίκα, να την οδηγήσουν σε ένα άλλο βουνό
και να την δέσουν πάνω σε ένα βράχο όπου εκεί δίπλα
κοιµόταν µία αρκούδα. 'Όταν ξύπνησε η αρκούδα αντί να τη
σκοτώσει έσπασε τις αλυσίδες και την κάλεσε στη σπηλιά της
να περάσουν τη νύχτα µαζί γιατί η γυναίκα της έφτιαξε ένα
µαξιλάρι µε το σάλι της και πευκοβελόνες για να µην κοιµάται
κατάχαµα.
7. • Ο βασιλιάς που η καρδιά του δεν ήταν και τόσο σκληρή
σκεπτόταν την καηµένη γυναίκα και δεν µπορούσε να κλείσει
µάτι έτσι ξύπνησε τους στρατιώτες του και ξεκίνησαν για το
βουνό. Όταν είδε την Παπλωµατού να παίρνει το πρωινό της
µαζί µε την αρκούδα ξέχασε τη συµπόνια του και διέταξε να την
αφήσουν σε ένα νησί τόσο δα µικρό ώστε µε δυσκολία θα
µπορούσε να σταθεί στο ένα της πόδι, στη µέση µιας λίµνης.
Ένα σπουργίτι όµως που προσπαθούσε να περάσει απέναντι
ξεκουράστηκε στον ώµο της και του έφτιαξε ένα ζεστό
παλτουδάκι από το βυσσινί γιλέκο της για να µην τρέµει από το
κρύο.
Σε λίγη ώρα ο ουρανός γέµισε από ένα σµήνος σπουργίτια.
Χιλιάδες ράµφη σήκωσαν την παπλωµατού και την µετέφεραν
στην όχθη της λίµνης"
8. αλλά αν κανένα από αυτά δε σε κάνει ευτυχισµένο, τότε
τι όφελος να τα έχεις
• Και πάλι ο βασιλιάς µετάνιωσε και πήγε να την σώσει. Όταν
έφτασε εκεί µε τους στρατιώτες του την είδε να κάθεται σ' ένα
κλαδί κάποιου δέντρου και να φτιάχνει µικροσκοπικά
παλτουδάκια για τα σπουργίτια. "Λοιπόν τα παρατάω" φώναξε.
" Πες µου τι θες να κάνω για να µου δώσεις το πάπλωµα". "Θα
πρέπει όπως σου έχω πει να χαρίσεις όλα όσα έχεις µαζέψει
και µε κάθε δώρο που αποχωρίζεσαι, εγώ θα µεγαλώνω κατά
ένα περισσότερο κοµµάτι
το πάπλωµά σου". "Μα πως µπορώ να κάνω κάτι τέτοιο
λατρεύω το κάθε τι που έχω µαζέψει!". "Ναι αλλά αν κανένα
από αυτά δε σε κάνει ευτυχισµένο, τότε τι όφελος να τα έχεις;"
9. • Έτσι άρχισε να χαρίζει ξεκινώντας από τα
αντικείµενα που θα του έλειπαν λιγότερο. Κάθε φορά
όµως που χάριζε κάτι έδινε χαρά και µε βιασύνη
έµπαινε στο παλάτι για να διαλέξει κάτι ακόµα, όµως
δεν είχε χαµογελάσει ακόµα. Όταν έβγαλε στο δρόµο
τον εξαίσιο τροχό µε τα αληθινά άλογα τα παιδιά
άρχισαν να φωνάζουν ευχαριστηµένα και όλοι να
χορεύουν. Ένα παιδάκι τον έσυρε και εκείνον στο
χορό και τότε ο βασιλιάς δεν χαµογέλασε απλώς,
έσκασε στα γέλια. "Μα πως έγινε αυτό; Πως έγινε και
νιώθω τόσο όµορφα την ώρα που µοιράζω τους
θησαυρούς µου; Για φέρτε τα όλα έξω! Αµέσως!"
10.
11. .
• Έτσι µοίραζε ότι είχε µαζέψει και όταν δεν υπήρχε
άνθρωπος που δεν είχε πάρει ένα βασιλικό δώρο
στη χώρα του, ταξίδεψε σε όλο τον κόσµο
µοιράζοντας τους θησαυρούς του και η παπλωµατού
δε σταµατούσε να ράβει ώσπου ένα πρωί, κάποιο
σπουργίτι κατακουρασµένο ήρθε και κούρνιασε στην
άκρη της βελόνας και εκείνη
κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα. Βιάστηκε να βάλει
την τελευταία βελονιά στο πάπλωµα κι ύστερα
κατηφόρισε το βουνό για να συναντήσει το βασιλιά
12. Νοµίζω πως τώρα είµαι ο πιο πλούσιος
άνθρωπος πάνω στη γη
• Όταν τον συνάντησε είδε πως τα ρούχα του ήταν
κουρελιασµένα µα µέσα στα µάτια του λαµπύριζε η χαρά.
Έβγαλε το πάπλωµα από το σάκο της και το ξετύλιξε. Ήταν
τόσο όµορφο που πεταλούδες και εξωτικά πουλιά φτερούγιζαν
γύρω του.
"Τι είναι τούτο εδώ" φώναξε ο βασιλιάς. "Όπως σου είχα
υποσχεθεί θα σου έδινα ένα πάπλωµα όταν πια εσύ θα ήσουν
πάµπτωχος"του είπε. "Μα δεν είµαι φτωχός" της είπε. "Μπορεί
έτσι να µε δείχνουν τα ρούχα µου, άλλα η καρδιά µου είναι
γεµάτη µε πολύτιµες αναµνήσεις από τη χαρά που πρόσφερα
στους άλλους. Ευτυχία έδινα και ευτυχία έχω πάρει. Νοµίζω
πως τώρα είµαι ο πιο πλούσιος άνθρωπος πάνω στη γη"
"Όπως και να 'ναι" είπε η παπλωµατού "εγώ αυτό το πάπλωµα
το έφτιαξα µόνο για σένα".
13. Στην ∆ραµατοποίηση του
Παραµυθιού συµµετείχαν:
• Ο Σύλλογος Γονέων και Κηδεµόνων του
17ου ∆ηµοτικού Σχολείου Αγρινίου
14. οι Μαθητές της ΣΤ΄& Ε΄ τάξης µε τη
Μουσικό του Σχολείου Ειρήνη
Μαµασούλα
15.
16. Προσφορά –αγάπη-καλοσύνη
• «Μπορεί έτσι να µε δείχνουν τα ρούχα
µου, άλλα η καρδιά µου είναι γεµάτη µε
πολύτιµες αναµνήσεις από τη χαρά
που πρόσφερα στους άλλους. Ευτυχία
έδινα και ευτυχία έχω πάρει. Νοµίζω
πως τώρα είµαι ο πιο πλούσιος
άνθρωπος πάνω στη γη»