3
Εισαγωγικό σημείωμα
Οι πρόγονοίμου ήλθαν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Από την
περιοχή της Ραιδεστού.
Στην γλώσσα που μιλούσαν περιέχονταν πάρα πολλές λέξεις από την
Τουρκική γλώσσα. Βέβαια υπάρχουν και πολλές λέξεις που είναι καθαρά
Θρακιώτικές χωρίς να είναι τούρκικες.
Γιαυτό έκανα αυτόν τον πίνακα.
Είναι περίπου 450 λέξεις.
Στη γλωσσολογία αυτή η μεταφορά και χρήση λέξεων από γλώσσα σε
γλώσσα λέγεται δάνειο.
Στο πρώτο μέρος είναι δική μου συλλογή στο δεύτερο είναι μια
προσπάθεια από άλλους.
Αρκετές λέξεις θα τις έλεγα Θρακιώτικες και όχι τούρκικες.
Όπως η λέξη Γέννημα= δημιτριακά καρποί, Γεώμορο = Το ποσό του
καρπού. Αρχ. αυτός που έχει κλήρο γης. Αρειμανίως = με πολεμικό
μένος. Αρ ί δ α = ξυλουργικό εργαλείο και επίσης το πίσω μέρος του
ποδιού.
ΕΡΓΕΝΗΣ άγαμος, Ι δ ιό μ ε λ ο = Τροπάρι που ψέλνεται "κατ' iδιον
μέλος άπόλυτον … όχι μιμούμενσένα όλλο πού μοιάζε ι"…και πολλές
άλλες…
6
Ι δ ιόμ ε λ ο = Τροπάρι που ψέλνεται "κατ' iδιον μέλος άπόλυτον … όχι
μιμούμενσένα όλλο πού μοιάζε ι".
Ινάτι γινάτι=πείσμα
Κ ολλ ήγος "" λατιν. coIIega αυτός που καλλιεργεί ξένο αγρό.
Καβάκι= λεύκα
ΚΑΒΓΑΣ φιλονικία
ΚΑΒΟΥΚΙ καύκαλο
Καβούνι= πεπόνι
ΚΑΒΟΥΡΔΙΖΩ φρυγανίζω-ξεροψήνω
Καβουρμάς=χοιρινό κρέας μέσα λίγδα=λίπος
Καζάς=Επαρχίας
ΚΑΖΑΝΙ λέβητας
ΚΑΙΚΙ βάρκα
Καλαμπαλίκι=πολύς κόσμος
ΚΑΛΕΜΙ γραφίδα
ΚΑΛΟΥΠΙ μήτρα-πρότυπο
ΚΑΛΠΙΚΟΣ κίβδηλος
Καλτερίμι=δρόμος στρωμένος με πέτρες
ΚΑΠΑΚΙ σκέπασμα- κάλυμμα
ΚΑΡΑΟΥΛΙ φρουρά-σκοπιά
Καρίκι=η σειρά στο χωράφι αυλάκι απο το όργωμα
Καρντάσι=αδελφός φίλος
ΚΑΡΠΟΥΖΙ υδροπέπων
Καρσί=απέναντι
Καρσιλαμάς=αντικρυστός
Κασκαβάλι=κασέρι
ΚΑΣΜΑΣ αξίνα-σκαπάνη
Κατρακύλι=ρόδα
Κατσαμάκι=Γίνεται από καλαμποκίσιο αλεύρι νερό και βούτυρο.
Σερβίρεται με μέλι ή πετιμέζι.
ΚΑΤΣΙΚΑ ερίφι-γίδα
Καφαντάρης=φιλαράκι φίλος αδερφός
ΚΑΦΑΣΙ κιβώτιο
Καφτάνι = τουρκ. Kaftna περα. haftan μακριός πολυτελής μανδύας.
Κελεμές=άγονο μέρος χωράφι
ΚΕΛΕΠΟΥΡΙ ανέλπιστο εύρημα
ΚΕΦΙ ευδιαθεσία
ΚΙΜΑΣ ψιλοκομμένο κρέας
ΚΙΟΣΚΙ περίπτερο
Κιτάπ=βιβλίο
Κλιμιά=ξύλινο στήριγμα στο κάρο για φόρτωμα
7.
7
ΚΟΛΑΙ ευκολία-άνεση
ΚΟΛΑΟΥΖΟΣ οδηγός
ΚΟΠΙΤΣΑπόρπη
ΚΟΤΖΑΜ τεράστιος-πελώριος
ΚΟΤΣΑΝΙ μίσχος
ΚΑΦΑΣΙ κιβώτιο
ΚΟΤΣΙ αστράγαλος
ΚΟΥΒΑΡΝΤΑΣ γενναιόδωρος-ανοιχτοχέρης
ΚΟΥΒΑΣ κάδος-αγγείο
Κουϊτή= απάνεμο μέρος που δεν το πιάνει αέρας
ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ δοχείο χρημάτων
ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ δοχείο χρημάτων-ΚΟΥΣΟΥΡΙ ελάττωμα-μειονέκτημα
ΚΟΥΜΠΑΡΑΣ δοχείο χρημάτων
Κουπάνα= ποτίστρα σκάφη
Κουρμπάνι= παλαιότερα όπως και σήμερα ιδιαίτερα στην Θράκη
έσφαζαν ένα ζώο και το μαγείρευαν σε καζάνια στην πλατεία του χωριού
και έπειτα το μοίραζαν. Η σφαγή γινώταν στο προαύλιο της εκκλησίας
που έφερε το όνομα των Αγίου που γιόρταζε για λόγους εξαγνισμού. ..
ΚΟΥΣΟΥΡΙ ελάττωμα-μειονέκτημα
ΚΟΥΤΟΥΡΟΥ ασύνετα-απερίσκεπτα
Κρασί-Σαράπ
Κυριακή-Παζάρ
Λ υ γ ρ ό πένθιμα λυπηρά.
ΛΑΓΟΥΜΙ υπόνομος-οχετός
Λαλαγγίτες= Χυλός από αλεύρι μαγιά μπύρας νερό και αλάτι. Ψήνονται
σε βουτυρωμένη πλάκα και σερβίρονται με μέλι τυρί ή σουσάμι.
ΛΑΠΑΣ χυλός
Λαρδί= παχύ λίπος από χοιρινό κρέας
Λαϋνι λαϊνα=σταμνί
ΛΕΒΕΝΤΗΣ ανδρείος-ευσταλής
ΛΕΚΕΣ κηλίδα
ΛΕΛΕΚΙ πελαργός
Λεμονάδα-Λιμονίτα
Λέσι=η βρωμιά/ο βρωμιάρης ψοφίμι
Λημόρια= νεκροταφείο
Λίγδα=λιωμένο χοιρινό λίπος
Λίστα ιταλ. !ista κατάλογος.
Λόρδα=πείνα
ΛΟΥΚΙ υδροσωλήνας
μ η τ ρώον "" επίσημος κατάλογος προσώπων.
Μαμόθρεφτος "" ο ανατραφείς από τη μαμμή με πολλές περιποιήσεις
Καλομαθημένος πολύ χαϊδεμένος αρχ. μαμμ6θρεπτος.
8.
8
Μαμουλίζω := μασώχωρίς δόντια από το mammolo = βρέφος ιταλ.
μόμολο.
Μανιτάρι αργκό λέξη. Θα σε φάω σαν μανιτάρι θα σε κόψω.
Ματζούνι τουρκ. macun κρέμα αλοιφή κλπ.
Μπο ύ ρ τ ζ ι = φρούριο παραπλήσιο· τούρκικα Bυrιt.
Μπούρδα = ανοησΙα .
ΜΑΓΙΑ προζύμη-ζυθοζύμη
ΜΑΓΚΑΛΙ πύραυνο
ΜΑΓΚΟΥΦΗΣ έρημος
ΜΑΙΝΤΑΝΟΣ πετροσέλινο-μακεδονίσι
Μάλαμαμαλαματένιος=χρυσό χρυσαφένιο
Μαλάς=μυστρί
Μαμούκα=μαντήλα στης γυναίκας το κεφάλι
ΜΑΝΑΒΗΣ οπωροπώλης
Μαντζάνα= μελιτζάνα
ΜΑΝΤΖΟΥΝΙ φάρμακο
ΜΑΟΥΝΑ φορτηγίδα
ΜΑΡΑΖΙ φθίση
ΜΑΡΑΦΕΤΙ μικρό εργαλείο
ΜΑΣΟΥΡΙμικρό ξύλο
Μαστραπάς=παραδοσιακό ποτήρι με χερούλι. Κούπα
Μαύρο κτούκι=κατάμαυρο
ΜΑΧΑΛΑΣ συνοικία
ΜΕΖΕΣ ορεκτικά
Μεϊντάνι=πλατεία βγήκε στο κλαρί
ΜΕΛΤΕΜΙ άνεμος ετησίας
ΜΕΝΤΕΣΕΣ στρόφιγγα
ΜΕΡΑΚΙ πόθος
ΜΕΡΕΜΕΤΙ επισκευή-επιδιόρθωση
Μισές μεσές= ξύλο βελανιδιάς δρύς
ΜΟΥΣΑΜΑΣ κερωμένο-αδιάβροχο ύφασμα
ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΣφιλοξενούμενος-επισκέπτης
Μουσλούκι= σκεύος για το αποθήκευση νερού...
ΜΠΑΓΙΑΤΙΚΟ μη νωπό
ΜΠΑΓΛΑΡΩΝΩ δένω-φυλακίζω
ΜΠΑΓΛΑΡΩΝΩ δένω-φυλακίζω ΜΠΑΛΤΑΣ πελέκι
Μπαϊλτίζω= κουράζομαι
ΜΠΑΙΡΑΚΙ σημαία
Μπαϊρι=ανηφόρα
ΜΠΑΚΑΛΗΣ παντοπώλης
Μπακίρ=Χάλκινο
ΜΠΑΛΤΑΣ πελέκι
Μπαλτάς=τσεκούρι
11
Παρμάκι=μέρος της ρόδαςτου κάρου ή σούστας
Πατέρας-Μπαμπά
ΠΑΤΖΟΥΡΙ παραθυρόφυλλο
Πατόζα= παλού είδους αλωνιστική μηχανή
Πεκμέζι πακμάζι πετιμέζι=βρασμένος χυμός σταφυλιού σαν κάποια
μορφή μελιού.
Πεπόνι-Καβούν
ΠΕΡΒΑΖΙ πλαίσιο θυρών
ΠΙΛΑΦΙ ρύζι
Πινακωτή= θήκη ψωμιών πρίν το φούρνισμα
Πιρούνι-Τσατάλ
Πισμανεύω πισμάνεψα=πεισμώνω αλλά και μετανοιώνω
Πληγούρι=αλεσμένο στάρι
Πλιγούρι=τριμμένο στάρι
ΠΟΥΣΤΗΣ-ΜΠΙΝΕΣ κίναιδος-ασελγής
Ράνα = Βάτραχος.
Ραχάτ ραχατλίκι=ξεκούραση καθισιό
Ραχάτι = Αργία ανάπαυση. Τουρκ. Rahat χουζούρι ξάπλα.
ΡΑΧΑΤΙ ησυχία
Ρεμπεσκές=άχρηστος
Ριτσέλι=βρασμάνος χυμός σταφυλιού με κυδώνια ή ρόγες σταφυκιού
Κολοκύθι σε φέτες. Σερβίρεται σαν γλυκό του κουταλιού.
Ρόκα = από το μσν. ρόκα ιταλικ. Rocca - αρχ. Γερμ. Roccho "" ηλακάτη.
Ρούπα=κλαδί αγριόξυλου για καυσόξυλα
ΡΟΥΣΦΕΤΙ χαριστική εξυπηρέτηση
Σ λ ό γ κ α ν = Φράση που επαναλαμβανόμενη διαφημισ τικά γίνεται
γνωστή.
Σ ο υ ρ τ σ ούκο = ανδρικό ένδυμα γ αλλικά Surtoul. Κοντό ανδρικό
πανωφόρι.
Σ τ έ κ ι = από το τρίτο προ στέκει· το μέρος όπου συνήθως στέκει
σταθμεύει κάποιος.
ΣΑΙΝΙ ευφυής
ΣΑΚΑΤΗΣ ανάπηρος
ΣΑΚΑΤΗΣ ανάπηρος ΣΑΜΑΤΑΣ θόρυβος
ΣΑΚΑΤΗΣ ανάπηρος
Σαλάτα-Σαλάτα
ΣΑΜΑΤΑΣ θόρυβος
Σαρμάς=Απλώνουμε σ' ένα ταψί τη «σκέπη» από το αρνί και ρίχνουμε
μέσα μια συκωταριά αρνίσια κρεμμυδάκια φρέσκα μαϊδανό άνηθο και
ρύζι τσιγαρισμένα. Ενώνουμε τις άκρες και αφού αλείψουμε με αυγό.
ΣΕΝΤΟΥΚΙ κιβώτιο
Σεργιάνι=βόλτα
Σερμπέτ=γλυκό ζάχαρη και νερό
12.
12
Σερσέμης= Βλάκας-χαζός
ΣΕΡΤΙΚΟ τσουχτερόβαρύ
ΣΙΝΑΦΙ συντεχνία κοινωνική τάξη
ΣΙΝΑΦΙ συντεχνία κοινωνική τάξη
ΣΙΝΤΡΙΒΑΝΙπίδακας
ΣΙΝΤΡΙΒΑΝΙπίδακας
ΣΙΡΟΠΙ πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης
Σκαμνιά= μουριά
Σκατσιρίδα=απομεινάρι από τηγάνισμα χοιρινού κρέατος
σκωπτικός = ο χλευαστικός σαρκαστικός περιπαιχτικός.
ΣΟΒΑΣ ασβεστοκονίαμα
ΣΟΙ καταγωγή-γένος
ΣΟΚΑΚΙ δρόμος
Σοκάκι=δρομάκι
ΣΟΜΠΑ θερμάστρα
ΣΟΥΛΟΥΠΙ μορφή-σχήμα
ΣΟΜΠΑ θερμάστρα
Σουβλάκια-Σισκεμπάπ
ΣΟΥΓΙΑΣ μαχαιράκι
ΤΕΝΕΚΕΣ δοχείο
ΣΟΥΓΙΑΣ μαχαιράκι
ΣΟΥΛΟΥΠΙ μορφή-σχήμα
Στιά= φωτιά
Στου ρ ν ά ρ ι = από το μεov. στορυνάριον υποκ. του μτγν. στορύνη.
Nυρόλιθος πυριτόλιθος τσακμακόπετρα.
Συγγνώμη να σας ρωτήσω κάτι… Affedersiniz. ή Pardon.
Συγγνώμη που ενοχλώ…. Kusura bakmayın!
Συλλογή επιμέλεια
Σφιγγούνι= πνευμόνια ζώου
Σχίζα = και σκίζα κομμάτι ξύλου λεπτό και μυτερό βγαλμένο από ένα
μεγαλύτερο ξύλο.
ΤΑΒΑΝΙ οροφή
Τακίμι = τούρκ. λέξη. Σύνολο πραγμάτων εργαλείων σκευών κλπ. που
χρησιμοποιεΙται για τον [διο σκοπό κοιν. ασσορτιμέντο.
Ταμάμ=ακριβώς
ΤΑΜΠΛΑΣ αποπληξία-συγκοπή
ΤΑΠΙ χωρίς χρήματα
ΤΑΡΑΜΑΣ αυγοτάραχο
ΤΑΣΑΚΙ σταχτοδοχείο
ΤΑΧΙΝΙ αλεσμένο σουσάμι
T ( - ),ΕΜΠΕΛΗΣ οκνηρός ακαμάτης
ΤΑΨΙ μαγειρικό σκεύος
ΤΕΚΕΣ καταγώγιο
13.
13
ΤΕΝΕΚΕΣ δοχείο
ΤΕΡΤΙΠΙ τέχνασμα-απάτη
ΤΕΦΑΡΙΚΙεκλεκτό-αριστούργημα
Τεφτέρ=βιβλίο κατάστιχο
ΤΕΦΤΕΡΙκατάστιχο
ΤΖΑΚΙ παραγώνι
ΤΖΑΜΙ υαλοπίνακας-γυαλί
ΤΖΑΝΑΜΠΕΤΗΣ κακότροπος-δύστροπος
Τζιέρι τζιγέρι=εντόσθια συκώτια
τζοβαίρι = τουρκ. Cevahir πολύτιμη πέτρα πετράδι και στην επέκταση
κόσμημα.
ΤΖΟΓΛΑΝΙ νέος
Τζορμπατζής τσορμπατζής=κτηματίας η λέξη αρχικά
χρησιμοποιούνταν για αξιωματικό και στη συνέχεια σήμαινε τον
πλούσιο.
Τζουτζές = τουρκ. cϋce ο πολύ κοντός ο νάνος συνεκδ. γελωτοποιός.
Τιρλίκια=είδος μάλλινης κάλτσας
ΤΟΠΙ σφαίρα
ΤΟΥΛΟΥΜΙ ασκός
ΤΟΥΛΟΥΜΠΑ αντλία
ΤΟΥΜΠΕΚΙ σιωπή
Τουρβάς ντουρβάς=μορφή σακίδιου
ΤΡΑΜΠΑ ανταλλαγή
Τσάγαλα=πράσινα άγουρα αμύγδαλα
ΤΣΑΙΡΙ λιβάδι-βοσκοτόπι
Τσαϊρι= χώρος μάλλον ακαλλιέργητος με χόρτα νεροπατημένος
ΤΣΑΚΑΛΙ θώς
ΤΣΑΚΙΡΗΣ γαλανομάτης
ΤΣΑΚΜΑΚΙ αναπτήρας
ΤΣΑΚΜΑΚΙ αναπτήρας
Τσακνί=ξερά μικρόκλαδα για προσάναμα
Τσαλί=κλαδί θάμνου συνήθως αγκαθωτό
Τσάμι=πεύκο
ΤΣΑΜΠΑ δωρεάν
ΤΣΑΝΤΑ δερμάτινη θήκη
ΤΣΑΝΤΙΖΩ εξοργίζω-προσβάλω
ΤΣΑΝΤΙΡΙ σκηνή
Τσαούσης, τζαούσης, τζαγούσης, ή τζαγούσιος, ή τζαούσιος),
"Τσιαουσλί", από την ελληνική παραλλαγή "τσαούσης" της τουρκικής
λέξης "τσαούς". Η λέξη αυτή αναφέρεται σε αξίωμα του οθωμανικού
στρατού και συγκεκριμένα σε αυτό του λοχία. Έτσι, συμπεραίνουμε πώς
14.
14
το χωριό ήτανεκείνη την εποχή αρκετά σημαντικό κέντρο, αφού είχε την
έδρα του εκεί ο τσαούσης.
ΤΣΑΠΑΤΣΟΥΛΗΣ ανοικοκύρευτος-άτσαλος
Τσαρδάκι=χώρος σκεπασμένος με κλαδιά για ίσκιο
ΤΣΑΡΚΑ επιδρομή-περιπλάνηση
Τσάσκα=κούπα
Τσατάλα= ξύλο σαν δίχαλο
ΤΣΑΧΠΙΝΗΣκατεργάρης-πονηρός
ΤΣΕΠΗ θυλάκιο
ΤΣΙΓΚΕΛΙαρπάγη-σιδερένιο άγκιστρο
ΤΣΙΜΠΟΥΚΙ καπνοσύριγγα
Τσιπλάκης=Γυμνός
ΤΣΙΡΑΚΙ ακόλουθος
ΤΣΙΣΑούρα
ΤΣΙΦΟΥΤΗΣ-ΤΣΙΓΚΟΥΝΗΣ φιλάργυρος
ΤΣΙΦΤΗΣ άψογος-ικανός
ΤΣΟΜΠΑΝΗΣ βοσκός-ποιμένας
ΤΣΟΠΑΝΗΣ βοσκός
ΤΣΟΥΒΑΛΙ σακί
ΤΣΟΥΛΟΥΦΙ δέσμη μαλλιών
Τσουράπια= καρτσούνια κάλτσες
Φ α λ τ σ έ τ α = μαχαίρι του τσαγκάρη ιτaλ. φαλτσέπο.
ΦΑΡΑΣΙ φτυάρι-σκουπιδολόγος
ΦΑΡΣΙ τέλεια-άπταιστα
Φέτα-Πεϊνίρ
ΦΙΣΤΙΚΙ πιστάκη
φλησκούνι = και βλησκούνι υποκορ. του γληχών ή 6ληχών ηδύοσμος ο
γλήχων.
ΦΛΙΤΖΑΝΙ κύπελλο
ΦΟΥΚΑΡΑΣ κακομοίρης-άθλιος
ΦΟΥΝΤΟΥΚΙ λεπτοκάρυο-λευτόκαρο
ΦΟΥΝΤΟΥΚΙ λεπτοκάρυο-λευτόκαρο
Φουρκάλα=σκούπα
ΦΡΑΝΤΖΟΛΑ ψωμί
ΦΥΝΤΑΝΙ φυτώριο
ΦΥΤΙΛΙ θρυαλλίδα
ΧΑΒΑΣ μουσικός σκοπός
Χαβάς=ρυθμός
ΧΑΖΙ ευχαρίστηση
Χαϊρ χαϊρ= προκοπή
Χαϊρ χαϊρι=τύχη
ΧΑΛΑΛΙΖΩ συγχωρώ
15.
15
ΧΑΛΙ άθλιο
ΧΑΛΙ τάπητας
ΧΑΛΚΑΣκρίκος
ΧΑΜΑΛΗΣαχθοφόρος
ΧΑΜΠΑΡΙΑ αγγελία-νέα
ΧΑΝΙ πανδοχείο
ΧΑΠΙ καταπότι
ΧΑΡΑΜΙ άδικα
ΧΑΡΜΑΝΗΣ χασισοπότης
ΧΑΡΤΖΙΛΙΚΙ μικρό χρηματικό ποσό
ΧΑΣΑΠΙΚΟ κρεοπωλείο
Χασίλι=πρώϊμο κριθάρι για τάϊσμα
ΧΑΤΙΡΙ χάρη
ΧΑΦΙΕΣκαταδότης
Χλιάρ Χουλιάρι=κουταλι
ΧΟΥΖΟΥΡΕΜΑ ανάπαυση
ΧΟΥΙ ιδιοτροπία
ΧΟΥΙ ιδιοτροπία ΧΟΥΝΕΡΙ πάθημα-εξαπάτηση.
ΧΟΥΝΕΡΙ πάθημα-εξαπάτηση
Χουσμέτ= δουλειά
Χτικιό χτικιάρης=φυματίωση φυματικός
Ψωμί-Εκμέκ
Ωραίο-Γκιουζέλ
.Β΄ Μέρος
Λεξικό Τουρκικών λέξεων στην Ελληνική
.γλώσσα ΛΕΞΙΚΟ Τουρκικών Δανείων της
.Ελληνικής Γλώσσας Λιάνα Κουτρολίκου
– .Αθήνα
ΛΕΞΙΚΟ Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας
16.
16
Το ΛΕΞΙΚΟ ΤουρκικώνΔανείων της Ελληνικής Γλώσσας είναι μια
συλλογή ελληνικών λέξεων που προέρχονται από την τουρκική γλώσσα
ή έχουν υποστεί την επίδρασή της.
Εδώ γίνεται μια πρώτη παρουσίαση χιλίων και πλέον
λέξεων η οποία αποτείνεται στον αναγνώστη που αναζητά μια συνοπτική
πληροφόρηση σχετικά με τα τουρκικά δάνεια της ελληνικής γλώσσας.
Το συνολικό έργο περιλαμβάνει περισσότερες από 5.000 λέξεις
(πρωτότυπες, παράγωγα, σύνθετα κ.ά.) οι οποίες αναλύονται διεξοδικά
(με παραπομπές στις πηγές) και τις οποίες ελπίζουμε να μας δοθεί ο
χρόνος και οι δυνάμεις να ανεβάσουμε στο διαδίκτυο στο μέλλον προς
χρήση των ερευνητών που επιθυμούν να προχωρήσουν σε λεπτομερή
εξέταση και συγκριτική μελέτη.
Προσθέτω εννοιολογικά στοιχεία από το λεξικό Πάπυρος.
αβτζής, (ο) ουσ. κυνηγός. avcı = κυνηγός.
αγάς, (ο) ουσ. αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
ağa = αγάς, αρχηγός, τσιφλικάς.= Αγάς. ο (Μ γάς)· τίτλος Τούρκουἀ
αξιωματούχου, άρχοντας, διοικητής· || (νεοελλ.) (μτφ.) 1. δεσποτικός, τύραννος· 2.
αυτός που ζει με μεγάλη οικονομική άνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aga (= διοικητής)].
αγιάζι, (το) ουσ. διαπεραστικό κρύο και υγρασία. || πάχνη.
ayaz = αγιάζι, ψύχρα. || πάχνη.
αϊράνι, (το) ουσ. βλ. αριάνι.
ayran = αϊράνι, ξινόγαλα.
ayırmak = χωρίζω, διαιρώ.
αλάνι, (το) ουσ. υπαίθριος χώρος. || αλητόπαιδο, αλήτης.
alan = χώρος. || αλάνα. || περιοχή. .Αλάνι 1. πτο· υ αίθριος
, π π ’ , 2. πχώρος έξω α ό την όλη ή μέσα σ αυτή αλάνα· αιδί τού
, π , , . [ . . .δρόμου αλητό αιδο χαμίνι αλάνης ΕΤΥΜΟΛ τουρκ λ alan
«π ». . ( .)έρασμα μέσα στο δάσος ΠΑΡ νεοελλ αλάνα, αλάνης,
αλανιάρης].
αλατζάς, (ο) ουσ. φτηνό, ποικιλόχρωμο, βαμβακερό ύφασμα.
alaca = αλατζάς. || δίχρωμος, παρδαλός.
άλικο, (το) ουσ. το άλικο χρώμα.
al = κόκκινος. || κόκκινο χρώμα. .Άλικος - , - 1. πη ο· αυτός ου έχει
, 2. π ,βαθύ κόκκινο χρώμα ο κατακόκκινος· αυτός ου έχει ανοιχτό κόκκινο χρώμα
, π . [ . < .κοκκινόχρωμος κοκκινω ός ΕΤΥΜΟΛ τουρκ al « » + π . .κόκκινος αραγ κατάλ
-ικος].
άλικος, επίθ. βαθυκόκκινος, κατακόκκινος.
al = κόκκινος. || κόκκινο χρώμα.
αλισ(ι)βερίσι, (το) ουσ. εμπορική συναλλαγή. || κάθε συναλλαγή.
17.
17
alışveriş = αλισβερίσι.|| αγοραπωλησία.
αλμπάνης, (ο) ουσ. πεταλωτής. || άνθρωπος αδέξιος και άπειρος.
nalbant = πεταλωτής. π .Αλμ άνης ( . - ) 1.ο θηλ ισσα ·
π , ( . π ) 2.εταλωτής καλιγωτής το θηλ δηλώνει τη γυναίκα τού εταλωτή ·
( π ) , πσυχνά με ονόματα δηλωτικά ε αγγέλματος αδέξιος ά ειρος·
« π ;». [ . . π πγιατρός είναι αυτός ή αλμ άνης ΕΤΥΜΟΛ Η λ ροέρχεται α ό
. *αρχικό τ πναλμ άντης, ( . .ο εξελληνισμένος τ τού τουρκ nalbant). To
αρχικό ν π π .α εβλήθη α ό τη συνεκφορά τού τ με το άρθρο τον: τον
πναλμ άντη > πτον αλμ άντη > πτον αλμ άνη, π πμε α λο οίηση τού
π -συμ λέγματος ντ-].
αμάν, επιφ. έλεος! για όνομα του Θεού!
aman = αμάν. || έλεος!
αμανάτι, (το) ουσ. ενέχυρο, εγγύηση, παρακαταθήκη, υποθήκη.
emanet = ενέχυρο, παρακαταθήκη.
αμανές, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου τραγουδιού.
mâni = λαϊκό τραγούδι. || μαντινάδα.
αμπαδέλι, (το) ουσ. είδος πανωφοριού.
aba = κάπα, αμπάς.
αμπανόζι, (το) ουσ. έβενος.
abanoz = έβενος. || εβένινος.
αμπάρι, (το) ουσ. αποθηκευτικός χώρος. || το κύτος του πλοίου.
ambar = αποθήκη. || κύτος.
αμπάς, (ο) ουσ. είδος υφάσματος. || είδος πανωφοριού.
aba = κάπα, αμπάς.
αμπατζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής αμπάδων. || πωλητής αμπάδων.
abacı = κατασκευαστής ή έμπορος χοντρών
υφασμάτων.
ανταλής, (ο) ουσ. νησιώτης (ιδιαίτερα του Αιγαίου ή της
Προποντίδας).
ada = νησί.
adalı = νησιώτης.
αντάμης, (ο) ουσ., επίθ. θαρραλέος, παλληκαράς.
adam = άνθρωπος, άτομο. || άνδρας.
Adem = Αδάμ.
αντερί, (το) ουσ. μακρύ ανδρικό ένδυμα με μανίκια.
entari = χιτώνας. || αντερί.
αντέτι, (το) ουσ. έθιμο. || συνήθεια.
âdet = έθιμο. || συνήθεια.
αντζούρι, (το) ουσ. ξυλάγγουρο.
acur = ξυλάγγουρο.
αραλίκι, (το) ουσ. τεμπελιά. || χαραμάδα. || διάστημα.
aralık = χαραμάδα. || διάστημα. || δίοδος.
αραμπάς, (ο) ουσ. δίτροχη ή τετράτροχη άμαξα που την έσερναν βόδια
ή άλογα, κάρο.
araba = αυτοκίνητο, αμάξι. || άμαξα.
αραμπατζής, (ο) ουσ. ο ιδιοκτήτης ή ο οδηγός του αραμπά.
arabacı = αμαξηλάτης. || αραμπατζής.
αράπης, (ο) ουσ., επίθ. αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή. || ΄Αραβας.
Arap = ΄Αραβας.
18.
18
αριάνι, (το) ουσ.ξινόγαλα. || αραιωμένο γιαούρτι.
ayran = αϊράνι.
ayırmak = χωρίζω.
Αρναούτης, (ο) ουσ. Αλβανός. || Αρβανίτης.
Arnavut = Αλβανός. || Αρβανίτης.
αρσίζης, (ο) ουσ., επίθ. αναιδής, ξετσίπωτος.
arsız = αναιδής, ξετσίπωτος. || πονηρός.
ασίκης, (ο) ουσ., επίθ. λεβέντης, παλληκαράς. || ωραίος. || εραστής.
aşık, âşık = εραστής. || βάρδος. || ασίκης.
ασλάνι, (το) ουσ. λιοντάρι. || άνθρωπος δυνατός και ρωμαλέος.
a(r)slan = λιοντάρι.
ασκέρι, (το) ουσ. πολυπληθές σώμα στρατού. || όχλος.
asker = στρατιώτης. || στρατός.
ασουρές, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου γλυκού από βρασμένο σιτάρι,
σταφίδες, καρύδια κ.ά..
aşure = είδος γλυκού με δημητριακά και σταφίδες.
αστάρι, (το) ουσ. η φόδρα. || η πρώτη επάλειψη μιας επιφάνειας.
astar = αστάρι, φόδρα.
ατζαμής, (ο) ουσ., επίθ. αδέξιος. || άπειρος. || πρωτόπειρος.
acemi = αδαής. || ατζαμής.
ατζέμ πιλάφι, (το) ουσ. πιλάφι μαγειρεμένο με τον περσικό τρόπο.
acem pilavı = ατζέμ πιλάφι.
ατζέμικος, επίθ. περσικός.
Acem = Πέρσης.
-ατζής –ατζού, κατάλ. ουσ. βλ. -τζής.
-cı, -ci, -cu, -cü = δηλώνει πωλητή ή τεχνίτη.
άτι, (το) ουσ. αρσενικό άλογο ιππασίας ή πολεμικό άλογο.
at = άλογο, άτι.
άφεριμ, αφερίμ, επιφ. εύγε, μπράβο.
aferim, aferin= εύγε, μπράβο.
αφιόνι, (το) ουσ. φυτό από το οποίο παράγεται το όπιο. || το όπιο.
afyon = όπιο, αφιόνι.
αχαΐρευτος, επίθ., (ο) ουσ. που δεν έχει κάνει χαΐρι.
hayır = ευεργεσία, καλό.|| προκοπή, χαΐρι.
αχμάκης, επίθ., (ο) ουσ. αφελής, απλοϊκός, κουτός. || νωθρός, τεμπέλης.
ahmak = βλάκας, χαζός, μωρός.
αχούρι, (το) ουσ. στάβλος. || αχυρώνας.
ahır = αχούρι, στάβλος. || βουστάσιο.
αχτάρης, (ο) ουσ. έμπορος αρωματικών προϊόντων. || ψιλικατζής.
aktar = μικροπωλητής. || έμπορος μπαχαρικών. ||
μυροπώλης.
αχταρμάς, (ο) ουσ. διαμετακόμιση, μεταφόρτωση. || ανακάτωμα.
aktarma = διαμετακόμιση,μεταφόρτωση.
άχτι, (το) ουσ. άκλ. έντονη επιθυμία, πόθος. || πόθος για εκδίκηση.
ahd, ahit = όρκος. || σύμφωνο. || άχτι.
αχτναμές, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, ειδικό έγγραφο (συνθήκη).
ahd + name
ahd, ahid, ahit, aht = σύμφωνο, διαθήκη.
name = έγγραφο, γράμμα.
βάι, βάι-βάι, επιφ. αλίμονο.
19.
19
vay = αχ,όχου, α, βάι.
Βαϊκάλη, (η) ουσ. λίμνη της Σιβηρίας, η βαθύτερη στον κόσμο.
bol + göl
bol = άφθονος, πολύς
göl = λίμνη.
βακούφι, (το) ουσ. κτήμα αφιερωμένο σε μοναστήρι ή ίδρυμα.
vakıf = ίδρυμα. || βακούφι.
βαλής, (ο) ουσ. διοικητής βιλαετιού, νομάρχης.
vali = νομάρχης, βαλής.
βαλιδέ, (η) ουσ. άκλ. μητέρα.
valide = μητέρα.
Βαλκάνια, (τα) ουσ. η βαλκανική χερσόνησος.
balkan = δασώδης οροσειρά. || Βαλκάνια.
βαράκι, (το) ουσ. λεπτό διακοσμητικό φύλλο χρυσού.
varak = φύλλο. || φύλλο μετάλλου. || φύλλο βιβλίου.
βαργεστίζω, ρ. χάνω την υπομονή μου, αποκάμνω, μπουχτίζω.
vazgeçmek = παραιτούμαι. || εγκαταλείπω, παρατάω.
βασιβουζούκος, (ο) ουσ. άτακτος στρατιώτης του οθωμανικού
στρατού.
başıbozuk = ασύδοτος. || βασιβουζούκος.
βαχ, επιφ. επιφώνημα που εκφράζει λύπη, πόνο.
vah = βαχ. || ουαί, αλί. || κρίμα.
βεζίρης, (ο) ουσ. στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπουργός.
vezir = βεζίρης, υπουργός.
βελέντζα, (η) ουσ. είδος χοντρού μάλλινου κλινοσκέπασματος.
velense = βελέντζα.
βελούχι, (το) ουσ. πηγή άφθονου νερού.
bolluk = αφθονία.
βεράτιο(ν), (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, σουλτανικό διάταγμα.
berat = σουλτανικό διάταγμα. || βεράτιο.
βερέμης, επίθ., (ο) ουσ. ασθενικός.|| δύστροπος. || μελαγχολικός.
verem = φυματίωση, φθίση, χτικιό.
βερεσέ, επίρρ. με πίστωση.
veresiye = επί πιστώσει, βερεσέ.
βιλαέτι, (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, διοικητική περιφέρεια.
vilâyet, vilayet = νομός. || βιλαέτι.
βουρ, επιφ. δηλώνει δράση, κίνηση.
vurmak = χτυπώ.
γαλακτομπούρεκο, (το) ουσ. είδος γλυκού του ταψιού.
börek = μπουρέκι. || τυρόπιτα.
γελέκο, (το) ουσ. βλ. γιλέκο.
yelek = γιλέκο.
γεμενί, (το) ουσ. (1) είδος μαντηλιού για το κεφάλι.
yemeni = είδος μαντηλιού.
γεμενί, (το) ουσ. (2) είδος παπουτσιού.
yemeni = είδος παπουτσιού.
γεμενιά, (τα) ουσ. ελαφριά παπούτσια για το σπίτι.
yemeni = είδος παπουτσιού.
γεμιτζής, (ο) ουσ. έμπειρος ναυτικός, θαλασσόλυκος.
60
χαμπάρι, (το) ουσ.νέο, είδηση, πληροφορία.
haber = είδηση, νέο, πληροφορία, χαμπάρι. ||
ανταπόκριση, ρεπορτάζ.
χάνι, (το) ουσ. πανδοχείο όπου στάθμευαν παλαιότερα οι ταξιδιώτες και
τα υποζύγιά τους.
han = πανδοχείο, χάνι. || ηγεμόνας, χάνος.
χαν(ι)τζής, (ο) ουσ. ο ιδιοκτήτης χανιού· ο πανδοχέας, ο ξενοδόχος.
hancı = ξενοδόχος. || χαν(ι)τζής.
χαν, χάνος, (ο) ουσ. τίτλος που ακολουθούσε το όνομα ηγεμόνων των
Μογγόλων, Τατάρων, Τούρκων κ.ά.
han = πανδοχείο, χάνι. || ηγεμόνας, χάνος.
χανούμισσα, (η) ουσ. μουσουλμάνα γυναίκα, κυρία. || Τουρκάλα,
οθωμανή.
hanım = κυρία, γυναίκα.
χαντζάρι, (το) ουσ. μακρύ καμπυλωτό μαχαίρι που χρησιμοποιούσαν
ως όπλο.
hançer = χαντζάρι, στιλέτο, εγχειρίδιο.
χαντούμης, (ο) ουσ. ευνούχος, ανίκανος.
hadım = ευνούχος, χαντούμης.
χάπι, (το) ουσ. φάρμακο σε μορφή δισκίου ή κάψουλας που
λαμβάνεται από το στόμα· καταπότι.
hap = δισκίο, χάπι, καταπότι.
χαράμι, επίρρ. άδικα, ανώφελα, μάταια, τζάμπα
haram = απαγορευμένος (από τη θρησκεία).
χαράτσι, (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, ο κεφαλικός φόρος που
πλήρωναν οι μη μουσουλμάνοι υπήκοοι της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με σκοπό την απαλλαγή
τους από την υποχρέωση της στρατιωτικής θητείας. ||
(μτφ.) βαριά και άδικη φορολογία αναγκαστική εισφορά,
πρόστιμο.
haraç = χαράτσι, κεφαλικός φόρος. || άδικη φορολογία.
χαρέμι, (το) ουσ. για τους μουσουλμάνους, το μέρος γης οικίας όπου
μένουν οι γνυναίκες· ο γυναικωνίτης. || το σύνολο των
γυναικών πολύγαμου μουσουλμάνου. harem = χαρέμι, γυναικωνίτης.
χαρέμι
Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη, η λέξη
χαρέμι προέρχεται από την τουρκ. λ. haram < αραβ. harim « απαγορευμένος, ιερός
»" (βλ. χαράμι). Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, λ. χαρέμι.
χαρμάνης, (ο) ουσ. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση στέρησης,
κυρίως από ναρκωτικά. || μανιώδης καπνιστής που του
λείπει το τσιγάρο (επειδή δεν έχει καπνίσει).
harman = αλώνισμα. || μείγμα, χαρμάνι.
χαρμάνι, (το) ουσ. μείγμα από διάφορα είδη και ποιότητες καπνού για
τσιγάρα, πούρα κ. ά. || μείγμα από τσιμέντο, άμμο, νερό και
άλλα οικοδομικά υλικά. || (κατ' επέκταση) κάθε είδους
μείγμα υλικών, συνήθως για βιομηχανική κατεργασία.
harman = αλώνισμα. || μείγμα, χαρμάνι.
χαρούπι, (το) ουσ. ο καρπός της χαρουπιάς· ξυλοκέρατο.
har(r)up, harnup = ξυλοκέρατο, χαρούπι.
61.
61
χαρουπιά, (η) ουσ.είδος αειθαλούς καρποφόρου δέντρου της
Μεσογείου· ξυλοκερατιά.
har(r)up, harnup = ξυλοκέρατο, χαρούπι.
χαρτζιλίκι, (το) ουσ. μικρό χρηματικό ποσό που παίρνει συνήθως
κάποιος νεότερος από κάποιον μεγαλύτερό του για να
καλύψει ατομικά μικροέξοδα.
harcılık, harçlık = χαρτζιλίκι.
χασάπης, (ο) ουσ. κρεοπώλης.
kasap = χασάπης, κρεοπώλης. Κυκλικός χορός ο οποίος είναι γνωστός
στην Ελλάδα και τις χώρες της Ανατολής και κατάγεται πιθανώς από τον βυζαντινό
"μακελλαρικόν"· τον χόρευαν σε ορισμένη γιορτή της συντεχνίας των κρεοπωλών·
έχει γρήγορο ρυθμό και χορεύεται σε χρόνο δύο τετάρτων από άντρες και γυναίκες
που κρατιούνται από τους ώμους· εκτελείται με τρία πλάγια βήματα και δύο
σταυρωτά· τον περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια η κυρία Σενιέ, μητέρα του Γάλλου
ποιητή Ανδρέα Σενιέ, η οποία αγνοώντας την ύπαρξη του βυζαντινού μακελλαρικού,
τον θεώρησε αρχαίο χορό, ο οποίος συμβολίζει την εκστρατεία του Αλέξανδρου
εναντίον του Δαρείου. ΠΥΡΣΟΣ Α.Ε., τόμος ΚΔ΄, λ. χασάπικος χορός.
χασάπικος, (ο) ουσ. είδος κυκλικού χορού.
kasap = χασάπης, κρεοπώλης.
χάσικος, επίθ. καθαρός, εκλεκτός· χάσικο ψωμί (άσπρο ψωμί).
has = αγνός, καθαρός. || λευκός. || χάσικος.
χασίς, (το) ουσ. άκλ. το φυτό ινδική κάνναβη. || είδος ναρκωτικού που
παράγεται από το φυτό αυτό. haşış = χασίς. || ινδική κάνναβη. Η λέξη.
χασίς σημαίνει χόρτο και προέρχεται από την πολύ παλιά ονομασία της ινδικής
κάνναβης "Hachich el fokkara" (= χόρτο των φακίρηδων). ΠΥΡΣΟΣ Α.Ε., τόμος
ΚΔ΄, λ. χασίς.
χατζής, (ο) ουσ. τιμητικός τίτλος για τον προσκυνητή των Αγίων Τόπων: το
χριστιανό προσκυνητή της Ιερουσαλήμ και το μουσουλμάνο προσκυνητή της
Μέκκας και της Μεδίνας. hacı = προσκυνητής. || χατζής. "...τιμητικός τίτλος που
παίρνει ένας ορθόδοξος χριστιανός, όταν επισκεφτεί ως προσκυνητής τους ΄Αγιους
Τόπους και που παλαιότερα έμπαινε μπροστά στο επώνυμό του ως πρώτο συνθετικό,
π.χ. Χατζηγιάννης...". Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης, λ. χατζής.
χατίρι, (το) ουσ. χάρη, εξυπηρέτηση, εύνοια.
hatır = θύμηση, μνήμη. || χάρη, χατίρι.
χαφιεδισμός, (ο) ουσ. η ενέργεια ή η συμπεριφορά που
χαρακτηρίζει το χαφιέ. || η δουλειά του χαφιέ.
hafiye = κατάσκοπος. || χαφιές, σπιούνος.
χαφιές, (ο) ουσ. μυστικός αστυνομικός ή κατάσκοπος της
αστυνομίας (ή άλλης εξουσίας) που έχει αναλάβει να
παρακολουθεί τις κινήσεις πολιτών. || καταδότης,
σπιούνος.
hafiye = κατάσκοπος. || χαφιές, σπιούνος.
χαχάμης, (ο) ουσ. ο θρησκευτικός αρχηγός, ο ραβίνος των
Ισπανοεβραίων.
haham = ραβίνος. || χαχάμης.
62.
62
χάψη, (η) ουσ.φυλακή.
hapis = φυλακή, χάψη. || φυλάκιση.
χαψί, (το) ουσ. είδος ψαριού.
hamsi = γαύρος, χαμψί, χαψί.
χοσάφι, (το) ουσ. είδος κομπόστας.
hoşaf = κομπόστα.
χότζας, (ο) ουσ. μουσουλμάνος ιεροδιδάσκαλος. || (με κεφαλαία,
Χότζας) ήρωας λαϊκών ιστοριών.
hoca = καθηγητής, δάσκαλος. || ιερέας, χότζας.
χουβαρνταλίκι, (το) ουσ. ιδιότητα και πράξη του χουβαρντά.
hovardalık = δονζουανισμός. || σπατάλη.
χουβαρντάς, (ο) ουσ. άνθρωπος γενναιόδωρος και γαλαντόμος, που
ξοδεύει απλόχερα για τους άλλους.
hovarda = γυναικάς. || σπάταλος. || χουβαρντάς,
γαλαντόμος.
χουζουρεύω, ρ. ξεκουράζομαι, τεμπελιάζω (συνήθως ξαπλωμένος
στο κρεβάτι).
huzur = γαλήνη, ησυχία, άνεση, χουζούρι.
χουζούρι, (το) ουσ. κατάσταση και αποτέλεσμα του χουζουρεύω.
huzur = γαλήνη, ησυχία, άνεση, χουζούρι.
χουζουρλής, (ο) ουσ. άνθρωπος που του αρέσει το χουζούρι.
huzurlu = άνετος. || γαλήνιος.
χούι, (το) ουσ. ιδιότητα, συνήθεια (ιδίως η κακή)· ιδιοτροπία. huy = συνήθεια, φύση,
χούι. || ταραχή. Παροιμία: πρώτα βγαίνει η ψυχή και ύστερα το χούι (δεν μπορεί
κανείς να αποβάλλει τις συνήθειές του εύκολα).
χουνέρι, (το) ουσ. απρόοπτο, απροσδόκητο πάθημα, εξαπάτηση, κάζο.
hüner = δεξιότητα, δεξιοτεχνία, τέχνη.
χουρμάς, (ο) ουσ. ο καρπός της χουρμαδιάς.
hurma = χουρμάς.
χουσμέτι, (το) ουσ. εξυπηρέτηση.
hizmet = εξυπηρέτηση. || υπηρεσία, θητεία. || εκδούλευση.
χράμι, (το) ουσ. χοντρό μάλλινο υφαντό ύφασμα που χρησιμοποιείται ως στρωσίδι ή
κλινοσκέπασμα. ihram = χράμι. Η τουρκική λέξη ihram σημαίνει "λευκός μανδύας,
τον οποίο φορούν οι Μουσουλμάνοι προσκυνητές στη Μέκκα". Γ. Μπαμπινιώτη,
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, λ. χράμι.
.Γ΄ Μέρος Τουρκικές λέξεις
akşam-απόγευμα βράδυ
alıştırma-άσκηση
anahtar-κλειδί
ara-διάλειμμα
asabi-νευρικός