2. • Σον καιρό τθσ μεγάλθσ ςτζγνασ, πάνε
τριάντα τόςα χρόνια
• Οι άνκρωποί πζκαιναν και γεννιόταν
φίδια
• Φίδια που ζπιναν από το κορμό αυτισ
τθσ χϊρασ και δθλθτθρίαηαν τουσ
κατοίκουσ τθσ
• Οι άνκρωποι περνοφςαν δφςκολεσ
μζρεσ.
4. Αν κζλεισ να λζγεςαι άνκρωποσ
Αν κζλεισ να λζγεςαι άνκρωποσ
δεν κα πάψεισ οφτε ςτιγμι
νϋαγωνίηεςαι για τθν ειρινθ και
για το δίκαιο.
Θα βγείσ ςτουσ δρόμουσ, κα
φωνάξεισ, τα χείλια ςου κα
ματϊςουν απϋτισ φωνζσ
το πρόςωπό ςου κα ματϊςει από
τισ ςφαίρεσ - μα οφτε βιμα πίςω.
5. Κάκε κραυγι ςου κα ‘ναι μια πετριά ςτα
τηάμια των πολεμοκάπθλων
Κάκε χειρονομία ςου κα ϋναι για
να γκρεμίηει τθν αδικία.
Δεν πρζπει οφτε ςτιγμι να
υποχωριςεισ.
Οφτε ςτιγμι να ξεχαςτείσ.
Είναι ςκλθρζσ οι μζρεσ που ηοφμε.
Μια ςτιγμι αν ξεχαςτείσ
Εκατομμφρια άνκρωποι κα χάνονται
τθ δίνθ του πολζμου.
Ζτςι και ςταματιςεισ για μια ςτιγμι να ονειρευτείσ
Εκατομμφρια ανκρϊπινα όνειρα κα γίνουν ςτάχτθ και φωτιζσ.
6. Δεν ζχεισ καιρό, δεν ζχεισ καιρό για τον εαυτό ςου
Αν κζλεισ να λζγεςαι άνκρωποσ.
Αν κζλεισ να λζγεςαι άνκρωποσ
Μπορεί να χρειαςτεί και να πεκάνεισ
Για να ηιςουν οι άλλοι.
Κα πρζπει να μπορείσ να κυςιάηεςαι
Ζνα οποιοδιποτε πρωινό.
7. Αν κζλεισ να λζγεςαι
άνκρωποσ
Κα πρζπει να μπορείσ να
ςτζκεςαι
Μπροσ ςτα ντουφζκια.
13. Φοβάμαι
Μανόλθσ Αναγνωςτάκθσ
Φοβάμαι τουσ ανκρϊπουσ που εφτά χρόνια
ζκαναν πωσ δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεςοφντοσ κάποιου Λουλίου–
βγικαν ςτισ πλατείεσ με ςθμαιάκια κραυγάηοντασ
«Δϊςτε τθ χοφντα ςτο λαό».
Φοβάμαι τουσ ανκρϊπουσ
που με καταλερωμζνθ τθ
φωλιά
παςχίηουν τϊρα να βρουν
λεκζδεσ ςτθ δικι ςου.
14. Φοβάμαι τουσ ανκρϊπουσ
που ςου 'κλειναν τθν πόρτα
μθν τυχόν και τουσ δϊςεισ κουπόνια
και τϊρα τουσ βλζπεισ ςτο Πολυτεχνείο
να κατακζτουν γαρίφαλα και να δακρφηουν.
Φοβάμαι τουσ ανκρϊπουσ
που γζμιηαν τισ ταβζρνεσ
και τα 'ςπαηαν ςτα μπουηοφκια
κάκε βράδυ
και τϊρα τα ξαναςπάηουν
όταν τουσ πιάνει το μεράκι τθσ Φαραντοφρθ
και ζχουν και «απόψεισ».
15. Φοβάμαι τουσ ανκρϊπουσ
που άλλαηαν πεηοδρόμιο όταν ςε ςυναντοφςαν
και τϊρα ςε λοιδοροφν
γιατί, λζει, δεν βαδίηεισ ςτον ίςιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλοφσ ανκρϊπουσ.
Φζτοσ φοβικθκα
ακόμα περιςςότερο.
19. Σο κζρδοσ
Δθμιτρθσ
Ραβάνθσ-Ρεντισ
Ωσ τότε δεν γνωρίηαμε ο ζνασ τον άλλον
και μεσ ςτο ςπίτι μασ ακόμθ.
Ωσ εκείνθ τθ μζρα του Νοζβρθ,
δεν ξζραμε ποιοσ κάκεται ςτο διπλανό διαμζριςμα.
23. Σο γελαςτό παιδί
Ιταν πρωί του Αυγοφςτου κοντά ςτθ ροδαυγι
βγικα να πάρω αζρα ςτθν ανκιςμζνθ γθ
βλζπω μια κόρθ κλαίει ςπαραχτικά κρθνεί
ςπάςε καρδιά μου εχάκθ το γελαςτό παιδί
Είχεν αντρεία και κάρροσ και αιϊνια κα κρθνϊ
το πθδθχτό του βιμα το γζλιο το γλυκό
ανάκεμα τθν ϊρα κατάρα τθ ςτιγμι
ςκοτϊςαν οι εχκροί μασ το γελαςτό παιδί
24. Μον' να 'ταν ςκοτωμζνο ςτου αρχθγοφ το πλάι
και μόνον από βόλι Εγγλζηου να 'χε πάει
κι από απεργία πείνασ μζςα ςτθ φυλακι
κα 'ταν τιμι μου που 'χαςα το γελαςτό παιδί
Βαςιλικιά μου αγάπθ μ' αγάπθ κα ςτο λζω
για το ό,τι ζκανεσ αιϊνια κα ςε κλαίω
γιατί όλουσ τουσ εχκροφσ μασ κα ξζκανεσ εςφ
δόξα τιμι ςτ' αξζχαςτο γελαςτό παιδί
28. Ωσ το πρωί
Δθμιτρθσ Ραβάνθσ-Ρζντθσ
•
•
•
•
•
«Κρατιςτε ωσ το πρωί!»
(Τα παιδιά περιμζνουν τον ιλιο...
Ο ιλιοσ είναι ςφμμαχόσ τουσ,
ο ιλιοσ είναι πάντα νζοσ).
«Κρατιςτε ωσ το πρωί! Θ νφχτα κα περάςει».
36. Όρκοσ των φοιτθτϊν
Εμείσ οι φοιτθταί των Ανωτάτων Εκπαιδευτικϊν
Λδρυμάτων ορκιηόμαςτε ςτ' όνομα τθσ ελευκερίασ
να αγωνιςκοφμε μζχρι τζλουσ για τθν
κατοχφρωςθ των ακαδθμαϊκϊν ελευκεριϊν, του
πανεπιςτθμιακοφ αςφλου, τθσ ανακλιςεωσ όλων
των καταπιεςτικϊν νόμων και διαταγμάτων.
Ορκιηόμαςτε αλλθλεγγφθ ς' όλο το φοιτθτικό
κόςμο τθσ Ελλάδασ που βαςανίηεται. Θ βία και θ
τρομοκρατία δεν κα περάςουν. Ηιτω ο
αδοφλωτοσ φοιτθτικόσ κόςμοσ τθσ Ελλάδασ.
40. … και το άλλο ζλαβε κζςθ απζναντι
από τθν κεντρικι πφλθ
41. Χαρμόςυνο γεγονόσ
Βαςίλθσ Ρϊτασ
«αυτι τθ ςτιγμι, Ζλλθνεσ, αυτι τθ ςτιγμι,
ςτθν πόρτα μασ ςταμάτθςε ζνα τανκ!
Ο λοχαγόσ ςικωςε το χζρι και μασ χαιρζτθςε!
Αυτι τθ ςτιγμι, Ζλλθνεσ, αυτι τθ ςτιγμι,
ο ςτρατόσ είναι δικόσ μασ,
δε κα μασ χτυπιςουν!
42. Οι κρίςιμεσ ςτιγμζσ
Περιοδικό «Επίκαιρα»
• Γαντηωμζνοι ςτα κάγκελα οι φοιτθτζσ άρχιςαν
να ψάλλουν τον Εκνικό Ύμνο.
• Ο τρατόσ με το Λαό
• Είςαςτε αδζλφια μασ
• τρατόσ και λαόσ μαηί
43. 16 και 17 Νοζμβρθ
Γιάννθσ Ρίτςοσ
• Ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια ςαν
εκκλθςίεσ χωρίσ ςταςίδια.
Ωραία παιδιά, δικά μασ, με τθ μεγάλθ κλίψθ
των αντρείων,
Αψιφιςτοι, όρκιοι ςτα προπφλαια, ςτον
πζτρινο αζρα,
Ζτοιμο χζρι, ζτοιμο μάτι, - πωσ μεγαλϊνει
το μπόι, το βιμα και θ παλάμθ του
ανκρϊπου;
45. Αποςτολι
Δθμιτρθσ Ραβάνθσ-Ρεντισ
Πρϊτα - πρϊτα, πλφςου καλά,
να φφγουν τα αίματα,
να μθν τρομάξουν όταν ςε
δουν.
Χτφπα τθν πόρτα και πεσ...
Μα πλφνε, πρϊτα, τα αίματα.
47. το Διομιδθ Κομνθνό
Δθμιτρθσ Ραβάνθσ-Ρεντισ
«Μεταξφ των φονευθζντων,
είναι ο Διομήδησ Κομνηνόσ,
ετών 17, με βεβαρυμζνον παρελθόν».
Εφημερίδεσ - από επίςημη ανακοίνωςη.
•
•
•
•
•
•
•
•
•
•
Βεβαίωσ,είχε βεβαρυμζνο παρελκόν ο Διομιδθσ.
Πζντε χρονϊν, ςτουσ ϊμουσ του πατζρα του
φϊναηε για λευτεριά ςτθν Κφπρο,
δζκα χρονϊν, ξυπόλυτοσ,
με μια φζτα ψωμί ςτθν τςζπθ,
βάδιηε ςτθν πορεία τθσ ειρινθσ,
ςτα δϊδεκα ηθτοφςε δθμοκρατία.
τα δεκαεπτά
μ' ζνα πλακάτ ςτο χζρι:
ψωμί - παιδεία - ελευκερία.
48. Διομιδθσ Κομνθνόσ
• Είμαι ο Διομιδθσ, ο ζφθβοσ των Ακθνϊν
• Που ζκαψα με τθσ καρδιάσ μου το αίμα
• Σθν τρανι κραυγι τθσ λευτεριάσ.
49. • Πάμε κι εμείσ ςτθν αυλι του φκινοπϊρου
πίςω απ' τα πετρωμζνα ςτάχυα του
καλοκαιριοφ
πάμε κι εμείσ ςτα παιδιά που κοιμικθκαν
κάτω απ' τα ματωμζνα νφχια του περιςτεριοφ
πάμε να δεισ ςτθν αυλι που μεγάλωςαν
Δυο παιδιά ερωτευμζνα, δυο παιδιά του χαμοφ
Προςκφνθμα
Ορζςτθ απ' το Βόλο
Μαρία απ' τθ Σπάρτθ
γυρεφω το γιο μου
Μαρία απ' τθ Σπάρτθ
Ορζςτθ απ' το Βόλο
τθν κόρθ μου κζλω
53. Δρόμοσ
• Ο δρόμοσ είχε τθ δικι του ιςτορία
κάποιοσ τθν ζγραψε ςτον τοίχο με μπογιά
ιταν μια λζξθ μοναχά ελευκερία
κι φςτερα είπαν πωσ τθν ζγραψαν παιδιά
Κι φςτερα πζραςε ο καιρόσ κι θ ιςτορία
πζραςε εφκολα απ' τθ μνιμθ ςτθν καρδιά
ο τοίχοσ ζγραφε μοναδικι ευκαιρία
εντόσ πωλοφνται πάςθσ φφςεωσ υλικά
Σισ Κυριακζσ από νωρίσ ςτα καφενεία
κι φςτερα γιπεδο ςτοιχιματα καυγάσ
ο δρόμοσ είχε τθ δικι του ιςτορία
είπανε όμωσ πωσ τθν ζγραψαν παιδιά
54. Ζνασ πολίτθσ ελεεινισ μορφισ
Σάκθσ Χατηθαναγνϊςτου
•
•
•
•
•
•
•
•
Καταγγζλλω
Καταγγζλλω τον εαυτό μου, που
δεν ξφπνθςα πιο μπροςτά, που δεν
ξεςθκϊκθκα πιο μπροςτά,
ν’ α ν τ ι ς τ α κ ϊ ς τ θ β ί α
και ςτον τρόμο.
Καταγγζλλω τον εαυτό μου, που
υπιρξα ζνασ πολίτθσ ελεεινισ μορφισ