Η παρουσίαση που ετοίμασε η Ε ομάδα για το πρόγραμμα Υιοθεσία Βυζαντινού "Άγιος Γεώργιος Ομορφοκκλησιάς". Συνεντεύξεις για τη συντήρηση και τη λειτουργία του ιερού Ναού.
2. Η Ιφιγένεια δεν αγαπούσε το
φθινόπωρο πια. Τους βιαστικούς
ανθρώπους στριμωγμένους στον
ηλεκτρικό, τις βρεγμένες λεωφόρους και
τα νοτισμένα ρούχα που της θύμιζαν
στάσιμα νερά και της ανακάτευαν το
στομάχι.
3. Στο υπουργείο πιάνανε
δουλειά στις οχτώ το
πρωί. Πάλι θα έφτανε
πρώτη από το φόβο της
μην της τύχει κάτι και
αργήσει στον δρόμο.
Πόσα φοβόταν
τελευταία .Το τρένο
που έτρεχε στα
σκοτεινά ,κάτι
φυγάδες στη
γειτονιά της ,τη
σκιά της στους
δρόμους της
νύχτας…Όλα όσα
φοβούνται οι
άνθρωποι που δεν
ονειρεύονται….
4. Αγαπούσε το φθινόπωρο τότε
που πήγαινε στο Λύκειο. Όταν
πήρε 150 μόρια στα αρχαία,
ούτε λαθάκι σχεδόν.
5. Η Ιφιγένεια είχε εξασφαλισμένη δουλειά. Οι
γονείς της δεν αγωνιούσαν πια. Η Αμερική
είναι ζούγκλα δεν θέλει να ζήσει εκεί. Οι
γονείς της την πίστεψαν. Αυτό ήθελε. Δύο
αποτυχίες στις Πανελλήνιες και η ευκαιρία
της στα σκουπίδια.
6. Κανείς δεν της είπε μπράβο. Ήταν τόσο
καλή ηθοποιός ή δεν ήταν τόσο βολικό
για τη μαμά της να καταλάβει. Ή μήπως
κάπου μέσα της έκλαιγε η μαμά της για
τα χαμένα όνειρα της κόρης της.
7. Δεν άντεχε να
ξαναδώσει εξετάσεις.
Είχε δουλειά .Τι
περίμενε τώρα έναν
καλό γαμπρό για να
κάνει οικογένεια.
8. Βροχερό φθινόπωρο. Η Ιφιγένεια είχε ξεχάσει την ομπρέλα της
και έτρεξε κάτω από μια στοά για να μην βραχεί. Αναγνώρισε
αμέσως τα γκριζοπράσινα φωτεινά μάτια του Κιούση. Δεν
μπορούσε να τον αντικρίσει. Τι απέγινε η Ιφιγένεια που ήταν
συνεχώς πάνω από το βιβλίο των Λατινικών θα τη ρωτούσε και
εκείνη δεν θα ήξερε τι να του πει.
9. Μπήκε στο γραφείο και ο ταμίας του
διοικητικού την χαιρέτησε. Γοητευτικό
παιδί λέγανε όλοι μα η Ιφιγένεια δεν
θα μπορούσε να χορέψει τον χορό του
ήλιου με κάποιον ευτυχισμένο που
είναι ταμίας. Η βροχή συνεχιζόταν. Ένα
ανέκδοτο την έκανε να γελάσει. Κανείς
δεν θα καταλάβαινε ότι το χαμόγελο
δεν ήταν από την καρδιά της.
10. Πώς θα μπορούσε να ξεχάσει την
Ακρόπολη, τις ανασκαφές της Βεργίνας
τον Ανδρόνικο αναρωτήθηκε. Δεν
μπορούσε να κλάψει γιατί οι άνθρωποι
κλαίνε από λύπη ή από αβάσταχτη χαρά
όχι από απόγνωση.
11. Σπίτι, γραφείο , σπίτι, γραφείο ….εκκλησία…..
μαιευτήριο…σπίτι και σύνταξη στα 50 της. Πώς
το έκανα στον εαυτό μου αυτό. Μια θηλιά της
έπνιγε τον λαιμό. Δεν της άρεσε αυτό αλλά τι
μπορούσε να κάνει.
12. Είχε μάθει Όμηρο ,Θουκυδίδη αλλά είχε
ξεχάσει να μάθει τον εαυτό της…. Τον
Σωκράτη [Γνώθι σαυτόν] Άφησε να
χαθούν οι φίλοι της μαζί με τα όνειρά της
και το αργότερα.
13. Θυμήθηκε την κοπέλα που είχε
γνωρίσει σε έναν γάμο την Τζένη
Σταθάκη. Διέσχισε την Βουκουρεστίου
και τη Σταδίου. Έφτασε σε μια παλιά
πολυκατοικία. Τώρα θα κατάφερνε να
ξεχωρίσει το χρέος από τον στόχο και
τη χαρά. Θα χτυπούσε το κουδούνι και
θα ρωτούσε: Mου μαθαίνετε να
χαμογελάω σας παρακαλώ;