1. στη μνήμη του παπά Σωτήρη
ενθύμιον νιότης
ΑΓΙΟΣ ΘΩΜΑΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ
2024
2. στη μνήμη του παπά Σωτήρη
«Παραμονή των Θεοφανείων ανοίγουν οι
ουρανοί και ο Θεός ακούει ότι ευχηθείς»
έλεγε η γιαγιά μου.
Ποτέ δεν είχα καταλάβει πώς μπορεί να γίνει
αυτό. Κοιτούσα τον ουρανό και
αναρωτιόμουν: «Γίνεται ν’ ανοίξουν οι
ουρανοί; Και αν φυσήξει αέρας και μας πάρει
όλους από τη γη; Αλλά πάλι ο παπά Σωτήρης
έλεγε πώς ο Θεός αγαπάει τον άνθρωπο γι
αυτό και τον έκανε ίδιο».
Όπως και να χει, δεν κατάφερα ποτέ να μείνω
ξάγρυπνος τα μεσάνυχτα της παραμονής των
Φώτων. Ο λόγος ένας και μοναδικός. Η
ολοήμερη συνοδεία του παπά στο άγιασμα
των σπιτιών.
Μόλις χρόνος θα ήταν που ο κυρ Λευτέρης, ο
δάσκαλός μας –«Θεός σχωρέστον» - , πήρε
τους δυο Γιώργηδες από παπαδάκια του
ιερού στο ψαλτήρι μαζί του, αρχικά για να
διαβάζουμε αναγνώσματα και σιγά σιγά να
τον βοηθάμε όσο μπορούμε.
-1-
3. Τελειώνοντας η Κυριακάτικη λειτουργία πριν
τα Φώτα του 1978 στο μικρό τμήμα του ναού
που χρησιμοποιούνταν μέχρι να
ολοκληρωθεί ο νέος ναός, βγαίνει ο παπάς
από το ιερό και λέει: «Εϊ ! Παραμονή των
Φώτων δε θα με ξεχάσετε. Ο Λευτέρης θα
λείπει. Θα έρθετε στις έξι . Θα κάνουμε τον
Μεγάλο Αγιασμό και θα ξεκινήσουμε το
άγιασμα των σπιτιών. Θα έχετε και χαρτζιλίκι
στο τέλος».
Δεν είχαμε ξαναζήσει τέτοια εμπειρία.
Αξημέρωτα στην εκκλησία. Συμμετοχή στην
ακολουθία του αγιασμού και στη συνέχεια
προετοιμασία για το χωριό. Η διαδικασία μια
ιεροτελεστία. Ο παπά Σωτήρης ντυμένος γερά
με το πετραχήλι του κρατώντας τον σταυρό
και την αγιαστούρα βάδιζε μεγαλόπρεπα και
πίσω ακολουθούσαμε εμείς κρατώντας
εναλλάξ ένα χάλκινο δοχείο το οποίο περιείχε
τον αγιασμό και έναν μαύρο χαρτοφύλακα ο
ένας και ένα κοφίνι κάπως μεγάλο για τον
σωματότυπό μας ο άλλος.
-2-
4. Κάθε σπίτι εκτός από χρήματα έδινε στον
παπά και φρούτα, κυρίως πορτοκάλια.
Αντιλαμβάνεστε μετά από δέκα σπίτια το
βάρος του κοφινιού.
«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…» σε
κάθε είσοδο σπιτιού και σκόρπισμα αγιασμού
να αγιάσει η οικογένεια και να πάει καλά η
χρονιά. Με το που έφτανε σε μία γειτονιά, η
θέση διαδιδόταν αστραπιαία: «Έρχεται ο
παπάς». Οι νοικοκυρές άνοιγαν διάπλατα τις
πόρτες δείχνοντας τον σεβασμό στο
πρόσωπο του ιερέα.
Για τους νοικοκύρηδες δεν θυμάμαι να έχω
την ίδια εικόνα. Κάποιες φορές μάλιστα ήταν
τόσο χοντρά τα πειράγματα που έκαναν στον
παππούλη που τον ανάγκαζαν ν’ απαντήσει
χτυπώντας τους εκεί που πονούσαν. Γνώριζε
πριν την είσοδο σε κάθε οικία το ποσό που θα
του δώσουν.
Μερικοί είχαν τη συνήθεια να ρίχνουν
κέρματα μέσα στο δοχείο με τον αγιασμό.
-3-
5. Όταν άκουγε αυτόν τον θόρυβο «πλιτς» του
ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι. Με την
απομάκρυνση από το σπίτι, έστρεφε ελάχιστα
τη κεφαλή προς αυτόν που κρατούσε τη
μαύρη τσάντα και ρώταγε: «Τι έριξε;». Όταν
άκουγε «πενηντάρικο» ή «κατοστάρικο»
κουνούσε το κεφάλι ως δείγμα ικανοποίησης.
Όταν άκουγε «τάλιρο» μονολογούσε: «Τι
περιμένεις από τσιφούτηδες; Και να πεις ότι δεν
έχουν;».
Φθάνοντας έξω από ένα σπίτι μας ρωτάει:
«Έχετε δει ποτέ δεκάρα;» «Όχι» απαντήσαμε
και οι δύο. « Θα δείτε τώρα». Και πράγματι η
κυρία του σπιτιού έριξε μέσα στον αγιασμό
ένα νόμισμα με τρύπα στη μέση, τόσο ελαφρύ
που επέπλεε. Σε κάποια σπίτια στεκόταν να
ξεκουραστεί, κυρίως σε αυτά που είχε
περισσότερο θάρρος και φιλικές σχέσεις.
Έπινε καφεδάκι, ή κανένα ποτηράκι κρασί
ανάλογα με την ώρα. Τυχεροί και εμείς που
μας φίλευαν οι νοικοκυραίοι με κεράσματα.
-4-
6. Κάποια στιγμή αργά το απόγευμα και μετά
από αλλεπάλληλες μεταφορές του κοφινιού
στο σπίτι του για άδειασμα, έφθανε το τέλος
και επιστρέφαμε στο σπίτι του παπά.
Κατεβαίναμε τα σκαλάκια της μικρής εισόδου
και μπαίναμε σε ένα δωμάτιο όπου μας
περίμενε η κυρά του η Μαρίνα μαζί με την
κυρα Ειρήνη και τον κυρ Νίκο τον Τσόταλο.
«Μαρίνααα πεινάμε. Τα παιδιά κουράστηκαν»
φώναζε ο παπάς. «Καθίστε να φάτε. Τρώτε
φασολάδα, έτσι δεν είναι;»
Με την κούραση που είχαμε ίσως να ήταν και
η πιο νόστιμη φασολάδα που είχα φάει ποτέ.
Τελειώνοντας το φαγητό ο παπα Σωτήρης
βάζει το χέρι στη μαύρη τσάντα και δίνει από
ένα ολόκληρο κατοστάρικο στον καθένα,
συνοδευόμενο από μία τσάντα πορτοκάλια.
«Να πάτε στην ευχή του Χριστού και αύριο πρωί
κανονίστε ποιος θα διαβάσει Εξάψαλμο».
-5-
7. Είχε νυχτώσει όταν γύρισα σπίτι. Η μάνα μου
ετοίμαζε ήδη ζεστό νερό για να πλυθώ. Δεν
υπήρχαν μπανιέρες. Σε μια σκάφη στη
κουζίνα, δίπλα στη στόφα. Ξάπλωσα και
σκέφτηκα ότι φέτος θα καταφέρω να
κρατήσω τα μάτια μου ανοικτά. Θα δω τους
ουρανούς ν’ ανοίγουν στα δύο, όταν ένιωσα
ένα χέρι να με σκουντάει.
«Ξύπνα! Μου είχες πει ότι θες να πας στην
εκκλησία σήμερα και η πρώτη καμπάνα
χτύπησε». Ήταν η μάνα μου. Καλά αυτή η
γυναίκα πότε κοιμόταν; Σηκώνομαι και
κοιτάω από το παράθυρο έξω το ψιλόβροχο.
«Άνοιξαν οι ουρανοί φέτος;» ρωτάω τη μάνα
μου. «Όχι θα περίμεναν την αφεντιά σου» μου
απαντά και μου έδειξε τα ρούχα που είχε
ετοιμάσει για την εκκλησία.
Το άνοιγμα των ουρανών βασάνισε αρκετά
την αχλή των παιδικών μου χρόνων, αλλά
γέμισε και την ψυχή μου με προσδοκίες και
θύμησες, όπως ο καλός ποιμένας του χωριού
και η επίδραση της ευεργετικής του
συμπεριφοράς στα παιδικά μας πρόσωπα.
-6-
8. Ας είναι αιωνία του η μνήμη.
του π.Σωτηρίου Ανυφαντή
Γιώργος Ηλία Ζωίτσης - 2024