2. Ξύπνησα αργά το πρωί. Ήταν Σάββατο (εβραϊκή) βλέπεις! Δε
σηκώθηκα αμέσως. Έμεινα να κοιτάζω μια το ταβάνι (τούρκικη), μια
τα ντουβάρια (τούρκικη), μια το τζάκι και την ντουλάπα (τούρκικες).
Κάποια στιγμή σκέφτηκα: τέρμα πια το χουζούρι (τουρκική). Ας
σηκωθώ να κάνω και κάτι. Πηγαίνω, λοιπόν, στο μπάνιο (ιταλική), για
να πλυθώ, μα κι εκεί τον χαβά μου (τούρκικη): ποζάρω
(προσαρμοσμένο ρήμα στα ελληνικά) μπροστά στον καθρέπτη και
λέω: «τι κελεπούρι (τούρκικη) που είμαι τελικά· έχω το καλούπι
(τούρκικη) του μπαμπά μου (τούρκικη), το γούστο (ιταλική) της
μαμάς μου και την μπαμπεσιά (αλβανική) του παππού μου».
Ξαφνικά πείνασα. Πηγαίνω στην κουζίνα, φτιάχνω ένα μικρό
σάντουιτς (αγγλική) με ομελέτα (δάνειο επίθημα από τα γαλλικά) και
το σερβίρω (ιταλική) με καλαμπόκι (αλβανική) και σαλάμι (ιταλική).
3. Αφού χόρτασα, τρέχω να ντυθώ. Να σκεφτώ τι ρούχα (σλαβική<
γερμανοκελτική) θα φορέσω: μπότες (ιταλική) με χοντρές κάλτσες
(ιταλική) σίγουρα. Μετά; παντελόνι (γαλλική) στενό στα μπούτια
(τούρκικη) –μην είμαι και σαν σάκος (εβραϊκή)- μπουφάν (γαλλική).
Μην ξεχάσω προτού φύγω να πάρω τον κατάλογο με τα ψώνια. Για
να δω: ψωμί από τον φούρνο (λατινική) και από το μπακάλικο
(τούρκικη) εδώ δίπλα, καρπούζι (τούρκικη), ένα μπουκάλι (ιταλική)
γάλα, πατάτες (ισπανική), φουντούκια (τούρκικη), μπάμιες
(τούρκικη), παντζάρια (τούρκικη) … Να θυμηθώ και λίγους σπόρους
για τα περιστέρια (εβραϊκή) της γειτονιάς, από το χαρτζιλίκι
(τουρκική) μου φυσικά! Α! και φιτίλια (τούρκικη>αραβική) και λιβάνι
(εβραϊκή) για το καντήλι (λατινική) της γιαγιάς.
Κουράστηκα και που τα σκέφτηκα! Ας ξαναβάλω το μπουρνούζι
μου (αραβική), ας καθίσω στο σπιτάκι μου (λατινική), να βρω το
ραχάτι μου (τούρκικη). Άσε που θα αδειάσει και ο κουμπαράς μου
(τούρκικη)!