3. Η δέση: είναι το φράγμα που έφτιαχνε ο μυλωνάς μέσα στο
ποτάμι. Έκοβε δηλαδή ένα μέρος του ποταμίσιου νερού και το
κατηύθυνε σε άλλη κοίτη. Μέσα στο ποτάμι και σε άνοιγμα
τόσο, όσο νερό χρειαζόταν να παίρνει ο μύλος, τοποθετούσαν
χοντρούς πασσάλους από πεύκα ή πλατάνια ή από άλλα σκληρά
δένδρα. Αυτά τα στερέωναν καλά μέσα στο χώμα, γιατί
αποτελούσαν το πιο σπουδαίο μέρος της δέσης. Η δέση γινόταν
πάντοτε το καλοκαίρι, που το ποτάμι δεν έχει πολύ νερό. Οι
χοντροί αυτοί κορμοί λέγονταν και «μάννες». Από τη δέση το
νερό εισερχόταν στην κοίτη του μυλαύλακου.
Το μυλαύλακο (φυσικό και τεχνητό): Μέσω αυτού το νερό
οδηγούνταν στο μυλοβάγενο. Προκειμένου όμως να φτάσει
στην κορυφή του μυλοβάγενου, να πάρει τη λεγόμενη κρέμαση,
από ένα σημείο και μετά παροχετευόταν σε τεχνητή κοίτη,
πάνω σε μανδρότοιχο, ύψους και μήκους ανάλογου με τη
διαμόρφωση του εδάφους.
4. Η κόφτρα: κοντά στο στόμιο του μυλοβάγενου, πάνω στο μυλαύλακο, προς την πλευρά της
φυσικής κοίτης του νερού, υπήρχε ένα άνοιγμα περίπου 0.50 εκατοστά του μέτρου το οποίο
κλεινόταν με ένα ξύλινο πλαίσιο, την «κόφτρα». Όταν έπρεπε για κάποιο λόγο να διακοπεί η
λειτουργία του μύλου, η κόφτρα αφαιρούνταν από το πλάι που βρισκόταν και τοποθετούνταν
κάθετα στην κοίτη του μυλαύλακου. Τότε το νερό εκτρεπόταν προς τη φυσική του κοίτη, το
μυλοβάγενο έπαυε να τροφοδοτείται με νερό, οπότε σταματούσε η λειτουργία του νερόμυλου.
Η παλουκαριά (σκάρα): σε απόσταση 0,50 εκ. από το στόμιο του μυλοβάγενου, κάθετα στην
κοίτη του μυλαύλακου, τοποθετούνταν ξύλινη σκάρα, η παλουκαριά. Η σκάρα αυτή συγκρατούσε
τα αντικείμενα που παρέσυρε το νερό (ξύλα, χόρτα, φύλλα, κ.λ.π.), να μην πέσουν στο
μυλοβάγενο και βουλώσουν το σιφούνι.
Το μυλοβάγενο: αποτελούνταν από μία μεγάλη κάδη με ξύλινες δούγες, ύψους πάνω από 3,5
μέτρα. Είχε σχήμα κώνου. ΄Ηταν στενό στο κάτω μέρος, διαμέτρου 30 - 40 εκατοστά και 1,20
εκατοστά του μέτρου στο επάνω μέρος. Τις δούγες του μυλοβάγενου συγκρατούσαν ισχυρά
μεταλλικά στεφάνια. Το επάνω μέρος του μυλοβάγενου, το οποίο στηνόταν όρθιο
σε ελαφρώς λοξή θέση, ακουμπούσε σε ξύλινη κοίτη (κορίτα) που ήταν
τοποθετημένη στην κατάληξη του μυλαύλακου, το δε κάτω μέρος του κατέληγε
στον κορμό ή κόρμο.
5. Ο κορμός (κόρμος): γινόταν από κορμό δένδρου κυρίως καστανιάς ,
ύψους 1 – 1,5 μ., ο οποίος σκαλιζόταν εσωτερικά, ώστε να πάρει τη
μορφή κάδου. Τα τοιχώματά του είχαν αρκετό πάχος, για να αντέχουν στις πιέσεις του
νερού. Στο κάτω μέρος, λίγο λοξά, ανοιγόταν τρύπα 10 - 15 εκατοστών ,το σιφώνι ή σιφούνι.
Στο επάνω μέρος του στομίου του κορμού δημιουργούνταν εσωτερική υποδοχή, στην οποία
εισερχόταν το κάτω μέρος του μυλοβάγενου.
Τα πετσώματα: χρησιμοποιούνταν για να στηρίζουν το μυλοβάγενο και τον κορμό.
Η χούρχουρη (χούνη): το κάτω μέρος του μυλοβάγενου κατέληγε σε σκεπασμένο ρύθρο,
βάθους και πλάτους 1.5 μέτρου περίπου. Το ρύθρο αυτό βρισκόταν μέσα στο χώρο του
κτίσματος του νερόμυλου και ονομαζόταν χούρχουρη (χούνη). Μέσω αυτής το νερό μετά την
έξοδό του από το σιφούνι έφευγε για τη φυσική του κοίτη.
Η κατάντη (κολόκα): στο μέσο της χούρχουρης, κάτω στο έδαφος στερεωνόταν κορμός
δένδρου. Στο μέσο του κορμού δημιουργούνταν υποδοχή στην οποία τοποθετούνταν η
μπάλια ή μπίλια.
6. Η φτερωτή :αποτελούνταν από δυο ξύλινους ή σιδερένιους
κύκλους που στηρίζονταν με ένα σταυρό, στο κέντρο του
οποίου υπήρχε κυκλική οπή με διάμετρο ίση προς τη
διάμετρο του αδραχτιού, στο οποίο στερεωνόταν. Μεταξύ
των δυο αυτών κύκλων ήταν εφαρμοσμένα τα χλιάργια ή
κουτάλια (πτερύγια), επάνω στα οποία χτυπούσε το νερό και
ανάγκαζε τη φτερωτή με την πίεση του νερού να
περιστρέφεται μαζί με το αδράχτι. Περιστρεφόμενη η
φτερωτή, γύριζε αναγκαστικά και το αδράχτι και μαζί με το
αδράχτι γύριζε και η επάνω μυλόπετρα.
Οι μυλόπετρες : Αυτές ήταν μεγάλες πέτρες πελεκημένες
και ζωσμένες γερά με σιδηροστέφανα. Κατασκευάζονταν από
σκληρούς λίθους όπως χαλαζία, γρανίτη, ψαμμόλιθο,
βασάλτη, πορφυρίτη και τραχείτη. Οι επιφάνειες τους ήταν
μέσα αυλακωμένες, λίγο βαθύτερα προς το κέντρο και
ελάχιστα προς την περιφέρεια.
7. Η μπάλα (μπίλια): ήταν μεταλλική σφαίρα μεγέθους όσο ένα μεγάλο τόπι. Τοποθετούνταν στην
υποδοχή της κατάντης (κολόκας) και επάνω της πατούσε η κάτω άκρη του άξονα, η οποία κατέληγε
σε αιχμή. Όταν η μπάλα φθείρονταν από την τριβή της αιχμής του άξονα, την έστρεφαν ελαφρά,
ώστε να αλλάξει το σημείο στήριξής του.
Ο άξονας: στο κέντρο της κατάντης τοποθετούνταν κάθετα μεταλλικός άξονας, του οποίου το κάτω
μέρος ήταν αιχμηρό και στηριζόταν στη μεταλλική μπάλα. Ο άξονας ύψους 1 μέτρου περίπου,
διερχόταν το κέντρο της κάτω μυλόπετρας όπου εφάρμοζε πλήρως με ξύλινο δακτύλιο, το «αβρόχι»
κι έφτανε στην άνω επιφάνειά της.
Το αβρόχι: ο ρόλος του ήταν τριπλός: ενεργούσε ως τριβέας (ρουλεμάν), εμπόδιζε τα σταγονίδια
του νερού που εκσφενδονίζονταν από τη φτερωτή να εισέρχονται στην επιφάνεια της κάτω
μυλόπετρας και δεν επέτρεπε στον καρπό και στο αλεύρι να διαφεύγουν προς τη χούρχουρη.
Η γούλη: η οπή που βρίσκεται στο κέντρο της επάνω μυλόπετρας , διαμέτρου 25 εκατοστών.
Η χελιδόνα: ήταν μεταλλικό έλασμα κυρτό προς τα επάνω, μεγαλύτερο της διαμέτρου της γούλης.
Το έλασμα αυτό στο μέσο του έφερε εγκοπή τετράγωνη και στερεωνόταν στο κέντρο της γούλης.
Στην εγκοπή της χελιδόνας εισερχόταν το έλασμα, που ήταν στερεωμένο στο επάνω μέρος του
άξονα
8. Το επανωμύλι: στην επάνω επιφάνεια της άνω μυλόπετρας και γύρω από τη γούλη,
υπήρχε ξύλινος τροχός με κενό στο μέσο του όσο και της γούλης.
Η σκαφίδα: πάνω και προς το πίσω μέρος της μυλόπετρας τοποθετούνταν
σταθερά ξύλινο κατασκεύασμα, ανεστραμμένου κώνου, η βάση του οποίου
ήταν προς το έδαφος. Στην κατάληξη του κώνου υπήρχε οπή.
Στη σκαφίδα ριχνόταν ο καρπός που προοριζόταν για το άλεσμα.
Το καρπολόι: η οπή, η οποία υπήρχε στο κάτω μέρος της σκαφίδας ανοιγόκλεινε κατά
βούληση με ένα μικρό συρόμενο μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, το καρπολόι.
Το βαρδάρι: στην σκαφίδα στερεωνόταν ξύλινη βέργα, της οποίας το ένα άκρο με
λοξή κατεύθυνση κατέληγε στις οδοντωτές χαραγές του επάνω μύλου. Ο θόρυβος του
βαρδαρίου ήταν τόσο δυνατός, ώστε κάλυπτε όλους τους άλλους θορύβους που
δημιουργούνταν από την κίνηση της φτερωτής και την τριβή των μυλόλιθων.
9. Ο γύρος: γύρω από την άνω μυλόπετρα σε μικρή απόσταση από την
περιφέρειά της, τοποθετούνταν ξύλινο στεφάνι του ίδιου ύψους με αυτήν.
Το στεφάνι αυτό στο μπροστινό μέρος πάνω από την αλευροθήκη έφερε
άνοιγμα καμπυλωτό που άρχιζε από την επιφάνεια της κάτω μυλόπετρας.
Σκοπός του γύρου ήταν να εμποδίζει το αλεύρι κατά την άλεση να
εκτινάσσεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Λόγω του γύρου το αλεύρι
εκτινασσόταν μέσω του μπροστινού ανοίγματος μόνο προς την αλευροθήκη
Η αλευροθήκη: ξύλινο κιβώτιο που τοποθετούνταν μπροστά στις
μυλόπετρες , του οποίου το άνω μέρος ήταν ανοιχτό.
Ο σταματήρας: μερικές φορές δημιουργούνταν η ανάγκη διακοπής της
λειτουργίας του μύλου για μικρό χρονικό διάστημα. Για την περίπτωση αυτή
χρησιμοποιούνταν ο «σταματήρας», ένα είδος μοχλού.
Ο σταυρός: ήταν ένα εξάρτημα του μύλου, με το οποίο γινόταν το σήκωμα ή
το κατέβασμα της άνω μυλόπετρας, ώστε το άλεσμα να βγαίνει χοντρό ή
ψιλό ανάλογα με τη χρήση για την οποία προοριζόταν.
10. Βοηθητικά εργαλεία
Μυλοκόπια: Αιχμηρά αντικείμενα που
βοηθούσαν στην χάραξη των μυλόπετρων
όταν αυτές είχαν λειανθεί εντελώς και δεν
έδιναν καλό αλεύρι.
Γερανάκι: βοηθούσε στο σήκωμα της πάνω
μυλόπετρας για να την χαράξουν, όταν
χρειαζόταν.
Σέσουλα: βοηθούσε στο να μαζεύουν το
αλεύρι και να το βάζουν στα σακιά.
Το καντάρι ή η πλάστιγγα για το ζύγισμα
των δημητριακών
Σέσουλα
Καντάρι
11. Αυτό ήταν ο νερόμυλος, μια τεράστια μηχανή, που
αξιοποιούσε τις γνώσεις του ανθρώπου πάνω στις
δυνάμεις της Φυσικής. Η ενέργεια του νερού, η
αντοχή των υλικών, η τριβή ήταν τα φαινόμενα
εκείνα που υπέτασσε για λογαριασμό του.
Κίνηση από νερό - Μουσείο Λούλη
13. Τα μέρη του
Νερόμυλου
Μια εργασία των μαθητών της Β’ Γυμνασίου στα
πλαίσια του περιβαλλοντικού προγράμματος
«Παραδοσιακοί νερόμυλοι της Ηπείρου: Ο
πολιτισμός του νερού στην περιοχή μας»
1ο Γυμνάσιο Ιωαννίνων 2022