1. Έτσι ξεκινάει πάντα…… Πιασμένοι χέρι χέρι βαδίζουμε στο δάσος.
Όλα μοιάζουν ήσυχα κι όμως παραμονεύουν εχθρικά….
2. Tο είδα και το ξαναείδα το όνειρο αυτό. Ξέρω πώς θα καταλήξει. Λες γι αυτό να φοβάμαι
από την αρχή;
3. Το όνειρο συνεχίζει και τελειώνει πάντα με τον ίδιο τρόπο. Τα δέντρα ζωντανεύουν σε
φιγούρες απειλητικές μας κυνηγούν, μας διώχνουν κι εμείς τρέχουμε να κρυφτούμε
νικημένοι…. Είναι πιο δυνατά από μας…
4. Ξυπνάω τρομαγμένη όμως πίσω από το φόβο υπάρχει πάντα η επιθυμία να δω ένα αληθινό
δέντρο, ένα ζωντανό λουλούδι. Ο άλλος δίπλα κοιμάται, δεν μπαίνω στον κόπο να τον
ξυπνήσω, ούτε όταν είναι ξύπνιος να του εξηγήσω… δε θα το καταλάβαινε… αυτό και πολλά
άλλα.
5. Απορώ με το ίδιο μου το όνειρο. Γεννήθηκα και μεγάλωσα μέσα σε μια πόλη που όπου φτάνει το
μάτι βλέπεις ταράτσες από πολυκατοικίες. Δέντρο δεν είδα ποτέ. Ξέρω όμως την όψη του, ξέρω και
τ’ όνομα του. Σα να ‘ναι μνήμες από άλλη ζωή. Το περίεργο είναι ότι κανείς άλλος απ’ όσους
γνωρίζω σ’ αυτήν την πόλη, δε φαίνεται να έχει τέτοιες μνήμες και ν’ αναγνωρίζει αυτές τις λέξεις.
6. Μ’ αυτές τις σκέψεις φτάνω ως το ξημέρωμα. Ντύνομαι βγαίνω στους δρόμους. Ίδιες εικόνες πάντα:
άνθρωποι μεθυσμένοι κα ζητιάνοι κι άλλοι που ψάχνουν στα σκουπίδια.
7. Ψάχνω κι εγώ και προσπαθώ να γεμίσω την τσάντα με το καθημερινό φαγητό. Θα ‘μαι τυχερή αν είναι
αρκετό και για την επόμενη μέρα.
8. Επιστροφή στο σπίτι. Συμμορίες πεινασμένων παιδιών παραμονεύουν για ν’ αρπάξουν ό,τι
μπορούν από τη γεμάτη σακούλα.
9. Αναρωτιόμουν πάντα πώς γίνεται να υπάρχουν αυτές οι μισοάδειες κονσέρβες.
Κάποιος πρέπει να τις παίρνει γεμάτες, να τις ανοίγει, σχεδόν να τις τελειώνει κι
ύστερα να τις πετάει. Όμως κανείς δε φαίνεται να έχει τίποτα καινούριο σ’ αυτή την
πόλη.. Όλοι ζούμε από τα σκουπίδια.
10. Δεν υπάρχουν δουλειές ούτε άνθρωποι που δουλεύουν. Η δουλειά όλων μας είναι να
ψάχνουμε στα σκουπίδια. Κι όμως κανείς δεν αναρωτιέται, ούτε κι εκείνος.. Κάθε μέρα
αδειάζουμε ο καθένας το σάκο του επάνω στο τραπέζι και στρώνουμε το σιωπηλό μας
γεύμα.
11. Τα βράδια με ξυπνάει πάντα το ίδιο όνειρο. Βγαίνω στο μπαλκόνι και κοιτάζω.
12. Μέχρι πού φτάνει αυτή η πόλη; Μοιάζει να μην τελειώνει πουθενά. Μια φορά προσπάθησα να
βγω έξω από τα όρια της. Μάτωσαν τα πόδια μου αλλά δεν βρήκα την άκρη της
13. Ένα τέτοιο άυπνο βράδυ τους είδα. Άνθρωποι πάνω σε διαστημόπλοια. Πετούσαν σάκους.
Μερικοί απ’ αυτούς κακοδεμένοι άνοιγαν στον αέρα. Σκόρπιζαν σκουπίδια από μέσα…. Ύστερα τα
διαστημόπλοια εξαφανίστηκαν. Ένα φρέσκο στρώμα από σαβούρες είχε κάτσει πάνω στους
δρόμους της πόλης…Θα ‘χαμε καλή δουλειά την άλλη μέρα όλοι μας…Έτσι εξηγούνταν πολλά
λοιπόν.
14. Κοιμήθηκα, ξύπνησα. Έτρεξα βρήκα όλα τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Τα άνοιξα, τα ξεφύλλισα
ένα προς ένα. Όλα άδεια. Κι εκείνος να περιφέρεται και να κοιτάζει ανέκφραστα. Σα να ‘βλεπε το πιο
φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Έτσι είναι όλοι. Τίποτα δεν θυμούνται, τίποτα δεν επιθυμούν και
τίποτα δεν τους κινεί την περιέργεια.
15. Το βράδυ εκείνο ονειρεύτηκα πως
ήμουν ξαπλωμένη σε μια παραλία.
Τα πόδια μου τα ‘βρεχε μια
θάλασσα άγνωστη και τα μαλλιά
μου χωμένα μέσα στην άμμο.
16. Την επόμενη μέρα ρώτησα τις γυναίκες που έτυχε να μαζεύουμε μαζί σκουπίδια «έχετε δει ποτέ την
θάλασσα; Ωραία που θα ‘ταν να καθόμαστε τώρα στην αμμουδιά, να χαζεύουμε τα κύματα.». Κι εκείνες
με κοίταξαν περίεργα, μια ρώτησε τι είναι η θάλασσα και μια άλλη τι είναι η αμμουδιά…
17. Αυτή τη φορά το όνειρο ήταν διαφορετικό. Πολιτείες ολόκληρες χτισμένες σε
αερόπλοια, δεμένα μεταξύ τους. Κι εγώ, πότε να γλιστράω πιασμένη από την άκρη
του δικού μου αερόπλοιου, πότε δεμένη να επιπλέω στο κενό. Ο παράδεισος στη
μέση και μακριά. «Γη» έλεγα μέσα στο όνειρο κι από τόσο μακριά, εγώ μπορούσα να
δω τη θάλασσα, τα δάση, ένα δέντρο, ένα λουλούδι…
18. Ξύπνησα κι από τότε δεν μπόρεσα να ξανακοιμηθώ βράδυ. Καθόμουν και κοίταζα από
το παράθυρο τη σκοτεινή πόλη. Όπου έφτανε το μάτι μου ταράτσες και σκουπίδια.
19. Ένα πρωί το είδα. Ήταν εκεί, κόκκινο και
προκλητικό, και την ίδια στιγμή τόσο εύθραυστο
ανάμεσα στις γκρι σακούλες και τα τσίγκινα
απομεινάρια. Ένα λουλούδι.
22. Ύστερα άκουσα δύο γυναίκες να μιλούν και η μια να λέει «Τι είναι αυτό το κόκκινο ανάμεσα στα
σκουπίδια; Δες μια γυναίκα κάτω» Κι η άλλη απάντησε βιαστικά «Μην πλησιάζεις πάμε να φύγουμε!
Είναι αυτή η τρελή που έβλεπε όνειρα και μίλαγε για θάλασσες και δέντρα. Πάμε σου λέω!»