1. ΤΖΟΥΛΙΑ ΦΟΡΤΟΥΝΗ
(ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΤΟΥ Β. ΠΑΠΑΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ
«του έρωτα» ΚΑΙ «Εν Καταδύσει» ΣΤΟΝ «ΠΟΛΥΧΩΡΟ ΑΙΤΙΟΝ» ΚΑΙ ΣΤΟΝ
«ΠΕΥΚΩΝΑ»)
«Εν Καταδύσει»… ως «του Έρωτα» τα βάθη
Πολλές φορές αναρωτιέμαι, τι πραγματικά γυρεύουμε όλοι όσοι γράφουμε.
Όλοι όσοι σκύβουμε με αφοσίωση, ψάχνοντας απεγνωσμένα εκείνη τη λέξη, ή την
εικόνα, που θα κυοφορήσει και θα γεννήσει το ποίημα. Και δεν μου αρκούν πια οι
έτοιμες απαντήσεις περί ποίησης, δοσμένες από λόγια μεγάλων ποιητών και
διανοητών. Ίσως γιατί επιζητώ πάντα την προσωπική εμπλοκή μου στα πράγματα.
Και ο εαυτός μου μόνο, είναι φυσικά δείγμα ελλιπές. Ψάχνω λοιπόν την απάντηση
στους φίλους μου που γράφουν. Εκεί όπου μπορώ να αγγίξω λίγο αυτά τα
λεπτεπίλεπτα φτερά της έμπνευσης. Τουλάχιστον να αισθανθώ το ανεπαίσθητο
πέταγμά της, «το φευγαλέο θρόισμα» στα μάτια τους.
Γιατί γράφει λοιπόν ο φίλος μου ο Βασίλης; Ποια ανάγκη βαθιά τον κάνει να
περνά ώρες ατέλειωτες «εν καταδύσει» χωρίς μάσκα οξυγόνου; Τι βλέπει σ΄ αυτούς
τους σκοτεινούς βυθούς; Ποια μυστικά ναυάγια εξερευνά; Ποια παράξενα κοράλλια
τον μαγεύουν με τα χρώματά τους; Κι όταν μετά από ώρες αναδύεται χωρίς ανάσα, τι
θησαυρούς ανασύρει στην επιφάνεια;
Λέξεις φυσικά, λέξεις ανάμεσα σε φύκια μπερδεμένες. Με επιμέλεια τις
ξεμπερδεύει, τις συνταιριάζει με μια σχεδόν μεταφυσική αγωνία:
ΑΓΩΝΙΑ
Τα βράδια όλο και πιο συχνά πετάγομαιαπό ένα παράξενο πνιγμόμε
λέξεις σκαλωμένες στο λαιμό μου.Είναι κάποιοι που λένεπως οι στίχοι
δεν έχουν αγωνίαή πως κοιμούνται μαζί με τους ανθρώπους.Όμως εγώ
τα βράδια όλο και πιο συχνά πετάγομαιΜε πόση αγωνία θεέ μουμας
επισκέπτεται το μέλλον!
Γιατί η γραφή γι΄ αυτόν είναι μια πράξη επώδυνη. Μέσα σε ένα κόσμο
γεμάτο απάθεια και εφησυχασμό, ο ποιητής τούτος μάχεται.
ΜΑΧΗ
Κάτω από το φεγγάρισπαθίζω τον καθρέφτη του νερού.Όχι. Δε λεηλατώ
τα βάθη της λήθης σου.Τη σιωπή σου τεμαχίζω μονάχαπου κοιμίζειτις
ποντισμένες ελπίδες της νιότης σου.
Από τη μια η κατάδυση και από την άλλη η εναγώνια προσπάθεια να γίνουν
«οι σκαλωμένες στο λαιμό» λέξεις, ποίημα. Να καταφέρει να πάρει την πρώτη
ανάσα. Να μπορέσει «ο μονομάχος του σκοταδιού» επιτέλους να εκφράσει την
απορία του:
2. ΑΠΟΡΙΑ
Ποιος λοιπόν ακούειτο λυγμό της ψυχής μου;Χαράματαστην πιο δυνατή
μέθη μου.Η νύχτα, αλαφιασμένημε αποκόβει έντρομη από το λώρο της.
Γιατί γράφουν λοιπόν οι ποιητές; Ποιος τους ακούει; Ποιος αφουγκράζεται
τους υπόκωφους ήχους της αρχέγονης αυτής πάλης με τις λέξεις; Τους τριγμούς που
ακολουθούν τις βίαιες εναλλαγές τους κατά τη στοίχισή τους σε ένα στίχο; Τις
ανεπαίσθητες σιωπές ανάμεσα στους στίχους; Κι εκείνες τις γοερές κραυγές των
λέξεων στα σκισμένα χαρτάκια στους κάδους των απορριμμάτων, που δεν μπόρεσαν
ποτέ να εκφράσουν το ανέκφραστο; Μόνο «η νύχτα, αλαφιασμένη με αποκόβει
έντρομη από το λώρο της» Και μέσα σ΄ αυτό το «οδυνηρό σκοτάδι» με τους
παράξενους θαλασσινούς ήχους ο ποιητής διαπιστώνει:
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ
Ωριμάζω σημαίνειπως όλο και πιο λίγουπερασπίζομαι τον εαυτό
μου.Παρ’ όλα αυτά συνεχίζω επίμονα να υποστηρίζωπόσο βαθιά σ’
αγάπησα.Όπως φαίνεταιέχω πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μου.
Δεν έχει τέλος λοιπόν αυτή η διαδρομή. Ούτε επιστροφή. Η πορεία στο χάρτη
είναι το αέναο βεληνεκές της ποίησης. Έτσι μόνο μπορώ να τον φανταστώ,
καταμεσής στο πέλαγος χωρίς όργανα πλοήγησης, «με μια επιμονή» να στέκει όρθιος
«πάνω σε μια πλώρη» «Βαθιά σε μια Νύχτα» «διαπλέοντας παραλλήλους και
μεσημβρινούς» «μονομάχος του σκοταδιού» και να μας ψιθυρίζει στίχους. Όμως ο
Βασίλης εκτός από ποιητής και ναυτικός είναι και δάσκαλος. Κι έχει την τύχη η
ευαίσθητη ματιά του να ξεχωρίζει τα μακρινά αστεράκια των παιδικών ψυχών, μέσα
σε τούτο το αμείλικτο και πηχτό σκοτάδι. Και μ΄ ευγνωμοσύνη πάντα, δανείζεται
λίγο από τη λάμψη τους. Έτσι, «τώρα που όλα αποσυντίθενται εν καταδύσει»,
εκείνος με πολλή τρυφερότητα και καθόλου διδακτισμό, επιμένει να μας
προστατεύει, σαν τους μικρούς του μαθητές:
ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ
Να προσέχεις./Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς να προσέχεις./Κάποτε
ανακαλύπταμε τις κρυφές/παραχωμένες από ρίζες τρύπες τους/και
φοβόμαστε μόνο την εποχή της λειψυδρίας./Τώρα τα φίδια κυκλοφορούν
χειμώνα-καλοκαίρι./Έρπουν και μας αγγίζουν αδιάφορα./Μας συνηθίζουν
πρώτα στην αφή τους/και μετά περιμένουν/τη στιγμή που θα μας
συλλάβουν απροετοίμαστους./Να προσέχεις/να παίρνεις μαζί σου τις
εικόνες και τα λόγια μου/Να τους τραγουδάς/να τ’ αφήνεις πάντα να σε
αγγίζουν./Να προσέχεις./Ετούτα τα τρομερά ερπετά/επιτίθενται ακόμα
και στα παραμύθια.
Μ΄ αρέσει πολύ να κάθομαι κάτω από τη μαρκίζα τούτων των λέξεων. Να
βλέπω από μακριά τη Μαρικλέρ με μια ομπρέλα κόκκινη, ν΄ ανοίγει το γράμμα του
πατέρα της «Αργούν καμιά φορά οι λέξεις μου να φτάσουν, όμως να ξέρεις
Μαρικλέρ…»
Η πιο βαθιά όμως κατάδυση είναι ο έρωτας. Εκεί όπου ανακαλύπτουμε τα
όριά μας στην αλήθεια. Και ανάλογα με την αντοχή μας ανοίγουμε ή κλείνουμε τα
3. μάτια μας. Τα κομμάτια που ανασύρει κανείς από εκεί, δεν είναι απλώς εύφλεκτα.
Είναι από απρόβλεπτη γαλαξιακή ύλη. Πότε πανσέληνοι ολόφωτοι, πότε μαύρα
άψυχα φεγγάρια. Κι από αυτές τις κοσμικές εκρήξεις του φωτός και του σκοταδιού
γεννιέται το κόκκινο. Του έρωτα. Δεν είναι τυχαία η επιλογή στο χρώμα του
εξώφυλλου, ούτε η έμφαση στο κόκκινο, στις ονειρικές ζωγραφιές της Μαργαρίτας
Ράντεβα. Εκτός κι αν θεωρήσουμε το τυχαίο ως ορισμό του θαύματος.
Η σκέψη μου /σαν την παλέτα ενός ζωγράφου./Εσύ κι εγώ τα βασικά της
χρώματα/κι ο κόσμος όλος οι εναλλακτικοί μας συνδυασμοί.
Το μικρό αυτό κόκκινο και καλαίσθητο βιβλίο αποτελεί ένα ολοκληρωμένο
εικαστικό έργο. Έναν ουρανό με τριάντα μικρά αυτόφωτα αστέρια. Οι ζωγραφιές
της Μαργαρίτας συνομιλούν λειτουργικά με τις λέξεις του Βασίλη.
Αλληλοσυμπληρώνονται. Ανταλλάσσουν κρυφές ματιές. Παίζουν ανέμελα. Γιατί τι
άλλο είναι ο έρωτας από ένα παιχνίδι;
Έλα να παίξουμε./Θα προσπαθώ. Θα παίζω τίμια./Όμως θα χάνω
πάντα./Και πάντα θα κερδίζω τη χαρά σου.
Ενίοτε όμως συγκρούονται σκληρά. Έτσι ακριβώς όπως συμβαίνει στο
σύμπαν και στον έρωτα:
Φτιάξε μου τον κόσμο πάλι απ’ την αρχή/να προλάβω/την πρώτη νιότη
σου/την έκρηξη του πρώτου του κορμιού σου
Δεν ξέρω ακόμη γιατί γράφουν οι ποιητές, ούτε αν τους ακούει στ΄ αλήθεια
κανείς. Ίσως ποτέ δεν θα μάθω. Ξέρω όμως καλά, πως ο φίλος μου ο Βασίλης,
καταδύεται επικινδύνως στα σκοτάδια της ψυχής του και ανασύρει από εκεί,
ακατέργαστα υλικά, μη ανθεκτικά στο φως, «κάτι επικίνδυνα κομμάτια χάος» που
έλεγε και ο Σαχτούρης. Και δεν τα πετά, ούτε τα εξωραΐζει όπως κάνουν πολλοί από
τους γραφιάδες. Τα επεξεργάζεται με σεβασμό στο σχήμα και στις αιχμές τους,
αφουγκράζεται τους ήχους τους και χτίζει μ΄ αυτά τις αλήθειες του. Γιατί τι άλλο
είναι η γραφή παρά αυτή η εναγώνια κατασκευή της αλήθειας; Μ΄ αυτά τα
ευαίσθητα και πολλές φορές άκρως επικίνδυνα και εύφλεκτα υλικά κατασκευάζονται
τα αληθινά ποιήματα. Αυτά που δεν εντυπωσιάζουν με την περίτεχνη και πομπώδη
-αναίμακτη- αρχιτεκτονική τους, αλλά συγκινούν με την απλότητα και το βάθος της
ειλικρίνειάς τους. Θαυμάζω πολύ τους ανθρώπους που γράφουν έτσι. Που με
σεμνότητα και δέος γεμίζουν μια λευκή σελίδα με εικόνες, λέξεις, χρώματα και ήχους
από τη δική τους αιματηρή αλήθεια.
Ακόμα και στο απέραντο λευκό/αρκεί μια σταγόνα αίμα/ για να αναδυθείς
ολόσωμη μπροστά μου./Μια στίξη μνήμης/και ματώνει η σελίδα
Πάντα «Εν καταδύσει» λοιπόν Βασίλη. Ως του έρωτα τα βάθη. Και η ψυχή, ο
πιο θολός βυθός. Για δυνατούς μόνο δύτες. Ή για ποιητές.
«Η ψυχή, Πάντα η ψυχή, σκέφτομαι.
Χωρίς ψυχή είσαι Θησέας με μαύρα πανιά»