2. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μία γαλάζια
λίμνη, που μέσα στα νερά της κολυμπούσαν
τι;
3. Κολυμπούσαν ψάρια.Όμως η λίμνη
παραπονιόταν: «Αχ, είμαι μόνη μου.Μόνο τα
ψάρια έχω παρέα.Τι καλά που θα ΄ταν, εάν
μαζεύονταν κι άλλα ζωάκια να τρέχουν και να
τραγουδάν και να περνά η μέρα μου… Και έτσι,
η λίμνη γκρίνιαζε καθημερινά, γιατί δεν είχε
πολλούς φίλους. Κάποια μικρά ποταμάκια
άκουσαν το παράπονό της και πήγαιναν κάθε
μέρα και την επισκέπτονταν. Καθώς κυλούσαν,
όμως, για να πάνε στην λιμνούλα, έφεραν και
χώμα από τα γύρω χωράφια.Έτσι, σιγά-σιγά
συγκεντρώθηκε γύρω από τη λιμνούλα χώμα.
8. Η λίμνη όμως γκρίνιαζε και πάλι γιατί
τώρα γύρω γύρω τα νερά δεν ήταν πια
καθαρά γαλάζια, αλλά θολά, με χώματα
και λασπουριά. Ωχ τι έπαθα η καημένη!
Γέμισα με λάσπες και βρωμιές. Έγινα
Βάλτος. Τώρα κανείς δεν θα θέλει να
έρχεται και έτσι θα απομείνω
ολομόναχη…
9. Όμως, άρχισαν να πετούν πάνω από τα καλάμια,
σμήνη κουνούπια που γεννούσαν τα αυγά τους στα
ρηχά νερά.
11. Κάποιες χήνες που πετούσαν στον
ουρανό κοίταξαν κάτω τα καλάμια και
είπαν:Αχ, τι ωραίο μέρος να γεννήσουμε
τα αυγά μας. Θα τα βάλουμε μέσα στα
καλάμια για να μην τα βρεί κανείς!
12. Η λιμνούλα, άρχισε να ευχαριστιέται
που έγινε βάλτος, γιατί έτσι έκανε
περισσότερους φίλους που έπαιζαν
γύρω της