1. Λευκάδιος Χερν
Ο Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν ήταν διεθνής συγγραφέας. Με
καταγωγή από την Ιρλανδία και την Ελλάδα ήταν επίσης γνωστός με το
ιαπωνικό όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι. Το 1896 έλαβε την ιαπωνική
υπηκοότητα. Τα έργα που τον έκαναν περισσότερο γνωστό ήταν αυτά που
αναφέρονταν στην Ιαπωνία, ειδικά οι ιαπωνικοί θρύλοι και οι ιστορίες
φαντασμάτων. Ένα παράδειγμα αποτελεί το «Καϊντάν: Ιστορίες και
μελέτες παράξενων πραγμάτων». Επιπλέον, είναι γνωστός και στην
Αμερική για τα κείμενά του για την πόλη της Νέας Ορλεάνης, τα οποία
βασίζονται στη δεκαετή παραμονή του στη συγκεκριμένη πόλη.
Η ζωή του Λευκάδιου Χερν, αν και
σύντομη (ο ίδιος απεβίωσε σε ηλικία
πενηντατεσσάρων χρόνων), έχει
κατανεμηθει σε τρεις μεγάλες και σχετικά
ισόχρονες μεταξύ τους περιόδους, με
πρώτη την ευρωπαϊκή, δεύτερη την
αμερικάνικη και Τρίτη την ιαπωνική.
Η ευρωπαϊκή διήρκησε από το 1850
εώς το 1869. Ο γιος του χειρουργού
ταγματάρχη Τσαρλς Μπους Χερν και
της Ρόζας Αντωνίου Κασιμάτη,
γεννήθηκε στη Λευκάδα στις 27
Ιουνίου του 1850, από εκεί πήρε και το
όνομά του. Ο Λευκάδιος είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό κατά έναν χρόνο,
τον Τζωρτζ Χερν, που γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου 1849. Ο Τζωρτζ πέθανε
σε ηλικία περίπου ενός έτους και αφού είχαν περάσει δύο μήνες από τη
γέννηση του Λευκαδίου, συγκεκριμένα στις 17 Αυγούστου 1850.
Σε ηλικία δύο ετών, ο Λευκάδιος Χέρν μετακόμισε από
την Ελλάδα στην Ιρλανδία. Εκεί, τον εγκατέλειψε πρώτα η μητέρα του,
η οποία τον άφησε στη θεία του πατέρα του, έπειτα ο πατέρας του και στο
τέλος η θεία του πατέρα του.
2. Το 1850 και έπειτα από την προαγωγή που δέχτηκε ο πατέρας του
Χερν, μετατέθηκε από τη Λευκάδα. Τότε, πήρε την απόφαση να αφήσει
πίσω την οικογένειά του, δηλαδή τον Λευκάδιο και τη σύζυγό του, η οποία
περίμενε το δεύτερό τους παιδί. Δύο χρόνια αργότερα, ο Τσαρλς Χερν
φρόντισε ο γιος και η σύζυγός του να μετακομίσουν στο Δουβλίνο της
Ιρλανδίας, όπου ζούσαν και κάποια άλλα μέλη της οικογένειάς του.
Εκείνοι, βέβαια, δεν τους υποδέχτηκαν
θερμά. Η μητέρα του Τσαρλς Χερν, Ελίζαμπεθ
Χολμς Χερν, δεν αποδεχόταν τη Ρόζα Χερν,
λόγω του ότι ήταν καθολική και αναλφάβητη.
Η Ρόζα, από τη μεριά της, δυσκολευόταν και
εκείνη, διότι η κουλτούρα σε εκείνη τη χώρα
ήταν εντελώς διαφορετική από τη δική της και η
ίδια πίστευε σε διαφορετική θρησκεία από τους
περισσότερους. Ευτυχώς για εκείνη, η
αδερφή της Ελίζαμπεθ, Σάρα Χολμς Μπρέναν
είχε επίσης ασπαστεί τον καθολικισμό.
Το 1853, ο Τσαρλς Χερν επέστρεψε στην Ιρλανδία με αναρρωτική
άδεια και τότε ήταν που το ζευγάρι συνειδητοποίησε ότι είχε αποξενωθεί.
Ο Τσαρλς Χερν μετατέθηκε στην Κριμαία, αφήνοντας πίσω του την έγκυο
γυναίκα του και τον γιο του, από την οποία επέστρεψε σοβαρά
τραυματισμένος το 1856. Όταν γύρισε στην Ιρλανδία, δε βρήκε τη Ρόζα,
καθώς η ίδια είχε επιστρέψει πίσω στα Κύθηρα, από όπου καταγόταν.
Εκεί γέννησε τον τρίτο γιο τους, Ντάνιελ Τζέιμς Χερν. Ο Λευκάδιος δεν
ήταν μαζί της, αλλά στην Ιρλανδία υπό τη φροντίδα της Σάρας Μπρέναν.
Ο Τσαρλς Χερν κατάφερε να ακυρώσει τον γάμο του με τη Ρόζα και,
όταν αυτή το έμαθε, παντρεύτηκε αμέσως τον Τζιοβάνι Καβαλίνι, που
ήταν Έλληνας πολίτης ιταλικής καταγωγής, μελλοντικό κυβερνήτη
των Αντικυθήρων διορισμένο από τους Βρετανούς. Τελικά, έπειτα από
απαίτηση του Τζιοβάνι Καβαλίνι, ο Τζέιμς στάλθηκε στον πατέρα του στο
Δουβλίνο και ο Λευκάδιος παρέμεινε υπό τη φροντίδα της Σάρας
Μπρέναν. Από εκείνη τη στιγμή κανένα από τα παιδιά δεν ξαναείδε η
3. μητέρα τους, που απέκτησε τέσσερα παιδιά από τον δεύτερο γάμο της και
πέθανε το 1882 στο δημόσιο ψυχιατρείο - άσυλο της Κέρκυρας.
Ο Τσαρλς Χερν όρισε τη Σάρα Μπρέναν μόνιμη κηδεμόνα του
Λευκάδιου και έπειτα παντρεύτηκε την Αλίσια Γκόσλιν τον Ιούλιο του
1857, από τότε δεν ξαναείδε ποτέ τον γιο του. Έφυγαν μαζί στο
Σεκουντεραμπάντ της Ινδίας, όπου απέκτησαν τρεις κόρες. Η Αλίσια
πέθανε το 1861 και ο Τσαρλς το 1866.
Ο Λευκάδιος απομακρυνόταν σιγά σιγά από την καθολική εκκλησία
και γενικά τον χριστιανισμό και η θεία και κηδεμόνας του που το
κατάλαβε αυτό τον ενέγραψε στο Εκκλησιαστικό Ινστιτούτο, μια
καθολική εκκλησιαστική σχολή στο Υβετό της Γαλλίας. Όταν ήταν
δεκαέξι ετών, τραυματίστηκε στο μάτι του και παρά τις προσπάθειες των
ειδικών τυφλώθηκε. Καθώς είχε και μυωπία, η όραση του δεν ήταν
καθόλου καλή. Είχε πάντα μαζί του ένα μεγεθυντικό φακό για κοντινή
εργασία και ένα τηλεσκόπιο τσέπης για να βλέπει ο,τιδήποτε σε μη
κοντινή απόσταση, επειδή απέφευγε να φορέσει γυαλιά φοβούμενος ότι
εξαιτίας τους θα αυξηθεί ο βαθμός της μυωπίας του. Ο Χερν, όταν μιλούσε
με κάποιον κάλυπτε το αριστερό του μάτι, που ήταν μόνιμα ξεθωριασμένο
και στις φωτογραφίες εμφανιζόταν μόνο από το προφίλ.
Το 1869 ο Χένρι Μολινέ, οικονομικός διαχειριστής της Σάρας
Μπρέναν, είχε ανακτήσει κάποια οικονομική σταθερότητα και η
Μπρέναν, στα 75 της, ήταν ανάπηρη. Αποφάσισε να σταματήσει να
ξοδεύει για τον δεκαεννιάχρονο Χερν και αγόρασε ένα εισιτήριο χωρίς
επιστροφή για τη Νέα Υόρκη. Τον συμβούλεψε να πάει στο Σινσινάτι, να
βρει την αδελφή του Μολινέ και τον σύζυγό της, Τόμας Κάλιναν, και να
ζητήσει τη βοήθειά τους για να ζήσει. Δυστυχώς για τον ίδιο, δεν
μπορούσαν να του παρέχουν τίποτα, παρά μόνο πέντε δολάρια. Τελικά
έγινε φίλος με τον Άγγλο τυπογράφο και κοινοτιστή Χένρι Γουότκιν, που
μπορούσε να του παρέχει μερική απασχόληση στο τυπογραφείο, αλλά και
να του εξασφαλίζει άλλες δουλειές, από τις οποίες θα είχε κάποιο
εισόδημα, και του δάνειζε βιβλία. Την άνοιξη του 1871 πληροφορήθηκε
τον θάνατο της Σάρας Μπρέναν και πως μοναδικός εκτελεστής της
διαθήκης ήταν ο Χένρι Μολινέ. Ο Χερν δεν πήρε τίποτα από την περιουσία
της Μπρέναν ούτε ξαναεπικοινώνησε με τον Χένρι Μολινέ.
4. Ο Χερν έπιασε δουλειά ως δημοσιογράφος στο The Cincinnati
Enquirer, εργάστηκε για την εφημερίδα από το 1872 ως το 1875 λόγω του
ταλέντου του. Έγινε γνωστός στο Στισινάτι για τις μακάβριες
περιγραφές τοπικών φόνων, ο Χερν θεωρήθηκε ο τολμηρότερος
δημοσιογράφος του Σινσινάτι και το Enquirer αύξησε το μισθό του από 10
σε 25 δολάρια τη βδομάδα.
Το φθινόπωρο του 1877, ο Χερν χώρισε με τη Μάτι Φόλεϊ και άρχισε
να παραμελεί τη δουλειά του στην εφημερίδα για να μεταφράζει στα
Αγγλικά έργα του Γάλλου συγγραφέα Γκωτιέ. Έφυγε από το Σινσινάτι
για τη Νέα Ορλεάνη έχοντας την υποστήριξη του Γουότκιν και του εκδότη
του Cincinnati Commercial Μίρατ Χάλστεντ.
Ο Χερν έζησε 10 χρόνια στη Νέα Ορλεάνη, στο διάστημα αυτό έγραψε
για εφημερίδες και περιοδικά μεταξύ των οποίων η Daily City Item και οι
Times Democrat. Στα τέλη του 1881 ο Χερν πήρε τη θέση συντάκτη
στον Times Democrat της Νέας Ορλεάνης και εργαζόταν
μεταφράζοντας άρθρα από γαλλικές και ισπανικές εφημερίδες, καθώς
και γράφοντας άρθρα και κριτικές για θέματα της επιλογής του.
Τα κείμενα του Χερν για τις εφημερίδες της Νέας Ορλεάνης
περιελάμβαναν ιμπρεσσιονιστικές περιγραφές τόπων και χαρακτήρων
και πολλά άρθρα που κατήγγειλλαν την πολιτική διαφθορά, την
εγκληματικότητα στους δρόμους, τη βία, τη μισαλλοδοξία και τις
αποτυχίες των υπεύθυνων της δημόσιας παιδείας και υγείας. Τα
γνωστότερα βιβλία του Χερν στη Λουϊζιάνα είναι:
Gombo zhèbes: Μικρό λεξικό κρεολικών παροιμιών (1885).
Η Κρεολική Κουζίνα (1885), συλλογή συνταγών μαγειρικής από
κορυφαίους σεφ και διάσημες Κρεολές νοικοκυρές, που συνέβαλαν να
γίνει η Νέα Ορλεάνη διάσημη για την κουζίνα της.
Τσίτα: Μια Ανάμνηση του Χαμένου Νησιού (1889),
μια νουβέλα βασισμένη στον τυφώνα του 1856, που πρωτοδημοσιεύθηκε
στο Harper's Monthly το 1888.
5. Το 1890 ο Χερν πήγε στην Ιαπωνία σε μια
αποστολή ως ανταποκριτής εφημερίδας, που
γρήγορα τερματίστηκε. Στην Ιαπωνία βρήκε
όμως μια εστία και τη μεγαλύτερή του
έμπνευση. Ο Χερν έζησε στο Ματσούε
δεκαπέντε μήνες και παντρεύτηκε τη Σέτσου
Κοϊζούμι, με την οποία απέκτησε τέσσερα
παιδιά, τον Κάζουο, τον Ιβάο, τον Κιγιόσι και
τη Σουτζούκο. Προς τα τέλη του 1891 ο Χερν
μετακόμισε στο Κουμαμότο του Κιούσου, όπου
διεκδίκησε θέση καθηγητή στην Πέμπτη
Ανώτερη Σχολή.
Τον Ιανουάριο του 1896 ο Λευκάδιος Χερν
πήρε το όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι και
πολιτογραφήθηκε Ιάπωνας. Το 1904 ήταν
καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ουασέντα στο
Σιντζούκου στο Τόκιο και στις 26
Σεπτεμβρίου 1904 πέθανε από καρδιακή
ανακοπή σε ηλικία 54 ετών. Ο τάφος του είναι
στο Νεκροταφείο Ζοσιγκάγια, στο Τοσίμα του
Τόκιο. Στην πλάκα που έστησαν οι φοιτητές
του αναγραφόταν το παρακάτω κείμενο:
Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και
από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο
μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και
του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο.
Τα πρώτα βιβλία του, κατά την αμερικανική περίοδο της ζωής του, είναι:
Σκόρπια Φύλλα από Παράξενες Λογοτεχνίες: Ιστορίες
ανακατασκευασμένες από τα Anvari-Soheili, Baital Pachisi,
Μαχαμπαράτα, Παντσατάντρα, Γκιουλιστάν, Ταλμούδ, Καλεβάλα,
κ.λπ. 1884.
Η Κρεολική Κουζίνα: Μια Συλλογή Συνταγών Μαγειρικής (La
Cuisine Creole: A Collection of Culinary Recipes), 1885.
6. “Gombo Zhèbes”: Μικρό λεξικό κρεολικών παροιμιών, διαλεγμένων
από έξι κρεολικές διαλέκτους (“Gombo Zhèbes”: Little Dictionary of
Creole Proverbs, Selected from Six Creole Dialects), 1885.
Μερικά Κινεζικά Φαντάσματα (Some Chinese Ghosts), 1887.
Τσίτα: Μια Ανάμνηση του Χαμένου Νησιού, (Chita: A Memory of
Last Island), 1889.
Γιούμα, η Ιστορία μιας Σκλάβας των Δυτικών Ινδιών (Youma, the
Story of a West-Indian Slave), 1890.
Δυο Χρόνια στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες (Two Years in the French
West Indies), 1890.
Τα βιβλία του Λευκάδιου Χερν που γράφτηκαν στην Ιαπωνία στα
αγγλικά:
Ματιές στην Άγνωστη Ιαπωνία (Glimpses of Unfamiliar Japan),
1894.
Από την Ανατολή: Ονειροπολήσεις και σπουδές στη Νέα Ιαπωνία
(Out of the East: Reveries and Studies in New Japan), 1895.
Κοκορό: Υπαινιγμοί και αντηχήσεις της ενδότερης ιαπωνικής ζωής
(Kokoro: Hints and Echoes of Japanese Inner Life), 1896.
Βουδιστικά Σταχυολογήματα: Σπουδές του χεριού και της ψυχής
στην Άπω Ανατολή (Gleanings in Buddha-Fields: Studies of Hand and
Soul in the Far East), 1897.
Εξωτικά και Αναδρομικά (Exotics and Retrospectives), 1898.
Στην Ιαπωνία των Φαντασμάτων (In Ghostly Japan), 1899.
Σκιές (Shadowings), 1900.
Ιαπωνικά Ανάλεκτα (Japanese Miscellany), 1901.
Κοττό: Παράξενα και πολύτιμα της Ιαπωνίας σκεπασμένα με ιστούς
αράχνης (Kottó: Being Japanese Curios, with Sundry Cobwebs), 1902.
Καϊντάν: Ιστορίες και σπουδές παράξενων πραγμάτων (Kwaidan:
Stories and Studies of Strange Things), 1904.
Ιαπωνία: Μια Απόπειρα Ερμηνείας (Japan: An Attempt at
Interpretation), 1904.
Ειρήνη Μπίνου, τμήμα Γ4