2. ΛΙΟΝΣΑΡΙ
Σα λιοντϊρια ςτη φύςη ζουν
περύπου 10-14 χρόνια, ενώ ςε
αιχμαλωςύα μπορούν να ζόςουν
πϊνω από 20 χρόνια. ε ϊγρια
κατϊςταςη τα αρςενικϊ ςπανύωσ
ζουν πϊνω από 10 χρόνια, καθώσ οι
τραυματιςμού από τισ ςυνεχόμενεσ
μϊχεσ με αντύπαλα αρςενικϊ
μειώνουν δραςτικϊ τη μακροζωύα
τουσ. Ο ςυνηθιςμϋνοσ τόποσ
διαμονόσ των λιονταριών εύναι η
ςαβϊνα και οι γραςιδότοποι, αν και
μπορεύ να βρεθούν και ςε
θαμνώδεισ περιοχϋσ και δϊςη.
Εύναι αςυνόθιςτα κοινωνικϊ
ζώα ςε ςχϋςη με τα υπόλοιπα
αιλουροειδό. Μια αγϋλη
λιονταριών ςυνόθωσ αποτελεύται
από ςυγγενικϊ θηλυκϊ, τα νεογνϊ
τουσ και ϋνα μικρό αριθμό
ενόλικων αρςενικών. Σα θηλυκϊ
ςυνόθωσ κυνηγούν μαζύ ςε ομϊδεσ,
κυρύωσ μεγϊλα οπληφόρα.
3. ΣΙΓΡΗ
Eύναι το μεγαλύτερο εύδοσ «γϊτασ» ,
φθϊνοντασ ςε ςυνολικό -μαζύ με την
ουρϊ- μόκοσ ςώματοσ μϋχρι και 3,3
μϋτρα και βϊροσ ϋωσ 306 κιλϊ. Έχει
εξαιρετικϊ ευμεγϋθεισ κυνόδοντεσ,
τουσ μεγαλύτερουσ από
τα αιλουροειδό με ύψοσ μύλησ 74,5
ϋωσ και 90 χιλιοςτϊ. ε ζωολογικούσ
κόπουσ, κϊποιεσ τύγρεισ ϋχουν ζόςει
για 20 ϋωσ 26 ϋτη, που φαύνεται επύςησ
να εύναι η διϊρκεια ζωόσ τουσ ςτην
ϊγρια φύςη.[4] Πρόκειται για
εξαιρετικϊ εδαφικό και, ςε γενικϋσ
γραμμϋσ, μοναχικό ζώο, που ςυχνϊ
απαιτεύ μεγϊλα ςε ϋκταςη
ενδιαιτόματα για να υποςτηριχθούν οι
απαιτόςεισ ςτη λεύα του. Αυτό, ςε
ςυνδυαςμό με το γεγονόσ ότι ζει ςε
μερικϋσ από τισ πιο
πυκνοκατοικημϋνεσ περιοχϋσ ςτη Γη,
ϋχει προκαλϋςει ςημαντικϋσ
ςυγκρούςεισ με τον ϊνθρωπο.
4. ΖΕΒΡΑ
Η εγκυμοςύνη τησ ζϋβρασ διαρκεύ
11-13 μόνεσ. Σα θηλυκϊ γεννούν ϋνα
ςυνόθωσ μικρό, του οπούου το
τρύχωμα εύναι κύτρινο, ενώ οι
ραβδώςεισ του καφετύ. ταδιακϊ
αποκτϊ το μαυρόαςπρο χρώμα
των γονιών του. Θηλϊζει για 7
μόνεσ, και απομακρύνεται από την
οικογϋνειϊ του, μόλισ η θηλυκό
μεύνει πϊλι ϋγκυοσ.
Γενικϊ, μοιϊζει με το ϊλογο. Σο
τρύχωμϊ τησ εύναι ϊςπρο ό πολύ
ανοιχτό κύτρινο με λεπτϋσ μαύρεσ
ραβδώςεισ, οι οπούεσ υπϊρχουν και
πϊνω ςτην κοντό και όρθια χαύτη
τησ. Έχει μόκοσ 2,2μ. και ζυγύζει
γύρω ςτα 200 κιλϊ. Έχει μικρό
κεφϊλι, αλλϊ ευκύνητα αυτιϊ, που
ςτρϋφονται ςε μεγϊλεσ γωνύεσ.
5. ΓΟΡΙΛΑ Οι γορύλεσ εύναι εδαφόβιοι και
περπατούν ςτηριζόμενοι ςτισ
γροθιϋσ των χεριών τουσ, επειδό τα
μπροςτινϊ ϊκρα εύναι μεγαλύτερα
από τα πύςω, με τη ρϊχη τουσ
ελαφρϊ αναςηκωμϋνη. Ζουν ςε
μικρϋσ κοινωνικϋσ ομϊδεσ, κατϊ
μϋςον όρο 15 ατόμων, οι οπούεσ
αποτελούνται ςυνόθωσ από ϋνα
ενόλικο αρςενικό, μερικϊ θηλυκϊ
και τουσ ανόλικουσ απογόνουσ
τουσ. Περιοδικϊ μπορεύ να
υπϊρχουν ςτην ομϊδα και νεαρϊ
αρςενικϊ ϊτομα, τα οπούα όμωσ δεν
ζευγαρώνουν με τα θηλυκϊ. Ο
γηραιότεροσ αρςενικόσ με την
αςημϋνια ρϊχη εύναι ο αρχηγόσ, που
καθοδηγεύ την ομϊδα.
6. ΜΑΪΜΟΤ
Οι μαώμούδεσ ποικύλουν ςε
μϋγεθοσ από την Πυγμαύα
Μαρμοζϋτα, των 14 με 16
εκατοςτών μόκοσ (μαζύ με
την ουρϊ) και των 120 με
140 γραμμαρύων βϊροσ,
ςτον αρςενικό Μανδρύλο,
του ενόσ μϋτρου ύψοσ και
35 κιλών βϊροσ. Πολλϋσ
μαώμούδεσ εύναι
δενδρόβιεσ, ενώ ϊλλεσ ζουν
ςε ςαβϊνεσ. Η δύαιτα τουσ
διαφϋρει από εύδοσ ςε εύδοσ
και περιλαμβϊνει ςυνόθωσ
τα εξόσ: φρούτα, φύλλα,
καρπούσ, καρύδια,
λουλούδια, αυγϊ και μικρϊ
ζώα
(ςυμπεριλαμβανομϋνων
των εντόμων και των
αραχνών).
7. ΑΡΜΑΝΣΙΛΛΟ
Σα αρμαντύλλο ϋχουν μόκοσ 75 περύπου
εκατοςτϊ, μαζύ με την ουρϊ. Η πανοπλύα
τουσ αποτελεύται από μεγϊλεσ αςπύδεσ ςτα
ϊνω και τα κϊτω ϊκρα. Μεταξύ αυτών
υπϊρχουν πολυγωνικϋσ δερματικϋσ οςτϋινεσ
φολύδεσ που ςυνδϋονται μεταξύ τουσ με
ελαςτικούσ ςυνδϋςμουσ κατϊ εγκϊρςιεσ
ςειρϋσ, και ςχηματύζουν ζώνεσ. Η ουρϊ του
εύναι επύςησ καλυμμϋνη από δακτυλιοειδεύσ
φολύδεσ. Αυτό η πανοπλύα τουσ επιτρϋπει να
κουλουριϊζονται και να παύρνουν τη μορφό
μπϊλασ όταν απειλούνται. Η πανοπλύα ϋχει
καφϋ χρώμα, ενώ τα υπόλοιπα μϋρη του
ςώματοσ καλύπτονται από απαλό δϋρμα με
κιτρινωπϋσ τρύχεσ. Σο ρύγχοσ του αρμαντύλλο
εύναι μακρύ. Σα μπροςτινϊ του πόδια ϋχουν
τϋςςερα δϊχτυλα και τα πύςω πϋντε, ενώ όλα
ϋχουν ιςχυρϊ νύχια που εξυπηρετούν ςτο
ςκϊψιμο. Σα αρμαντύλλο δεν ϋχουν καλό
όραςη, αλλϊ δεν εύναι τυφλϊ. Εύναι ζώα
νυκτόβια, και την ημϋρα παραμϋνουν
κρυμμϋνα ςε ςτοϋσ που φτιϊχνουν μϋςα ςτο
χώμα.
8. ΕΛΕΥΑΝΣΑ
Φαρακτηριςτικό ςτον ελϋφαντα εκτόσ από την
προβοςκύδα, εύναι και οι χαυλιόδοντϋσ του.
Μεγϊλοι κοπτόρεσ που φυτρώνουν ςτην ϊνω
γνϊθο και χρηςιμοποιούνται ωσ όπλο και
βοηθητικό εργαλεύο. Κϊθε χαυλιόδοντασ ςτα
ενόλικα αρςενικϊ φθϊνει το μόκοσ των 3 μϋτρων
και βϊροσ από 25-50 κιλϊ, ενώ ςτα θηλυκϊ δεν
ξεπερνϊ τα 10 κιλϊ. το παρελθόν το κυνόγι του
ελϋφαντα για τουσ πολύτιμουσ χαυλιόδοντεσ του,
το ονομαςτό ελεφαντόδοντο, γινόταν ςε τϋτοιο
μεγϊλο βαθμό που όταν αιτύα το εύδοσ να
απειληθεύ με εξαφϊνιςη και χρειϊςτηκε την
επϋμβαςη των αρχών για την προςταςύα του, με
την δημιουργύα μεγϊλων πϊρκων. όμερα
πϊντωσ και με την παρϋμβαςη πολλών
οικολογικών οργανώςεων, το κυνόγι του
ελϋφαντα ϋχει ςχεδόν ςταματόςει. ε μερικούσ
ελϋφαντεσ ςτισ περιοχϋσ τησ Ζϊμπια και
τησ Μοζαμβύκησ οι χαυλιόδοντεσ απουςιϊζουν
εντελώσ και κϊποιοι επιςτόμονεσ θεωρούν ότι
αυτό ϋγινε από την φύςη ώςτε να προςτατευτεύ
το εύδοσ από τουσ κυνηγούσ.
9. ΡΙΝΟΚΕΡΟ Ο ρινόκεροσ με δύο κϋρατα, το ϋνα πύςω από
το ϊλλο, ονομϊζεται
και αφρικανικός ό μαύρος και εύναι ο
μικρότεροσ του εύδουσ με μόκοσ 3-3,75
μϋτρα, ύψοσ 1,5 μϋτρα και βϊροσ 2 τόνουσ. Σο
πιο μακρύ από τα 2 κϋρατα φθϊνει τα 1,30
μϋτρα. Εύναι ο πιο επιθετικόσ του εύδουσ,
μοναχικόσ και δύςτροποσ, ενώ επιτύθεται
όταν διαταραχθεύ η ηςυχύα του.
Ο πλατύρρινος, γνωςτότεροσ ωσ λευκός, εύναι
ο μεγαλύτεροσ του εύδουσ, με μόκοσ που
φτϊνει τα 4 μϋτρα, ύψοσ τα 2 μϋτρα και
βϊροσ τουσ 3 τόνουσ. Υϋρει επύςησ δύο
κϋρατα, το χεύλοσ του όμωσ εύναι πλατύ,
αντύθετα με τον «μαύρο» ρινόκερο του
οπούου εύναι μυτερό ςαν προβοςκύδα, ο ύδιοσ
βρύςκεται δε ςτισ περιοχϋσ τησ
Νοτύου Αφρικόσ. Φαρακτηρύζεται ωσ πιο
κοινωνικόσ, ζει ςε μικρϋσ ομϊδεσ και εύναι
ςπϊνια επιθετικόσ.
10. ΟΦΙΑ
Σο ςώμα τησ οχιϊσ ϋχει
ςχόμα κυλύνδρου, χρώμα ςταχτύ προσ
το ξανθό και καλύπτεται από φολύδεσ,
όπωσ και το κεφϊλι. Επύςησ, ςτη
ρϊχη το φύδι ϋχει ςκούρα ςχϋδια ςε
ςχόμα τεθλαςμϋνησ γραμμόσ, ενώ
ςτο κεφϊλι τα ςχόματα που ϋχει
ςχηματύζουν το γρϊμμα Φ ό Λ. Σο
μόκοσ φθϊνει ςτα αρςενικϊ μϋχρι 60
εκατοςτϊ. Σα θηλυκϊ ϋχουν πιο μικρό
μόκοσ. Σο κεφϊλι τησ εύναι πιο πλατύ
προσ τα πύςω και διακρύνεται ϋντονα
από το ςώμα. Η ουρϊ τησ εύναι κοντό.
Έχει δυνατό όραςη ακόμα και ςτο
ςκοτϊδι, ενώ η ύριδα των ματιών τησ
ϋχει την ιδιότητα να αλλϊζει ανϊλογα
με την ϋνταςη του φωτόσ. την ϊνω
γνϊθο εύναι εξοπλιςμϋνη με δύο
μυτερϊ δόντια, μεγαλύτερα από τα
κοινϊ που ϋχει, τα οπούα ςυνδϋονται
με αδϋνεσ που εκκρύνουν δηλητόριο.
11. ΠΑΝΣΑ
Σο γιγαντιαύο πϊντα ϋχει αςπρόμαυρο τρύχωμα.
Σα ενόλικα πϊντα ϋχουν μόκοσ που κυμαύνεται
από 1,5 ϋωσ 1,8μ., ςυμπεριλαμβανομϋνησ τησ
ουρϊσ (η οπούα ϋχει μόκοσ περύπου 13 εκ.), και
ύψοσ 60-90 εκ. ωσ τουσ ώμουσ. Σα αρςενικϊ
μπορεύ να ζυγύζουν μϋχρι και 160 κ. Σα θηλυκϊ
(γενικώσ 10-20% μικρότερα από τα αρςενικϊ)
μπορεύ να ζυγύζουν μόνο 75 κ., αλλϊ μπορεύ να
φτϊςουν επύςησ τα 125 κ. Σο μϋςο βϊροσ ενόσ
ενόλικα εύναι 100-115 κ.
Σο γιγαντιαύο πϊντα ςώμα που εύναι
χαρακτηριςτικό των αρκούδων. Έχει μαύρο
τρύχωμα ςτα αυτιϊ του, ςτα μϊτια του, ςτην
μουςούδα, ςτα πόδια και ςτουσ ώμουσ. Σο
υπόλοιπο τρύχωμα του εύναι ϊςπρο. Μολονότι
οι επιςτόμονεσ δεν γνωρύζουν γιατύ αυτϋσ οι
αςυνόθιςτεσ αρκούδεσ εύναι αςπρόμαυρεσ,
υποθϋτουν ότι ο ϋντονοσ χρωματιςμόσ
εξαςφαλύζει αποτελεςματικό καμουφλϊζ ςτον
διϊςτικτο με ςκιϋσ χιονιςμϋνο και βραχώδη
βιότοπό τουσ. Σο πϊντα ϋχει
μεγϊλουσ τραπεζύτεσ και ςκληρούσ μαςητόρεσ
για να ςυνθλύβει τα ςκληρϊ μπαμπού.
12. ΠΟΤΜΑ Σο πούμα μουγκρύζει με φρικιαςτικό τρόπο.
Για το κυνόγι προτιμϊ τα ελϊφια χωρύσ να
απορρύπτει και ϊλλη ποικιλύα φαγητού,
όπωσ ςαλιγκϊρια, ςκαντζόχοιρουσ και
ςπϊνια ϊλκεσ και βουβϊλια. Επιτύθεται καμιϊ
φορϊ και ςε κατοικύδια ζώα
όπωσ πρόβατα, κατςύκια, ϊλογα και βοοειδό,
γι' αυτό και ϋχει εξολοθρευθεύ από πολλϋσ
περιοχϋσ, με αποτϋλεςμα ο αριθμόσ τουσ να
ϋχει ελαττωθεύ ςοβαρϊ. Γεννϊ 2 ωσ 6 μικρϊ
ςε βρϊχουσ ό ςε πυκνό λόχμη, μετϊ από
εγκυμοςύνη 90 ωσ 96 ημερών. Μετϊ από 9
ωσ 10 εβδομϊδεσ η μητϋρα παύρνει τα μικρϊ
ςτο κυνόγι, και γύνονται πραγματικϊ
ανεξϊρτητα μετϊ από 2 χρόνια. Η διϊρκεια
ζωόσ του ελεύθερου ζώου εύναι περύπου 18
χρόνια.
13. ΓΚΝΟΤ
Σο γκνου εύναι γϋνοσ μεγϊλου βοοειδούσ,
που ςυγγενεύει με την βουβαλύδα. Έχει
κοντόχοντρο λαιμό, με κεφϊλι ςτενόμακρο
και κϋρατα φαρδιϊ ςτη βϊςη τουσ. Τπϊρχουν
δύο εύδη πολύ διαφορετικϊ μεταξύ τουσ. Σο
γκνου με την ϊςπρη ουρϊ, γνωςτό και
ωσ κοννοχαίτης εύναι λεπτοκαμωμϋνο
περύπου 120 εκ. ψηλό, κοντόςωμο και με
μακριϊ πόδια. Έχει μαύρο χρώμα με μακριϊ
κρόςςια ςτον αυχϋνα και μακριϊ ϊςπρη
ουρϊ. το ραβδωτό γνου ό κυανό
κοννοχαύτησ εύναι πιο μακριϊ ςτο ςώμα,
γκριζογϊλαζο με ςκούρεσ καφϋ ραβδώςεισ
ςτο λαιμό. Σο ραβδωτό γνου εύναι
μεγαλύτερο, γύρω ςτα 144 εκ. ύψοσ και με
κοντύτερα κϋρατα.
14. ΠΑΝΘΤΡΑ
Σο μεγαλύτερο μόκοσ (χωρύσ την
ουρϊ) φτϊνει 1,50 μ., το ύψοσ του
από το ϋδαφοσ μϋχρι το ακρώμιο 60 -
80 εκ. και το βϊροσ του μϋχρι 100
κιλϊ. Σα θηλυκϊ ζώα εύναι μικρότερα
και ελαφρότερα. Σο μόκοσ τησ ουρϊσ
του φτϊνει τα 70 - 80 εκ., ο λαιμόσ
του εύναι κοντόσ, τα πόδια μϋτρια και
πολύ δυνατϊ με 4 γαμψϊ και ιςχυρϊ
νύχια. Σο κεφϊλι του εύναι
ςτρογγυλωπό, το ρύγχοσ κοντό με
μουςτϊκια ςαν τησ γϊτασ, τα μϊτια
μϋτριου μεγϋθουσ με πραςινοκύτρινη
ύριδα, με τα οπούα βλϋπει ςτο ςκοτϊδι
πολύ καλϊ. Σα αυτιϊ του ϋχουν
πτερύγια μϊλλον μικρϊ και τα δόντια
του αποτελούνται από αιχμηρούσ
κυνόδοντεσ και ιςχυρούσ τραπεζύτεσ.
Σο δϋρμα του π. καλύπτεται από
πυκνό μαλακό τρύχωμα, που γύνεται
ϊριςτο γουναρικό.
15. ΛΕΟΠΑΡΔΑΛΗ
Σο ζώο ϋχει
μόκοσ κοντϊ
ςτα 2,4 μϋτρα,
με την ουρϊ να
καταλαμβϊνει
τα 90 εκ.
Ζυγύζει γύρω
ςτα 68 κιλϊ (
τα θηλυκϊ λύγο
λιγότερο ) .
Έχει ςχετικϊ
μικρό κεφϊλι,
τα δόντια του
όμωσ εύναι
κοφτερϊ, για να
ςκύζουν την
ςϊρκα του
θύματοσ. Σρϋχει
γρόγορα,
κϊνοντασ
ϊλματα μόκουσ
5 μϋτρων.