Νύχτα γιομάτη θαύματα,νύχτα σπαρμένη μάγια! Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε, Ουδ’ όσο καν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι
15.
Νερά καθάρια καιγλυκά, νερά χαριτωμένα, Χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη, Και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει. Τα μάτια η πείνα εμαύρισε, στα μάτια η μάνα μνέει. Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει : «Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι; Όπου συ μου ’γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει.» Το τραγικό και το ηρωικό με λιτότητα και κυριολεξία
Με χίλιες βρύσεςχύνεται με χίλιες βρύσες κρένει: «Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει»
39.
«Τρέμ’ η ψυχήκαι ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της» Κινδυνεύει να ξεχάσει το ηθικό χρέος που η ίδια θέλησε να υπηρετήσει
40.
Οι πειρασμοί /δυσκολίες Η πείνα, το φαγητό, η αφθονία Η ομορφιά της φύσης Ο έρωτας Η επιθυμία της ζωής Η ελευθερία φυγής, μετακίνησης Το ταξίδι, η περιπέτεια Το μέλλον με όσα επιφυλάσσει Ο φόβος θανάτου Η προδοσία / η παράδοση