πείθω1. Πείθω. Θέματα:α) πειθ-,β) μέ μετάπτωσηπιθ- καί γ) ποιθ-.
Παράγωγα:πειθώ, πεῖσμα(=σχοινί πλοίου, πεποίθηση),πεισματικός,πεισμονή,πειστέον,
πειστήρ,πειστήριος,πειστικός,πεπεισμένως, ἀμετάπειστος,δύσπειστος,δυσανάπειστος,
εὔπειστος,μεταπειστός,πιθανός,πιθανότης,πιθανολογία,πίστις,πιστικός (=πιστός),
πιστεύω,πιστευτέον,πιστευτικός,πιστός, πιστῶ (=κάνω ἀξιόπιστο),πίστωμα,πίστωσις,
πιστωτής,πιστωτικός, πίσυνος(=ο υπάκουος),πεποίθησις,πεποιθότως,πειθαρχῶ,
πεισιθάνατος(=αυτόςπουωθείστον θάνατο,αυτόςπουπιστεύειστον θάνατο),ἴσωςκαί
πίθηκος,πού κατά νεώτερουςἐτυμολόγουςβγαίνειἀπόἰαπ.ρίζα πιθ- πού σημαίνειτόν
ἄσχημο.
Πάσχω.Ἀπ’ τό θέμα πενθ- καί μέ μετάπτωσηπαθ- (ἀόρ.β´ ἔπαθον).Θέμαπαθ+
πρόσφυμα σκ + ω πάθ-σκω πάσκω πάσχω. Ἀπ’τό θέμα πενθ- ὁ μέλλοντας πένθ-σομαι
πέσομαι πείσομαι. Ὁ Παρακείμενοςπέπενθα πέπον-θα.(Λατιν.patio).
Παράγωγα:πάθημα,πάθησις,παθητικός,παθητός,πάθη(=παθητικήκατάσταση),εὐπαθής,
ἡδυπαθής,πολυπαθής,πάθος, πένθος,πενθῶ, πένθιμος, ἀπενθής,νηπενθής(=αυτόςπου
δεναισθάνεται λύπη),πενθαλέος,πενθήμων,πενθήρης,πενθηρός,πένθησις,πενθητέον,
πενθητήρ,πενθικός, πῆμα(=δυστύχημα),πήμων, ἀπήμων,πημονή(= το δυστύχημα,η
συμφορά,αλλά και:ηβλάβηπου επιδιώκει κάποιοςνα προκαλέσεισεκάποιον άλλο),
πημαίνω (=προκαλώσυμφορά),πημαντέον, ἀπήμαντος(=αυτόςπουδεν έχει πάθειή δεν
προκαλείκαμιά συμφορά),πεῖσις(=πάθος).
Πυνθάνομαι (=ζητῶ νά μάθω,πληροφοροῦμαι)Ἀπόρίζα πυθ + προσφύματαν πρίν ἀπ’τό
χαρακτήρακαί ανμετά πυ-ν-θ-άν-ομαι=πυνθάνομαι.Ὁ μέλλ. πεύσομαιἀπ' τό ποιητ.
πεύθομαι,πεύθ-σ-ομαι πεύσομαι.
Παράγωγα:πύσμα(=ἐρώτησηπούθέλεισύντομηκαί ἁπλή ἀπάντηση),πυσματικός
(=ἐρωτηματικός), πύστις(=ερώτηση,πληροφορία), πυστός(=ξακουστός), ἄπυστος,
ἔκπυστος(=γνωστός), ἀνάπυστος(=ξακουστός),περίπυστος(=ξακουστός),κι ἀπ'τό ποιητ.
πεύθομαι:πευθώ(=ἀγγελία),πεῦσις(=ἐρώτημα), πευστέον,πευστήριος,πευστικός,
πευθήν(=ἐρευνητής,κατάσκοπος).
πείθω
ἒπειθον
πείσω
ἒπεισα και ἒπιθον
πέπεικα
ἐπεπείκειν
πείθομαι
ἐπειθόμην
πείσομαι και
πεισθήσομαι
ἐπιθόμην και ἐπείσθην
πέπεισμαι και πέποιθα
ἐπεπείσμην και
ἐπεποίθειν
πάσχω
ἒπασχον
πείσομαι
ἒπαθον
πέπονθα
ἐπεπόνθειν
πυνθάνομαι
ἐπυνθανόμην
πεύσομαι και
πευσοῦμαι
ἐπυθόμην
πέπυσμαι
ἐπεπύσμην
2. ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
Το πάσχω : συνήθως με σύστοιχο αντικείμενο , οὐδέν κακόν ἐπάθομεν
Συνήθως ως παθητικό των δρῶ , ποιῶ, πράττω
Π.χ. εὖ ποιῶ τινά – εὖ πάσχωὑπό τινος
κακῶς ποιῶ τινα –κακῶς πάσχωὑπό τινος
το πέποιθα έχει μέση σημασία =έχωτην πεποίθηση
ἐπειθόμην ἐπιθόμην πέπεισμαι /ἐπεπείσμην
ἐπυθόμην πέπυσμαι/ ἐπεπύσμην
πείσομαι του ρ΄ πείθομαι
πείσομαι του ρ΄ πάσχω
πεύσομαι του ρ΄ πυνθάνομαι
Το ρήμα πείθω :με αιτιατικήκαι τελικό απαρέμφατο
ἒπεισε τάς πόλεις ποιεῖν τάς ὁδούς
το ρήμα πείθομαι +δοτική =υπακούω:πείσομαι καί ἐγώτῷ νόμῳ τῷ ὑμετέρῳ.