1. Ορίζοντας τη Χριστιανικθ Ταυτότητα
Η λζξθ ταυτότθτα δθλϊνει τθν ομοιότθτα και τθν ταφτιςθ του ςθμαινομζνου με το ςθμαίνον. Δθλαδι, ο
Χριςτιανόσ που είναι βαπτιςμζνοσ ςτο Όνομα του Τριαδικοφ Θεοφ πρζπει να είναι πραγματικό μζλοσ τθσ
Εκκλθςίασ και να ανταποκρίνεται ςτον ςκοπό τθσ εκκλθςιαςτικισ ηωισ.
Όταν λζμε ότι ταυτίηουμε κάποιο όν εννοοφμε ότι επιςθμαίνουμε τθν ιδιαιτερότθτά του, ότι δθλ.
κακορίηουμε τα ςτοιχεία εκείνα τα οποία δεν μασ επιτρζπουν να κάνουμε ςφγχυςθ μεταξφ αυτοφ του
όντοσ και κάποιου άλλου. Όταν λζμε π.χ. ότι ζχουμε τθν αςτυνομικι μασ ταυτότθτα ο κακζνασ, αυτό
ςθμαίνει ότι θ Πολιτεία κάνει μια προςπάκεια να επιςθμάνει τθν ιδιαιτερότθτα του κακενόσ μασ. Με
ςκοπό να μθ γίνει ςφγχυςθ μεταξφ των πολιτϊν, ςθμειϊνει το όνομα, το επϊνυμο κλπ.
O Χριςτιανόσ γίνεται μζλοσ τθσ Εκκλθςίασ με το άγιο Βάπτιςμα, ϊςτε να φκάςει ςτθν κζωςθ θ οποία είναι
ο βακφτεροσ ςκοπόσ τθσ υπάρξεωσ του ανκρϊπου, αφοφ κάκε άνκρωποσ δθμιουργικθκε κατ’ εικόνα και
κακ’ ομοίωςθ Θεοφ. Πρόκειται για μια διαρκι πορεία ζωσ ότου φκάςει ο άνκρωποσ ςτθν δικι του
Μεταμόρφωςθ και τθν δικι του Πεντθκοςτι. Χριςτιανικι ταυτότθτα ζχει εκείνοσ που ηει ςτθν Εκκλθςία, θ
οποία είναι το Σϊμα του Χριςτοφ, ακολουκεί τθν Ορκόδοξθ Θεολογία που είναι θ πίςτθ τθσ Εκκλθςίασ και
ςυμμετζχει με τισ Ορκόδοξεσ προχποκζςεισ ςτο μυςτιριο τθσ κείασ Ευχαριςτίασ, που είναι θ αλθκινι
πράξθ τθσ Εκκλθςίασ.
Είναι ο άνκρωποσ όμωσ που αγωνίηεται να ηει αυκεντικά, ςυμμετζχοντασ, κατά το δυνατόν, ςτα μυςτιρια
και τθν όλθ εκκλθςιαςτικι ηωι.
Φυςικά, τίποτε από όλα όςα εκτζκθκαν προθγουμζνωσ δεν κεωρείται αυτονόθτο ι δεδομζνο. Χρειάηεται
επίμονοσ και διαρκισ αγϊνασ. Δθλαδι, με άλλα λόγια, είναι αναγκαίο «να μαρτυρεί και να διαγγζλλει το
μζγα ζλεοσ του Θεοφ ςε μιαν ανελειμονα κοινωνία τθσ φιλαυτίασ, των ανταγωνιςμϊν και του πολζμου
πάντων εναντίον πάντων και για τα πάντα, να προάγει τθν ανκρϊπινθ αναςτροφι ανοχισ και αλλθλεγγφθσ
και να φωτίηει τα ςκοτάδια τθσ ανκρϊπινθσ διάνοιασ και τθσ κοινωνικισ ςυμβίωςθσ (δίκαιο, οικονομία,
εργαςία κ.λπ.) με μια ακτίνα χριςτιανικισ αγάπθσ και ελπίδασ. Όχι βζβαια για να μετατρζψει τθ γθ ςε
παράδειςο, αλλά για να παρεμποδίςει τθ μετάπτωςι τθσ ςε κόλαςθ για τον άνκρωπο».
Ἀςφαλῶ κανεὶ σ ςιμερα δὲν ἀπαιτεῖ νὰ διαγράψουμε τὴ χριςτιανικι μασ ταυτότθτα μὲ τὸ ηόρι, ἀλλὰ ὁ
σ
τρόποσ γενικὰ τῆσ ηωῆσ εἶ ναι τζτοιοσ ποὺ ἡ χριςτιανικὴ ταυτότθτα, ςτὸ ποςοςτὸ ποὺ ὑπάρχει, εἶ ναι
δφςκολο νὰ ξεδιπλωκεῖ καὶ νὰ καρποφοριςει. Στὴν παραδοςιακὴ κοινωνία ἡ χριςτιανικὴ ἰ διότθτα ἦταν ἡ
μόνθ ποὺ ὑπῆρχε καὶ ἦταν κοινωνικὰ ἀποδεκτι. Τὸ δφςκολο ςτὴν παλιὰ ἐποχὴ ἦταν νὰ μὴν εἶ ναι κανεὶ σ
χριςτιανόσ. Σιμερα ἐνῷ δὲν ἀπαγορεφεται νὰ εἶ ναι κανεὶ σ χριςτιανὸσ ςὲ καμία περίπτωςθ δὲν μποροῦμε
νὰ ποῦμε ὅτι ἐνδείκνυται κιόλασ γιὰ τὴ ςυγκρότθςθ μιᾶσ ταυτότθτασ κοινωνικὰ ἀποδεκτῆσ.
Κυριάκοσ Τςαοφςθσ
Γ3