SlideShare a Scribd company logo
1 of 121
Download to read offline
100 ΜΎθΟΙ ΑΙΣΩΠΟΥ
100 ΜΥθΟΙ ΑΙΣΩΓΙΟΥ
Διασκευή: /ψ(tJρώ Γlιπfνη
Διόρθωση: Ηλια; Αλικάκοs
Εικονογράφηση: Αλεξάνδρα Ιlαπαφωτ(οu
Εξώφυλλο: Κατερ(να Ιlαϊσ(ου
()2006, Εκδ6σtις Κι.ρώκος Γlωιαδόποu).ος ΑΕ. Υ"' τψ παρούσα €κδοση
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΙΑΓΙΑΔΟΓΙΟΥΛΟΣ
Καποδιιπρfοu 9, 144 52 Μετι:ιμ6ρψοοη Αmκής
τηλ.: 210 2816134, e-ιnail: iιιfo@pictureoooks.gr
ΒΙΒΛ!ΟΓΙΩΛΕ!Ο
Μασσc:ιλια; 14, 106 80 Αθιjw.ι, η)λ.: 210 3615334
WVν.picturcbooks.gr
JSBN 960-412-596-6
100 ΜΥΘΟΙ ΑΙΣΩΠΟΥ
Διασκευή
ΑΡΓΥΡΩ ΠΙΠ ΙΝΗ
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Το λιοvτιf.eι και το ποντίκι
Μ
ια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα μεγαλόσωμο, αρ­
σενιΥ.ό λιοντάρι. Αυτό το υπερήφω•ο ζώο περνούσε
τον καιρό του με το να ΚΙΜ1γάει, να τρώει και 'α κοιμάται.
Μια μέρα πσu είχε φάει και είχε πιει παρά πολύ -ένα ο­
λόκληρο βόδι και αρκετό •ερό- αποσύρθηκε στη σπηλιά
του για να κοιμηθεί. Και πράγματι, βυθίστηκε σ' έ•αν ύm•ο
γεμ<'.ιτο ωραία όνειρα. Κάποια στιγμή, όμως, μέσα στον ύ­
m•ο τσu, ένιωσε πως κάτι περπατούσε π6νω <πην πλάτη του
κι επειδή το λιοντ<'.ιρι γαργαλιόταν, 6•οιξε τα μάτια του και
τι να δει: έ•α μικρό ποντίκι! Το λιοντάρι &ύμωσε, <'.ιρπαξε
το ποντίκι απ' την ουρά και τσu είπε:
-Πώς τόλμησες, μικρό κι ανόητο ζώο, να διακόψεις τον
ύπνο μσu; Παρόλο που είμαι χορτ{rτο, θα σε καταβρ<r,<θί­
σωκι εσένα.
-Όχι, βασιλι<'.ι των ζώων, σε παρακαλώ, μη με φας! είπε
τρέμοντας το ποντίκι. Άσε με να ζιjσω και μπορεί 'α έρθει
μια μέρα που θα σσu ξεπληρώσω το καλό πσu θα μου Υ.6-
νεις.
Το λιοντάρι έβαλε τα γέλια ότα• ά.κουσε τα λόγια τσu
μιΥ.ρσύ ποντιΥ.ού, αλλό επειδιj η κοιλι<'.ι τσu είχε βαρύνει
απ' το πολύ φαγητό, <'.ιφησε το ΠΟ'tικάκι να ζήσει.
-Άντε, πψ(αινε cπο καλό, του είπε, αν και δεν πιcπεύω
ότι θα χρειαστώ ποτέ τη βοιjθειά σου.
Και το ποντίκι ευχαρίστησε το λιο'tάρι και έφυγε τρέ­
χοντας.
Ο καιρός περ•ούσε και το λιοντάρι είχε ξεχάσει στο με­
ταξύ τόσο το ποντίκι όσο Υ.αι το αστείο αυτό επεισόδιο.
Μια μέρα, όμως, κάποιοι κυνηγοί τού έστησαν μια πα­
γίδα. 'ΕσΥ.αψαν ένα λά.κκο και όταν το περ1jφανο ζώο έπε­
σε μέσα, το σκέπασα• μ' έ•α δίχτυ. Όσο κι αν προσπαθού­
σε το λι<!>τάρι να ελευθερωθεί από το δίχτυ, αυτό ήταν α­
δύνατον: τόσο περισσότερο μπερδευόταν σ' αυτό. Τότε οι
κυνηγοί, ψ:nr,<οι έτρεξαν <no χωριό τους να φέρουν κι άλ­
λους ανθρώπους να τους βοηθήσουν 'α κουβαλ1jσουν το
λιοντάρι, επειδή ήταν πολύ βαρύ.
Το δυνατό ζώο άρχισε να φωνάζει και 'α ζητά.ει βrnj­
θεια. Το ποντίκι που έηr,<ε να περ•άει από εκεί άκουσε τις
κραυγές του και κατέβηκε στο λά.κκο. Μόλις είδε το λιο­
ντάρι, το γνώρισε αμέσως και του είπε:
-Δεν έχω ξεχάσει πως κάποτε με άφησες να ζ1jσω. Τώ­
ρα ήρθε η ώρα 'α σου ξεπληρώσω το Υ.αλό που μου έκα­
νες.
Κι άρχισε αμέσως 'α ροκανίζει με τα κοφτερά του δό­
ντια το σκοινί από το δίχτυ, ώσπου {.ινοιξε σ' αυτό μια τε­
ράστια τρύπα και το άγριο ζώο ελευθερώθηκε.
-Σ' ευχαριστώ πολύ, καλό μου ποντίκι, του είπε συγκινη­
μένο το λι<!>τάρι ότα• βγήκαν και οι δύο απ' το λάκκο.
-Ότα• σου είχα πει πως μπορεί να ερχότω• μια μέρα
που θα σου ξεπλήρωνα το Υ.αλό που μου έκανες, δε με πί­
mεψες κι έβαλες τα γέλια. Δε φανταζόσουν ότι εγώ, το α­
δύναμο πm>τίκι, θα μπορούσα να βοηθ!jσω το βασιλιά των
ζώων. Έρχονται όμως mιγμές που και οι πιο δυνατοί έ­
χουν την ω•άγκη των άλλων, όσο μικροί κι αδύναμοι κι αν
είναι. αυτοί.
Το λιοvτιf.eι, η αλεπού και ο γιiιδαeος
Μια φορά κι έ•αν καιρό ζούσε ένα λιοντάρι που 1jταν
πια μεγάλο cπην ηλικία. Σκέφτηκε λοιπόν πως, μιας και εί­
χε αρχίσει να γερνάει, θα -του χρειάζονταν σύντροφοι για
'α τον βοηθούν cπο κm~jγι. Το λιοντάρι προβληματίστηκε
πολύ προτού διαλέξει τους σm•τρόφους του: δεν τους ήθε­
λε ούτε πολύ άγριους, ούτε πολύ aπαιτητικούς, γιατί φοβό­
ταν μήπως -το έριχναν ότω• θα ερχόταν η ώρα της ~ιοιρα­
σιάς της -τροφtjς. Κατέληξε λοιπόν σε δύο ζώα -σ' ένα γάι­
δαρο που το• διάλεξε γιατί κλότσαγε δυνατά και τρόμαζε
τους πάντες με την αγριοφω•άρα του, και σε μια αλεπού
που ήταν πολύ ΠΟ'ηl»l και γρήγορη στο τρ{ξιμο, όπως ό­
λες οι αλεπούδες.
Την πρώτη μέρα τα -τρία ζώα βγιjκα• για κυνήγι κι έπια­
σαν αρκετά θηράματα. Μόλις τέλειωσαν, το λιοντάρι που
1jταν κατάκοπο γύρισε και είπε στο γάιδαρο:
-Μοιράζεις, σε παρακαλώ, όσα ζώα πιάσαμε;
Και ο γάιδαρος με προσοχή μοίρασε δίκαια -το κυνήγι
στα τρία, ώστε να φ(.ινε όλοι το ίδιο. Το λιοντάρι όμως έγι­
'ε έξαλλο όταν είδε αυτιj τη μοιρασιά.
-Δεν ξέρεις καθόλου να μοιράζεις σωστά, άρχισε να
φωνάζει και έπεσε πάνω στο γάιδαρο. Κι αφού τσν έφαγε
ολόκληρο, ξάπλωσε κάτω από έ•α δέντρο και είπε στην α­
λεπού:
-Κυρα-αλεπού, μοιράζεις, σε παρακαλώ, εσύ το κυνήγι;
Η αλεπού τότε έβαλε μπροστά στο λιοντάρι όλη την
τροφή, εκτός από δύο μόνο κότες που κράτησε για τον ε­
αυτότης.
-Μπράβο, κυρα-αλεπού! είπε το λι<!-tάρι έκπληκτο και
παραξενεμένο. Ποιος σ' έμαθε να μοιράζεις τόσο σω<nά;
τη ρώτησε.
-Η συμq;ορά που βρήκε το γάιδαρο, καλό μσυ λιοντάρι!
του απ{Ι-τησε η παμπό•tκ>η αλεπού.
Το ερωτευμtνο λuwτιίρι και η κόρη του yεωρyού
' Ε•ας γεωργός είχε ~uα κόρη πάρα πολύ όμορφη. Μια μέ­
ρα το κορίτσι αυτό πήγε περίπατο στο δάσος, για να μαζέψει
άγρια ~ιανιτάρια και βατόμουρα. Εκεί την είδε ένα λιοντάρι
και τα έχασε τόσο από την ομορφιά της, που (Ι-tί 'α χιμtjξει
πάνω της και να τη φάει, απόμεινε ακί'ητΟ και τη θαύ~ιαζε.
Αυτό έγινε και την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα,
που η πεντάμορφη Υ.σπέλα mjγε στο δάσος, αq;ού Υ.ατάλα­
βε πως το άγριο θηρίο δεν είχε σκοπό 'α την πειράξει.
Οι μέρες περνούσαν και το λιο-tάρι που δεν είχε ξω•α­
δεί Υ.άποια λιο-ταρίνα τόσο όμορφη όσο tjτα• η κόρη του
γεωργού, την ερωτεύτηκε βαθιά και αποφάσισε να τη ζη­
τtjσει σε γάμο. Μια μέρα λοιπόν της είπε:
-Αποφάσωα να μην παντρευτώ κάποια λιm-ταρίνα. Ε­
σένα αγαπώ και θέλω να γίνεις γυναίκα μου.
Η κόρη του γεωργού τα 'χασε και τρόμαξε. Προσπάθη­
σε όμως 'α συγy.ρατηθεί και για να κερδίσει χρό•ο είπε
στο λιοντάρι:
-Αν θέλεις να σε πα-tρευτώ, πρέπει να έρθεις Υ.αι να με
ζητtjσει.ς απ' τον πατέρα μσυ!
-Αυτό θα κ6νω, είπε το λιο't6ρι.
Και η κοπέλα όχι μόνο έφυγε από το δάσος, αλλά από
τότε σταμ{.ιτησε και τις επισκέψεις της εκεί, γιατί φοβόταν
μήπως συνω'tήσει το ερωτευμένο λιοντάρι. Εκείνο όμως
δεν ξέχασε την πεντάμορφη και πήγε να βρει τον πατέρα
της. Του ζ1jτησε το χέρι της κόρης του κι ο γεωργός, που
τρόμαξε πολύ, το παρακάλεσε να κάνει υπομο'tj για να μι­
λήσει για την πρότασιj του στο Υ.ορίτσι.
-Μα της το έχω 1jδη πει, είπε το λιοντάρι, κι εκείνη με
συμβούλευσε να έρθω και 'α τη ζητιjσω από εσένα.
-Ναι, έτσι κ6νουμε εμείς οι {.ινθρωποι, απάντησε ο γε­
ωργός. Αλλά χρειάζομαι λiγο χρόνο για να το συζητιjσω
μαζί της.
-Ε'tάξει. Θα ξανάρθω αύριο την ίδια ώρα για να μου
πεις τι aποφάσισες, είπε το λιοντάρι κι έφυγε, αφιj•οντας
έ•r.ιν άγριο βρυχηθμό.
Ο γεωργός τα 'βαλε Υ.άτω και είδε ότι δε• υπήρχε άλλη
λύση από την πονηριά. Ούτε να το σκάσουν αυτός και η κό­
ρη του μπορούσαν -μια και ο δρόμος διαφυγιjς περνούσε
από το δάσος- ούτε ν' αρνηθεί την πρόταση του λιονταριού.
Η μόνη λύση ήταν η πονηριά..
Την επόμενη μέρα λοιπό• που τον επισκέφθηκε το λιο­
'tάρι, ο γεωργός τού είπε:
-Η κόρη μου δέχεται να σε παντρευτεί. Πρέπει όμως
πρώτα να βγάλεις τα δm'tια σου και να κόψεις τα νύχια
σου, γιατί είσαι άγριο και σε φοβάται.
Και το λιοντάρι, που ήταν τόσο ερωτευμέ•ο που είχε χά­
σειτα λογικά του, έφυγε από το σπίτι του γεωργού και, χω­
ρίς δεύτερη σκέψη, έβγαλε τα δό'tια του και έκοψε τα νύ-
χια -του. 'Οrαν όμως επέστρεψε στο σπίτι της αγαπημένης
-του, ο γεωργός, που δεν το φοβόταν πια, όρμησε πάνω του με
μια aξίνα και άρχισε 'α w χruπάει δυναrά. Το ερωτευμένο
λιοντάρι, που δεν είχε πια όπλα για 'α αμυνθεί, πλήρωσε με
τη ζιιnj του ΤΟ' έρωτά του για την κόρη -του γεωργού.
Το λιοντάρι και τα τρία αγαπημένα β6δια
Μια φορά κι έ•αν καιρό, σ' ένα λιβάδι που βρισκόταν
ΚΟ'tά ο' ένα άγριο Υ.αι πυκνό δάσος ζούσαν τρία βόδια.
Τα ζώΗ αυτά 1jταν μεγαλόσωμα, δm•ατά, είχαν μεγάλα κέ­
ρατα και Ιjταν τόσο αγαπημένα μεταξύ -τους, που δε χώρι­
ζαν ποτέ. Μαζί σrη βοσκή του χορταριού στο λιβάδι, μαζί
στο μικρό ποταμάκι με το δροσερό •ερό, μαζί στψ• ξεκού­
ραση κ{rτω απ' -το μεγάλα δέντρο με το πυκ•ό φύλλωμα,
που βρισχότα• στο μέσον -του λιβαδιού.
Στο πυκνό δάσος δίπλα στο λιβάδι ζούσε ένα λιοντάρι.
Μια μέρα, την ώρα που το άγριο ζώο γύριζε σrη σπηλιά
του στην άΥ.ρη του δάσους για να αναπαυτεί, είδε τα τρία
βόδια και χάρηκε γιατί σκέφτηκε πόσο καλό φαγητό θα ή­
ταν.
Α-τί λοιπόν να πάει στη σπηλιά του, το λι<!-τάρι κρύ­
φτηκε στους θάμνους κι άρχισε να παρακολι>υθείτα βόδια.
Το άγριο ζώσ έμεινε στο πόστο του άγρυm•ο σχεδό• όλη
την ημέρα και πρόσεξε πως τα τρία βόδια 1jταν τόσο αγα­
πημένα, που δε χώριζαν ούτε όταν έβοσκαν, ούτε όταν πή­
γαιναν για νερό, ούτε όταν έπεφταν για ύπνο. Το λιο-τάρι
Ιjξερε παις όσο καλή τροφή κι αν αποτελούσα• τα βόδια,
θα ήταν αδύl•rrτο να τσuς επιτεθεί όση ώρα βρίσκο"fα• και
τα τρία μαζί, γιrrτί δε θα μπορούσε 'α τα βγάλει πέρα -θα
το χτυπούσαν με τα κέρατά τους και θα το ποδοπατούσαν
με τις οπλές τους. Σκέφτηκε λοΙJtό• πως έπρεπε να χρησι­
μοποιήσει την πονηριά για να πετύχει το σκοπό του, γιατί
η δύναμή του εδώ δεν ήταν αρκετή.
Από εκείνη τt]' ημέρα το λιοντάρι παρακολουθούσε συ­
•εχώς τα βόδια, κρυμμέ•ο πίσω απ' τους θάμ•ους του δά­
σους. Ώσπου μια μέρα πρόσεξε ότι το ένα απ' αυτά είχε
χωριστεί απ' τσuς συντρόφους του για να βοσκ1jσει το φρέ­
σκο χορτάρι που φύτρω•ε κοντά στο δάσος. Το λιοντάρι
τότε το φώναξε και του είπε:
-Φίλε μου, οι δύο σύ"fροφοί σου έμαθα πως θέλουν να
σε σκοτώσουν, για 'α έχουν στη διάθεσ1j τους περισσότε­
ρο χόρτο για βοσκ1j. Γι' αυτό έχε το νου σσu και πάρε τα
μέτρα σσu. Κοίταξέ τσuς: μιλά•ε σιγανά και σε Υ.οιτάζουν.
Το αγαθό βόδι γύρισε και κοίταξε τα άλλα δύο ζώα και
του φάνηκε παις πρ{.ιγματι το κοίταζαν παράξενα. Γι' αυτό
πίστεψε τα λόγια του λιονταριού κι από εκείνη την ημέρα
άρχισε να βόσκει μόνο του, να πίνει νερό και να κοιμ{rται
μακριά από τ' άλλα δύο ζώα.
Το λι<Ι-τάρι, ευχαριστημένο από τον εαυτό του παραφύ­
λαγε κι όταν βρήκε ευκαιρία, είπε την ίδια ιστορία και στο
δεύτερο βόδι. Το κουτό ζώο πίστεψε το λιο-τάρι και ξεμά­
Υ.ρυνε κι αυτό από το σύντροφό του.
Έτσι τώρα πια στο μεγάλο λιβάδι τα τρία βόδια, πσu
κάποτε ήταν τόσο αγαπημένα, ζούσαν χωριστά. Μόνα τσuς
βοσκούσαν, μόνα τους πήγαιναν για νερό στο ποτάμι, μό-
να τους πλάγιαζαν κάτω απ' το δέντρο. Και το λιοντάρι κα­
τάφερε αυτό που Ιθελε. Μια μέρα πετάχτηκε μέσα απ' το
δάσος, σκότωσε το ένα βόδι και το 'φαγε, χωρίς 'α μπορέ­
σουν τ' άλλα δύο να το εμποδίσουν. Την επόμ~νη μέρα
σκότωσε κι έφαγε και το δεύτερο βόδι και τη μεθεπόμενη
το τρίτο.
Έτσι πέθανα• τα τρία κουτά βόδια που πίστεψα• τα
ψεύτικα λόγια του εχθρού τους και ξέχασαν τ'Ι]' αγάπη που
αισθάν<η'tαν το ένα για το άλλο, την αγάπη που τα ένωνε
και τα προφύλασσε από το• κίνδυνο.
Το λωvτάρι και το κουνούπι
Μια μέρα ένα λιοντάρι έπεσε 'α κοιμηθεί, αλλά δεν τα
κατάφερε γιατί ένα κουνούπι βούιζε και το ενοχλούσε. Ό­
σο κι αν τί•αξε το άγριο ζώο την ουρά του, το κουνούπι δεν
έλεγε 'α το βάλει κ{.ιτω και πtjδαγε πότε από 'δω και πότε
από 'κει, και ζουζού•ιζε κοντά στο αυτί του.
-Φύγε από ΚΟ'tά μου ΠQL' σε σκοτώσω! είπε το λιοντά­
ρι στο κουνούπι.
-Δε σε φοβάμαι, είπε το κουνούπι. Μπορεί να είσαι ο
βασιλιάς τω• ζώω• αλλά, α• πολεμήσουμε, θα δεις ότι εγώ
εί~ιαι πιο δυνατό από εσέ•α.
-Εντάξει, λοιπό•. Ας πολεμήσουμε, είπε το λιιl-τάρι και
τίναξε το μπροστινό του πόδι για 'α χτυmjσει το κουνούπι.
Εκείνο όμως του ξέφυγε εύκολα πετώ'tας και πtjγε και
το τσίμπησε στη μύτη, όπου δεν είχε καθόλου τρίχωμα.
Το λιοντάρι πό'Ι'εοε, αλλά προσπάθησε και πάλι 'α πιάσει
το κουνούπι. Εκεί•ο όμως πέταξε μακριά και πρι• προλάβει
το λιοντάρι να γλείψει τα ρουθούνια του, το κουνούπι όρμη­
σε και το τσίμπησε ξανά. Αυτό έγι•ε τρεις-τέσσερις φορές.
Το λιοντάρι χτυπούσε με την ουρά του τον αέρα, πtjδα­
γε εδώ κι εκεί σαν τρελό για να πιάσει το μικρό του εχθρό
που πετούσε μπροστά του, αλλά το μόνο που κατάφερ•ε 1]-
ταν να γδέρ•ει με τα νύχια του το πρόσωπό του. Κάποια
στιγμή qχi)ναξε <<Παραδίνομαι!>> κι έτρεξε στο ρυάκι για να
χώσει τη μουσούδα του στο κρύο νερό, μ1jπως κι αλαφρώ­
σει το τσούξιμο απ' τα τσιμπήματα.
Το κουνούπι, περψpανο για το• εαυτό του κι ευχαριστη­
μένο που νίκησε το λι<!>τάρι πέταξε μακριά. Αλλά ήταν τό­
σο μεθυσμένο απ' την επιτυχία του που δεν πρόσεχε, με α­
ποτέλεσμα να πέσει πά•ω στο δίχτυ μιας aράχνης Υ.αι να
μην μπορεί να ξεφύγει.
-Αχ, τι δυστυχία! μουρμούρισε κλαίγοντας. Εγώ που νί­
κησα το βασιλιά των ζώων να έχω αυttj την κατάληξη. Να
με φάει αυτό το φρικτό ζωύφιο, η σιχαμένη αράΧ''rι·
Το λιοντάρι, ο λύκος και η αλεπού
Ένα λιm>τάρι, που είχε ζ1jσει 1jδη τα περισσό'τερα χρό­
•ια της ζω1jς του, αρρώστησε και δεν μπορούσε να βγει για
κm>ήγι. Έμενε λοιπό• ξαπλωμένο στη σπηλιά και δεχόταν
τις επισκέψεις των άλλων ζώων του δάσους, που mjγαιναν
'α το δουν και να του ευχηθούν να γίνει γρ1jγορα καλά.
Όλα τα ζώα είχαν επισκεφθείτο λι<η-τάρι εκτός από την α­
λεπού.
Μια μέρα που πιjγε στη σπηλιά του λιο-ταριού ο λύκος
βριjκε την ευκαιρία να την Υ.ακολογιjσει.
-Όλοι εμείς, βασιλιά των ζώων, σε σεβόμαστε κι ευχό­
μαστε να γίνεις γρήγορα καλά. Απ' όλα τα ζώα, μόνο η α­
λεπού, που είναι κακιά και μοχθηρή, δεν 1jρθε να δει ούτε
πώς είσαι, ούτε αν χρειάζε(J(Ιι κάτι, είπε ο λύκος.
Εκείνη τη στιηι1] όμως έμπαινε στη σπηλιά του λιοντα­
ριού και η αλεπού. Απ' την είσοδο όπου στεκότα• ά.κουσε
τι είπε ο λύΥ.ος, αλλά προσποι1jθηκε πως μόλις είχε φτάσει
και δεν είχε ακούσει λέξη.
-Αχ, βασιλιά μου, συηώρεσέ με που άργησα 'α 'ρθω να
σε δω, είπε δ1jθεν λαχανιασμέ'η. Αλλά θεώρησα σωστότε­
ρο πρι• έρθω 'α πάω να συμβουλευτώ ένα γιατρό, για να
μου πει τι πρέπει να κά•εις για 'α γίνεις γρήγορα καλά.
-Καιτι σου είπε ο γιατρός; ρώτησε με αγωνία το λιοντάρι.
-Μου είπε πως για να γίνεις καλά, πρέπει 'α σκοτώσεις
ένα λύκο, να τον γδάρεις και να τυλιχτείς με το τομάρι του
όσο είναι ακό~ια ζεστό!
Και τότε το λιοντάρι όρμησε στο λύκο, πριν εκείνος
προλάβει 'α το βάλει στα πόδια, τον σκότωσε κι άρχισε να
το• γδέρνει.
' Ετσι ο λύκος πλήρωσε με τη ζω1j του την κακ<ηjθειά του
απέ•αντι στην αλεπού.
Το λιοντάρι που γ{ρασε και η αλεπού
Το λιοντάρι εί•αι το πιο δυνατό απ' όλα τα ζώα κι όλα
το τρέμου•ε. Μια μέρα, όμως, ο βασιλιάς των ζώω• αναΥ.ά­
λυψε πως οι δυνάμεις του είχω• λιγοστέψει, ότω• δεν κατά­
φερε πά•ω στο κυνήγι να πιάσει ένα ελάφι. ΣτενοχωρΙjθη­
κε, αλλά σκέφτηκε ότι το ελάφι ψω• από τα πιο γρήγορα
ζώα. Σε λίγες μέρες, όμως, του ξέφυγε μια ζέβρα Υ.αι τψ• ε­
πόμενη μέρα δυmωλεύτηκε 'α πιάσει ακόμα κι ένα• βού­
βαλο. Τότε το λιοντάρι συνειδητοποίησε πως είχε γεράσει
και δε• μπορούσε να Κ1'1]'(1σει πια τόσο ωωτελεσματικά
όσο παλιά, και φοβήθηκε πως θα κατέληγε να πεθάνει απ'
την πείνα. Κάθισε λοιπόν λυπημένο στη σπηλιά του, μέχρι
που σκέφτηκε έ•α ΠΟ'ηρό σχέδιο για να βρίσκει τροφή.
Κάλεσε κοντά του το κοράκι και του ζήτησε 'α επισκεφθεί
όλα τα ζώα του δάσους και να τους πει πως ήθελε να πά•ε
'α το δουν στη σπηλιά του, για να τους δώσει ένα σημω-τι­
κό ~ηjνυμα πριν το θάνατό του.
Το πρώτο ζώο που επισκέφθηκε το λιοντάρι 1jταν το ε­
λάφι. Ο βασιλιάς των ζώων όρμησε πάνω του μ' ένω• άγριο
βρυχηθμό Υ.αι το κατασπάραξε. Το ίδιο έγινε και την επό­
μενη μέρα με το λαγό, τη μεθεπόμενη με το {.ιγριο άλογο,
την τρίτη μέρα με το λύκο...
Έτσι περνούσαν οι μέρες και το λιοντάρι έτρωγε πλου­
σιοπάροχα χωρίς ,,, ω•αγκάζεται 'α βγαί•ει για κυνήγι.
Μια μέρα πtjγε να επισκεφθεί το λιο-τάρι Υ.αι η αλεπού
α).λά, όταν έφτασε στη σπηλιά δεν μπtjκε μέσα, παρά στά­
θηκε στψ• είσοδο.
-Βασιλιά μου, πώς είσαι; ρώτησε το λιο-τάρι.
-Άσχημα, κυρα-αλεπού, απάντησε αυτό. Γιατί δεν έρχε­
σαι μέσα να με δεις;
-Γιατί βλέπω πολλά αχνάρια ζώων που μπΙjΥ.α• στη σπη­
λιά, αλλά δε διακρί•ω κανέ•α αχνάρι που να λέει πως βγή­
καν, απά'τησε η αλεπού πριν απομακρυνθεί.
Από τα ίχνη των ζώων, η φρόνιμη αλεπού κατάλαβε τον
κίνδυνο που παραμόνευε και γλίτωσε.
Το λιιwτaeι κι ο λαγ6ς
Μια φορά κι έναν καιρό ένα λιοντάρι, που κυνηγούσε
ολόΥ.ληρη τη νύχτα, δεν κατάφερε να πιάσει κάποιο ζώο
και να το φάει. Ξεκίνησε λοΙJτόν για τη σπηλιά του πεινα­
σμέ•ο, με την ελπίδα να βρει κάτι -<Jτιδ1jποτε- στο δρόμο
της επιστροφής του μέσα στο δάσος, για να ξεγελάσειτο ά­
δειο του στομάχι.
Και πράγματι, είδε έ•α λαγό που κοιμόταν μέσα σε κά­
τι θάμνους κι ετοιμάστηκε να το• αρπάξει. Εκεί'!] τη στιγ­
~11], όμως, άκουσε ξερά κλαδιά 'α σπάζοm• και γύρισε να
δει τι ήταν. Ένα μεγάλο ελάφι βρισκότα• στο δρόμο του.
Το λι<Ι-τάρι παράτησε στη στιγμ1j το λαγό και όρμησε πά­
νω στο ελάφι. Εκεί•ο όμως κατάφερε να του ξεφύγει. Το
λιοντάρι το mjρε στο κατόπι και το κm~jγι κράτησε αρκετή
ώρα. Επειδή όμως το λιοντάρι ψω• κουρασμένο, αφού κυ­
νηγούσε ολόκληρη τη νύχτα, το ελάφι κατάφερε 'α του ξε­
φύγει κι έτσι το άγριο ζώο ξαναγύρισε στους θάμνους, ό­
που κοψότα• ο λαγός, για να ΤΟ' φάει.
Ο λαγός, όμως, πσυ στο μεταξύ είχε ξυπνήσει, το 'χε βά­
λει στα πόδια για 'α μην το• βρει το λιοντάρι.
-Καλά να πάθω! είπε αναστε•άζοντας το λιοντάρι. Άφη­
σα την τροφιj πσυ είχα στα χέρια μου για να κυνηγήσω Υ.ά­
τι καλύτερο και να τα αποτελέσματα: απόμεL•α νηστικός!
Ο Ανδροκλtίς κω το λιοντάρι
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε έ•ας δούλος πσυ λεγό­
ταν Ανδροκλ1jς. Ο Ανδροκλ1jς ψα• εργατικός και δούλευε
απ' το πρωί ως το βράδυ, ο αφέ'της του όμως, πσυ 1jταν
σκληρός ά•θρωπος, όχι μόνο τον βασ6νιζε και τον χτυπού­
σε, αλJ.ά του έδινε κι ελάχιστη τροφιj.
Μια μέρα λοιπόν ο Α•δροΥ.λής, που δεν άντεχε άλλο τη
φτώχεια και την κακομεταχείριση, αποφάσισε να το σΥ.ά­
σει απ' το σπίτι του αφέντη του και 'α πάει 'α ζήσει <no
δάσος.
-Μπορεί στο δάσος να κινδυνεύω από τα {.ιγρια θηρία,
η ζω1j όμως εκεί δεν μπορεί να εί•αι χειρότερη απ' ό,τι εί­
•αι εδώ, είπε στο• εαυτό του και την ίδια νύχτα το έσκασε.
Περπατούσε ανάμεσα στους θάμνους και τα ψηλά δέ­
•τρα, ότα• ξαφνικά άκουσε ένα Υ.λαψούρισ~ια, έ•α παρα­
πο•εμένο μούγκρισμα. Προχώρησε προς το μέρος απ' ό­
που ερχόταν ο 1jχος, αλλά π{.ιγωσε <nη θέση του ότα• είδε
ότι το ζώο που μούγκριζε πο•εμένα ήταν έ•α λιοντάρι!
Το λιοντάρι 1jταν ξαπλωμένο κι έγλειφε τt]' πατούσα
του δεξιού μπροστινού τσυ ποδιού. Ο Ανδροκλ1jς πλησία-
σε προς το μέρος τσυ ζώου και είδε ότι έ•α μεγάλο αγκάθι
είχε χωθεί στο πόδι του λιον10αριού. Τότε, προσεκτικά και
άφοβα, ο καλός δούλος πλησίασε το λιογτάρι και μαλακά
πήρε στα χέρια τσυ το πληγωμένο του πόδι. Του έβγαλε το
αγκάθι και αφού έσκισε ένα καθαρό κομμάτι πανί από τα
ρούχα του, έφτιαξε έ•αγ επίδεσμο και έδεσε το πληγωμέ­
νο πόδι τσυ θηρίου.
Το λι<Ι'tάρι, ανακουφισμένο, άρχισε 'α γλείφει τα χέ­
ρια τσυ Ανδροκλιj. Από εκείνη τη στιγμιj ο Υ.αλός ά•θρω­
πος Υ.αι το άγριο ζώο έγιναν στενοί φίλοι. Το λιον10άρι εξα­
σφάλιζε την καθημερινιj τροφιj, τόσο τη δική τσυ όσο και
του Ανδροκλιj, και η σπηλιά του ζώου είχε γί•ει το σπίτι
του καλού δούλου.
Έτσι πέρασε αρκετός καιρός. Μια μέρα, όμως, μια πα­
ρέα κm~1γών που είχε πάει στο δάσος, έπιασε ζωγτω•ό το
λιοντάρι, πσυ βρισκόταν μακριά απ' τη φωλιά τσυ. Την ίδια
δε μέρα, μια στρατιαιτικιj περίπολι>ς συνέλαβε και τον Αν­
δροκλιj. Το• κατηγορούσαν πως το είχε σκάσει απ' τον α­
φέντη τσυ και για τιμωρία το• οδήγησαν <nην πόλη για να
το• ρίξοm• στα άγρια θηρία.
-Τι δυστυχισμέ•ος που εί~ιαι! σκεφτότα• ο Ανδροκλής,
όσο ψα• κλεισμένος <nη φυλακιj. Οι μό•ες ευτυχισμένες
μέρες της ζωής ~ιου ιjταν οι μέρες που έζησα στο δάσος,
παρέα με το αγαπημένο μου λι<Ι'tάρι.
' Ηρθε η μέρα της εκτέλεσης και το στάδιο γέμισε με κό­
σμο. Μέχρι Υ.αι ο αuτοκρ{rτορας ιjρθε να παρακολουθήσει
το θέαμα. Οι στψrτιώτες οδήγη(J(ιν τον Ανδροκλιj μέσα
στην αρένα και έλυσα• ένα λιο'tάρι.
Ο φτωχός δούλος έΥ.λεισε τα μάτια του τρέ~ιοντας και
περιμένοντας να του επιτεθεί το άγριο ζώο. τίποτα τέτοιο
όμως δεν έγινε. Το λιοντάρι, που ψα• το δικό του λι<Ι>τά­
ρι, ο φίλος του, πήγε και ξάπλωσε στα πόδια του. Ο Α•δρο­
κλής τότε γονάτισε ΚΟ>τά του, το αγκάλιασε Υ.αι άρχισε να
κλαίει από χαρά..
-Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος, που μπορείνα εξημερώ­
•ει {.ιγρια ζ<ίκ<; φώναξε ο αυτοκρ{rrορας εντυπωσιασμένος.
-Μεγαλειότ(rrε, είπε ο Ανδροκλ1jς και σηκώθηκε. Πλη­
σίασε τον αυτοκράτορα, υποκλίθηκε μπρικπά του, του είπε
τ' όνομά του και συνέχισε να μιλάει. Διηγ1jθηκε στον αυτο­
κράτορα τψ• ιστορία της ζωής του και κατέληξε λέγm>τας:
-Κάποτε έκανα αυτό το μικρό καλό σ' αυτό το λιοντάρι.
Κι αυτό το άγριο ζώο σ1jμερα ~ιου το ανταπέδωσε με τέτοια
γε'vαιοδωρία, που δεν έχω συνα>τήσει στους ανθρώπους.
Τότε ο αυτοΥ.ράτορας, που συμπόνεσε τον Α•δροκλή, ό­
χι μόνο ανέστειλε την πon~j της εκτέλεσης, αλλά του χάρι­
σε και τψ• ελευθερία του. Ο καλός δούλος πήρε μαζί του το
στοργικό λιοντάρι και γύρισαν και πάλι ιnο δάσος, όπου έ­
ζησαν και οι δύο, αγαπημέ•οι και ευτυχισμένοι, μέχρι το
τέλος της ζω1jς τους.
Η αλεπού κι ο κόρακας
Ένα ανοιξιάτικο πρωι•ό μια πεινασμένη αλεπού έτρε­
χε μέσα ιπο δάσος, ψάχνοντας να βρει Υ.άτι να φάει. Κα­
θώς περ•ούσε Υ.άτω από ένα δέντρο, το μάτι της έπιασε μια
κί'Ι')ση και κοιτάζοντας ψηλά είδε έ•αν κόρακα που είχε
μόλις πετάξει σ' ένα κλαδί, κρατώντας σφιχτά στο ράμφος
του έ•α μεγάλο Υ.ομμ{.ιτιτυρί, που σίγουρα είχε κλέψει από
κάπου.
-Πολύ θα 'θελα να έτρωγα αυτό το τυρί για πρωι•ό, σκέ­
φτηκε. Κατάλαβε όμως πως ακόμα κι α• σΥ.αρφάλωνε ιπο
δέντρο, ο κόπος της θα mjγαινε στράφι, γιατί ο κόρακας
θα πετούσε μακριά, γι' αυτό αποφάσισε να μεταχειριστεί
άλλο μέσο για 'α πετύχει το σκοπό της. Κάθισε λοιπόν κά­
τω από το δέντρο και Υ.οίταξε τον κόρακα δήθεν μαγεμένη
από την ομορφιά του.
-Εσύ είσαι, κυρ-Υ.όρακα; τον ρώτησε. Για μια στιγμή δε
σε γνώρισα -τόσο πολύ ομόρφm•ες από τότε που έχω 'α σε
δω. Τα φτερά σου εί•αι μαύρα όπως η νύχτα. Και πόσο λά­
μπουν! Εί•αι σαν μεταξένια. Άσε πια τα μάτια σου ! Α­
στραφτερά σω• διαμά'tια. Εγώ πιστεύω πως εσύ πρέπει
'α είσαι ο βασιλιάς των πουλιών του δάσους. Το συζητού­
σα ~ιάλι<nα τις προάλλες με τ' άλλα αγρίμια του δάσους. Ε­
κείνα όμως δε συμφώνησαν με τη γνώμη μου γιατί έλεγαν
πως, δυ<nuχώς, δεν έχεις όμορφη φωνιj και δεν μπορείς να
τραγουδήσεις.
Ο κόρακας ζαλίστηκε απ' όλες αυτές τις κολακείες και
σκέφτηκε πως, εφόσον ήταν τόσο ξεχωριστό και όμορφο
πουλί, σίγουρα θα μπορούσε και 'α τραγουδήσει με τη φω-
νή -του. Άνοιξε λοιπόν -το ιnόμα του κι άρχισε να φωνάζει
δυνατά:
-Κρα, κρα, κρα!!!
Όμως, το κομμ{.ιτι το τυρί που Υ.ρατσύσε μέχρι εκεί'η τη
στιηηj <no ράμφος του, έπεσε κ{.ιτω και η πm<ηρή αλεπού
το άρπαξε και το έφαγε με δυο μπουκιές.
-Σ' ευχαριστώ για το τυρί, καλέ μου φίλε, είπε στο• κό­
ραΥ.α. Ωραία φωνή έχεις, δε λέω. Αν είχες και μυαλό, θα
σου άξιζε να γίνεις ο βασιλιάς -τω• πουλιών του δάσους.
Η αλεπού κω οι φαοιανοί
Μια πεL•ασμένη αλεπού είδε τέσσερις φασιανούς που
είχαν κουρ•ιάσει ιnο κλαδί ενός δέντρου. Τους λιγουρεύ­
τηκε και αποφάσισε 'α εφαρμόσει ένα πονηρό σχέδιο για
να -τους φάει. Άρχισε λοιπόν 'α πηδάει σω• -τρελή πάνω
κάτω. Συμπεριφερότα• σΗν η ουρά της να είχε πιάσει φω­
τιά Υ.αι προσπαθούσε να τη σβ1jσει.
Οι φασιανοί την κοίταζω• έκπληκτοι και γελούσαν.
-Πρέπει να είμα<nε προσεκτιΥ.οί, είπε το ένα πουλί στα
υπόλοιπα. Εδώ πάνω ιnο ψηλό αυτό κλαδί, εί~ιαστε ασφα­
λείς, ξέρετε όμως πόσο πονηρές είναι οι αλεπούδες!
Η αλεπού συνέχιζε τα τρελά της καμώματα. Κάποια
στιηηj σταμ{.ιτησε να πηδάει πέρα δώθε κι άρχισε να κm<η­
γάειτην ουρά της. Κυνηγώ,-τας t1]', άρχισε να περιστρέφε­
ται κυκλικά γρήγορα, γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, μέ­
χρι που οι φασιανοί που την κοίταζα• ζαλίcm]Υ.α•, έχα(J(ιν
την ισορροπία -τους κι έπεσαν απ' -το κλαδί ιπο έδαφος.
Χωρίς να χάσει καιρό, η πονηρή αλεπού άρπαξε δύο
πουλιά και πρι• το βάλει στα πόδια, είπε ιπους υπόλοιπους
φασιανούς κάνοντας μια υπόκλιση:
-Σας ευχαριιπώ, που είδατε τη μικρή μου παράιπαση !
Αλλά, κυρίως, σας ευχαριιπώ για το υπέροχο γεύμα που
μου προσφέρατε!
Η αλεπού, το λιοντάρι κω η αρκούδα
Μια μέρα μια αλεπού τριγύριζε πεινασμένη ιπο δάσος.
' Ητω• απογοητευμένη, γιατί δεν είχε καταφέρει να πιάσει
τίποτα ιnο κm~jγι και να το πάει στη φωλιά της, όπου την
περίμεναν τα μικρά αλεπουδάκια της. Πλησιάζοντας σ' έ­
'α ξέφωτο του δάσους, άΥ.σuσε φασαρία και φω•ές και εί­
δε μια αρκούδα κι ένα λιο'tάρι να παλεύουν άγρια.
-Εγώ θα -το φάω το ελαφά.κι! βρυχ1jθηκε -το λιοντάρι.
-Το ελάφι είναι δικό μου. Εγώ -το σκότωσα! μούγΥ.ρισε
η αρΥ.ούδα.
Ήταν φανερό απ' τις πληγές των δύο ζώων, ότι ούτε το
λιιl-τάρι ούτε η αρκούδα ήταν διατεθειμένοι να υποχωι»1-
σουν, κι ούτε θα δέχο'tα• να μοιραιnούν ένα μικρό ελάφι
που κείτονταν λίγο πιο πέρα σκοτωμέ•ο.
Η πονηρή αλεπού κρύφτηκε ιπους θάμνους Υ.αι περίμε­
'ε την κατάλληλη ιπιηηj, που δεν άργησε να έρθει. Οι δύο
αντίπαλοι ψω• τόσο aπορροφημένοι απ' τον καβγά, που
δεν έβλεπαν τι γινότα• γύρω τους.
Τότε η αλεπού όρμησε, άρπαξε το μικρό ελάφι και το έ­
σκασε τρέχοντας για τη q;αιλιά της, για να το μοιραστεί με
τα αλεπουδάκια της.
- Καλά 'α πάθουμε! είπε η αρκούδα.
- Δίκιο έχεις! Μας άξιζε ό,τι πάθαμε! συμφώνησε το
λιοντάρι. Παλεύαμε τόση ώρα για ένα ελαφάκι, που τώρα
θα το φάει μια αλεπού.
Η αλεπού κι ο πελαeγός
Μια αλεπού που ζήλευε έ•αν πελαργό για τη χάρη και
τους λεπτούς του τρόπους κατάστρωσε ένα σχέδιο για να
το• υποχρεώσει να φερθεί με αγένεια. Τον κάλεσε στο
σπίτι της σε δείπνο κι όταν το Υ.ομψό πουλί έφτασε, του εί­
πε μελιστάλαχτα:
-Καλέ μου φίλε, κάθισε. Θα Ιjθελες να με συνοδεύσεις
στο δείπνο μου;
-Μετά χαράς, απάντησε ο πελαργός.
Η αγε'Υjς αλεπού όμως σέρβιρε το φαγητό -την κρεατό­
σουπα- μέσα σ' ένα ρηχό πιάτο, ώστε ο πελαργός να μην
μπορεί να φάει με το ~ιακρύ του ράμφος. Το δύστυχο που­
λί έμεL•ε νηστικό, αφού κατάφερε να τσιμπήσει μόνο μερι­
κά μιΥ.ρά κομματάκια κρέας και κάποια κομμέ•α καρότα.
Αντίθετα, η αλεπού Υ.αταβρόχθισε λαίμαργα το φαγητό
της. Ο πελαργός δε σχολίασε την αγέ•εια της αλεπούς. Της
είπε μόνο:
-Σ' ευχαριστώ τόσο για την πρόσκληση όσο και για το ω-
ραίο δείπνο. Για να σαυ -το ω-ταποδώσω, κυρα-αλεπού, σε
προσκαλώ αύριο ιnο σπίτι μαυ για να φάμε μαζί.
Την επόμενη μέρα η αλεπού έφτασε στην ώρα της <no
σπίτι -του πελαργού. Με το που μπήκε μέσα μύρισε το φα­
γητό-{) πελαργός είχε ετοιμάσει ψαρόσουπα- κι άρχισε να
ξερογλείφεται. Όταν όμως κάθισαν στο-τραπέζι, ανακάλυ­
ψε ότι η ψαρόσουπα Ιjταν σερβιρισμένη σ' ένα γuάλι•ο
μπουΥ.άλι με ψηλό και στε•ό λαιμό. Ο πελαργός που είχε
μακρύ ράμφος έτρωγε ά•ετα την ψαρόσουπά του, ενώ η α­
λεπού κατάφερε μόνο να γλείψει λίγο ζωμό απ' το λαιμό
του μπσυκαλιού.
-Γιατί μου το κάνεις αυτό; ρώτησε έξαλλη τον πελαργό.
Το βλέπεις πως δεν μπορώ να φάω μέσα απ' το μπουκάλι!
-Καλ1j μου γειτόνισσα, ηρέμησε, της είπε ο πελαργός.
Πιστεύω πως θα aπολαύσεις την ψαρόσουπα που σου προ­
σφέρω, όπως απόλαυσα κι εγώ χτες την κρεατόσουπα που
μου σερβίρισες!
Η αλεπού κι ο ξυλοκόπος
Ένα χεφαι•ιάτικο πρωινό μια αλεπού, που είχε ξεμα­
κρύνει απ' τη φωλιά της ψάχνοντας για φαγητό, έφτασε σ'
έ•α ξέφωτο ταυ δάσους. Εκεί τα δέ-τρα ήταν αραιά γιατί
έ•ας ξυλοκόπος είχε πιάσει δουλειά -έκοβε δέντρα, τα τε­
μάχιζε, τα αποθιjκευε mην ξύλι'1] καλύβα ταυ κι έπειτα
mjγαινε <m1ν πόλη και τα πουλούσε.
Η αλεπού ετοι~ιάστηκε να γυρίσει <nη φωλιά της στο πυ-
κνό δάσος, mαν άΥ.ουσε μια τουφεκιά απ' την πλευρά των
δέντρων. Κρύφτηκε πίσω από κάποιους πυκνούς θάμ•ους
και σε λίγο είδε να έρχονται προς το μέρος όπου στεκmαν
δύσ κυνηγοί, με τα όπλα τους στα χέρια.
Η αλεπού είχε παγιδευτεί: αν πtjγαινε προς το δάσος,
θα έπεφτε πάνω στους κυνηγούς που θα την τουφέκιζαν,
α• πάλι απομαΥ.ρυνόταν απ' το δάσος κι έβρισκε καταφύ­
γιο στα γύρω χωράφια, μπορεί να είχε την ίδια τύχη. ·Ηταν
χειμώνας και τα χωράφια ψω• γυμνά, άρα σίγουρα θα την
έβλεπαν οι κυνηγοί. Αποφάσισε λοιπόν να ζητήσει βοή­
θεια από τον ξυλοκόπο. Τον πλησίασε και του είπε:
-Καλέ μου ξυλοκόπε, καλημέρα. Θα 1jθελα 'α σου ζητή­
σω μια χάρη, σαν γείτονες που είμαστε.
-Τι θέλεις, κυρα-αλεπού; Πες μου, της είπε ο ξυλοκό­
πος.
-Θέλω 'α με αφtjσεις 'α κρυφτώ μέσα την ξύλL'η καλύ­
βα όπου aποθηκεύεις τα ξύλα σου, του είπε η αλεπού. Εί­
δα κάτι κm'ηγούς να έρχονται προς το μέρος μας και φο­
βάμαι μη με σΥ.οτώσοm•.
-Τότε κρύψου σtην καλύβα μου, κυρα-αλεπού, είπε ο
ξυλοκόπος.
-Καλέ μου άνθρωπε, θέλω αΥ.όμα μια χάρη, του είπε η
αλεπού. Α• σε ραmjσουν οι κυνηγοί πού είμαι, σε παρακα­
λώ, μην τους πεις.
-Εντάξει, ησύχασε. Δε• πρόκειται να τους το πω, της α­
πά'tησε εκείνος.
Οι δύο κm~1γοί έφτασα• στο ξέφωτο και ρώτησαν τον
ξυλοκόπο αν είχε δει μια αλεπσύ.
-'Ο,<ι, δεν την είδα, απάντησε δυνατά ο ξυλοκόπος για
'α τον ακούσει η αλεπού, αλλά ταυτόχρονα έδειξε κρυφά
με το χέριτου προς την καλύβα, ώστε 'α καταλάβουν οι κυ­
'~1γοί πού ή1;αν κρυμμένη η αλεπού.
Οι κυνηγοί όμως δεν κατάλαβαν το •όημα που τους έκα­
'ε ο ξυλοκόπος και συνέχισα• το δρόμο τους.
Όταν aπομακρύνθηκα•, η αλεπού βγήκε απ' την καλύ­
βα και ξεκίνησε 'α φύγει, χωρίς να πει Υ.συβέντα στον ξυ­
λοκόπο.
-Καλά, φεύγεις χωρίς να μου πεις ούτε έ•α ευχαριστώ,
που δε σε πρόδωσα; τη ρώτησε ο ξυλοκόπος.
-Θα σου έλεγα ευχαριστώ, αν το χέρι σου έκανε ό,τι έκα­
'ε και το στόμα σου, είπε η αλεπού και του γύρισε την πλάτη.
Η αλεπού, ο γάιδαρος κω το τομάρι του λιοvταeιού
Μια μέρα ένας γάιδαρος, που τριγυρνούσε στα χωρά­
φια, πέρασε έξω από μια αγροικία. Στην αυλ1j της είδε ένα
τομάρι λι<!'fαριού, που το είχαν απλώσει εκεί να αεριστεί.
Ο γάιδαρος για μια στιγμ1j τρόμαξε, γιατί νόμισε πως έβλε­
πε μπροστά του λιοντάρι ζωντανό. Όταν κατάλαβε όμως το
λάθος του, του πέρασε απ' το μυαλό μια πογηρή ιδέα.
-Το λιοντάρι είναι τρομακτικό αΥ.όμα κι ότα• είναι ψό­
φιο, είπε <nον εαυτό του. Αν έριχνα πάνω μου αυτό το το­
μάρι, όλα τα ζώα του δάσους θα τρόμαζαν και θα το έβα­
ζαν στα πόδια με το που θα με έβλεπαν.
Βούτηξε λοιπόν απ' την αυλή το τομάρι του λιονταριού,
το q;όρεσε και μπιjκε στο δάσος.
Τα ζώα που CΜ•αντούσε στο δρόμο του ο γάιδαρος τον
περνούσαν όλα για λι<Ι-tάρι, γι'αυτό κι έτρεχαν να κρυ­
φτούν τρομαγμένα, μόλις τον αντίκριζαν.
Ο γάιδαρος ήταl' τόσο ενθουσιασμένος απ' την επιτυχία
του σχεδίου του, που δεν μπορούσε να σuγκρατιjσει τη με­
γάλη του χαρά. Άρχισε λοιπόν να γκαρίζει δυνατά.
Δε• πέρασα• λίγα λεπτά κι εμφανίστηκε μπροστά του
μια αλεπού. Ο γάιδαρος τότε σηκώθηκε στα δυο του πόδια
κι έκανε πως θα χιμσύσε πάνω της, για να τΙ]' τρομάξει. Η
αλεπού όμως όχι μόνο δεν κοm~jθηκε απ' "1'11 θέση της, αλ­
λά και του είπε ψυχρά:
-Μη• κουράζεσαι. Μπορεί κι εγώ 'α σε φοβόμοm•α, αλ­
λά πριν σε δω σε άκουσα, κι απ' το γκάρισ~ια κατάλοβα
πως είσαι γάιδαρος κι όχι λιm-τάρι.
Η αλεπού κω τα σταφύλια
Μια γριά αλεπσύ περπατσύσε σ' έ•αν εξοχικό δρόμο
γεμάτο σκόνη και πέτρες. Δεξιά κι αριστερά του δρόμου υ­
πήρχαν περιβόλια και κάποια στιγμή είδε Υ.αι μια Υ.ρεβατί­
να γεμ{.ιτη σταφύλια. Τα σταφύλια αυτά ψα• κατακόκκινα,
δηλαδή γι•ωμένα, ώριμα και χοντρά. Η αλεπού λαχτάρησε
να τα φάει κι άρχισε να ξερογλείφεται. Πήδηξε λοιπόν ψη­
λάγια 'α τα φτάσει, αλλά δε• τα κατάφερε, γιατί η Υ.ρεβα­
τίνα ήταν σε μεγάλο ύψος. Η αλεπού πήρε φόρα και ξα•α­
πήδησε, αλλά και πάλι δεν μπόρεσε να φτάσει τα σταφύ­
λια. Τότε σηκώθηκε στα πίσω της πόδια και τέντωσε το χέ-
ριτης. 'Η~αν μάταιο -και πάλι δεν κατάφερε ούτε να τα αγ­
γίξει. Αφού προσπάθησε κάμποσες φορές ακόμα, η αλε­
πού εγκατέλειψε τις προσπάθειες Υ.αι mjρε και πάλι το
δρόμο της.
-Δεν έχει νόημα 'α προσπαθώ να πιάσω και να φάω έ­
'α μάτσο {.ιγουρα και ξινά σταφύλια, είπε στο• εαυτό της.
Αφού το είδα -τα σταφύλια αυτά 1jταν ακόμα πράσινα και
σίγουρα θα Ιjτα• άνοστα. Δεν υπάρχει λόγος να σκοτίζομαι
γι' αυτά.
Και η αλεπού με το κεφάλι ψηλά και ύφος περιφρονητι­
κό συνέχισε το δρόμο της.
Η αλεπού κι.ιι η κατσίκα
Μια ζεστιj μέρα του καλοκαιριού, μια αλεπσύ έψαΧ'•ε
δροσερό νερό για να πιει, όταν βρέθηκε στο δρόμο της έ­
'α σχετικά ρηχό πηγάδι. Απ' τη δίψα και τη λαχτάρα της, η
αλεπού έσκυψε ~όσο πολύ πάνω απ' ~ο χείλος του πηγα­
διού, πσu έπεσε μέσα με το κεφάλι. Και νερό βέβαια Ιjπιε,
αλλά δεν είχε τρόπο να βγει έξω. Κάθισε λοιπόν εκεί και
περίμενε. Δε• πέρασε πολλή ώρα και μια κατσίΥ.α έχωσε
το κεφάλι της στο άνοιγμα του πηγαδιού.
-τι κάνεις εκεί κάτω, κυρα-αλεπού; τη ρώτησε έκπλη­
κτη η κατσίκα, μόλις την είδε.
-Πί•ω δροσερό νεράκι, απάντησε η αλεπού. Γιατί δεν
κατεβαίνεις να πιεις κι εσύ; τη ρώτησε με πανουργία.
Και η ανόητη Υ.ατσίκα mjδησε κι αυτ~j μέσα <no πηγάδι
κι αφού Ιjπιε δραιερόνερό και ξεδίψασε, ρώτησε την αλεπού:
-Και τώρα πώς θα βγούμε απ' το πηγάδι;
-Εγώ θα σαυ δείξω πώς θα βγω, απ{Ι•τησε η αλεπού, Υ.αι
πριν προλάβει η κατσίκα ν' αντιδράσει, ανέβηκε στην πλ<'.ιτη
της κι από 'κει, μ' έ•α mjδημα, βγ1jκε απ' το ρηχό πηγάδι.
-Κυρα-αλεπσύ, πσύ πας; της φώναξε η κατσίκα. Εγώ τι
θ' aπογίνω;
-Αν είχες μυαλό στο κεφάλι σου, δε θα είχες πηδ1jξει μέσα
στο πηγάδι. Ψάξε τώρα και βρες μ&Ι'η σου τρόπο για να βγεις
από εκεί, της απάντησε η αλεπού και το 'βαλε στα πόδια.
Η αλεπού κι ο γάιδαρος που mίγε να ζrίσει ιnο δάσος
Μια φόρα κι ένω• Υ.αιρό ζούσε ένας γάιδαρος που είχε
κουραστεί 'α τον φορτώνουν συνεχώς με πράγματα Υ.αι να
τρώει και ξύλο από π<'.ινω. Το έσκασε λοιπόν απ' το αφεντι­
κό του και πήγε 'α ζήσει στο δάσος, ελεύθερος και κύριος
του εαυτού του. Εκεί CΜ•άντησε μια αλεπού που τον ρώτη­
σε με περιέργεια τι έκανε μόνος του στο δάσος, κι ο γάιδα­
ρος, χωρίς να χάσει καιρό, της διηγήθηκε την ιστορία του.
-Καλά έΥ.α•ες Υ.αι το 'σy.ασες, του είπε η αλεπού, όταν
τελείωσε. Θέλεις 'α κάνουμε παρέα και 'α βγαίνουμε μα­
ζί για κυνήγι;
-Μετά χαράς, απά>τησε ο γάιδαρος με ευγνωμοσύνη,
γιατί δεν του πέρασε απ' το μυαλό ότι η αλεπού μπορεί να
είχε άλλα σχέδια.
Και πρ{.ιγματι, το ΠΟ'ηρό ζώο είχε σκεφθεί πως δε• εί-
χε να χωρίσει τίποτα με το γάιδαρο, μιας και εκείνος έτρω­
γε μό•ο χορτάρι, αλλά μπορεί κάποια μέρα να της φαινό­
ταν χρήσιμος.
Για λίγο καιρό τα δύο ζώΗ ζούσαν παρέα και ήταν ευru­
χισμένα. Ώσπου μια μέρα συν<'.rντησαν ένα λι<Ι-tάρι. Ο γά­
ιδΗρος τρόμαξε τόσο πολύ που 1jθελε να το βάλει στα πό­
δια, η αλεπού όμως το• καθησύχασε και του είπε:
-Μην κάνεις βιαστικές ΚL'tjσεις. Το λιοντάρι τρέχει π»­
γορα και θα σε φτάσει. Περίμε•ε εδώ -θα πάω εγώ να τσυ
μιλήσω.
Η αλεπού πλησίασε το λLΟ-tάρι που την κοίταζε με απο­
ρία και το χαιρέτησε.
-Βασιλιά των ζώων, θέλω να σου παραδώσω το γάιδαρο
για 'α τον φας, του είπε έπειτα χαμηλόφωνα, για 'α μην
την ακούσει ο φίλος της. Λίγο πιο Υ.άτω, ανάμεσα στα δέ­
-tρα, κάποιοι κυνηγοί έχουν στήσει μια παγίδα για να πιά­
σουν κανέ•α λύκο Ι εμένα. Θα οδηγtjσω λοιπόν το γάιδα­
ρο εκεί, για να πιαστεί στην παγίδα και 'α έρθεις εσύ να
τον φας με την ησυχία σου.
-Ε-tάξει, δέχομαι, απά-τησε το λιοντάρι.
Και η αλεπού γύρισε ΚΟ-tά στο σύντροφό της πσυ την
κοίταζε με περιέργεια και απορία.
-Τη γλιτώσαμε, φίλε μου, είπε στο γάιδαρο. Είπα στο
λιο-tάρι πως εμείς οι δύο το σεβό~ιαστε κι αυτό συμφώνη­
σε 'α μη μας πειράξει, φτάνει να φύγουμε απ' αυτό το μέ­
ρος του δάσους γιατί ανήκει, λέει, στη δική του περιοχή.
Έλα, πάμε 'α φύγουμε από 'δω, κι εγώ θα σε πάω σ' ένα
μέρος όπου το χορτάρι εί•αι πιο φρέσκο, πρόσθεσε και ο­
δήγησε το γάιδαρο στο μέρος όπου βρισκόταν η παγίδα.
Ο γάιδαρος άρχισε 'α βόσκει αμέριμνος αλλά κάπσια
ιπιηη1 πάτησε την παγίδα και το πόδι του πιάιπηκε ιπο δό­
κανο.
Αμέσως η αλεπού έορεξε γεμάτη χαρά να φέρει το λιο­
ντάρι. Το άγριο ζώο είδε το γάιδαρο, αλλά δε• όρμησε να
τον φά.ει.
-Τι περιμένεις; τm• ρώτησε η αλεπού. Π1jγαινε να τm• φας!
-Πρώτα θα φάω εσένα γιατί είσαι προδότρια Υ.αι άπι-
στη, της είπε το λιοντάρι. Ο γάιδαρος μπορεί 'α περιμένει,
αφού έτσι κι αλλιώς είναι πιασμένος ιπο δόκανο.
Και το λιοντάρι έφαγε πρώτα την αλεπού Υ.αι μετά το
γάιδαρο.
Έτσι η αλεπού τιμωρήθηκε και πλ1jρωσε με τη ζωή της
την παγίδα που έιπησε ιπο φίλο Υ.αι σύντροφό της.
Η αλεπού κι ο γεωργός
Κάποτε ζούσε ένας γεωργός που τα είχε βάλει με μια
συγκεκριμένη αλεπού. Αυτό το ζώο τού είχε αρπάξει κά­
ποιο βράδυ ένα κοτόπουλο κι ο γεωργός το είχε κυνηγήσει,
αλλά δε• είχε καταφέρει να το πιάσει. Είχε προσ{ξει όμως
πως αυτtj η αλεπού είχε μια τούφα άσπρες τρίχες ανάμεσα
ιπ' αυτιά της κι έοσι θα μπορούσε να την ξεχωρίσει απ' τις
άλλες αλεπούδες, όταν θα την έβρισκε. Ο γεωργός ορκί­
στηκε λοιπό• 'α την εκδικηθεί και μήνες ολόκληρους τής έ­
στηνε παγίδες.
Και το καλοΥ.αίρι, το δύστυχο αυτό ζώο έπεσε σε μια
παγίδα τσυ γεωργού -το πόδι της πιάστηκε στο δόκανο.
Όταν την είδε ο γεωργός, γέλασε με κακία και της είπε:
-Ήρθε η ώρα να σε εκδικηθώ. Σου το είπα ότι θα σ' έ­
πια•α. Αλλ.ά δε θα σε σκοτώσω. Ο θ<'.ινατος μού φαίνεται
μιΥ.ρή τιμωρία για ό,τι μου έκανες. Θα σε κ<'.ι•ω να πεθ<'.ι­
•εις αργ<'.ι και βασανιστικ<'.ι.
Κι έτρεξε στο σπίτι του, όπου ιηjρε έ•α πανί, το βούτη­
ξε στο λάδι, το έδεσε στψ ουρ<'.ι της αλεπούς και τσυ έβα­
λε φωτι<'.ι.. ΊΞπειτα άνοιξε το δόκω•ο της παγίδας και άφη­
σε το ζώο ελεύθερο.
Η αλεπού το 'σκασε τρέχ<!-tας για να γυρίσει στη φωλιά
της, αλλά σε λίγο η φωτιά <no στουπί φούντωσε κι άρχισε
'α καίγεται. Το δύστυχο ζώο ούρλιαζε απ' τους πόνους κι έ­
τρεχε πέρα δώθε στα χωράφια με το mτάρι, προσπαθώντας
'α πετ<'.ι.ξει από πάνω του το στουπί που το έκαιγε. Όμως,
έτm όπως τιναζόταν, τα ξερά στάχυα που ήταν έτοιμα για
θέρισμα έπιασαν φωτιά απ' την ουρά της αλεπούς. Η αλε­
πού κατάφερε, τελιΥ.ά, να σωθεί -πέταξε το <nουπί και πλη­
γωμένη γύρισε στη φωλιά της για να γλείψει τις πληγές της
ώστε να γι{.rl'ουν. Η φωτιά όμως μεταδόθηκε πολύ γρ1jγορα
σ' όλα τα γύρω χωράφια και τα στάχυα έγινω• κάρβουνο.
Την άλλη μέρα ο γεωργός που είχε δέσει το αναμμέ•ο
στουπί στην ουρά της αλεπούς mjγε 'α θερίσει τα στάχυα
του γιατί εκείνα τα χωράφια 1jταν δικά τσυ, βρ1jκε όμως
μόνο καμέ'1] γη -ούτε έ•α στάχυ δεν είχε απομεί•ει. Έτσι
ο γεωργός τψωρ1jθηκε για τη μεγάλη σκληρότητά του.
Το βοσκόπουλο που aστειευόταν κω ο λύκος
Μια φορά κι έ•αν καιρό ένας φτωχός βοσκός, πσυ είχε
λίγα πρόβατα, CΜ~θιζε 'α -τα cπέλ•ει για βοοκή με το γιο
του, ένα νεαρό αγόρι.
Κάθε μέρα το μικρό βοσκόπουλο έπαιρνε τα πρόβατα
και τα π1jγαινε σ' ένα λιβάδι, ιπην πλαγιά ενός ΚΟ'tινσύ
λόφου, γιατί εκεί το χορτάρι ljl;αν παχύ Υ.αι τα πρόβατα βο­
σκούσαν καλά.. Το βοσκό:ιτουλο καθόταν στη ρίζα ενός δέ­
'tροu και -τα παρατηρούσε, παίζοντας τη φλογέρα του, αλ­
λά η ώρα δεν περνούσε και βαριόταν. Έτσι μια μέρα τσύ
πέρασε απ' το μυαλό μια ιδέα και α:ιτοφάσισε 'α διασκε­
δάσει. Σηκώθηκε λοι:ιτόν όρθιος κι άρχισε να φω•άζει δυ­
νατά:
-Λύκοι, λώωι! Τρέξτε, χωριανοί!
Και πράηιατι, μερικοί χωρικοί έτρεξα• στην πλαγιά
κρατώντας σκε:ιτάρ•ια Υ.αι aξίνες. Όταν όμως έφτασαν στο
λιβάδι, βρΙΥ.α• το βοοκόπουλο ξεΥ.αρδισμένο cπα γέλια.
-Πού εί•αι οι λύκοι; -το ρώτησαν.
-ΠλάΥ.α σάς έκω•α! τους α:ιτά'tη<ιε ο μιΥ.ρός βοσκός.
Δε• ήρθε κω•ένας λύκος.
Οι χωρικοί θύμωσαν και μάλωσα• -το βοσκόπσυλο, πριν
ξαναγυρίσουν στις δουλειές τους.
Ο φτωχός βοσκός μάλωσε κι αυτός -το γιο του, όταν -τον
είδε το ίδιο βράδυ, και τον έβαλε να -του υποσχεθεί παις δε
θα ξανάκανε τέ-τοια χm'fρά αστεία.
Το βοοκόπουλο -τού έδωσε το λόγο -του, λίγες όμως μέ­
ρες αργότερα, αποφάσισε 'α ξαναπαίξει το ίδιο παιχνίδι.
Άρχισε λοΙJtόν να φω•άζει:
- Τρ{ξτε, τρέξτε! Οι λύκοι θα φά•ε τα πρόβατα!
Οι χωρικοί έτρεξαν και πάλι 'α βοηθιjσουν, αλλά έγι­
νω• {ξαλλοι όταν διαπίστωσα• πως το βοσκόπουλο τούς εί­
χε εξαπατtjσει ακόμα μια φορά..
-Δύο λύκοι ήταν εδώ πριν από λίγο. Το 'σκασαν όμως ό­
ταν σας άκουσω• 'α πλησιάζετε, διΥ.αιολογ1jθηκε το βο­
σκόπουλο, για 'α τους ηρεμήσει.
Την επόμενη μέρα, ακριβώς λίγη ώρα αφότου το βοσκό­
πουλο οδtjγησε τα πρόβατά του στο λιβάδι, παρουσιά<nη­
καν στ' αλήθεια δύο λύκοι. Ο νεαρός βοσκός άρχισε να
φωνάζει όσο πιο δm•(.ιτά μπορούσε:
-Λύκοι, λύκοι, τρέξτε!
Κανείς όμως χωρικός δεν έτρεξε να βοηθήσει το τρομαγ­
μένο βοσκόπουλο και οι λύκοι άρπαξα• κ{Ι•α δυο πρόβατα.
Όταν το νεαρό αγόρι γύρισε Υ.λ.αίγ<Ι'tας στο χωριό και
παραπσνέθηκε στους χωρικούς πσu δε• είχαν τρέξει να το
βοηθήσουν, εκείνοι του είπαν:
-Εσύ φταις κι όχι εμείς. Μας είπες δύο φορές ψέματα,
ώστε όταν είπες την αλ1jθεια, εμείς δεν είχαμε πια Υ.α•ένα
λόγο 'α σε πιστέψουμε.
Τα πρόβατα και ο λύκος
Κάποτε ζούσε έ•ας βοσκός που είχε ένα πολύ μεγάλο
κοπάδι πρόβατα και δύο μεγάλα και άγρια μαντρόσκυλα
να τα φυλά•ε. Τα σκυλιά όμως αυτά κάποια στιγμή αρρώ­
στησαν και πριν προλάβει ο βοσκός 'α τα φροντίσει, μιας
και Υ.αμιά στ6νη δε βρισΥmαν εκεί κον10ά, ψόφησαν και τα
δύο.
Ο βοσκός στενοχωρ1jθηκε πολύ, τόσο επειδή έχασε τα
αγαπημένα του σκυλιά, όσο κι επειδή φοβόταν μην επιτε­
θούν στο κοπάδιτου οι λύκοι. ·Επρεπε λοιπόν να πάρειτην
απόqχ:ιση να κατεβάσει το κοπάδι του σε άλλα λιβάδια, ό­
που θα συναντούσε κι άλλους βοσκούς Υ.αι θ' αγόραζε από
κείνους Υ.6ποιο μαντρόοκυλο.
Ξεκίνησε την ίδια κιόλας μέρα 'α πάει τα πρόβατά του
στη βοσκή, όταν ξαφνικά είδε ένα λύκο να τ' ακολουθεί. Ο
βοσκός φοβήθηκε κι άρχισε να μαζεύει πέτρες για να τις
πετάξει στο λύκο, όταν πρόσεξε ότι το άγριο ζώο δεν έδει­
χνε διάθεση να πειράξει τα πρόβατα. Αντίθετα, τ' ακολου­
θούσε πειθιjνια σαν 'α ήταν τσοπα•όσκυλο κι ότα• έβλεπε
κάποιο απ' αυτά να ξεΥ.όβει από το κοπάδι, έτρεχε και το
ξανάφερνε πίσω. Ο βοσΥ.ός παραξενεύτηκε από τη συμπε­
ριφορά του λύκου κι όλη τη μέρα πρόσεχε πού πήγαινε το
αγρίμι και τι έκανε, γιατί φοβόταν μιjπως ο λύκος αρπάξει
ξαφνικά κω•ένα πρόβατο. Το ίδιο έκανε Υ.αι το βράδυ. Ό­
λη τη 'ΙJχτα ο βοσΥ.ός παραφύλαγε μήπως κι εμφανισθεί ο
λύκος, που το απόγευμα είχε ακολουθήσει τα πρόβατα μέ­
χρι το μαντρί κι έπειτα είχε φύγει σαν να 'χε κάνει το κα­
θήκον του.
Το επόμε•ο πρωι•ό ο λύκος περίμε•ε το βοσκό Υ.αι το
κοπάδι του και τους αΥ.ολούθησε και πάλι σω• τσοπανό­
σκυλο μέχρι το λιβάδι. Το δειλινό τούς συνόδευσε ξανά μέ­
χρι το μαντρί κι έπειτα έφυγε.
-τι παράξε•ο ζώο! είπε στον εαυτό του ο βοσκός. Συ­
μπεριφέρεται περισσότερο σαν σκύλος παρά (J(!ν λύκος.
Με-τά από δεΥ.απέγτε μέρες ο βοσΥ.ός είχε πια πειστεί
παις ο λύκος 1jταν ακίνδυνος και μάλιστα είχε αρχίσει να
το• ταίζει, όπαις -τάιζε παλιά και τα σκυλιά του. Δε• έψα­
χνε πια για τσοπανόσκυλο, αφού ο λύκος εκτελούσε <πην
εντέλεια τα καθιjκογτα του φύλακα.
Με-τά από λίγο καιρό ο βοσκός α•r.ιγκάστηκε να πάει
στην πόλη για μια δουλειά.. ΊΞφυγε Ιjσυχος από τη στάνη
του κι άφησε το λύκο να -του φυλά.ει τα πρόβατα. Όταν ό­
μως γύρισε πίσω, δε βρήκε ζω'tα•ό ούτε έ•α πρόβατο.
-Τι βλά.κας που είμαι! Καλά να πάθω! άρχισε να φωνά­
ζει και να χτυπάει -το κεφάλι του στον τοίχο. Είμαι τόσο
κουτός που εμπιστεύτηκα τη φύλαξη των προβ<Όιτων μου σ'
ένα λύΥ.ο.
Ο λύκος και ο πελαργός
Μια φορά κι έναν καιρό ένας λύκος που έτρωγε -το φα­
γητό του με λαιμαργία π1jγε να πνιγεί, κι όταν Υ.ατάπιε, έ­
να μικρό Υ.όκαλο τού στάθηκε στο λαιμό και όσο κι α• έβη­
χε κι όσο κι αν έφτm•ε, δεν μπορούσε να το βγάλει. Τριγύ­
ριζε λοιπό• στο δάσος και παρακαλούσε όποιο ζώο συ•α­
ντούσε 'α τον βοηθιjσει. Κανένα όμως ζώο δεν τολμούσε
να πλησιάσει το αγρίμι, πόσο μάλλον να χώσει το πόδι -του
στο στόμα του.
Τότε ο λύκος φώναξε απελπισμένος:
-Όποιος με βοηθΊjσει, θα αγταμειφθεί πλουσιοπάροχα.
Σας δίνω το λόγο της τιμής μου.
Ένας πελαργός πσυ 1jταν τολμηρός Υ.αι θαρραλέος και
1jξερε πως ο λύκος ήταν πολύ πλούσιος, τον πλησίασε κι ό­
ταν ο λύκος άνοιξε διάπλατα το στόμα -του, εκείνος με το
μακρύ του ράμφος τράβηξε το κόΥ.αλο με προσοχή.
Ανακσυφισμένος ο λύκος είπε:
-Επιτέλους, είμαι καλά. Και γύρισε να φύγει.
-Πού είναι η ανταμοιβή που μου υποσχέθηκες; -τον ρώ-
τησε τότε ο πελαργός.
-Δε σου φτάνει που έζησες αυτή την εμπειρία; του απά­
'tησε -το aχάριστο αγρίμι. •Εβαλες το ράμφος σου στο στό­
μα -του λύκου και επέζησες. Θέλεις και ανταμοιβ1j; Άντε,
φύγε από μπρο<nά μου.
Και ο πελαργός δεν είπε τίποτα γιατί ήξερε πως δεν
μπορούσε να απαιτήσει το δίκιο του από κάποιον που 1jταν
πιο δm•ατός απ' αυτόν.
Ο πειναιτμέvος λ·ύκος και ο κατοικίδιος οκύλος
Μια φορά κι έ•αν καιρό ένας γέρος λύκος πσυ ζούσε σ'
έ•α δάσος δυσκολευόταν να βρει φαγητό, με αποτε'λεσμα
'α αδυνατίσει τόσο πολύ, που τα πλευρά του ξεχώριζαν
απ' τη γούνα του. Ο λύκος Ιjταν aπελπισμένος και για να
μην πεθάνει της πείνας, αναγκάστηκε να βγει απ' το δάσος
και να πλησιάσει το χωριό. Εκεί συν{Ι'tησε έναν οικόσιτο
σκύλο, καλοθρεμμένο και mρουμπουλό.
-Μια χαρά είσαι! του είπε ο λύκος με απορία. Πού βρί­
σκεις φαγητό όταν -το κυνήγι έχει γί•ει τόσο σπάνιο;
-Εγώ δε βγαίνω για κυνtjγ~ του είπε ο σκύλος. Κάθε μέ­
ρα το αφε'ttΚό μου με ταίζει Υ.ρέας και πουλερικά. Εγώ το
μόνο που πρέπει να κάνω είναι να προσέχω το σπίτι Υ..αι να
γαβγίζω σ' όποιον το πλησιάζει. Γιατί δε• έρχεσαι, φίλε λύ­
κε, κι εσύ στο χωριό να βρεις μια οικογένεια να την πρ<χπα­
τεύεις κι εκείνη να σε ταίζει; πρόσθεσε ο χοντρός οκύλος.
-Μετά χαράς, είπε ο λύκος και ξεκίνησαν και οι δύο για
το χωριό.
Όμως ο λύκος, όπως περπατούσα• άκουγε έ•α γκλιν­
γκλαν και γυρίζ<Ι<τας προς το μέρος του σκύλου, είδε γύρω
απ' το λαψό του μια λαιμαριά.
- Τι είναι αυτό που φοράς, φίλε ~ιου; το• ρώτησε.
-Α, αυτό είναι λαιμαριά, του απ{Ι<τη<ιε ο σκύλος. Απ'
αυτό με δένουν τη νύχτα με μια αλυσίδα, για να μψ• το
σκάω.
-Τότε εγώ δε• πρόκειται να σε ακολουθήσω στο χωριό,
του είπε ο γερο-λύκος. Προτιμώ να μείνω στο δάσος ελεύ­
θερος Υ.αι νηστικός, παρά να τρώω πλσυσιοπάρ<r,<α και να
'μαι σκλάβος!
Το τζιτζίκι και το μυρμrftκι
Ήτα• Υ.αλοκαίρι και οι μέρες 1jτα• φωτεινές και ηλιό­
λουστες. Το τζιτζίκι περνούσε το• καιρό του τραγουδώ­
ντας, ε•ώ τα μυρ~ηjγκια κουβαλούσαν χωρίς <nαματημό
σπόρους, ψίχουλα κι ό,τι άλλο έβρισκαν για να το αποθη­
κεύσουν <nη φωλιά τους.
-Το καλοκαίρι πρέπει 'α διασκεδάζουμε, τους είπε ο
τζίτζικας γελώντας δυνατά. Ήλιος, ζέστη ... Δε γίνεται να
δουλεύετε -τόσο σΥ.ληρά. Αφήστε τις βαριές δουλειές για το
χειμώνα.
Τα μυρμ1jγκια όμως δε• του απάντησα• και συνέχισαν
τη δουλειά -τους.
Και πράγματι Ιjρθε το φθινόπωρο, ακολούθησε ο χειμώ­
•ας, άρχισαν τα μεγάλα κρύα, έπεσα• και χιόνια. Το τζιτζί­
κι δεν έβρισκε τίποτα να φάει. Π1jγε λοιπό• στη φωλιά των
μυρμηγκιών και -τους είπε:
-Δώστε μου, καλά μου μυρμ1jγκια, κ{.ιτι να q;άω. Σας πα­
ρακαλώ! Πεινάω πολύ.
-Δυστυχώς, δεν μπορούμε να σου δώσουμε τίποτα, του
απά'τησαν τα μυρ~ηjγκια. Δουλέψαμε σκληρά όλο -το Υ.α­
λοκαίρι, ε•ώ εσύ τραγούδαγες και γέλαγες. Ε, συνέχισε
'α κάνεις το ίδιο Υ.αι τώρα!
Το δεμάτι με τις β{ρyες
Μια φορά κι ένω• καιρό ζούσε ένας αγρότης που είχε
τρεις γιους. Αυτά τα παιδιά δεν υπήρχε μέρα που να μη μά­
λωναν μεταξύ -τους. Τα χρό•ια πέρασαν κι ο αγρότης γέρα­
σε. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε πως πλησίαζε ο θάν(.ιτός
του. Τότε κάλεσε Υ.οντά του Υ.αι τα τρία του παιδιά, γιατί1-
θελε να τα συμφιλιώσει. Αq;ού ζ1jτησε και του έφεραν ένα
δεμάτι από λεπτές βέργες, είπε στο μεγάλο γιο του να σπά­
σει τις βέργες στα δύο.
Όσο κι ω• προσπάθησε όμως ο νεαρός, δεν κατάφερε
να σπάσει το δεμάτι με τις βέργες.
Τότε ο γέρος αγρότης ζψησε από το δεύτερο γιο τσυ,
που όλη αυτή την ώρα κορόιδευε τον αδερq;ό του, να σπά­
σει εκείνος τις βέργες. Όμως ούτε ο δεύτερος γιος κατά­
φερε να σπάσει το δεμ{.ιτι με τις βέργες.
Στη συνέχεια προσπάθησε κι ο τρίτος γιος, αλλά απέτυ­
χε κι εκεί•ος.
Τότε ο αγρότης τράβηξε απ' το δεμ{.ιτι τρεις βέργες και
έδωσε από μία σε κάθε του γιο, ζητώντας του 'α τη σπάσει.
Και, βέβαια, αυτές τις βέργες τις έσπασα• πανεύκολα και
οι τρεις.
-Είδατε πόσο δm•ατοί είστε, όπως αυτό το δεμάτι με τις
βέργες, όταν είσαστε ενωμένοι και πόσο εύΥ.ολα μπορεί
κάποιος 'α σας σu-τρίψει, ότω• είστε μόνοι σας, είπε ο πα­
τέρας στους τρεις γιους τσυ.
Η βελανιδιά και οι καλb.μιές
Δίπλα σε μια λίμνη βριοκότω• μια μεγάλη βελω•ιδιά με
κλαδιά που απλώνο'tα• προς όλες τις κατευθύνσεις, ενώ
δίπλα της φύτρωναν πολλές κι αδύναμες Υ.αλαμιές. 'Οταν
φυσούσε, οι καλαμιές έγερνα• και λύγιζαν, η βελανιδιά ό­
μως στεκόταν περήφανη και τα κλαδιά της μόλις που σά­
λευα• στο φύσημα του αέρα.
-Ούτε ο αέρας δεν μπορεί να με κά•ει να λυγίσω, έλεγε
με έπαρση η βελανιδιά.
-Αυτό θα το δούμε, αυτό θα το δούμε, ψιθύριζω• τα κα­
λάμια.
Μια μέρα <πην περιοχ1j της λίμνης ξέσπασε μια δm•ιmj
καταιγίδα. Αστραπόβρον10α χαράκωνα• τον ουρανό και ο
άνεμος, που φυσούσε μανιασμέ•α, κουνούσε τις καλαμιές
πότε από 'δω και πότε από 'κει. Ήταν δε τόσο δυνατός,
που τελικά ξερίζωσε από τη γη την πελώρια βελανιδιά και
την έριξε κ(.ιτω με τρομερό θόρυβο.
Κάποια στιγμή που η καταιγίδα κόπασε, οι αδύναμες
καλαμιές που βρίσκ<η-ταν ακόμα στη θέση τους, γύρισαν
και είπαν στην πεσμένη βελα•ιδιά:
-Εμείς επιζ1jσαμε γιατί λυγίζαμε <no φύσημα του αέρα,
ε•ώ εσύ που αντι<nεΥ.όσουν, ξεριζώθηκες και καταστρά­
φηκες.
Η χελώνα κι ο λαyός
Ένας λαγός δεν έχανε ευΥ.αιρία να καυχιέται <nα ζώα
του δάσους για το πόσο γρήγορα έτρεχε.
- Είμαι πιο γρ1jγορος κι απ' το• αέρα, έλεγε όπου στε­
κόταν κι όπου βρισκόταν.
Μια χελώ•α είχε ενοχληθεί φοβερά απ' τις καυχησιές
του λαγού και μια μέρα δεν άντεξε και του είπε:
-Κυρ-λαγέ, σε καλώ 'α με συναγωνιmείς στο τρ{ξιμο
και τότε θα δούμε ποιος εί•αι γρηγορότερος.
Ο λαγός διασκέδασε τόσο πολύ με τΙ]' πρόταση της χε­
λώνας, που δέχτηκε το στοίχη~ια.
Τα δύο ζώΗ συμφώνησαν 'α ψέξουν μέχρι τη φτελιά, έ­
να μεγάλο δέ"fρο που βρισκόταν στη στροφtj του δρόμου.
Δόθηκε το σύνθημα και τα δύο ζώΗ ξεκίνησαν. Ο λαγός
εξαφανίστηκε στη στιγμή, ε•ώ η χελώνα mjρε αργά και
σταθερά το δρόμο.
Μόλις ο λαγός έφτασε <nη στροφtj του δρόμου, είπε
στο• εαυτό του: <<ΒρίσΥ.ομαι ένα πtjδημα απ' το τέρμα.
Στη• πραγματικότητα, την έχω νικήσει τη χελώνα. Δε• ξα­
πλώνω κάτω απ' αυτό το δέ"fρο, να κοιμηθώ λιγάκι και με
το που θα τη δω να έρχεται, πετάγομαι και τερματίζω>> .
Κι αυτό έΥ.α•ε. Τεντώθηκε φαρδύς πλατύς στη σκιά του
δέντρου και ΠQL' καλά Υ.αλά το καταλάβει αποκοιμήθηκε
βαθιά.
Η χελώνα, στο μεταξύ, συνέχιζε το περπάτημα. Κάποια
στιηη έφτασε <nη στρσφtj του δρόμσυ και ξεπέρασε το λα­
γό που κοιμόταν του καλού καιρού. Βρισκόταν λίγα εκατο­
στά πριν από τη φτελιά, όταν ο λαγός ξύm'ησε, είδε τι έγι­
νε και πετάχτηκε όρθιος.
Ήτω• όμως 1jδη πολύ αργά. Η χελώνα είχε τερματίσει
και τα ζώΗ του δάσους τη ζητωκραύγαζα•. Το σοφό ζώο
δε• είχε επαναπαυτεί, αλλά αργά και σταθερά είχε παλέ­
ψει για τη νίκη.
Η αλεπού και ο κάβουρας
Σε μια όμορφη ακρογιαλιά ζούσε κάποτε έ•ας νεαρός
κάβουρας ~ιαζί με την παρέα του -πολλά άλλα καβούρια.
Εκεί, ανάμεσα στους βράχους που πότε τους σκέπαζε και
πότε τους ξεσκέπαζε το κύμα, τα καβούρια έτρωγαν, έπαι­
ζαν, κοιμούνταν.
Ο •εαρός Υ.άβουρας όμως είχε βαρεθεί τα ίδια και τα ί­
δια Υ.αι Ιjθελε να γνωρίσει και τον κόσμο της στεριάς. Ό­
ταν λοιπόν τα καβούρια έβγαιναν στην αμμουδιά, εκεί που
έσΥ.αγε το κύ~ια της θάλασσας, ο νεαρός κάβουρας καθυ­
στερούσε λιγάκι παραπάνω και προχωρούσε μερικά μέτρα
κοιτάζ<Ι-tας γύρω του, πρι• τρέξει 'α κρυφτεί Υ.αι πάλι στα
βράχια ή στις σπηλιές, όπου ήταν το σπίτι του.
Ώσπου μια μέρα αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει στη
θάλασσα. Προχωρώ-τας σtΙ]' αμμουδιά, βρήκε έ•α ποτα­
μάκι που χυνόταν στη θάλασσα και άρχισε να το ανεβαίνει,
μέχρι που έφτασε στην κοίτη του. Εχεί Ιjταν ένα δάσος. Ο
κάβουρας δε• είχε ξαναδεί δέντρα στη ζωή του κι απόμει­
'ε 'α τα κοιτάζει έκθαμβος. Τότε, όμως, μια αλεπού τον εί­
δε και τον έπιασε για να τον φάει.
-τι γυρεύει <nη στεριά έ•α πλάσ~ια της θάλασσας σαν κι
εμένα; είπε ο κάβουρας στο• εαυτό του. Καλά να πάθω, α­
φού Ιθελα ταξίδια και νέες εμπειρίες!
Η νυχτερίδα και οι γάτ~
Μια 'U',(fερίδα κάπστε πληγώθηκε <nα πτερύγιά της και
δε• μπορούσε να πετάξει. Σερνότα• λοιπόν στο χώμα κι έ­
ψαχνε 'α βρει ένα μέρος για να κρυφτεί, μέχρι 'α γιά•ει η
πληγιj της. Εκείνη τη στιγ~ηj όμως έτυχε 'α περνάει από
'κει ένας αγριόγατος που μόλις την είδε, όρμησε πά•ω της
για να τη φάει.
-Σε παρακαλώ, άσε με 'α ζιjσω! Μη με φας, του είπε η
νυχτερίδα.
-Εγώ τρώω όλα τα πουλιά, της είπε ο αγριόγατος.
-Μα εγώ δεν είμαι πουλί, του απάντησε η νυχτερίδα. Εί-
μαι ποντικός της εξοχιjς.
Ο αγριόγατος την περιεργάιnηκε με προσοχή, είδε πως
έμοιαζε <n' αλιjθεια με ΠΟ'tικό και γι' αυτό την άφησε να
ζήσει.
Πριν όμως προλάβει ν' ανασά•ει από αναΥ.ούφιση η
πληγωμένη νυχτερίδα, εμqχινίστηκε μπροστά της μια γάτα,
που ετοιμάστηκε να τη φάει.
-Σε παρακαλώ, άσε με να ζήσω! Μη με φας, είπε στη
γάτα η νυ-,crερίδα.
-Εγώ τρώω όλα τα ΠΟ'tίκια, της απάντησε η γάτα.
-Μα εγώ δε• είμαι ποντίκι, της είπε το πληγωμένο ζωά-
κι. Είμαι νυχτερίδα, δεν το βλέπεις; 'Εχω φτερά και πετάω.
Η γάτα την Υ.οίταξε με προσοχιj, είδε πως είχε πράγματι
φτερά -τα πτερύγιά της- και της είπε πριν απομακρυνθεί:
-Εντάξει, δε θα σε φάω. Δε• είσαι ποντικός.
Έτσι η έξυπνη νυ-,crερίδα γλίτωσε δύο φορές από το θά­
νατο, αλλάζοντας το ό•ομά της.
Ο ποντικός της πόλης και ο ποντικός της εξοχ,ιίς
Ένας ποντικός που ζούσε στην εξοχή κάλεσε στα γε­
•έθλιά του το• ξάδελφό του από την πόλη για δείπνο.
Κουράστηκε όλη μέρα με τις ετοιμασίες, κι όταν 1jρθε η
ώρα του δείπνου πρόσφερε στον καλεσμένο του λίγο α­
ρακά, λίγο ξερό ψωμί, λίγους σπόρους κριθαριού.
Ο ποντικός της πόλης, αφού έφαγε λίγο αρακά και λί­
γο ξερό ψωμί, γύρισε και είπε στον ξάδελφό του:
-Καλέ μου ξάδελφε, α•αρωτιέμαι πώς μπορείς και ζεις
τόσο φτωχικά! Σε προσκαλώ να έρθεις μαζί μου στην πό­
λη για να σου δείξω πώς πρέπει 'α ζει ένας ΠΟ'"fικός.
Και πράγματι, το ίδιο κιόλας βράδυ τα δύο ποντίκια
π1jγα• στην πόλη, όπου ο ποντικός της πόλης οδήγησε τον
ξάδελφό του σ' ένα υπέροχο αρχοντικό. Οι δύο ποντικοί
μmjκαν στην τραπεζαρία και πάνω στο μεγάλο ξύλι•ο
τραπέζι βρήκα• όλα τα καλά -απομεινάρια ενός πλού­
σιου δείπνου. Ο ποντικός της πόλης πρόσφερε στον ξά­
δελφό του τυρί, φρέσκο άσπρο ψωμί, μιΥ.ρά κομματάκια
λουκάνικο.
Τα δύο ΠΟ'"fίκια δεν είχα• προλάβει να αποφάνε, όταν
ακούστηκε ένα νιαούρισμα και μια γκρίζα γ<'.ιτα πήδηξε
πά•ω στο τραπέζι. Τα ΠΟ'"fίκια μόλις που πρόλαβαν να
κουτρουβαλ1jσουν απ' το τραπέζι και να κρυφτούν σε μια
τρύπα στο• τοίχο.
-Μη φοβάσαι, είπε ο π<η"Ιικός της πόλης. Σε λίγο η γά­
τα θα φύγει και εμείς μπορούμε να aποτελειώσουμε το
δείπνο μας.
-Αγαπητέ μου ξάδελφε, εού μπορείς να aποτελειώσεις
το φαγητό σου. Εγώ προτιμώ να γυρίσω στο σπίτι μου
στην εξοχή και 'α δειm~jσω φτωχικά, αλλά με ασφάλεια,
απάντησε ο ποντικός της εξοχ-ιjς και το 'βαλε στα πόδια.
Το καμπανάκι της γάτας
Μια οιΥ.ογένεια ποντικώ• ζούσε σ' ένα ωραίο παλιό
σπίτι με πολλά δωμάτια. Τα ποντίκια περνούσα• υπέροχα,
αλλά θα περ•ούσαν πολύ καλύτερα αν δε ζούσε στο ίδιο
σπίτι και ~u.α γ{.ιτα, πονηρή και επικίνδυνη. Το ζώο αυτό
γλίστραγε στους χώρους του σπιτιού σιωπηλό και αιψ•ιδί­
αζε τα θύματά του πριν αυτά προλάβουν να το βάλοm• στα
πόδια. Έτm είχε καταφέρει και είχε πιάσει πολλά ποντί­
κια και τα είχε σκοτώσει.
Τα ποντίκια λοιπόν αποφάσισαν να κάνουν μια συνέ­
λευση, για να δουν με τι τρόπο μπορούσαν να αντιμετωπί­
σουν τον τρομερό τους εχθρό. Στη συνέλευση μίλησα• ό­
λοι, μικροί και μεγάλοι, ώσπου ένα μικρό ΠΟ'tίκι πρότεL•ε
το εξ!jς σχέδιο:
-Νομίζω πως βρ1jκα τη λύση <no πρόβλημά μας. Πρστεί­
''ω να δέσουμε ένα Υ.αμπανάκι στο λαιμό της γάτας! 'Ετσι
θα την ακούμε ότα• θα έρχεται προς το μέρος μας.
Τα ποντίκια ενθουσιά<nηκαν με την ιδέα του μικρού πο­
'tικσύ και άρχισαν 'α του δίνουν ΟU'(',(αρητήρια. Τότε, ό­
μως, ένα γέρικο σαρό ποντίκι που δεν είχε μιλ1jσει μέχρι
τότε, ζήτησε το λόγο και είπε τα εξής:
-Πολύ ωραία ιδέα, φίλοι μου. Τα λόγια όμως είναι εύκο-
λα, ενώ οι πράξεις δύσκολες. Μου λέτε ποιος από μας θα
βρει το θάρρος να πάει να δέσει το Υ.αμπανάκι στο λαιμό
της γάτας;
Ο μικρός σκύλος του κηπουρού
Μια μέρα, ένας κηπουρός βρισκότω• <ΠΟ' κtjπο του και
φύτευε βολβούς. Λίγο πιο πέρα, ιπα παρτέρια, έπαιζε το
κουτάβι του κηπουρού -κm~1γούσε μια πεταλούδα. Το νε­
αρό ζώο ήταν τόσο χαρούμενο και απορροφη μένο από το
παιχνίδι, που δεν πρόσεχε πού πατούσε, με αποτέλεσμα να
γλιστρ1jσει και να πέσει μέσα σ' ένα πηγάδι, ιπεγνό αλλά
βαθύ, απ'το οποίο δε• μπορούσε να βγει.
Ο σκυλάκος άρχισε να γαβγίζει και το αφε'tιΥ.ό του τον
άκουσε κι έτρεξε να τον βοη θήσει. Ο κηπουρός έσκυψε
και άπλωσε το χέρι του για να τον πιάσει, το σκυλάκι όμως
φοβ1jθηκε και του δάγκωσε το χέρι.
-Δεν ντρέπεσαι, βρε; του είπε ο κηπουρός. Δαγκώ•εις
το χέρι που σε ταlζει; Εγώ τρέχω να σε σώσω κι αυτό είναι
το εuχαριιπώ; Βρες λοιπόν τρόπο και βγες απ' το πηγάδι
μό•ος σου !
Οι δύο ταξιδιώτες και η αρκούδα
Δύο φίλοι ξεκίνησαν 'α κάνουν έ•α ταξίδι -mjγαιναν
στην πόλη για δουλειές. Καθώς περπατούσαν σ' ένα <Πε•ό
μονοπάτι ιπο δάσος, το οποίο διέσχιζαν για 'α κόψουν
δρόμο, άκουσαν ένα θόρυβο και είδαν μέσα απ' τα δένψα
έ•α τεράστιο ζώο να έρχεται προς το μέρος τους.
-Αρκούδα! Τρε'ξε να σωθούμε! φώναξε ο έ•ας απ' τους
δύο φίλους και παρατώντας το miντροφό του, σκαρφάλω­
σε όσο πιο γρ1jγορα μπορούσε σ' ένα ψηλό δέντρο και κρύ­
φτηκε μέσα στο πυκνό του φύλλω~ια.
Ο δεύτερος άντρας όμως δε• πρόλαβε ν' α•εβεί ιπο δέ­
'tρο, αφού δεν τον βrnjθησε κι ο σύντροφός του, παρά κοί­
ταξε να προστατεύσει το τομάρι του. Ο δύστυχος άντρας έ­
πεσε λοιπό• στο χώ~ια και παρίστανε τον πεθαμένο, περι­
μένοντας το τέλος του.
Η αρκούδα πλησίασε τον ξαπλωμένο άντρα και άρχισε
'α τον μυρίζει. Τον μύρισε αρκετtj ώρα από τψ• κορυφtj
μέχρι τα .,)χια και έπειτα, προς έκπληξη και τω• δύο α­
'tρών, γύρισε κι έφυγε.
-Μου φ(.ινηκε πως η αρΥ.ούδα κάτι σου είπε στο αυτί, εί­
πε ο ταξιδιώτης που είχε ανεβεί στο δέ'tρο στο φίλο του,
μόλ.ις κατέβηκε.
-Δίκιο έχεις, του απάντησε ο συνταξιδιώτης του.
-Και τι σου είπε; το• ρώτησε ο πρώτος ταξιδιώτης.
-Με συμβούλεψε την επόμενη φορά που θα ταξιδέψω,
'α διαλέξω πιο προσεκτικά το φίλο που θα με συνοδεύσει,
ώστε να μη με παραηjσει όταν θα παρουσιαστεί κίνδυνος.
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus
100 Myths from Aesopus

More Related Content

What's hot

Δεκαδικά κλάσματα - Δεκαδικοί αριθμοί
Δεκαδικά κλάσματα - Δεκαδικοί αριθμοίΔεκαδικά κλάσματα - Δεκαδικοί αριθμοί
Δεκαδικά κλάσματα - Δεκαδικοί αριθμοίtheodora tz
 
διαγωνισμα στο μαθημα της οδυσσειας ραψωδια ε
διαγωνισμα στο μαθημα της οδυσσειας ραψωδια ε διαγωνισμα στο μαθημα της οδυσσειας ραψωδια ε
διαγωνισμα στο μαθημα της οδυσσειας ραψωδια ε Ria Papamanoli
 
Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου - Ερωτήσεις Ενότητας 3-4
Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου - Ερωτήσεις Ενότητας 3-4Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου - Ερωτήσεις Ενότητας 3-4
Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου - Ερωτήσεις Ενότητας 3-4Panos Kapiris
 
διαγωνισμα α τετραμηνου στο μαθημα της νεοελληνικης λογοτεχνιας
διαγωνισμα α τετραμηνου στο μαθημα της νεοελληνικης λογοτεχνιαςδιαγωνισμα α τετραμηνου στο μαθημα της νεοελληνικης λογοτεχνιας
διαγωνισμα α τετραμηνου στο μαθημα της νεοελληνικης λογοτεχνιαςRia Papamanoli
 
Τα τρία γουρουνάκια
Τα τρία γουρουνάκιαΤα τρία γουρουνάκια
Τα τρία γουρουνάκιαYoula Economou
 
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΟΜΗΜΕΝΗΣΜΟΡΦΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ,ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΛΟΥΣ...
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΟΜΗΜΕΝΗΣΜΟΡΦΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ  Α΄   ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ,ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΛΟΥΣ...ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΟΜΗΜΕΝΗΣΜΟΡΦΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ  Α΄   ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ,ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΛΟΥΣ...
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΟΜΗΜΕΝΗΣΜΟΡΦΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ,ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΛΟΥΣ...ΕΥΗ ΚΑΡΟΥΝΙΑ
 
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΚΛΟΥ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΚΛΟΥ  Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΚΛΟΥ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΚΛΟΥ Maria Froudaraki
 
Να σαι καλά δάσκαλε - φύλλο εργασίας
Να σαι καλά δάσκαλε - φύλλο εργασίαςΝα σαι καλά δάσκαλε - φύλλο εργασίας
Να σαι καλά δάσκαλε - φύλλο εργασίαςGeorgia Sofi
 
Αρχαία Ελληνικά Β Γυμνασίου Ενότητα 7η: Ένας στοργικός ηγέτης
Αρχαία Ελληνικά Β Γυμνασίου Ενότητα 7η: Ένας στοργικός ηγέτηςΑρχαία Ελληνικά Β Γυμνασίου Ενότητα 7η: Ένας στοργικός ηγέτης
Αρχαία Ελληνικά Β Γυμνασίου Ενότητα 7η: Ένας στοργικός ηγέτηςmvourtsian
 
Ο μύθος της Αλκυόνης
Ο μύθος της ΑλκυόνηςΟ μύθος της Αλκυόνης
Ο μύθος της Αλκυόνηςdolathena
 
Γνωρίζω τον κόσμο- Αφρική
Γνωρίζω τον κόσμο- ΑφρικήΓνωρίζω τον κόσμο- Αφρική
Γνωρίζω τον κόσμο- Αφρικήvasonip
 
η νεα παιδαγωγικη δραστηριοτητα συγκρισης
η νεα παιδαγωγικη δραστηριοτητα συγκρισηςη νεα παιδαγωγικη δραστηριοτητα συγκρισης
η νεα παιδαγωγικη δραστηριοτητα συγκρισηςDimitra Stefani
 
Ξ .... όπως ξιφίας
Ξ .... όπως  ξιφίαςΞ .... όπως  ξιφίας
Ξ .... όπως ξιφίαςrodanthi_x
 
Η ιστορία του γάτου που έμαθε σε ένα γλάρο να πετά
Η ιστορία του γάτου που έμαθε σε ένα γλάρο να πετάΗ ιστορία του γάτου που έμαθε σε ένα γλάρο να πετά
Η ιστορία του γάτου που έμαθε σε ένα γλάρο να πετάΚατερίνα Προκοπίου
 
ΑΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΟΝΟΦΑΣΙΚΟΙ ΚΙΝΗΤΗΡΕΣ
ΑΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΟΝΟΦΑΣΙΚΟΙ ΚΙΝΗΤΗΡΕΣΑΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΟΝΟΦΑΣΙΚΟΙ ΚΙΝΗΤΗΡΕΣ
ΑΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΟΝΟΦΑΣΙΚΟΙ ΚΙΝΗΤΗΡΕΣIoannis Padiotis
 

What's hot (20)

Δεκαδικά κλάσματα - Δεκαδικοί αριθμοί
Δεκαδικά κλάσματα - Δεκαδικοί αριθμοίΔεκαδικά κλάσματα - Δεκαδικοί αριθμοί
Δεκαδικά κλάσματα - Δεκαδικοί αριθμοί
 
Προτάσεις για Σχολικές Εκδρομές
Προτάσεις για Σχολικές ΕκδρομέςΠροτάσεις για Σχολικές Εκδρομές
Προτάσεις για Σχολικές Εκδρομές
 
Παιχνίδια με θέμα την διατροφή.
Παιχνίδια με θέμα την διατροφή.Παιχνίδια με θέμα την διατροφή.
Παιχνίδια με θέμα την διατροφή.
 
διαγωνισμα στο μαθημα της οδυσσειας ραψωδια ε
διαγωνισμα στο μαθημα της οδυσσειας ραψωδια ε διαγωνισμα στο μαθημα της οδυσσειας ραψωδια ε
διαγωνισμα στο μαθημα της οδυσσειας ραψωδια ε
 
Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου - Ερωτήσεις Ενότητας 3-4
Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου - Ερωτήσεις Ενότητας 3-4Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου - Ερωτήσεις Ενότητας 3-4
Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου - Ερωτήσεις Ενότητας 3-4
 
διαγωνισμα α τετραμηνου στο μαθημα της νεοελληνικης λογοτεχνιας
διαγωνισμα α τετραμηνου στο μαθημα της νεοελληνικης λογοτεχνιαςδιαγωνισμα α τετραμηνου στο μαθημα της νεοελληνικης λογοτεχνιας
διαγωνισμα α τετραμηνου στο μαθημα της νεοελληνικης λογοτεχνιας
 
Τα τρία γουρουνάκια
Τα τρία γουρουνάκιαΤα τρία γουρουνάκια
Τα τρία γουρουνάκια
 
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΟΜΗΜΕΝΗΣΜΟΡΦΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ,ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΛΟΥΣ...
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΟΜΗΜΕΝΗΣΜΟΡΦΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ  Α΄   ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ,ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΛΟΥΣ...ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΟΜΗΜΕΝΗΣΜΟΡΦΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ  Α΄   ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ,ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΛΟΥΣ...
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΔΟΜΗΜΕΝΗΣΜΟΡΦΗΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Α΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ,ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΛΟΥΣ...
 
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΚΛΟΥ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΚΛΟΥ  Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΚΛΟΥ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΚΛΟΥ
 
Να σαι καλά δάσκαλε - φύλλο εργασίας
Να σαι καλά δάσκαλε - φύλλο εργασίαςΝα σαι καλά δάσκαλε - φύλλο εργασίας
Να σαι καλά δάσκαλε - φύλλο εργασίας
 
ΟΔΥΣΣΕΙΑ (Odyssey)
ΟΔΥΣΣΕΙΑ (Odyssey)ΟΔΥΣΣΕΙΑ (Odyssey)
ΟΔΥΣΣΕΙΑ (Odyssey)
 
Αρχαία Ελληνικά Β Γυμνασίου Ενότητα 7η: Ένας στοργικός ηγέτης
Αρχαία Ελληνικά Β Γυμνασίου Ενότητα 7η: Ένας στοργικός ηγέτηςΑρχαία Ελληνικά Β Γυμνασίου Ενότητα 7η: Ένας στοργικός ηγέτης
Αρχαία Ελληνικά Β Γυμνασίου Ενότητα 7η: Ένας στοργικός ηγέτης
 
Ο μύθος της Αλκυόνης
Ο μύθος της ΑλκυόνηςΟ μύθος της Αλκυόνης
Ο μύθος της Αλκυόνης
 
Γνωρίζω τον κόσμο- Αφρική
Γνωρίζω τον κόσμο- ΑφρικήΓνωρίζω τον κόσμο- Αφρική
Γνωρίζω τον κόσμο- Αφρική
 
η νεα παιδαγωγικη δραστηριοτητα συγκρισης
η νεα παιδαγωγικη δραστηριοτητα συγκρισηςη νεα παιδαγωγικη δραστηριοτητα συγκρισης
η νεα παιδαγωγικη δραστηριοτητα συγκρισης
 
το μαυρο κυμα
το μαυρο κυματο μαυρο κυμα
το μαυρο κυμα
 
Ξ .... όπως ξιφίας
Ξ .... όπως  ξιφίαςΞ .... όπως  ξιφίας
Ξ .... όπως ξιφίας
 
Η ιστορία του γάτου που έμαθε σε ένα γλάρο να πετά
Η ιστορία του γάτου που έμαθε σε ένα γλάρο να πετάΗ ιστορία του γάτου που έμαθε σε ένα γλάρο να πετά
Η ιστορία του γάτου που έμαθε σε ένα γλάρο να πετά
 
ΑΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΟΝΟΦΑΣΙΚΟΙ ΚΙΝΗΤΗΡΕΣ
ΑΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΟΝΟΦΑΣΙΚΟΙ ΚΙΝΗΤΗΡΕΣΑΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΟΝΟΦΑΣΙΚΟΙ ΚΙΝΗΤΗΡΕΣ
ΑΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΟΝΟΦΑΣΙΚΟΙ ΚΙΝΗΤΗΡΕΣ
 
Οι σύνδεσμοι
Οι σύνδεσμοιΟι σύνδεσμοι
Οι σύνδεσμοι
 

Viewers also liked

Audi Ludhiana & Tyre Burners Independence Day eve sports car rally- 14th Augu...
Audi Ludhiana & Tyre Burners Independence Day eve sports car rally- 14th Augu...Audi Ludhiana & Tyre Burners Independence Day eve sports car rally- 14th Augu...
Audi Ludhiana & Tyre Burners Independence Day eve sports car rally- 14th Augu...gautamgandhi1972
 
Moving to SaaS by Margaret Menzies
Moving to SaaS by Margaret MenziesMoving to SaaS by Margaret Menzies
Moving to SaaS by Margaret MenziesMargaretMenzies
 
Audi Ludhiana full day event -MBD Neopolis- 17th july 2011 sunday
Audi Ludhiana full day event -MBD Neopolis- 17th july 2011 sundayAudi Ludhiana full day event -MBD Neopolis- 17th july 2011 sunday
Audi Ludhiana full day event -MBD Neopolis- 17th july 2011 sundaygautamgandhi1972
 
Bruce Sterling - The Hacker Crackdown
Bruce Sterling - The Hacker CrackdownBruce Sterling - The Hacker Crackdown
Bruce Sterling - The Hacker CrackdownAntonio Stergiadis
 
Ponencia de Networking grupo Directivas y Empresarias (Linkedin) 05/07/11
Ponencia de Networking grupo Directivas y Empresarias (Linkedin) 05/07/11Ponencia de Networking grupo Directivas y Empresarias (Linkedin) 05/07/11
Ponencia de Networking grupo Directivas y Empresarias (Linkedin) 05/07/11NuriaCostaSola
 
Kirim dan-terima-sms-di-hp-nokia-dengan-mudah-menggunakan-komponen-oxygen-sms...
Kirim dan-terima-sms-di-hp-nokia-dengan-mudah-menggunakan-komponen-oxygen-sms...Kirim dan-terima-sms-di-hp-nokia-dengan-mudah-menggunakan-komponen-oxygen-sms...
Kirim dan-terima-sms-di-hp-nokia-dengan-mudah-menggunakan-komponen-oxygen-sms...Harry Addy
 
Practical Agile Notes from the field
Practical Agile   Notes from the fieldPractical Agile   Notes from the field
Practical Agile Notes from the fieldMargaretMenzies
 
BNSC Mass Ave Corridor Powerpoint 6.27
BNSC Mass Ave Corridor Powerpoint 6.27BNSC Mass Ave Corridor Powerpoint 6.27
BNSC Mass Ave Corridor Powerpoint 6.27Wiedenmayer
 
Promulgación de una Ley
Promulgación de una LeyPromulgación de una Ley
Promulgación de una LeyBryan Lopez
 
2013.2.10 tachibana presentation
2013.2.10 tachibana presentation 2013.2.10 tachibana presentation
2013.2.10 tachibana presentation yhtackcol
 
O CORREO ......Sabías qué?
O CORREO ......Sabías qué?O CORREO ......Sabías qué?
O CORREO ......Sabías qué?Pilar Debén
 
New Resume
New Resume New Resume
New Resume Tin Tran
 
Margaret Menzies Intro & Scrum Overview
Margaret Menzies Intro & Scrum OverviewMargaret Menzies Intro & Scrum Overview
Margaret Menzies Intro & Scrum OverviewMargaretMenzies
 
100 Photographs That Changed The World
100 Photographs That Changed The World100 Photographs That Changed The World
100 Photographs That Changed The WorldAntonio Stergiadis
 
Zirakpur-Bhankarpur National Highway hoardings demolition drive version 1.1
Zirakpur-Bhankarpur National Highway hoardings demolition drive version 1.1Zirakpur-Bhankarpur National Highway hoardings demolition drive version 1.1
Zirakpur-Bhankarpur National Highway hoardings demolition drive version 1.1gautamgandhi1972
 
глава 10 из книги л.л. лазутин мировые и полярные магнитные бури 2012
глава 10 из книги л.л. лазутин мировые и полярные магнитные бури 2012 глава 10 из книги л.л. лазутин мировые и полярные магнитные бури 2012
глава 10 из книги л.л. лазутин мировые и полярные магнитные бури 2012 Ecolife Journal
 

Viewers also liked (20)

Audi Ludhiana & Tyre Burners Independence Day eve sports car rally- 14th Augu...
Audi Ludhiana & Tyre Burners Independence Day eve sports car rally- 14th Augu...Audi Ludhiana & Tyre Burners Independence Day eve sports car rally- 14th Augu...
Audi Ludhiana & Tyre Burners Independence Day eve sports car rally- 14th Augu...
 
Moving to SaaS by Margaret Menzies
Moving to SaaS by Margaret MenziesMoving to SaaS by Margaret Menzies
Moving to SaaS by Margaret Menzies
 
UWB MBA Cuba Study Tour 2012
UWB MBA Cuba Study Tour 2012UWB MBA Cuba Study Tour 2012
UWB MBA Cuba Study Tour 2012
 
Audi Ludhiana full day event -MBD Neopolis- 17th july 2011 sunday
Audi Ludhiana full day event -MBD Neopolis- 17th july 2011 sundayAudi Ludhiana full day event -MBD Neopolis- 17th july 2011 sunday
Audi Ludhiana full day event -MBD Neopolis- 17th july 2011 sunday
 
Bruce Sterling - The Hacker Crackdown
Bruce Sterling - The Hacker CrackdownBruce Sterling - The Hacker Crackdown
Bruce Sterling - The Hacker Crackdown
 
Ponencia de Networking grupo Directivas y Empresarias (Linkedin) 05/07/11
Ponencia de Networking grupo Directivas y Empresarias (Linkedin) 05/07/11Ponencia de Networking grupo Directivas y Empresarias (Linkedin) 05/07/11
Ponencia de Networking grupo Directivas y Empresarias (Linkedin) 05/07/11
 
Kirim dan-terima-sms-di-hp-nokia-dengan-mudah-menggunakan-komponen-oxygen-sms...
Kirim dan-terima-sms-di-hp-nokia-dengan-mudah-menggunakan-komponen-oxygen-sms...Kirim dan-terima-sms-di-hp-nokia-dengan-mudah-menggunakan-komponen-oxygen-sms...
Kirim dan-terima-sms-di-hp-nokia-dengan-mudah-menggunakan-komponen-oxygen-sms...
 
Practical Agile Notes from the field
Practical Agile   Notes from the fieldPractical Agile   Notes from the field
Practical Agile Notes from the field
 
BNSC Mass Ave Corridor Powerpoint 6.27
BNSC Mass Ave Corridor Powerpoint 6.27BNSC Mass Ave Corridor Powerpoint 6.27
BNSC Mass Ave Corridor Powerpoint 6.27
 
Promulgación de una Ley
Promulgación de una LeyPromulgación de una Ley
Promulgación de una Ley
 
Lesson2
Lesson2Lesson2
Lesson2
 
Generaciones de la web
Generaciones de la web Generaciones de la web
Generaciones de la web
 
Working cross-culturally with GP registrars_TMT2013
Working cross-culturally with GP registrars_TMT2013Working cross-culturally with GP registrars_TMT2013
Working cross-culturally with GP registrars_TMT2013
 
2013.2.10 tachibana presentation
2013.2.10 tachibana presentation 2013.2.10 tachibana presentation
2013.2.10 tachibana presentation
 
O CORREO ......Sabías qué?
O CORREO ......Sabías qué?O CORREO ......Sabías qué?
O CORREO ......Sabías qué?
 
New Resume
New Resume New Resume
New Resume
 
Margaret Menzies Intro & Scrum Overview
Margaret Menzies Intro & Scrum OverviewMargaret Menzies Intro & Scrum Overview
Margaret Menzies Intro & Scrum Overview
 
100 Photographs That Changed The World
100 Photographs That Changed The World100 Photographs That Changed The World
100 Photographs That Changed The World
 
Zirakpur-Bhankarpur National Highway hoardings demolition drive version 1.1
Zirakpur-Bhankarpur National Highway hoardings demolition drive version 1.1Zirakpur-Bhankarpur National Highway hoardings demolition drive version 1.1
Zirakpur-Bhankarpur National Highway hoardings demolition drive version 1.1
 
глава 10 из книги л.л. лазутин мировые и полярные магнитные бури 2012
глава 10 из книги л.л. лазутин мировые и полярные магнитные бури 2012 глава 10 из книги л.л. лазутин мировые и полярные магнитные бури 2012
глава 10 из книги л.л. лазутин мировые и полярные магнитные бури 2012
 

Similar to 100 Myths from Aesopus

Αισώπου μύθοι – Aesop’s fables
Αισώπου μύθοι – Aesop’s fablesΑισώπου μύθοι – Aesop’s fables
Αισώπου μύθοι – Aesop’s fablesDora Fassiani
 
Η Κοκκινοσκουφίτσα από την ανάποδη
Η Κοκκινοσκουφίτσα από την ανάποδηΗ Κοκκινοσκουφίτσα από την ανάποδη
Η Κοκκινοσκουφίτσα από την ανάποδηhrisgiou
 
παραμύθι οι μύθοι του αισώπου
παραμύθι  οι μύθοι του αισώπουπαραμύθι  οι μύθοι του αισώπου
παραμύθι οι μύθοι του αισώπουsivaschool
 
η αλεπού κείμενο-ασκήσεις
η αλεπού κείμενο-ασκήσειςη αλεπού κείμενο-ασκήσεις
η αλεπού κείμενο-ασκήσειςRia Stefanidou
 
O γενναίος ραφτάκος
O γενναίος ραφτάκοςO γενναίος ραφτάκος
O γενναίος ραφτάκοςthalianikaki
 
όρεστης εμιλυ
όρεστης  εμιλυόρεστης  εμιλυ
όρεστης εμιλυPanos Panos
 
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ¨: ΕΝΟΤΗΤΑ 6,Αισώπου Μύθοι
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ¨: ΕΝΟΤΗΤΑ 6,Αισώπου ΜύθοιΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ¨: ΕΝΟΤΗΤΑ 6,Αισώπου Μύθοι
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ¨: ΕΝΟΤΗΤΑ 6,Αισώπου ΜύθοιΔημητρα ΡΑΠΤΗ
 
Παραμύθια του κόσμου
Παραμύθια του κόσμουΠαραμύθια του κόσμου
Παραμύθια του κόσμουvakokkini
 
"Ελίτσα Μαυρομάτα" από την Έφη
"Ελίτσα Μαυρομάτα" από την Έφη"Ελίτσα Μαυρομάτα" από την Έφη
"Ελίτσα Μαυρομάτα" από την Έφηmagdalinikalatheri
 
Το όνειρο της ακριδούλας
Το όνειρο της ακριδούλαςΤο όνειρο της ακριδούλας
Το όνειρο της ακριδούλαςAlexia Span
 
ΠΑΡΑΜΥΘΙ-ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
ΠΑΡΑΜΥΘΙ-ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΠΑΡΑΜΥΘΙ-ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
ΠΑΡΑΜΥΘΙ-ΠΑΡΑΜΥΘΙΑgymparad
 
το δάσος πηγή ζωής
το δάσος πηγή ζωήςτο δάσος πηγή ζωής
το δάσος πηγή ζωήςxrnstos1
 
β1(μια μέρα στη σαβάνα)
β1(μια μέρα στη σαβάνα) β1(μια μέρα στη σαβάνα)
β1(μια μέρα στη σαβάνα) Emmanouela Mavr
 

Similar to 100 Myths from Aesopus (20)

Aisopos
AisoposAisopos
Aisopos
 
Αισώπου μύθοι – Aesop’s fables
Αισώπου μύθοι – Aesop’s fablesΑισώπου μύθοι – Aesop’s fables
Αισώπου μύθοι – Aesop’s fables
 
Stodasos
StodasosStodasos
Stodasos
 
Η ζωή συναντά τους αισώπειους μύθους
Η ζωή συναντά τους αισώπειους μύθουςΗ ζωή συναντά τους αισώπειους μύθους
Η ζωή συναντά τους αισώπειους μύθους
 
Η Κοκκινοσκουφίτσα από την ανάποδη
Η Κοκκινοσκουφίτσα από την ανάποδηΗ Κοκκινοσκουφίτσα από την ανάποδη
Η Κοκκινοσκουφίτσα από την ανάποδη
 
παραμύθι οι μύθοι του αισώπου
παραμύθι  οι μύθοι του αισώπουπαραμύθι  οι μύθοι του αισώπου
παραμύθι οι μύθοι του αισώπου
 
Ο μάγος των επτά χρωμάτων
Ο μάγος των επτά χρωμάτωνΟ μάγος των επτά χρωμάτων
Ο μάγος των επτά χρωμάτων
 
λιονταρι και-ποντικι
λιονταρι και-ποντικιλιονταρι και-ποντικι
λιονταρι και-ποντικι
 
η αλεπού κείμενο-ασκήσεις
η αλεπού κείμενο-ασκήσειςη αλεπού κείμενο-ασκήσεις
η αλεπού κείμενο-ασκήσεις
 
O γενναίος ραφτάκος
O γενναίος ραφτάκοςO γενναίος ραφτάκος
O γενναίος ραφτάκος
 
όρεστης εμιλυ
όρεστης  εμιλυόρεστης  εμιλυ
όρεστης εμιλυ
 
22 παραμυθια
22 παραμυθια22 παραμυθια
22 παραμυθια
 
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ¨: ΕΝΟΤΗΤΑ 6,Αισώπου Μύθοι
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ¨: ΕΝΟΤΗΤΑ 6,Αισώπου ΜύθοιΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ¨: ΕΝΟΤΗΤΑ 6,Αισώπου Μύθοι
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ¨: ΕΝΟΤΗΤΑ 6,Αισώπου Μύθοι
 
Παραμύθια του κόσμου
Παραμύθια του κόσμουΠαραμύθια του κόσμου
Παραμύθια του κόσμου
 
"Ελίτσα Μαυρομάτα" από την Έφη
"Ελίτσα Μαυρομάτα" από την Έφη"Ελίτσα Μαυρομάτα" από την Έφη
"Ελίτσα Μαυρομάτα" από την Έφη
 
Το όνειρο της ακριδούλας
Το όνειρο της ακριδούλαςΤο όνειρο της ακριδούλας
Το όνειρο της ακριδούλας
 
ΠΑΡΑΜΥΘΙ-ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
ΠΑΡΑΜΥΘΙ-ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΠΑΡΑΜΥΘΙ-ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
ΠΑΡΑΜΥΘΙ-ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
 
το δάσος πηγή ζωής
το δάσος πηγή ζωήςτο δάσος πηγή ζωής
το δάσος πηγή ζωής
 
Amadryada
AmadryadaAmadryada
Amadryada
 
β1(μια μέρα στη σαβάνα)
β1(μια μέρα στη σαβάνα) β1(μια μέρα στη σαβάνα)
β1(μια μέρα στη σαβάνα)
 

More from Antonio Stergiadis

More from Antonio Stergiadis (10)

Nikos Aliagas - Genithika Ellinas
Nikos Aliagas - Genithika EllinasNikos Aliagas - Genithika Ellinas
Nikos Aliagas - Genithika Ellinas
 
ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ
ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ
ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ
 
Π.Ο.Π. Τυριά της Ελλάδας
Π.Ο.Π. Τυριά της ΕλλάδαςΠ.Ο.Π. Τυριά της Ελλάδας
Π.Ο.Π. Τυριά της Ελλάδας
 
Κρεας
ΚρεαςΚρεας
Κρεας
 
Αλιευματα
ΑλιευματαΑλιευματα
Αλιευματα
 
Αποικιακα και Γλυκαντικες Υλες
Αποικιακα και Γλυκαντικες ΥλεςΑποικιακα και Γλυκαντικες Υλες
Αποικιακα και Γλυκαντικες Υλες
 
Λιπη και Ελαια
Λιπη και ΕλαιαΛιπη και Ελαια
Λιπη και Ελαια
 
Δημητριακα
ΔημητριακαΔημητριακα
Δημητριακα
 
Γάλα & Προϊόντα
Γάλα & ΠροϊόνταΓάλα & Προϊόντα
Γάλα & Προϊόντα
 
Περι Τροφιμων
Περι ΤροφιμωνΠερι Τροφιμων
Περι Τροφιμων
 

100 Myths from Aesopus

  • 1.
  • 3. 100 ΜΥθΟΙ ΑΙΣΩΓΙΟΥ Διασκευή: /ψ(tJρώ Γlιπfνη Διόρθωση: Ηλια; Αλικάκοs Εικονογράφηση: Αλεξάνδρα Ιlαπαφωτ(οu Εξώφυλλο: Κατερ(να Ιlαϊσ(ου ()2006, Εκδ6σtις Κι.ρώκος Γlωιαδόποu).ος ΑΕ. Υ"' τψ παρούσα €κδοση ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΙΑΓΙΑΔΟΓΙΟΥΛΟΣ Καποδιιπρfοu 9, 144 52 Μετι:ιμ6ρψοοη Αmκής τηλ.: 210 2816134, e-ιnail: iιιfo@pictureoooks.gr ΒΙΒΛ!ΟΓΙΩΛΕ!Ο Μασσc:ιλια; 14, 106 80 Αθιjw.ι, η)λ.: 210 3615334 WVν.picturcbooks.gr JSBN 960-412-596-6
  • 4. 100 ΜΥΘΟΙ ΑΙΣΩΠΟΥ Διασκευή ΑΡΓΥΡΩ ΠΙΠ ΙΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
  • 5.
  • 6. Το λιοvτιf.eι και το ποντίκι Μ ια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα μεγαλόσωμο, αρ­ σενιΥ.ό λιοντάρι. Αυτό το υπερήφω•ο ζώο περνούσε τον καιρό του με το να ΚΙΜ1γάει, να τρώει και 'α κοιμάται. Μια μέρα πσu είχε φάει και είχε πιει παρά πολύ -ένα ο­ λόκληρο βόδι και αρκετό •ερό- αποσύρθηκε στη σπηλιά του για να κοιμηθεί. Και πράγματι, βυθίστηκε σ' έ•αν ύm•ο γεμ<'.ιτο ωραία όνειρα. Κάποια στιγμή, όμως, μέσα στον ύ­ m•ο τσu, ένιωσε πως κάτι περπατούσε π6νω <πην πλάτη του κι επειδή το λιοντ<'.ιρι γαργαλιόταν, 6•οιξε τα μάτια του και τι να δει: έ•α μικρό ποντίκι! Το λιοντάρι &ύμωσε, <'.ιρπαξε το ποντίκι απ' την ουρά και τσu είπε: -Πώς τόλμησες, μικρό κι ανόητο ζώο, να διακόψεις τον ύπνο μσu; Παρόλο που είμαι χορτ{rτο, θα σε καταβρ<r,<θί­ σωκι εσένα. -Όχι, βασιλι<'.ι των ζώων, σε παρακαλώ, μη με φας! είπε τρέμοντας το ποντίκι. Άσε με να ζιjσω και μπορεί 'α έρθει μια μέρα που θα σσu ξεπληρώσω το καλό πσu θα μου Υ.6- νεις. Το λιοντάρι έβαλε τα γέλια ότα• ά.κουσε τα λόγια τσu μιΥ.ρσύ ποντιΥ.ού, αλλό επειδιj η κοιλι<'.ι τσu είχε βαρύνει απ' το πολύ φαγητό, <'.ιφησε το ΠΟ'tικάκι να ζήσει. -Άντε, πψ(αινε cπο καλό, του είπε, αν και δεν πιcπεύω ότι θα χρειαστώ ποτέ τη βοιjθειά σου. Και το ποντίκι ευχαρίστησε το λιο'tάρι και έφυγε τρέ­ χοντας. Ο καιρός περ•ούσε και το λιοντάρι είχε ξεχάσει στο με­ ταξύ τόσο το ποντίκι όσο Υ.αι το αστείο αυτό επεισόδιο.
  • 7. Μια μέρα, όμως, κάποιοι κυνηγοί τού έστησαν μια πα­ γίδα. 'ΕσΥ.αψαν ένα λά.κκο και όταν το περ1jφανο ζώο έπε­ σε μέσα, το σκέπασα• μ' έ•α δίχτυ. Όσο κι αν προσπαθού­ σε το λι<!>τάρι να ελευθερωθεί από το δίχτυ, αυτό ήταν α­ δύνατον: τόσο περισσότερο μπερδευόταν σ' αυτό. Τότε οι κυνηγοί, ψ:nr,<οι έτρεξαν <no χωριό τους να φέρουν κι άλ­ λους ανθρώπους να τους βοηθήσουν 'α κουβαλ1jσουν το λιοντάρι, επειδή ήταν πολύ βαρύ. Το δυνατό ζώο άρχισε να φωνάζει και 'α ζητά.ει βrnj­ θεια. Το ποντίκι που έηr,<ε να περ•άει από εκεί άκουσε τις κραυγές του και κατέβηκε στο λά.κκο. Μόλις είδε το λιο­ ντάρι, το γνώρισε αμέσως και του είπε: -Δεν έχω ξεχάσει πως κάποτε με άφησες να ζ1jσω. Τώ­ ρα ήρθε η ώρα 'α σου ξεπληρώσω το Υ.αλό που μου έκα­ νες. Κι άρχισε αμέσως 'α ροκανίζει με τα κοφτερά του δό­ ντια το σκοινί από το δίχτυ, ώσπου {.ινοιξε σ' αυτό μια τε­ ράστια τρύπα και το άγριο ζώο ελευθερώθηκε. -Σ' ευχαριστώ πολύ, καλό μου ποντίκι, του είπε συγκινη­ μένο το λι<!>τάρι ότα• βγήκαν και οι δύο απ' το λάκκο. -Ότα• σου είχα πει πως μπορεί να ερχότω• μια μέρα που θα σου ξεπλήρωνα το Υ.αλό που μου έκανες, δε με πί­ mεψες κι έβαλες τα γέλια. Δε φανταζόσουν ότι εγώ, το α­ δύναμο πm>τίκι, θα μπορούσα να βοηθ!jσω το βασιλιά των ζώων. Έρχονται όμως mιγμές που και οι πιο δυνατοί έ­ χουν την ω•άγκη των άλλων, όσο μικροί κι αδύναμοι κι αν είναι. αυτοί.
  • 8. Το λιοvτιf.eι, η αλεπού και ο γιiιδαeος Μια φορά κι έ•αν καιρό ζούσε ένα λιοντάρι που 1jταν πια μεγάλο cπην ηλικία. Σκέφτηκε λοιπόν πως, μιας και εί­ χε αρχίσει να γερνάει, θα -του χρειάζονταν σύντροφοι για 'α τον βοηθούν cπο κm~jγι. Το λιοντάρι προβληματίστηκε πολύ προτού διαλέξει τους σm•τρόφους του: δεν τους ήθε­ λε ούτε πολύ άγριους, ούτε πολύ aπαιτητικούς, γιατί φοβό­ ταν μήπως -το έριχναν ότω• θα ερχόταν η ώρα της ~ιοιρα­ σιάς της -τροφtjς. Κατέληξε λοιπόν σε δύο ζώα -σ' ένα γάι­ δαρο που το• διάλεξε γιατί κλότσαγε δυνατά και τρόμαζε τους πάντες με την αγριοφω•άρα του, και σε μια αλεπού που ήταν πολύ ΠΟ'ηl»l και γρήγορη στο τρ{ξιμο, όπως ό­ λες οι αλεπούδες. Την πρώτη μέρα τα -τρία ζώα βγιjκα• για κυνήγι κι έπια­ σαν αρκετά θηράματα. Μόλις τέλειωσαν, το λιοντάρι που 1jταν κατάκοπο γύρισε και είπε στο γάιδαρο: -Μοιράζεις, σε παρακαλώ, όσα ζώα πιάσαμε; Και ο γάιδαρος με προσοχή μοίρασε δίκαια -το κυνήγι στα τρία, ώστε να φ(.ινε όλοι το ίδιο. Το λιοντάρι όμως έγι­ 'ε έξαλλο όταν είδε αυτιj τη μοιρασιά. -Δεν ξέρεις καθόλου να μοιράζεις σωστά, άρχισε να φωνάζει και έπεσε πάνω στο γάιδαρο. Κι αφού τσν έφαγε ολόκληρο, ξάπλωσε κάτω από έ•α δέντρο και είπε στην α­ λεπού: -Κυρα-αλεπού, μοιράζεις, σε παρακαλώ, εσύ το κυνήγι; Η αλεπού τότε έβαλε μπροστά στο λιοντάρι όλη την τροφή, εκτός από δύο μόνο κότες που κράτησε για τον ε­ αυτότης.
  • 9. -Μπράβο, κυρα-αλεπού! είπε το λι<!-tάρι έκπληκτο και παραξενεμένο. Ποιος σ' έμαθε να μοιράζεις τόσο σω<nά; τη ρώτησε. -Η συμq;ορά που βρήκε το γάιδαρο, καλό μσυ λιοντάρι! του απ{Ι-τησε η παμπό•tκ>η αλεπού. Το ερωτευμtνο λuwτιίρι και η κόρη του yεωρyού ' Ε•ας γεωργός είχε ~uα κόρη πάρα πολύ όμορφη. Μια μέ­ ρα το κορίτσι αυτό πήγε περίπατο στο δάσος, για να μαζέψει άγρια ~ιανιτάρια και βατόμουρα. Εκεί την είδε ένα λιοντάρι και τα έχασε τόσο από την ομορφιά της, που (Ι-tί 'α χιμtjξει πάνω της και να τη φάει, απόμεινε ακί'ητΟ και τη θαύ~ιαζε. Αυτό έγινε και την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα, που η πεντάμορφη Υ.σπέλα mjγε στο δάσος, αq;ού Υ.ατάλα­ βε πως το άγριο θηρίο δεν είχε σκοπό 'α την πειράξει. Οι μέρες περνούσαν και το λιο-tάρι που δεν είχε ξω•α­ δεί Υ.άποια λιο-ταρίνα τόσο όμορφη όσο tjτα• η κόρη του γεωργού, την ερωτεύτηκε βαθιά και αποφάσισε να τη ζη­ τtjσει σε γάμο. Μια μέρα λοιπόν της είπε: -Αποφάσωα να μην παντρευτώ κάποια λιm-ταρίνα. Ε­ σένα αγαπώ και θέλω να γίνεις γυναίκα μου. Η κόρη του γεωργού τα 'χασε και τρόμαξε. Προσπάθη­ σε όμως 'α συγy.ρατηθεί και για να κερδίσει χρό•ο είπε στο λιοντάρι: -Αν θέλεις να σε πα-tρευτώ, πρέπει να έρθεις Υ.αι να με ζητtjσει.ς απ' τον πατέρα μσυ!
  • 10. -Αυτό θα κ6νω, είπε το λιο't6ρι. Και η κοπέλα όχι μόνο έφυγε από το δάσος, αλλά από τότε σταμ{.ιτησε και τις επισκέψεις της εκεί, γιατί φοβόταν μήπως συνω'tήσει το ερωτευμένο λιοντάρι. Εκείνο όμως δεν ξέχασε την πεντάμορφη και πήγε να βρει τον πατέρα της. Του ζ1jτησε το χέρι της κόρης του κι ο γεωργός, που τρόμαξε πολύ, το παρακάλεσε να κάνει υπομο'tj για να μι­ λήσει για την πρότασιj του στο Υ.ορίτσι. -Μα της το έχω 1jδη πει, είπε το λιοντάρι, κι εκείνη με συμβούλευσε να έρθω και 'α τη ζητιjσω από εσένα. -Ναι, έτσι κ6νουμε εμείς οι {.ινθρωποι, απάντησε ο γε­ ωργός. Αλλά χρειάζομαι λiγο χρόνο για να το συζητιjσω μαζί της. -Ε'tάξει. Θα ξανάρθω αύριο την ίδια ώρα για να μου πεις τι aποφάσισες, είπε το λιοντάρι κι έφυγε, αφιj•οντας έ•r.ιν άγριο βρυχηθμό. Ο γεωργός τα 'βαλε Υ.άτω και είδε ότι δε• υπήρχε άλλη λύση από την πονηριά. Ούτε να το σκάσουν αυτός και η κό­ ρη του μπορούσαν -μια και ο δρόμος διαφυγιjς περνούσε από το δάσος- ούτε ν' αρνηθεί την πρόταση του λιονταριού. Η μόνη λύση ήταν η πονηριά.. Την επόμενη μέρα λοιπό• που τον επισκέφθηκε το λιο­ 'tάρι, ο γεωργός τού είπε: -Η κόρη μου δέχεται να σε παντρευτεί. Πρέπει όμως πρώτα να βγάλεις τα δm'tια σου και να κόψεις τα νύχια σου, γιατί είσαι άγριο και σε φοβάται. Και το λιοντάρι, που ήταν τόσο ερωτευμέ•ο που είχε χά­ σειτα λογικά του, έφυγε από το σπίτι του γεωργού και, χω­ ρίς δεύτερη σκέψη, έβγαλε τα δό'tια του και έκοψε τα νύ-
  • 11. χια -του. 'Οrαν όμως επέστρεψε στο σπίτι της αγαπημένης -του, ο γεωργός, που δεν το φοβόταν πια, όρμησε πάνω του με μια aξίνα και άρχισε 'α w χruπάει δυναrά. Το ερωτευμένο λιοντάρι, που δεν είχε πια όπλα για 'α αμυνθεί, πλήρωσε με τη ζιιnj του ΤΟ' έρωτά του για την κόρη -του γεωργού. Το λιοντάρι και τα τρία αγαπημένα β6δια Μια φορά κι έ•αν καιρό, σ' ένα λιβάδι που βρισκόταν ΚΟ'tά ο' ένα άγριο Υ.αι πυκνό δάσος ζούσαν τρία βόδια. Τα ζώΗ αυτά 1jταν μεγαλόσωμα, δm•ατά, είχαν μεγάλα κέ­ ρατα και Ιjταν τόσο αγαπημένα μεταξύ -τους, που δε χώρι­ ζαν ποτέ. Μαζί σrη βοσκή του χορταριού στο λιβάδι, μαζί στο μικρό ποταμάκι με το δροσερό •ερό, μαζί στψ• ξεκού­ ραση κ{rτω απ' -το μεγάλα δέντρο με το πυκ•ό φύλλωμα, που βρισχότα• στο μέσον -του λιβαδιού. Στο πυκνό δάσος δίπλα στο λιβάδι ζούσε ένα λιοντάρι. Μια μέρα, την ώρα που το άγριο ζώο γύριζε σrη σπηλιά του στην άΥ.ρη του δάσους για να αναπαυτεί, είδε τα τρία βόδια και χάρηκε γιατί σκέφτηκε πόσο καλό φαγητό θα ή­ ταν. Α-τί λοιπόν να πάει στη σπηλιά του, το λι<!-τάρι κρύ­ φτηκε στους θάμνους κι άρχισε να παρακολι>υθείτα βόδια. Το άγριο ζώσ έμεινε στο πόστο του άγρυm•ο σχεδό• όλη την ημέρα και πρόσεξε πως τα τρία βόδια 1jταν τόσο αγα­ πημένα, που δε χώριζαν ούτε όταν έβοσκαν, ούτε όταν πή­ γαιναν για νερό, ούτε όταν έπεφταν για ύπνο. Το λιο-τάρι
  • 12. Ιjξερε παις όσο καλή τροφή κι αν αποτελούσα• τα βόδια, θα ήταν αδύl•rrτο να τσuς επιτεθεί όση ώρα βρίσκο"fα• και τα τρία μαζί, γιrrτί δε θα μπορούσε 'α τα βγάλει πέρα -θα το χτυπούσαν με τα κέρατά τους και θα το ποδοπατούσαν με τις οπλές τους. Σκέφτηκε λοΙJtό• πως έπρεπε να χρησι­ μοποιήσει την πονηριά για να πετύχει το σκοπό του, γιατί η δύναμή του εδώ δεν ήταν αρκετή. Από εκείνη τt]' ημέρα το λιοντάρι παρακολουθούσε συ­ •εχώς τα βόδια, κρυμμέ•ο πίσω απ' τους θάμ•ους του δά­ σους. Ώσπου μια μέρα πρόσεξε ότι το ένα απ' αυτά είχε χωριστεί απ' τσuς συντρόφους του για να βοσκ1jσει το φρέ­ σκο χορτάρι που φύτρω•ε κοντά στο δάσος. Το λιοντάρι τότε το φώναξε και του είπε: -Φίλε μου, οι δύο σύ"fροφοί σου έμαθα πως θέλουν να σε σκοτώσουν, για 'α έχουν στη διάθεσ1j τους περισσότε­ ρο χόρτο για βοσκ1j. Γι' αυτό έχε το νου σσu και πάρε τα μέτρα σσu. Κοίταξέ τσuς: μιλά•ε σιγανά και σε Υ.οιτάζουν. Το αγαθό βόδι γύρισε και κοίταξε τα άλλα δύο ζώα και του φάνηκε παις πρ{.ιγματι το κοίταζαν παράξενα. Γι' αυτό πίστεψε τα λόγια του λιονταριού κι από εκείνη την ημέρα άρχισε να βόσκει μόνο του, να πίνει νερό και να κοιμ{rται μακριά από τ' άλλα δύο ζώα. Το λι<Ι-τάρι, ευχαριστημένο από τον εαυτό του παραφύ­ λαγε κι όταν βρήκε ευκαιρία, είπε την ίδια ιστορία και στο δεύτερο βόδι. Το κουτό ζώο πίστεψε το λιο-τάρι και ξεμά­ Υ.ρυνε κι αυτό από το σύντροφό του. Έτσι τώρα πια στο μεγάλο λιβάδι τα τρία βόδια, πσu κάποτε ήταν τόσο αγαπημένα, ζούσαν χωριστά. Μόνα τσuς βοσκούσαν, μόνα τους πήγαιναν για νερό στο ποτάμι, μό-
  • 13. να τους πλάγιαζαν κάτω απ' το δέντρο. Και το λιοντάρι κα­ τάφερε αυτό που Ιθελε. Μια μέρα πετάχτηκε μέσα απ' το δάσος, σκότωσε το ένα βόδι και το 'φαγε, χωρίς 'α μπορέ­ σουν τ' άλλα δύο να το εμποδίσουν. Την επόμ~νη μέρα σκότωσε κι έφαγε και το δεύτερο βόδι και τη μεθεπόμενη το τρίτο. Έτσι πέθανα• τα τρία κουτά βόδια που πίστεψα• τα ψεύτικα λόγια του εχθρού τους και ξέχασαν τ'Ι]' αγάπη που αισθάν<η'tαν το ένα για το άλλο, την αγάπη που τα ένωνε και τα προφύλασσε από το• κίνδυνο. Το λωvτάρι και το κουνούπι Μια μέρα ένα λιοντάρι έπεσε 'α κοιμηθεί, αλλά δεν τα κατάφερε γιατί ένα κουνούπι βούιζε και το ενοχλούσε. Ό­ σο κι αν τί•αξε το άγριο ζώο την ουρά του, το κουνούπι δεν έλεγε 'α το βάλει κ{.ιτω και πtjδαγε πότε από 'δω και πότε από 'κει, και ζουζού•ιζε κοντά στο αυτί του. -Φύγε από ΚΟ'tά μου ΠQL' σε σκοτώσω! είπε το λιοντά­ ρι στο κουνούπι. -Δε σε φοβάμαι, είπε το κουνούπι. Μπορεί να είσαι ο βασιλιάς τω• ζώω• αλλά, α• πολεμήσουμε, θα δεις ότι εγώ εί~ιαι πιο δυνατό από εσέ•α. -Εντάξει, λοιπό•. Ας πολεμήσουμε, είπε το λιιl-τάρι και τίναξε το μπροστινό του πόδι για 'α χτυmjσει το κουνούπι. Εκείνο όμως του ξέφυγε εύκολα πετώ'tας και πtjγε και το τσίμπησε στη μύτη, όπου δεν είχε καθόλου τρίχωμα.
  • 14. Το λιοντάρι πό'Ι'εοε, αλλά προσπάθησε και πάλι 'α πιάσει το κουνούπι. Εκεί•ο όμως πέταξε μακριά και πρι• προλάβει το λιοντάρι να γλείψει τα ρουθούνια του, το κουνούπι όρμη­ σε και το τσίμπησε ξανά. Αυτό έγι•ε τρεις-τέσσερις φορές. Το λιοντάρι χτυπούσε με την ουρά του τον αέρα, πtjδα­ γε εδώ κι εκεί σαν τρελό για να πιάσει το μικρό του εχθρό που πετούσε μπροστά του, αλλά το μόνο που κατάφερ•ε 1]- ταν να γδέρ•ει με τα νύχια του το πρόσωπό του. Κάποια στιγμή qχi)ναξε <<Παραδίνομαι!>> κι έτρεξε στο ρυάκι για να χώσει τη μουσούδα του στο κρύο νερό, μ1jπως κι αλαφρώ­ σει το τσούξιμο απ' τα τσιμπήματα. Το κουνούπι, περψpανο για το• εαυτό του κι ευχαριστη­ μένο που νίκησε το λι<!>τάρι πέταξε μακριά. Αλλά ήταν τό­ σο μεθυσμένο απ' την επιτυχία του που δεν πρόσεχε, με α­ ποτέλεσμα να πέσει πά•ω στο δίχτυ μιας aράχνης Υ.αι να μην μπορεί να ξεφύγει. -Αχ, τι δυστυχία! μουρμούρισε κλαίγοντας. Εγώ που νί­ κησα το βασιλιά των ζώων να έχω αυttj την κατάληξη. Να με φάει αυτό το φρικτό ζωύφιο, η σιχαμένη αράΧ''rι· Το λιοντάρι, ο λύκος και η αλεπού Ένα λιm>τάρι, που είχε ζ1jσει 1jδη τα περισσό'τερα χρό­ •ια της ζω1jς του, αρρώστησε και δεν μπορούσε να βγει για κm>ήγι. Έμενε λοιπό• ξαπλωμένο στη σπηλιά και δεχόταν τις επισκέψεις των άλλων ζώων του δάσους, που mjγαιναν 'α το δουν και να του ευχηθούν να γίνει γρ1jγορα καλά.
  • 15. Όλα τα ζώα είχαν επισκεφθείτο λι<η-τάρι εκτός από την α­ λεπού. Μια μέρα που πιjγε στη σπηλιά του λιο-ταριού ο λύκος βριjκε την ευκαιρία να την Υ.ακολογιjσει. -Όλοι εμείς, βασιλιά των ζώων, σε σεβόμαστε κι ευχό­ μαστε να γίνεις γρήγορα καλά. Απ' όλα τα ζώα, μόνο η α­ λεπού, που είναι κακιά και μοχθηρή, δεν 1jρθε να δει ούτε πώς είσαι, ούτε αν χρειάζε(J(Ιι κάτι, είπε ο λύκος. Εκείνη τη στιηι1] όμως έμπαινε στη σπηλιά του λιοντα­ ριού και η αλεπού. Απ' την είσοδο όπου στεκότα• ά.κουσε τι είπε ο λύΥ.ος, αλλά προσποι1jθηκε πως μόλις είχε φτάσει και δεν είχε ακούσει λέξη. -Αχ, βασιλιά μου, συηώρεσέ με που άργησα 'α 'ρθω να σε δω, είπε δ1jθεν λαχανιασμέ'η. Αλλά θεώρησα σωστότε­ ρο πρι• έρθω 'α πάω να συμβουλευτώ ένα γιατρό, για να μου πει τι πρέπει να κά•εις για 'α γίνεις γρήγορα καλά. -Καιτι σου είπε ο γιατρός; ρώτησε με αγωνία το λιοντάρι. -Μου είπε πως για να γίνεις καλά, πρέπει 'α σκοτώσεις ένα λύκο, να τον γδάρεις και να τυλιχτείς με το τομάρι του όσο είναι ακό~ια ζεστό! Και τότε το λιοντάρι όρμησε στο λύκο, πριν εκείνος προλάβει 'α το βάλει στα πόδια, τον σκότωσε κι άρχισε να το• γδέρνει. ' Ετσι ο λύκος πλήρωσε με τη ζω1j του την κακ<ηjθειά του απέ•αντι στην αλεπού.
  • 16. Το λιοντάρι που γ{ρασε και η αλεπού Το λιοντάρι εί•αι το πιο δυνατό απ' όλα τα ζώα κι όλα το τρέμου•ε. Μια μέρα, όμως, ο βασιλιάς των ζώω• αναΥ.ά­ λυψε πως οι δυνάμεις του είχω• λιγοστέψει, ότω• δεν κατά­ φερε πά•ω στο κυνήγι να πιάσει ένα ελάφι. ΣτενοχωρΙjθη­ κε, αλλά σκέφτηκε ότι το ελάφι ψω• από τα πιο γρήγορα ζώα. Σε λίγες μέρες, όμως, του ξέφυγε μια ζέβρα Υ.αι τψ• ε­ πόμενη μέρα δυmωλεύτηκε 'α πιάσει ακόμα κι ένα• βού­ βαλο. Τότε το λιοντάρι συνειδητοποίησε πως είχε γεράσει και δε• μπορούσε να Κ1'1]'(1σει πια τόσο ωωτελεσματικά όσο παλιά, και φοβήθηκε πως θα κατέληγε να πεθάνει απ' την πείνα. Κάθισε λοιπόν λυπημένο στη σπηλιά του, μέχρι που σκέφτηκε έ•α ΠΟ'ηρό σχέδιο για να βρίσκει τροφή. Κάλεσε κοντά του το κοράκι και του ζήτησε 'α επισκεφθεί όλα τα ζώα του δάσους και να τους πει πως ήθελε να πά•ε 'α το δουν στη σπηλιά του, για να τους δώσει ένα σημω-τι­ κό ~ηjνυμα πριν το θάνατό του. Το πρώτο ζώο που επισκέφθηκε το λιοντάρι 1jταν το ε­ λάφι. Ο βασιλιάς των ζώων όρμησε πάνω του μ' ένω• άγριο βρυχηθμό Υ.αι το κατασπάραξε. Το ίδιο έγινε και την επό­ μενη μέρα με το λαγό, τη μεθεπόμενη με το {.ιγριο άλογο, την τρίτη μέρα με το λύκο... Έτσι περνούσαν οι μέρες και το λιοντάρι έτρωγε πλου­ σιοπάροχα χωρίς ,,, ω•αγκάζεται 'α βγαί•ει για κυνήγι. Μια μέρα πtjγε να επισκεφθεί το λιο-τάρι Υ.αι η αλεπού α).λά, όταν έφτασε στη σπηλιά δεν μπtjκε μέσα, παρά στά­ θηκε στψ• είσοδο. -Βασιλιά μου, πώς είσαι; ρώτησε το λιο-τάρι.
  • 17. -Άσχημα, κυρα-αλεπού, απάντησε αυτό. Γιατί δεν έρχε­ σαι μέσα να με δεις; -Γιατί βλέπω πολλά αχνάρια ζώων που μπΙjΥ.α• στη σπη­ λιά, αλλά δε διακρί•ω κανέ•α αχνάρι που να λέει πως βγή­ καν, απά'τησε η αλεπού πριν απομακρυνθεί. Από τα ίχνη των ζώων, η φρόνιμη αλεπού κατάλαβε τον κίνδυνο που παραμόνευε και γλίτωσε. Το λιιwτaeι κι ο λαγ6ς Μια φορά κι έναν καιρό ένα λιοντάρι, που κυνηγούσε ολόΥ.ληρη τη νύχτα, δεν κατάφερε να πιάσει κάποιο ζώο και να το φάει. Ξεκίνησε λοΙJτόν για τη σπηλιά του πεινα­ σμέ•ο, με την ελπίδα να βρει κάτι -<Jτιδ1jποτε- στο δρόμο της επιστροφής του μέσα στο δάσος, για να ξεγελάσειτο ά­ δειο του στομάχι. Και πράγματι, είδε έ•α λαγό που κοιμόταν μέσα σε κά­ τι θάμνους κι ετοιμάστηκε να το• αρπάξει. Εκεί'!] τη στιγ­ ~11], όμως, άκουσε ξερά κλαδιά 'α σπάζοm• και γύρισε να δει τι ήταν. Ένα μεγάλο ελάφι βρισκότα• στο δρόμο του. Το λι<Ι-τάρι παράτησε στη στιγμ1j το λαγό και όρμησε πά­ νω στο ελάφι. Εκεί•ο όμως κατάφερε να του ξεφύγει. Το λιοντάρι το mjρε στο κατόπι και το κm~jγι κράτησε αρκετή ώρα. Επειδή όμως το λιοντάρι ψω• κουρασμένο, αφού κυ­ νηγούσε ολόκληρη τη νύχτα, το ελάφι κατάφερε 'α του ξε­ φύγει κι έτσι το άγριο ζώο ξαναγύρισε στους θάμνους, ό­ που κοψότα• ο λαγός, για να ΤΟ' φάει.
  • 18. Ο λαγός, όμως, πσυ στο μεταξύ είχε ξυπνήσει, το 'χε βά­ λει στα πόδια για 'α μην το• βρει το λιοντάρι. -Καλά να πάθω! είπε αναστε•άζοντας το λιοντάρι. Άφη­ σα την τροφιj πσυ είχα στα χέρια μου για να κυνηγήσω Υ.ά­ τι καλύτερο και να τα αποτελέσματα: απόμεL•α νηστικός! Ο Ανδροκλtίς κω το λιοντάρι Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε έ•ας δούλος πσυ λεγό­ ταν Ανδροκλ1jς. Ο Ανδροκλ1jς ψα• εργατικός και δούλευε απ' το πρωί ως το βράδυ, ο αφέ'της του όμως, πσυ 1jταν σκληρός ά•θρωπος, όχι μόνο τον βασ6νιζε και τον χτυπού­ σε, αλJ.ά του έδινε κι ελάχιστη τροφιj. Μια μέρα λοιπόν ο Α•δροΥ.λής, που δεν άντεχε άλλο τη φτώχεια και την κακομεταχείριση, αποφάσισε να το σΥ.ά­ σει απ' το σπίτι του αφέντη του και 'α πάει 'α ζήσει <no δάσος. -Μπορεί στο δάσος να κινδυνεύω από τα {.ιγρια θηρία, η ζω1j όμως εκεί δεν μπορεί να εί•αι χειρότερη απ' ό,τι εί­ •αι εδώ, είπε στο• εαυτό του και την ίδια νύχτα το έσκασε. Περπατούσε ανάμεσα στους θάμνους και τα ψηλά δέ­ •τρα, ότα• ξαφνικά άκουσε ένα Υ.λαψούρισ~ια, έ•α παρα­ πο•εμένο μούγκρισμα. Προχώρησε προς το μέρος απ' ό­ που ερχόταν ο 1jχος, αλλά π{.ιγωσε <nη θέση του ότα• είδε ότι το ζώο που μούγκριζε πο•εμένα ήταν έ•α λιοντάρι! Το λιοντάρι 1jταν ξαπλωμένο κι έγλειφε τt]' πατούσα του δεξιού μπροστινού τσυ ποδιού. Ο Ανδροκλ1jς πλησία-
  • 19. σε προς το μέρος τσυ ζώου και είδε ότι έ•α μεγάλο αγκάθι είχε χωθεί στο πόδι του λιον10αριού. Τότε, προσεκτικά και άφοβα, ο καλός δούλος πλησίασε το λιογτάρι και μαλακά πήρε στα χέρια τσυ το πληγωμένο του πόδι. Του έβγαλε το αγκάθι και αφού έσκισε ένα καθαρό κομμάτι πανί από τα ρούχα του, έφτιαξε έ•αγ επίδεσμο και έδεσε το πληγωμέ­ νο πόδι τσυ θηρίου. Το λι<Ι'tάρι, ανακουφισμένο, άρχισε 'α γλείφει τα χέ­ ρια τσυ Ανδροκλιj. Από εκείνη τη στιγμιj ο Υ.αλός ά•θρω­ πος Υ.αι το άγριο ζώο έγιναν στενοί φίλοι. Το λιον10άρι εξα­ σφάλιζε την καθημερινιj τροφιj, τόσο τη δική τσυ όσο και του Ανδροκλιj, και η σπηλιά του ζώου είχε γί•ει το σπίτι του καλού δούλου. Έτσι πέρασε αρκετός καιρός. Μια μέρα, όμως, μια πα­ ρέα κm~1γών που είχε πάει στο δάσος, έπιασε ζωγτω•ό το λιοντάρι, πσυ βρισκόταν μακριά απ' τη φωλιά τσυ. Την ίδια δε μέρα, μια στρατιαιτικιj περίπολι>ς συνέλαβε και τον Αν­ δροκλιj. Το• κατηγορούσαν πως το είχε σκάσει απ' τον α­ φέντη τσυ και για τιμωρία το• οδήγησαν <nην πόλη για να το• ρίξοm• στα άγρια θηρία. -Τι δυστυχισμέ•ος που εί~ιαι! σκεφτότα• ο Ανδροκλής, όσο ψα• κλεισμένος <nη φυλακιj. Οι μό•ες ευτυχισμένες μέρες της ζωής ~ιου ιjταν οι μέρες που έζησα στο δάσος, παρέα με το αγαπημένο μου λι<Ι'tάρι. ' Ηρθε η μέρα της εκτέλεσης και το στάδιο γέμισε με κό­ σμο. Μέχρι Υ.αι ο αuτοκρ{rτορας ιjρθε να παρακολουθήσει το θέαμα. Οι στψrτιώτες οδήγη(J(ιν τον Ανδροκλιj μέσα στην αρένα και έλυσα• ένα λιο'tάρι. Ο φτωχός δούλος έΥ.λεισε τα μάτια του τρέ~ιοντας και
  • 20. περιμένοντας να του επιτεθεί το άγριο ζώο. τίποτα τέτοιο όμως δεν έγινε. Το λιοντάρι, που ψα• το δικό του λι<Ι>τά­ ρι, ο φίλος του, πήγε και ξάπλωσε στα πόδια του. Ο Α•δρο­ κλής τότε γονάτισε ΚΟ>τά του, το αγκάλιασε Υ.αι άρχισε να κλαίει από χαρά.. -Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος, που μπορείνα εξημερώ­ •ει {.ιγρια ζ<ίκ<; φώναξε ο αυτοκρ{rrορας εντυπωσιασμένος. -Μεγαλειότ(rrε, είπε ο Ανδροκλ1jς και σηκώθηκε. Πλη­ σίασε τον αυτοκράτορα, υποκλίθηκε μπρικπά του, του είπε τ' όνομά του και συνέχισε να μιλάει. Διηγ1jθηκε στον αυτο­ κράτορα τψ• ιστορία της ζωής του και κατέληξε λέγm>τας: -Κάποτε έκανα αυτό το μικρό καλό σ' αυτό το λιοντάρι. Κι αυτό το άγριο ζώο σ1jμερα ~ιου το ανταπέδωσε με τέτοια γε'vαιοδωρία, που δεν έχω συνα>τήσει στους ανθρώπους. Τότε ο αυτοΥ.ράτορας, που συμπόνεσε τον Α•δροκλή, ό­ χι μόνο ανέστειλε την πon~j της εκτέλεσης, αλλά του χάρι­ σε και τψ• ελευθερία του. Ο καλός δούλος πήρε μαζί του το στοργικό λιοντάρι και γύρισαν και πάλι ιnο δάσος, όπου έ­ ζησαν και οι δύο, αγαπημέ•οι και ευτυχισμένοι, μέχρι το τέλος της ζω1jς τους.
  • 21.
  • 22. Η αλεπού κι ο κόρακας Ένα ανοιξιάτικο πρωι•ό μια πεινασμένη αλεπού έτρε­ χε μέσα ιπο δάσος, ψάχνοντας να βρει Υ.άτι να φάει. Κα­ θώς περ•ούσε Υ.άτω από ένα δέντρο, το μάτι της έπιασε μια κί'Ι')ση και κοιτάζοντας ψηλά είδε έ•αν κόρακα που είχε μόλις πετάξει σ' ένα κλαδί, κρατώντας σφιχτά στο ράμφος του έ•α μεγάλο Υ.ομμ{.ιτιτυρί, που σίγουρα είχε κλέψει από κάπου. -Πολύ θα 'θελα να έτρωγα αυτό το τυρί για πρωι•ό, σκέ­ φτηκε. Κατάλαβε όμως πως ακόμα κι α• σΥ.αρφάλωνε ιπο δέντρο, ο κόπος της θα mjγαινε στράφι, γιατί ο κόρακας θα πετούσε μακριά, γι' αυτό αποφάσισε να μεταχειριστεί άλλο μέσο για 'α πετύχει το σκοπό της. Κάθισε λοιπόν κά­ τω από το δέντρο και Υ.οίταξε τον κόρακα δήθεν μαγεμένη από την ομορφιά του. -Εσύ είσαι, κυρ-Υ.όρακα; τον ρώτησε. Για μια στιγμή δε σε γνώρισα -τόσο πολύ ομόρφm•ες από τότε που έχω 'α σε δω. Τα φτερά σου εί•αι μαύρα όπως η νύχτα. Και πόσο λά­ μπουν! Εί•αι σαν μεταξένια. Άσε πια τα μάτια σου ! Α­ στραφτερά σω• διαμά'tια. Εγώ πιστεύω πως εσύ πρέπει 'α είσαι ο βασιλιάς των πουλιών του δάσους. Το συζητού­ σα ~ιάλι<nα τις προάλλες με τ' άλλα αγρίμια του δάσους. Ε­ κείνα όμως δε συμφώνησαν με τη γνώμη μου γιατί έλεγαν πως, δυ<nuχώς, δεν έχεις όμορφη φωνιj και δεν μπορείς να τραγουδήσεις. Ο κόρακας ζαλίστηκε απ' όλες αυτές τις κολακείες και σκέφτηκε πως, εφόσον ήταν τόσο ξεχωριστό και όμορφο πουλί, σίγουρα θα μπορούσε και 'α τραγουδήσει με τη φω-
  • 23. νή -του. Άνοιξε λοιπόν -το ιnόμα του κι άρχισε να φωνάζει δυνατά: -Κρα, κρα, κρα!!! Όμως, το κομμ{.ιτι το τυρί που Υ.ρατσύσε μέχρι εκεί'η τη στιηηj <no ράμφος του, έπεσε κ{.ιτω και η πm<ηρή αλεπού το άρπαξε και το έφαγε με δυο μπουκιές. -Σ' ευχαριστώ για το τυρί, καλέ μου φίλε, είπε στο• κό­ ραΥ.α. Ωραία φωνή έχεις, δε λέω. Αν είχες και μυαλό, θα σου άξιζε να γίνεις ο βασιλιάς -τω• πουλιών του δάσους. Η αλεπού κω οι φαοιανοί Μια πεL•ασμένη αλεπού είδε τέσσερις φασιανούς που είχαν κουρ•ιάσει ιnο κλαδί ενός δέντρου. Τους λιγουρεύ­ τηκε και αποφάσισε 'α εφαρμόσει ένα πονηρό σχέδιο για να -τους φάει. Άρχισε λοιπόν 'α πηδάει σω• -τρελή πάνω κάτω. Συμπεριφερότα• σΗν η ουρά της να είχε πιάσει φω­ τιά Υ.αι προσπαθούσε να τη σβ1jσει. Οι φασιανοί την κοίταζω• έκπληκτοι και γελούσαν. -Πρέπει να είμα<nε προσεκτιΥ.οί, είπε το ένα πουλί στα υπόλοιπα. Εδώ πάνω ιnο ψηλό αυτό κλαδί, εί~ιαστε ασφα­ λείς, ξέρετε όμως πόσο πονηρές είναι οι αλεπούδες! Η αλεπού συνέχιζε τα τρελά της καμώματα. Κάποια στιηηj σταμ{.ιτησε να πηδάει πέρα δώθε κι άρχισε να κm<η­ γάειτην ουρά της. Κυνηγώ,-τας t1]', άρχισε να περιστρέφε­ ται κυκλικά γρήγορα, γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, μέ­ χρι που οι φασιανοί που την κοίταζα• ζαλίcm]Υ.α•, έχα(J(ιν
  • 24. την ισορροπία -τους κι έπεσαν απ' -το κλαδί ιπο έδαφος. Χωρίς να χάσει καιρό, η πονηρή αλεπού άρπαξε δύο πουλιά και πρι• το βάλει στα πόδια, είπε ιπους υπόλοιπους φασιανούς κάνοντας μια υπόκλιση: -Σας ευχαριιπώ, που είδατε τη μικρή μου παράιπαση ! Αλλά, κυρίως, σας ευχαριιπώ για το υπέροχο γεύμα που μου προσφέρατε! Η αλεπού, το λιοντάρι κω η αρκούδα Μια μέρα μια αλεπού τριγύριζε πεινασμένη ιπο δάσος. ' Ητω• απογοητευμένη, γιατί δεν είχε καταφέρει να πιάσει τίποτα ιnο κm~jγι και να το πάει στη φωλιά της, όπου την περίμεναν τα μικρά αλεπουδάκια της. Πλησιάζοντας σ' έ­ 'α ξέφωτο του δάσους, άΥ.σuσε φασαρία και φω•ές και εί­ δε μια αρκούδα κι ένα λιο'tάρι να παλεύουν άγρια. -Εγώ θα -το φάω το ελαφά.κι! βρυχ1jθηκε -το λιοντάρι. -Το ελάφι είναι δικό μου. Εγώ -το σκότωσα! μούγΥ.ρισε η αρΥ.ούδα. Ήταν φανερό απ' τις πληγές των δύο ζώων, ότι ούτε το λιιl-τάρι ούτε η αρκούδα ήταν διατεθειμένοι να υποχωι»1- σουν, κι ούτε θα δέχο'tα• να μοιραιnούν ένα μικρό ελάφι που κείτονταν λίγο πιο πέρα σκοτωμέ•ο. Η πονηρή αλεπού κρύφτηκε ιπους θάμνους Υ.αι περίμε­ 'ε την κατάλληλη ιπιηηj, που δεν άργησε να έρθει. Οι δύο αντίπαλοι ψω• τόσο aπορροφημένοι απ' τον καβγά, που δεν έβλεπαν τι γινότα• γύρω τους.
  • 25. Τότε η αλεπού όρμησε, άρπαξε το μικρό ελάφι και το έ­ σκασε τρέχοντας για τη q;αιλιά της, για να το μοιραστεί με τα αλεπουδάκια της. - Καλά 'α πάθουμε! είπε η αρκούδα. - Δίκιο έχεις! Μας άξιζε ό,τι πάθαμε! συμφώνησε το λιοντάρι. Παλεύαμε τόση ώρα για ένα ελαφάκι, που τώρα θα το φάει μια αλεπού. Η αλεπού κι ο πελαeγός Μια αλεπού που ζήλευε έ•αν πελαργό για τη χάρη και τους λεπτούς του τρόπους κατάστρωσε ένα σχέδιο για να το• υποχρεώσει να φερθεί με αγένεια. Τον κάλεσε στο σπίτι της σε δείπνο κι όταν το Υ.ομψό πουλί έφτασε, του εί­ πε μελιστάλαχτα: -Καλέ μου φίλε, κάθισε. Θα Ιjθελες να με συνοδεύσεις στο δείπνο μου; -Μετά χαράς, απάντησε ο πελαργός. Η αγε'Υjς αλεπού όμως σέρβιρε το φαγητό -την κρεατό­ σουπα- μέσα σ' ένα ρηχό πιάτο, ώστε ο πελαργός να μην μπορεί να φάει με το ~ιακρύ του ράμφος. Το δύστυχο που­ λί έμεL•ε νηστικό, αφού κατάφερε να τσιμπήσει μόνο μερι­ κά μιΥ.ρά κομματάκια κρέας και κάποια κομμέ•α καρότα. Αντίθετα, η αλεπού Υ.αταβρόχθισε λαίμαργα το φαγητό της. Ο πελαργός δε σχολίασε την αγέ•εια της αλεπούς. Της είπε μόνο: -Σ' ευχαριστώ τόσο για την πρόσκληση όσο και για το ω-
  • 26. ραίο δείπνο. Για να σαυ -το ω-ταποδώσω, κυρα-αλεπού, σε προσκαλώ αύριο ιnο σπίτι μαυ για να φάμε μαζί. Την επόμενη μέρα η αλεπού έφτασε στην ώρα της <no σπίτι -του πελαργού. Με το που μπήκε μέσα μύρισε το φα­ γητό-{) πελαργός είχε ετοιμάσει ψαρόσουπα- κι άρχισε να ξερογλείφεται. Όταν όμως κάθισαν στο-τραπέζι, ανακάλυ­ ψε ότι η ψαρόσουπα Ιjταν σερβιρισμένη σ' ένα γuάλι•ο μπουΥ.άλι με ψηλό και στε•ό λαιμό. Ο πελαργός που είχε μακρύ ράμφος έτρωγε ά•ετα την ψαρόσουπά του, ενώ η α­ λεπού κατάφερε μόνο να γλείψει λίγο ζωμό απ' το λαιμό του μπσυκαλιού. -Γιατί μου το κάνεις αυτό; ρώτησε έξαλλη τον πελαργό. Το βλέπεις πως δεν μπορώ να φάω μέσα απ' το μπουκάλι! -Καλ1j μου γειτόνισσα, ηρέμησε, της είπε ο πελαργός. Πιστεύω πως θα aπολαύσεις την ψαρόσουπα που σου προ­ σφέρω, όπως απόλαυσα κι εγώ χτες την κρεατόσουπα που μου σερβίρισες! Η αλεπού κι ο ξυλοκόπος Ένα χεφαι•ιάτικο πρωινό μια αλεπού, που είχε ξεμα­ κρύνει απ' τη φωλιά της ψάχνοντας για φαγητό, έφτασε σ' έ•α ξέφωτο ταυ δάσους. Εκεί τα δέ-τρα ήταν αραιά γιατί έ•ας ξυλοκόπος είχε πιάσει δουλειά -έκοβε δέντρα, τα τε­ μάχιζε, τα αποθιjκευε mην ξύλι'1] καλύβα ταυ κι έπειτα mjγαινε <m1ν πόλη και τα πουλούσε. Η αλεπού ετοι~ιάστηκε να γυρίσει <nη φωλιά της στο πυ-
  • 27. κνό δάσος, mαν άΥ.ουσε μια τουφεκιά απ' την πλευρά των δέντρων. Κρύφτηκε πίσω από κάποιους πυκνούς θάμ•ους και σε λίγο είδε να έρχονται προς το μέρος όπου στεκmαν δύσ κυνηγοί, με τα όπλα τους στα χέρια. Η αλεπού είχε παγιδευτεί: αν πtjγαινε προς το δάσος, θα έπεφτε πάνω στους κυνηγούς που θα την τουφέκιζαν, α• πάλι απομαΥ.ρυνόταν απ' το δάσος κι έβρισκε καταφύ­ γιο στα γύρω χωράφια, μπορεί να είχε την ίδια τύχη. ·Ηταν χειμώνας και τα χωράφια ψω• γυμνά, άρα σίγουρα θα την έβλεπαν οι κυνηγοί. Αποφάσισε λοιπόν να ζητήσει βοή­ θεια από τον ξυλοκόπο. Τον πλησίασε και του είπε: -Καλέ μου ξυλοκόπε, καλημέρα. Θα 1jθελα 'α σου ζητή­ σω μια χάρη, σαν γείτονες που είμαστε. -Τι θέλεις, κυρα-αλεπού; Πες μου, της είπε ο ξυλοκό­ πος. -Θέλω 'α με αφtjσεις 'α κρυφτώ μέσα την ξύλL'η καλύ­ βα όπου aποθηκεύεις τα ξύλα σου, του είπε η αλεπού. Εί­ δα κάτι κm'ηγούς να έρχονται προς το μέρος μας και φο­ βάμαι μη με σΥ.οτώσοm•. -Τότε κρύψου σtην καλύβα μου, κυρα-αλεπού, είπε ο ξυλοκόπος. -Καλέ μου άνθρωπε, θέλω αΥ.όμα μια χάρη, του είπε η αλεπού. Α• σε ραmjσουν οι κυνηγοί πού είμαι, σε παρακα­ λώ, μην τους πεις. -Εντάξει, ησύχασε. Δε• πρόκειται να τους το πω, της α­ πά'tησε εκείνος. Οι δύο κm~1γοί έφτασα• στο ξέφωτο και ρώτησαν τον ξυλοκόπο αν είχε δει μια αλεπσύ. -'Ο,<ι, δεν την είδα, απάντησε δυνατά ο ξυλοκόπος για
  • 28. 'α τον ακούσει η αλεπού, αλλά ταυτόχρονα έδειξε κρυφά με το χέριτου προς την καλύβα, ώστε 'α καταλάβουν οι κυ­ '~1γοί πού ή1;αν κρυμμένη η αλεπού. Οι κυνηγοί όμως δεν κατάλαβαν το •όημα που τους έκα­ 'ε ο ξυλοκόπος και συνέχισα• το δρόμο τους. Όταν aπομακρύνθηκα•, η αλεπού βγήκε απ' την καλύ­ βα και ξεκίνησε 'α φύγει, χωρίς να πει Υ.συβέντα στον ξυ­ λοκόπο. -Καλά, φεύγεις χωρίς να μου πεις ούτε έ•α ευχαριστώ, που δε σε πρόδωσα; τη ρώτησε ο ξυλοκόπος. -Θα σου έλεγα ευχαριστώ, αν το χέρι σου έκανε ό,τι έκα­ 'ε και το στόμα σου, είπε η αλεπού και του γύρισε την πλάτη. Η αλεπού, ο γάιδαρος κω το τομάρι του λιοvταeιού Μια μέρα ένας γάιδαρος, που τριγυρνούσε στα χωρά­ φια, πέρασε έξω από μια αγροικία. Στην αυλ1j της είδε ένα τομάρι λι<!'fαριού, που το είχαν απλώσει εκεί να αεριστεί. Ο γάιδαρος για μια στιγμ1j τρόμαξε, γιατί νόμισε πως έβλε­ πε μπροστά του λιοντάρι ζωντανό. Όταν κατάλαβε όμως το λάθος του, του πέρασε απ' το μυαλό μια πογηρή ιδέα. -Το λιοντάρι είναι τρομακτικό αΥ.όμα κι ότα• είναι ψό­ φιο, είπε <nον εαυτό του. Αν έριχνα πάνω μου αυτό το το­ μάρι, όλα τα ζώα του δάσους θα τρόμαζαν και θα το έβα­ ζαν στα πόδια με το που θα με έβλεπαν. Βούτηξε λοιπόν απ' την αυλή το τομάρι του λιονταριού, το q;όρεσε και μπιjκε στο δάσος.
  • 29. Τα ζώα που CΜ•αντούσε στο δρόμο του ο γάιδαρος τον περνούσαν όλα για λι<Ι-tάρι, γι'αυτό κι έτρεχαν να κρυ­ φτούν τρομαγμένα, μόλις τον αντίκριζαν. Ο γάιδαρος ήταl' τόσο ενθουσιασμένος απ' την επιτυχία του σχεδίου του, που δεν μπορούσε να σuγκρατιjσει τη με­ γάλη του χαρά. Άρχισε λοιπόν να γκαρίζει δυνατά. Δε• πέρασα• λίγα λεπτά κι εμφανίστηκε μπροστά του μια αλεπού. Ο γάιδαρος τότε σηκώθηκε στα δυο του πόδια κι έκανε πως θα χιμσύσε πάνω της, για να τΙ]' τρομάξει. Η αλεπού όμως όχι μόνο δεν κοm~jθηκε απ' "1'11 θέση της, αλ­ λά και του είπε ψυχρά: -Μη• κουράζεσαι. Μπορεί κι εγώ 'α σε φοβόμοm•α, αλ­ λά πριν σε δω σε άκουσα, κι απ' το γκάρισ~ια κατάλοβα πως είσαι γάιδαρος κι όχι λιm-τάρι. Η αλεπού κω τα σταφύλια Μια γριά αλεπσύ περπατσύσε σ' έ•αν εξοχικό δρόμο γεμάτο σκόνη και πέτρες. Δεξιά κι αριστερά του δρόμου υ­ πήρχαν περιβόλια και κάποια στιγμή είδε Υ.αι μια Υ.ρεβατί­ να γεμ{.ιτη σταφύλια. Τα σταφύλια αυτά ψα• κατακόκκινα, δηλαδή γι•ωμένα, ώριμα και χοντρά. Η αλεπού λαχτάρησε να τα φάει κι άρχισε να ξερογλείφεται. Πήδηξε λοιπόν ψη­ λάγια 'α τα φτάσει, αλλά δε• τα κατάφερε, γιατί η Υ.ρεβα­ τίνα ήταν σε μεγάλο ύψος. Η αλεπού πήρε φόρα και ξα•α­ πήδησε, αλλά και πάλι δεν μπόρεσε να φτάσει τα σταφύ­ λια. Τότε σηκώθηκε στα πίσω της πόδια και τέντωσε το χέ-
  • 30. ριτης. 'Η~αν μάταιο -και πάλι δεν κατάφερε ούτε να τα αγ­ γίξει. Αφού προσπάθησε κάμποσες φορές ακόμα, η αλε­ πού εγκατέλειψε τις προσπάθειες Υ.αι mjρε και πάλι το δρόμο της. -Δεν έχει νόημα 'α προσπαθώ να πιάσω και να φάω έ­ 'α μάτσο {.ιγουρα και ξινά σταφύλια, είπε στο• εαυτό της. Αφού το είδα -τα σταφύλια αυτά 1jταν ακόμα πράσινα και σίγουρα θα Ιjτα• άνοστα. Δεν υπάρχει λόγος να σκοτίζομαι γι' αυτά. Και η αλεπού με το κεφάλι ψηλά και ύφος περιφρονητι­ κό συνέχισε το δρόμο της. Η αλεπού κι.ιι η κατσίκα Μια ζεστιj μέρα του καλοκαιριού, μια αλεπσύ έψαΧ'•ε δροσερό νερό για να πιει, όταν βρέθηκε στο δρόμο της έ­ 'α σχετικά ρηχό πηγάδι. Απ' τη δίψα και τη λαχτάρα της, η αλεπού έσκυψε ~όσο πολύ πάνω απ' ~ο χείλος του πηγα­ διού, πσu έπεσε μέσα με το κεφάλι. Και νερό βέβαια Ιjπιε, αλλά δεν είχε τρόπο να βγει έξω. Κάθισε λοιπόν εκεί και περίμενε. Δε• πέρασε πολλή ώρα και μια κατσίΥ.α έχωσε το κεφάλι της στο άνοιγμα του πηγαδιού. -τι κάνεις εκεί κάτω, κυρα-αλεπού; τη ρώτησε έκπλη­ κτη η κατσίκα, μόλις την είδε. -Πί•ω δροσερό νεράκι, απάντησε η αλεπού. Γιατί δεν κατεβαίνεις να πιεις κι εσύ; τη ρώτησε με πανουργία. Και η ανόητη Υ.ατσίκα mjδησε κι αυτ~j μέσα <no πηγάδι
  • 31. κι αφού Ιjπιε δραιερόνερό και ξεδίψασε, ρώτησε την αλεπού: -Και τώρα πώς θα βγούμε απ' το πηγάδι; -Εγώ θα σαυ δείξω πώς θα βγω, απ{Ι•τησε η αλεπού, Υ.αι πριν προλάβει η κατσίκα ν' αντιδράσει, ανέβηκε στην πλ<'.ιτη της κι από 'κει, μ' έ•α mjδημα, βγ1jκε απ' το ρηχό πηγάδι. -Κυρα-αλεπσύ, πσύ πας; της φώναξε η κατσίκα. Εγώ τι θ' aπογίνω; -Αν είχες μυαλό στο κεφάλι σου, δε θα είχες πηδ1jξει μέσα στο πηγάδι. Ψάξε τώρα και βρες μ&Ι'η σου τρόπο για να βγεις από εκεί, της απάντησε η αλεπού και το 'βαλε στα πόδια. Η αλεπού κι ο γάιδαρος που mίγε να ζrίσει ιnο δάσος Μια φόρα κι ένω• Υ.αιρό ζούσε ένας γάιδαρος που είχε κουραστεί 'α τον φορτώνουν συνεχώς με πράγματα Υ.αι να τρώει και ξύλο από π<'.ινω. Το έσκασε λοιπόν απ' το αφεντι­ κό του και πήγε 'α ζήσει στο δάσος, ελεύθερος και κύριος του εαυτού του. Εκεί CΜ•άντησε μια αλεπού που τον ρώτη­ σε με περιέργεια τι έκανε μόνος του στο δάσος, κι ο γάιδα­ ρος, χωρίς να χάσει καιρό, της διηγήθηκε την ιστορία του. -Καλά έΥ.α•ες Υ.αι το 'σy.ασες, του είπε η αλεπού, όταν τελείωσε. Θέλεις 'α κάνουμε παρέα και 'α βγαίνουμε μα­ ζί για κυνήγι; -Μετά χαράς, απά>τησε ο γάιδαρος με ευγνωμοσύνη, γιατί δεν του πέρασε απ' το μυαλό ότι η αλεπού μπορεί να είχε άλλα σχέδια. Και πρ{.ιγματι, το ΠΟ'ηρό ζώο είχε σκεφθεί πως δε• εί-
  • 32. χε να χωρίσει τίποτα με το γάιδαρο, μιας και εκείνος έτρω­ γε μό•ο χορτάρι, αλλά μπορεί κάποια μέρα να της φαινό­ ταν χρήσιμος. Για λίγο καιρό τα δύο ζώΗ ζούσαν παρέα και ήταν ευru­ χισμένα. Ώσπου μια μέρα συν<'.rντησαν ένα λι<Ι-tάρι. Ο γά­ ιδΗρος τρόμαξε τόσο πολύ που 1jθελε να το βάλει στα πό­ δια, η αλεπού όμως το• καθησύχασε και του είπε: -Μην κάνεις βιαστικές ΚL'tjσεις. Το λιοντάρι τρέχει π»­ γορα και θα σε φτάσει. Περίμε•ε εδώ -θα πάω εγώ να τσυ μιλήσω. Η αλεπού πλησίασε το λLΟ-tάρι που την κοίταζε με απο­ ρία και το χαιρέτησε. -Βασιλιά των ζώων, θέλω να σου παραδώσω το γάιδαρο για 'α τον φας, του είπε έπειτα χαμηλόφωνα, για 'α μην την ακούσει ο φίλος της. Λίγο πιο Υ.άτω, ανάμεσα στα δέ­ -tρα, κάποιοι κυνηγοί έχουν στήσει μια παγίδα για να πιά­ σουν κανέ•α λύκο Ι εμένα. Θα οδηγtjσω λοιπόν το γάιδα­ ρο εκεί, για να πιαστεί στην παγίδα και 'α έρθεις εσύ να τον φας με την ησυχία σου. -Ε-tάξει, δέχομαι, απά-τησε το λιοντάρι. Και η αλεπού γύρισε ΚΟ-tά στο σύντροφό της πσυ την κοίταζε με περιέργεια και απορία. -Τη γλιτώσαμε, φίλε μου, είπε στο γάιδαρο. Είπα στο λιο-tάρι πως εμείς οι δύο το σεβό~ιαστε κι αυτό συμφώνη­ σε 'α μη μας πειράξει, φτάνει να φύγουμε απ' αυτό το μέ­ ρος του δάσους γιατί ανήκει, λέει, στη δική του περιοχή. Έλα, πάμε 'α φύγουμε από 'δω, κι εγώ θα σε πάω σ' ένα μέρος όπου το χορτάρι εί•αι πιο φρέσκο, πρόσθεσε και ο­ δήγησε το γάιδαρο στο μέρος όπου βρισκόταν η παγίδα.
  • 33. Ο γάιδαρος άρχισε 'α βόσκει αμέριμνος αλλά κάπσια ιπιηη1 πάτησε την παγίδα και το πόδι του πιάιπηκε ιπο δό­ κανο. Αμέσως η αλεπού έορεξε γεμάτη χαρά να φέρει το λιο­ ντάρι. Το άγριο ζώο είδε το γάιδαρο, αλλά δε• όρμησε να τον φά.ει. -Τι περιμένεις; τm• ρώτησε η αλεπού. Π1jγαινε να τm• φας! -Πρώτα θα φάω εσένα γιατί είσαι προδότρια Υ.αι άπι- στη, της είπε το λιοντάρι. Ο γάιδαρος μπορεί 'α περιμένει, αφού έτσι κι αλλιώς είναι πιασμένος ιπο δόκανο. Και το λιοντάρι έφαγε πρώτα την αλεπού Υ.αι μετά το γάιδαρο. Έτσι η αλεπού τιμωρήθηκε και πλ1jρωσε με τη ζωή της την παγίδα που έιπησε ιπο φίλο Υ.αι σύντροφό της. Η αλεπού κι ο γεωργός Κάποτε ζούσε ένας γεωργός που τα είχε βάλει με μια συγκεκριμένη αλεπού. Αυτό το ζώο τού είχε αρπάξει κά­ ποιο βράδυ ένα κοτόπουλο κι ο γεωργός το είχε κυνηγήσει, αλλά δε• είχε καταφέρει να το πιάσει. Είχε προσ{ξει όμως πως αυτtj η αλεπού είχε μια τούφα άσπρες τρίχες ανάμεσα ιπ' αυτιά της κι έοσι θα μπορούσε να την ξεχωρίσει απ' τις άλλες αλεπούδες, όταν θα την έβρισκε. Ο γεωργός ορκί­ στηκε λοιπό• 'α την εκδικηθεί και μήνες ολόκληρους τής έ­ στηνε παγίδες. Και το καλοΥ.αίρι, το δύστυχο αυτό ζώο έπεσε σε μια
  • 34. παγίδα τσυ γεωργού -το πόδι της πιάστηκε στο δόκανο. Όταν την είδε ο γεωργός, γέλασε με κακία και της είπε: -Ήρθε η ώρα να σε εκδικηθώ. Σου το είπα ότι θα σ' έ­ πια•α. Αλλ.ά δε θα σε σκοτώσω. Ο θ<'.ινατος μού φαίνεται μιΥ.ρή τιμωρία για ό,τι μου έκανες. Θα σε κ<'.ι•ω να πεθ<'.ι­ •εις αργ<'.ι και βασανιστικ<'.ι. Κι έτρεξε στο σπίτι του, όπου ιηjρε έ•α πανί, το βούτη­ ξε στο λάδι, το έδεσε στψ ουρ<'.ι της αλεπούς και τσυ έβα­ λε φωτι<'.ι.. ΊΞπειτα άνοιξε το δόκω•ο της παγίδας και άφη­ σε το ζώο ελεύθερο. Η αλεπού το 'σκασε τρέχ<!-tας για να γυρίσει στη φωλιά της, αλλά σε λίγο η φωτιά <no στουπί φούντωσε κι άρχισε 'α καίγεται. Το δύστυχο ζώο ούρλιαζε απ' τους πόνους κι έ­ τρεχε πέρα δώθε στα χωράφια με το mτάρι, προσπαθώντας 'α πετ<'.ι.ξει από πάνω του το στουπί που το έκαιγε. Όμως, έτm όπως τιναζόταν, τα ξερά στάχυα που ήταν έτοιμα για θέρισμα έπιασαν φωτιά απ' την ουρά της αλεπούς. Η αλε­ πού κατάφερε, τελιΥ.ά, να σωθεί -πέταξε το <nουπί και πλη­ γωμένη γύρισε στη φωλιά της για να γλείψει τις πληγές της ώστε να γι{.rl'ουν. Η φωτιά όμως μεταδόθηκε πολύ γρ1jγορα σ' όλα τα γύρω χωράφια και τα στάχυα έγινω• κάρβουνο. Την άλλη μέρα ο γεωργός που είχε δέσει το αναμμέ•ο στουπί στην ουρά της αλεπούς mjγε 'α θερίσει τα στάχυα του γιατί εκείνα τα χωράφια 1jταν δικά τσυ, βρ1jκε όμως μόνο καμέ'1] γη -ούτε έ•α στάχυ δεν είχε απομεί•ει. Έτσι ο γεωργός τψωρ1jθηκε για τη μεγάλη σκληρότητά του.
  • 35.
  • 36. Το βοσκόπουλο που aστειευόταν κω ο λύκος Μια φορά κι έ•αν καιρό ένας φτωχός βοσκός, πσυ είχε λίγα πρόβατα, CΜ~θιζε 'α -τα cπέλ•ει για βοοκή με το γιο του, ένα νεαρό αγόρι. Κάθε μέρα το μικρό βοσκόπουλο έπαιρνε τα πρόβατα και τα π1jγαινε σ' ένα λιβάδι, ιπην πλαγιά ενός ΚΟ'tινσύ λόφου, γιατί εκεί το χορτάρι ljl;αν παχύ Υ.αι τα πρόβατα βο­ σκούσαν καλά.. Το βοσκό:ιτουλο καθόταν στη ρίζα ενός δέ­ 'tροu και -τα παρατηρούσε, παίζοντας τη φλογέρα του, αλ­ λά η ώρα δεν περνούσε και βαριόταν. Έτσι μια μέρα τσύ πέρασε απ' το μυαλό μια ιδέα και α:ιτοφάσισε 'α διασκε­ δάσει. Σηκώθηκε λοι:ιτόν όρθιος κι άρχισε να φω•άζει δυ­ νατά: -Λύκοι, λώωι! Τρέξτε, χωριανοί! Και πράηιατι, μερικοί χωρικοί έτρεξα• στην πλαγιά κρατώντας σκε:ιτάρ•ια Υ.αι aξίνες. Όταν όμως έφτασαν στο λιβάδι, βρΙΥ.α• το βοοκόπουλο ξεΥ.αρδισμένο cπα γέλια. -Πού εί•αι οι λύκοι; -το ρώτησαν. -ΠλάΥ.α σάς έκω•α! τους α:ιτά'tη<ιε ο μιΥ.ρός βοσκός. Δε• ήρθε κω•ένας λύκος. Οι χωρικοί θύμωσαν και μάλωσα• -το βοσκόπσυλο, πριν ξαναγυρίσουν στις δουλειές τους. Ο φτωχός βοσκός μάλωσε κι αυτός -το γιο του, όταν -τον είδε το ίδιο βράδυ, και τον έβαλε να -του υποσχεθεί παις δε θα ξανάκανε τέ-τοια χm'fρά αστεία. Το βοοκόπουλο -τού έδωσε το λόγο -του, λίγες όμως μέ­ ρες αργότερα, αποφάσισε 'α ξαναπαίξει το ίδιο παιχνίδι. Άρχισε λοΙJtόν να φω•άζει:
  • 37. - Τρ{ξτε, τρέξτε! Οι λύκοι θα φά•ε τα πρόβατα! Οι χωρικοί έτρεξαν και πάλι 'α βοηθιjσουν, αλλά έγι­ νω• {ξαλλοι όταν διαπίστωσα• πως το βοσκόπουλο τούς εί­ χε εξαπατtjσει ακόμα μια φορά.. -Δύο λύκοι ήταν εδώ πριν από λίγο. Το 'σκασαν όμως ό­ ταν σας άκουσω• 'α πλησιάζετε, διΥ.αιολογ1jθηκε το βο­ σκόπουλο, για 'α τους ηρεμήσει. Την επόμενη μέρα, ακριβώς λίγη ώρα αφότου το βοσκό­ πουλο οδtjγησε τα πρόβατά του στο λιβάδι, παρουσιά<nη­ καν στ' αλήθεια δύο λύκοι. Ο νεαρός βοσκός άρχισε να φωνάζει όσο πιο δm•(.ιτά μπορούσε: -Λύκοι, λύκοι, τρέξτε! Κανείς όμως χωρικός δεν έτρεξε να βοηθήσει το τρομαγ­ μένο βοσκόπουλο και οι λύκοι άρπαξα• κ{Ι•α δυο πρόβατα. Όταν το νεαρό αγόρι γύρισε Υ.λ.αίγ<Ι'tας στο χωριό και παραπσνέθηκε στους χωρικούς πσu δε• είχαν τρέξει να το βοηθήσουν, εκείνοι του είπαν: -Εσύ φταις κι όχι εμείς. Μας είπες δύο φορές ψέματα, ώστε όταν είπες την αλ1jθεια, εμείς δεν είχαμε πια Υ.α•ένα λόγο 'α σε πιστέψουμε. Τα πρόβατα και ο λύκος Κάποτε ζούσε έ•ας βοσκός που είχε ένα πολύ μεγάλο κοπάδι πρόβατα και δύο μεγάλα και άγρια μαντρόσκυλα να τα φυλά•ε. Τα σκυλιά όμως αυτά κάποια στιγμή αρρώ­ στησαν και πριν προλάβει ο βοσκός 'α τα φροντίσει, μιας
  • 38. και Υ.αμιά στ6νη δε βρισΥmαν εκεί κον10ά, ψόφησαν και τα δύο. Ο βοσκός στενοχωρ1jθηκε πολύ, τόσο επειδή έχασε τα αγαπημένα του σκυλιά, όσο κι επειδή φοβόταν μην επιτε­ θούν στο κοπάδιτου οι λύκοι. ·Επρεπε λοιπόν να πάρειτην απόqχ:ιση να κατεβάσει το κοπάδι του σε άλλα λιβάδια, ό­ που θα συναντούσε κι άλλους βοσκούς Υ.αι θ' αγόραζε από κείνους Υ.6ποιο μαντρόοκυλο. Ξεκίνησε την ίδια κιόλας μέρα 'α πάει τα πρόβατά του στη βοσκή, όταν ξαφνικά είδε ένα λύκο να τ' ακολουθεί. Ο βοσκός φοβήθηκε κι άρχισε να μαζεύει πέτρες για να τις πετάξει στο λύκο, όταν πρόσεξε ότι το άγριο ζώο δεν έδει­ χνε διάθεση να πειράξει τα πρόβατα. Αντίθετα, τ' ακολου­ θούσε πειθιjνια σαν 'α ήταν τσοπα•όσκυλο κι ότα• έβλεπε κάποιο απ' αυτά να ξεΥ.όβει από το κοπάδι, έτρεχε και το ξανάφερνε πίσω. Ο βοσΥ.ός παραξενεύτηκε από τη συμπε­ ριφορά του λύκου κι όλη τη μέρα πρόσεχε πού πήγαινε το αγρίμι και τι έκανε, γιατί φοβόταν μιjπως ο λύκος αρπάξει ξαφνικά κω•ένα πρόβατο. Το ίδιο έκανε Υ.αι το βράδυ. Ό­ λη τη 'ΙJχτα ο βοσΥ.ός παραφύλαγε μήπως κι εμφανισθεί ο λύκος, που το απόγευμα είχε ακολουθήσει τα πρόβατα μέ­ χρι το μαντρί κι έπειτα είχε φύγει σαν να 'χε κάνει το κα­ θήκον του. Το επόμε•ο πρωι•ό ο λύκος περίμε•ε το βοσκό Υ.αι το κοπάδι του και τους αΥ.ολούθησε και πάλι σω• τσοπανό­ σκυλο μέχρι το λιβάδι. Το δειλινό τούς συνόδευσε ξανά μέ­ χρι το μαντρί κι έπειτα έφυγε. -τι παράξε•ο ζώο! είπε στον εαυτό του ο βοσκός. Συ­ μπεριφέρεται περισσότερο σαν σκύλος παρά (J(!ν λύκος.
  • 39. Με-τά από δεΥ.απέγτε μέρες ο βοσΥ.ός είχε πια πειστεί παις ο λύκος 1jταν ακίνδυνος και μάλιστα είχε αρχίσει να το• ταίζει, όπαις -τάιζε παλιά και τα σκυλιά του. Δε• έψα­ χνε πια για τσοπανόσκυλο, αφού ο λύκος εκτελούσε <πην εντέλεια τα καθιjκογτα του φύλακα. Με-τά από λίγο καιρό ο βοσκός α•r.ιγκάστηκε να πάει στην πόλη για μια δουλειά.. ΊΞφυγε Ιjσυχος από τη στάνη του κι άφησε το λύκο να -του φυλά.ει τα πρόβατα. Όταν ό­ μως γύρισε πίσω, δε βρήκε ζω'tα•ό ούτε έ•α πρόβατο. -Τι βλά.κας που είμαι! Καλά να πάθω! άρχισε να φωνά­ ζει και να χτυπάει -το κεφάλι του στον τοίχο. Είμαι τόσο κουτός που εμπιστεύτηκα τη φύλαξη των προβ<Όιτων μου σ' ένα λύΥ.ο. Ο λύκος και ο πελαργός Μια φορά κι έναν καιρό ένας λύκος που έτρωγε -το φα­ γητό του με λαιμαργία π1jγε να πνιγεί, κι όταν Υ.ατάπιε, έ­ να μικρό Υ.όκαλο τού στάθηκε στο λαιμό και όσο κι α• έβη­ χε κι όσο κι αν έφτm•ε, δεν μπορούσε να το βγάλει. Τριγύ­ ριζε λοιπό• στο δάσος και παρακαλούσε όποιο ζώο συ•α­ ντούσε 'α τον βοηθιjσει. Κανένα όμως ζώο δεν τολμούσε να πλησιάσει το αγρίμι, πόσο μάλλον να χώσει το πόδι -του στο στόμα του. Τότε ο λύκος φώναξε απελπισμένος: -Όποιος με βοηθΊjσει, θα αγταμειφθεί πλουσιοπάροχα. Σας δίνω το λόγο της τιμής μου.
  • 40. Ένας πελαργός πσυ 1jταν τολμηρός Υ.αι θαρραλέος και 1jξερε πως ο λύκος ήταν πολύ πλούσιος, τον πλησίασε κι ό­ ταν ο λύκος άνοιξε διάπλατα το στόμα -του, εκείνος με το μακρύ του ράμφος τράβηξε το κόΥ.αλο με προσοχή. Ανακσυφισμένος ο λύκος είπε: -Επιτέλους, είμαι καλά. Και γύρισε να φύγει. -Πού είναι η ανταμοιβή που μου υποσχέθηκες; -τον ρώ- τησε τότε ο πελαργός. -Δε σου φτάνει που έζησες αυτή την εμπειρία; του απά­ 'tησε -το aχάριστο αγρίμι. •Εβαλες το ράμφος σου στο στό­ μα -του λύκου και επέζησες. Θέλεις και ανταμοιβ1j; Άντε, φύγε από μπρο<nά μου. Και ο πελαργός δεν είπε τίποτα γιατί ήξερε πως δεν μπορούσε να απαιτήσει το δίκιο του από κάποιον που 1jταν πιο δm•ατός απ' αυτόν. Ο πειναιτμέvος λ·ύκος και ο κατοικίδιος οκύλος Μια φορά κι έ•αν καιρό ένας γέρος λύκος πσυ ζούσε σ' έ•α δάσος δυσκολευόταν να βρει φαγητό, με αποτε'λεσμα 'α αδυνατίσει τόσο πολύ, που τα πλευρά του ξεχώριζαν απ' τη γούνα του. Ο λύκος Ιjταν aπελπισμένος και για να μην πεθάνει της πείνας, αναγκάστηκε να βγει απ' το δάσος και να πλησιάσει το χωριό. Εκεί συν{Ι'tησε έναν οικόσιτο σκύλο, καλοθρεμμένο και mρουμπουλό. -Μια χαρά είσαι! του είπε ο λύκος με απορία. Πού βρί­ σκεις φαγητό όταν -το κυνήγι έχει γί•ει τόσο σπάνιο;
  • 41. -Εγώ δε βγαίνω για κυνtjγ~ του είπε ο σκύλος. Κάθε μέ­ ρα το αφε'ttΚό μου με ταίζει Υ.ρέας και πουλερικά. Εγώ το μόνο που πρέπει να κάνω είναι να προσέχω το σπίτι Υ..αι να γαβγίζω σ' όποιον το πλησιάζει. Γιατί δε• έρχεσαι, φίλε λύ­ κε, κι εσύ στο χωριό να βρεις μια οικογένεια να την πρ<χπα­ τεύεις κι εκείνη να σε ταίζει; πρόσθεσε ο χοντρός οκύλος. -Μετά χαράς, είπε ο λύκος και ξεκίνησαν και οι δύο για το χωριό. Όμως ο λύκος, όπως περπατούσα• άκουγε έ•α γκλιν­ γκλαν και γυρίζ<Ι<τας προς το μέρος του σκύλου, είδε γύρω απ' το λαψό του μια λαιμαριά. - Τι είναι αυτό που φοράς, φίλε ~ιου; το• ρώτησε. -Α, αυτό είναι λαιμαριά, του απ{Ι<τη<ιε ο σκύλος. Απ' αυτό με δένουν τη νύχτα με μια αλυσίδα, για να μψ• το σκάω. -Τότε εγώ δε• πρόκειται να σε ακολουθήσω στο χωριό, του είπε ο γερο-λύκος. Προτιμώ να μείνω στο δάσος ελεύ­ θερος Υ.αι νηστικός, παρά να τρώω πλσυσιοπάρ<r,<α και να 'μαι σκλάβος! Το τζιτζίκι και το μυρμrftκι Ήτα• Υ.αλοκαίρι και οι μέρες 1jτα• φωτεινές και ηλιό­ λουστες. Το τζιτζίκι περνούσε το• καιρό του τραγουδώ­ ντας, ε•ώ τα μυρ~ηjγκια κουβαλούσαν χωρίς <nαματημό σπόρους, ψίχουλα κι ό,τι άλλο έβρισκαν για να το αποθη­ κεύσουν <nη φωλιά τους.
  • 42. -Το καλοκαίρι πρέπει 'α διασκεδάζουμε, τους είπε ο τζίτζικας γελώντας δυνατά. Ήλιος, ζέστη ... Δε γίνεται να δουλεύετε -τόσο σΥ.ληρά. Αφήστε τις βαριές δουλειές για το χειμώνα. Τα μυρμ1jγκια όμως δε• του απάντησα• και συνέχισαν τη δουλειά -τους. Και πράγματι Ιjρθε το φθινόπωρο, ακολούθησε ο χειμώ­ •ας, άρχισαν τα μεγάλα κρύα, έπεσα• και χιόνια. Το τζιτζί­ κι δεν έβρισκε τίποτα να φάει. Π1jγε λοιπό• στη φωλιά των μυρμηγκιών και -τους είπε: -Δώστε μου, καλά μου μυρμ1jγκια, κ{.ιτι να q;άω. Σας πα­ ρακαλώ! Πεινάω πολύ. -Δυστυχώς, δεν μπορούμε να σου δώσουμε τίποτα, του απά'τησαν τα μυρ~ηjγκια. Δουλέψαμε σκληρά όλο -το Υ.α­ λοκαίρι, ε•ώ εσύ τραγούδαγες και γέλαγες. Ε, συνέχισε 'α κάνεις το ίδιο Υ.αι τώρα! Το δεμάτι με τις β{ρyες Μια φορά κι ένω• καιρό ζούσε ένας αγρότης που είχε τρεις γιους. Αυτά τα παιδιά δεν υπήρχε μέρα που να μη μά­ λωναν μεταξύ -τους. Τα χρό•ια πέρασαν κι ο αγρότης γέρα­ σε. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε πως πλησίαζε ο θάν(.ιτός του. Τότε κάλεσε Υ.οντά του Υ.αι τα τρία του παιδιά, γιατί1- θελε να τα συμφιλιώσει. Αq;ού ζ1jτησε και του έφεραν ένα δεμάτι από λεπτές βέργες, είπε στο μεγάλο γιο του να σπά­ σει τις βέργες στα δύο.
  • 43. Όσο κι ω• προσπάθησε όμως ο νεαρός, δεν κατάφερε να σπάσει το δεμάτι με τις βέργες. Τότε ο γέρος αγρότης ζψησε από το δεύτερο γιο τσυ, που όλη αυτή την ώρα κορόιδευε τον αδερq;ό του, να σπά­ σει εκείνος τις βέργες. Όμως ούτε ο δεύτερος γιος κατά­ φερε να σπάσει το δεμ{.ιτι με τις βέργες. Στη συνέχεια προσπάθησε κι ο τρίτος γιος, αλλά απέτυ­ χε κι εκεί•ος. Τότε ο αγρότης τράβηξε απ' το δεμ{.ιτι τρεις βέργες και έδωσε από μία σε κάθε του γιο, ζητώντας του 'α τη σπάσει. Και, βέβαια, αυτές τις βέργες τις έσπασα• πανεύκολα και οι τρεις. -Είδατε πόσο δm•ατοί είστε, όπως αυτό το δεμάτι με τις βέργες, όταν είσαστε ενωμένοι και πόσο εύΥ.ολα μπορεί κάποιος 'α σας σu-τρίψει, ότω• είστε μόνοι σας, είπε ο πα­ τέρας στους τρεις γιους τσυ. Η βελανιδιά και οι καλb.μιές Δίπλα σε μια λίμνη βριοκότω• μια μεγάλη βελω•ιδιά με κλαδιά που απλώνο'tα• προς όλες τις κατευθύνσεις, ενώ δίπλα της φύτρωναν πολλές κι αδύναμες Υ.αλαμιές. 'Οταν φυσούσε, οι καλαμιές έγερνα• και λύγιζαν, η βελανιδιά ό­ μως στεκόταν περήφανη και τα κλαδιά της μόλις που σά­ λευα• στο φύσημα του αέρα. -Ούτε ο αέρας δεν μπορεί να με κά•ει να λυγίσω, έλεγε με έπαρση η βελανιδιά.
  • 44. -Αυτό θα το δούμε, αυτό θα το δούμε, ψιθύριζω• τα κα­ λάμια. Μια μέρα <πην περιοχ1j της λίμνης ξέσπασε μια δm•ιmj καταιγίδα. Αστραπόβρον10α χαράκωνα• τον ουρανό και ο άνεμος, που φυσούσε μανιασμέ•α, κουνούσε τις καλαμιές πότε από 'δω και πότε από 'κει. Ήταν δε τόσο δυνατός, που τελικά ξερίζωσε από τη γη την πελώρια βελανιδιά και την έριξε κ(.ιτω με τρομερό θόρυβο. Κάποια στιγμή που η καταιγίδα κόπασε, οι αδύναμες καλαμιές που βρίσκ<η-ταν ακόμα στη θέση τους, γύρισαν και είπαν στην πεσμένη βελα•ιδιά: -Εμείς επιζ1jσαμε γιατί λυγίζαμε <no φύσημα του αέρα, ε•ώ εσύ που αντι<nεΥ.όσουν, ξεριζώθηκες και καταστρά­ φηκες. Η χελώνα κι ο λαyός Ένας λαγός δεν έχανε ευΥ.αιρία να καυχιέται <nα ζώα του δάσους για το πόσο γρήγορα έτρεχε. - Είμαι πιο γρ1jγορος κι απ' το• αέρα, έλεγε όπου στε­ κόταν κι όπου βρισκόταν. Μια χελώ•α είχε ενοχληθεί φοβερά απ' τις καυχησιές του λαγού και μια μέρα δεν άντεξε και του είπε: -Κυρ-λαγέ, σε καλώ 'α με συναγωνιmείς στο τρ{ξιμο και τότε θα δούμε ποιος εί•αι γρηγορότερος. Ο λαγός διασκέδασε τόσο πολύ με τΙ]' πρόταση της χε­ λώνας, που δέχτηκε το στοίχη~ια.
  • 45. Τα δύο ζώΗ συμφώνησαν 'α ψέξουν μέχρι τη φτελιά, έ­ να μεγάλο δέ"fρο που βρισκόταν στη στροφtj του δρόμου. Δόθηκε το σύνθημα και τα δύο ζώΗ ξεκίνησαν. Ο λαγός εξαφανίστηκε στη στιγμή, ε•ώ η χελώνα mjρε αργά και σταθερά το δρόμο. Μόλις ο λαγός έφτασε <nη στροφtj του δρόμου, είπε στο• εαυτό του: <<ΒρίσΥ.ομαι ένα πtjδημα απ' το τέρμα. Στη• πραγματικότητα, την έχω νικήσει τη χελώνα. Δε• ξα­ πλώνω κάτω απ' αυτό το δέ"fρο, να κοιμηθώ λιγάκι και με το που θα τη δω να έρχεται, πετάγομαι και τερματίζω>> . Κι αυτό έΥ.α•ε. Τεντώθηκε φαρδύς πλατύς στη σκιά του δέντρου και ΠQL' καλά Υ.αλά το καταλάβει αποκοιμήθηκε βαθιά. Η χελώνα, στο μεταξύ, συνέχιζε το περπάτημα. Κάποια στιηη έφτασε <nη στρσφtj του δρόμσυ και ξεπέρασε το λα­ γό που κοιμόταν του καλού καιρού. Βρισκόταν λίγα εκατο­ στά πριν από τη φτελιά, όταν ο λαγός ξύm'ησε, είδε τι έγι­ νε και πετάχτηκε όρθιος. Ήτω• όμως 1jδη πολύ αργά. Η χελώνα είχε τερματίσει και τα ζώΗ του δάσους τη ζητωκραύγαζα•. Το σοφό ζώο δε• είχε επαναπαυτεί, αλλά αργά και σταθερά είχε παλέ­ ψει για τη νίκη.
  • 46. Η αλεπού και ο κάβουρας Σε μια όμορφη ακρογιαλιά ζούσε κάποτε έ•ας νεαρός κάβουρας ~ιαζί με την παρέα του -πολλά άλλα καβούρια. Εκεί, ανάμεσα στους βράχους που πότε τους σκέπαζε και πότε τους ξεσκέπαζε το κύμα, τα καβούρια έτρωγαν, έπαι­ ζαν, κοιμούνταν. Ο •εαρός Υ.άβουρας όμως είχε βαρεθεί τα ίδια και τα ί­ δια Υ.αι Ιjθελε να γνωρίσει και τον κόσμο της στεριάς. Ό­ ταν λοιπόν τα καβούρια έβγαιναν στην αμμουδιά, εκεί που έσΥ.αγε το κύ~ια της θάλασσας, ο νεαρός κάβουρας καθυ­ στερούσε λιγάκι παραπάνω και προχωρούσε μερικά μέτρα κοιτάζ<Ι-tας γύρω του, πρι• τρέξει 'α κρυφτεί Υ.αι πάλι στα βράχια ή στις σπηλιές, όπου ήταν το σπίτι του. Ώσπου μια μέρα αποφάσισε να μην ξαναγυρίσει στη θάλασσα. Προχωρώ-τας σtΙ]' αμμουδιά, βρήκε έ•α ποτα­ μάκι που χυνόταν στη θάλασσα και άρχισε να το ανεβαίνει, μέχρι που έφτασε στην κοίτη του. Εχεί Ιjταν ένα δάσος. Ο κάβουρας δε• είχε ξαναδεί δέντρα στη ζωή του κι απόμει­ 'ε 'α τα κοιτάζει έκθαμβος. Τότε, όμως, μια αλεπού τον εί­ δε και τον έπιασε για να τον φάει. -τι γυρεύει <nη στεριά έ•α πλάσ~ια της θάλασσας σαν κι εμένα; είπε ο κάβουρας στο• εαυτό του. Καλά να πάθω, α­ φού Ιθελα ταξίδια και νέες εμπειρίες!
  • 47. Η νυχτερίδα και οι γάτ~ Μια 'U',(fερίδα κάπστε πληγώθηκε <nα πτερύγιά της και δε• μπορούσε να πετάξει. Σερνότα• λοιπόν στο χώμα κι έ­ ψαχνε 'α βρει ένα μέρος για να κρυφτεί, μέχρι 'α γιά•ει η πληγιj της. Εκείνη τη στιγ~ηj όμως έτυχε 'α περνάει από 'κει ένας αγριόγατος που μόλις την είδε, όρμησε πά•ω της για να τη φάει. -Σε παρακαλώ, άσε με 'α ζιjσω! Μη με φας, του είπε η νυχτερίδα. -Εγώ τρώω όλα τα πουλιά, της είπε ο αγριόγατος. -Μα εγώ δεν είμαι πουλί, του απάντησε η νυχτερίδα. Εί- μαι ποντικός της εξοχιjς. Ο αγριόγατος την περιεργάιnηκε με προσοχή, είδε πως έμοιαζε <n' αλιjθεια με ΠΟ'tικό και γι' αυτό την άφησε να ζήσει. Πριν όμως προλάβει ν' ανασά•ει από αναΥ.ούφιση η πληγωμένη νυχτερίδα, εμqχινίστηκε μπροστά της μια γάτα, που ετοιμάστηκε να τη φάει. -Σε παρακαλώ, άσε με να ζήσω! Μη με φας, είπε στη γάτα η νυ-,crερίδα. -Εγώ τρώω όλα τα ΠΟ'tίκια, της απάντησε η γάτα. -Μα εγώ δε• είμαι ποντίκι, της είπε το πληγωμένο ζωά- κι. Είμαι νυχτερίδα, δεν το βλέπεις; 'Εχω φτερά και πετάω. Η γάτα την Υ.οίταξε με προσοχιj, είδε πως είχε πράγματι φτερά -τα πτερύγιά της- και της είπε πριν απομακρυνθεί: -Εντάξει, δε θα σε φάω. Δε• είσαι ποντικός. Έτσι η έξυπνη νυ-,crερίδα γλίτωσε δύο φορές από το θά­ νατο, αλλάζοντας το ό•ομά της.
  • 48. Ο ποντικός της πόλης και ο ποντικός της εξοχ,ιίς Ένας ποντικός που ζούσε στην εξοχή κάλεσε στα γε­ •έθλιά του το• ξάδελφό του από την πόλη για δείπνο. Κουράστηκε όλη μέρα με τις ετοιμασίες, κι όταν 1jρθε η ώρα του δείπνου πρόσφερε στον καλεσμένο του λίγο α­ ρακά, λίγο ξερό ψωμί, λίγους σπόρους κριθαριού. Ο ποντικός της πόλης, αφού έφαγε λίγο αρακά και λί­ γο ξερό ψωμί, γύρισε και είπε στον ξάδελφό του: -Καλέ μου ξάδελφε, α•αρωτιέμαι πώς μπορείς και ζεις τόσο φτωχικά! Σε προσκαλώ να έρθεις μαζί μου στην πό­ λη για να σου δείξω πώς πρέπει 'α ζει ένας ΠΟ'"fικός. Και πράγματι, το ίδιο κιόλας βράδυ τα δύο ποντίκια π1jγα• στην πόλη, όπου ο ποντικός της πόλης οδήγησε τον ξάδελφό του σ' ένα υπέροχο αρχοντικό. Οι δύο ποντικοί μmjκαν στην τραπεζαρία και πάνω στο μεγάλο ξύλι•ο τραπέζι βρήκα• όλα τα καλά -απομεινάρια ενός πλού­ σιου δείπνου. Ο ποντικός της πόλης πρόσφερε στον ξά­ δελφό του τυρί, φρέσκο άσπρο ψωμί, μιΥ.ρά κομματάκια λουκάνικο. Τα δύο ΠΟ'"fίκια δεν είχα• προλάβει να αποφάνε, όταν ακούστηκε ένα νιαούρισμα και μια γκρίζα γ<'.ιτα πήδηξε πά•ω στο τραπέζι. Τα ΠΟ'"fίκια μόλις που πρόλαβαν να κουτρουβαλ1jσουν απ' το τραπέζι και να κρυφτούν σε μια τρύπα στο• τοίχο. -Μη φοβάσαι, είπε ο π<η"Ιικός της πόλης. Σε λίγο η γά­ τα θα φύγει και εμείς μπορούμε να aποτελειώσουμε το δείπνο μας. -Αγαπητέ μου ξάδελφε, εού μπορείς να aποτελειώσεις
  • 49.
  • 50. το φαγητό σου. Εγώ προτιμώ να γυρίσω στο σπίτι μου στην εξοχή και 'α δειm~jσω φτωχικά, αλλά με ασφάλεια, απάντησε ο ποντικός της εξοχ-ιjς και το 'βαλε στα πόδια. Το καμπανάκι της γάτας Μια οιΥ.ογένεια ποντικώ• ζούσε σ' ένα ωραίο παλιό σπίτι με πολλά δωμάτια. Τα ποντίκια περνούσα• υπέροχα, αλλά θα περ•ούσαν πολύ καλύτερα αν δε ζούσε στο ίδιο σπίτι και ~u.α γ{.ιτα, πονηρή και επικίνδυνη. Το ζώο αυτό γλίστραγε στους χώρους του σπιτιού σιωπηλό και αιψ•ιδί­ αζε τα θύματά του πριν αυτά προλάβουν να το βάλοm• στα πόδια. Έτm είχε καταφέρει και είχε πιάσει πολλά ποντί­ κια και τα είχε σκοτώσει. Τα ποντίκια λοιπόν αποφάσισαν να κάνουν μια συνέ­ λευση, για να δουν με τι τρόπο μπορούσαν να αντιμετωπί­ σουν τον τρομερό τους εχθρό. Στη συνέλευση μίλησα• ό­ λοι, μικροί και μεγάλοι, ώσπου ένα μικρό ΠΟ'tίκι πρότεL•ε το εξ!jς σχέδιο: -Νομίζω πως βρ1jκα τη λύση <no πρόβλημά μας. Πρστεί­ ''ω να δέσουμε ένα Υ.αμπανάκι στο λαιμό της γάτας! 'Ετσι θα την ακούμε ότα• θα έρχεται προς το μέρος μας. Τα ποντίκια ενθουσιά<nηκαν με την ιδέα του μικρού πο­ 'tικσύ και άρχισαν 'α του δίνουν ΟU'(',(αρητήρια. Τότε, ό­ μως, ένα γέρικο σαρό ποντίκι που δεν είχε μιλ1jσει μέχρι τότε, ζήτησε το λόγο και είπε τα εξής: -Πολύ ωραία ιδέα, φίλοι μου. Τα λόγια όμως είναι εύκο-
  • 51. λα, ενώ οι πράξεις δύσκολες. Μου λέτε ποιος από μας θα βρει το θάρρος να πάει να δέσει το Υ.αμπανάκι στο λαιμό της γάτας; Ο μικρός σκύλος του κηπουρού Μια μέρα, ένας κηπουρός βρισκότω• <ΠΟ' κtjπο του και φύτευε βολβούς. Λίγο πιο πέρα, ιπα παρτέρια, έπαιζε το κουτάβι του κηπουρού -κm~1γούσε μια πεταλούδα. Το νε­ αρό ζώο ήταν τόσο χαρούμενο και απορροφη μένο από το παιχνίδι, που δεν πρόσεχε πού πατούσε, με αποτέλεσμα να γλιστρ1jσει και να πέσει μέσα σ' ένα πηγάδι, ιπεγνό αλλά βαθύ, απ'το οποίο δε• μπορούσε να βγει. Ο σκυλάκος άρχισε να γαβγίζει και το αφε'tιΥ.ό του τον άκουσε κι έτρεξε να τον βοη θήσει. Ο κηπουρός έσκυψε και άπλωσε το χέρι του για να τον πιάσει, το σκυλάκι όμως φοβ1jθηκε και του δάγκωσε το χέρι. -Δεν ντρέπεσαι, βρε; του είπε ο κηπουρός. Δαγκώ•εις το χέρι που σε ταlζει; Εγώ τρέχω να σε σώσω κι αυτό είναι το εuχαριιπώ; Βρες λοιπόν τρόπο και βγες απ' το πηγάδι μό•ος σου !
  • 52. Οι δύο ταξιδιώτες και η αρκούδα Δύο φίλοι ξεκίνησαν 'α κάνουν έ•α ταξίδι -mjγαιναν στην πόλη για δουλειές. Καθώς περπατούσαν σ' ένα <Πε•ό μονοπάτι ιπο δάσος, το οποίο διέσχιζαν για 'α κόψουν δρόμο, άκουσαν ένα θόρυβο και είδαν μέσα απ' τα δένψα έ•α τεράστιο ζώο να έρχεται προς το μέρος τους. -Αρκούδα! Τρε'ξε να σωθούμε! φώναξε ο έ•ας απ' τους δύο φίλους και παρατώντας το miντροφό του, σκαρφάλω­ σε όσο πιο γρ1jγορα μπορούσε σ' ένα ψηλό δέντρο και κρύ­ φτηκε μέσα στο πυκνό του φύλλω~ια. Ο δεύτερος άντρας όμως δε• πρόλαβε ν' α•εβεί ιπο δέ­ 'tρο, αφού δεν τον βrnjθησε κι ο σύντροφός του, παρά κοί­ ταξε να προστατεύσει το τομάρι του. Ο δύστυχος άντρας έ­ πεσε λοιπό• στο χώ~ια και παρίστανε τον πεθαμένο, περι­ μένοντας το τέλος του. Η αρκούδα πλησίασε τον ξαπλωμένο άντρα και άρχισε 'α τον μυρίζει. Τον μύρισε αρκετtj ώρα από τψ• κορυφtj μέχρι τα .,)χια και έπειτα, προς έκπληξη και τω• δύο α­ 'tρών, γύρισε κι έφυγε. -Μου φ(.ινηκε πως η αρΥ.ούδα κάτι σου είπε στο αυτί, εί­ πε ο ταξιδιώτης που είχε ανεβεί στο δέ'tρο στο φίλο του, μόλ.ις κατέβηκε. -Δίκιο έχεις, του απάντησε ο συνταξιδιώτης του. -Και τι σου είπε; το• ρώτησε ο πρώτος ταξιδιώτης. -Με συμβούλεψε την επόμενη φορά που θα ταξιδέψω, 'α διαλέξω πιο προσεκτικά το φίλο που θα με συνοδεύσει, ώστε να μη με παραηjσει όταν θα παρουσιαστεί κίνδυνος.