1. ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
Άρχιςε να βραδιάηει τώρα πια. Πλοι τελείωναν τισ
δουλείεσ τουσ ςτα χωράφια και πιγαιναν ςτα
ςπιτάκια τουσ. Η μθτζρα του επτάχρονου Γιωργάκθ
του είπε να πάει να φζρει γριγορα αυγά για να
φτιάξει ομελζτεσ για τον πατερά του που γφριηε
κουραςμζνοσ από το χωράφι για να φάει.
Ο Γιωργάκθσ πιγε από μια άλλθ διαδρομι που δεν
είχε ξανά πάει. Ο ιλιοσ άρχιςε να δφει. Ξαφνικά βρικε
ζνα άροτρο , όχι πολφ παλιό αλλά όχι και πολφ
καινοφργιο και αφοφ ιταν κουραςμζνοσ πθρζ ζναν
υπνάκο. Έτςικοιμικθκε. Τθν άλλθ μζρα όταν άνοιξε τα
μάτια του, είδε τθν μαμά του τον νθςτικό μπαμπά του
και τα αδζλφια του από πάνω του κυμωμζνουσ.
Βαςικά περίπου, γιατί τα αδζλφια του γελοφςαν. Πταν
γφριςαν ςπίτι ιξερε τι τον περίμενε!!!
ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ Α’4