13. «Ώρα καλή σου αηδονάκι μου,
κάθισε εδώ να ξαποστάσεις.
Θα σε νανουρίζω εγώ με το θρόισμα των
φύλλων μου
και θα μου τραγουδάς εσύ με την ωραία
σου φωνούλα».
15. Χαμογέλασε τότε η γέρικη ελιά, μετά
από τόσα χρόνια.
Καιρό είχε να δει πουλάκι στα κλαδιά
της.
16. Κοντοστάθηκαν τότε και οι δυο
και κοίταξαν τον ήλιο.
Θαρρείς πως ο χρυσαφής ουρανός
συνάντησε το γαλάζιο πέλαγο.
Κι ένα καΐκι μοναχό νωχελικά
αρμένιζε.
17. Γύρισαν και χαιρέτησαν τον ήλιο.
Κι εκείνος τους χαιρέτησε με τις
τελευταίες ακτίνες του.
18. Και να, μόλις έφυγε ο ήλιος,
φάνηκε ψηλά στον ουρανό ο καθάριος
Αυγερινός,
για να φωτίσει τον κόσμο πριν εμφανιστεί
η Σελήνη.