ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ 2021-22 στο Γυμνάσιο Αγίου Πνεύματος Σερρών
D3 papi
1. ΣΕΛΙΔΑ 1 Στο ποτάμι το φαρδύ,
το γνωστό Μισισιπή,
ταξίδευε όλο μεγαλείο
ένα μεγάλο πλοίο,
γεμάτο με μικρά παπιά,
που τρελά από χαρά,
εκείνο το ηλιόλουστο πρωί,
πήγαιναν όλα εκδρομή!
2. ΣΕΛΙΔΑ2
Ήταν ωραίο το ταξίδι,
Παρά το στριμωξίδι.
Άλλα παπιά φοπούσαν παπιγιόν
Κι άλλα ψαθάκια.
Άλλα παίζανε ακορντεόν
Κι άλλα γλείφανε χωνάκια.
Άλλα ξεκαρδίζονταν στα γέλια
Κι άλλα τρώγανε παστέλια.
Άλλα μαδούσαν μαργαρίτες
Κι άλλα ρουφούσανε γρανίτες.
Άλλα παίζα τους κουρσάρους
Κι άλλα ταϊζανε τους γλάρους
3. ΣΕΛΙΔΑ3
Ξαφνικά μες΄ στην ηρεμία,
Μπήγει μια φωνή
ο λοστρόμος μ΄ αγωνία:
-Κάποιος έκανε πιπί
στη μέση του Μισισιπή!
Δεν ξεγελιέμαι, είδα
Μια κίτρινη κηλίδα!
Δηλαδή πιπί ενόψει,
Το γνωρίζω από την όψη!
4. ΣΕΛΙΔΑ 4
Φασαρία, αμέσως τα ταραχή,
Ρωτάνε όλα τα παπιά μαζί.
Ρωτάνε το ‘να τ άλλο
με πανικό μεγάλο:
-Τι είπε ο λοστρόμος, καλέ; Τι;
-Είπε ότι κάποιος έκανε πιπί
στη μέση του Μισισιπή!
Παίρνει ο καπετάνιος τότε
ένα κόκκινο χωνί
και φωνάζει μ’ αυστηρή φωνή.
-Ποιο
άταχτο
παπί
έκανε πιπί
στη μέση
του Μισισιπή;
5. ΣΕΛΙΔΑ 5
Σιωπή!
Έπεσε βαριά σιωπή,
Δεν ακούγοταν ούτε ανάσα,
Μόνο ο γερο- μάγειρας
Που έπαιζε γκρανκασα,
Υψώνει ο καπετάνιος τη φωνή
Κι όλο το πλοίο αντηχεί:
6.
7. ΣΕΛΙΔΑ 6
Όποιος έκανε πιπί
Στη µέση του Μισισιπή
Να σηκώσει το χέρι
και να το παραδεχτεί!
Πέρασε όλο το πρωί
Έφτασε το µεσηµέρι
και κανείς δε σήκωνε το χέρι
για να παραδεχτεί
ότι, ναι, έκανε πιπί
στη µέση του Μισισιπή!
8. ΣΕΛΙΔΑ 7
Όλα τα μικρά παπιά
ρέμβαζαν σιωπηλά
στην κουπαστή
και κοιτούσαν την ακτή
ή κάποιο κύμα αφρισμένο
με ύφος ονειροπαρμένο.
Παίρνει πάλι το χωνί
ο καπετάνιος και αναφωνεί:
9. ΣΕΛΙΔΑ 8
-Αν κάθε ανυπάκουο παπί
Έκανε αστόχαστα πιπί
Στη μέση του Μισισιπή
Θα πήγαινε χαράμι
Τέτοιο υπέροχο ποτάμι!
-Ναι, αν κάθε άμυαλο παπί
έκανε πιπί του κάθε μέρα,
θα γέμιζε το ποτάμι πέρα ως πέρα!
Θα ‘ταν, σε λίγο, το μισό πιπί
και δε θα το λέγανε Μισισιπή.
Πώς θα το λέγανε;
10. ΣΕΛΙΔΑ9
Μπορεί κανείς να φανταστεί;
Θα το λέγαμε Μισιπιπί,
Προτείνει ένα έξυπνο παπί
-Ακριβώς!
Και θα ‘πρεπε γι’ αυτό,
Για ωα μην μακρηγορώ,
η Γεωγραφία να γραφτει
φτου ξανά απ`την αρχή!
11. ΣΕΛΙΔΑ 10
Λοιπόν, ένα έχω να σας πω:
Ο ένοχος πρέπει να ομολογήσει
προτού το πιπί μας πλημμυρίσει
και τον κόσμο κατακλύσει
και το σύμπαν σκεπαστεί
σ’ ένα κύμα από πιπί
Όποιος το ‘χει
στην καρδιά του βάρος,
ας βρει το θάρρος,
να σταθεί εδώ μπρος μου
και να πει:
12. Σελιδα 11
-Ναι, εγώ έκανα πιπί
στη μέση του Μισισιπή!
Αυτά είπε ο καπετάνιος βλοσυρός
και συννέφιασε ο ουρανός
και έπεσε βαθιά σιωπή.
Κι όλοι συλλογίζονταν
τι φοβερή καταστροφή
μπορεί να προκαλέσει
μια σταλιά πιπί.
13. ΣΕΛΙΔΑ 12
Τρέμοντας εκείνη τη στιγμή
Σηκώνει το χέρι ένα παπί
Και λέει ένα λυγμό;
Ομολογώ, ομολογώ!
Εγώ το ανάξιο, εγώ
Εγώ έκανα πιπί
Στη μεση του μισισιπη !
Εκανα παπι, ναι, πολύ ωρα
Και μαλιστα με φορα!
14. ΣΕΛΙΔΑ 13
-Α α α ! ! !
έκαναν όλοι μ’ένα στόμα.
Τι θ’ακούσουμε ακόμα!
Τι σημεία και τι τέρατα
στου Μισισιπή τα πέρατα!
15. ΣΕΛΙΔΑ 14
-Ξέρω! Είπε το παπί.
Έκανα μεγάλο κρίμα
Κι αν από πιπί μεγάλο κύμα
Τον κόσμο κατά κλύσει
Και το σύμπαν αφανίσει
Και στο διάβα του
Τίποτα όρθιο δεν αφήσει,
Ούτε σπίτι ούτε βουνό
Ούτε μανούλα ούτε θωρηκτό
Θα ΄ναι δική μου η ευθύνη,
Που καμιά γόμα δεν τη σβήνει!
Αισθάνομαι τέτοια ενοχή ,
που χωρίς δισταγμό, χωρίς ντροπή
έκανα ανέμελα πιπί
στη μέση του Μισισιπή!
16. ΣΕΛΙΔΑ 15
και ρωτάει ο καπετάνιος
με ύφος απειλητικό
γιατί;
Γιατί συνέβη αυτό
Πώς μπόρεσες να κάνεις τέτοια πρά,
Που το χρώμα του Μισισιπή θ’ αλλάξει;
17. ΣΕΛΙΔΑ 16
Και το µικρό ̟α̟ί
Πνίγει ένα λυγµό και εξηγεί:
-Όταν ξαφνικά µεσ’τη νηνεµία
Μου ‘ρθε για ̟ι̟ί ε̟ιθυµία,
Ήταν δύσκολο να κρατηθώ
Και στον εαυτό µου να ε̟ιβληθώ!
18. ΣΕΛΙΔΑ 17
Έτρεχα λοιπόν με πανικό,
Από κει και από δω,
Και δεν έβισκα τουαλέτα
μόνο πόρτες με λουκέτα
και καφάσια με χουρμάδε
και βαρέλια και κουβάδες
και ναύτες βιαστικούς
που είχαν άλλη ασχολία
και δε μου δίναν σημαία
και εντελώς με αγνούσαν
και στις ερωτήσει μου
οι άθλιοι δεν απαντούσαν.
19. ΣΕΛΙΔΑ 18
Άλλοι έκαναν φασίνα,
Άλλοι αναπολούσαν
τα ταξίδια στην Κίνα
άλλοι τηγανίζαν ρέγγες,
άλλοι χτύπαγαν μαρέγκες,
άλλοι παίζαν τράπουλα, άλλοι ζάρια,
άλλοι καθαρίζανε παντζάρια,
κι άλλοι μανταρίνια,
άλλοι γυαλίζαν τα φινιστρίνια,
άλλοι έστρωσαν κουκέτες,
άλλοι έτρωγαν γαλέτες
και κανείς τους, μα κανείς
δε μου έδιχνε τις τουαλέτες.
20. ΣΕΛΙΔΑ 19
-Κανείς,κανείς;
-Κανείς,κανείς,
Ούτε μούτσος, ούτε ναύτης,
Ούτε κελευστής.
Τότε στη μεγάλη μου απελπισία,
Έκανα την ιεροσυλία.
Μ’ άλλα λόγια, δηλαδή,
Έκανα-το παραδέχομαι-πιπί
Στη μέση του Μισισιπή,
Χωρίς ειλικρινά να φανταστώ
Την καταστροφή που προκαλώ!
21. ΣΕΛΙΔΑ 20
Κι είπε ο καπετάνιος
- Νεαρέ, σε συγχωρώ !
Η μετάνοιά σου φαίνεται ειλικρινίς.
Κανείς δεν είναι τέλειος, κανείς!
Περασμένα όλα ξεχασμένα,
Φτάνει να υποσχεθείς
Ότι ήταν η τελευταία η φορά
Που έκανες πιπί
Στου Μισισιπή τα ανοιχτά!
22. ΣΕΛΙΔΑ 21
-ναι, είπε το παπί,
Σκύβοντας με συντριβή .
Ναι…Ναι ποτέ, ποτέ ,ποτέ,
Καπετάνιε αυστηρέ.
Ποτέ δε θα κάνω πια πιπί
Στη μέση του Μισισιπή!
Θα κάνω από δω και πέρα
Πιπί μου στην…μπανιέρα!!