SlideShare a Scribd company logo
ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ Β’ ΕΠΙΠΕΔΟΥ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΠΕ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ
ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ




ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
ΕΝΟΤΗΤΑ 2: Σύγχρονες αντιλήψεις για τη μάθηση και τη διδασκαλία
               και η εφαρμογή τους με εργαλεία υπολογιστικής και
               δικτυακής τεχνολογίας




2.2 Οι σύγχρονες θεωρήσεις για τη μάθηση.
      Εξέλιξη των αντιλήψεων για την
 παιδαγωγική αξιοποίηση των Τ.Π.Ε. στην
                εκπαίδευση.



ΧΡΟΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ: 40 ώρες
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΘΕΜΑΤΟΣ: 10 ώρες
1. Τίτλος
2.2 Οι σύγχρονες θεωρήσεις για τη μάθηση. Εξέλιξη των αντιλήψεων
για την παιδαγωγική αξιοποίηση των Τ.Π.Ε. στην εκπαίδευση.

   2. Μορφή και οργάνωση της ενότητας
Τα μάθημα προτείνεται να διεξάγεται ως μία εναλλαγή θεωρητικής παρουσίασης, συζήτησης
επιμέρους θεμάτων, αξιοποίησης βιωμάτων των εκπαιδευομένων, επεξεργασία υποθεμάτων
με εταιρική και ομαδική μορφή, που θα γίνεται στην τάξη, και παρουσίαση και συζήτηση των
αποτελεσμάτων στην ολομέλεια της τάξης. Συστήνεται στον διδάσκοντα να παρουσιάζει μια
σύντομη ενότητα, να δίνει σε φωτοτυπία στους συμμετέχοντες τον σκελετό της ενότητας, με
βάση τον οποίο οι συμμετέχοντες θα συζητούν ανά ζεύγη ή σε μικρές ομάδες και θα
επανέρχονται σε συζήτηση της ενότητας στην ολομέλεια, στην οποία θα ενσωματώνονται και
προσωπικά βιώματα και εμπειρίες των συμμετεχόντων από την μαθητική τους ζωή και την
εκπαιδευτική τους πράξη.



   3. Απαιτούμενη υλικοτεχνική υποδομή
Απαιτείται ένας Η/Υ και ένας βιντεοπροβολέας τουλάχιστον ή λογισμικό διαμοίρασης
οθονών και πίνακας μαρκαδόρου. Επίσης απαιτείται εργαστήριο Η.Υ. για την πρακτική των
επιμορφουμένων. Επειδή στην παρούσα ενότητα υπάρχουν αναφορές σε εξωτερικούς
υπερδεσμούς (links), ίσως θα ήταν σκόπιμο, στο μέτρο το δυνατού να προετοιμαστούν
κατάλληλες ιστοσελίδες (ή τουλάχιστον μια ιστοσελίδα) με συγκεντρωμένους τους σχετικούς
υπερδεσμούς, ώστε να επιταχυνθούν οι δραστηριότητες των επιμορφουμένων.




   4. Γνωστικά προαπαιτούμενα
Δεν υπάρχουν.




   5. Επιθυμητοί Διδακτικοί και Μεταγνωστικοί Στόχοι
Οι επιμορφούμενοι θα μάθουν βασικά στοιχεία των εξής θεωριών και θεωρητικών πλαισίων:
Γνωστική ανάπτυξη, βασικές απόψεις του Piaget, βασικές απόψεις του Vygotsky, βασικές
απόψεις του Bruner, γνωστικά σχήματα, ομοιοστατική ισορροπία, στάδια γνωστικής
ανάπτυξης, κονστρουκτιβισμός-δομισμός, σκέψη και γλώσσα, ζώνη επικείμενης ανάπτυξης,
scaffolding, πρόγραμμα Nuffield, προσλαμβάνουσες παραστάσεις και advance organizer,
μάθηση με ανακάλυψη, προσομοιώσεις, μάθηση εννοιών, μάθηση κανόνων, μάθηση
επίλυσης προβλημάτων, κριτική σκέψη.


   6. Εκτιμώμενη διάρκεια
Η ενδεικτική διάρκεια για τη διδασκαλία της παρούσας ενότητας είναι 10 ώρες.
7. Αναλυτική περιγραφή της ενότητας
7.0. Γνωστική ανάπτυξη και μάθηση

      Προκειμένου να μπορέσουν να βοηθήσουν το παιδί στην ανάπτυξή του, πρέπει
εκπαιδευτικοί και γονείς να έχουν την κατάλληλη πληροφόρηση σχετικά με τον τρόπο με τον
οποίον σκέφτεται, ερμηνεύει τις εμπειρίες του και χρησιμοποιεί τις έννοιες, τις γνωστικές του
δομές και την σκέψη του. Με άλλα λόγια πρέπει να γνωρίζουν με ποιον τρόπο τα καταφέρνει το
παιδί να χρησιμοποιεί τις γνωστικές λειτουργίες του και να προσαρμόζεται στο περιβάλλον.
Κανένας άλλος ειδικός δεν έχει μέχρι στιγμής περιγράψει με τόση σαφήνεια και πειστικότητα
την πορεία και τους μηχανισμούς της γνωστικής ανάπτυξης του παιδιού όσο ο Jean Piaget και ο
Lev Vygotsky.


7.1. Jean Piaget

      Έχει ασφαλώς την σημασία του το γεγονός ότι ο Piaget άρχισε την επιστημονική του
σταδιοδρομία ως βιολόγος και αυτό επηρέασε βαθιά τον τρόπο της σκέψης του, έτσι ώστε να
θεωρεί την γνωστική ανάπτυξη ως διαρκή βελτίωση της ικανότητας προσαρμογής του ατόμου
στο περιβάλλον του. Το γεγονός τέλος ότι ο Piaget ενδιαφερόταν κυρίως για την Γενετική
Επιστημολογία, τον κλάδο της επιστήμης η οποία μελετά την φύση της γνώσης και τον τρόπο
με τον οποίον την αποκτούμε, καθόρισε επίσης σε μεγάλο βαθμό τους ιδιαίτερους στόχους της
ερευνητικής του προσπάθειας, την ανακάλυψη δηλ. γενικών νόμων και κανόνων της γνωστικής
ανάπτυξης και την χαρτογράφηση της πορείας της.
      Μέχρι την εποχή του Piaget το παιδί θεωρούνταν ως homunculus, ως μικρογραφία του
ενηλίκου, του οποίου η νόηση λειτουργεί όπως εκείνη των ενηλίκων, σε μικρότερη ωστόσο και
στενότερη κλίμακα, και διευρύνεται σταδιακά, καθώς το παιδί συσσωρεύει γνώσεις και
εμπειρίες. Ο Ελβετός ψυχολόγος ανέτρεψε την ιδέα αυτή και καθιέρωσε την άποψη ότι το
μικρό παιδί συγκροτεί την αντίληψή του για τον κόσμο κατά τρόπον εντελώς διαφορετικό από
εκείνον του ενηλίκου. Για αυτό ο Piaget θεωρείται ως ο βασικός εισηγητής του δομισμού
(κονστρουκτιβισμού), μιας άποψης σύμφωνα με την οποία η γνωστική ανάπτυξη είναι μια
διαδικασία βάσει της οποίας το παιδί ως ενεργούν υποκείμενο οικοδομεί συστήματα νοημάτων
και κατανόησης της πραγματικότητας με τις εμπειρίες του και τις διαδράσεις του.


7.1.1. Γνωστικές δομές και προσαρμογή

      Την γνωστική ανάπτυξη του παιδιού την βλέπει ο Piaget ως μία πλευρά της βιολογικής
πάλης του οργανισμού με την ζωή. Η νοημοσύνη είναι και αυτή μία πλευρά της γενικής
βιολογικής προσαρμογής στο περιβάλλον. Και όπως ο οργανισμός έχει τα διάφορα όργανα για
την προσαρμογή του στο περιβάλλον, έτσι και η νοημοσύνη έχει τις διάφορες γνωστικές δομές,
τα «σχήματα», με την βοήθεια των οποίων ο άνθρωπος οργανώνει και προσαρμόζεται στο
περιβάλλον (η λέξη «σχήμα», όπως την χρησιμοποιεί ο Piaget σημαίνει «γνωστική δομή»). Τα
σχήματα λοιπόν είναι βασικές ενότητες γνώσης μέσω των οποίων ταξινομούνται και
διευθετούνται προηγούμενες εμπειρίες, ενώ παράλληλα προετοιμάζουν το πλαίσιο κατανόησης
μελλοντικών εμπειριών. Οι πρώτες δομές, τα πρώτα σχήματα είναι απλά, όσο όμως προχωρεί η
γνωστική ανάπτυξη, γίνονται σύνθετα σχήματα συμπεριφοράς, γίνονται κανόνες, σχέδια,
μέθοδοι, στρατηγικές. Αυτή η διαρκής μεταβολή των σχημάτων, των γνωστικών δομών,
συνιστά την γνωστική ανάπτυξη του ανθρώπου.
      Ο πολλαπλασιασμός και η διαφοροποίηση των γνωστικών δομών, των σχημάτων, ή με
άλλα λόγια η γνωστική ανάπτυξη του ανθρώπου, γίνεται με βάση την «αφομοίωση»
(assimilation) και την «εναρμόνιση» (accommodation), τις δύο συμπληρωματικές λειτουργίες
της προσαρμογής (adaptation), η οποία κατατείνει στην ισορροπία (balance). Αφομοίωση
(assimilation) είναι η ικανότητα της νόησης να εντάσσει στο γνωστικό σύστημα νέους
ερεθισμούς μέσω των σχημάτων τα οποία διαθέτει. Με την αφομοίωση δηλ. γίνεται η ένταξη
των νέων ερεθισμών στα ήδη υπάρχοντα σχήματα και κατ’ αυτόν τον τρόπο τα σχήματα
διευρύνονται όλο και περισσότερο, χωρίς βέβαια να αλλάζουν διάρθρωση, επειδή λειτουργούν
όπως ένα μπαλόνι στο οποίο η αφομοίωση προσθέτει αέρα, χωρίς όμως η πρόσθεση αυτή να
αλλάζει την διάρθρωσή του, την βασική του μορφή. Η εναρμόνιση (accommodation) από την
άλλη είναι η λειτουργία της νόησης με την οποία το άτομο αντιμετωπίζει αποτελεσματικά
πρωτόγνωρους ερεθισμούς, τους οποίους δεν είναι σε θέση να υπαγάγει σε υπάρχοντα σχήματα
μέσω της αφομοίωσης. Και επειδή οι διαθέσιμοι γνωστικοί μηχανισμοί, τα διαθέσιμα σχήματα,
δεν είναι σε θέση να οδηγήσουν στην επίλυση του προβλήματος, το άτομο δημιουργεί ένα νέο
σχήμα μέσα στο οποίο εντάσσει τον νέο ερεθισμό.


7.1.2. Γνωστικές δομές και μάθηση

      Η πηγή της γνωστικής ανάπτυξης είναι κατά τον Piaget η ενασχόληση, ο χειρισμός και ο
πειραματισμός επί αντικειμένων και φαινομένων από το παιδί. Όταν το παιδί ασχολείται με
διάφορα πράγματα, διαπιστώνει π.χ. ότι τα 10 αντικείμενα είναι πάντα 10 ή ότι 3+5 και 5+3
είναι το ίδιο σύνολο. Αποδίδει λοιπόν στον κόσμο ιδιότητες τις οποίες το ίδιο διαπιστώνει ή
«κατασκευάζει». Με τον τρόπο αυτό σχηματίζει έννοιες, κατανοεί σχέσεις, συλλαμβάνει την
φύση του αριθμού, κάνει συλλογισμούς κλπ. Αυτού του είδους η γνώση ονομάζεται
λογικομαθηματική και επιβάλλεται από το υποκείμενο στον έξω κόσμο, ώστε να τον
κατακτήσει.
      Οι απόψεις αυτές του Piaget συνέδεσαν το όνομά του με την εισαγωγή διεθνώς των νέων
Μαθηματικών στο Δημοτικό Σχολείο. Η αλλαγή στον τρόπο αντιμετώπισης του μαθήματος
καταδεικνύεται ήδη με την εγκατάλειψη του παλιού τίτλου «Αριθμητική» και την υιοθέτηση
του νέου «Μαθηματικά» και σχετίζεται με την διαπίστωση ότι η έμφαση στην εξάσκηση
αριθμητικών δεξιοτήτων οδηγούσε στην παραμέληση της καλλιέργειας λογικών δομών και
μαθηματικών τρόπων σκέψης. Η διαπίστωση του Piaget ότι υπάρχουν δομές οι οποίες είναι
κοινές σε όλες τις περιοχές των Μαθηματικών αλλά και των γνωστικών λειτουργιών γενικότερα
οδήγησε σε αυτόν τον αναπροσανατολισμό. Η εργασία με τα σύνολα στις πρώτες τάξεις του
Δημοτικού Σχολείου ή ακόμα και στο Νηπιαγωγείο αποβλέπει στην ανάπτυξη αυτών ακριβώς
των λογικο-μαθηματικών δομών.
      Όλα τα παιδιά, φτωχά ή πλούσια, με υψηλό ή χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, σε
ανεπτυγμένες ή υπανάπτυκτες κοινωνίες κ.ά.π., ακολουθούν μια σχεδόν ομοιόμορφη γνωστική
ανάπτυξη. Η ομοιόμορφη αυτή ανάπτυξη οφείλεται στο γεγονός ότι κατευθύνεται από μέσα,
από το εσωτερικό του παιδιού. Στο παιδί υπάρχει εγγενής η ανάγκη να γνωρίζει και να μαθαίνει
και η ανάγκη αυτή το ωθεί στην αναζήτηση και στην επιλογή εκείνων των ερεθισμών από τον
γύρω του κόσμο, οι οποίοι ικανοποιούν την ανάγκη αυτή. Κατά συνέπεια τα κίνητρα για
μάθηση δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητα από τις γνωστικές δομές, τα σχήματα. Αντίθετα κάθε
γνωστική δομή, κάθε σχήμα περικλείει μέσα του και την αποκλειστικά δική του δυναμικότητα,
τα κίνητρα. Άπαξ και δημιουργήθηκε ένα σχήμα, δημιουργήθηκε ταυτόχρονα και η ανάγκη να
τεθεί σε ενέργεια. Μια γνωστική δομή λοιπόν δεν χρειάζεται να δραστηριοποιηθεί με βάση
οποιαδήποτε κίνητρα, διότι είναι από την φύση της αυτοδραστηριοποιούμενη. Όλοι μας
παρατηρούμε την ευχαρίστηση με την οποία ασκεί το παιδί μια δεξιότητα που μόλις
«κατέκτησε».
      Επειδή λοιπόν η γνωστική ανάπτυξη συντελείται με την δραστηριοποίηση του
υποκειμένου, πρωταρχικό μέλημα του σχολείου πρέπει να είναι η δράση, η αυτενέργεια του
παιδιού, αφού η εξάσκηση των γνωστικών δομών αποτελεί επιβράβευση (ενίσχυση) καθαυτή.
Το παιδί δηλ. αποκτά ικανοποίηση για ό,τι καταφέρνει να επιτελέσει και δεν κάνει ό,τι κάνει,
μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τον εκπαιδευτικό. Μαθαίνει να βασίζεται στον έλεγχο της
ίδιας της λογικής των πραγμάτων και όχι να προσβλέπει στον εκπαιδευτικό για επιδοκιμασία.
Πρέπει για αυτό να αφήνεται ελεύθερο να κινείται μέσα σε τέτοιες περιστάσεις και ευκαιρίες, οι
οποίες προσφέρουν από μόνες τους επιδοκιμασία και επιβράβευση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο
αφήνεται ταυτόχρονα χώρος για την έκφραση των προσωπικών ικανοτήτων και των ατομικών
διαφορών των μαθητών. Ο εκπαιδευτικός παύει πια να μεταδίδει την γνώση, αλλά βοηθάει το
παιδί στην γνωστική του ανάπτυξη. Δεν είναι απλώς πομπός της γνώσης, αλλά καταλύτης ανώ-
τερων γνωστικών διεργασιών, έχοντας επίγνωση ότι η σκέψη δεν είναι βέβαια κάτι που
διδάσκεται, οπωσδήποτε όμως κάτι που ασκείται.


7.1.3. Στάδια γνωστικής ανάπτυξης

      Η διαδοχή και η σειρά σταδίων, φάσεων και βαθμίδων της ανάπτυξης αποτελεί το
κεντρικό θέμα της Αναπτυξιακής Ψυχολογίας. Με τον όρο «διαδοχή των φάσεων» μερικοί
εννοούν τις έμφυτες διαδικασίες ωρίμανσης, οι οποίες εμφανίζονται σύμφωνα με ένα αυστηρώς
προδιαγεγραμμένο πρόγραμμα, ανεξάρτητα από τις εμπειρίες του ατόμου. Για την Αναπτυξιακή
Ψυχολογία η ύπαρξη και ο καθορισμός ορίων ηλικίας, τα οποία σχετίζονται με τις διάφορες
αναπτυξιακές φάσεις, βρίσκεται πέρα από κάθε αμφιβολία.
      Ασφαλώς ο Piaget δεν διατείνεται ότι μελέτησε την γνωστική ανάπτυξη του παιδιού σε
όλο το φάσμα των εκδηλώσεών της. Για τον λόγο αυτόν μιλάει μόνο για διάφορες φάσεις και
βαθμίδες στην ανάπτυξη ορισμένων βασικών εννοιών, τις οποίες μελέτησε ο ίδιος, όπως του
χρόνου, της φυσικής αιτιότητας, του χώρου, της ηθικής συνείδησης κλπ. Από την μελέτη όμως
της ανάπτυξης των εννοιών αυτών στο παιδί και την σύγκριση των αποτελεσμάτων έγινε σιγά
σιγά φανερό ότι οι διάφορες φάσεις του σχηματισμού μιας έννοιας προχωρούν παράλληλα προς
τις φάσεις ανάπτυξης άλλων εννοιών, έτσι ώστε οι ίδιες περίπου ποιοτικές διαφορές να
χαρακτηρίζουν τις διάφορες φάσεις, χωρίς αυτό βέβαια να αποκλείει το γεγονός ένα
συγκεκριμένο παιδί να βρίσκεται σε μια άλφα φάση ως προς μια έννοια και στην βήτα ως προς
μια άλλη. Για αυτό και οι ηλικίες τις οποίες δίνει ο Piaget είναι μόνον ενδεικτικές και
εκφράζουν τον χοντρικό μέσον όρο, ενώ σοβαρές αποκλίσεις μπορούν να βρίσκονται απολύτως
μέσα στα όρια του κανονικού. Είναι λοιπόν εντελώς επιτυχημένη η παρομοίωση ότι o Piaget
χαρτογράφησε την γνωστική ανάπτυξη του παιδιού σαν ένα δρόμο. Οι πινακίδες τις οποίες
τοποθέτησε δείχνουν καθαρά την κατεύθυνση της πορείας και μόνον κατά προσέγγιση τις
αποστάσεις.
Για την σωστή κατανόηση του μοντέλου των βαθμίδων γνωστικής ανάπτυξης του
παιδιού του Piaget πρέπει να έχουμε υπόψη ότι
      α) η σειρά της διαδοχής των φάσεων και βαθμίδων δεν αντιστρέφεται ποτέ, ανεξάρτητα
από το γεγονός ότι μερικά παιδιά μπορούν να διεξέλθουν την σειρά αυτή με διαφορετική
ταχύτητα,
      β) κάθε φάση παίρνει το όνομα της λειτουργίας η οποία μόλις ενεργοποιήθηκε, αν και
την ίδια στιγμή εξακολουθούν να ενεργούν σχήματα και δομές άλλων φάσεων και
      γ) κάθε φάση είναι μια μεγάλη ενότητα, η οποία συμπεριλαμβάνει ενσωματωμένες τις
δομές της προηγούμενης και την αρχή της δραστηριοποίησης των επόμενων. Τρεις φάσεις Α, Β,
Γ, δεν υπάρχουν ποτέ ως εντελώς ανεξάρτητες βαθμίδες, αλλά η Β συμπεριλαμβάνει την A και
η Γ την Β, άρα και την Α, έτσι ώστε κάθε γνωστική δομή να εξαρτάται από την προηγούμενη
και να ενσωματώνεται στην επόμενη.
      Αντικείμενο των μελετών του Piaget αποτέλεσε κυρίως η γνωστική ανάπτυξη του
παιδιού από την γέννησή του μέχρι την προεφηβική ηλικία. Στο χρονικό αυτό διάστημα
διαπίστωσε ότι ο άνθρωπος περνάει από τέσσερις μεγάλες φάσεις με πολλές ενδιάμεσες
βαθμίδες. Επειδή η διαδοχή αυτή των βαθμίδων και φάσεων χαρακτηρίζεται από την μεταβολή
των λειτουργιών της σκέψης και της νόησης, οι λειτουργίες είναι εκείνες οι οποίες δίνουν και το
όνομα των διάφορων φάσεων
     Α΄ Φάση των αισθησιοκινητικών λειτουργιών (0-2 έτη περίπου)

      Κατά την φάση αυτή το βρέφος εξερευνά τον κόσμο, χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις και
τις κινήσεις του. Ερχόμενο στον κόσμο το παιδί φέρνει μαζί του μερικές εγγενείς μορφές
συμπεριφοράς, τα αντανακλαστικά (θηλασμός, πιάσιμο, κινήσεις του σώματος, κλάμα κλπ.),
πάνω στα οποία στην συνέχεια οικοδομεί τον γνωστικό του εξοπλισμό και τους εντελώς
ιδιαίτερους και προσωπικούς του τρόπους συμπεριφοράς.
      Ήδη στην αρχή του δεύτερου μήνα το παιδί αρχίζει να σχηματίζει τα πρώτα εξαρτημένα
ανακλαστικά. Ίσως μάλιστα το σημαντικότερο επίτευγμα ολόκληρης της φάσης αυτής είναι η
συνειδητοποίηση ότι τα αντικείμενα δεν εξαφανίζονται, αλλά υπάρχουν, ακόμη και όταν δεν τα
βλέπει.
      Μετά από τους οκτώ μήνες περίπου τα αντικείμενα αποκτούν για το παιδί σταθερότητα
και διάρκεια ύπαρξης. Με την συμπλήρωση του πρώτου έτους της ηλικίας πολλές ενέργειες του
βρέφους γίνονται σκόπιμες και πειραματικές. Μαθαίνει τώρα να συντονίζει τις κινήσεις του και
να χρησιμοποιεί ορισμένα βασικά σχήματα, δηλ. τρόπους συμπεριφοράς, τα οποία μπορεί να
εφαρμόσει πάνω σε διάφορα αντικείμενα και σε διαφορετικές περιστάσεις (π.χ. ακολουθεί με τα
μάτια του τη κίνηση ενός αντικειμένου, κουνάει ρυθμικά ένα αντικείμενο, το βάζει στο στόμα
του κλπ.). Κατά την φάση λοιπόν αυτή η γνώση του κόσμου πηγάζει αποκλειστικά από τις
ενέργειες του βρέφους. Οι εμπειρίες των άλλων δεν παίζουν κανένα ρόλο σε αυτήν την γνώση.
Κατά συνέπεια το βρέφος σχηματίζει με βάση τις εμπειρίες του μια εικόνα για τον κόσμο
εντελώς προσωπική.

      Β΄ Φάση των συμβολικών λειτουργιών (2-7 έτη περίπου)

      Συμβολική ή σημειωτική λειτουργία είναι η πρακτική του ανθρώπου να συμβολίζει ένα
αντικείμενο με κάποιο άλλο ή με ένα σύμβολο. Από τις διάφορες μορφές συμβολικής
συμπεριφοράς το συμβολικό παιχνίδι και η γλώσσα είναι εκείνα τα οποία κατ’ εξοχήν
διευρύνουν το γνωστικό πεδίο του παιδιού. Μέχρι τώρα το παιχνίδι του παιδιού ήταν παιχνίδι
κινητικών ασκήσεων. Τώρα μπορούμε να πούμε ότι το παιδί αρχίζει να παίζει πραγματικά. Το
ίδιο συμβαίνει και με την γλώσσα, η οποία κατά την φάση αυτή παρουσιάζει τρομακτική
ανάπτυξη. Μέχρι τώρα η γλώσσα συνόδευε απλώς τις διάφορες ενέργειες του παιδιού. Τώρα
παύει πια να αποτελεί μέρος της ενέργειας, αρχίζει μάλιστα και να την προκαλεί. Και οι άλλες
συμβολικές λειτουργίες τέλος καθιστούν δυνατή την σκέψη από τη μια και της παρέχουν ένα
απεριόριστο πεδίο εφαρμογής από την άλλη, σε αντίθεση προς τα στενά όρια της
αισθησιοκινητικής πράξης και αντίληψης. Οι συμβολικές λειτουργίες δίνουν τώρα την
δυνατότητα στο παιδί να μιλάει και να ασχολείται με πράγματα, χωρίς να τα βλέπει, επιτρέπουν
δηλ. την νόηση να επεκτείνει τον εαυτό της με τις πρώτες κύριες μορφές σκέψης.

     Γ΄ Φάση των συγκεκριμένων γνωστικών λειτουργιών (7-11 έτη περίπου)

      Αρχίζουν κατά την φάση αυτή να διαμορφώνονται οι γνωστικές λειτουργίες οι οποίες
επιτρέπουν συλλογισμούς του τύπου «αν Α<Β και Β<Γ, τότε Α<Γ». Υπάρχει όμως ένας διπλός
περιορισμός: α) Οι γνωστικές αυτές λειτουργίες εφαρμόζονται (ή αναφέρονται) μόνον σε
αντικείμενα, όχι σε υποθέσεις οι οποίες εκφέρονται λεκτικά και σε συλλογιστικά σχήματα και
β) προχωρούν από το ένα πράγμα στο αμέσως επόμενο, αντίθετα δηλ. προς τους αφηρημένους
συλλογισμούς οι οποίοι έχουν πολύ μεγαλύτερο βαθμό ευκινησίας, επειδή τα υποκείμενα έχουν
την δυνατότητα να κάνουν νοητικά άλματα. Το παιδί λοιπόν γίνεται τώρα ικανό για κάποια
συλλογιστική αφαίρεση, εργάζεται όμως ακόμα στο επίπεδο του συγκεκριμένου, του
χειροπιαστού.

     Δ΄ Φάση των αφηρημένων γνωστικών λειτουργιών (11-15 έτη περίπου)

      Κατά την φάση αυτή το παιδί κατακτά έναν νέο τρόπο σκέψης, έναν τρόπο ο οποίος δεν
είναι περιορισμένος πια αποκλειστικά στις ενέργειες με συγκεκριμένα αντικείμενα, αλλά
χρησιμοποιεί πολύπλοκους υποθετικούς συνδυασμούς, προτάσεις και συλλογισμούς με βάση
τους οποίους καταλήγει σε συμπεράσματα, χωρίς να είναι απαραίτητο να ελέγξει και να πεισθεί
για την ορθότητα ή το αβάσιμό τους. Το παιδί έχει υπερβεί οριστικά το στάδιο του
εγωκεντρισμού και είναι πλέον σε θέση να βλέπει τα πράγματα και από την σκοπιά των άλλων.
Η αντιστρεψιμότητα της σκέψης το βοηθά να σχηματίζει σύνθετες έννοιες και να εκφέρει
αιτιολογημένες προτάσεις. Η ελεύθερη χρήση υποθετικών συλλογισμών εξάλλου του δίνει την
δυνατότητα να προσεγγίζει την λύση ενός προβλήματος από όλες τις πλευρές και τις οπτικές
γωνίες και να μελετά όλες τις εναλλακτικές πιθανότητες. Οι προϋποθέσεις αυτές του επιτρέ-
πουν να πειραματίζεται, διατηρώντας ορισμένους όρους αμετάβλητους, και να μελετάει κατ’
αυτόν τον τρόπο με επιστημονική μέθοδο διάφορα χαρακτηριστικά που το ενδιαφέρουν.


7.1.4. Η θεωρία του Piaget στην σχολική τάξη

      Η θεωρία του Piaget άσκησε πολύ μεγάλη επίδραση στην εκπαιδευτική πράξη. Καταρχήν
σε αυτήν στηρίζεται η ιδέα της εκπαίδευσης σύμφωνα με την ανάπτυξη του παιδιού
(developmentally appropriate education). Επίσης πολλές προσεγγίσεις στα σύγχρονα αναλυτικά
προγράμματα     και   στην   διδασκαλία   οφείλονται   στην   θεωρία    του.     Τα   διάφορα
κονστρουκτιβιστικά μοντέλα μάθησης επηρεάστηκαν επίσης από τις εξής βασικές ιδέες του:
1. Έμφαση στην διαδικασία σκέψης του παιδιού και όχι στα προϊόντα της. Πέρα από τον
έλεγχο της ορθότητας των απαντήσεων του παιδιού ο εκπαιδευτικός πρέπει να διερευνά τις
διαδικασίες τις οποίες χρησιμοποιεί το παιδί, προκειμένου να δώσει την απάντηση.
      2. Αναγνώριση του κεντρικού ρόλου της άμεσης και ενεργητικής εμπλοκής του παιδιού
στις δραστηριότητες μάθησης. Η παρουσίαση έτοιμων γνώσεων στα παιδιά είναι αδιανόητη για
έναν εκπαιδευτικό ο οποίος αποδέχεται τις αρχές του Piaget. Αντίθετα τα παιδιά ενθαρρύνονται
να ανακαλύψουν από μόνα τους και με αυθόρμητες διαδράσεις με το περιβάλλον.
      3. Δεν είναι σωστό να προσπαθούμε να κάνουμε τα παιδιά να σκέφτονται όπως οι
ενήλικοι. Ο Piaget χαρακτήρισε την ερώτηση «πώς μπορούμε να επισπεύσουμε την διαδρομή
του παιδιού από τις διάφορες φάσεις;» ως «το αμερικανικό ερώτημα». Διδασκαλία η οποία
προσπαθεί να ωριμάσει πρόωρα τα παιδιά δεν είναι καλή διδασκαλία, διότι οδηγεί σε
επιφανειακή αποδοχή τρόπων σκέψης των ενηλίκων.
      4. Αποδοχή των ατομικών διαφορών στην πορεία της ανάπτυξης. Σύμφωνα με την
θεωρία του Piaget όλα τα παιδιά περνούν από τις ίδιες φάσεις της ανάπτυξης, αλλά η διαδρομή
δεν έχει πάντα και για όλα τα παιδιά τον ίδιο ρυθμό. Πρέπει λοιπόν ο εκπαιδευτικός να
φροντίζει, ώστε να παρέχει ερεθίσματα και να εξασφαλίζει δραστηριότητες για μικρές ομάδες
παιδιών και μεμονωμένα παιδιά και όχι για όλη την τάξη. Αλλά και η αξιολόγηση των μαθητών
πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την αναπτυξιακή τους κατάσταση και φάση και όχι σύμφωνα με
κανονιστικά κριτήρια, τα οποία καθορίζονται από τις επιδόσεις της ομάδας.
      Ο Piaget ήταν ψυχολόγος και όχι παιδαγωγός και για αυτό δεν ασχολήθηκε με την
εφαρμογή των ευρημάτων του στην σχολική τάξη. Υπάρχουν ωστόσο προσεγγίσεις και
μέθοδοι, οι οποίες αυτοαποκαλούνται πιαζετιανές, με την λογική ότι εφαρμόζουν άλλοτε σε
μεγαλύτερη και άλλοτε σε μικρότερη έκταση αρχές του Piaget στην τάξη. Επειδή η
αυτορρύθμιση αποτελεί βασική ιδέα της ανάπτυξης κατά Piaget, οι οπαδοί του δίνουν μεγάλη
έμφαση στην εξερεύνηση, στην αναζήτηση και στην ανακάλυψη ως μεθόδους διδασκαλίας και
μάθησης. Κατά συνέπεια ο εκπαιδευτικός πρέπει να περιορίσει την άμεση διδασκαλία και αντ’
αυτής να φροντίσει να εξασφαλίζει στους μαθητές ευκαιρίες δόμησης γνωστικών σχημάτων
μέσω της ενεργητικής χειραγώγησης συγκεκριμένου υλικού. Επειδή οι ατομικές διαφορές είναι
πολύ μεγάλες, ο εκπαιδευτικός πρέπει να διδάσκει ξεχωριστά κάθε φορά μαθητές και όχι
ομάδες μαθητών. Είναι ευνόητο ότι η εφαρμογή των ιδεών αυτών προσφέρεται καλύτερα στο
Νηπιαγωγείο και όλο και λιγότερο, καθώς ανεβαίνουμε τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και τις
τάξεις, χωρίς βεβαίως να είναι ανέφικτη και εκεί.


7.2. Lev Vygotsky

      Ο Lev Vygotsky (1896-1934) ήταν σύγχρονος του Piaget (1896-1980). Γεννήθηκαν
μάλιστα κατά το ίδιο έτος, αυτός όμως πέθανε πολύ νωρίς από φυματίωση. Ο Piaget γνώρισε
τις εργασίες του Vygotsky μόνον μετά από τον θάνατο του δευτέρου, όπως εξάλλου και πολλοί
άλλοι δυτικοί επιστήμονες, ενώ ο Vygotsky είχε μελετήσει τις εργασίες του Piaget και ήταν
πολύ εξοικειωμένος με τις απόψεις του. Η οπτική την οποία χρησιμοποίησε ο Vygotsky ήταν
εντελώς διαφορετική από εκείνη άλλων δυτικών ερευνητών. Σύμφωνα με την βασική του
άποψη πρέπει να μελετήσουμε πρώτα τις κοινωνικές και πολιτισμικές διαδικασίες του
περιβάλλοντος ενός παιδιού, προκειμένου να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τις γνωστικές του
λειτουργίες. Δεν μπορούμε δηλ. να περιγράψουμε την γνωστική ανάπτυξη ενός παιδιού, χωρίς
αναφορά στο κοινωνικό περιβάλλον του, αφού η ικανότητα σκέψης και μάθησης αναπτύσσεται
σε μεγάλο βαθμό υπό την επίδραση των κοινωνικών συνθηκών.
      Ο Vygotsky ασκεί στο σημείο αυτό κριτική στον Piaget, διότι ο τελευταίος παραβλέπει ή
δεν τονίζει επαρκώς το γεγονός ότι το παιδί βρίσκεται διαρκώς σε διαπροσωπικές σχέσεις και
διαδράσεις με διάφορα πρόσωπα, τα οποία ζουν και δραστηριοποιούνται μέσα σε μια
συγκεκριμένη κοινωνικο-πολιτιστική παράδοση και τα οποία συμπροσδιορίζουν και
συγκαθορίζουν τί και πότε μαθαίνει ένα παιδί και πώς αναπτύσσει τις ικανότητες της σκέψης
του (κοινωνικός κονστρουκτιβισμός). Και ο Piaget βέβαια δεν αρνείται ότι η γνωστική
ανάπτυξη επηρεάζεται και από τις κοινωνικές εμπειρίες του παιδιού. Ωστόσο περιγράφει
συνήθως τις διαδράσεις (interactions) του παιδιού με το υλικό κυρίως περιβάλλον του και στην
μελέτη αυτή η προσοχή του επικεντρώνεται κυρίως στο άτομο. Κατά συνέπεια προκύπτει η
εικόνα του παιδιού, το οποίο είναι απομονωμένο και αποκομμένο από την κοινωνία (ατομικός
κονστρουκτιβισμός).
      Ενώ λοιπόν κατά την άποψη του Piaget το παιδί σαν ένας μικρός επιστήμονας σχηματίζει
σε μεγάλο βαθμό αυτοτελώς την εικόνα του κόσμου, ο Vygotsky υποστηρίζει την άποψη ότι η
γνωστική ανάπτυξη του παιδιού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εκάστοτε κουλτούρα,
μέσα στην οποία μεγαλώνει. Η γνώση του παιδιού, οι σκέψεις, οι στάσεις, οι αξίες και οι
πεποιθήσεις του προκύπτουν μέσα από τις διαδράσεις με τους άλλους, όχι με παθητική
αποδοχή, αλλά με ενεργητική εσωτερίκευση. Κατά τον Vygotsky και την «κοινωνικο-
πολιτιστική θεωρία» του δεν αρκεί να μελετήσει κανείς μόνο το κοινωνικό περιβάλλον (όπως
έκαναν οι συμπεριφοριστές) ή μόνο το παιδί (όπως έκανε ο Piaget), για να κατανοήσει την
πολυπλοκότητα της γνωστικής ανάπτυξης. Η μελέτη των διαδράσεων ανάμεσα σε ένα παιδί και
στο κοινωνικό περιβάλλον του είναι πολύ σημαντική, έχει όμως μόνον τότε νόημα, όταν ο
ερευνητής κατανοήσει πρώτα τις ιστορικές συνθήκες, μέσα στις οποίες λαμβάνουν χώρα οι
διαδράσεις αυτές.
      Οι απόψεις του Vygotsky λοιπόν στηρίζονται σε δύο βασικές ιδέες:
      α. Την γνωστική ανάπτυξη μπορούμε να την κατανοήσουμε μόνο μέσα στα ιστορικά και
πολιτιστικά πλαίσια στα οποία ζει το παιδί.
      β. Η ανάπτυξη εξαρτάται από τα συμβολικά συστήματα μέσα στα οποία μεγαλώνει το
παιδί. Τα συμβολικά συστήματα αναφέρονται σε σύμβολα τα οποία δημιουργεί μια κουλτούρα
και τα οποία βοηθούν το άτομο να σκέφτεται, να επικοινωνεί και να επιλύει προβλήματα, π.χ.
γλώσσα, σύστημα γραφής, σύστημα αρίθμησης κ.ά.π. Σε αντίθεση προς τον Piaget ο Vygotsky
δέχεται ότι η γνωστική ανάπτυξη εξαρτάται κυρίως από τα εξωτερικά ερεθίσματα τα οποία
δέχεται το άτομο. Συμφωνεί ωστόσο με τον Piaget ότι η κατάκτηση των συμβολικών
συστημάτων γίνεται σύμφωνα με μια σειρά και με μια ακολουθία της οποίας δεν μπορούν να
αλλάξουν οι φάσεις. Η ανάπτυξη εμπεριέχει την εσωτερίκευση των συμβολικών συστημάτων,
έτσι ώστε το παιδί να μπορεί να σκέφτεται και να επιλύει προβλήματα χωρίς την βοήθεια των
άλλων. Αυτή η εσωτερίκευση ονομάζεται αυτορρύθμιση, όπως θα δούμε στο κεφάλαιο για την
μάθηση.
      Εξίσου μεγάλη σημασία έχει ωστόσο στα πλαίσια της θεωρίας του Vygotsky η ιδέα της
ζώνης της επικείμενης ανάπτυξης (zone of proximal development). Προβλήματα τα οποία
βρίσκονται εντός της ζώνης επικείμενης ανάπτυξης είναι τα προβλήματα τα οποία το παιδί δεν
είναι σε θέση να επιλύσει προς στιγμήν μόνο του, έχει ωστόσο την δυνατότητα να το κάνει με
την βοήθεια άλλων, είτε πιο έμπειρων συνομηλίκων είτε ενηλίκων. Με άλλα λόγια η ζώνη
επικείμενης ανάπτυξης περιγράφεται ως η ζώνη των προβλημάτων τα οποία το παιδί δεν έχει
ακόμη μάθει να επιλύει, αλλά είναι σε θέση να το μάθει με την πρώτη ευκαιρία και ορίζεται από
την μια από ό,τι το παιδί μπορεί να κάνει βοηθούμενο και ό,τι μπορεί να κάνει χωρίς βοήθεια.
Για τον Vygotsky δηλ. έχει πολύ μεγάλη σημασία η διάκριση ανάμεσα στην συντελεσθείσα και
στην δυνητική ανάπτυξη. Η συντελεσθείσα ανάπτυξη καθορίζει αυτά τα οποία μπορεί να κάνει
ένα παιδί χωρίς την βοήθεια άλλων, ενώ η δυνητική ανάπτυξη καθορίζει εκείνα τα οποία μπορεί
να κάνει ένα παιδί υπό την καθοδήγηση ενός ενηλίκου ή ενός άλλου παιδιού το οποίο
προηγείται στην μάθηση και στην γνώση. Είναι προφανές ότι η περιοχή της δυνητικής
ανάπτυξης αποτελεί την ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης.
      Ο Piaget πίστευε ότι η γνωστική ανάπτυξη προηγείται της μάθησης. Πρέπει π.χ. το παιδί
να γίνει πρώτα ικανό να σκέφτεται στο επίπεδο των συμβολικών λειτουργιών και κατόπιν
μπορεί να μάθει ότι η ποσότητα του νερού παραμένει η ίδια, όταν μεταγγίζεται σε διαφορετικά
δοχεία. Όσο και να προσπαθήσουμε, δεν μπορούμε να περιμένουμε να το μάθει αυτό ένα παιδί
πέντε ετών, διότι προϋπόθεση για αυτό αποτελεί η ποιότητα της σκέψης του, η οποία
αναπτύσσεται αργότερα. Την άποψη αυτή δεν την συμμερίζεται ο Vygotsky. Κατά την άποψή
του ο Piaget έκανε το λάθος να μελετά την σκέψη του παιδιού, χωρίς να παίρνει υπόψη του την
επίδραση της διδασκαλίας. Ενώ δηλ. κατά τον Piaget η συντελεσθείσα ανάπτυξη αποτελεί την
βάση πάνω στην οποία πρέπει να οικοδομήσει η διδασκαλία, κατά τον Vygotsky η διδασκαλία
πρέπει να εργάζεται στην περιοχή της δυνητικής, δηλ. της επικείμενης ανάπτυξης.
      Η θεωρία του Vygotsky έχει δύο βασικές επιπτώσεις στην εκπαίδευση. Η πρώτη είναι ότι
πρέπει να δημιουργούμε στην τάξη περιστάσεις συνεργατικής μάθησης ανάμεσα σε ομάδες με
διαφορετικά επίπεδα ικανότητας. Πρέπει δηλ. να εξασφαλίζουμε δυνατότητες, ώστε
περισσότερο ικανοί μαθητές ή μαθητές οι οποίοι ξέρουν καλά κάτι να το διδάσκουν σε λιγότερο
ικανούς ή σε μαθητές οι οποίοι δεν το ξέρουν. Η δεύτερη είναι η εφαρμογή της αρχής της
σταδιακής μείωσης της βοήθειας των μεγάλων και η σταδιακή ανάληψη όλο και μεγαλύτερης
υπευθυνότητας από τα παιδιά. Η προσέγγιση η οποία ονομάζεται «υποβοηθούμενη
ανακάλυψη» στηρίζεται σε αυτήν ακριβώς την αρχή. Όπως είναι ευνόητο δεν μπορούν να
εφαρμοσθούν και οι δύο αυτές αρχές, αν δεν φροντίζει ο εκπαιδευτικός να διαφοροποιεί σε
τέτοιον βαθμό την διδασκαλία του, ώστε να την εξατομικεύει.


7.3. Γλώσσα και σκέψη

      Το πρόβλημα της σχέσης γλώσσας και σκέψης βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο
φιλοσοφικών συζητήσεων. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι είναι τόσο αρχαίο, όσο και η ίδια η
φιλοσοφία. Το γεγονός π.χ. ότι οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούν τον ίδιο όρο («λόγος») και
για την γλώσσα και για την σκέψη σημαίνει ότι δέχονται αν όχι μεγάλη επικάλυψη,
τουλάχιστον στενή σχέση ανάμεσα στα δύο. Κεντρικό θέμα της Παιδαγωγικής Ψυχολογίας
όμως έγινε κατά την εποχή του μεσοπολέμου και συνδέεται με τα ονόματα των μεγάλων
Γερμανών ψυχολόγων W. Stern, Κ. Bühler, W. Köhler κ.ά. Μέσα στο ιδιαίτερο κλίμα το οποίο
δημιουργήθηκε κατά την εποχή αυτή δημοσιεύθηκαν τα δύο σπουδαιότερα έργα επί του
θέματος αυτού από τον J. Piaget «Η γλώσσα και η σκέψη του παιδιού» και τον L. Vygotsky
«Σκέψη και γλώσσα». Τα δύο αυτά έργα αποτελούν την βάση της νεότερης επιστημονικής
συζήτησης γύρω από την Γλωσσοψυχολογία, τον κλάδο της επιστήμης η οποία εξετάζει την
εκμάθηση και την εξέλιξη της γλώσσας σε συνάφεια προς την γενική πνευματική ανάπτυξη του
ατόμου.
      Κοινή βάση και των δύο αποτελεί η άποψη ότι η γλώσσα εμπλουτίζει την σκέψη και
πολλαπλασιάζει την αποτελεσματικότητά της, δεν είναι όμως σε θέση να δώσει αφ’ εαυτής και
από το μηδέν ύπαρξη στις γνωστικές λειτουργίες. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πάλι ότι η γλώσσα
και η σκέψη είναι δύο εντελώς ανεξάρτητες μεταξύ τους λειτουργίες. Αντίθετα η σχέση τους
είναι τόσο στενή, ώστε στην καθημερινή ζωή όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος σκέφτεται
διαφορετικά, λέμε ότι μιλάει μια εντελώς διαφορετική γλώσσα. Από την σκοπιά της γνωστικής
ανάπτυξης ισχύει η άποψη ότι σκέψη και γλώσσα είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους λειτουργίες
κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού. Από την στιγμή όμως κατά την οποίαν
εμφανίζεται η ομιλία αναπτύσσονται συγχρόνως σε μια διαλεκτική πορεία, έτσι ώστε το όργανο
να καθιστά δυνατή την γέννηση του προϊόντος και το προϊόν με την σειρά του να τελειοποιεί το
όργανο.
      Δύο βασικά συμπεράσματα προκύπτουν για την γλωσσική διδασκαλία από όσα είπαμε
για την σχέση ανάμεσα στην γλώσσα και την σκέψη: Πρώτα-πρώτα υπάρχει τεράστια διαφορά
ανάμεσα στην γνώση μιας λέξης και στην κατανόηση του αντικειμένου, της λειτουργίας, του
χαρακτηρισμού, της κατάστασης κλπ. που εκφράζει. Και δεύτερον για να γίνει το παιδί κύριος
του γλωσσικού οργάνου και να μάθει να το χρησιμοποιεί σωστά, απαραίτητη προϋπόθεση είναι
να υπάρχουν ήδη αυτοματοποιημένοι μηχανισμοί της σκέψης (αρχή του προβαδίσματος της
σκέψης έναντι της γλώσσας).
      Πάνω στο πρώτο σημείο στηρίχθηκε κυρίως η επιχειρηματολογία της τελευταίας
(γλωσσο)εκπαιδευτικής    μεταρρύθμισης, στην πεποίθηση δηλ. ότι δεν μπορούν να
δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την αναμόρφωση του σχολείου, αν η διδασκαλία δεν
γίνεται στην ζωντανή γλώσσα. Διότι όταν η γλώσσα την οποία μαθαίνει και χρησιμοποιεί το
παιδί είναι τεχνητή και αφύσικη, λογικό είναι ότι όχι μόνο δεν διευκολύνει και δεν εμπλουτίζει
την σκέψη, αλλά και την παρακωλύει και την δεσμεύει, ώστε να μην μπορεί να είναι πηγαία και
δημιουργική. Σύμφωνα όμως και με το πνεύμα του Piaget μόνον όταν απαγκιστρωθούμε από
την τυραννία της τυποποιημένης διδασκαλίας της γλώσσας, θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε
στην ουσία της αγωγής. Πόσο ματαιόπονη είναι η προσπάθεια που γίνεται προς την αντίθετη
κατεύθυνση το έδειξε βέβαια περίτρανα η μέχρι τώρα αποτυχία του εκπαιδευτικού μας
συστήματος. Το απέδειξαν όμως επίσης και σχετικά πρόσφατα προγράμματα γλωσσικής
καλλιέργειας στα πλαίσια της αντισταθμιστικής αγωγής (π.χ. Bereiter & Engelman) από τα
οποία προκύπτει αδιαμφισβήτητα η επιστημονική απόδειξη ότι με την πάροδο του χρόνου δεν
μένει εντελώς τίποτε από μία συστηματική γλωσσική διδασκαλία η οποία δεν στηρίζεται σε
συγκεκριμένες εμπειρίες και δραστηριότητες των παιδιών.
      Το δεύτερο σημείο τοποθετεί τον ρόλο της γλώσσας σε μια εξελικτική προοπτική η οποία
έρχεται ως συμπλήρωμα της πρώτης. H γλώσσα είναι βέβαια το κατάλληλο όργανο, για να
βοηθήσει και να διευρύνει παραπέρα την σκέψη. Τον ρόλο όμως αυτόν μπορεί να τον παίξει
μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το παιδί έχει ήδη έτοιμους τυποποιημένους και
αυτοματοποιημένους μηχανισμούς της σκέψης, τους οποίους απέκτησε ύστερα από την
αυτενεργό γνωριμία του με τον κόσμο. Ισχύει λοιπόν στην περίπτωση αυτή το αντίστροφο από
αυτό το οποίο εκθέσαμε παραπάνω, ότι δηλ. για να μορφώσουμε τα παιδιά με σκοπό να γίνουν
ικανά να χειρίζονται σωστά την γλώσσα, το πιο σπουδαίο είναι να καλλιεργήσουμε τις
γνωστικές τους δομές. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι προς την κατεύθυνση αυτή οδηγεί η
εμπειρία   των   προγραμμάτων      γλωσσικής     καλλιέργειας,   στα   οποία   αναφερθήκαμε
προηγουμένως. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δώσουμε στα παιδιά όσο γίνεται
περισσότερες δυνατότητες αυτενέργειας και απόκτησης εμπειριών από την πραγματική ζωή.
Ασφαλώς και θα διδάξουμε πέρα από αυτά συστηματικά και μεθοδευμένα την γλώσσα. Αυτή
όμως η γλωσσική διδασκαλία δεν θα αποτελέσει ποτέ το άπαν ή έστω τον κορμό της διδακτικής
μας ενέργειας, αλλά θα έρθει να συμπληρώσει την όλη προσπάθεια για την γνωστική ανάπτυξη
του παιδιού.


7.4. Δομιστικές προσεγγίσεις της μάθησης

      Οι σύγχρονοι μελετητές δέχονται ότι μάθηση δεν είναι η απόκτηση γνώσεων, αλλά μία
διαδικασία δόμησης και αναδόμησης των γνωστικών δομών και διαδικασιών του ατόμου
(constructivismus = δομισμός). Ακόμη όμως και όταν μια εισερχόμενη πληροφορία αναδομείται
σύμφωνα με τις προθέσεις του εκπαιδευτικού, έρχεται και συνδυάζεται με αυτό το οποίο ο
μαθητής έχει μάθει προηγουμένως και έχει οικοδομήσει κατά τον εντελώς προσωπικό τρόπο
του. Κατά συνέπεια κάθε μαθητής οικοδομεί ένα εντελώς προσωπικό οικοδόμημα με σημασίες
και εφαρμογές που δίνει σε ιδέες και απόψεις, τις οποίες δέχεται μαζί με τους άλλους μαθητές
και τις αποθηκεύει ανάλογα σε «φακέλους» της μνήμης του. Μετά από την ανάγνωση μιας και
της ίδιας ιστορίας π.χ. για την κατάκτηση μιας κορυφής από ορειβάτες ένας αναγνώστης θεωρεί
το κείμενο πρωτίστως ως μια ιστορία για τα κίνητρα επίδοσης, ένας άλλος ως μια ιστορία για
την σημασία της ομαδικής εργασίας, ένας τρίτος ως μια ιστορία η οποία παρουσιάζει τις
προκλήσεις αλλά και τις ειδικές τεχνικές της ορειβασίας κ.ο.κ.
      Είναι προφανές ότι οι δομιστές αισθάνονται περισσότερο συγγενείς προς τους οπαδούς
των γνωστικών θεωριών παρά προς τους οπαδούς των συμπεριφορικών προσεγγίσεων. Κατά
την άποψή τους το μεγάλο λάθος που γίνεται σχετικώς είναι η προσπάθεια των ειδικών να
εξηγήσουν την μάθηση του παιδιού με την λογική και την οπτική του ενηλίκου. Δεν
αποδέχονται επίσης τον ρόλο του εκπαιδευτικού ως τροφοδότη έτοιμων ερεθισμάτων ή
προδιαγεγραμμένων και διατεταγμένων σε μία σειρά στόχων μάθησης, τους οποίους αποδέχεται
και πρέπει να επιτύχει ο μαθητής. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι σημαντικός, ωστόσο
έγκειται κυρίως στην καθοδήγηση των προσπαθειών του μαθητή να οικοδομήσει την εντελώς
προσωπική του γνώση με τον εντελώς προσωπικό του τρόπο.
      Βασική αρχή λοιπόν της θεωρίας του δομισμού θεωρείται η άποψη ότι το άτομο
διαμορφώνει ή δομεί αυτό που μαθαίνει και κατανοεί. Στην δόμηση αυτή παίζει σημαντικό
ρόλο η αλληλεπίδραση του ατόμου με το περιβάλλον. Ο δομισμός βρίσκεται σε αντίθεση προς
τον συμπεριφορισμό, αφού ο τελευταίος τονίζει την αποκλειστική σχεδόν επίδραση του
περιβάλλοντος επί του ατόμου, αλλά και προς το μοντέλο της επεξεργασίας πληροφοριών, το
οποίο τοποθετεί την εστία της μάθησης στο μυαλό του ατόμου και δίνει πολύ λίγη σημασία στα
συγκείμενα μέσα στα οποία λαμβάνει χώρα. Επομένως κατά τον δομισμό η μάθηση είναι το
αποτέλεσμα μιας διαδικασίας, κατά την οποία το άτομο συμμετέχει στην απόκτηση των
γνώσεων σε διάδραση με τον κόσμο. Δρώντας στο περιβάλλον του, το άτομο οικοδομεί τον
φυσικό και κοινωνικό κόσμο που το περιβάλλει, τον αντικειμενοποιεί και τον αναπαριστά.
      Δεν υπάρχει ένα και μοναδικό ή κυρίαρχο δομιστικό μοντέλο μάθησης, εν μέρει εξαιτίας
του γεγονότος ότι οι διάφοροι δομιστές ενδιαφέρονται κυρίως για την μάθηση στην τάξη,
ασχολούνται όμως με διαφορετικά επίπεδα και τάξεις και με διαφορετικά αντικείμενα και άρα
δίνουν έμφαση σε διαφορετικά είδη διδασκαλίας. Στα περισσότερα δομιστικά μοντέλα ωστόσο
συναντά κανείς μερικές βασικές ιδέες, οι οποίες είναι κοινές σε όλα:
      α. Τα δίκτυα της γνώσης. Διάφορα ιεραρχικά μοντέλα ανάπτυξης αναλυτικών
προγραμμάτων έχουν οδηγήσει στην καθιέρωση της άποψης ότι η διδασκαλία πρέπει να
δομείται κατά διακριτά βήματα, τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να ακολουθεί ο εκπαιδευτικός
(και μαζί με αυτόν και ο μαθητής) και μάλιστα σύμφωνα με την προδιαγεγραμμένη σειρά. Η
λογική αυτή οδήγησε στις διάφορες πορείες διδασκαλίας, σύμφωνα με την πιο γνωστή από τις
οποίες ο εκπαιδευτικός εισάγει το θέμα, ξεκινώντας από το επίπεδο των γνώσεων των μαθητών
και παραμένοντας στο επίπεδο αυτό μέχρις ότου έχει συντελεσθεί η ολοκλήρωση της βάσης
των πληροφοριών, πάνω στην οποία θα στηριχθεί η περαιτέρω επεξεργασία. Στην συνέχεια
προχωρεί στο επίπεδο της επεξεργασίας και της κατανόησης και καταλήγει στο επίπεδο
εφαρμογής (γνώση, κατανόηση, εφαρμογή κατά B. Bloom). Η μετάβαση σε ανώτερα επίπεδα
(ανάλυση, σύνθεση, αξιολόγηση) γίνεται μετά από την κατάκτηση των κατώτερων επιπέδων, αν
γίνεται.
      Οι δομιστές είναι εντελώς αντίθετοι προς την λογική και την πρακτική αυτή, διότι κατά
την άποψή τους δεν χρειάζεται να επιβάλλουμε μια άκαμπτη γραμμική ιεραρχία στην
διδασκαλία και στην μάθηση, αφού η γνώση δεν συγκροτείται από γραμμικές ιεραρχίες, αλλά
από δίκτυα τα οποία δομούνται γύρω από βασικές ιδέες. Αυτά τα δίκτυα των γνώσεων
περιλαμβάνουν στοιχεία, έννοιες και κανόνες μαζί με αξίες, προδιαθέσεις, διαδικαστική γνώση
(δεξιότητες εφαρμογής) και συσχετιστική γνώση (πότε και γιατί να προσεγγίσεις και να
εφαρμόσεις άλλα μέρη του δικτύου).
      Αυτή η ιδέα της οργάνωσης της γνώσης σε δίκτυα έχει σημαντικές επιπτώσεις και
εφαρμογές στην διδασκαλία. Απηχεί την δομιστική αντίληψη η άποψη π.χ. ότι μπορεί κάποιος
να εισέλθει στην διαδικασία και να αρχίσει την μάθηση από οποιοδήποτε σημείο και όχι από το
κατώτατο επίπεδο μιας γραμμικής ιεραρχίας. Αυτό σημαίνει ότι ο μαθητής μπορεί να εμπλακεί
σε σκέψη ανώτερου επιπέδου για ένα θέμα ήδη από την αρχή της διδασκαλίας. Αυτό το νόημα
έχει η διαπίστωση του R. Slavin ότι οι δομιστικές προσεγγίσεις της διδασκαλίας τονίζουν την
πορεία της διδασκαλίας από επάνω προς τα κάτω και όχι, όπως οι παραδοσιακές, από κάτω
προς τα επάνω. Από επάνω προς τα κάτω σημαίνει ότι οι μαθητές αρχίζουν με σύνθετα
προβλήματα και καθ’ οδόν επεξεργάζονται και ανακαλύπτουν (υπό την καθοδήγηση του
εκπαιδευτικού) τις βασικές δεξιότητες οι οποίες απαιτούνται για την επίλυσή τους. Αυτή η
προσέγγιση έρχεται σε αντίθεση προς την παραδοσιακή από κάτω προς τα επάνω στρατηγική,
κατά την οποία οι βασικές δεξιότητες εξελίσσονται σταδιακά και εκβάλλουν σε πιο σύνθετες
ικανότητες.
      β. Η γνώση δομείται μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια. Δομιστικές απόψεις
οι οποίες επηρεάστηκαν από τον Piaget παρουσιάζουν την μάθηση ως αποτέλεσμα
δραστηριοτήτων οι οποίες γίνονται από το μεμονωμένο παιδί. Μετεξέλιξη των απόψεων αυτών
αποτελούν οι αντιλήψεις οι οποίες παρουσιάζονται ως παραλλαγές του κοινωνικού δομισμού
(Vygotsky). Πέρα από την αντίληψη ότι η μάθηση είναι μια διαδικασία ενεργητικής δόμησης
της γνώσης, ο κοινωνικός δομισμός τονίζει το γεγονός ότι η διαδικασία αυτή έχει
αποτελεσματικότητα μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια. Ο κοινωνικός δομισμός δίνει
έμφαση στην διδασκαλία η οποία χαρακτηρίζεται από συζήτηση, κατά την οποία οι μαθητές
ερευνούν σε βάθος ένα θέμα, ανταλλάσσοντας απόψεις και διερευνώντας σημασίες και
επιπτώσεις, καθώς μελετούν τις διάφορες πλευρές του. Παράλληλα προς την δομημένη και
κατευθυνόμενη από τον εκπαιδευτικό συζήτηση σημαντικό ρόλο παίζει και η συνεργατική
μάθηση, κατά την οποία οι μαθητές εργάζονται καθ’ ομάδες ή κατά ζεύγη.
      γ. Η μάθηση είναι αποτελεσματικότερη σε συνθήκες της καθημερινής ζωής και με
αυθεντικά παραδείγματα. Πολλοί οπαδοί του κοινωνικού δομισμού πιστεύουν ότι η
διδασκαλία στο σχολείο πρέπει να ακολουθεί το παράδειγμα της φυσικής διδασκαλίας. Το
σχολείο είναι ένας τόπος συνάντησης των μαθητών και κάνει εφικτή την κοινωνική
συγκρότηση της γνώσης. Πρόκειται ωστόσο για ένα τεχνητό από πολλές απόψεις περιβάλλον
και διδάσκει αφηρημένες γνώσεις, μακριά από το πεδίο των εφαρμογών, στο οποίο γεννήθηκαν
αυτές οι γνώσεις. Πολύ συχνά οι γνώσεις αυτές λησμονούνται ή παραμένουν αδρανείς, με άλλα
λόγια δεν είναι εύκολα προσβάσιμες, όταν τις χρειαζόμαστε στην καθημερινή ζωή. Πρέπει για
αυτό να δίνουμε την ευκαιρία στους μαθητές να μαθαίνουν με βάση αυθεντικά προβλήματα.
      δ. Μεταβίβαση της ευθύνης για μάθηση από τον εκπαιδευτικό στον μαθητή. Όλες οι
παραλλαγές του δομισμού δίνουν μεγάλη έμφαση στην αρχική βοήθεια (scaffolding) του
εκπαιδευτικού προς τον μαθητή και στην βαθμιαία μεταβίβαση της ευθύνης για μάθηση από
τον εκπαιδευτικό στον ίδιο τον μαθητή.
      Στα πλαίσια άλλων προσεγγίσεων ο μαθητής θεωρείται ως αποδέκτης πληροφοριών, τις
οποίες ο εκπαιδευτικός επιλέγει για αυτόν. Τότε φυσικά καθήκον του εκπαιδευτικού είναι «να
πάρει τον μαθητή από το χέρι» και να τον οδηγήσει μέσα από τα προδιαγεγραμμένα βήματα, τα
οποία έχουν σχεδιασθεί με επιμέλεια, ώστε να προχωρεί από τα απλά προς τα σύνθετα. Ο
συχνός έλεγχος των ήδη μαθημένων από τον εκπαιδευτικό είναι στην περίπτωση αυτή
οπωσδήποτε απαραίτητος. Όπως όμως είναι προφανές, με την διαδικασία αυτή δεν αποκλείεται
καθόλου να αποκτήσει ο μαθητής γνώσεις τις οποίες δεν κατανόησε.
      Όπως όμως είπαμε παραπάνω, από την δομιστική σκοπιά κάθε μαθητής δομεί και
αναδομεί ενεργητικά το γνωστικό του υπόβαθρο και δεν το αποδέχεται έτοιμο από μία
αυθεντία, από τον εκπαιδευτικό ή από το σχολικό βιβλίο. Ο μαθητής δηλ. είναι ενεργητικό
υποκείμενο κατά την διαδικασία της μάθησης και δομεί την γνώση μόνον ως αποτέλεσμα της
δικής του πρωτοβουλίας και προσπάθειας. Σε μια ακραία του εκδοχή μάλιστα ο δομισμός
δέχεται ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα έξω από τον νοητικό κόσμο του υποκειμένου.
      Μια συνήθης παρανόηση των δομιστικών θεωριών της μάθησης είναι ότι οι
εκπαιδευτικοί δεν πρέπει ποτέ να παρουσιάζουν ευθέως στους μαθητές τους κάτι, αλλά πρέπει
πάντα να τους δίνουν την δυνατότητα να οικοδομούν τις γνώσεις τους μόνοι τους. Η άποψη
αυτή συγχέει την θεωρία της διδασκαλίας με την θεωρία της γνώσης. Οι δομιστές πιστεύουν ότι
όλες οι γνώσεις οικοδομούνται με βάση τις προηγούμενες γνώσεις, ανεξάρτητα από τον τρόπο
με τον οποίον διδάσκεται ο καθείς. Ακόμη και η ακρόαση μιας διάλεξης εμπεριέχει ενεργητικές
προσπάθειες οικοδόμησης νέας γνώσης.
      Ο εκπαιδευτικός ο οποίος διδάσκει με βάση την δομιστική προσέγγιση δεν στέκεται
μπροστά στην τάξη, όπως κατά την συμβατική διδασκαλία, και διηγείται το μάθημα στους
μαθητές. Αντίθετα, χρησιμοποιεί διάφορα υλικά και εμπλέκει τους μαθητές στην επεξεργασία
τους και σε διαπροσωπικές σχέσεις με τους συμμαθητές τους. Ατομικά, καθ’ ομάδες ή και όλοι
οι μαθητές από κοινού παρατηρούν, συλλέγουν δεδομένα και διατυπώνουν και ελέγχουν
υποθέσεις. Η τάξη επισκέπτεται χώρους εκτός σχολείου ύστερα από κοινό προγραμματισμό.
Με όλα αυτά οι μαθητές μαθαίνουν να αυτορρυθμίζονται, να θέτουν σκοπούς και στόχους και
να ελέγχουν και να αξιολογούν την πρόοδό τους.
7.5. Καθοδηγούμενη ανακάλυψη

      Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα ο J. Dewey είχε εισαγάγει στην παιδαγωγική
συζήτηση την έννοια της μάθησης με ανακάλυψη (discovery learning), τονίζοντας ότι τα παιδιά
μαθαίνουν καλύτερα, όταν ανακαλύπτουν τα ίδια τις αλήθειες της ζωής. Αυτή η ιδέα
ενσωματώθηκε πλήρως στις δομιστικές θεωρίες της μάθησης και προωθήθηκε κυρίως από τον
Jerome S. Bruner (1915 - ), ο οποίος την θεωρεί ως την πιο σημαντική μορφή μάθησης, η οποία
προκύπτει από ανακαλύψεις στις οποίες φτάνει ο μαθητής κατά την εξερεύνηση του κόσμου,
στην οποία οδηγείται από την περιέργεια. Για αυτό τονίζει ότι το σχολείο πρέπει να εξασφαλίζει
πολλές ευκαιρίες στους μαθητές για την επέκταση και την διεύρυνση των γνώσεών τους με την
διατύπωση και τον έλεγχο υποθέσεων και δεν πρέπει να αρκείται στην ανάγνωση βιβλίων και
στην συμβατική παράδοση του εκπαιδευτικού. Κατά συνέπεια συνηγορεί υπέρ μεθόδων
διδασκαλίας, οι οποίες ενθαρρύνουν τον μαθητή να μαθαίνει με καθοδηγούμενη ανακάλυψη.
      Η καθοδηγούμενη ανακάλυψη είναι ένας πολύ ευρύς όρος, ο οποίος περιλαμβάνει
μεθόδους και πρακτικές διδασκαλίας, οι οποίες έχουν ως κοινό παρονομαστή την εξασφάλιση
ευκαιριών στον μαθητή να παίζει και να χειρίζεται αντικείμενα αυτενεργώντας και
δραστηριοτήτων οι οποίες τον ενθαρρύνουν να ερευνά και να εξερευνά, να αναλύει και γενικώς
να επεξεργάζεται ερεθίσματα και πληροφορίες και όχι απλώς να αντιδρά σε αυτά. Οι ευκαιρίες
αυτές δεν εμπλουτίζουν απλώς τον μαθητή με γνώσεις γύρω από συγκεκριμένα θέματα, αλλά
ερεθίζουν την περιέργειά του και τον βοηθούν να αναπτύξει γενικές στρατηγικές, οι οποίες του
επιτρέπουν να μαθαίνει πώς να μαθαίνει. Στο μάθημα της Γεωγραφίας π.χ. ο εκπαιδευτικός
δίνει στους μαθητές χάρτες οι οποίοι απεικονίζουν τα φυσικά χαρακτηριστικά μιας περιοχής
(θερμοκρασία, ποσοστό βροχοπτώσεων, ανέμους, χώρους φυσικών πηγών, υδάτινους πόρους
κ.ά.π.) και τους καλεί να σκεφθούν σχετικά με την καταλληλότερη τοποθεσία της
πρωτεύουσας, των λιμένων, τις οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων, το δίκτυο των οδών
και των σιδηροδρόμων κ.ά.π. Στην συνέχεια μπορεί να τους δώσει χάρτες με την πραγματική
κατάσταση για σύγκριση. Η μορφή αυτή επανατροφοδότησης επικυρώνει την χρησιμότητα
εκμάθησης βασικών αρχών της Γεωγραφίας με τον συγκεκριμένο τρόπο και παράλληλα εισάγει
τον μαθητή στην πολυπλοκότητα της αλληλεξάρτησης των φαινομένων και των εξελίξεων.
      Επομένως μέσω της μάθησης με ανακάλυψη το παιδί αποχτά γνώσεις με δική του
πρωτοβουλία και δικές του ενέργειες. Αυτό σημαίνει ότι διατυπώνει υποθέσεις, τις ελέγχει και
τις επαληθεύει ή τις διαψεύδει, αντί να διαβάζει απλώς περιγραφές από το βιβλίο ή να ακούει
τον εκπαιδευτικό. Η ανακάλυψη με την έννοια αυτή λειτουργεί ως μια μορφή της επαγωγικής
μεθόδου αναζήτησης της γνώσης, αφού ο μαθητής περνάει από την μελέτη συγκεκριμένων
παραδειγμάτων στην διατύπωση γενικών εννοιών, κανόνων και αρχών. Ωστόσο μάθηση με
ανακάλυψη δεν σημαίνει ότι αφήνουμε τους μαθητές να κάνουν ό,τι θέλουν , διότι τότε είναι
βέβαιο ότι μόνο στην μάθηση δεν θα οδηγηθούν. Η ανακάλυψη στα πλαίσια της διδασκαλίας
είναι πάντα μια καθοδηγούμενη και κατευθυνόμενη δραστηριότητα. Ο εκπαιδευτικός
προετοιμάζει διάφορα υλικά και σχεδιάζει δραστηριότητες, έτσι ώστε οι μαθητές κατά
περίπτωση να τις εφαρμόζουν και να τις χρησιμοποιούν, για να ερευνήσουν, να χειραγωγήσουν,
να πειραματισθούν, να ελέγξουν, να αποδείξουν.
7.5.1. Προσομοιώσεις

      Οι απόψεις του Bruner για την διδασκαλία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην σχετική
συζήτηση τόσο από την πλευρά των ψυχολόγων της μάθησης, οι οποίοι ενδιαφέρονται κυρίως
για τις ψυχολογικές προϋποθέσεις της αποτελεσματικής διδασκαλίας και μάθησης, όσο και από
την πλευρά των εκπαιδευτικών οι οποίοι ενδιαφέρονται πρωτίστως για την πράξη της
διδασκαλίας στην τάξη. Ο Bruner συνιστά στους εκπαιδευτικούς να χρησιμοποιούν
δραστηριότητες προσομοίωσης στην τάξη, προκειμένου να προωθούν την μάθηση με
ανακάλυψη. Μία μορφή προσομοίωσης αποτελεί το παιχνίδι ρόλων, με βάση το οποίο μπορούν
οι μαθητές να επεξεργασθούν επίκαιρα γεγονότα. Στο μάθημα της αγωγής του πολίτη π.χ. δύο
ομάδες μαθητών εκπροσωπούν διαφορετικά συμφέροντα και μελετούν τρόπους επηρεασμού
της νομοθετικής εξουσίας, ώστε να τα προωθήσει κατά τρόπον επωφελή για την κάθε ομάδα.
      Οι μαθητές δέχονται συνήθως με ενθουσιασμό τις δραστηριότητες προσομοίωσης και η
κύρια φροντίδα του εκπαιδευτικού πρέπει να είναι η γενίκευση και η μεταβίβαση των γνώσεων
και των αρχών, που οικειοποιήθηκαν οι μαθητές στα πλαίσια της προσομοίωσης σε άλλες
περιστάσεις της καθημερινής ζωής. Οι πιο επιτυχημένες προσομοιώσεις είναι εκείνες κατά τις
οποίες γίνεται επεξεργασία πληροφοριών, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο δίνεται η ευκαιρία στους
μαθητές να αναπτύξουν έννοιες και στρατηγικές οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την
επίλυση ενός ευρέως φάσματος προβλημάτων. Παρ’ όλα αυτά οι ειδικοί πιστεύουν ότι οι
προσομοιώσεις δεν πρέπει να αποτελούν την μοναδική μέθοδο ιδίως των κοινωνικών σπουδών,
αλλά θα πρέπει να συνδυάζονται και με συμβατικές μεθόδους διδασκαλίας.


7.5.2. Τρόποι αναπαράστασης της γνώσης

      Ο Bruner δέχθηκε πολλές επιδράσεις από τον Piaget, όπως π.χ. την έμφαση στην
σημασία που έχει η ενεργητική εξερεύνηση για την επίλυση προβλημάτων ως ένας φυσικός και
για αυτό προτιμητέος τρόπος μάθησης. Ενώ όμως ο Piaget τόνιζε την σημασία που έχει η
εξερεύνηση του φυσικού κόσμου για την μάθηση του παιδιού, ο Bruner δίνει μεγάλη έμφαση
στην μάθηση στο σχολείο. Πιστεύει μάλιστα ότι η μάθηση στα πλαίσια των διάφορων
μαθημάτων είναι πολύ χρήσιμη, όχι διότι τα μαθήματα αποτελούν αποθήκες σημαντικών
γνώσεων, αλλά διότι δίνουν την ευκαιρία στο παιδί να εισαχθεί σε σημαντικούς τρόπους
σκέψης, οι οποίοι με την σειρά τους ενισχύουν τις ικανότητες του παιδιού να μαθαίνει πώς θα
μαθαίνει.
      Πέρα από την συστηματική επιλογή των στοιχείων, των εννοιών, των γενικεύσεων και
των διαδικασιών οι οποίες γεννούν γνώση, τα οποία προσφέρει κάθε σχολικό μάθημα, ο Bruner
πιστεύει ότι το παιδί μαθαίνει παράλληλα και την δομή των γνώσεων του μαθήματος και τους
τρόπους με τους οποίους συνδέονται τα στοιχεία ως μέρη ενός ευρύτερου και οργανωμένου
σώματος γνώσεων. Για αυτό προτείνει να μαθαίνουν οι μαθητές την γενετική ιστορία ενός
σχολικού μαθήματος, δηλ. τις προθέσεις και τους σκοπούς με βάση τους οποίους οι θεμελιωτές
της αντίστοιχης επιστήμης την καθιέρωσαν ως ξεχωριστό επιστημονικό κλάδο και στην
συνέχεια την εισήγαγαν ως μάθημα στον κορμό του αναλυτικού προγράμματος. Για αυτό
τονίζει ότι πρέπει οι μαθητές να αναπτύξουν το γνωστικό τους οπλοστάσιο, ασχολούμενοι με
τον τρόπο εξερεύνησης, τον οποίον χρησιμοποιούν οι εκπρόσωποι της αντίστοιχης επιστήμης,
δηλ. οι μαθητές να χρησιμοποιούν τα εργαλεία τα οποία χρησιμοποιούν οι μαθηματικοί,
προκειμένου να επιλύσουν μαθηματικά προβλήματα και τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι
ιστορικοί, προκειμένου να επιλύσουν ιστορικά προβλήματα κ.ά.π.
      Δύο από τις βασικές ιδέες του Bruner προσείλκυσαν το ενδιαφέρον των ειδικών και
κυρίως των εκπαιδευτικών: α. Η δομή κάθε επιστήμης περιλαμβάνει βασικές αρχές, οι οποίες
άπαξ και γίνουν κτήμα του μαθητή, μπορούν να τον εισαγάγουν στην κατανόηση του σχετικού
επιστημονικού πεδίου ως συνόλου. β. Οι αρχές αυτές μπορούν να διδαχθούν και να γίνουν
κτήμα των παιδιών σε οποιαδήποτε φάση της ανάπτυξής τους. Η δεύτερη αυτή ιδέα οδήγησε
τον Bruner στην γνωστή ριζοσπαστική του άποψη ότι «οποιοδήποτε αντικείμενο μπορεί να
διδαχθεί αποτελεσματικά σε οποιοδήποτε παιδί και σε οποιαδήποτε φάση της ανάπτυξής του,
αρκεί αυτό να γίνει σε κάποια κατάλληλη για το γνωστικό επίπεδο του παιδιού μορφή». Η
διατύπωση αυτή δεν σημαίνει ότι μπορεί ο καθείς να τα μάθει όλα. Μπορούν ωστόσο να
παρουσιασθούν σε κάθε παιδί βασικές αρχές και βασικές διαστάσεις ενός θέματος ή ενός
αντικειμένου, αν τις μεταφράσουμε σε διατύπωση κατανοητή από το παιδί. Πρέπει να
επισημάνουμε βεβαίως ότι η άποψη αυτή δεν είναι νέα, αφού ήδη στα μέσα του 17ου αιώνα την
είχε διατυπώσει ο πατέρας της Διδακτικής J. A. Comenius στο σύγγραμμά του Didactica
Magna.
      Κατά τον Bruner υπάρχουν τρεις τρόποι αναπαράστασης της γνώσης και αντιστοίχως
τρεις τρόποι μάθησης, οι οποίοι ακολουθούν μια εξελικτική σειρά, α. ο πραξιακός, β. ο
εικονικός και γ. ο συμβολικός. Οι άνθρωποι δηλ. μαθαίνουν και μπορούν να γνωρίσουν τον
κόσμο α. με την πράξη, β. με την εικόνα και γ. με συμβολικά μέσα και κυρίως με την γλώσσα.
Κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού κυριαρχεί ο πρώτος τρόπος της πρακτικής
μάθησης. Ό,τι κάνει το παιδί αυτό και μαθαίνει. Εικόνες, γλώσσα και άλλα σύμβολα δεν
συμμετέχουν στην διαδικασία της μάθησης. Με την πρόοδο της ανάπτυξης τα παιδιά αποκτούν
την ικανότητα να κατανοούν την γνώση η οποία τους παρουσιάζεται με εικονική μορφή μέσω
εικόνων, φωτογραφιών και απομνημονευθεισών εμπειριών. Αρχίζουν τώρα να σκέφτονται για
τις ιδιότητες των αντικειμένων και όχι μόνον για το τί μπορεί κανείς να κάνει με αυτά.
Αργότερα οι μαθητές αποκτούν την ικανότητα να αναπαριστούν την γνώση σε συμβολική
μορφή και κατ’ αυτόν τον τρόπο να κατανοούν και να εργάζονται με εντελώς αφηρημένες
έννοιες. Αυτό είναι απαραίτητο, προκειμένου να επωφελούνται από ό,τι τους μεταβιβάζεται
μέσω της γλώσσας. Ο συμβολικός τρόπος αναπτύσσεται τελευταίος και γίνεται ο πλέον
προτιμώμενος, μολονότι το άτομο εξακολουθεί να χρησιμοποιεί παράλληλα και τους άλλους
δύο. Μπορεί π.χ. να αποκτήσει την απτική εμπειρία μιας μπάλας, να διαμορφώσει μια νοητική
εικόνα της μπάλας και να την περιγράψει με λέξεις. Το κύριο πλεονέκτημα του συμβολικού
τρόπου είναι το γεγονός ότι επιτρέπει στον μαθητή να αναπαριστά και να μεταμορφώνει την
γνώση με μεγαλύτερη ευελιξία και μεγαλύτερη δύναμη από ό,τι οι άλλοι δύο τρόποι.


7.5.3. Το σπειροειδές πρόγραμμα

      Κατά τον Bruner η διδασκαλία συμβάλλει σημαντικά στην γνωστική ανάπτυξη του
παιδιού. Δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι δυνατόν να διδαχθεί μια έννοια, επειδή δήθεν ο
μαθητής δεν είναι σε θέση να την κατανοήσει. Αυτό σημαίνει απλώς ότι ο μαθητής δεν είναι
δυνατόν να την κατανοήσει με τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζει να την παρουσιάσει ο
εκπαιδευτικός. Αν ο εκπαιδευτικός χρησιμοποιήσει τον κατάλληλο τρόπο, τότε είναι σε θέση να
κατανοήσει ο μαθητής την συγκεκριμένη έννοια. Αυτό το νόημα έχει η ριζοσπαστική του
2.2. Sygxrones Antilipsies Gia Ti Mathish Kai Didaskalia Kai Efarmogh Touw Me Ergaleia Ypologistiks Diktyakis Texnologias
2.2. Sygxrones Antilipsies Gia Ti Mathish Kai Didaskalia Kai Efarmogh Touw Me Ergaleia Ypologistiks Diktyakis Texnologias
2.2. Sygxrones Antilipsies Gia Ti Mathish Kai Didaskalia Kai Efarmogh Touw Me Ergaleia Ypologistiks Diktyakis Texnologias
2.2. Sygxrones Antilipsies Gia Ti Mathish Kai Didaskalia Kai Efarmogh Touw Me Ergaleia Ypologistiks Diktyakis Texnologias
2.2. Sygxrones Antilipsies Gia Ti Mathish Kai Didaskalia Kai Efarmogh Touw Me Ergaleia Ypologistiks Diktyakis Texnologias
2.2. Sygxrones Antilipsies Gia Ti Mathish Kai Didaskalia Kai Efarmogh Touw Me Ergaleia Ypologistiks Diktyakis Texnologias
2.2. Sygxrones Antilipsies Gia Ti Mathish Kai Didaskalia Kai Efarmogh Touw Me Ergaleia Ypologistiks Diktyakis Texnologias
2.2. Sygxrones Antilipsies Gia Ti Mathish Kai Didaskalia Kai Efarmogh Touw Me Ergaleia Ypologistiks Diktyakis Texnologias
2.2. Sygxrones Antilipsies Gia Ti Mathish Kai Didaskalia Kai Efarmogh Touw Me Ergaleia Ypologistiks Diktyakis Texnologias
2.2. Sygxrones Antilipsies Gia Ti Mathish Kai Didaskalia Kai Efarmogh Touw Me Ergaleia Ypologistiks Diktyakis Texnologias
2.2. Sygxrones Antilipsies Gia Ti Mathish Kai Didaskalia Kai Efarmogh Touw Me Ergaleia Ypologistiks Diktyakis Texnologias

More Related Content

What's hot

2.5β Η ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ ΩΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ
2.5β Η ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ ΩΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ2.5β Η ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ ΩΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ
2.5β Η ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ ΩΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ
Ελενη Ζαχου
 
ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΟΥΓΚΟΣ
ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΟΥΓΚΟΣΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΟΥΓΚΟΣ
ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΟΥΓΚΟΣ
Iliana Kouvatsou
 
Μεταλλικές συσκευασίες κρέατος
Μεταλλικές συσκευασίες κρέατοςΜεταλλικές συσκευασίες κρέατος
Μεταλλικές συσκευασίες κρέατος
Fotini Razakou
 
ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ
ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ
ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ
Ελενη Ζαχου
 
12γ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
12γ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ12γ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
12γ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ελενη Ζαχου
 
Πινκ - πονκ στο Αιγαίο...
Πινκ - πονκ στο Αιγαίο...Πινκ - πονκ στο Αιγαίο...
Πινκ - πονκ στο Αιγαίο...
theos1960
 
archaiki epochi athina apo tin vasileia stin aristokratia
archaiki epochi athina apo tin vasileia stin aristokratiaarchaiki epochi athina apo tin vasileia stin aristokratia
archaiki epochi athina apo tin vasileia stin aristokratia
Χαράλαμπος Γαρίτατζης
 
χορτοφαγικός οδηγός
χορτοφαγικός οδηγόςχορτοφαγικός οδηγός
χορτοφαγικός οδηγόςGIA VER
 
Δημογιάννη Φεβρωνία 1065272
Δημογιάννη Φεβρωνία 1065272Δημογιάννη Φεβρωνία 1065272
Δημογιάννη Φεβρωνία 1065272
Φεβρωνία Δημογγιάνη
 
Οι υδατάνθρακες από θρεπτική άποψη
Οι υδατάνθρακες από θρεπτική άποψηΟι υδατάνθρακες από θρεπτική άποψη
Οι υδατάνθρακες από θρεπτική άποψη
Fotini Razakou
 
Μελιτζάνα
ΜελιτζάναΜελιτζάνα
Μελιτζάνα
Fotini Razakou
 
ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΙΔΗΣ
ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΙΔΗΣΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΙΔΗΣ
ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΙΔΗΣ
Iliana Kouvatsou
 
Κωμωδία και γέλιο, Γιάννης Μαρινάκης
Κωμωδία και γέλιο, Γιάννης ΜαρινάκηςΚωμωδία και γέλιο, Γιάννης Μαρινάκης
Κωμωδία και γέλιο, Γιάννης Μαρινάκης
Iliana Kouvatsou
 
Κράνμπερυ
ΚράνμπερυΚράνμπερυ
Κράνμπερυ
Fotini Razakou
 
ο λύκος των παραμυθιών και ο λύκος της
ο λύκος των παραμυθιών και ο λύκος της   ο λύκος των παραμυθιών και ο λύκος της
ο λύκος των παραμυθιών και ο λύκος της nipkatasiton
 
Ypologistes Sta Sxoleia
Ypologistes Sta SxoleiaYpologistes Sta Sxoleia
Ypologistes Sta Sxoleiaguest326b2c
 
Παγκοσμιοποίηση
ΠαγκοσμιοποίησηΠαγκοσμιοποίηση
Παγκοσμιοποίηση
sokaniak
 
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Elef Kent
 
Chara karaiskaki 1083302
Chara karaiskaki 1083302Chara karaiskaki 1083302
Chara karaiskaki 1083302
harakaraisko
 

What's hot (20)

2.5β Η ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ ΩΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ
2.5β Η ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ ΩΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ2.5β Η ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ ΩΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ
2.5β Η ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ ΩΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ
 
ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΟΥΓΚΟΣ
ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΟΥΓΚΟΣΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΟΥΓΚΟΣ
ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΟΥΓΚΟΣ
 
Μεταλλικές συσκευασίες κρέατος
Μεταλλικές συσκευασίες κρέατοςΜεταλλικές συσκευασίες κρέατος
Μεταλλικές συσκευασίες κρέατος
 
ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ
ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ
ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ
 
12γ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
12γ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ12γ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
12γ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
 
Πινκ - πονκ στο Αιγαίο...
Πινκ - πονκ στο Αιγαίο...Πινκ - πονκ στο Αιγαίο...
Πινκ - πονκ στο Αιγαίο...
 
archaiki epochi athina apo tin vasileia stin aristokratia
archaiki epochi athina apo tin vasileia stin aristokratiaarchaiki epochi athina apo tin vasileia stin aristokratia
archaiki epochi athina apo tin vasileia stin aristokratia
 
χορτοφαγικός οδηγός
χορτοφαγικός οδηγόςχορτοφαγικός οδηγός
χορτοφαγικός οδηγός
 
Δημογιάννη Φεβρωνία 1065272
Δημογιάννη Φεβρωνία 1065272Δημογιάννη Φεβρωνία 1065272
Δημογιάννη Φεβρωνία 1065272
 
Οι υδατάνθρακες από θρεπτική άποψη
Οι υδατάνθρακες από θρεπτική άποψηΟι υδατάνθρακες από θρεπτική άποψη
Οι υδατάνθρακες από θρεπτική άποψη
 
Μελιτζάνα
ΜελιτζάναΜελιτζάνα
Μελιτζάνα
 
ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΙΔΗΣ
ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΙΔΗΣΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΙΔΗΣ
ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΙΔΗΣ
 
Κωμωδία και γέλιο, Γιάννης Μαρινάκης
Κωμωδία και γέλιο, Γιάννης ΜαρινάκηςΚωμωδία και γέλιο, Γιάννης Μαρινάκης
Κωμωδία και γέλιο, Γιάννης Μαρινάκης
 
Κράνμπερυ
ΚράνμπερυΚράνμπερυ
Κράνμπερυ
 
ο λύκος των παραμυθιών και ο λύκος της
ο λύκος των παραμυθιών και ο λύκος της   ο λύκος των παραμυθιών και ο λύκος της
ο λύκος των παραμυθιών και ο λύκος της
 
Ypologistes Sta Sxoleia
Ypologistes Sta SxoleiaYpologistes Sta Sxoleia
Ypologistes Sta Sxoleia
 
μανόλη αναγνωστάκη
μανόλη αναγνωστάκημανόλη αναγνωστάκη
μανόλη αναγνωστάκη
 
Παγκοσμιοποίηση
ΠαγκοσμιοποίησηΠαγκοσμιοποίηση
Παγκοσμιοποίηση
 
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
 
Chara karaiskaki 1083302
Chara karaiskaki 1083302Chara karaiskaki 1083302
Chara karaiskaki 1083302
 

Viewers also liked

Espejo(Conaudio)
Espejo(Conaudio)Espejo(Conaudio)
Espejo(Conaudio)
joanvinpa
 
Lamujermslindadelmundo
LamujermslindadelmundoLamujermslindadelmundo
Lamujermslindadelmundo
joanvinpa
 
Maternal
MaternalMaternal
Maternal
viveremalegria
 
Espejo
EspejoEspejo
Other Certificate
Other CertificateOther Certificate
Other Certificate
UnaChenfree
 
Hospital presentation
Hospital presentationHospital presentation
Hospital presentation
Ged Carroll
 
NOLA ZAINDU PC TABLET-A???
NOLA ZAINDU PC TABLET-A???NOLA ZAINDU PC TABLET-A???
NOLA ZAINDU PC TABLET-A???oajmagis
 

Viewers also liked (7)

Espejo(Conaudio)
Espejo(Conaudio)Espejo(Conaudio)
Espejo(Conaudio)
 
Lamujermslindadelmundo
LamujermslindadelmundoLamujermslindadelmundo
Lamujermslindadelmundo
 
Maternal
MaternalMaternal
Maternal
 
Espejo
EspejoEspejo
Espejo
 
Other Certificate
Other CertificateOther Certificate
Other Certificate
 
Hospital presentation
Hospital presentationHospital presentation
Hospital presentation
 
NOLA ZAINDU PC TABLET-A???
NOLA ZAINDU PC TABLET-A???NOLA ZAINDU PC TABLET-A???
NOLA ZAINDU PC TABLET-A???
 

More from Stergios

Ελεύθερο θέμα εξετάσεων Πιστοποίησης Β' Επιπέδου ΠΕ60-70
Ελεύθερο θέμα εξετάσεων Πιστοποίησης Β' Επιπέδου ΠΕ60-70Ελεύθερο θέμα εξετάσεων Πιστοποίησης Β' Επιπέδου ΠΕ60-70
Ελεύθερο θέμα εξετάσεων Πιστοποίησης Β' Επιπέδου ΠΕ60-70
Stergios
 
Διδακτικά Σενάρια
Διδακτικά ΣενάριαΔιδακτικά Σενάρια
Διδακτικά Σενάρια
Stergios
 
Διδακτική των Φυσικών Επιστημών
Διδακτική των Φυσικών ΕπιστημώνΔιδακτική των Φυσικών Επιστημών
Διδακτική των Φυσικών Επιστημών
Stergios
 
Φράουλα
ΦράουλαΦράουλα
Φράουλα
Stergios
 
Ένα επικαιροποιημένο στρατηγικό πλαίσιο για την ευρωπαϊκή συνεργασία στην εκπ...
Ένα επικαιροποιημένο στρατηγικό πλαίσιο για την ευρωπαϊκή συνεργασία στην εκπ...Ένα επικαιροποιημένο στρατηγικό πλαίσιο για την ευρωπαϊκή συνεργασία στην εκπ...
Ένα επικαιροποιημένο στρατηγικό πλαίσιο για την ευρωπαϊκή συνεργασία στην εκπ...Stergios
 
Κοινή έκθεση προόδου του Συμβουλίου και της Επιτροπής για το 2010 σχετικά με ...
Κοινή έκθεση προόδου του Συμβουλίου και της Επιτροπής για το 2010 σχετικά με ...Κοινή έκθεση προόδου του Συμβουλίου και της Επιτροπής για το 2010 σχετικά με ...
Κοινή έκθεση προόδου του Συμβουλίου και της Επιτροπής για το 2010 σχετικά με ...Stergios
 
Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2010 σχετικά με την κοινωνική διάσ...
Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2010 σχετικά με την κοινωνική διάσ...Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2010 σχετικά με την κοινωνική διάσ...
Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2010 σχετικά με την κοινωνική διάσ...Stergios
 
Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 2010 για την πρωτοβουλία Νεολα...
Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 2010 για την πρωτοβουλία Νεολα...Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 2010 για την πρωτοβουλία Νεολα...
Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 2010 για την πρωτοβουλία Νεολα...Stergios
 
International symposium ict_education_report
International symposium ict_education_reportInternational symposium ict_education_report
International symposium ict_education_report
Stergios
 
ΟΙ ΤΠΕ στην Εκπαίδευση στην Ευρωπαϊκη Ενωση και η νέα στρατηγική ΕΕ2020-Πολιτ...
ΟΙ ΤΠΕ στην Εκπαίδευση στην Ευρωπαϊκη Ενωση και η νέα στρατηγική ΕΕ2020-Πολιτ...ΟΙ ΤΠΕ στην Εκπαίδευση στην Ευρωπαϊκη Ενωση και η νέα στρατηγική ΕΕ2020-Πολιτ...
ΟΙ ΤΠΕ στην Εκπαίδευση στην Ευρωπαϊκη Ενωση και η νέα στρατηγική ΕΕ2020-Πολιτ...
Stergios
 
Δείγματα ερωτήσεων Πιστοποίησης ΚΣΕ (ΠΕ04)
Δείγματα ερωτήσεων Πιστοποίησης ΚΣΕ (ΠΕ04)Δείγματα ερωτήσεων Πιστοποίησης ΚΣΕ (ΠΕ04)
Δείγματα ερωτήσεων Πιστοποίησης ΚΣΕ (ΠΕ04)
Stergios
 
Δείγματα ερωτήσεων Πιστοποίησης ΚΣΕ (Γενικό μέρος)
Δείγματα ερωτήσεων Πιστοποίησης ΚΣΕ (Γενικό μέρος)Δείγματα ερωτήσεων Πιστοποίησης ΚΣΕ (Γενικό μέρος)
Δείγματα ερωτήσεων Πιστοποίησης ΚΣΕ (Γενικό μέρος)
Stergios
 
Επιμορφωτικό υλικό ΚΣΕ (Γενικό μέρος)
Επιμορφωτικό υλικό ΚΣΕ (Γενικό μέρος)Επιμορφωτικό υλικό ΚΣΕ (Γενικό μέρος)
Επιμορφωτικό υλικό ΚΣΕ (Γενικό μέρος)
Stergios
 
Blog στην Εκπαίδευση
Blog στην ΕκπαίδευσηBlog στην Εκπαίδευση
Blog στην Εκπαίδευση
Stergios
 
Εκπαιδευτικο σενάριο
Εκπαιδευτικο σενάριοΕκπαιδευτικο σενάριο
Εκπαιδευτικο σενάριο
Stergios
 
Διδακτικά σενάρια
Διδακτικά σενάριαΔιδακτικά σενάρια
Διδακτικά σενάρια
Stergios
 
εκπαιδευτικό σενάριο (Educational Scenario)
εκπαιδευτικό σενάριο (Educational Scenario)εκπαιδευτικό σενάριο (Educational Scenario)
εκπαιδευτικό σενάριο (Educational Scenario)
Stergios
 
Θεωρίες Μάθησης
Θεωρίες ΜάθησηςΘεωρίες Μάθησης
Θεωρίες Μάθησης
Stergios
 
εφαρµογές του διαδικτύου στη διδασκαλία των φε
εφαρµογές του διαδικτύου στη διδασκαλία των φεεφαρµογές του διαδικτύου στη διδασκαλία των φε
εφαρµογές του διαδικτύου στη διδασκαλία των φε
Stergios
 
εκπαιδευτικό λογισμικό για τα μαθήματα φυσικών επιστημών
εκπαιδευτικό λογισμικό για τα μαθήματα φυσικών επιστημώνεκπαιδευτικό λογισμικό για τα μαθήματα φυσικών επιστημών
εκπαιδευτικό λογισμικό για τα μαθήματα φυσικών επιστημών
Stergios
 

More from Stergios (20)

Ελεύθερο θέμα εξετάσεων Πιστοποίησης Β' Επιπέδου ΠΕ60-70
Ελεύθερο θέμα εξετάσεων Πιστοποίησης Β' Επιπέδου ΠΕ60-70Ελεύθερο θέμα εξετάσεων Πιστοποίησης Β' Επιπέδου ΠΕ60-70
Ελεύθερο θέμα εξετάσεων Πιστοποίησης Β' Επιπέδου ΠΕ60-70
 
Διδακτικά Σενάρια
Διδακτικά ΣενάριαΔιδακτικά Σενάρια
Διδακτικά Σενάρια
 
Διδακτική των Φυσικών Επιστημών
Διδακτική των Φυσικών ΕπιστημώνΔιδακτική των Φυσικών Επιστημών
Διδακτική των Φυσικών Επιστημών
 
Φράουλα
ΦράουλαΦράουλα
Φράουλα
 
Ένα επικαιροποιημένο στρατηγικό πλαίσιο για την ευρωπαϊκή συνεργασία στην εκπ...
Ένα επικαιροποιημένο στρατηγικό πλαίσιο για την ευρωπαϊκή συνεργασία στην εκπ...Ένα επικαιροποιημένο στρατηγικό πλαίσιο για την ευρωπαϊκή συνεργασία στην εκπ...
Ένα επικαιροποιημένο στρατηγικό πλαίσιο για την ευρωπαϊκή συνεργασία στην εκπ...
 
Κοινή έκθεση προόδου του Συμβουλίου και της Επιτροπής για το 2010 σχετικά με ...
Κοινή έκθεση προόδου του Συμβουλίου και της Επιτροπής για το 2010 σχετικά με ...Κοινή έκθεση προόδου του Συμβουλίου και της Επιτροπής για το 2010 σχετικά με ...
Κοινή έκθεση προόδου του Συμβουλίου και της Επιτροπής για το 2010 σχετικά με ...
 
Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2010 σχετικά με την κοινωνική διάσ...
Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2010 σχετικά με την κοινωνική διάσ...Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2010 σχετικά με την κοινωνική διάσ...
Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2010 σχετικά με την κοινωνική διάσ...
 
Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 2010 για την πρωτοβουλία Νεολα...
Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 2010 για την πρωτοβουλία Νεολα...Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 2010 για την πρωτοβουλία Νεολα...
Συμπεράσματα του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 2010 για την πρωτοβουλία Νεολα...
 
International symposium ict_education_report
International symposium ict_education_reportInternational symposium ict_education_report
International symposium ict_education_report
 
ΟΙ ΤΠΕ στην Εκπαίδευση στην Ευρωπαϊκη Ενωση και η νέα στρατηγική ΕΕ2020-Πολιτ...
ΟΙ ΤΠΕ στην Εκπαίδευση στην Ευρωπαϊκη Ενωση και η νέα στρατηγική ΕΕ2020-Πολιτ...ΟΙ ΤΠΕ στην Εκπαίδευση στην Ευρωπαϊκη Ενωση και η νέα στρατηγική ΕΕ2020-Πολιτ...
ΟΙ ΤΠΕ στην Εκπαίδευση στην Ευρωπαϊκη Ενωση και η νέα στρατηγική ΕΕ2020-Πολιτ...
 
Δείγματα ερωτήσεων Πιστοποίησης ΚΣΕ (ΠΕ04)
Δείγματα ερωτήσεων Πιστοποίησης ΚΣΕ (ΠΕ04)Δείγματα ερωτήσεων Πιστοποίησης ΚΣΕ (ΠΕ04)
Δείγματα ερωτήσεων Πιστοποίησης ΚΣΕ (ΠΕ04)
 
Δείγματα ερωτήσεων Πιστοποίησης ΚΣΕ (Γενικό μέρος)
Δείγματα ερωτήσεων Πιστοποίησης ΚΣΕ (Γενικό μέρος)Δείγματα ερωτήσεων Πιστοποίησης ΚΣΕ (Γενικό μέρος)
Δείγματα ερωτήσεων Πιστοποίησης ΚΣΕ (Γενικό μέρος)
 
Επιμορφωτικό υλικό ΚΣΕ (Γενικό μέρος)
Επιμορφωτικό υλικό ΚΣΕ (Γενικό μέρος)Επιμορφωτικό υλικό ΚΣΕ (Γενικό μέρος)
Επιμορφωτικό υλικό ΚΣΕ (Γενικό μέρος)
 
Blog στην Εκπαίδευση
Blog στην ΕκπαίδευσηBlog στην Εκπαίδευση
Blog στην Εκπαίδευση
 
Εκπαιδευτικο σενάριο
Εκπαιδευτικο σενάριοΕκπαιδευτικο σενάριο
Εκπαιδευτικο σενάριο
 
Διδακτικά σενάρια
Διδακτικά σενάριαΔιδακτικά σενάρια
Διδακτικά σενάρια
 
εκπαιδευτικό σενάριο (Educational Scenario)
εκπαιδευτικό σενάριο (Educational Scenario)εκπαιδευτικό σενάριο (Educational Scenario)
εκπαιδευτικό σενάριο (Educational Scenario)
 
Θεωρίες Μάθησης
Θεωρίες ΜάθησηςΘεωρίες Μάθησης
Θεωρίες Μάθησης
 
εφαρµογές του διαδικτύου στη διδασκαλία των φε
εφαρµογές του διαδικτύου στη διδασκαλία των φεεφαρµογές του διαδικτύου στη διδασκαλία των φε
εφαρµογές του διαδικτύου στη διδασκαλία των φε
 
εκπαιδευτικό λογισμικό για τα μαθήματα φυσικών επιστημών
εκπαιδευτικό λογισμικό για τα μαθήματα φυσικών επιστημώνεκπαιδευτικό λογισμικό για τα μαθήματα φυσικών επιστημών
εκπαιδευτικό λογισμικό για τα μαθήματα φυσικών επιστημών
 

2.2. Sygxrones Antilipsies Gia Ti Mathish Kai Didaskalia Kai Efarmogh Touw Me Ergaleia Ypologistiks Diktyakis Texnologias

  • 1. ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ Β’ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΠΕ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗΣ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΕΝΟΤΗΤΑ 2: Σύγχρονες αντιλήψεις για τη μάθηση και τη διδασκαλία και η εφαρμογή τους με εργαλεία υπολογιστικής και δικτυακής τεχνολογίας 2.2 Οι σύγχρονες θεωρήσεις για τη μάθηση. Εξέλιξη των αντιλήψεων για την παιδαγωγική αξιοποίηση των Τ.Π.Ε. στην εκπαίδευση. ΧΡΟΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ: 40 ώρες ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΘΕΜΑΤΟΣ: 10 ώρες
  • 2. 1. Τίτλος 2.2 Οι σύγχρονες θεωρήσεις για τη μάθηση. Εξέλιξη των αντιλήψεων για την παιδαγωγική αξιοποίηση των Τ.Π.Ε. στην εκπαίδευση. 2. Μορφή και οργάνωση της ενότητας Τα μάθημα προτείνεται να διεξάγεται ως μία εναλλαγή θεωρητικής παρουσίασης, συζήτησης επιμέρους θεμάτων, αξιοποίησης βιωμάτων των εκπαιδευομένων, επεξεργασία υποθεμάτων με εταιρική και ομαδική μορφή, που θα γίνεται στην τάξη, και παρουσίαση και συζήτηση των αποτελεσμάτων στην ολομέλεια της τάξης. Συστήνεται στον διδάσκοντα να παρουσιάζει μια σύντομη ενότητα, να δίνει σε φωτοτυπία στους συμμετέχοντες τον σκελετό της ενότητας, με βάση τον οποίο οι συμμετέχοντες θα συζητούν ανά ζεύγη ή σε μικρές ομάδες και θα επανέρχονται σε συζήτηση της ενότητας στην ολομέλεια, στην οποία θα ενσωματώνονται και προσωπικά βιώματα και εμπειρίες των συμμετεχόντων από την μαθητική τους ζωή και την εκπαιδευτική τους πράξη. 3. Απαιτούμενη υλικοτεχνική υποδομή Απαιτείται ένας Η/Υ και ένας βιντεοπροβολέας τουλάχιστον ή λογισμικό διαμοίρασης οθονών και πίνακας μαρκαδόρου. Επίσης απαιτείται εργαστήριο Η.Υ. για την πρακτική των επιμορφουμένων. Επειδή στην παρούσα ενότητα υπάρχουν αναφορές σε εξωτερικούς υπερδεσμούς (links), ίσως θα ήταν σκόπιμο, στο μέτρο το δυνατού να προετοιμαστούν κατάλληλες ιστοσελίδες (ή τουλάχιστον μια ιστοσελίδα) με συγκεντρωμένους τους σχετικούς υπερδεσμούς, ώστε να επιταχυνθούν οι δραστηριότητες των επιμορφουμένων. 4. Γνωστικά προαπαιτούμενα Δεν υπάρχουν. 5. Επιθυμητοί Διδακτικοί και Μεταγνωστικοί Στόχοι Οι επιμορφούμενοι θα μάθουν βασικά στοιχεία των εξής θεωριών και θεωρητικών πλαισίων: Γνωστική ανάπτυξη, βασικές απόψεις του Piaget, βασικές απόψεις του Vygotsky, βασικές απόψεις του Bruner, γνωστικά σχήματα, ομοιοστατική ισορροπία, στάδια γνωστικής ανάπτυξης, κονστρουκτιβισμός-δομισμός, σκέψη και γλώσσα, ζώνη επικείμενης ανάπτυξης, scaffolding, πρόγραμμα Nuffield, προσλαμβάνουσες παραστάσεις και advance organizer, μάθηση με ανακάλυψη, προσομοιώσεις, μάθηση εννοιών, μάθηση κανόνων, μάθηση επίλυσης προβλημάτων, κριτική σκέψη. 6. Εκτιμώμενη διάρκεια Η ενδεικτική διάρκεια για τη διδασκαλία της παρούσας ενότητας είναι 10 ώρες.
  • 3. 7. Αναλυτική περιγραφή της ενότητας 7.0. Γνωστική ανάπτυξη και μάθηση Προκειμένου να μπορέσουν να βοηθήσουν το παιδί στην ανάπτυξή του, πρέπει εκπαιδευτικοί και γονείς να έχουν την κατάλληλη πληροφόρηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίον σκέφτεται, ερμηνεύει τις εμπειρίες του και χρησιμοποιεί τις έννοιες, τις γνωστικές του δομές και την σκέψη του. Με άλλα λόγια πρέπει να γνωρίζουν με ποιον τρόπο τα καταφέρνει το παιδί να χρησιμοποιεί τις γνωστικές λειτουργίες του και να προσαρμόζεται στο περιβάλλον. Κανένας άλλος ειδικός δεν έχει μέχρι στιγμής περιγράψει με τόση σαφήνεια και πειστικότητα την πορεία και τους μηχανισμούς της γνωστικής ανάπτυξης του παιδιού όσο ο Jean Piaget και ο Lev Vygotsky. 7.1. Jean Piaget Έχει ασφαλώς την σημασία του το γεγονός ότι ο Piaget άρχισε την επιστημονική του σταδιοδρομία ως βιολόγος και αυτό επηρέασε βαθιά τον τρόπο της σκέψης του, έτσι ώστε να θεωρεί την γνωστική ανάπτυξη ως διαρκή βελτίωση της ικανότητας προσαρμογής του ατόμου στο περιβάλλον του. Το γεγονός τέλος ότι ο Piaget ενδιαφερόταν κυρίως για την Γενετική Επιστημολογία, τον κλάδο της επιστήμης η οποία μελετά την φύση της γνώσης και τον τρόπο με τον οποίον την αποκτούμε, καθόρισε επίσης σε μεγάλο βαθμό τους ιδιαίτερους στόχους της ερευνητικής του προσπάθειας, την ανακάλυψη δηλ. γενικών νόμων και κανόνων της γνωστικής ανάπτυξης και την χαρτογράφηση της πορείας της. Μέχρι την εποχή του Piaget το παιδί θεωρούνταν ως homunculus, ως μικρογραφία του ενηλίκου, του οποίου η νόηση λειτουργεί όπως εκείνη των ενηλίκων, σε μικρότερη ωστόσο και στενότερη κλίμακα, και διευρύνεται σταδιακά, καθώς το παιδί συσσωρεύει γνώσεις και εμπειρίες. Ο Ελβετός ψυχολόγος ανέτρεψε την ιδέα αυτή και καθιέρωσε την άποψη ότι το μικρό παιδί συγκροτεί την αντίληψή του για τον κόσμο κατά τρόπον εντελώς διαφορετικό από εκείνον του ενηλίκου. Για αυτό ο Piaget θεωρείται ως ο βασικός εισηγητής του δομισμού (κονστρουκτιβισμού), μιας άποψης σύμφωνα με την οποία η γνωστική ανάπτυξη είναι μια διαδικασία βάσει της οποίας το παιδί ως ενεργούν υποκείμενο οικοδομεί συστήματα νοημάτων και κατανόησης της πραγματικότητας με τις εμπειρίες του και τις διαδράσεις του. 7.1.1. Γνωστικές δομές και προσαρμογή Την γνωστική ανάπτυξη του παιδιού την βλέπει ο Piaget ως μία πλευρά της βιολογικής πάλης του οργανισμού με την ζωή. Η νοημοσύνη είναι και αυτή μία πλευρά της γενικής βιολογικής προσαρμογής στο περιβάλλον. Και όπως ο οργανισμός έχει τα διάφορα όργανα για την προσαρμογή του στο περιβάλλον, έτσι και η νοημοσύνη έχει τις διάφορες γνωστικές δομές, τα «σχήματα», με την βοήθεια των οποίων ο άνθρωπος οργανώνει και προσαρμόζεται στο περιβάλλον (η λέξη «σχήμα», όπως την χρησιμοποιεί ο Piaget σημαίνει «γνωστική δομή»). Τα σχήματα λοιπόν είναι βασικές ενότητες γνώσης μέσω των οποίων ταξινομούνται και διευθετούνται προηγούμενες εμπειρίες, ενώ παράλληλα προετοιμάζουν το πλαίσιο κατανόησης μελλοντικών εμπειριών. Οι πρώτες δομές, τα πρώτα σχήματα είναι απλά, όσο όμως προχωρεί η γνωστική ανάπτυξη, γίνονται σύνθετα σχήματα συμπεριφοράς, γίνονται κανόνες, σχέδια,
  • 4. μέθοδοι, στρατηγικές. Αυτή η διαρκής μεταβολή των σχημάτων, των γνωστικών δομών, συνιστά την γνωστική ανάπτυξη του ανθρώπου. Ο πολλαπλασιασμός και η διαφοροποίηση των γνωστικών δομών, των σχημάτων, ή με άλλα λόγια η γνωστική ανάπτυξη του ανθρώπου, γίνεται με βάση την «αφομοίωση» (assimilation) και την «εναρμόνιση» (accommodation), τις δύο συμπληρωματικές λειτουργίες της προσαρμογής (adaptation), η οποία κατατείνει στην ισορροπία (balance). Αφομοίωση (assimilation) είναι η ικανότητα της νόησης να εντάσσει στο γνωστικό σύστημα νέους ερεθισμούς μέσω των σχημάτων τα οποία διαθέτει. Με την αφομοίωση δηλ. γίνεται η ένταξη των νέων ερεθισμών στα ήδη υπάρχοντα σχήματα και κατ’ αυτόν τον τρόπο τα σχήματα διευρύνονται όλο και περισσότερο, χωρίς βέβαια να αλλάζουν διάρθρωση, επειδή λειτουργούν όπως ένα μπαλόνι στο οποίο η αφομοίωση προσθέτει αέρα, χωρίς όμως η πρόσθεση αυτή να αλλάζει την διάρθρωσή του, την βασική του μορφή. Η εναρμόνιση (accommodation) από την άλλη είναι η λειτουργία της νόησης με την οποία το άτομο αντιμετωπίζει αποτελεσματικά πρωτόγνωρους ερεθισμούς, τους οποίους δεν είναι σε θέση να υπαγάγει σε υπάρχοντα σχήματα μέσω της αφομοίωσης. Και επειδή οι διαθέσιμοι γνωστικοί μηχανισμοί, τα διαθέσιμα σχήματα, δεν είναι σε θέση να οδηγήσουν στην επίλυση του προβλήματος, το άτομο δημιουργεί ένα νέο σχήμα μέσα στο οποίο εντάσσει τον νέο ερεθισμό. 7.1.2. Γνωστικές δομές και μάθηση Η πηγή της γνωστικής ανάπτυξης είναι κατά τον Piaget η ενασχόληση, ο χειρισμός και ο πειραματισμός επί αντικειμένων και φαινομένων από το παιδί. Όταν το παιδί ασχολείται με διάφορα πράγματα, διαπιστώνει π.χ. ότι τα 10 αντικείμενα είναι πάντα 10 ή ότι 3+5 και 5+3 είναι το ίδιο σύνολο. Αποδίδει λοιπόν στον κόσμο ιδιότητες τις οποίες το ίδιο διαπιστώνει ή «κατασκευάζει». Με τον τρόπο αυτό σχηματίζει έννοιες, κατανοεί σχέσεις, συλλαμβάνει την φύση του αριθμού, κάνει συλλογισμούς κλπ. Αυτού του είδους η γνώση ονομάζεται λογικομαθηματική και επιβάλλεται από το υποκείμενο στον έξω κόσμο, ώστε να τον κατακτήσει. Οι απόψεις αυτές του Piaget συνέδεσαν το όνομά του με την εισαγωγή διεθνώς των νέων Μαθηματικών στο Δημοτικό Σχολείο. Η αλλαγή στον τρόπο αντιμετώπισης του μαθήματος καταδεικνύεται ήδη με την εγκατάλειψη του παλιού τίτλου «Αριθμητική» και την υιοθέτηση του νέου «Μαθηματικά» και σχετίζεται με την διαπίστωση ότι η έμφαση στην εξάσκηση αριθμητικών δεξιοτήτων οδηγούσε στην παραμέληση της καλλιέργειας λογικών δομών και μαθηματικών τρόπων σκέψης. Η διαπίστωση του Piaget ότι υπάρχουν δομές οι οποίες είναι κοινές σε όλες τις περιοχές των Μαθηματικών αλλά και των γνωστικών λειτουργιών γενικότερα οδήγησε σε αυτόν τον αναπροσανατολισμό. Η εργασία με τα σύνολα στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου ή ακόμα και στο Νηπιαγωγείο αποβλέπει στην ανάπτυξη αυτών ακριβώς των λογικο-μαθηματικών δομών. Όλα τα παιδιά, φτωχά ή πλούσια, με υψηλό ή χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, σε ανεπτυγμένες ή υπανάπτυκτες κοινωνίες κ.ά.π., ακολουθούν μια σχεδόν ομοιόμορφη γνωστική ανάπτυξη. Η ομοιόμορφη αυτή ανάπτυξη οφείλεται στο γεγονός ότι κατευθύνεται από μέσα, από το εσωτερικό του παιδιού. Στο παιδί υπάρχει εγγενής η ανάγκη να γνωρίζει και να μαθαίνει και η ανάγκη αυτή το ωθεί στην αναζήτηση και στην επιλογή εκείνων των ερεθισμών από τον γύρω του κόσμο, οι οποίοι ικανοποιούν την ανάγκη αυτή. Κατά συνέπεια τα κίνητρα για
  • 5. μάθηση δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητα από τις γνωστικές δομές, τα σχήματα. Αντίθετα κάθε γνωστική δομή, κάθε σχήμα περικλείει μέσα του και την αποκλειστικά δική του δυναμικότητα, τα κίνητρα. Άπαξ και δημιουργήθηκε ένα σχήμα, δημιουργήθηκε ταυτόχρονα και η ανάγκη να τεθεί σε ενέργεια. Μια γνωστική δομή λοιπόν δεν χρειάζεται να δραστηριοποιηθεί με βάση οποιαδήποτε κίνητρα, διότι είναι από την φύση της αυτοδραστηριοποιούμενη. Όλοι μας παρατηρούμε την ευχαρίστηση με την οποία ασκεί το παιδί μια δεξιότητα που μόλις «κατέκτησε». Επειδή λοιπόν η γνωστική ανάπτυξη συντελείται με την δραστηριοποίηση του υποκειμένου, πρωταρχικό μέλημα του σχολείου πρέπει να είναι η δράση, η αυτενέργεια του παιδιού, αφού η εξάσκηση των γνωστικών δομών αποτελεί επιβράβευση (ενίσχυση) καθαυτή. Το παιδί δηλ. αποκτά ικανοποίηση για ό,τι καταφέρνει να επιτελέσει και δεν κάνει ό,τι κάνει, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τον εκπαιδευτικό. Μαθαίνει να βασίζεται στον έλεγχο της ίδιας της λογικής των πραγμάτων και όχι να προσβλέπει στον εκπαιδευτικό για επιδοκιμασία. Πρέπει για αυτό να αφήνεται ελεύθερο να κινείται μέσα σε τέτοιες περιστάσεις και ευκαιρίες, οι οποίες προσφέρουν από μόνες τους επιδοκιμασία και επιβράβευση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αφήνεται ταυτόχρονα χώρος για την έκφραση των προσωπικών ικανοτήτων και των ατομικών διαφορών των μαθητών. Ο εκπαιδευτικός παύει πια να μεταδίδει την γνώση, αλλά βοηθάει το παιδί στην γνωστική του ανάπτυξη. Δεν είναι απλώς πομπός της γνώσης, αλλά καταλύτης ανώ- τερων γνωστικών διεργασιών, έχοντας επίγνωση ότι η σκέψη δεν είναι βέβαια κάτι που διδάσκεται, οπωσδήποτε όμως κάτι που ασκείται. 7.1.3. Στάδια γνωστικής ανάπτυξης Η διαδοχή και η σειρά σταδίων, φάσεων και βαθμίδων της ανάπτυξης αποτελεί το κεντρικό θέμα της Αναπτυξιακής Ψυχολογίας. Με τον όρο «διαδοχή των φάσεων» μερικοί εννοούν τις έμφυτες διαδικασίες ωρίμανσης, οι οποίες εμφανίζονται σύμφωνα με ένα αυστηρώς προδιαγεγραμμένο πρόγραμμα, ανεξάρτητα από τις εμπειρίες του ατόμου. Για την Αναπτυξιακή Ψυχολογία η ύπαρξη και ο καθορισμός ορίων ηλικίας, τα οποία σχετίζονται με τις διάφορες αναπτυξιακές φάσεις, βρίσκεται πέρα από κάθε αμφιβολία. Ασφαλώς ο Piaget δεν διατείνεται ότι μελέτησε την γνωστική ανάπτυξη του παιδιού σε όλο το φάσμα των εκδηλώσεών της. Για τον λόγο αυτόν μιλάει μόνο για διάφορες φάσεις και βαθμίδες στην ανάπτυξη ορισμένων βασικών εννοιών, τις οποίες μελέτησε ο ίδιος, όπως του χρόνου, της φυσικής αιτιότητας, του χώρου, της ηθικής συνείδησης κλπ. Από την μελέτη όμως της ανάπτυξης των εννοιών αυτών στο παιδί και την σύγκριση των αποτελεσμάτων έγινε σιγά σιγά φανερό ότι οι διάφορες φάσεις του σχηματισμού μιας έννοιας προχωρούν παράλληλα προς τις φάσεις ανάπτυξης άλλων εννοιών, έτσι ώστε οι ίδιες περίπου ποιοτικές διαφορές να χαρακτηρίζουν τις διάφορες φάσεις, χωρίς αυτό βέβαια να αποκλείει το γεγονός ένα συγκεκριμένο παιδί να βρίσκεται σε μια άλφα φάση ως προς μια έννοια και στην βήτα ως προς μια άλλη. Για αυτό και οι ηλικίες τις οποίες δίνει ο Piaget είναι μόνον ενδεικτικές και εκφράζουν τον χοντρικό μέσον όρο, ενώ σοβαρές αποκλίσεις μπορούν να βρίσκονται απολύτως μέσα στα όρια του κανονικού. Είναι λοιπόν εντελώς επιτυχημένη η παρομοίωση ότι o Piaget χαρτογράφησε την γνωστική ανάπτυξη του παιδιού σαν ένα δρόμο. Οι πινακίδες τις οποίες τοποθέτησε δείχνουν καθαρά την κατεύθυνση της πορείας και μόνον κατά προσέγγιση τις αποστάσεις.
  • 6. Για την σωστή κατανόηση του μοντέλου των βαθμίδων γνωστικής ανάπτυξης του παιδιού του Piaget πρέπει να έχουμε υπόψη ότι α) η σειρά της διαδοχής των φάσεων και βαθμίδων δεν αντιστρέφεται ποτέ, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μερικά παιδιά μπορούν να διεξέλθουν την σειρά αυτή με διαφορετική ταχύτητα, β) κάθε φάση παίρνει το όνομα της λειτουργίας η οποία μόλις ενεργοποιήθηκε, αν και την ίδια στιγμή εξακολουθούν να ενεργούν σχήματα και δομές άλλων φάσεων και γ) κάθε φάση είναι μια μεγάλη ενότητα, η οποία συμπεριλαμβάνει ενσωματωμένες τις δομές της προηγούμενης και την αρχή της δραστηριοποίησης των επόμενων. Τρεις φάσεις Α, Β, Γ, δεν υπάρχουν ποτέ ως εντελώς ανεξάρτητες βαθμίδες, αλλά η Β συμπεριλαμβάνει την A και η Γ την Β, άρα και την Α, έτσι ώστε κάθε γνωστική δομή να εξαρτάται από την προηγούμενη και να ενσωματώνεται στην επόμενη. Αντικείμενο των μελετών του Piaget αποτέλεσε κυρίως η γνωστική ανάπτυξη του παιδιού από την γέννησή του μέχρι την προεφηβική ηλικία. Στο χρονικό αυτό διάστημα διαπίστωσε ότι ο άνθρωπος περνάει από τέσσερις μεγάλες φάσεις με πολλές ενδιάμεσες βαθμίδες. Επειδή η διαδοχή αυτή των βαθμίδων και φάσεων χαρακτηρίζεται από την μεταβολή των λειτουργιών της σκέψης και της νόησης, οι λειτουργίες είναι εκείνες οι οποίες δίνουν και το όνομα των διάφορων φάσεων Α΄ Φάση των αισθησιοκινητικών λειτουργιών (0-2 έτη περίπου) Κατά την φάση αυτή το βρέφος εξερευνά τον κόσμο, χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις και τις κινήσεις του. Ερχόμενο στον κόσμο το παιδί φέρνει μαζί του μερικές εγγενείς μορφές συμπεριφοράς, τα αντανακλαστικά (θηλασμός, πιάσιμο, κινήσεις του σώματος, κλάμα κλπ.), πάνω στα οποία στην συνέχεια οικοδομεί τον γνωστικό του εξοπλισμό και τους εντελώς ιδιαίτερους και προσωπικούς του τρόπους συμπεριφοράς. Ήδη στην αρχή του δεύτερου μήνα το παιδί αρχίζει να σχηματίζει τα πρώτα εξαρτημένα ανακλαστικά. Ίσως μάλιστα το σημαντικότερο επίτευγμα ολόκληρης της φάσης αυτής είναι η συνειδητοποίηση ότι τα αντικείμενα δεν εξαφανίζονται, αλλά υπάρχουν, ακόμη και όταν δεν τα βλέπει. Μετά από τους οκτώ μήνες περίπου τα αντικείμενα αποκτούν για το παιδί σταθερότητα και διάρκεια ύπαρξης. Με την συμπλήρωση του πρώτου έτους της ηλικίας πολλές ενέργειες του βρέφους γίνονται σκόπιμες και πειραματικές. Μαθαίνει τώρα να συντονίζει τις κινήσεις του και να χρησιμοποιεί ορισμένα βασικά σχήματα, δηλ. τρόπους συμπεριφοράς, τα οποία μπορεί να εφαρμόσει πάνω σε διάφορα αντικείμενα και σε διαφορετικές περιστάσεις (π.χ. ακολουθεί με τα μάτια του τη κίνηση ενός αντικειμένου, κουνάει ρυθμικά ένα αντικείμενο, το βάζει στο στόμα του κλπ.). Κατά την φάση λοιπόν αυτή η γνώση του κόσμου πηγάζει αποκλειστικά από τις ενέργειες του βρέφους. Οι εμπειρίες των άλλων δεν παίζουν κανένα ρόλο σε αυτήν την γνώση. Κατά συνέπεια το βρέφος σχηματίζει με βάση τις εμπειρίες του μια εικόνα για τον κόσμο εντελώς προσωπική. Β΄ Φάση των συμβολικών λειτουργιών (2-7 έτη περίπου) Συμβολική ή σημειωτική λειτουργία είναι η πρακτική του ανθρώπου να συμβολίζει ένα αντικείμενο με κάποιο άλλο ή με ένα σύμβολο. Από τις διάφορες μορφές συμβολικής συμπεριφοράς το συμβολικό παιχνίδι και η γλώσσα είναι εκείνα τα οποία κατ’ εξοχήν
  • 7. διευρύνουν το γνωστικό πεδίο του παιδιού. Μέχρι τώρα το παιχνίδι του παιδιού ήταν παιχνίδι κινητικών ασκήσεων. Τώρα μπορούμε να πούμε ότι το παιδί αρχίζει να παίζει πραγματικά. Το ίδιο συμβαίνει και με την γλώσσα, η οποία κατά την φάση αυτή παρουσιάζει τρομακτική ανάπτυξη. Μέχρι τώρα η γλώσσα συνόδευε απλώς τις διάφορες ενέργειες του παιδιού. Τώρα παύει πια να αποτελεί μέρος της ενέργειας, αρχίζει μάλιστα και να την προκαλεί. Και οι άλλες συμβολικές λειτουργίες τέλος καθιστούν δυνατή την σκέψη από τη μια και της παρέχουν ένα απεριόριστο πεδίο εφαρμογής από την άλλη, σε αντίθεση προς τα στενά όρια της αισθησιοκινητικής πράξης και αντίληψης. Οι συμβολικές λειτουργίες δίνουν τώρα την δυνατότητα στο παιδί να μιλάει και να ασχολείται με πράγματα, χωρίς να τα βλέπει, επιτρέπουν δηλ. την νόηση να επεκτείνει τον εαυτό της με τις πρώτες κύριες μορφές σκέψης. Γ΄ Φάση των συγκεκριμένων γνωστικών λειτουργιών (7-11 έτη περίπου) Αρχίζουν κατά την φάση αυτή να διαμορφώνονται οι γνωστικές λειτουργίες οι οποίες επιτρέπουν συλλογισμούς του τύπου «αν Α<Β και Β<Γ, τότε Α<Γ». Υπάρχει όμως ένας διπλός περιορισμός: α) Οι γνωστικές αυτές λειτουργίες εφαρμόζονται (ή αναφέρονται) μόνον σε αντικείμενα, όχι σε υποθέσεις οι οποίες εκφέρονται λεκτικά και σε συλλογιστικά σχήματα και β) προχωρούν από το ένα πράγμα στο αμέσως επόμενο, αντίθετα δηλ. προς τους αφηρημένους συλλογισμούς οι οποίοι έχουν πολύ μεγαλύτερο βαθμό ευκινησίας, επειδή τα υποκείμενα έχουν την δυνατότητα να κάνουν νοητικά άλματα. Το παιδί λοιπόν γίνεται τώρα ικανό για κάποια συλλογιστική αφαίρεση, εργάζεται όμως ακόμα στο επίπεδο του συγκεκριμένου, του χειροπιαστού. Δ΄ Φάση των αφηρημένων γνωστικών λειτουργιών (11-15 έτη περίπου) Κατά την φάση αυτή το παιδί κατακτά έναν νέο τρόπο σκέψης, έναν τρόπο ο οποίος δεν είναι περιορισμένος πια αποκλειστικά στις ενέργειες με συγκεκριμένα αντικείμενα, αλλά χρησιμοποιεί πολύπλοκους υποθετικούς συνδυασμούς, προτάσεις και συλλογισμούς με βάση τους οποίους καταλήγει σε συμπεράσματα, χωρίς να είναι απαραίτητο να ελέγξει και να πεισθεί για την ορθότητα ή το αβάσιμό τους. Το παιδί έχει υπερβεί οριστικά το στάδιο του εγωκεντρισμού και είναι πλέον σε θέση να βλέπει τα πράγματα και από την σκοπιά των άλλων. Η αντιστρεψιμότητα της σκέψης το βοηθά να σχηματίζει σύνθετες έννοιες και να εκφέρει αιτιολογημένες προτάσεις. Η ελεύθερη χρήση υποθετικών συλλογισμών εξάλλου του δίνει την δυνατότητα να προσεγγίζει την λύση ενός προβλήματος από όλες τις πλευρές και τις οπτικές γωνίες και να μελετά όλες τις εναλλακτικές πιθανότητες. Οι προϋποθέσεις αυτές του επιτρέ- πουν να πειραματίζεται, διατηρώντας ορισμένους όρους αμετάβλητους, και να μελετάει κατ’ αυτόν τον τρόπο με επιστημονική μέθοδο διάφορα χαρακτηριστικά που το ενδιαφέρουν. 7.1.4. Η θεωρία του Piaget στην σχολική τάξη Η θεωρία του Piaget άσκησε πολύ μεγάλη επίδραση στην εκπαιδευτική πράξη. Καταρχήν σε αυτήν στηρίζεται η ιδέα της εκπαίδευσης σύμφωνα με την ανάπτυξη του παιδιού (developmentally appropriate education). Επίσης πολλές προσεγγίσεις στα σύγχρονα αναλυτικά προγράμματα και στην διδασκαλία οφείλονται στην θεωρία του. Τα διάφορα κονστρουκτιβιστικά μοντέλα μάθησης επηρεάστηκαν επίσης από τις εξής βασικές ιδέες του:
  • 8. 1. Έμφαση στην διαδικασία σκέψης του παιδιού και όχι στα προϊόντα της. Πέρα από τον έλεγχο της ορθότητας των απαντήσεων του παιδιού ο εκπαιδευτικός πρέπει να διερευνά τις διαδικασίες τις οποίες χρησιμοποιεί το παιδί, προκειμένου να δώσει την απάντηση. 2. Αναγνώριση του κεντρικού ρόλου της άμεσης και ενεργητικής εμπλοκής του παιδιού στις δραστηριότητες μάθησης. Η παρουσίαση έτοιμων γνώσεων στα παιδιά είναι αδιανόητη για έναν εκπαιδευτικό ο οποίος αποδέχεται τις αρχές του Piaget. Αντίθετα τα παιδιά ενθαρρύνονται να ανακαλύψουν από μόνα τους και με αυθόρμητες διαδράσεις με το περιβάλλον. 3. Δεν είναι σωστό να προσπαθούμε να κάνουμε τα παιδιά να σκέφτονται όπως οι ενήλικοι. Ο Piaget χαρακτήρισε την ερώτηση «πώς μπορούμε να επισπεύσουμε την διαδρομή του παιδιού από τις διάφορες φάσεις;» ως «το αμερικανικό ερώτημα». Διδασκαλία η οποία προσπαθεί να ωριμάσει πρόωρα τα παιδιά δεν είναι καλή διδασκαλία, διότι οδηγεί σε επιφανειακή αποδοχή τρόπων σκέψης των ενηλίκων. 4. Αποδοχή των ατομικών διαφορών στην πορεία της ανάπτυξης. Σύμφωνα με την θεωρία του Piaget όλα τα παιδιά περνούν από τις ίδιες φάσεις της ανάπτυξης, αλλά η διαδρομή δεν έχει πάντα και για όλα τα παιδιά τον ίδιο ρυθμό. Πρέπει λοιπόν ο εκπαιδευτικός να φροντίζει, ώστε να παρέχει ερεθίσματα και να εξασφαλίζει δραστηριότητες για μικρές ομάδες παιδιών και μεμονωμένα παιδιά και όχι για όλη την τάξη. Αλλά και η αξιολόγηση των μαθητών πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την αναπτυξιακή τους κατάσταση και φάση και όχι σύμφωνα με κανονιστικά κριτήρια, τα οποία καθορίζονται από τις επιδόσεις της ομάδας. Ο Piaget ήταν ψυχολόγος και όχι παιδαγωγός και για αυτό δεν ασχολήθηκε με την εφαρμογή των ευρημάτων του στην σχολική τάξη. Υπάρχουν ωστόσο προσεγγίσεις και μέθοδοι, οι οποίες αυτοαποκαλούνται πιαζετιανές, με την λογική ότι εφαρμόζουν άλλοτε σε μεγαλύτερη και άλλοτε σε μικρότερη έκταση αρχές του Piaget στην τάξη. Επειδή η αυτορρύθμιση αποτελεί βασική ιδέα της ανάπτυξης κατά Piaget, οι οπαδοί του δίνουν μεγάλη έμφαση στην εξερεύνηση, στην αναζήτηση και στην ανακάλυψη ως μεθόδους διδασκαλίας και μάθησης. Κατά συνέπεια ο εκπαιδευτικός πρέπει να περιορίσει την άμεση διδασκαλία και αντ’ αυτής να φροντίσει να εξασφαλίζει στους μαθητές ευκαιρίες δόμησης γνωστικών σχημάτων μέσω της ενεργητικής χειραγώγησης συγκεκριμένου υλικού. Επειδή οι ατομικές διαφορές είναι πολύ μεγάλες, ο εκπαιδευτικός πρέπει να διδάσκει ξεχωριστά κάθε φορά μαθητές και όχι ομάδες μαθητών. Είναι ευνόητο ότι η εφαρμογή των ιδεών αυτών προσφέρεται καλύτερα στο Νηπιαγωγείο και όλο και λιγότερο, καθώς ανεβαίνουμε τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και τις τάξεις, χωρίς βεβαίως να είναι ανέφικτη και εκεί. 7.2. Lev Vygotsky Ο Lev Vygotsky (1896-1934) ήταν σύγχρονος του Piaget (1896-1980). Γεννήθηκαν μάλιστα κατά το ίδιο έτος, αυτός όμως πέθανε πολύ νωρίς από φυματίωση. Ο Piaget γνώρισε τις εργασίες του Vygotsky μόνον μετά από τον θάνατο του δευτέρου, όπως εξάλλου και πολλοί άλλοι δυτικοί επιστήμονες, ενώ ο Vygotsky είχε μελετήσει τις εργασίες του Piaget και ήταν πολύ εξοικειωμένος με τις απόψεις του. Η οπτική την οποία χρησιμοποίησε ο Vygotsky ήταν εντελώς διαφορετική από εκείνη άλλων δυτικών ερευνητών. Σύμφωνα με την βασική του άποψη πρέπει να μελετήσουμε πρώτα τις κοινωνικές και πολιτισμικές διαδικασίες του περιβάλλοντος ενός παιδιού, προκειμένου να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τις γνωστικές του λειτουργίες. Δεν μπορούμε δηλ. να περιγράψουμε την γνωστική ανάπτυξη ενός παιδιού, χωρίς
  • 9. αναφορά στο κοινωνικό περιβάλλον του, αφού η ικανότητα σκέψης και μάθησης αναπτύσσεται σε μεγάλο βαθμό υπό την επίδραση των κοινωνικών συνθηκών. Ο Vygotsky ασκεί στο σημείο αυτό κριτική στον Piaget, διότι ο τελευταίος παραβλέπει ή δεν τονίζει επαρκώς το γεγονός ότι το παιδί βρίσκεται διαρκώς σε διαπροσωπικές σχέσεις και διαδράσεις με διάφορα πρόσωπα, τα οποία ζουν και δραστηριοποιούνται μέσα σε μια συγκεκριμένη κοινωνικο-πολιτιστική παράδοση και τα οποία συμπροσδιορίζουν και συγκαθορίζουν τί και πότε μαθαίνει ένα παιδί και πώς αναπτύσσει τις ικανότητες της σκέψης του (κοινωνικός κονστρουκτιβισμός). Και ο Piaget βέβαια δεν αρνείται ότι η γνωστική ανάπτυξη επηρεάζεται και από τις κοινωνικές εμπειρίες του παιδιού. Ωστόσο περιγράφει συνήθως τις διαδράσεις (interactions) του παιδιού με το υλικό κυρίως περιβάλλον του και στην μελέτη αυτή η προσοχή του επικεντρώνεται κυρίως στο άτομο. Κατά συνέπεια προκύπτει η εικόνα του παιδιού, το οποίο είναι απομονωμένο και αποκομμένο από την κοινωνία (ατομικός κονστρουκτιβισμός). Ενώ λοιπόν κατά την άποψη του Piaget το παιδί σαν ένας μικρός επιστήμονας σχηματίζει σε μεγάλο βαθμό αυτοτελώς την εικόνα του κόσμου, ο Vygotsky υποστηρίζει την άποψη ότι η γνωστική ανάπτυξη του παιδιού εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εκάστοτε κουλτούρα, μέσα στην οποία μεγαλώνει. Η γνώση του παιδιού, οι σκέψεις, οι στάσεις, οι αξίες και οι πεποιθήσεις του προκύπτουν μέσα από τις διαδράσεις με τους άλλους, όχι με παθητική αποδοχή, αλλά με ενεργητική εσωτερίκευση. Κατά τον Vygotsky και την «κοινωνικο- πολιτιστική θεωρία» του δεν αρκεί να μελετήσει κανείς μόνο το κοινωνικό περιβάλλον (όπως έκαναν οι συμπεριφοριστές) ή μόνο το παιδί (όπως έκανε ο Piaget), για να κατανοήσει την πολυπλοκότητα της γνωστικής ανάπτυξης. Η μελέτη των διαδράσεων ανάμεσα σε ένα παιδί και στο κοινωνικό περιβάλλον του είναι πολύ σημαντική, έχει όμως μόνον τότε νόημα, όταν ο ερευνητής κατανοήσει πρώτα τις ιστορικές συνθήκες, μέσα στις οποίες λαμβάνουν χώρα οι διαδράσεις αυτές. Οι απόψεις του Vygotsky λοιπόν στηρίζονται σε δύο βασικές ιδέες: α. Την γνωστική ανάπτυξη μπορούμε να την κατανοήσουμε μόνο μέσα στα ιστορικά και πολιτιστικά πλαίσια στα οποία ζει το παιδί. β. Η ανάπτυξη εξαρτάται από τα συμβολικά συστήματα μέσα στα οποία μεγαλώνει το παιδί. Τα συμβολικά συστήματα αναφέρονται σε σύμβολα τα οποία δημιουργεί μια κουλτούρα και τα οποία βοηθούν το άτομο να σκέφτεται, να επικοινωνεί και να επιλύει προβλήματα, π.χ. γλώσσα, σύστημα γραφής, σύστημα αρίθμησης κ.ά.π. Σε αντίθεση προς τον Piaget ο Vygotsky δέχεται ότι η γνωστική ανάπτυξη εξαρτάται κυρίως από τα εξωτερικά ερεθίσματα τα οποία δέχεται το άτομο. Συμφωνεί ωστόσο με τον Piaget ότι η κατάκτηση των συμβολικών συστημάτων γίνεται σύμφωνα με μια σειρά και με μια ακολουθία της οποίας δεν μπορούν να αλλάξουν οι φάσεις. Η ανάπτυξη εμπεριέχει την εσωτερίκευση των συμβολικών συστημάτων, έτσι ώστε το παιδί να μπορεί να σκέφτεται και να επιλύει προβλήματα χωρίς την βοήθεια των άλλων. Αυτή η εσωτερίκευση ονομάζεται αυτορρύθμιση, όπως θα δούμε στο κεφάλαιο για την μάθηση. Εξίσου μεγάλη σημασία έχει ωστόσο στα πλαίσια της θεωρίας του Vygotsky η ιδέα της ζώνης της επικείμενης ανάπτυξης (zone of proximal development). Προβλήματα τα οποία βρίσκονται εντός της ζώνης επικείμενης ανάπτυξης είναι τα προβλήματα τα οποία το παιδί δεν είναι σε θέση να επιλύσει προς στιγμήν μόνο του, έχει ωστόσο την δυνατότητα να το κάνει με την βοήθεια άλλων, είτε πιο έμπειρων συνομηλίκων είτε ενηλίκων. Με άλλα λόγια η ζώνη
  • 10. επικείμενης ανάπτυξης περιγράφεται ως η ζώνη των προβλημάτων τα οποία το παιδί δεν έχει ακόμη μάθει να επιλύει, αλλά είναι σε θέση να το μάθει με την πρώτη ευκαιρία και ορίζεται από την μια από ό,τι το παιδί μπορεί να κάνει βοηθούμενο και ό,τι μπορεί να κάνει χωρίς βοήθεια. Για τον Vygotsky δηλ. έχει πολύ μεγάλη σημασία η διάκριση ανάμεσα στην συντελεσθείσα και στην δυνητική ανάπτυξη. Η συντελεσθείσα ανάπτυξη καθορίζει αυτά τα οποία μπορεί να κάνει ένα παιδί χωρίς την βοήθεια άλλων, ενώ η δυνητική ανάπτυξη καθορίζει εκείνα τα οποία μπορεί να κάνει ένα παιδί υπό την καθοδήγηση ενός ενηλίκου ή ενός άλλου παιδιού το οποίο προηγείται στην μάθηση και στην γνώση. Είναι προφανές ότι η περιοχή της δυνητικής ανάπτυξης αποτελεί την ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης. Ο Piaget πίστευε ότι η γνωστική ανάπτυξη προηγείται της μάθησης. Πρέπει π.χ. το παιδί να γίνει πρώτα ικανό να σκέφτεται στο επίπεδο των συμβολικών λειτουργιών και κατόπιν μπορεί να μάθει ότι η ποσότητα του νερού παραμένει η ίδια, όταν μεταγγίζεται σε διαφορετικά δοχεία. Όσο και να προσπαθήσουμε, δεν μπορούμε να περιμένουμε να το μάθει αυτό ένα παιδί πέντε ετών, διότι προϋπόθεση για αυτό αποτελεί η ποιότητα της σκέψης του, η οποία αναπτύσσεται αργότερα. Την άποψη αυτή δεν την συμμερίζεται ο Vygotsky. Κατά την άποψή του ο Piaget έκανε το λάθος να μελετά την σκέψη του παιδιού, χωρίς να παίρνει υπόψη του την επίδραση της διδασκαλίας. Ενώ δηλ. κατά τον Piaget η συντελεσθείσα ανάπτυξη αποτελεί την βάση πάνω στην οποία πρέπει να οικοδομήσει η διδασκαλία, κατά τον Vygotsky η διδασκαλία πρέπει να εργάζεται στην περιοχή της δυνητικής, δηλ. της επικείμενης ανάπτυξης. Η θεωρία του Vygotsky έχει δύο βασικές επιπτώσεις στην εκπαίδευση. Η πρώτη είναι ότι πρέπει να δημιουργούμε στην τάξη περιστάσεις συνεργατικής μάθησης ανάμεσα σε ομάδες με διαφορετικά επίπεδα ικανότητας. Πρέπει δηλ. να εξασφαλίζουμε δυνατότητες, ώστε περισσότερο ικανοί μαθητές ή μαθητές οι οποίοι ξέρουν καλά κάτι να το διδάσκουν σε λιγότερο ικανούς ή σε μαθητές οι οποίοι δεν το ξέρουν. Η δεύτερη είναι η εφαρμογή της αρχής της σταδιακής μείωσης της βοήθειας των μεγάλων και η σταδιακή ανάληψη όλο και μεγαλύτερης υπευθυνότητας από τα παιδιά. Η προσέγγιση η οποία ονομάζεται «υποβοηθούμενη ανακάλυψη» στηρίζεται σε αυτήν ακριβώς την αρχή. Όπως είναι ευνόητο δεν μπορούν να εφαρμοσθούν και οι δύο αυτές αρχές, αν δεν φροντίζει ο εκπαιδευτικός να διαφοροποιεί σε τέτοιον βαθμό την διδασκαλία του, ώστε να την εξατομικεύει. 7.3. Γλώσσα και σκέψη Το πρόβλημα της σχέσης γλώσσας και σκέψης βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο φιλοσοφικών συζητήσεων. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι είναι τόσο αρχαίο, όσο και η ίδια η φιλοσοφία. Το γεγονός π.χ. ότι οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούν τον ίδιο όρο («λόγος») και για την γλώσσα και για την σκέψη σημαίνει ότι δέχονται αν όχι μεγάλη επικάλυψη, τουλάχιστον στενή σχέση ανάμεσα στα δύο. Κεντρικό θέμα της Παιδαγωγικής Ψυχολογίας όμως έγινε κατά την εποχή του μεσοπολέμου και συνδέεται με τα ονόματα των μεγάλων Γερμανών ψυχολόγων W. Stern, Κ. Bühler, W. Köhler κ.ά. Μέσα στο ιδιαίτερο κλίμα το οποίο δημιουργήθηκε κατά την εποχή αυτή δημοσιεύθηκαν τα δύο σπουδαιότερα έργα επί του θέματος αυτού από τον J. Piaget «Η γλώσσα και η σκέψη του παιδιού» και τον L. Vygotsky «Σκέψη και γλώσσα». Τα δύο αυτά έργα αποτελούν την βάση της νεότερης επιστημονικής συζήτησης γύρω από την Γλωσσοψυχολογία, τον κλάδο της επιστήμης η οποία εξετάζει την
  • 11. εκμάθηση και την εξέλιξη της γλώσσας σε συνάφεια προς την γενική πνευματική ανάπτυξη του ατόμου. Κοινή βάση και των δύο αποτελεί η άποψη ότι η γλώσσα εμπλουτίζει την σκέψη και πολλαπλασιάζει την αποτελεσματικότητά της, δεν είναι όμως σε θέση να δώσει αφ’ εαυτής και από το μηδέν ύπαρξη στις γνωστικές λειτουργίες. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πάλι ότι η γλώσσα και η σκέψη είναι δύο εντελώς ανεξάρτητες μεταξύ τους λειτουργίες. Αντίθετα η σχέση τους είναι τόσο στενή, ώστε στην καθημερινή ζωή όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος σκέφτεται διαφορετικά, λέμε ότι μιλάει μια εντελώς διαφορετική γλώσσα. Από την σκοπιά της γνωστικής ανάπτυξης ισχύει η άποψη ότι σκέψη και γλώσσα είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους λειτουργίες κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού. Από την στιγμή όμως κατά την οποίαν εμφανίζεται η ομιλία αναπτύσσονται συγχρόνως σε μια διαλεκτική πορεία, έτσι ώστε το όργανο να καθιστά δυνατή την γέννηση του προϊόντος και το προϊόν με την σειρά του να τελειοποιεί το όργανο. Δύο βασικά συμπεράσματα προκύπτουν για την γλωσσική διδασκαλία από όσα είπαμε για την σχέση ανάμεσα στην γλώσσα και την σκέψη: Πρώτα-πρώτα υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στην γνώση μιας λέξης και στην κατανόηση του αντικειμένου, της λειτουργίας, του χαρακτηρισμού, της κατάστασης κλπ. που εκφράζει. Και δεύτερον για να γίνει το παιδί κύριος του γλωσσικού οργάνου και να μάθει να το χρησιμοποιεί σωστά, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχουν ήδη αυτοματοποιημένοι μηχανισμοί της σκέψης (αρχή του προβαδίσματος της σκέψης έναντι της γλώσσας). Πάνω στο πρώτο σημείο στηρίχθηκε κυρίως η επιχειρηματολογία της τελευταίας (γλωσσο)εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, στην πεποίθηση δηλ. ότι δεν μπορούν να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την αναμόρφωση του σχολείου, αν η διδασκαλία δεν γίνεται στην ζωντανή γλώσσα. Διότι όταν η γλώσσα την οποία μαθαίνει και χρησιμοποιεί το παιδί είναι τεχνητή και αφύσικη, λογικό είναι ότι όχι μόνο δεν διευκολύνει και δεν εμπλουτίζει την σκέψη, αλλά και την παρακωλύει και την δεσμεύει, ώστε να μην μπορεί να είναι πηγαία και δημιουργική. Σύμφωνα όμως και με το πνεύμα του Piaget μόνον όταν απαγκιστρωθούμε από την τυραννία της τυποποιημένης διδασκαλίας της γλώσσας, θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε στην ουσία της αγωγής. Πόσο ματαιόπονη είναι η προσπάθεια που γίνεται προς την αντίθετη κατεύθυνση το έδειξε βέβαια περίτρανα η μέχρι τώρα αποτυχία του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Το απέδειξαν όμως επίσης και σχετικά πρόσφατα προγράμματα γλωσσικής καλλιέργειας στα πλαίσια της αντισταθμιστικής αγωγής (π.χ. Bereiter & Engelman) από τα οποία προκύπτει αδιαμφισβήτητα η επιστημονική απόδειξη ότι με την πάροδο του χρόνου δεν μένει εντελώς τίποτε από μία συστηματική γλωσσική διδασκαλία η οποία δεν στηρίζεται σε συγκεκριμένες εμπειρίες και δραστηριότητες των παιδιών. Το δεύτερο σημείο τοποθετεί τον ρόλο της γλώσσας σε μια εξελικτική προοπτική η οποία έρχεται ως συμπλήρωμα της πρώτης. H γλώσσα είναι βέβαια το κατάλληλο όργανο, για να βοηθήσει και να διευρύνει παραπέρα την σκέψη. Τον ρόλο όμως αυτόν μπορεί να τον παίξει μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το παιδί έχει ήδη έτοιμους τυποποιημένους και αυτοματοποιημένους μηχανισμούς της σκέψης, τους οποίους απέκτησε ύστερα από την αυτενεργό γνωριμία του με τον κόσμο. Ισχύει λοιπόν στην περίπτωση αυτή το αντίστροφο από αυτό το οποίο εκθέσαμε παραπάνω, ότι δηλ. για να μορφώσουμε τα παιδιά με σκοπό να γίνουν ικανά να χειρίζονται σωστά την γλώσσα, το πιο σπουδαίο είναι να καλλιεργήσουμε τις γνωστικές τους δομές. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι προς την κατεύθυνση αυτή οδηγεί η
  • 12. εμπειρία των προγραμμάτων γλωσσικής καλλιέργειας, στα οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δώσουμε στα παιδιά όσο γίνεται περισσότερες δυνατότητες αυτενέργειας και απόκτησης εμπειριών από την πραγματική ζωή. Ασφαλώς και θα διδάξουμε πέρα από αυτά συστηματικά και μεθοδευμένα την γλώσσα. Αυτή όμως η γλωσσική διδασκαλία δεν θα αποτελέσει ποτέ το άπαν ή έστω τον κορμό της διδακτικής μας ενέργειας, αλλά θα έρθει να συμπληρώσει την όλη προσπάθεια για την γνωστική ανάπτυξη του παιδιού. 7.4. Δομιστικές προσεγγίσεις της μάθησης Οι σύγχρονοι μελετητές δέχονται ότι μάθηση δεν είναι η απόκτηση γνώσεων, αλλά μία διαδικασία δόμησης και αναδόμησης των γνωστικών δομών και διαδικασιών του ατόμου (constructivismus = δομισμός). Ακόμη όμως και όταν μια εισερχόμενη πληροφορία αναδομείται σύμφωνα με τις προθέσεις του εκπαιδευτικού, έρχεται και συνδυάζεται με αυτό το οποίο ο μαθητής έχει μάθει προηγουμένως και έχει οικοδομήσει κατά τον εντελώς προσωπικό τρόπο του. Κατά συνέπεια κάθε μαθητής οικοδομεί ένα εντελώς προσωπικό οικοδόμημα με σημασίες και εφαρμογές που δίνει σε ιδέες και απόψεις, τις οποίες δέχεται μαζί με τους άλλους μαθητές και τις αποθηκεύει ανάλογα σε «φακέλους» της μνήμης του. Μετά από την ανάγνωση μιας και της ίδιας ιστορίας π.χ. για την κατάκτηση μιας κορυφής από ορειβάτες ένας αναγνώστης θεωρεί το κείμενο πρωτίστως ως μια ιστορία για τα κίνητρα επίδοσης, ένας άλλος ως μια ιστορία για την σημασία της ομαδικής εργασίας, ένας τρίτος ως μια ιστορία η οποία παρουσιάζει τις προκλήσεις αλλά και τις ειδικές τεχνικές της ορειβασίας κ.ο.κ. Είναι προφανές ότι οι δομιστές αισθάνονται περισσότερο συγγενείς προς τους οπαδούς των γνωστικών θεωριών παρά προς τους οπαδούς των συμπεριφορικών προσεγγίσεων. Κατά την άποψή τους το μεγάλο λάθος που γίνεται σχετικώς είναι η προσπάθεια των ειδικών να εξηγήσουν την μάθηση του παιδιού με την λογική και την οπτική του ενηλίκου. Δεν αποδέχονται επίσης τον ρόλο του εκπαιδευτικού ως τροφοδότη έτοιμων ερεθισμάτων ή προδιαγεγραμμένων και διατεταγμένων σε μία σειρά στόχων μάθησης, τους οποίους αποδέχεται και πρέπει να επιτύχει ο μαθητής. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι σημαντικός, ωστόσο έγκειται κυρίως στην καθοδήγηση των προσπαθειών του μαθητή να οικοδομήσει την εντελώς προσωπική του γνώση με τον εντελώς προσωπικό του τρόπο. Βασική αρχή λοιπόν της θεωρίας του δομισμού θεωρείται η άποψη ότι το άτομο διαμορφώνει ή δομεί αυτό που μαθαίνει και κατανοεί. Στην δόμηση αυτή παίζει σημαντικό ρόλο η αλληλεπίδραση του ατόμου με το περιβάλλον. Ο δομισμός βρίσκεται σε αντίθεση προς τον συμπεριφορισμό, αφού ο τελευταίος τονίζει την αποκλειστική σχεδόν επίδραση του περιβάλλοντος επί του ατόμου, αλλά και προς το μοντέλο της επεξεργασίας πληροφοριών, το οποίο τοποθετεί την εστία της μάθησης στο μυαλό του ατόμου και δίνει πολύ λίγη σημασία στα συγκείμενα μέσα στα οποία λαμβάνει χώρα. Επομένως κατά τον δομισμό η μάθηση είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας, κατά την οποία το άτομο συμμετέχει στην απόκτηση των γνώσεων σε διάδραση με τον κόσμο. Δρώντας στο περιβάλλον του, το άτομο οικοδομεί τον φυσικό και κοινωνικό κόσμο που το περιβάλλει, τον αντικειμενοποιεί και τον αναπαριστά. Δεν υπάρχει ένα και μοναδικό ή κυρίαρχο δομιστικό μοντέλο μάθησης, εν μέρει εξαιτίας του γεγονότος ότι οι διάφοροι δομιστές ενδιαφέρονται κυρίως για την μάθηση στην τάξη, ασχολούνται όμως με διαφορετικά επίπεδα και τάξεις και με διαφορετικά αντικείμενα και άρα
  • 13. δίνουν έμφαση σε διαφορετικά είδη διδασκαλίας. Στα περισσότερα δομιστικά μοντέλα ωστόσο συναντά κανείς μερικές βασικές ιδέες, οι οποίες είναι κοινές σε όλα: α. Τα δίκτυα της γνώσης. Διάφορα ιεραρχικά μοντέλα ανάπτυξης αναλυτικών προγραμμάτων έχουν οδηγήσει στην καθιέρωση της άποψης ότι η διδασκαλία πρέπει να δομείται κατά διακριτά βήματα, τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να ακολουθεί ο εκπαιδευτικός (και μαζί με αυτόν και ο μαθητής) και μάλιστα σύμφωνα με την προδιαγεγραμμένη σειρά. Η λογική αυτή οδήγησε στις διάφορες πορείες διδασκαλίας, σύμφωνα με την πιο γνωστή από τις οποίες ο εκπαιδευτικός εισάγει το θέμα, ξεκινώντας από το επίπεδο των γνώσεων των μαθητών και παραμένοντας στο επίπεδο αυτό μέχρις ότου έχει συντελεσθεί η ολοκλήρωση της βάσης των πληροφοριών, πάνω στην οποία θα στηριχθεί η περαιτέρω επεξεργασία. Στην συνέχεια προχωρεί στο επίπεδο της επεξεργασίας και της κατανόησης και καταλήγει στο επίπεδο εφαρμογής (γνώση, κατανόηση, εφαρμογή κατά B. Bloom). Η μετάβαση σε ανώτερα επίπεδα (ανάλυση, σύνθεση, αξιολόγηση) γίνεται μετά από την κατάκτηση των κατώτερων επιπέδων, αν γίνεται. Οι δομιστές είναι εντελώς αντίθετοι προς την λογική και την πρακτική αυτή, διότι κατά την άποψή τους δεν χρειάζεται να επιβάλλουμε μια άκαμπτη γραμμική ιεραρχία στην διδασκαλία και στην μάθηση, αφού η γνώση δεν συγκροτείται από γραμμικές ιεραρχίες, αλλά από δίκτυα τα οποία δομούνται γύρω από βασικές ιδέες. Αυτά τα δίκτυα των γνώσεων περιλαμβάνουν στοιχεία, έννοιες και κανόνες μαζί με αξίες, προδιαθέσεις, διαδικαστική γνώση (δεξιότητες εφαρμογής) και συσχετιστική γνώση (πότε και γιατί να προσεγγίσεις και να εφαρμόσεις άλλα μέρη του δικτύου). Αυτή η ιδέα της οργάνωσης της γνώσης σε δίκτυα έχει σημαντικές επιπτώσεις και εφαρμογές στην διδασκαλία. Απηχεί την δομιστική αντίληψη η άποψη π.χ. ότι μπορεί κάποιος να εισέλθει στην διαδικασία και να αρχίσει την μάθηση από οποιοδήποτε σημείο και όχι από το κατώτατο επίπεδο μιας γραμμικής ιεραρχίας. Αυτό σημαίνει ότι ο μαθητής μπορεί να εμπλακεί σε σκέψη ανώτερου επιπέδου για ένα θέμα ήδη από την αρχή της διδασκαλίας. Αυτό το νόημα έχει η διαπίστωση του R. Slavin ότι οι δομιστικές προσεγγίσεις της διδασκαλίας τονίζουν την πορεία της διδασκαλίας από επάνω προς τα κάτω και όχι, όπως οι παραδοσιακές, από κάτω προς τα επάνω. Από επάνω προς τα κάτω σημαίνει ότι οι μαθητές αρχίζουν με σύνθετα προβλήματα και καθ’ οδόν επεξεργάζονται και ανακαλύπτουν (υπό την καθοδήγηση του εκπαιδευτικού) τις βασικές δεξιότητες οι οποίες απαιτούνται για την επίλυσή τους. Αυτή η προσέγγιση έρχεται σε αντίθεση προς την παραδοσιακή από κάτω προς τα επάνω στρατηγική, κατά την οποία οι βασικές δεξιότητες εξελίσσονται σταδιακά και εκβάλλουν σε πιο σύνθετες ικανότητες. β. Η γνώση δομείται μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια. Δομιστικές απόψεις οι οποίες επηρεάστηκαν από τον Piaget παρουσιάζουν την μάθηση ως αποτέλεσμα δραστηριοτήτων οι οποίες γίνονται από το μεμονωμένο παιδί. Μετεξέλιξη των απόψεων αυτών αποτελούν οι αντιλήψεις οι οποίες παρουσιάζονται ως παραλλαγές του κοινωνικού δομισμού (Vygotsky). Πέρα από την αντίληψη ότι η μάθηση είναι μια διαδικασία ενεργητικής δόμησης της γνώσης, ο κοινωνικός δομισμός τονίζει το γεγονός ότι η διαδικασία αυτή έχει αποτελεσματικότητα μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια. Ο κοινωνικός δομισμός δίνει έμφαση στην διδασκαλία η οποία χαρακτηρίζεται από συζήτηση, κατά την οποία οι μαθητές ερευνούν σε βάθος ένα θέμα, ανταλλάσσοντας απόψεις και διερευνώντας σημασίες και επιπτώσεις, καθώς μελετούν τις διάφορες πλευρές του. Παράλληλα προς την δομημένη και
  • 14. κατευθυνόμενη από τον εκπαιδευτικό συζήτηση σημαντικό ρόλο παίζει και η συνεργατική μάθηση, κατά την οποία οι μαθητές εργάζονται καθ’ ομάδες ή κατά ζεύγη. γ. Η μάθηση είναι αποτελεσματικότερη σε συνθήκες της καθημερινής ζωής και με αυθεντικά παραδείγματα. Πολλοί οπαδοί του κοινωνικού δομισμού πιστεύουν ότι η διδασκαλία στο σχολείο πρέπει να ακολουθεί το παράδειγμα της φυσικής διδασκαλίας. Το σχολείο είναι ένας τόπος συνάντησης των μαθητών και κάνει εφικτή την κοινωνική συγκρότηση της γνώσης. Πρόκειται ωστόσο για ένα τεχνητό από πολλές απόψεις περιβάλλον και διδάσκει αφηρημένες γνώσεις, μακριά από το πεδίο των εφαρμογών, στο οποίο γεννήθηκαν αυτές οι γνώσεις. Πολύ συχνά οι γνώσεις αυτές λησμονούνται ή παραμένουν αδρανείς, με άλλα λόγια δεν είναι εύκολα προσβάσιμες, όταν τις χρειαζόμαστε στην καθημερινή ζωή. Πρέπει για αυτό να δίνουμε την ευκαιρία στους μαθητές να μαθαίνουν με βάση αυθεντικά προβλήματα. δ. Μεταβίβαση της ευθύνης για μάθηση από τον εκπαιδευτικό στον μαθητή. Όλες οι παραλλαγές του δομισμού δίνουν μεγάλη έμφαση στην αρχική βοήθεια (scaffolding) του εκπαιδευτικού προς τον μαθητή και στην βαθμιαία μεταβίβαση της ευθύνης για μάθηση από τον εκπαιδευτικό στον ίδιο τον μαθητή. Στα πλαίσια άλλων προσεγγίσεων ο μαθητής θεωρείται ως αποδέκτης πληροφοριών, τις οποίες ο εκπαιδευτικός επιλέγει για αυτόν. Τότε φυσικά καθήκον του εκπαιδευτικού είναι «να πάρει τον μαθητή από το χέρι» και να τον οδηγήσει μέσα από τα προδιαγεγραμμένα βήματα, τα οποία έχουν σχεδιασθεί με επιμέλεια, ώστε να προχωρεί από τα απλά προς τα σύνθετα. Ο συχνός έλεγχος των ήδη μαθημένων από τον εκπαιδευτικό είναι στην περίπτωση αυτή οπωσδήποτε απαραίτητος. Όπως όμως είναι προφανές, με την διαδικασία αυτή δεν αποκλείεται καθόλου να αποκτήσει ο μαθητής γνώσεις τις οποίες δεν κατανόησε. Όπως όμως είπαμε παραπάνω, από την δομιστική σκοπιά κάθε μαθητής δομεί και αναδομεί ενεργητικά το γνωστικό του υπόβαθρο και δεν το αποδέχεται έτοιμο από μία αυθεντία, από τον εκπαιδευτικό ή από το σχολικό βιβλίο. Ο μαθητής δηλ. είναι ενεργητικό υποκείμενο κατά την διαδικασία της μάθησης και δομεί την γνώση μόνον ως αποτέλεσμα της δικής του πρωτοβουλίας και προσπάθειας. Σε μια ακραία του εκδοχή μάλιστα ο δομισμός δέχεται ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα έξω από τον νοητικό κόσμο του υποκειμένου. Μια συνήθης παρανόηση των δομιστικών θεωριών της μάθησης είναι ότι οι εκπαιδευτικοί δεν πρέπει ποτέ να παρουσιάζουν ευθέως στους μαθητές τους κάτι, αλλά πρέπει πάντα να τους δίνουν την δυνατότητα να οικοδομούν τις γνώσεις τους μόνοι τους. Η άποψη αυτή συγχέει την θεωρία της διδασκαλίας με την θεωρία της γνώσης. Οι δομιστές πιστεύουν ότι όλες οι γνώσεις οικοδομούνται με βάση τις προηγούμενες γνώσεις, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίον διδάσκεται ο καθείς. Ακόμη και η ακρόαση μιας διάλεξης εμπεριέχει ενεργητικές προσπάθειες οικοδόμησης νέας γνώσης. Ο εκπαιδευτικός ο οποίος διδάσκει με βάση την δομιστική προσέγγιση δεν στέκεται μπροστά στην τάξη, όπως κατά την συμβατική διδασκαλία, και διηγείται το μάθημα στους μαθητές. Αντίθετα, χρησιμοποιεί διάφορα υλικά και εμπλέκει τους μαθητές στην επεξεργασία τους και σε διαπροσωπικές σχέσεις με τους συμμαθητές τους. Ατομικά, καθ’ ομάδες ή και όλοι οι μαθητές από κοινού παρατηρούν, συλλέγουν δεδομένα και διατυπώνουν και ελέγχουν υποθέσεις. Η τάξη επισκέπτεται χώρους εκτός σχολείου ύστερα από κοινό προγραμματισμό. Με όλα αυτά οι μαθητές μαθαίνουν να αυτορρυθμίζονται, να θέτουν σκοπούς και στόχους και να ελέγχουν και να αξιολογούν την πρόοδό τους.
  • 15. 7.5. Καθοδηγούμενη ανακάλυψη Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα ο J. Dewey είχε εισαγάγει στην παιδαγωγική συζήτηση την έννοια της μάθησης με ανακάλυψη (discovery learning), τονίζοντας ότι τα παιδιά μαθαίνουν καλύτερα, όταν ανακαλύπτουν τα ίδια τις αλήθειες της ζωής. Αυτή η ιδέα ενσωματώθηκε πλήρως στις δομιστικές θεωρίες της μάθησης και προωθήθηκε κυρίως από τον Jerome S. Bruner (1915 - ), ο οποίος την θεωρεί ως την πιο σημαντική μορφή μάθησης, η οποία προκύπτει από ανακαλύψεις στις οποίες φτάνει ο μαθητής κατά την εξερεύνηση του κόσμου, στην οποία οδηγείται από την περιέργεια. Για αυτό τονίζει ότι το σχολείο πρέπει να εξασφαλίζει πολλές ευκαιρίες στους μαθητές για την επέκταση και την διεύρυνση των γνώσεών τους με την διατύπωση και τον έλεγχο υποθέσεων και δεν πρέπει να αρκείται στην ανάγνωση βιβλίων και στην συμβατική παράδοση του εκπαιδευτικού. Κατά συνέπεια συνηγορεί υπέρ μεθόδων διδασκαλίας, οι οποίες ενθαρρύνουν τον μαθητή να μαθαίνει με καθοδηγούμενη ανακάλυψη. Η καθοδηγούμενη ανακάλυψη είναι ένας πολύ ευρύς όρος, ο οποίος περιλαμβάνει μεθόδους και πρακτικές διδασκαλίας, οι οποίες έχουν ως κοινό παρονομαστή την εξασφάλιση ευκαιριών στον μαθητή να παίζει και να χειρίζεται αντικείμενα αυτενεργώντας και δραστηριοτήτων οι οποίες τον ενθαρρύνουν να ερευνά και να εξερευνά, να αναλύει και γενικώς να επεξεργάζεται ερεθίσματα και πληροφορίες και όχι απλώς να αντιδρά σε αυτά. Οι ευκαιρίες αυτές δεν εμπλουτίζουν απλώς τον μαθητή με γνώσεις γύρω από συγκεκριμένα θέματα, αλλά ερεθίζουν την περιέργειά του και τον βοηθούν να αναπτύξει γενικές στρατηγικές, οι οποίες του επιτρέπουν να μαθαίνει πώς να μαθαίνει. Στο μάθημα της Γεωγραφίας π.χ. ο εκπαιδευτικός δίνει στους μαθητές χάρτες οι οποίοι απεικονίζουν τα φυσικά χαρακτηριστικά μιας περιοχής (θερμοκρασία, ποσοστό βροχοπτώσεων, ανέμους, χώρους φυσικών πηγών, υδάτινους πόρους κ.ά.π.) και τους καλεί να σκεφθούν σχετικά με την καταλληλότερη τοποθεσία της πρωτεύουσας, των λιμένων, τις οικονομικές δραστηριότητες των κατοίκων, το δίκτυο των οδών και των σιδηροδρόμων κ.ά.π. Στην συνέχεια μπορεί να τους δώσει χάρτες με την πραγματική κατάσταση για σύγκριση. Η μορφή αυτή επανατροφοδότησης επικυρώνει την χρησιμότητα εκμάθησης βασικών αρχών της Γεωγραφίας με τον συγκεκριμένο τρόπο και παράλληλα εισάγει τον μαθητή στην πολυπλοκότητα της αλληλεξάρτησης των φαινομένων και των εξελίξεων. Επομένως μέσω της μάθησης με ανακάλυψη το παιδί αποχτά γνώσεις με δική του πρωτοβουλία και δικές του ενέργειες. Αυτό σημαίνει ότι διατυπώνει υποθέσεις, τις ελέγχει και τις επαληθεύει ή τις διαψεύδει, αντί να διαβάζει απλώς περιγραφές από το βιβλίο ή να ακούει τον εκπαιδευτικό. Η ανακάλυψη με την έννοια αυτή λειτουργεί ως μια μορφή της επαγωγικής μεθόδου αναζήτησης της γνώσης, αφού ο μαθητής περνάει από την μελέτη συγκεκριμένων παραδειγμάτων στην διατύπωση γενικών εννοιών, κανόνων και αρχών. Ωστόσο μάθηση με ανακάλυψη δεν σημαίνει ότι αφήνουμε τους μαθητές να κάνουν ό,τι θέλουν , διότι τότε είναι βέβαιο ότι μόνο στην μάθηση δεν θα οδηγηθούν. Η ανακάλυψη στα πλαίσια της διδασκαλίας είναι πάντα μια καθοδηγούμενη και κατευθυνόμενη δραστηριότητα. Ο εκπαιδευτικός προετοιμάζει διάφορα υλικά και σχεδιάζει δραστηριότητες, έτσι ώστε οι μαθητές κατά περίπτωση να τις εφαρμόζουν και να τις χρησιμοποιούν, για να ερευνήσουν, να χειραγωγήσουν, να πειραματισθούν, να ελέγξουν, να αποδείξουν.
  • 16. 7.5.1. Προσομοιώσεις Οι απόψεις του Bruner για την διδασκαλία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην σχετική συζήτηση τόσο από την πλευρά των ψυχολόγων της μάθησης, οι οποίοι ενδιαφέρονται κυρίως για τις ψυχολογικές προϋποθέσεις της αποτελεσματικής διδασκαλίας και μάθησης, όσο και από την πλευρά των εκπαιδευτικών οι οποίοι ενδιαφέρονται πρωτίστως για την πράξη της διδασκαλίας στην τάξη. Ο Bruner συνιστά στους εκπαιδευτικούς να χρησιμοποιούν δραστηριότητες προσομοίωσης στην τάξη, προκειμένου να προωθούν την μάθηση με ανακάλυψη. Μία μορφή προσομοίωσης αποτελεί το παιχνίδι ρόλων, με βάση το οποίο μπορούν οι μαθητές να επεξεργασθούν επίκαιρα γεγονότα. Στο μάθημα της αγωγής του πολίτη π.χ. δύο ομάδες μαθητών εκπροσωπούν διαφορετικά συμφέροντα και μελετούν τρόπους επηρεασμού της νομοθετικής εξουσίας, ώστε να τα προωθήσει κατά τρόπον επωφελή για την κάθε ομάδα. Οι μαθητές δέχονται συνήθως με ενθουσιασμό τις δραστηριότητες προσομοίωσης και η κύρια φροντίδα του εκπαιδευτικού πρέπει να είναι η γενίκευση και η μεταβίβαση των γνώσεων και των αρχών, που οικειοποιήθηκαν οι μαθητές στα πλαίσια της προσομοίωσης σε άλλες περιστάσεις της καθημερινής ζωής. Οι πιο επιτυχημένες προσομοιώσεις είναι εκείνες κατά τις οποίες γίνεται επεξεργασία πληροφοριών, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο δίνεται η ευκαιρία στους μαθητές να αναπτύξουν έννοιες και στρατηγικές οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επίλυση ενός ευρέως φάσματος προβλημάτων. Παρ’ όλα αυτά οι ειδικοί πιστεύουν ότι οι προσομοιώσεις δεν πρέπει να αποτελούν την μοναδική μέθοδο ιδίως των κοινωνικών σπουδών, αλλά θα πρέπει να συνδυάζονται και με συμβατικές μεθόδους διδασκαλίας. 7.5.2. Τρόποι αναπαράστασης της γνώσης Ο Bruner δέχθηκε πολλές επιδράσεις από τον Piaget, όπως π.χ. την έμφαση στην σημασία που έχει η ενεργητική εξερεύνηση για την επίλυση προβλημάτων ως ένας φυσικός και για αυτό προτιμητέος τρόπος μάθησης. Ενώ όμως ο Piaget τόνιζε την σημασία που έχει η εξερεύνηση του φυσικού κόσμου για την μάθηση του παιδιού, ο Bruner δίνει μεγάλη έμφαση στην μάθηση στο σχολείο. Πιστεύει μάλιστα ότι η μάθηση στα πλαίσια των διάφορων μαθημάτων είναι πολύ χρήσιμη, όχι διότι τα μαθήματα αποτελούν αποθήκες σημαντικών γνώσεων, αλλά διότι δίνουν την ευκαιρία στο παιδί να εισαχθεί σε σημαντικούς τρόπους σκέψης, οι οποίοι με την σειρά τους ενισχύουν τις ικανότητες του παιδιού να μαθαίνει πώς θα μαθαίνει. Πέρα από την συστηματική επιλογή των στοιχείων, των εννοιών, των γενικεύσεων και των διαδικασιών οι οποίες γεννούν γνώση, τα οποία προσφέρει κάθε σχολικό μάθημα, ο Bruner πιστεύει ότι το παιδί μαθαίνει παράλληλα και την δομή των γνώσεων του μαθήματος και τους τρόπους με τους οποίους συνδέονται τα στοιχεία ως μέρη ενός ευρύτερου και οργανωμένου σώματος γνώσεων. Για αυτό προτείνει να μαθαίνουν οι μαθητές την γενετική ιστορία ενός σχολικού μαθήματος, δηλ. τις προθέσεις και τους σκοπούς με βάση τους οποίους οι θεμελιωτές της αντίστοιχης επιστήμης την καθιέρωσαν ως ξεχωριστό επιστημονικό κλάδο και στην συνέχεια την εισήγαγαν ως μάθημα στον κορμό του αναλυτικού προγράμματος. Για αυτό τονίζει ότι πρέπει οι μαθητές να αναπτύξουν το γνωστικό τους οπλοστάσιο, ασχολούμενοι με τον τρόπο εξερεύνησης, τον οποίον χρησιμοποιούν οι εκπρόσωποι της αντίστοιχης επιστήμης, δηλ. οι μαθητές να χρησιμοποιούν τα εργαλεία τα οποία χρησιμοποιούν οι μαθηματικοί,
  • 17. προκειμένου να επιλύσουν μαθηματικά προβλήματα και τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι ιστορικοί, προκειμένου να επιλύσουν ιστορικά προβλήματα κ.ά.π. Δύο από τις βασικές ιδέες του Bruner προσείλκυσαν το ενδιαφέρον των ειδικών και κυρίως των εκπαιδευτικών: α. Η δομή κάθε επιστήμης περιλαμβάνει βασικές αρχές, οι οποίες άπαξ και γίνουν κτήμα του μαθητή, μπορούν να τον εισαγάγουν στην κατανόηση του σχετικού επιστημονικού πεδίου ως συνόλου. β. Οι αρχές αυτές μπορούν να διδαχθούν και να γίνουν κτήμα των παιδιών σε οποιαδήποτε φάση της ανάπτυξής τους. Η δεύτερη αυτή ιδέα οδήγησε τον Bruner στην γνωστή ριζοσπαστική του άποψη ότι «οποιοδήποτε αντικείμενο μπορεί να διδαχθεί αποτελεσματικά σε οποιοδήποτε παιδί και σε οποιαδήποτε φάση της ανάπτυξής του, αρκεί αυτό να γίνει σε κάποια κατάλληλη για το γνωστικό επίπεδο του παιδιού μορφή». Η διατύπωση αυτή δεν σημαίνει ότι μπορεί ο καθείς να τα μάθει όλα. Μπορούν ωστόσο να παρουσιασθούν σε κάθε παιδί βασικές αρχές και βασικές διαστάσεις ενός θέματος ή ενός αντικειμένου, αν τις μεταφράσουμε σε διατύπωση κατανοητή από το παιδί. Πρέπει να επισημάνουμε βεβαίως ότι η άποψη αυτή δεν είναι νέα, αφού ήδη στα μέσα του 17ου αιώνα την είχε διατυπώσει ο πατέρας της Διδακτικής J. A. Comenius στο σύγγραμμά του Didactica Magna. Κατά τον Bruner υπάρχουν τρεις τρόποι αναπαράστασης της γνώσης και αντιστοίχως τρεις τρόποι μάθησης, οι οποίοι ακολουθούν μια εξελικτική σειρά, α. ο πραξιακός, β. ο εικονικός και γ. ο συμβολικός. Οι άνθρωποι δηλ. μαθαίνουν και μπορούν να γνωρίσουν τον κόσμο α. με την πράξη, β. με την εικόνα και γ. με συμβολικά μέσα και κυρίως με την γλώσσα. Κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού κυριαρχεί ο πρώτος τρόπος της πρακτικής μάθησης. Ό,τι κάνει το παιδί αυτό και μαθαίνει. Εικόνες, γλώσσα και άλλα σύμβολα δεν συμμετέχουν στην διαδικασία της μάθησης. Με την πρόοδο της ανάπτυξης τα παιδιά αποκτούν την ικανότητα να κατανοούν την γνώση η οποία τους παρουσιάζεται με εικονική μορφή μέσω εικόνων, φωτογραφιών και απομνημονευθεισών εμπειριών. Αρχίζουν τώρα να σκέφτονται για τις ιδιότητες των αντικειμένων και όχι μόνον για το τί μπορεί κανείς να κάνει με αυτά. Αργότερα οι μαθητές αποκτούν την ικανότητα να αναπαριστούν την γνώση σε συμβολική μορφή και κατ’ αυτόν τον τρόπο να κατανοούν και να εργάζονται με εντελώς αφηρημένες έννοιες. Αυτό είναι απαραίτητο, προκειμένου να επωφελούνται από ό,τι τους μεταβιβάζεται μέσω της γλώσσας. Ο συμβολικός τρόπος αναπτύσσεται τελευταίος και γίνεται ο πλέον προτιμώμενος, μολονότι το άτομο εξακολουθεί να χρησιμοποιεί παράλληλα και τους άλλους δύο. Μπορεί π.χ. να αποκτήσει την απτική εμπειρία μιας μπάλας, να διαμορφώσει μια νοητική εικόνα της μπάλας και να την περιγράψει με λέξεις. Το κύριο πλεονέκτημα του συμβολικού τρόπου είναι το γεγονός ότι επιτρέπει στον μαθητή να αναπαριστά και να μεταμορφώνει την γνώση με μεγαλύτερη ευελιξία και μεγαλύτερη δύναμη από ό,τι οι άλλοι δύο τρόποι. 7.5.3. Το σπειροειδές πρόγραμμα Κατά τον Bruner η διδασκαλία συμβάλλει σημαντικά στην γνωστική ανάπτυξη του παιδιού. Δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι δυνατόν να διδαχθεί μια έννοια, επειδή δήθεν ο μαθητής δεν είναι σε θέση να την κατανοήσει. Αυτό σημαίνει απλώς ότι ο μαθητής δεν είναι δυνατόν να την κατανοήσει με τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζει να την παρουσιάσει ο εκπαιδευτικός. Αν ο εκπαιδευτικός χρησιμοποιήσει τον κατάλληλο τρόπο, τότε είναι σε θέση να κατανοήσει ο μαθητής την συγκεκριμένη έννοια. Αυτό το νόημα έχει η ριζοσπαστική του