1. Λογοτεχνία
Ουρανία Μπίτρι, Τατατιάνα Τσόλια,Κωνσταντίνος
Χυσάι
Ομάδα της αγάπης
Της νύφης που κακοπάθησε
Αναδιηγηθείτε το ποίημα σαν παραμύθι
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια κοπέλα που την λέγανε
Ελένη
και ήθελε να παωτρευτεί και της έκαναν προξενιό για να
την κάνουν νύφη . Χρόνια και μήνες της τάζανε την προίκα
της .
Ο πατέρας , της τάζει καράβια , ο αδερφός της έδωσε
καράβια φορτωμένα και η μητέρα , της έδωσε δέκα χιλιάδες
κρυφά. Η Ελένη είχα πάρα πολύ καλή ανατροφή
και προερχόταν από μια καλή , πλούσια και
αυστηρή οικογένεια !Μετά αφου παωτρεύτηκε
η Ελένη , ήρθανε άσχημοι καιροί που ο άνδρας της ,έφαγε
τα πλούτοι του και η Ελένη την προίκα της . Έτσι η πεθερά
έπλενε
ξένα ρούχα , η νύφη άλεθε σε ξένα σπίτια , ο πεθερός έσκαβε
και ο γιός κλάδευε σε ξένα χωράφια .Πλέον ήτανε φτωχική
οικογένεια και δεν είχαν ούτε καν δικό τους χωράφι.
Μια λαμπρή και επίσημη Κυρακή την έπνιγε το παράπονο ,
το δίκιο και η στεναχώρια κα ήθελε να παραπονεθεί και λέει
στον άνδρα της:
Ελένη :<<Θέλω στην μητέρα μου .>>
Άνδρας :<<Ελένη πλούσια σε έφερα και φτώχια να σε πάω;
Ντρέπομαι να αντιμετωπίσω τηντην οικογένεια σου!>>
Εκείνη όμως δεν τον άκουσε και ξεκίνησε για να πάει στο
σπίτι της
και να παρακαλεί τον Θεό , γιατί ήθελε να ήταν οι δούλες
2. στο ποτάμι να πλένουν ρούχα . Οι δούλες την είδανε και λένε:
Δούλες:<<Καλώς την ξανθούλα μας , τι θέλεις εδώ;>>
Ελένη:<<Δώστε μου νερό να πιώ και στην συνέχεια
θα σας τα πώ όλα.>>και ήπιε νερό και συνέχεια
<<Πείτε στην Κυρά σας , για δούλα να με πάρει !>>
Δούλες:<<Εμείς κοπέλες έχουμε και εσένα τι σε θέλουμε;
Τι δουλεία μπορείς να κάνεις;Θα το πούμε την Κυρά μας αν
ίσως σε θέλει!>>
Πηγαίνουν , ρωτάνε και ρωτάνε την Κυρά τους και είπε
αποριμένει:
Κυρά:<<Ποιός ήπιε τον κουβά;Σαν κάτι περίεργο μυρίζει;>>
Δούλες:<<Κυρά μου , μια ξένη κοπέλα μασ παρακάλεσε ,
για δούλα να την πάρεις;>>
Κυρά:<<Γιατί δεν την ρωτήσατεάμα είναι η Ελένη ;>>
Δούλα:<<Κυρά μου , την ρωτήσαμε , μα δεν είναι η Ελένη ,η
δικιά Ελένη, το
δικό σου το παιδί .>>
Κυρά:<<Ρωτήστε την τι δουλειά κάνει!>>
Πήγανε στην Ελένη και την ρωτήσανε:
Δούλες:<<Η Κυρά, μας είπε , τι δουλειά ξέρεις να κάνεις;>>
Ελένη:<<Ξέρω να υφαίνω σε πολύτιμο ύφασμα αλλά και σε
βελούδο.>>
Δούλες:<<Να την πάτε στο πορφυρό ύφασμα της Ελένης !>>
Την πήγανε σε ένα μεγάλο δωμάτιο που εκεί ήταν το δωμάτιο
της Ελένης
και η ίδια ήταν πολύ στεναχωριμένη και της θύμησε
αναμνήσης πολλές .
Καθώς κάθησε άρχισε να κλαίγεται και να μονολογει:
Ελένη:<<Μισθέ,γλυκιά ανταμοιβή, πάντα όταν ανάσενα με
προξενολογούσαν .Χρόνους και μήνες μου τάζανε την προίκα
μου.
Ο πατέρας , μου έδωσε καράβια ενώ η μήτέρα , μου έδωσε
δέκα χιλιάδες
κρυφά . Τα όλα τίποτα δεν μου έλειπε . Μα είρθανε χρόνοι
κακοσημαδιακοί
3. και μήνες οργισμένοι . Ο άνδρας μου σπαταλούσε τα δικά του
πλούτοι κι
εγώ την προίκα μου . Η πεθερά μου έπλενε σε ξένα σπίτια ,
εγώ άλεθα για
ξένους , ο πεθερός έσκαβε και γιός κλάδευε σε ξένα χωράφια.
Που κατάντησα τώρα! Να γυρίζω στο σπίτι μου και στην
οικογενειά μου.>>
Η μητέρα ήταν κρυμμένηπίσω από την πόρτα και τα άκουσε
όλα και
ανοίγει σιγά-σιγά την πόρτα , με δάκρυα στα μάτια της , τρέχει
να την
αγκαλιάσει και της λέει:
Κυρά:<<Εσύ είσαι η Ελένη μου, το δικό μου το παιδί !>>
Και ζήσαν αυτοι καλά και εμείς καλύτερα .
Ουρανία
Μπίτρη Α2