αναλφαβητισμός (1)
- 5. η έλλειψη των στοιχειωδών γνώσεων που επιτρέπουν σε κπ. (σε παιδί σχολικής ηλικίας ή σε
ενήλικα) να διαβάζει και να γράφει τη μητρική του γλώσσα
- 8. [λόγ. < γαλλ. analphabétisme < analphabèt(e) < ιταλ. analfabeto < ελνστ. ναλφάβητ(ος) -isme =ἀ
-ισμός]