Ουρανούπολη
1) Μονή Ζυγού
Η μονή Ζυγού είναι ένα παλιό αγιορείτικο μοναστήρι το οποίο ιδρύθηκε στα μέσα του 10ου αιώνα και καταστράφηκε λίγο πριν από το 1198. Βρίσκεται περίπου 2 χλμ. ανατολικά της Ουρανούπολης, ακριβώς έξω από τα όρια του Αγίου Όρους, σε μια θέση γνωστή και ως Φραγκόκαστρο (μόλις 40 μέτρα έξω από τη σημερινή οριογραμμή του Αγίου Όρους). Σύμφωνα με στοιχεία, φαίνεται να είναι από τα αρχαιότερα μοναστικά ιδρύματα της Αθωνικής χερσονήσου. Ήρθε στο φως από τη σκαπάνη των αρχαιολόγων, με επικεφαλής τον Ιωακείμ Παπάγγελο, μετά από έρευνα το 1984. Την ευθύνη της αρχαιολογικής έρευνας έχει η 10η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
Όπως αναφέρει ο επιστημονικός υπεύθυνος της ανασκαφής «το Άγιο Όρος από τότε που άρχισε να κατοικείται συνεχώς ανανεώνεται. Έτσι, εάν κάποιος θέλει να μελετήσει τις εντός του Αγίου Όρους μονές από άποψη αρχαιολογική, κτιριολογική και οργάνωσης του λατρευτικού χώρου, πρέπει να ψάξει αλλού. Η μονή Ζυγού ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα και το 1198 ήταν ήδη ερημωμένη. Λιθοδομήθηκε ελάχιστα –άρα ότι υπάρχει εκεί είναι του αρχαίου Αγίου Όρους».
Στην ανασκαφή ο επισκέπτης θα δει το κάστρο, τους πύργους και κυρίως το καθολικό της μονής Ζυγού το οποίο οι αρχαιολόγοι φέρνουν στο φως. Το κάστρο αποτελείται από πέντε οικοδομικές φάσεις, όλες παλαιότερες του 1211. Η εντός των τειχών επιφάνεια φτάνει τα 5,5 στρέμματα και τα τείχη είχαν 11 πύργους –κάποιοι από τους οποίους αναστηλώνονται.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Όταν ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, ιδρυτής της μονής Μεγίστης Λαύρας, πρωτοήρθε στο Άγιο Όρος γύρω στο 958, εγκαταστάθηκε στην περιοχή της μονής του Ζυγού κι έκανε τη πρώτη ασκητική του δοκιμασία υπό την επίβλεψη ενός γέροντος μοναχού της περιοχής. Όμως, η πρώτη αναφορά του τοπωνυμίου Ζυγός γίνεται σε έγγραφο του 942, στο οποίο δεν προσδιορίζεται εάν το όνομα αυτό αναφέρεται σε τοποθεσία, μοναστήρι ή οικισμό. Η πρώτη σαφής αναφορά για την ύπαρξη της μονής Ζυγού γίνεται το 992, όταν ήταν ήδη ένα σημαντικό μοναστικό κέντρο, με σαφή ρόλο στη λειτουργία της Αθωνικής πολιτείας.
Το 1018, όταν ηγούμενος ήταν ο Νύφων, αυξήθηκε η περιουσία της μονής με τη χορήγηση εκτάσεων από την Αγιορείτικη κοινότητα. Την ίδια περίοδο επεκτάθηκε το κτιριακό συγκρότημα και κτίστηκε το νέο Καθολικό (κεντρικός ναός), το οποίο έχει εντοπιστεί και βρίσκεται στο επίκεντρο της ανασκαφικής και αναστηλωτικής προσπάθειας.
Κατά τον 11ο αιώνα η μονή του Ζυγού ήταν ένα από τα σημαντικότερα Αγιορείτικα μοναστήρια, με υψηλή θέση στην ιεραρχία των μονών. Φαίνεται ότι μέσα σ’ έναν αιώνα ολοκληρώθηκε το κτιριακό συγκρότημα όπως διακρίνεται σήμερα μετά την ανασκαφική έρευνα. Πρόκειται για ένα πεντάπλευρο κάστρο, ενισχυμένο από δέκα ή έντεκα πύργους. Για λόγους που δε γνωρίζουμε, στα τέλη του 12ου αιώνα η μονή ήταν έρημη και με χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Αγγέλου Κομνηνού παραχωρήθηκε μαζί με τα μετόχια της στην επανασυσταθείσα μονή Χελανδαρίου.
Γύρω στο 1206 φαίνεται πως εγκαταστάθηκε στο κάστρο του Ζυγού ένας Φράγκος άρχοντας ο οποίος εξορμούσε για να λεηλατεί το Άγιο Όρος –γεγονός που σταμάτησε το 1211, με παρέμβαση του Πάπα της Ρώμης. Γι’ αυτό και τα ερείπια της μονής ήταν γνωστά στην περιοχή και αναφέρονται συχνά -και στους χάρτες- ως Φραγκόκαστρο.
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ-ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ
Η εγκατάλειψη και η απόληψη λίθων για οικοδομικό υλικό μετέτρεψαν το μοναστήρι σ’ έναν θλιβερό σωρό ερειπίων, ο οποίος συνέχισε να αποτελεί πηγή οικοδομικών υλικών για τους κατοίκους της περιοχής μέχρι το 1980. Μέσα και γύρω από το μοναστήρι λειτουργούσαν έξι ασβεστοκάμινοι. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι από εδώ προήλθε ο ασβέστης που χρειάστηκε για να κτιστεί το Ξενία στην Ουρανούπολη, το 1960.
Πολύτιμες πληροφορίες για τη μονή αντλούμε από τα αρχεία της 10ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, η οποία είναι υπεύθυνη για την αρχαιολογική έρευνα. Με τις τελευταίες ανασκαφικές έρευνες διαπιστώθηκε ότι η μονή κτίστηκε σε θέση όπου προϋπήρχαν εγκαταστάσεις από τον 4ο π.Χ. μέχρι και τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Το κτιριακό συγκρότημα αποτελείται από τον παλαιό πυρήνα (τον δυτικό), ο οποίος διπλασιάσθηκε με επέκταση προς ανατολάς.
Το Καθολικό βρίσκεται στην επέκταση και άρχισε να δημιουργείται κατά το πρώτο μισό του 11ου αιώνα. Αποτελείται από τέσσερις σαφώς διακρινόμενες οικοδομικές φάσεις: Αρχικά οικοδομήθηκε ο σύνθετος τετρακιόνιος κυρίως ναός, με τον στενό νάρθηκά του. Σε δεύτερη φάση προστέθηκε το βόρειο παρεκκλήσι με τον κτητορικό τάφο, στην τρίτη ο εξωνάρθηκας και στην τέταρτη το νότιο μονόχωρο τρουλλαίο παρεκκλήσι με τον κτητορικό, επίσης, τάφο. Ακολούθησε η κατασκευή των τριών επισήμων τάφων σε επαφή με τον νότιο τοίχο του Καθολικού. Πρόκειται για σταυροειδή εγγεγραμμένος ναό, με δύο ταφικά παρεκκλήσια.
Οι τοιχοποιίες του ναού σώζονται σε ύψος 2-4 μέτρων. Τα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη του, έργα περίτεχνα, λεηλατήθηκαν μερικώς σε πολύ πρώιμη φάση και τα περισσότερα από όσα έμειναν ήταν διαμελισμένα. Οι τέσσερις κίονες που συγκρατούσαν τον τρούλο λείπουν, όμως διατηρείται στην θέση του, σχεδόν ακέραιο, το μαρμάρινο διάφραγμα του βορείου δίλοβου ανοίγματος του κυρίως ναού. Το εσωτερικό του ναού ήταν επιχρισμένο με λεπτόκοκκο πατητό ασβεστοκονίαμα και ήταν τοιχογραφημένο. Στο νάρθηκα διατηρήθηκαν τμήματα από τη μεγάλη παράσταση του Ευαγγελισμού και διάλιθοι σταυροί. Στην κόγχη της προθέσεως του νότιου παρεκκλησίου αποκαλύφθηκαν δύο στρώματα τοιχογραφιών με την ίδια παράσταση ενός ολόσωμου ιεράρχη, πιθανώς του Αγίου Νικολάου.
Στα δάπεδα του Καθολικού και του βόρειου παρεκκλησίου υπάρχουν εξαιρετικής τέχνης μαρμαροθετήματα, προφανώς έργα του 11ου αιώνα, τα οποία σώζονται σε ικανοποιητική κατάσταση. Κατά τον 16ο - 17ο αιώνα, όταν το Καθολικό ήταν μισοερειπωμένο, εγκαταστάθηκε ένα συγκρότημα ελαιουργείου στο νάρθηκα. Ένα δεύτερο ελαιουργείο εγκαταστάθηκε την ίδια εποχή σ’ ένα ερειπωμένο ήδη κτίριο στην αυλή της μονής, αλλά η λειτουργία τους σταμάτησε πριν από το 1858.
Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως πολλά ευρήματα, ενώ οι ανασκαφικές και αναστηλωτικές εργασίες βρίσκονται σε εξέλιξη. Τα σημαντικότερα κινητά ευρήματα της μονής του Ζυγού είναι ο μαρμάρινος αρχιτεκτονικός διάκοσμος καθώς και τα μαρμαροθετημένα ψηφιδωτά δάπεδα, χαρακτηριστικό της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Επίσης, από τα ανασκαφικά μικροευρήματα, ξεχωρίζουν τρία μολυβδόβουλα του 11ου αιώνα, κλείστρα βιβλίων, ένα αργυρό επίχρυσο μετάλλιο με χαρακτή παράσταση της Αγίας Παρασκευής, μια μικροσκοπική σφραγίδα, εγκόλπιο με παράσταση Αρχαγγέλου, υάλινες ψηφίδες από εντοίχιο ψηφιδωτό, χάλκινες βελόνες και δακτυλήθρες, μαχαίρια, νομίσματα 11ου και 12ου αιώνα, εφυαλωμένη κεραμική και γυάλινα αγγεία της ίδιας εποχής.
Αρναία
2) Ναός Αγίου Στεφάνου
Κάτι μοναδικό συμβαίνει στην Αρναία και έχει σχέση με τον ιερό Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Στεφάνου. Πρόκειται για τον μοναδικό αυτή τη στιγμή ναό στην Ελλάδα που ενώ λειτουργεί κανονικά, εξυπηρετώντας τις ανάγκες των πιστών, ταυτόχρονα είναι κτισμένος επάνω σε σημαντικές αρχαιότητες ανεκτίμητης ιστορικής αξίας, οι οποίες είναι στο μεγαλύτερό τους μέρος ορατές. Εκτός, δηλαδή, από τόπο θρησκευτικής λατρείας αποτελεί κι έναν επισκέψιμο χώρο ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο μητροπολιτικός ναός της Αρναίας, όπως προκύπτει από μαρμάρινη ενεπίγραφη πλάκα που βρίσκεται εντοιχισμένη στην πρόσοψή του, κτίστηκε το 1812 και τιμάται στη μνήμη του Αγίου Στεφάνου, αφού στην περιοχή υπήρχε μετόχι της μονής Κωνσταμονίτου του Αγίου Όρους, της οποίας το Καθολικό είναι επίσης αφιερωμένο στη μνήμη του Αγίου Στεφάνου. Ο ναός ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο της τρίκλιτης βασιλικής με διαστάσεις 41x19,5 μέτρα. Κατά την επανάσταση του 1821 κάηκε εκ θεμελίων, όπως και όλο το χωριό, οι κάτοικοι του οποίου το εγκατέλειψαν και διασκορπίστηκαν στη γύρω περιοχή. Αργότερα επέστρεψαν, ξαναέκτισαν το χωριό και την εκκλησία, στην οποία τοποθέτησαν ξύλινο τέμπλο και περίτεχνο δεσποτικό θρόνο, από τους λίγους ξυλόγλυπτους στην περιοχή. Το μοναδικής τεχνικής τέμπλο ήταν δωρεά της μονής Κωνσταμονίτου και περιελάμβανε 70 μικρότερες ξύλινες εικόνες και 14 μεγάλες επενδυμένες με ασήμι.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΥΡΚΑΓΙΑ
Το βράδυ της 5ης Σεπτεμβρίου του 2005 μια μεγάλη πυρκαγιά ξέσπασε στο εσωτερικό του ναού και τον κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά. Η αιτία της παραμένει άγνωστη μέχρι σήμερα και άφησε πίσω της άθικτη μόνο την πετρόκτιστη τοιχοποιία. Η στέγη κατέρρευσε. Οτιδήποτε βρισκόταν εντός του ναού -οι εικόνες, τα βιβλία, κειμήλια και αντικείμενα ανεκτίμητης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας, το μοναδικής τεχνοτροπίας επαργυρωμένο και επιχρυσωμένο ξύλινο τέμπλο, ο περίτεχνος ξυλόγλυπτος δεσποτικός θρόνος-, μετατράπηκαν σε στάχτες.
Αμέσως, το Υπουργείο Πολιτισμού μέσω της 10ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, στην δικαιοδοσία της οποίας εμπίπτει ο ναός, με τη συνεργασία των εκκλησιαστικών αρχών και των τοπικών φορέων, αλλά και με την πλήρη συμπαράσταση των πολιτών της Αρναίας και της ευρύτερης περιοχής, ξεκίνησε το ηράκλειο έργο της αποκατάστασης.
ΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Κατά τη διάρκεια των εργασιών ανακατασκευής και ανακαίνισης, στο εσωτερικό του ναού διαπιστώθηκε η ύπαρξη τριών παλαιότερων κτιρίων: μίας μεγάλης τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής που χρονολογείται γύρω στο 400, ενός μικρού μονόχωρου βυζαντινού ναού του 10ου -11ου αιώνα κι ενός μεγάλου ορθογώνιου μεταβυζαντινού οικοδομήματος χωρίς κόγχη του 16ου -17ου αιώνα. Συγχρόνως, ήρθαν στο φως πολυάριθμα ευρήματα από την παλαιοχριστιανική εποχή έως και την περίοδο της τουρκοκρατίας: πήλινα, μαρμάρινα, γυάλινα και μεταλλικά αντικείμενα, κονιάματα και τοιχογραφίες.
Ανακαλύφθηκαν, επίσης, δεκαπέντε ταφές, κάποιες από τις οποίες ανάγονται στην παλαιοχριστιανική εποχή και άλλες στον 16ο αιώνα μ.Χ. Έτσι, λόγω των εργασιών ανακατασκευής του καμένου κτιρίου και χάρη στις συστηματικές ανασκαφικές έρευνες της 10ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ,ανακαλύφθηκε μία σημαντικότατη πτυχή της ιστορίας της περιοχής: Η αδιάλειπτη, δηλαδή, ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα στην Αρναία, και ειδικότερα στη θέση όπου σήμερα υψώνεται ο ναός του Αγίου Στεφάνου.
Μετά το πέρας των αναστηλωτικών εργασιών και της ανασκαφικής έρευνας σειρά είχε η προστασία και η συντήρηση των ευρημάτων. Παράλληλα, ο αρχαιολογικός χώρος διαμορφώθηκε ώστε να αναδειχθεί η θαμμένη ιστορία του τόπου. Στο ανακαινισμένο δάπεδο του ναού τοποθετήθηκαν ειδικά διαφανή «πάνελ», πάνω στα οποία οι επισκέπτες μπορούν να σταθούν, να περπατήσουν ή να εκκλησιαστούν, παρατηρώντας συγχρόνως φωτισμένο και ειδικά διαμορφωμένο τον αρχαιολογικό χώρο και τα ευρήματα που ανακαλύφθηκαν κάτω από το ναό.
ΙΕΡΙΣΣΟΣ
3) Πύργος της Κρούνας
Ένα από τα σημαντικά αξιοθέατα στην περιοχή της Ιερισσού είναι ο πύργος της Κρούνας, ο οποίος βρίσκεται σε απόσταση περίπου 1 χιλιομέτρου βορειοδυτικά της κωμόπολης. Αποτελούσε μετόχι, το οποίο περιβαλλόταν από τείχος, το οποίο σήμερα έχει καταρρεύσει σχεδόν ολοσχερώς. Υπολογίζεται ότι οικοδομήθηκε τον 15ο αιώνα και η ονομασία του μάλλον προέρχεται από την παραφθορά της λέξης Κορώνη, αφού πηγές του 1320 αναφέρουν τη Σκάλα Κορώνης βόρεια της περιοχής, κοντά στο λιμάνι Κλεισούρι. Εξ’ άλλου, σε οθωμανικά έγγραφα του 15ου αιώνα η ιδιοκτησία αναφέρεται ως μετόχι της Κορούνας και υπάγεται στην μονή Χελανδαρίου μέχρι το 1542.
Στη συνέχεια, κατά διαστήματα η μονή έχανε το ιδιοκτησιακό καθεστώς του μετοχίου και μέχρι το 1719, οπότε το αγόρασε εκ νέου μαζί με άλλες ιδιοκτησίες στην περιοχή πουλήθηκε και ξαναγοράστηκε τουλάχιστον δύο φορές. Το 1765 καταγράφηκε ως «κατεστραμμένο μετόχι Κορώνα της μονής Χελανδαρίου» και μέχρι το 1821, όταν ο πύργος πυρπολήθηκε και το μετόχι εγκαταλείφθηκε έγιναν κάποιες απόπειρες επιδιόρθωσης των ζημιών. Να σημειωθεί ότι υπήρχαν κι άλλα κτίσματα εκτός του πύργου, όπως μια οικία, αχυρώνας και στάβλοι. Κατά τον 19ο αιώνα το μετόχι συνέχισε να περιλαμβάνεται στα περιουσιακά στοιχεία της μονής Χελανδαρίου μαζί με άλλες ιδιοκτησίες της στην περιοχή.
Ο πύργος σήμερα έχει ύψος 12 μέτρων. Εικάζεται ότι διέθετε άλλον έναν όροφο οποίος κατέρρευσε. Σε πολλές πηγές αναφέρεται με το πλήρες όνομά του, Πύργος Κρούνας της μονής Χελανδαρίου. Το μνημείο ανήκει στη δικαιοδοσία της 10ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Μπορείτε να τον δείτε μόνο εξωτερικά (υπάρχει σήμανση στον κεντρικό δρόμο έξω από την Ιερισσό).