1. Θηραμένη. Ήταν τρομοκρατημένος. Ο Κριτίας
συνέχισε: «Διαγράφω λοιπόν τον Θηραμένη από τον
Βιβλίο 2. Κεφάλαιο 3. §17-49 κατάλογο, με την σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και τον
καταδικάζουμε εμείς σε θάνατο.»
Πάγωσα. Καμιά φορά ακόμα κι αν περιμένεις
Μονόλογος ενός από τους Τριάκοντα πως κάτι θα συμβεί, δεν το συνειδητοποιείς μέχρι να
γίνει. «Εμείς...», η λέξη αντηχούσε στο μυαλό μου.
«Εμείς τον καταδικάζουμε, εμείς...». Ο Θηραμένης
Χειροκρότησα. Ναι, χειροκρότησα δυνατά. χλωμιασμένος, μη χάνοντας καιρό έτρεξε και
Ήμουν κι εγώ ένας απ’ αυτούς που επευφημούσαν τον αγκάλιασε τον βωμό. Ακολούθησαν ικεσίες, φωνές,
Θηραμένη. Είχε απόλυτο δίκιο. Πιστεύω πως και όλοι μέχρι που σηκώθηκε ο κήρυκας και τον καταδίκασε σε
οι υπόλοιποι είχαν επιτέλους πειστεί. Όλοι, σχεδόν θάνατο στο όνομα των Τριάκοντα. Μα πόσο εύκολα
όλοι... Έτσι ήλπιζα τουλάχιστον. Επιτέλους υπήρχε μία χρησιμοποιούσαν το όνομά μου και ο Κριτίας και ο
λογική φωνή μέσα στην παρακμή, ένα σπίρτο μέσα κήρυκας. Δεν μπορούσα να διαφωνήσω, φοβόμουν.
στο σκοτάδι του τρόμου. Ανακουφίστηκα κι η ελπίδα Θα είχα το ίδιος τέλος με τον Θηραμένη αν όχι
για αλλαγή άναψε στην καρδιά μου. Ο Κριτίας όμως χειρότερο. Ο Σάτυρος τον έσερνε βάναυσα μα εκείνη
δεν άργησε να μπει μέσα. Οι επευφημίες και ο την ώρα η προσοχή μου είχε στραφεί προς τον Κριτία.
πρόσκαιρος ενθουσιασμός διακόπηκαν απότομα. Ο Φάνταζε τόσο ευχαριστημένος, ατρόμητος, έτοιμος να
Θηραμένης κοίταξε τον Κριτία με σοβαρό ύφος, σαν να κάνει τα πάντα για να παραμείνει στην εξουσία. Ω Θεέ
του έδινε την ευκαιρία να συνέλθει. Πιστεύω πως και μου, προς τα πού οδεύουμε;
οι υπόλοιποι, αυτό περίμεναν. Να συνέλθει. Η βουλή είχε αρχίσει να αδειάζει. Όλοι
Ακολούθησε σιγή... Δευτερολέπτων; Λεπτών; Δεν έφευγαν εκτός από εμένα. Παρέμενα ασάλευτος,
ξέρω, δεν θυμάμαι. Νεκρική σιγή... αμίλητος. «Σωκράτη», φώναξε ένας από τους
Περίμενα να δω το βλέμμα του Κριτία. υπόλοιπους Τριάκοντα. «Θα έρθεις;» Μα δεν τον
Ασάλευτος, σαν να είχε μπει σίγουρος για τις πρόσεχα, δεν του μιλούσα, στο μυαλό μου
αποφάσεις του και τώρα αμφιταλαντευόταν. Σύντομα αντηχούσαν τα τελευταία λόγια του Θηραμένη: «Το
ο θυμός άρχισε να παίρνει τον έλεγχο των όνομα του καθενός σας, μπορεί να σβηστεί εξ ίσου
χαρακτηριστικών του προσώπου του. Θυμός και εύκολα με το δικό μου.»
εκδίκηση. «Ω, τριάκοντα», ξεκίνησε να λέει. Όχι, ήξερα
την συνέχεια. Ήξερα πολύ καλά τι έμελλε να συμβεί. Εξ ίσου εύκολα...
Παγερός άνεμος φύσηξε μέσα μου και έσβησε την
φωτιά της ελπίδας. «Πιστεύω πως όταν ένας σωστός
ηγέτης...», η φωνή του έσβησε για εμένα, δεν
πρόσεχα, δεν άκουγα τον μονόλογό του παρά έβλεπα
τον θυμό και την οργή στα μάτια του. Έτοιμος να κάνει
τα πάντα για να εξολοθρεύσει τον Θηραμένη. Εκείνος
φοβήθηκε, μα δεν δείλιασε. Προσπάθησε να μείνει
ψύχραιμος. Καθισμένος άκουγε όλες τις άδικες
κατηγορίες, τις υπέμενε. Μα αυτό που θα
επακολουθούσε, δεν θα το άντεχα ούτε εγώ.
Μέσα σε λίγα λεπτά, μπροστά από την βουλή,
μαζεύτηκαν είκοσι μαχαιροφόροι. Όχι, η αλήθεια είναι
πως ποτέ δεν περίμενα να φτάσει σε αυτό το σημείο ο
Κριτίας. Η βουλή σάστισε. Πιο άμεσο εκβιασμό δεν
θυμάμαι να έχω υποστεί ούτε καν στην Σπάρτη. Το
μυαλό μου συνήλθε κι ήρθα πάλι σε επαφή με τις
αισθήσεις μου. Η φωνή του Κριτία είχε δυναμώσει:
«Σύμφωνα με την καινούρια νομοθεσία, κανένας από
τους Τρεις Χιλιάδες δεν μπορεί να θανατωθεί χωρίς
την δική σας ψήφο.» Χωρίς την δική σου εννοείς,
ψέλισα άθελά μου. Το βλέμμα μου πήγε παλι στον