2. • « Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου » είναι
ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία της
πασίγνωστης συγγραφέα ‘Αλκη Ζέη.
• Το έργο γράφτηκε στο Παρίσι, την περίοδο
της Δικτατορίας, όπου η συγγραφέας ζούσε
εξόριστη μαζί με την οικογένειά της.
• Το βιβλίο μας μιλάει για τα τραγικά χρόνια
της κατοχής στην Αθήνα.
3. • Η κήρυξη του πολέμου στην Ελλάδα, στις 28 Οκτωβρίου 1940,
ανατρέπει τη ζωή του εννιάχρονου Πέτρου.
• Τα πάντα, ξαφνικά, αλλάζουν γύρω του από τη μια στιγμή
στην άλλη.
• Ο Πέτρος είχε στον μυαλό του τη σκέψη του πολέμου ως κάτι
διασκεδαστικό, με σπαθιά ,νίκες ,άλογα και ξίφη.
• Τα 4 χρόνια που θα ακολουθήσουν θα του δείξουν την
πραγματική, φρικτή πλευρά του πολέμου .
• Θα περάσει τρομερές εμπειρίες, θα ωριμάσει και θα καταλάβει
την αξία της πατρίδας .
• Θα αρχίσει ένα μεγάλο περίπατο γεμάτο συναισθήματα και
εμπειρίες και θα καταλήξει στην πολυπόθητη ημέρα της
απελευθέρωσης.
4. • Η Άλκη Ζέη καταθέτει μια μοναδική μαρτυρία του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα μέσα απ’ τα μάτια
του Πέτρου.
• Κατάφερε λοιπόν, να μας παρουσιάσει την κήρυξη του
πολέμου, την ήττα, τις δυσκολίες, την πείνα, την
φτώχεια μέσα απ’ την παιδική αθώα, αισιόδοξη ματιά
• Ακολουθούμε την απίστευτη πορεία του Πέτρου και
της χελώνας του και μαζί ανακαλύπτουμε τον
πραγματικό κόσμο και τις δυσκολίες του.
6. Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ο Πέτρος δεν το ήθελε να πεθάνει από πείνα . Προχωρούσε στην
άγνωστη γειτονιά . Ένιωσε τα μάτια του να τον τσούζουν από τα
δάκρυα που δεν έβγαιναν. Είχε διαβάσει για ένα αγοράκι ,σαν κι
εκείνον, που πεινούσε κι αυτό, μα έκανε χίλια δυο κατορθώματα σε
μια επανάσταση στο Παρίσι , στα παλιά χρόνια. Έτρεχε από
οδόφραγμα σε οδόφραγμα, κουβαλούσε φισέκια, έφερνε μηνύματα
στους επαναστάτες…Γαβριά τον λέγανε, δεν ήτανε το όνομά του, αλλά
το παρατσούκλι του. Άραγε τον τραβούσε και εκείνον τόσο δυνατά το
στομάχι; Ο Πέτρος έσκασε μόνο δύο λάστιχα σε γερμανικά φορτηγά ,
το ένα , μάλιστα, λέει πως το έκανε ο Σωτήρης. Ούτε οδοφράγματα,
ούτε φοιτητές, με τα λάβαρα μπροστά, ούτε τίποτα .
Μόνο ένας, ένας πέφτουν στον δρόμο οι διαβάτες από την
πείνα. Μήπως έπεσε κι ο Γιάννης και είχε τόσες μέρες να
φανεί; Tην τελευταία φορά είχε τόσο αδυνατίσει, που το
μπαλάκι του πίγκ πόγκ είχε ξεπεταχτεί ακόμα πιο πολύ,
θαρρείς σε λίγο θα έφευγε από το λαρύγγι του.
Κατάλαβε πως είχε μπερδευτεί σε άγνωστα δρομάκια και
προχώρησε να βγει στην μεγάλη λεωφόρο. Έστριψε και
νόμισε πως ονειρεύεται.
7. Απόσπασμα από το βιβλίο
Πέρα ,από τη μεγάλη λεωφόρο, ερχότανε μια αλλόκοτη λιτανεία. Βάδιζε
κόσμος πολύς, βουβός, λες και ήτανε μαγεμένος. Μπροστά πηγαίνανε
ανάπηροι πάνω στα καροτσάκια τους, που τα έσπρωχναν νοσοκόμες,
ντυμένες με τις στολές τους. Πιο πίσω άλλοι ανάπηροι με τα δεκανίκια
τους και πάρα πίσω κόσμος, κόσμος ατελείωτος, που κρατούσανε
τεντωμένα άσπρα πανιά που γράφανε πάνω τους με τεράστια μαύρα
γράμματα: « ΠΕΙΝΑΜΕ ».
Δεν ακουγόταν άλλος θόρυβος παρά μόνο το γκαπ γκουπ από τα δεκανίκια
πάνω στην άσφαλτο. Ύστερα ακούστηκαν και ξερά κλακ κλικ από
αυτόματα που τα οπλίζανε. Γύρισε ο Πέτρος και είδε να έρχονται από
παντού καραμπινιέροι. Ο κόσμος προχωρούσε σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
. Ο Πέτρος θα ήθελε να το βάλει στα πόδι , μα στεκότανε καρφωμένο , λες
και τον είχανε μαγέψει . Τα καροτσάκια με τους ανάπηρους όλο και
πλησίαζαν κι ο αέρας ανέμιζε, σαν σημαίες, τα μαντίλια των νοσοκόμων.»