1. Τα Μίση
Περίληψη: Σε μία βόλτα με το γιό και τον πατέρα του ο συγγραφέας,
αναγνωρίζει το παλιό του σχολείο και πολλές αναμνήσεις πλημμυρίζουν το
μυαλό του. 1916. Ευρωπαϊκός πόλεμος. Ο συγγραφέας έχει μετακομίσει στην
Αθήνα και όλα εδώ είναι διαφορετικά. Αν και η χώρα μπαίνει σε πόλεμο
εκείνος βλέπει την Αθήνα σαν κορίτσι που του χαμογελάει, που του
υπόσχεται. Άγνωστη ακόμα, ωστόσο αγαπημένη. Στο δωμάτιο του έχει
χάρτες με τις αντίπαλες παρατάξεις και παρακολουθεί τον πόλεμο. Στο
εσωτερικό της χώρας ο λαός ήταν χωρισμένος σε ‘βενιζελικούς’ και
‘βασιλικούς’. Στην πόλη επικρατεί μεγάλη ένταση και φόβος από τις
συγκρούσεις των δύο παρατάξεων. Οι περισσότεροι συγγενείς του (90%)
‘βενιζελικοί’, είχαν κόψει την καλημέρα στους ‘βασιλικούς’. Από του
‘βασιλικούς’ κάποιοι ήταν ‘βαμμένοι’ όπως ο θείος του ο Προκόπης τον οποίο
η οικογένεια κράταγε σε απόσταση και κάποιοι που για διάφορους λόγους ,
είτε δειλία, είτε υποκρισία, είτε συμφέρον ήταν υποστηρικτές του βασιλιά. Στην
τελευταία αυτή κατηγορία ανήκει ο Ανέστης, δικηγόρος με πάντα τέλεια
εμφάνιση και συμπεριφορά που στο τέλος ανατρέπει αυτή την εικόνα και για
προσωπικό όφελος συγκρούεται με όλη την οικογένεια αλλάζοντας ακόμα και
πολιτική παράταξη. Με τον πατέρα του είχε μια ιδιαίτερη σχέση. Πέρναγε
πολλές ώρες μαζί του. Τον ακολουθούσε κρυφά ακόμα και μέσα στη βουλή,
μιας και ο πατέρας του ήταν βουλευτής και έτσι έζησε όλα τα ιστορικά
γεγονότα της τότε εποχής από κοντά.
Τόπος που εκτυλίσσεται η αφήγηση: Αθήνα
Στο κεφάλαιο αυτό έχουμε αφήγηση. Ο συγγραφέας αφηγείται γεγονότα της
παιδικής του ηλικίας, όταν μετακόμισε με την οικογένεια του στην Αθήνα.
Αρχή της αφήγησης Νοέμβριος του 1916. Στη σελίδα 58, δυο- τρεις γραμμές
με διάλογο, σπάνε λίγο τη μονοτονία της αφήγησης.
Οι Φιλίες
Περίληψη: Το κεφάλαιο αυτό αναφέρεται στα φοιτητικά χρόνια του συγγραφέα
στη Νομική. Επικρατεί αναβρασμός, οι φοιτητές κάνουν απεργίες ενώ οι
καθηγητές προσπαθούν να διδάξουν. Οι φοιτητές χωρίζονται σε τρεις
κατηγορίες, κατά το συγγραφέα: στους τεμπέληδες που με πρόσχημα τις
σπουδές περνούσαν όλη μέρα στα καφενεία, σ’ αυτούς που ήταν γόνοι
πλούσιων οικογενειών και όλοι οι δρόμοι ανοίγονταν μπροστά τους και σ’
αυτούς που προέρχονταν από μικροαστική ή λαϊκή οικογένεια οι οποίοι
προσπαθούσαν να σπουδάσουν κάτω από δύσκολες οικονομικά συνθήκες
και που το κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν ο ζήλος και η δίψα για έρευνα και
2. γνώση. Κάνει νέες γνωριμίες και γνωρίζει έναν ιδιόρρυθμο και μοναχικό
φοιτητή τον ‘ζωγράφο’, όπως τον αποκαλούσαν, γιατί ζωγράφιζε παντού. Στα
χέρια, στα βιβλία, στο θρανίο μέχρι και στα νύχια του. Με τον ζωγράφο
έρχονται πολύ κοντά, συζητούν ατελείωτες ώρες για διάφορα θέματα και
καταστάσεις της εποχής. Η νεολαία της εποχής αισθάνεται τσακισμένη
εξαιτίας της μικρασιατικής καταστροφής. Ξεκινάει τη ζωή της χρεωμένη την
ήττα και προσπαθεί με κάθε τρόπο να εξαλείψει το άδικα κληρονομημένο
στίγμα. Η κοινωνία οδηγείται σε εθνικό διχασμό. Σε ένα καφενείο γνωρίζει μια
παρέα φοιτητών γεμάτους φιλοδοξίες. Εκκολαπτόμενοι ποιητές και
συγγραφείς. Σχολιάζουν βιβλία, ποιήματα ελλήνων και ξένων και γράφουν και
οι ίδιοι. Αυτοί του ανοίγουν νέους ορίζοντες. Του προτείνουν να διαβάσει
κάποιους ‘Βόρειους’ λογοτέχνες. Εκεί χρονικά είναι και η πρώτη εμφάνιση του
συγγραφέα στη λογοτεχνία με ένα βιβλιαράκι προλογισμένο από κάποιον
καθιερωμένο ποιητή. Παίρνει το πτυχίο της Νομική και αυτός και ο ζωγράφος.
Ένα πτυχίο για το οποίο διάβασε πάρα πολύ. Τα φοιτητικά χρόνια κλείνουν με
τον αποχαιρετισμό του φίλου του, του ζωγράφου ο οποίος φεύγει για το
Παρίσι. Ο ίδιος γοητεύεται από την ιδέα να τον ακολουθήσει αλλά δεν αντέχει
στην ιδέα να φύγει μακριά από τους γονείς του.
Τόπος που εκτυλίσσεται η αφήγηση: Αθήνα
Στο κεφάλαιο αυτό έχουμε αφήγηση. Ο συγγραφέας αφηγείται γεγονότα της
παιδικής του ηλικίας, όταν μετακόμισε με την οικογένεια του στην Αθήνα.
Αρχή της αφήγησης Φθινόπωρο του 1922. Στη σελίδα 68, 71, 83, 88, 89 δυο-
τρεις γραμμές με διάλογο, σπάνε λίγο τη μονοτονία της αφήγησης.
Βασικός ήρωας είναι ο φοιτητάκος που στο τέλος του κεφαλαίου μαθαίνουμε
ότι είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Ένας κλειστός και συνεσταλμένος νέος της
εποχής που σπουδάζει Νομική και του αρέσει η ποίηση και η λογοτεχνία.
Γόνος αστικής οικογένειας
Νεροποντή
Περίληψη: Το κεφάλαιο αναφέρεται στην εμπειρίες του συγγραφέα από τον
πόλεμο του 40΄. Ήταν φαντάρος στα μετόπισθεν. Στην αρχή του πολέμου
βρίσκεται σ’ ένα στρατόπεδο πλάι στο ποταμό Μετσοβίτη. Δεν έχουν δει
ακόμα πόλεμο αλλά ταλαιπωρούνται παρά πολύ εξαιτίας του καιρού. Βρέχει
ασταμάτητα. Τα πάντα είναι βρεγμένα. Τα ρούχα τους, τα σκεπάσματα, οι
σκηνές στάζουν, παντού λάσπη. Τους εξοργίσει που στην Αθήνα θεωρούν ότι
η νίκη είναι εύκολη υπόθεση και θεωρούν τους Ιταλούς χαζούς και εύκολους
αντιπάλους. Κάνει παρέα με άλλους, Αθηναίους και μη. Τον Μελετίου, τον
3. Γιώργη, το Μαρδόπουλο, το Φιλιππακόπουλο. Ο καθένας με διαφορετικό
χαρακτήρα. Κυκλοφορεί η φήμη ότι θα γίνει μεγάλη επίθεση και αρχίζουν να
φορτώνουν πυρομαχικά. Ένα βράδυ ακούνε από μακριά τα κανόνια για
πρώτη φορά. Δίπλα από το στρατόπεδο περνούσαν μονάδες για το μέτωπο
φωνάζοντας τον τόπο καταγωγής τους μήπως βρουν κάποιο φίλο,
συμπατριώτη ή συγγενή ανάμεσά τους. Ύστερα έρχεται η εντολή να
προωθηθούν. Μαζεύουν τα πράγματα τους και φορτώνονται στα φορτηγά. Το
ταξίδι τους φαίνεται ατελείωτο. Ο καιρός συνεχίζει να είναι χάλια. Βροχή,
ομίχλη, χαλάζι, χιόνι. Απορούν πως βλέπει ο οδηγός του φορτηγού. Το ταξίδι
μοιάζει ατελείωτο και πολλοί δυσανασχετούν και διαμαρτύρονται.
Στρατοπεδεύουν έξω από τα Γιάννενα, στο Πέραμα. Η πόλη είναι επί ποδός
πολέμου. Παντού στρατιώτες και εκεί συναντούν σε ένα λουκουματζίδικο έναν
τραυματία από το μέτωπο που τους μεταφέρει την κατάσταση από το μέτωπο.
Εδώ υπάρχει μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στην εικόνα που έχουν οι
φαντάροι που δεν έχουν πάει στο μέτωπο οι οποίοι νομίζουν ότι οι τσολιάδες
πολεμάνε με ξιφολόγχη, τσαρούχια και φουστανέλα και φωνάζουν αέρα και
στην εικόνα που τους μεταφέρει ο τραυματίας. Έπειτα οι αναμνήσεις του
συγγραφέα μεταφέρονται στα ελληνοαλβανικά σύνορα όπου είχαν
κατασκηνώσει σε ένα σπίτι. Εκεί περνούσαν ήρεμες ώρες μακριά από το
πόλεμο. Κάθε βράδυ μαζεύονταν και τραγουδούσαν, παίζανε χαρτιά,
συζητούσαν, κάπνιζαν και λέγανε ιστορίες από τη ζωή τους. Έρχεται
μετάθεση για να πάει στο στρατηγείο.