SlideShare a Scribd company logo
1 of 22
Download to read offline
Τραπεζική - τάσεις (πριν)
                        και προοπτικές (μετά την κρίση)
Άγγελος Αντζουλάτος
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ
 ΤΜΗΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ
 & ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ
 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ
 ΠΑΝΕΠΙΣ
ΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΏΣ



http://www.hba.gr/Index.asp?Menu=5&smap=BiblioDetailsFm2.asp?id=80


Από    τα    τέλη     της    δεκαετίας      του    ’70,   το    μεγάλο       διεθνές      «κύμα»      της
χρηματοοικονομικής απελευθερώσεως και αποκανονικοποιήσεως (deregulation), μαζί
με    τις   ταχύτατες       τεχνολογικές     εξελίξεις    στη    διαχείριση     και     την       ανάλυση
πληροφοριών, την πρόοδο στη χρηματοοικονομική θεωρία, τη χρηματοοικονομική
καινοτομία, την παγκοσμιοποίηση και τον εκ του αποτελέσματος εντονότατο
ανταγωνισμό, επηρέασαν πάρα πολύ και μετασχημάτισαν τα χρηματοοικονομικά
συστήματα σε όλο τον κόσμο.


Σ
τον τραπεζικό τομέα ιδιαίτερα, η στρατηγική απάντηση των τραπεζών στους
κινδύνους     και     τις   ευκαιρίες    που      δημιουργήθηκαν       στο     νέο     και    ταχύτατα
μεταβαλλόμενο         χρηματοοικονομικό        περιβάλλον       αντικατοπτρίζεται         στη      μεγάλη
μετατόπιση      από     παραδοσιακές       δραστηριότητες        διαμεσολαβήσεως,            οι    οποίες
κερδίζουν επιτοκιακό εισόδημα (interest income), προς δραστηριότητες οι οποίες
κερδίζουν μη-επιτοκιακό (non-interest income) εισόδημα [DeYoung and Rice
(2004a,b,c), Goddard et al. (2007)].


Ως αποτέλεσμα, η συμβολή του μη-επιτοκιακού εισοδήματος, το οποίο αποτελεί μέτρο
της λειτουργικής διαφοροποιήσεως των τραπεζών, στο συνολικό εισόδημα των
τραπεζών αυξήθηκε το 2003 σε σχεδόν 50% στις ηΠΑ, περίπου διπλάσιο από ό,τι ήταν
είκοσι χρόνια πριν (DeYoung and Rice, 2004a). Σ
την ευρώπη αυξήθηκε από 26% το
1981 σε περίπου 41% το 1998 (Lepetit et al. 2008a).


Αναλυτικότερα, στην πλευρά των κινδύνων, αυξήθηκε ο ανταγωνισμός μεταξύ των
τραπεζών, των αγορών χρήματος και κεφαλαίων, και των άλλων διαμεσολαβητών
(όπως αμοιβαία κεφάλαια).


Οι τράπεζες αντιμετώπισαν ισχυρότερο ανταγωνισμό για τη χρηματοδότηση των
μεγάλων και περισσότερο αξιόπιστων δανειζομένων (πλευρά ενεργητικού του
ισολογισμού), καθώς επίσης και για τις καταθέσεις των νοικοκυριών και των
επιχειρήσεων (πλευρά παθητικού): Οι πλέον αξιόπιστοι δανειζόμενοι μπορούσαν να
αντλήσουν κεφάλαια φθηνότερα στις αγορές, ενώ οι έχοντες πλεόνασμα κεφαλαίων
είχαν περισσότερο επικερδείς επενδυτικές επιλογές συγκριτικά με τις καταθέσεις.


Σ
την πλευρά των ευκαιριών, οι τράπεζες μπορούσαν να επεκταθούν σε κερδοσκοπικές
επενδύσεις (trading), καθώς και σε δραστηριότητες οι οποίες κέρδιζαν προμήθειες,
όπως, επενδυτική τραπεζική και ασφάλειες, τις οποίες το περιοριστικό ως τα τέλη
της δεκαετίας του ‘80 θεσμικό πλαίσιο σε μεγάλο βαθμό απαγόρευε. επιπροσθέτως,
μπορούσαν    να   κερδίσουν   περισσότερες   προμήθειες   από   παραδοσιακές      δρα
στηριότητες διαμεσολαβήσεως χρησιμοποιώντας νέα προϊόντα, όπως, τιτλοποιήσεις
των απαιτήσεων από πιστωτικές κάρτες και στεγαστικά δάνεια, καθώς επίσης
προσφέροντας νέες υπηρεσίες σχετιζόμενες με παραδοσιακές δραστηριότητες, όπως
ΑΤμs και υπηρεσίες ηλεκτρονικών πληρωμών.


Οι αλλαγές, όμως, στη σύνθεση του ισολογισμού των τραπεζών της ελλάδας ήταν
συνθετότερες από τις αντίστοιχες των τραπεζών της ευρωζώνης. Σ
την πλευρά του
παθητικού, οι συντελεσθείσες την περίοδο 1985-2006 αλλαγές ήταν παρόμοιες με
αυτές των υπολοίπων χωρών μελών της ευρωζώνης, αλλά και των ηΠΑ, με
χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μείωση των καταθέσεων ως ποσοστού του συνολικού
παθητικού. Αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι οι δυνάμεις σε επίπεδο χώρας είχαν μικρή
επίδραση συγκριτικά με τις κοινές διεθνείς δυνάμεις. Αντιθέτως, οι αλλαγές στην
πλευρά του ενεργητικού διαφέρουν: Τα δάνεια ως ποσοστό του ενεργητικού
αυξήθηκαν στην ελλάδα και μειώθηκαν στην ευρωζώνη, ενώ τα αξιόγραφα
ακολούθησαν την αντίθετη πορεία. Αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι στην ελλάδα οι
δυνάμεις σε επίπεδο χώρας είχαν ισχυρότερη επίδραση από τις διεθνείς.


H διαφορετική εμπειρία της ελλάδας αντανακλάται και στα αποτελέσματα χρήσεως.
Σ
την μεν ελλάδα το επιτοκιακό εισόδημα ως ποσοστό του συνολικού λειτουργικού
εισοδήματος αυξήθηκε, ενώ στην ευρωζώνη και τις ηΠΑ μειώθηκε.


Προοπτικές


Oι αναμενόμενες μεταβολές στις διεθνείς και στις εγχώριες δυνάμεις αλλαγής
εισηγούνται ότι ο ρόλος των τραπεζών στην ελληνική οικονομία θα αυξηθεί, ενώ η
λειτουργία τους θα βελτιωθεί. Ανάμεσα στις πρώτες δυνάμεις ξεχωρίζουν οι
κυοφορούμενες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο και οι εξελίξεις στις διεθνείς αγορές
χρήματος και κεφαλαίων. Κυρίαρχες ανάμεσα στις δεύτερες είναι οι οικονομικές
συνθήκες στη χώρα και δη η ανάγκη να μειωθούν τα ελλείμματα και τα χρέη, καθώς
και να τεθούν οι βάσεις για διατηρήσιμη (sustainable) ανάπτυξη.


Σ
υγκεκριμένα, έχοντας ως στόχο την αποφυγή μιας νέας μεγάλης κρίσεως, το
θεσμικό εκκρεμές άλλαξε πάλι κατεύθυνση, από τον άκρατο φιλελευθερισμό προς
μεγαλύτερο     παρεμβατισμό.    Οι   κυοφορούμενες    αλλαγές     κινούνται      προς    δύο
κατευθύνσεις: α) μείωση της μοχλεύσεως και αύξηση της ρευστότητας, και β)
περιορισμό     των   δραστηριοτήτων     υψηλού     κινδύνου     των     τραπεζών,       όπως,
κερδοσκοπικές επενδύσεις (trading) και συμμετοχές σε κερδοσκοπικά επενδυτικά
σχήματα (hedge funds). η λογική προσδοκία είναι ότι το θεσμικό εκκρεμές δεν θα
καταλήξει στο άλλο άκρο, του άκρατου παρεμβατισμού, όπως αυτό το οποίο
θεσμοθετήθηκε στον απόηχο της μεγάλης κρίσεως της δεκαετίας του ’30 και υπήρχε
μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Το σύστημα αυτό δεν μπόρεσε να
ανταποκριθεί     στις   σύγχρονες    οικονομικές     συνθήκες,    γι’     αυτό     άλλωστε
αντικαταστάθηκε από το υπάρχον.(;;;)




Παρότι,   όπως   διδάσκει   η   χρηματοοικονομική    ιστορία,    οι   όποιοι     περιορισμοί
επιβληθούν θα μπορούν να ξεπεραστούν σχετικά εύκολα, άλλωστε οι θεσμικοί
περιορισμοί έχουν αποτελέσει διαχρονικά έναν από τους ισχυρότερους καταλύτες
χρηματοοικονομικής καινοτομίας [Tufano (2003)], θα υπάρξει πίεση για μικρότερη
μόχλευση,    αυξημένη   ρευστότητα     και   απλούστερα   προϊόντα.      με    όρους     των
αναλυόμενων δεικτών, ο λόγος των καταθέσεων προς το συνολικό ενεργητικό θα
τείνει να αυξηθεί, όπως και ο λόγος των ιδίων κεφαλαίων, ενώ ο λόγος των δανείων
προς καταθέσεις να μειωθεί.


Ακόμη και αν δεν άλλαζε το θεσμικό πλαίσιο, οι ίδιες οι τράπεζες θα ελάμβαναν
παρόμοια μέτρα, υπό την πίεση των πελατών τους και από τις δύο πλευρές του
ισολογισμού - καταθετών και άλλων χρηματοδοτών από την πλευρά του παθητικού,
δανειζομένων και άλλων συναλλασσόμενων από την πλευρά του ενεργητικού. μέτρα
τα οποία θα οδηγούσαν σε παρόμοιες με τις προλεχθείσες αλλαγές στη δομή των
τραπεζικών ισολογισμών: μικρότερη χρηματοδότηση από τις αγορές και μεγαλύτερη
από τις (θεωρούμενες ως) σταθερότερες καταθέσεις, περισσότερα ίδια κεφάλαια,
απλούστερη διάρθρωση των εποπτικών κεφαλαίων, καλύτερη ποιότητα των στοιχείων
του ενεργητικού, λιγότερο αδιαφανείς (opaque) ισολογισμοί, μικρότερη έμφαση στις
ποσοτικές τεχνικές για την εκτίμηση των κινδύνων ...


Υπάρχει, επίσης, αναφορικά με το θεσμικό πλαίσιο, ένας ευρύς προβληματισμός
διεθνώς για το αν οι μεγάλες τράπεζες πρέπει να συρρικνωθούν ώστε να μειωθεί το
“too big to fail” πρόβλημα και τα συν αυτώ στρεβλά κίνητρα των τραπεζών και οι
κίνδυνοι για την οικονομία. η δυνατότητα των τραπεζών να επηρεάζουν τις
αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας εισηγείται ότι αυτός ο προβληματισμός κατά πάσα
πιθανότητα δεν θα οδηγήσει σε μέτρα.


Αναφορικά με τις εξελίξεις στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων, η υπόθεση
εργασίας είναι ότι θα επικρατήσει η κοινή λογική: Δεν θα επέλθει δραματική
συρρίκνωση, όπως αυτή η οποία ακολούθησε την κρίση της δεκαετίας του 1930 και
διήρκεσε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, αλλά ούτε και θα επιστρέψει η προ
της κρίσεως ευφορία, όπως συνέβη μετά την κρίση του μεξικού το 1994, της Ν.Α.
Ασίας το 1997 και σε πλείστες όσες άλλες περιπτώσεις.


H δραματική συρρίκνωση, εάν επέλθει, θα είναι αποτέλεσμα ενός πολύ αυστηρού
θεσμικού πλαισίου, ανάλογου με το αναποτελεσματικό πλαίσιο το οποίο υπήρχε μέχρι
τα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Σ
ε αυτή την περίπτωση δεν θα μιλάμε για τράπεζες οι
οποίες λειτουργούν με χρηματοοικονομικά κριτήρια, όπως αυτά τα οποία διέπουν την
παρούσα ανάλυση, αλλά για τράπεζες οι οποίες κινούνται με βάση ένα ογκώδες βιβλίο
κανονισμών: Ποιος θα πάρει πίστωση και με ποιους όρους, ποιο θα είναι το επιτόκιο
καταθέσεων, ποιος θα δικαιούται να εξάγει κεφάλαια και με ποιους όρους ... μάλλον
απίθανο να συμβεί.


Αλλά και η ευφορία είναι μάλλον απίθανο να επιστρέψει, τουλάχιστον σύντομα. Οι
κυοφορούμενες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο δεν είναι ευνοϊκές. Ούτε και οι
οικονομικές       συνθήκες:    Για        αρκετά    χρόνια     μετά       το   ξέσπασμα       μιας
χρηματοοικονομικής κρίσεως, οι τιμές των ακινήτων και των μετοχών, και ο ρυθμός
αυξήσεως του ΑεΠ παραμένουν χαμηλότερα από τα προ της κρίσεως επίπεδα, ενώ η
ανεργία υψηλότερα [Rreinhart and Rogoff (2009)]. εάν, παρά ταύτα, επιστρέψει η
ευφορία, σύντομα θα μιλάμε για την επόμενη κρίση, οπότε το παρόν κείμενο θα έχει
εφαρμογή τότε.η αναμενόμενη μείωση της προσφοράς δανείων, λόγω των πιέσεων
από τις διεθνείς δυνάμεις, θα συνοδευθεί και από μείωση της ζητήσεως, λόγω κυρίως
των   δυνάμεων      χώρας.    λεπτομέρειες,        με   επίκεντρο   την    ελλάδα,    παρέχονται
κατωτέρω.
Σ
το νέο περιβάλλον, η λειτουργία των τραπεζών θα βελτιωθεί και ο ρόλος τους στην
οικονομία    θα    αναβαθμιστεί      ποιοτικά.     Τα   θεμελιώδη     οικονομικά     μεγέθη   των
αιτουμένων    χρηματοδότηση          θα    έχουν    μεγαλύτερη      βαρύτητα    στις    σχετικές
αποφάσεις, αυξάνοντας τον ρόλο των τραπεζών ως παραγόντων οι οποίοι επιλύουν
τα προβλήματα της ασύμμετρης πληροφορήσεως τα οποία υπάρχουν στις σχέσεις
χρηματοδοτών και χρηματοδοτουμένων. Σ
την αναβάθμιση του ρόλου των τραπεζών
θα συμβάλει και η τρωθείσα αξιοπιστία των οίκων αξιολογήσεως πιστωτικού κινδύνου
(credit rating agencies), των «παικτών» οι οποίοι μετριάζουν τα εν λόγω προβλήματα
για τους επενδυτές οι οποίοι δεν έχουν τον χρόνο, τα μέσα και την τεχνογνωσία να
κάνουν τις σχετικές αναλύσεις.


Τα αυστηρότερα κριτήρια και η μειωμένη διαθεσιμότητα χρηματοδοτήσεων θα
ασκήσουν πίεση για μείωση των ελλειμμάτων και των χρεών, κυβερνήσεων, χωρών,
επιχειρήσεων και νοικοκυριών, και για αύξηση των αποταμιεύσεων. Ένεκα αυτής,
ίσως μειωθεί ο λόγος των πιστώσεων ως προς το ΑεΠ. Παρά ταύτα, ο ρόλος των
τραπεζών θα ενισχυθεί ποιοτικά, καθότι θα έχουν μεγαλύτερο ποσοστό στη
χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα από ό,τι πριν την κρίση, ενώ οι αγορές θα έχουν
μικρότερο. Σ
την ελλάδα, ειδικότερα, οι ανωτέρω διεθνείς δυνάμεις θα ενισχυθούν
από την ανάγκη των νοικοκυριών να αποταμιεύουν περισσότερο, λόγω και της
συρρικνώσεως του κράτους προνοίας, και από την ανάγκη για παραγωγικές
επενδύσεις οι οποίες δημιουργούν θέσεις εργασίας και οδηγούν στην άνοδο του ΑεΠ
και των εισοδημάτων. Το τελευταίο θα συμβάλει στη μείωση του φορτίου των
συσσωρευμένων χρεών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, ενώ, όπως προκύπτει
από την ταυτότητα αποταμιεύσεων-επενδύσεων, η αύξηση των αποταμιεύσεων μπορεί
να συμβάλει στην αναγκαία μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών
συναλλαγών.
Επίσης,   τα    αυστηρότερα   χρηματοδοτικά   κριτήρια   στις   διεθνείς   αγορές   θα
μεταφερθούν και στην εγχώρια οικονομία: εάν οι εγχώριες τράπεζες χορηγούν
παρακινδυνευμένα δάνεια, ο αυξημένος κίνδυνος των στοιχείων του ενεργητικού θα
προκαλέσει προβλήματα στη χρηματοδότησή τους από τις διεθνείς αγορές.


Περαιτέρω, η αύξηση των αποταμιεύσεων θα συμβάλει και στην αύξηση των
καταθέσεων και στην περαιτέρω ενίσχυση του ρόλου των τραπεζών στην ελληνική
οικονομία.     με την αποστροφή προς τον κίνδυνο των νοικοκυριών να έχει αυξηθεί,
συνεπεία των διαδοχικών κρίσεων των τελευταίων ετών, στις επενδυτικές αποφάσεις
τους θα έχει μεγαλύτερη βαρύτητα η ασφάλεια, την οποία παρέχουν οι καταθέσεις,
έναντι των αποδόσεων, τις οποίες παρέχουν οι επενδύσεις στις αγορές. Αυτό θα
δώσει ώθηση στη δημιουργία σύνθετων καταθετικών προϊόντων, τα οποία επιτρέπουν
ικανοποιητικές αποδόσεις, ενώ ταυτόχρονα προστατεύουν το κεφάλαιο, όπως,
μακροπρόθεσμες καταθέσεις με εγγυημένο πραγματικό επιτόκιο - για προστασία από
τον κίνδυνο του πληθωρισμού.


Αναζητώντας επιπλέον πηγές κερδοφορίας, οι ελληνικές τράπεζες θα αυξήσουν τη
λειτουργική διαφοροποίησή τους, με αποτέλεσμα την αύξηση του μη-επιτοκιακού
εισοδήματος ως ποσοστού του λειτουργικού εισοδήματος. η διαφοροποίηση μάλλον
δεν θα προέλθει από κερδοσκοπικές τοποθετήσεις, αλλά από αύξηση των προμηθειών
τόσο   από   παραδοσιακές    δραστηριότητες   διαμεσολαβήσεως          όσο   και   από   μη
παραδοσιακές δραστηριότητες, όπως ασφάλειες και προϊόντα περιβαλλοντικής
χρηματοοικονομικής. η αλλαγή του ασφαλιστικού συστήματος και τα εντεινόμενα
περιβαλλοντικά προβλήματα θα συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση. Όπως και το
περισσότερο ευμετάβλητο μακροοικονομικό περιβάλλον.


Εν ολίγοις, η εκτίμηση του γράφοντος είναι ότι τόσο οι κυοφορούμενες αλλαγές στο
θεσμικό πλαίσιο και οι αναμενόμενες μεταβολές στις διεθνείς χρηματαγορές, όσο και
οι ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, θα οδηγήσουν σε αύξηση του ρόλου των
τραπεζών και σε βελτίωση της λειτουργίας τους - προς όφελος της πραγματικής
οικονομίας. Ο χρόνος θα δείξει εάν αυτή η αισιόδοξη εκτίμηση επαληθευθεί.


Απαραίτητη προϋπόθεση προς τούτο είναι οι αρχές της χώρας να λάβουν τα
κατάλληλα μέτρα. η μεν Τράπεζα της ελλάδος, στον βαθμό που της επιτρέπει το
θεσμικό πλαίσιο της ευρωζώνης, να δώσει κίνητρα στις τράπεζες για χρηματοδότηση
παραγωγικών    επενδύσεων.    η   δε   κυβέρνηση   να   μειώσει   τα    αντικίνητρα      για
δημιουργικές δραστηριότητες και αποταμίευση, και να θεσπίσει κίνητρα για
μακροπρόθεσμες αποταμιεύσεις τις οποίες καθιστά αναγκαίες η συρρίκνωση του
κράτους πρόνοιας. επιπλέον, η κυβέρνηση θα πρέπει να μην παρεμβαίνει στις
χρηματοδοτικές αποφάσεις των τραπεζών με κριτήρια μη χρηματοοικονομικά.


Και μία σχετική με το θεσμικό πλαίσιο παρατήρηση. η διαφορετική εμπειρία της
ελλάδας, αλλά και οι διαφορετικές ανάγκες της οικονομίας της, εισηγούνται ότι οι
όποιες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο και αν προκριθούν, θα πρέπει να υπάρχει
περιθώριο προσαρμογής στις ιδιαίτερες συνθήκες της χώρας. Ένας κώδικας οδικής
κυκλοφορίας - γιατί το θεσμικό πλαίσιο είναι ο κ.ο.κ. του χρηματοοικονομικού
συστήματος, όσο καλός και αν είναι, δεν μπορεί να είναι εξ ίσου κατάλληλος για όλες
τις χώρες.
Σ
υγκέντρωση και ανταγωνιστικότητα
στον τραπεζικό τομέα
Συλλογικός Τόμος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών με θέμα:
"Η διεθνής κρίση, η κρίση στην ευρωζώνη και το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα" – 11/2011


Εμμανουήλ Τσιριτάκης
Αναπλ ηρωτής Κ αθηγητής
Τμήμα Χρηματοο ικονομ ικής & Τ ραπε ζικής Διοικητικής
Πανεπ ιστ ημίο Πειραιώς
Ηλίας Τσιριγωτάκης
οικονομ ικος αναλυτης
τμ ημα Σ
τρατηγικού Σ
χεδιασμού & Οικονομ ικής Ανάλ υσης
Εθνικη Τράπεζα




Το ενδιαφέρον των ειδικών και μη, για το επίπεδο ανταγωνιστικότητας και
αποτελεσματικότητας του τραπεζικού συστήματος έγκειται στον κεφαλαιώδη ρόλο
της χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης στη λειτουργία της υπόλοιπης οικονομίας.


Ήδη από την αρχή της προηγούμενης δεκαετίας εξελίσσεται μια παγκόσμια τάση
συγκέντρωσης του τραπεζικού κλάδου, η οποία είχε σαν αντίκτυπο την εγρήγορση
της πολιτείας και της σχετικής ακαδημαϊκής αρθρογραφίας για τις επιπτώσεις της
τάσης της στην ανταγωνιστικότητα και την αποτελεσματικότητα του συστήματος.
Υπήρξε και διατηρείται έντονο και δικαιολογημένο ενδιαφέρον για τα εξής δύο
ερωτήματα που αφορούν τον κλάδο.


Πρώτον, είναι το τραπεζικό σύστημα αποτελεσματικό; Δηλαδή είναι οι υπηρεσίες
διαμεσολάβησης με την παρούσα τεχνολογία παραγωγής όσο το δυνατόν φθηνές και
καλής ποιότητας;


Κατά δεύτερον, πώς επιδρά η συγκέντρωση του κλάδου στην ανταγωνιστικότητα;
Δηλαδή θα μπορούσαμε να έχουμε έναν τραπεζικό κλάδο με λιγότερες και
μεγαλύτερες επιχειρήσεις χωρίς να μειωθεί η ανταγωνιστικότητα του κλάδου;


Τελικά, δηλαδή, η διαδικασία συγκέντρωσης του κλάδου θα είχε σαν όφε-
λος μεγαλύτερη ασφάλεια και σταθερότητα στο σύστημα χωρίς κόστος για την
κοινωνία;
Tο   εκκρεμές    των    ρυθμίσεων    της    ελεύθερης    αγοράς   όσον     αφορά    τον
χρηματοπιστωτικό κλάδο διέγραψε το πλήρες τόξο του από την υπερ-θεσμοθετημένη
αγορά του 1940, απόρροια της κρίσης του 1930 (Banking Act 1933), η ταλάντωση
προσπέρασε την αρχή της απελευθέρωσης του συστήματος στη δεκαετία του ’70, και
έφτασε μέχρι την παρούσα κρίση που βρήκε το σύστημα στο πλέον ελεύθερο
περιβάλλον τα τελευταία 70 χρόνια.


Σ
την παρούσα συγκυρία, τη δυσκολία επιτείνει τα μέγιστα το γεγονός ότι το θεσμικό
εκκρεμές αλλάζει κατεύθυνση, από τον άκρατο φιλελευθερισμό προς μεγαλύτερο
παρεμβατισμό. Την προηγούμενη φορά που άλλαξε κατεύθυνση, στα τέλη της
δεκαετίας του ’70, δόθηκε μεγάλη ώθηση στο χρηματοοικονομικό σύστημα
-συμβάλλοντας στην τιθάσευση του οικονομικού κύκλου, αλλά, από την αρνητική
πλευρά, αυξήθηκε η συχνότητα, η ένταση και το κόστος των χρηματοοικονομικών
κρίσεων, καθώς και των ανισορροπιών- μι κροοικονομικών και μακροοικονομικών. Σ
ε
τι βαθμό παρεμβατισμού θα καταλήξει το θεσμικό εκκρεμές, στον απόηχο της
μεγάλης εν εξελίξει κρίσεως, δεν το γνωρίζουμε ακόμη.


Η    χρηματοοικονομική     διαμεσολάβηση     αποτελεί    προσπάθεια      επίλυσης   του
προβλήματος     της    ασύμμετρης    πληροφόρησης   στην    οικονομία.    Οι   τράπεζες
αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της αντίθετης επιλογής και του ηθικού κινδύνου όταν
συναλλάσσονται με δανειολήπτες. Οι τριβές που δημιουργούνται είναι ίσως ο
καθοριστικός παράγων στη διαμόρφωση της δομής του συστήματος. Τράπεζες με
κάποιον βαθμό μονοπωλιακής δύναμης είναι πιθανόν αναπόφευκτο φαινόμενο λόγω
της ανάγκης για δημιουργία φήμης, δικτύου και αποκλειστικών σχέσεων με τους
πελάτες (switching costs of banking). Η κοινωνία πρέπει να σταθμίσει τα οφέλη από
τα μεγαλύτερα κίνητρα που έχουν οι ολιγοπωλιακές τράπεζες να μειώσουν τις
επιπτώσεις της ασύμμετρης πληροφόρησης με το κόστος που προκύπτει.


Επιπροσθέτως,    οι    κυβερνήσεις   στην   προσπάθειά     τους   να     μειώσουν   την
ευθραυστότητα (fragility) του συστήματος (bank runs) δημιουργούν ένα ρυθμιστικό
πλαίσιο με πρόνοιες υπέρ των καταθετών (εγγυήσεις των καταθέσεων) αλλά και των
τραπεζών (διάσωση), που επιτείνει το πρόβλημα (της ύπαρξης τραπεζών με
μονοπωλιακή δύναμη) εισάγοντας το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου, αυτή τη φορά,
από την πλευρά των τραπεζών. Αν οι ρυθμιστικές αρχές επιχειρούν να λύσουν με
κανονισμούς (Βασιλεία ΙΙ ) την αντιστάθμιση μεταξύ ανταγωνιστικότητας και
συγκέντρωσης με γνώμονα τη σταθερότητα τουσυστήματος, δεν έχουν μεγάλη
επιτυχία.
Η σχέση μεταξύ συγκέντρωσης και ανταγωνιστικότητας (ή αποτελεσματικότητας)
του κλάδου συσσω ρεύει την προσοχή ακαδημαϊκών, τραπεζικών στελεχών και
κανονιστικών μηχανισμών, λόγω της ύπαρξης αντικρουόμενων απόψεων αναφορικά
με την αιτιότητα της σχέσης. Μια συνηθισμένη άποψη αναφέρεται στην ολιγοπωλιακή
δύναμη των μεγάλων τραπεζών, οι οποίες συνεπικουρούμενες από κανονιστικά
εμπόδια    αποτρέπουν         τον     δυνητικό    ανταγωνισμό       και     μειώνουν    την
αποτελεσματικότητα του χρηματοπιστωτικού συστή ματος.


Σ
την   περίπτωση     αυτή,    η     υψηλή   συγκέντρωση   συνεπάγεται        τόσο   χαμηλή
ανταγωνιστικότητα, όσο και χαμηλή αποτελεσματικότητα. Η αντίθετη άποψη
πρεσβεύει ότι οι ανταγωνιστικότερες τράπεζες έχουν μεγάλα μερίδια αγοράς και
χαμηλά κόστη, με αποτέλεσμα η υψηλή συγκέντρωση να είναι απόρροια της
επιβίωσης των πιο ανταγωνιστικών - αποτελεσματικών τραπεζών.




        ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ




Η διερεύνηση της σχέσης ανταγωνιστικότητας και συγκέντρωσης του τραπεζικού
συστήματος μιας χώρας έχει τη βάση της στη παραδοσιακή προσέγγιση της
μεθοδολογίας «Διάρθρωση - Σ
τρατηγική - Αποδοτικότη-τα» (Structure Contact
Performance ή SCP).


Η   παραδοσιακή       προσέγγιση       περιλαμβάνει    επίσης   τα        υποδείγματα   της
αποτελεσματικότητας      της        παραγωγικής   διαδικασίας   ή    αποτελεσματικότητας
κόστους (δυικό πρόβλημα) (productive and cost efficiency) με τον υπολογισμό των
οικονομιών κλίμακας και φάσματος και τον προσδιορισμό του άριστου μεγέθους της
επιχείρησης ή της παραγωγικής μονάδας.
Τα αντικρουόμενα συμπεράσματα των προσεγγίσεων αυτών έδωσαν το
έναυσμα για τη δημιουργία νέων υποδειγμάτων με έμφαση στο τραπεζικό
σύστημα, τα οποία ενσωματώνουν περισσότερες οπτικές γωνίες του προβλήματος
και οδηγούν σε καταλληλότερα συμπεράσματα.


Η προσέγγιση της μεθοδολογίας SCP θεωρεί ότι με δεδομένη (εξωγενή) τη δομή
του τραπεζικού συστήματος ως προς τη σχέση συγκέντρωσης-κερδοφορίας, η
συγκέντρωση του κλάδου οδηγεί σε υψηλότερα επιτόκια χορηγήσεων,
χαμηλότερα επιτόκια καταθέσεων και αυξημένη κερδοφορία. Η υπόθεση αυτή
έχει υποβληθεί σε εμπειρικό έλεγχο από ικανό αριθμό ερευνητών. Η εμπειρική της
μεθοδολογία απαιτεί την εκτίμηση μιας γραμμικής συνάρτησης ανηγμένης μορφής
(reduced form) στην οποία η εξηρτημένη μεταβλητή αποτελεί μια προσέγγιση της
κερδοφορίας της τράπεζας i στην αγορά j την περίοδο t.


Εναλλακτικά, ως εξηρτημένη μεταβλητή έχει χρησιμοποιηθεί το επιτόκιο καταθέσεων
(Berger and Hannan, 1989).


Οι επεξηγηματικές μεταβλητές συνήθως περιλαμβάνουν εναλλακτικές μετρήσεις της
συγκέντρωσης της αγοράς, καθώς και χαρακτηριστικές μεταβλητές ή μεταβλητές
ελέγχου (control variables) που αναμένεται να επηρεάζουν την κερδοφορία. Τέτοιες
μεταβλητές όσον αφορά τη συγκέντρωση, είναι δείκτης Herfindahl-Hirschmann (HH)
και οι δείκτες συγκέντρωσης των 3 ή 5 μεγαλύτερων τραπεζών CR-3 και CR-5,
αντίστοιχα. Άλλες μεταβλητές (μεταβλητές ελέγχου) που αναμένεται να επηρεάζουν
την κερδοφορία αντιστοιχούν κυρίως στο προφίλ κινδύνου της τράπεζας, στη δομή
του ενεργητικού και των υποχρεώσεών της, το μέγεθός της, την κεφαλαιακή της
επάρκεια κ.λπ. Οι πρώτες ενδείξεις (δεκαετία του ’90) από την προσέγγιση
αυτή απέτυχαν να απορρίψουν την υπόθεση SCP. Οι μελέτες των Berger and
Hannan,    (1989)   και      Hannan   and    Berger,   (1991),   χρησιμοποιώντας
αμερικανικά δεδομένα, βρήκαν ότι στις αγορές με μεγαλύτερη συγκέντρωση,
οι τράπεζες τείνουν (i) να πληρώνουν χαμηλότερα επιτόκια στις καταθέσεις,
τα οποία επίσης δεν προσαρμόζουν άμεσα στις αλλαγές των επιτοκίων της
διατραπεζικής αγοράς και         (ii) να    χρεώνουν υψηλότερα     επιτόκια   στις
χορηγήσεις.




Οι μεθοδολογίες της αποτελεσματικότητας της παραγωγής ή του κόστους
προτείνουν μια διαφορετική υπόθεση σχετικά με τη σχέση κερδοφορίας και
συγκέντρωσης. Η αποτελεσματικότητα της παραγωγικής διαδικασίας καθορίζει
ενδογενώς τη δομή της αγοράς (συγκέντρωση) και την κερδοφορία του τραπεζικού
κλάδου (αποδοτικότητα). Τράπεζες οι οποίες λειτουργούν με την πιο προηγμένη
τεχνολογία, με την πλέον κατάλληλη στελέχωση και με την ιδανικότερη κλίμακα
παραγωγής,    έχουν     πλεονέκτημα      αποδοτικότητας    το    οποίο     μεταφράζεται    σε
μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. Αν το σύνολο της τραπεζικής αγοράς μιας χώρας δεν
χωράει πολλές τέτοιου μεγέθους τράπεζες, τότε αναπόφευκτα το τραπεζικό σύστημα
της χώρας θα είναι πολύ συγκεντρωμένο.




Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, η μεθοδολογία SCP παρότι αποτελεί σημείο εκκίνησης
της    έρευνας    για    την    αποτελεσματικότητα       του     τραπεζικού     συστήματος,
εγκαταλείφθηκε σταδιακά την τελευταία δεκαετία, διότι τείνει να αγνοεί την πιθανή
ενδογένεια που υφίσταται μεταξύ της δομής της αγοράς και της αποδοτικότητας των
τραπεζών.     H      σύγχρονη    έρευνα     στράφηκε      τόσο      στην      αλληλεξάρτηση
ανταγωνιστικότητας και συγκέντρωσης, όσο και σε άλλους παράγοντες που
καθορίζουν την αποδοτικότητα του τραπεζικού συστήματος, όπως η κερδοφορία και
ο     προσπορισμός      υπερ-κανονικών     κερδών     (rents).    Οι     παράγοντες     αυτοί
προσδιορίζονται από τη σύγχρονη θεωρία διαμεσολάβησης και αφορούν κυρίως το
κανονιστικό πλαίσιο των τραπεζών, την ασυμμετρική πληροφόρηση στις σχέσεις
τράπεζας-δανειοληπτών, τα κόστη διαμεσολάβησης (switching costs), τη γεωγραφική
θέση (σύνορα, απόσταση) (spatial competition) κ.ά. Παράλληλα, εκπορευόμενα από
την πολύπλευρη αυτή θεώρηση, έχουν αναπτυχθεί επιχειρήματα σχετικά με τη σχέση
συγκέντρωσης και στα θερότητας (stability) ή ευθραυστότητας (fragility) του
τραπεζικού συστήματος. Το ενδιαφέρον εδώ έγκειται σε πιθανώς αντικρουόμενα
συμπεράσματα που εξάγονται από τη θεωρία ασυμμετρικής πληροφόρησης Αν η
συγκέντρωση       του    τραπεζικού      συστήματος     συντείνει      στην    αύξηση     της
αποδοτικότητας των τραπεζών, θα τείνει να τις καταστήσει λιγότερο ευάλωτες στον
πειρασμό για επενδύσεις σε επικίνδυνα χαρτοφυλάκια (μεγαλύτερη συγκέντρωση,
μεγαλύτερη σταθερότητα). Από την άλλη πλευρά, αν η αυξημένη συγκέντρωση και
αποδοτικότητα συνάδει με αυξημένα επιτόκια χορηγήσεων, τότε η δύναμη της
αντίθετης επιλογής θα τείνει να καταστήσει τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια των
τραπεζών πιο επικίνδυνα, καθώς οι δανειζόμενες επιχειρήσεις θα τείνουν να
αναλαμβάνουν περισσότερο κίνδυνο.


Από την ευρύχωρη παλέτα των θεωρητικών και εμπειρικών προσεγγίσεων του
προβλήματος της διάρ θρωσης και ανταγωνιστικότητας του τραπεζικού συστήματος
επιλέγουμε δύο υποδείγματα που αποτελούν πεδίο σύγκρισης αποτελεσμάτων στη
διεθνή βιβλιογραφία και είναι προσιτά σε εμπειρική ανάλυση, δυστυχώς όχι
άμοιρης προβλημάτων. Οι μεθοδολογίες των Panzar και Rosse (1977, 1982, 1987)
και των Bresnahan (1982,1989) και Lau (1982) βασίζονται σε υποδείγματα
μικροοικονομικής ισορροπίας και καταλήγουν σε παραπλήσια μέτρα του επιπέδου
ανταγωνιστικότητας της τραπεζικής αγοράς. Για λόγους συγκρισιμότητας με τη
διεθνή βιβλιογραφία αλλά και ευκολίας πρόσβασης στα σχετικά δεδομένα, η
εμπειρική μας προσέγγιση όσον αφορά το πρώτο υπόδειγμα θα ακολουθήσει τη
μεθοδολογία των Panzar και Rosse. Οι Panzar και Rosse εξάγουν συμπεράσματα
σχετικά με την ανταγωνιστικότητα του τραπεζικού συστήματος από τη συ-
μπεριφορά των συνολικών μικτών εσόδων των επιμέρους τραπεζών ως προς
τις μεταβολές των τιμών των κύριων εισροών τους. Με την εκτίμηση μιας
γραμμικής   σχέσης   ανηγμένης    μορφής    σε   λογάριθμους    των    μεταβλητών,
υπολογίζονται οι ελαστικότητες των συνολικών εσόδων ή των επιτοκιακών εσόδων
(εξηρτημένη μεταβλητή) ως προς τις τιμές τριών κύριων εισροών οι οποίες
αποτελούν τις ανεξάρτητες μεταβλητές μαζί με τις μεταβλητές ελέγχου. Οι τρεις
κύριες εισροές είναι οι καταθέσεις, η εργασία και το φυσικό κεφάλαιο. Οι Panzar και
Rosse έδειξαν ότι το άθροισμα των ελαστικοτήτων των τριών αυτών
εισροών, δηλαδή η μεταβλητή «Η», είναι αρνητική για το μονοπώλιο και το
οργανωμένο ολιγοπώλιο, μεταξύ του μηδενός και της μονάδας για τον
μονοπωλιακό ανταγωνισμό και ίση με τη μονάδα για τις τράπεζες που
λειτουργούν σε καθεστώς μακροχρόνιας ανταγωνιστικής ισορροπίας. Το
αποτέλεσμα αυτό βασίζεται στις μορφές της ελαστικότητας ζήτησης του τελικού
προϊόντος   (το υπόδειγμα υποθέτει συνάρτηση παραγωγής και κόστους            ενός
προϊόντος). Οι επιχειρήσεις   (τράπεζες) σε περιβάλλον      τέλειου   ανταγωνισμού
αντιμετωπίζουν μια πλήρως ελαστική ζήτηση και σε (μακροχρόνια) ισορροπία
τιμολογούν το προϊόν τους στο οριακό κόστος του. Μια ισοποσοστιαία αύξηση του
κόστους παραγωγής θα τείνει να αυξήσει την τιμή του προϊόντος και τα έσοδα κατά
το ίδιο ποσοστό (Η = 1). Αντίθετα, οι τράπεζες που ασκούν μονοπωλιακή δύναμη ή
λειτουργούν ως οργανωμένοι ολιγοπωλητές τιμολογούν στο ελαστικό μέρος μιας
σχετικά ανελαστικής καμπύλης ζήτησης και η αύξηση του κόστους αυξάνει την τιμή
ισορροπίας αλλά μειώνει τα έσοδα (Η < 0). Σ
την ενδιάμεση περίπτωση, μια
μονοπωλιακά ανταγωνιστική τράπεζα ή αυτή που λειτουργεί σε αγορά υπό την πίεση
δυνητικού ανταγωνισμού (contestable market) αντιμετωπίζει ανελαστική καμπύλη
ζήτησης, αλλά η κάθε τράπεζα τείνει να αυξήσει το παραγόμενο προϊόν της, οπότε
και η αύξηση του κόστους οδηγεί σε αύξηση των εσόδων μικρότερη από αναλογική
(Η < 1)
Προσδιοριστικοί παράγοντες της ανταγωνιστικότητας -
συγκέντρωση και ανταγωνιστικότητα
Η θεωρητική σχέση μεταξύ του βαθμού συγκέντρωσης μιας τραπεζικής
αγοράς      και    της   ανταγωνιστικότητας       και   αποτελεσματικότητας     των
χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που την απαρτίζουν δεν είναι ξεκάθαρη, συνε-
πώς απαιτείται περαιτέρω εμπειρική διερεύνηση.


Η τάση συγκέντρωσης στις τραπεζικές αγορές παγκοσμί ως, όπως και στη
δική μας αγορά, μας οδηγεί να εξετάσουμε στη συνέχεια, με το δεύτερο
υπόδειγμα, την επίδραση που ενδέχεται να ασκεί η συγκέντρωση στο
καθαρό       άνοιγμα      των      επιτοκίων     χορηγήσεων         και   τραπεζικής
χρηματοδότησης (Net Interest Margin - NIM). Η μεταβλητή αυτή
αναμένεται να αποτελεί σαφέστερη μέτρηση της αποτελεσματικότητας
και της ανταγωνιστικότητας του τραπεζικού συστήματος στις πιο
παραδοσιακές τραπεζικές δραστηριότητες από το στατιστικό «Η».


Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η πληροφορία που περιέχεται στην εκτίμηση
του «Η» είναι λιγότερο έγκυρη από ό,τι απαιτείται για να αποτελεί το μόνο
σημείο      αναφοράς.        Η     σχέση      συγκέντρωσης     ανταγωνιστικότητας-
αποτελεσματικότητας, όπως αντανακλάται στο μέγεθος του ΝΙΜ, ενδέχεται να
επηρεάζεται σημαντικά από το επίπεδο της κανονικοποίησης του ρυθμιστικού
περιβάλλοντος (regulation) της αγοράς, τη σχέση ανταγωνιστικότητας-
αποτελεσματικότητας, καθώς και άλλους θεσμικούς ή ειδικούς παράγοντες.


Το επίπεδο πληθωρισμού π.χ. ενοχοποιείται για τη θετική επίδραση που ασκεί
στο   ΝΙΜ    προξενώντας         μεγαλύτερη    ασυμμετρία    στην    πληροφόρηση.   Η
δυνατότητα χρηματοδότησης των επιχειρήσεων από την κεφαλαιαγορά
πιθανόν εξασκεί πιέσεις στο ΝΙΜ, όπως επίσης ενδέχεται ο οικονομικός κύκλος
να επιδρά         στο ύψος   των    επιτοκίων χορηγήσεων       και    καταθέσεων.   Η
ομοιομορφία του ρυθμιστικού πλαισίου του τραπεζικού συστήματος
της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ζώνης του ευρώ, αποτελεί το άλλοθι
της ανυπαρξίας των σχετικών μεταβλητών ελέγχου.
Δείγμα και μεθοδολογία
Το εμπειρικό κομμάτι της παρούσας μελέτης χρησιμοποιεί ένα αρχικό δείγμα
(unbalanced set) 210 χρημα τοπιστωτικών ιδρυμάτων από 20 χώρες της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, με τα στοιχεία σε εταιρική βάση να προ έρχονται από τη βάση δεδομένων
BankScope, ενώ για τις μακροοικονομικές μεταβλητές χρησιμοποιούμε ως πηγή την
Eurostat. Η επιλογή του δείγματος επικεντρώθηκε στην προσπάθεια κάλυψης ενός
σημαντικού ποσοστού του ενεργητικού του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα. Για τον
λόγο αυτό, η κατασκευή του δείγματος ξεκίνησε στο μοτίβο των ευρωπαϊκών
τραπεζών που έλαβαν μέρος στις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων
(stress tests), οι οποίες διεξήχθησαν τον Ιούλιο του 2010 υπό τον συντονισμό της
Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (CEBS), σε συνεργασία με την
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Οι 91 αυτές ευρωπαϊκές τράπεζες αθροιστικά
αντιπροσωπεύουν το 65% του συνολικού του ενεργητικού του ευρωπαϊκού τραπεζικού
συστήματος, ενώ με την επιλογή μας να συμπεριλάβουμε επιπλέον 119 τράπεζες, το
δείγμα μας αντιπροσωπεύει πλέον περίπου το 85%. Τα στοιχεία που χρησιμοποιούμε
είναι σε ενοποιημένη βάση για την περίοδο 2000-2009, με τον αριθμό των
παρατηρήσεων ανά χρονιά να ανέρχεται,κατά μέσο όρο, σε 2.300
συγκεντρωση ανταγωνιστικότητα τραπεζες(εετ)
συγκεντρωση ανταγωνιστικότητα τραπεζες(εετ)
συγκεντρωση ανταγωνιστικότητα τραπεζες(εετ)
συγκεντρωση ανταγωνιστικότητα τραπεζες(εετ)
συγκεντρωση ανταγωνιστικότητα τραπεζες(εετ)
συγκεντρωση ανταγωνιστικότητα τραπεζες(εετ)
συγκεντρωση ανταγωνιστικότητα τραπεζες(εετ)
συγκεντρωση ανταγωνιστικότητα τραπεζες(εετ)

More Related Content

Similar to συγκεντρωση ανταγωνιστικότητα τραπεζες(εετ)

επανασχεδιασμός του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος
επανασχεδιασμός του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματοςεπανασχεδιασμός του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος
επανασχεδιασμός του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος
Thanos Niforos
 
Communicate 2011 ελλάδα-εθνική αναφορά
Communicate 2011 ελλάδα-εθνική αναφορά Communicate 2011 ελλάδα-εθνική αναφορά
Communicate 2011 ελλάδα-εθνική αναφορά
ΟΤΟΕ
 

Similar to συγκεντρωση ανταγωνιστικότητα τραπεζες(εετ) (20)

Case study 2012
Case study 2012Case study 2012
Case study 2012
 
Τι σημαίνει πραγματικά η «Έξοδος στις Αγορές"
Τι σημαίνει πραγματικά η «Έξοδος στις Αγορές"Τι σημαίνει πραγματικά η «Έξοδος στις Αγορές"
Τι σημαίνει πραγματικά η «Έξοδος στις Αγορές"
 
ΣΕΒ 17-11-2016
ΣΕΒ 17-11-2016ΣΕΒ 17-11-2016
ΣΕΒ 17-11-2016
 
ΣΕΒ - εβδομ. Δελτίο 08-12-16
ΣΕΒ - εβδομ. Δελτίο 08-12-16ΣΕΒ - εβδομ. Δελτίο 08-12-16
ΣΕΒ - εβδομ. Δελτίο 08-12-16
 
επανασχεδιασμός του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος
επανασχεδιασμός του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματοςεπανασχεδιασμός του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος
επανασχεδιασμός του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος
 
Special report ptoxeftiko21_11_2017
Special report ptoxeftiko21_11_2017Special report ptoxeftiko21_11_2017
Special report ptoxeftiko21_11_2017
 
ΣΕΒ - εβδομ. Δελτίο 24-11-16
ΣΕΒ - εβδομ. Δελτίο 24-11-16ΣΕΒ - εβδομ. Δελτίο 24-11-16
ΣΕΒ - εβδομ. Δελτίο 24-11-16
 
Ενημερωτικό για ν 4021 2011
Ενημερωτικό για ν 4021 2011Ενημερωτικό για ν 4021 2011
Ενημερωτικό για ν 4021 2011
 
Το χρέος και η απομείωση
 Το χρέος και η απομείωση Το χρέος και η απομείωση
Το χρέος και η απομείωση
 
Οδικός χάρτης για χαλάρωση και άρση των capital Controls
Οδικός χάρτης για χαλάρωση και άρση των capital ControlsΟδικός χάρτης για χαλάρωση και άρση των capital Controls
Οδικός χάρτης για χαλάρωση και άρση των capital Controls
 
Communicate 2011 ελλάδα-εθνική αναφορά
Communicate 2011 ελλάδα-εθνική αναφορά Communicate 2011 ελλάδα-εθνική αναφορά
Communicate 2011 ελλάδα-εθνική αναφορά
 
Υπόμνημα ΕΣΕΕ προς ΔΝΤ
Υπόμνημα ΕΣΕΕ προς ΔΝΤΥπόμνημα ΕΣΕΕ προς ΔΝΤ
Υπόμνημα ΕΣΕΕ προς ΔΝΤ
 
Communicate-REPORT 2007
Communicate-REPORT 2007Communicate-REPORT 2007
Communicate-REPORT 2007
 
Weekly 28 06_2018
Weekly 28 06_2018Weekly 28 06_2018
Weekly 28 06_2018
 
Glob GR 2007
Glob GR 2007Glob GR 2007
Glob GR 2007
 
ΣΕΒ: Οι εργαζόμενοι στις ιδιωτικές επιχειρήσεις θα βγάλουν τη χώρα από την κ...
ΣΕΒ:  Οι εργαζόμενοι στις ιδιωτικές επιχειρήσεις θα βγάλουν τη χώρα από την κ...ΣΕΒ:  Οι εργαζόμενοι στις ιδιωτικές επιχειρήσεις θα βγάλουν τη χώρα από την κ...
ΣΕΒ: Οι εργαζόμενοι στις ιδιωτικές επιχειρήσεις θα βγάλουν τη χώρα από την κ...
 
Diekdikitiko Plaisio ΓΣΕΕ 2010
Diekdikitiko Plaisio ΓΣΕΕ 2010Diekdikitiko Plaisio ΓΣΕΕ 2010
Diekdikitiko Plaisio ΓΣΕΕ 2010
 
Protash Esse2009
Protash Esse2009Protash Esse2009
Protash Esse2009
 
Oee 26-5
Oee 26-5Oee 26-5
Oee 26-5
 
Weekly 08 03_2018_v4
Weekly 08 03_2018_v4Weekly 08 03_2018_v4
Weekly 08 03_2018_v4
 

More from ΟΤΟΕ

Οι Ιταλοι φορτωνουν τα κοκκινα δανεια στον ατλαντα
Οι Ιταλοι φορτωνουν τα κοκκινα δανεια στον ατλαντα  Οι Ιταλοι φορτωνουν τα κοκκινα δανεια στον ατλαντα
Οι Ιταλοι φορτωνουν τα κοκκινα δανεια στον ατλαντα
ΟΤΟΕ
 

More from ΟΤΟΕ (20)

ΟΤΟΕ - ΝΕΑ ΚΛΑΔΙΚΗ ΣΣΕ 2019-2021
ΟΤΟΕ - ΝΕΑ ΚΛΑΔΙΚΗ ΣΣΕ 2019-2021ΟΤΟΕ - ΝΕΑ ΚΛΑΔΙΚΗ ΣΣΕ 2019-2021
ΟΤΟΕ - ΝΕΑ ΚΛΑΔΙΚΗ ΣΣΕ 2019-2021
 
ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
 
Ψηφιοποίηση Εργασιών στις Τράπεζες-Αποφάσεις ΓΣ ΟΤΟΕ
Ψηφιοποίηση Εργασιών στις Τράπεζες-Αποφάσεις ΓΣ ΟΤΟΕΨηφιοποίηση Εργασιών στις Τράπεζες-Αποφάσεις ΓΣ ΟΤΟΕ
Ψηφιοποίηση Εργασιών στις Τράπεζες-Αποφάσεις ΓΣ ΟΤΟΕ
 
Οικονομική και Κοινωνική Σημασία των Κλαδικών ΣΣΕ
Οικονομική και Κοινωνική Σημασία των Κλαδικών ΣΣΕΟικονομική και Κοινωνική Σημασία των Κλαδικών ΣΣΕ
Οικονομική και Κοινωνική Σημασία των Κλαδικών ΣΣΕ
 
Βασικές εργασιακές ρυθμίσεις του ν. 4472/2017
Βασικές εργασιακές ρυθμίσεις του ν. 4472/2017Βασικές εργασιακές ρυθμίσεις του ν. 4472/2017
Βασικές εργασιακές ρυθμίσεις του ν. 4472/2017
 
Πρόσθετες Οδηγίες για τη διαχείριση NPE
Πρόσθετες Οδηγίες για τη διαχείριση NPEΠρόσθετες Οδηγίες για τη διαχείριση NPE
Πρόσθετες Οδηγίες για τη διαχείριση NPE
 
Απάντηση της ΟΤΟΕ για τις δηλώσεις του κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ
Απάντηση της ΟΤΟΕ για τις δηλώσεις του κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘΑπάντηση της ΟΤΟΕ για τις δηλώσεις του κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ
Απάντηση της ΟΤΟΕ για τις δηλώσεις του κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ
 
ESRB - RESOLVING NPLS IN EUROPE
ESRB - RESOLVING NPLS IN EUROPEESRB - RESOLVING NPLS IN EUROPE
ESRB - RESOLVING NPLS IN EUROPE
 
Report IMF for Greece - 20 july 2017
Report IMF for Greece -  20 july 2017Report IMF for Greece -  20 july 2017
Report IMF for Greece - 20 july 2017
 
Eπισκοπηση Eλληνικου Xρηματοπιστωτικου_Συστηματος 07-2017
Eπισκοπηση Eλληνικου Xρηματοπιστωτικου_Συστηματος 07-2017Eπισκοπηση Eλληνικου Xρηματοπιστωτικου_Συστηματος 07-2017
Eπισκοπηση Eλληνικου Xρηματοπιστωτικου_Συστηματος 07-2017
 
Mήνυμα OTOE σε Tράπεζες και Kυβέρνηση
Mήνυμα OTOE σε Tράπεζες και KυβέρνησηMήνυμα OTOE σε Tράπεζες και Kυβέρνηση
Mήνυμα OTOE σε Tράπεζες και Kυβέρνηση
 
Επιχειρησιακοί στόχοι τραπεζών 2016 2019 -εκθεση προοδου απρ2017
Επιχειρησιακοί στόχοι τραπεζών 2016 2019 -εκθεση προοδου απρ2017Επιχειρησιακοί στόχοι τραπεζών 2016 2019 -εκθεση προοδου απρ2017
Επιχειρησιακοί στόχοι τραπεζών 2016 2019 -εκθεση προοδου απρ2017
 
ΙΝΕ ΓΣΕΕ - Ετήσια Έκθεση 2017
ΙΝΕ ΓΣΕΕ - Ετήσια Έκθεση 2017ΙΝΕ ΓΣΕΕ - Ετήσια Έκθεση 2017
ΙΝΕ ΓΣΕΕ - Ετήσια Έκθεση 2017
 
Otoe koukos tanea-11032017
Otoe koukos tanea-11032017Otoe koukos tanea-11032017
Otoe koukos tanea-11032017
 
IMF STAFF-REPORT GREECE FEB 2017
IMF STAFF-REPORT GREECE FEB 2017IMF STAFF-REPORT GREECE FEB 2017
IMF STAFF-REPORT GREECE FEB 2017
 
ΙΝΕ-ΟΤΟΕ-Κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας
ΙΝΕ-ΟΤΟΕ-Κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις ΕργασίαςΙΝΕ-ΟΤΟΕ-Κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας
ΙΝΕ-ΟΤΟΕ-Κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας
 
Challenges for the European Banks
Challenges for the European Banks Challenges for the European Banks
Challenges for the European Banks
 
Οι Ιταλοι φορτωνουν τα κοκκινα δανεια στον ατλαντα
Οι Ιταλοι φορτωνουν τα κοκκινα δανεια στον ατλαντα  Οι Ιταλοι φορτωνουν τα κοκκινα δανεια στον ατλαντα
Οι Ιταλοι φορτωνουν τα κοκκινα δανεια στον ατλαντα
 
Κλαδικη ΣΣΕ ΟΤΟΕ-ΤΡΑΠΕΖΩΝ 2016-2018
Κλαδικη ΣΣΕ ΟΤΟΕ-ΤΡΑΠΕΖΩΝ 2016-2018Κλαδικη ΣΣΕ ΟΤΟΕ-ΤΡΑΠΕΖΩΝ 2016-2018
Κλαδικη ΣΣΕ ΟΤΟΕ-ΤΡΑΠΕΖΩΝ 2016-2018
 
Oι αλλαγές στο ασφαλιστικό των τραπεζουπαλλήλων
Oι αλλαγές στο ασφαλιστικό των τραπεζουπαλλήλωνOι αλλαγές στο ασφαλιστικό των τραπεζουπαλλήλων
Oι αλλαγές στο ασφαλιστικό των τραπεζουπαλλήλων
 

συγκεντρωση ανταγωνιστικότητα τραπεζες(εετ)

  • 1. Τραπεζική - τάσεις (πριν) και προοπτικές (μετά την κρίση) Άγγελος Αντζουλάτος ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΜΗΜΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ & ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣ ΤΗΜΙΟ ΠΕΙΡΑΙΏΣ http://www.hba.gr/Index.asp?Menu=5&smap=BiblioDetailsFm2.asp?id=80 Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, το μεγάλο διεθνές «κύμα» της χρηματοοικονομικής απελευθερώσεως και αποκανονικοποιήσεως (deregulation), μαζί με τις ταχύτατες τεχνολογικές εξελίξεις στη διαχείριση και την ανάλυση πληροφοριών, την πρόοδο στη χρηματοοικονομική θεωρία, τη χρηματοοικονομική καινοτομία, την παγκοσμιοποίηση και τον εκ του αποτελέσματος εντονότατο ανταγωνισμό, επηρέασαν πάρα πολύ και μετασχημάτισαν τα χρηματοοικονομικά συστήματα σε όλο τον κόσμο. Σ τον τραπεζικό τομέα ιδιαίτερα, η στρατηγική απάντηση των τραπεζών στους κινδύνους και τις ευκαιρίες που δημιουργήθηκαν στο νέο και ταχύτατα μεταβαλλόμενο χρηματοοικονομικό περιβάλλον αντικατοπτρίζεται στη μεγάλη μετατόπιση από παραδοσιακές δραστηριότητες διαμεσολαβήσεως, οι οποίες κερδίζουν επιτοκιακό εισόδημα (interest income), προς δραστηριότητες οι οποίες κερδίζουν μη-επιτοκιακό (non-interest income) εισόδημα [DeYoung and Rice (2004a,b,c), Goddard et al. (2007)]. Ως αποτέλεσμα, η συμβολή του μη-επιτοκιακού εισοδήματος, το οποίο αποτελεί μέτρο της λειτουργικής διαφοροποιήσεως των τραπεζών, στο συνολικό εισόδημα των τραπεζών αυξήθηκε το 2003 σε σχεδόν 50% στις ηΠΑ, περίπου διπλάσιο από ό,τι ήταν είκοσι χρόνια πριν (DeYoung and Rice, 2004a). Σ την ευρώπη αυξήθηκε από 26% το 1981 σε περίπου 41% το 1998 (Lepetit et al. 2008a). Αναλυτικότερα, στην πλευρά των κινδύνων, αυξήθηκε ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών, των αγορών χρήματος και κεφαλαίων, και των άλλων διαμεσολαβητών (όπως αμοιβαία κεφάλαια). Οι τράπεζες αντιμετώπισαν ισχυρότερο ανταγωνισμό για τη χρηματοδότηση των μεγάλων και περισσότερο αξιόπιστων δανειζομένων (πλευρά ενεργητικού του ισολογισμού), καθώς επίσης και για τις καταθέσεις των νοικοκυριών και των
  • 2. επιχειρήσεων (πλευρά παθητικού): Οι πλέον αξιόπιστοι δανειζόμενοι μπορούσαν να αντλήσουν κεφάλαια φθηνότερα στις αγορές, ενώ οι έχοντες πλεόνασμα κεφαλαίων είχαν περισσότερο επικερδείς επενδυτικές επιλογές συγκριτικά με τις καταθέσεις. Σ την πλευρά των ευκαιριών, οι τράπεζες μπορούσαν να επεκταθούν σε κερδοσκοπικές επενδύσεις (trading), καθώς και σε δραστηριότητες οι οποίες κέρδιζαν προμήθειες, όπως, επενδυτική τραπεζική και ασφάλειες, τις οποίες το περιοριστικό ως τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 θεσμικό πλαίσιο σε μεγάλο βαθμό απαγόρευε. επιπροσθέτως, μπορούσαν να κερδίσουν περισσότερες προμήθειες από παραδοσιακές δρα στηριότητες διαμεσολαβήσεως χρησιμοποιώντας νέα προϊόντα, όπως, τιτλοποιήσεις των απαιτήσεων από πιστωτικές κάρτες και στεγαστικά δάνεια, καθώς επίσης προσφέροντας νέες υπηρεσίες σχετιζόμενες με παραδοσιακές δραστηριότητες, όπως ΑΤμs και υπηρεσίες ηλεκτρονικών πληρωμών. Οι αλλαγές, όμως, στη σύνθεση του ισολογισμού των τραπεζών της ελλάδας ήταν συνθετότερες από τις αντίστοιχες των τραπεζών της ευρωζώνης. Σ την πλευρά του παθητικού, οι συντελεσθείσες την περίοδο 1985-2006 αλλαγές ήταν παρόμοιες με αυτές των υπολοίπων χωρών μελών της ευρωζώνης, αλλά και των ηΠΑ, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μείωση των καταθέσεων ως ποσοστού του συνολικού παθητικού. Αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι οι δυνάμεις σε επίπεδο χώρας είχαν μικρή επίδραση συγκριτικά με τις κοινές διεθνείς δυνάμεις. Αντιθέτως, οι αλλαγές στην πλευρά του ενεργητικού διαφέρουν: Τα δάνεια ως ποσοστό του ενεργητικού αυξήθηκαν στην ελλάδα και μειώθηκαν στην ευρωζώνη, ενώ τα αξιόγραφα ακολούθησαν την αντίθετη πορεία. Αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι στην ελλάδα οι δυνάμεις σε επίπεδο χώρας είχαν ισχυρότερη επίδραση από τις διεθνείς. H διαφορετική εμπειρία της ελλάδας αντανακλάται και στα αποτελέσματα χρήσεως. Σ την μεν ελλάδα το επιτοκιακό εισόδημα ως ποσοστό του συνολικού λειτουργικού εισοδήματος αυξήθηκε, ενώ στην ευρωζώνη και τις ηΠΑ μειώθηκε. Προοπτικές Oι αναμενόμενες μεταβολές στις διεθνείς και στις εγχώριες δυνάμεις αλλαγής εισηγούνται ότι ο ρόλος των τραπεζών στην ελληνική οικονομία θα αυξηθεί, ενώ η λειτουργία τους θα βελτιωθεί. Ανάμεσα στις πρώτες δυνάμεις ξεχωρίζουν οι κυοφορούμενες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο και οι εξελίξεις στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων. Κυρίαρχες ανάμεσα στις δεύτερες είναι οι οικονομικές συνθήκες στη χώρα και δη η ανάγκη να μειωθούν τα ελλείμματα και τα χρέη, καθώς
  • 3. και να τεθούν οι βάσεις για διατηρήσιμη (sustainable) ανάπτυξη. Σ υγκεκριμένα, έχοντας ως στόχο την αποφυγή μιας νέας μεγάλης κρίσεως, το θεσμικό εκκρεμές άλλαξε πάλι κατεύθυνση, από τον άκρατο φιλελευθερισμό προς μεγαλύτερο παρεμβατισμό. Οι κυοφορούμενες αλλαγές κινούνται προς δύο κατευθύνσεις: α) μείωση της μοχλεύσεως και αύξηση της ρευστότητας, και β) περιορισμό των δραστηριοτήτων υψηλού κινδύνου των τραπεζών, όπως, κερδοσκοπικές επενδύσεις (trading) και συμμετοχές σε κερδοσκοπικά επενδυτικά σχήματα (hedge funds). η λογική προσδοκία είναι ότι το θεσμικό εκκρεμές δεν θα καταλήξει στο άλλο άκρο, του άκρατου παρεμβατισμού, όπως αυτό το οποίο θεσμοθετήθηκε στον απόηχο της μεγάλης κρίσεως της δεκαετίας του ’30 και υπήρχε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Το σύστημα αυτό δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις σύγχρονες οικονομικές συνθήκες, γι’ αυτό άλλωστε αντικαταστάθηκε από το υπάρχον.(;;;) Παρότι, όπως διδάσκει η χρηματοοικονομική ιστορία, οι όποιοι περιορισμοί επιβληθούν θα μπορούν να ξεπεραστούν σχετικά εύκολα, άλλωστε οι θεσμικοί περιορισμοί έχουν αποτελέσει διαχρονικά έναν από τους ισχυρότερους καταλύτες χρηματοοικονομικής καινοτομίας [Tufano (2003)], θα υπάρξει πίεση για μικρότερη μόχλευση, αυξημένη ρευστότητα και απλούστερα προϊόντα. με όρους των αναλυόμενων δεικτών, ο λόγος των καταθέσεων προς το συνολικό ενεργητικό θα τείνει να αυξηθεί, όπως και ο λόγος των ιδίων κεφαλαίων, ενώ ο λόγος των δανείων προς καταθέσεις να μειωθεί. Ακόμη και αν δεν άλλαζε το θεσμικό πλαίσιο, οι ίδιες οι τράπεζες θα ελάμβαναν παρόμοια μέτρα, υπό την πίεση των πελατών τους και από τις δύο πλευρές του ισολογισμού - καταθετών και άλλων χρηματοδοτών από την πλευρά του παθητικού, δανειζομένων και άλλων συναλλασσόμενων από την πλευρά του ενεργητικού. μέτρα τα οποία θα οδηγούσαν σε παρόμοιες με τις προλεχθείσες αλλαγές στη δομή των τραπεζικών ισολογισμών: μικρότερη χρηματοδότηση από τις αγορές και μεγαλύτερη από τις (θεωρούμενες ως) σταθερότερες καταθέσεις, περισσότερα ίδια κεφάλαια, απλούστερη διάρθρωση των εποπτικών κεφαλαίων, καλύτερη ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού, λιγότερο αδιαφανείς (opaque) ισολογισμοί, μικρότερη έμφαση στις ποσοτικές τεχνικές για την εκτίμηση των κινδύνων ... Υπάρχει, επίσης, αναφορικά με το θεσμικό πλαίσιο, ένας ευρύς προβληματισμός διεθνώς για το αν οι μεγάλες τράπεζες πρέπει να συρρικνωθούν ώστε να μειωθεί το
  • 4. “too big to fail” πρόβλημα και τα συν αυτώ στρεβλά κίνητρα των τραπεζών και οι κίνδυνοι για την οικονομία. η δυνατότητα των τραπεζών να επηρεάζουν τις αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας εισηγείται ότι αυτός ο προβληματισμός κατά πάσα πιθανότητα δεν θα οδηγήσει σε μέτρα. Αναφορικά με τις εξελίξεις στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων, η υπόθεση εργασίας είναι ότι θα επικρατήσει η κοινή λογική: Δεν θα επέλθει δραματική συρρίκνωση, όπως αυτή η οποία ακολούθησε την κρίση της δεκαετίας του 1930 και διήρκεσε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, αλλά ούτε και θα επιστρέψει η προ της κρίσεως ευφορία, όπως συνέβη μετά την κρίση του μεξικού το 1994, της Ν.Α. Ασίας το 1997 και σε πλείστες όσες άλλες περιπτώσεις. H δραματική συρρίκνωση, εάν επέλθει, θα είναι αποτέλεσμα ενός πολύ αυστηρού θεσμικού πλαισίου, ανάλογου με το αναποτελεσματικό πλαίσιο το οποίο υπήρχε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Σ ε αυτή την περίπτωση δεν θα μιλάμε για τράπεζες οι οποίες λειτουργούν με χρηματοοικονομικά κριτήρια, όπως αυτά τα οποία διέπουν την παρούσα ανάλυση, αλλά για τράπεζες οι οποίες κινούνται με βάση ένα ογκώδες βιβλίο κανονισμών: Ποιος θα πάρει πίστωση και με ποιους όρους, ποιο θα είναι το επιτόκιο καταθέσεων, ποιος θα δικαιούται να εξάγει κεφάλαια και με ποιους όρους ... μάλλον απίθανο να συμβεί. Αλλά και η ευφορία είναι μάλλον απίθανο να επιστρέψει, τουλάχιστον σύντομα. Οι κυοφορούμενες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο δεν είναι ευνοϊκές. Ούτε και οι οικονομικές συνθήκες: Για αρκετά χρόνια μετά το ξέσπασμα μιας χρηματοοικονομικής κρίσεως, οι τιμές των ακινήτων και των μετοχών, και ο ρυθμός αυξήσεως του ΑεΠ παραμένουν χαμηλότερα από τα προ της κρίσεως επίπεδα, ενώ η ανεργία υψηλότερα [Rreinhart and Rogoff (2009)]. εάν, παρά ταύτα, επιστρέψει η ευφορία, σύντομα θα μιλάμε για την επόμενη κρίση, οπότε το παρόν κείμενο θα έχει εφαρμογή τότε.η αναμενόμενη μείωση της προσφοράς δανείων, λόγω των πιέσεων από τις διεθνείς δυνάμεις, θα συνοδευθεί και από μείωση της ζητήσεως, λόγω κυρίως των δυνάμεων χώρας. λεπτομέρειες, με επίκεντρο την ελλάδα, παρέχονται κατωτέρω. Σ το νέο περιβάλλον, η λειτουργία των τραπεζών θα βελτιωθεί και ο ρόλος τους στην οικονομία θα αναβαθμιστεί ποιοτικά. Τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη των αιτουμένων χρηματοδότηση θα έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα στις σχετικές αποφάσεις, αυξάνοντας τον ρόλο των τραπεζών ως παραγόντων οι οποίοι επιλύουν τα προβλήματα της ασύμμετρης πληροφορήσεως τα οποία υπάρχουν στις σχέσεις χρηματοδοτών και χρηματοδοτουμένων. Σ την αναβάθμιση του ρόλου των τραπεζών
  • 5. θα συμβάλει και η τρωθείσα αξιοπιστία των οίκων αξιολογήσεως πιστωτικού κινδύνου (credit rating agencies), των «παικτών» οι οποίοι μετριάζουν τα εν λόγω προβλήματα για τους επενδυτές οι οποίοι δεν έχουν τον χρόνο, τα μέσα και την τεχνογνωσία να κάνουν τις σχετικές αναλύσεις. Τα αυστηρότερα κριτήρια και η μειωμένη διαθεσιμότητα χρηματοδοτήσεων θα ασκήσουν πίεση για μείωση των ελλειμμάτων και των χρεών, κυβερνήσεων, χωρών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, και για αύξηση των αποταμιεύσεων. Ένεκα αυτής, ίσως μειωθεί ο λόγος των πιστώσεων ως προς το ΑεΠ. Παρά ταύτα, ο ρόλος των τραπεζών θα ενισχυθεί ποιοτικά, καθότι θα έχουν μεγαλύτερο ποσοστό στη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα από ό,τι πριν την κρίση, ενώ οι αγορές θα έχουν μικρότερο. Σ την ελλάδα, ειδικότερα, οι ανωτέρω διεθνείς δυνάμεις θα ενισχυθούν από την ανάγκη των νοικοκυριών να αποταμιεύουν περισσότερο, λόγω και της συρρικνώσεως του κράτους προνοίας, και από την ανάγκη για παραγωγικές επενδύσεις οι οποίες δημιουργούν θέσεις εργασίας και οδηγούν στην άνοδο του ΑεΠ και των εισοδημάτων. Το τελευταίο θα συμβάλει στη μείωση του φορτίου των συσσωρευμένων χρεών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, ενώ, όπως προκύπτει από την ταυτότητα αποταμιεύσεων-επενδύσεων, η αύξηση των αποταμιεύσεων μπορεί να συμβάλει στην αναγκαία μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Επίσης, τα αυστηρότερα χρηματοδοτικά κριτήρια στις διεθνείς αγορές θα μεταφερθούν και στην εγχώρια οικονομία: εάν οι εγχώριες τράπεζες χορηγούν παρακινδυνευμένα δάνεια, ο αυξημένος κίνδυνος των στοιχείων του ενεργητικού θα προκαλέσει προβλήματα στη χρηματοδότησή τους από τις διεθνείς αγορές. Περαιτέρω, η αύξηση των αποταμιεύσεων θα συμβάλει και στην αύξηση των καταθέσεων και στην περαιτέρω ενίσχυση του ρόλου των τραπεζών στην ελληνική οικονομία. με την αποστροφή προς τον κίνδυνο των νοικοκυριών να έχει αυξηθεί, συνεπεία των διαδοχικών κρίσεων των τελευταίων ετών, στις επενδυτικές αποφάσεις τους θα έχει μεγαλύτερη βαρύτητα η ασφάλεια, την οποία παρέχουν οι καταθέσεις, έναντι των αποδόσεων, τις οποίες παρέχουν οι επενδύσεις στις αγορές. Αυτό θα δώσει ώθηση στη δημιουργία σύνθετων καταθετικών προϊόντων, τα οποία επιτρέπουν ικανοποιητικές αποδόσεις, ενώ ταυτόχρονα προστατεύουν το κεφάλαιο, όπως, μακροπρόθεσμες καταθέσεις με εγγυημένο πραγματικό επιτόκιο - για προστασία από τον κίνδυνο του πληθωρισμού. Αναζητώντας επιπλέον πηγές κερδοφορίας, οι ελληνικές τράπεζες θα αυξήσουν τη λειτουργική διαφοροποίησή τους, με αποτέλεσμα την αύξηση του μη-επιτοκιακού
  • 6. εισοδήματος ως ποσοστού του λειτουργικού εισοδήματος. η διαφοροποίηση μάλλον δεν θα προέλθει από κερδοσκοπικές τοποθετήσεις, αλλά από αύξηση των προμηθειών τόσο από παραδοσιακές δραστηριότητες διαμεσολαβήσεως όσο και από μη παραδοσιακές δραστηριότητες, όπως ασφάλειες και προϊόντα περιβαλλοντικής χρηματοοικονομικής. η αλλαγή του ασφαλιστικού συστήματος και τα εντεινόμενα περιβαλλοντικά προβλήματα θα συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση. Όπως και το περισσότερο ευμετάβλητο μακροοικονομικό περιβάλλον. Εν ολίγοις, η εκτίμηση του γράφοντος είναι ότι τόσο οι κυοφορούμενες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο και οι αναμενόμενες μεταβολές στις διεθνείς χρηματαγορές, όσο και οι ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, θα οδηγήσουν σε αύξηση του ρόλου των τραπεζών και σε βελτίωση της λειτουργίας τους - προς όφελος της πραγματικής οικονομίας. Ο χρόνος θα δείξει εάν αυτή η αισιόδοξη εκτίμηση επαληθευθεί. Απαραίτητη προϋπόθεση προς τούτο είναι οι αρχές της χώρας να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα. η μεν Τράπεζα της ελλάδος, στον βαθμό που της επιτρέπει το θεσμικό πλαίσιο της ευρωζώνης, να δώσει κίνητρα στις τράπεζες για χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων. η δε κυβέρνηση να μειώσει τα αντικίνητρα για δημιουργικές δραστηριότητες και αποταμίευση, και να θεσπίσει κίνητρα για μακροπρόθεσμες αποταμιεύσεις τις οποίες καθιστά αναγκαίες η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας. επιπλέον, η κυβέρνηση θα πρέπει να μην παρεμβαίνει στις χρηματοδοτικές αποφάσεις των τραπεζών με κριτήρια μη χρηματοοικονομικά. Και μία σχετική με το θεσμικό πλαίσιο παρατήρηση. η διαφορετική εμπειρία της ελλάδας, αλλά και οι διαφορετικές ανάγκες της οικονομίας της, εισηγούνται ότι οι όποιες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο και αν προκριθούν, θα πρέπει να υπάρχει περιθώριο προσαρμογής στις ιδιαίτερες συνθήκες της χώρας. Ένας κώδικας οδικής κυκλοφορίας - γιατί το θεσμικό πλαίσιο είναι ο κ.ο.κ. του χρηματοοικονομικού συστήματος, όσο καλός και αν είναι, δεν μπορεί να είναι εξ ίσου κατάλληλος για όλες τις χώρες.
  • 7. Σ υγκέντρωση και ανταγωνιστικότητα στον τραπεζικό τομέα Συλλογικός Τόμος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών με θέμα: "Η διεθνής κρίση, η κρίση στην ευρωζώνη και το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα" – 11/2011 Εμμανουήλ Τσιριτάκης Αναπλ ηρωτής Κ αθηγητής Τμήμα Χρηματοο ικονομ ικής & Τ ραπε ζικής Διοικητικής Πανεπ ιστ ημίο Πειραιώς Ηλίας Τσιριγωτάκης οικονομ ικος αναλυτης τμ ημα Σ τρατηγικού Σ χεδιασμού & Οικονομ ικής Ανάλ υσης Εθνικη Τράπεζα Το ενδιαφέρον των ειδικών και μη, για το επίπεδο ανταγωνιστικότητας και αποτελεσματικότητας του τραπεζικού συστήματος έγκειται στον κεφαλαιώδη ρόλο της χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης στη λειτουργία της υπόλοιπης οικονομίας. Ήδη από την αρχή της προηγούμενης δεκαετίας εξελίσσεται μια παγκόσμια τάση συγκέντρωσης του τραπεζικού κλάδου, η οποία είχε σαν αντίκτυπο την εγρήγορση της πολιτείας και της σχετικής ακαδημαϊκής αρθρογραφίας για τις επιπτώσεις της τάσης της στην ανταγωνιστικότητα και την αποτελεσματικότητα του συστήματος. Υπήρξε και διατηρείται έντονο και δικαιολογημένο ενδιαφέρον για τα εξής δύο ερωτήματα που αφορούν τον κλάδο. Πρώτον, είναι το τραπεζικό σύστημα αποτελεσματικό; Δηλαδή είναι οι υπηρεσίες διαμεσολάβησης με την παρούσα τεχνολογία παραγωγής όσο το δυνατόν φθηνές και καλής ποιότητας; Κατά δεύτερον, πώς επιδρά η συγκέντρωση του κλάδου στην ανταγωνιστικότητα; Δηλαδή θα μπορούσαμε να έχουμε έναν τραπεζικό κλάδο με λιγότερες και μεγαλύτερες επιχειρήσεις χωρίς να μειωθεί η ανταγωνιστικότητα του κλάδου; Τελικά, δηλαδή, η διαδικασία συγκέντρωσης του κλάδου θα είχε σαν όφε- λος μεγαλύτερη ασφάλεια και σταθερότητα στο σύστημα χωρίς κόστος για την κοινωνία;
  • 8. Tο εκκρεμές των ρυθμίσεων της ελεύθερης αγοράς όσον αφορά τον χρηματοπιστωτικό κλάδο διέγραψε το πλήρες τόξο του από την υπερ-θεσμοθετημένη αγορά του 1940, απόρροια της κρίσης του 1930 (Banking Act 1933), η ταλάντωση προσπέρασε την αρχή της απελευθέρωσης του συστήματος στη δεκαετία του ’70, και έφτασε μέχρι την παρούσα κρίση που βρήκε το σύστημα στο πλέον ελεύθερο περιβάλλον τα τελευταία 70 χρόνια. Σ την παρούσα συγκυρία, τη δυσκολία επιτείνει τα μέγιστα το γεγονός ότι το θεσμικό εκκρεμές αλλάζει κατεύθυνση, από τον άκρατο φιλελευθερισμό προς μεγαλύτερο παρεμβατισμό. Την προηγούμενη φορά που άλλαξε κατεύθυνση, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, δόθηκε μεγάλη ώθηση στο χρηματοοικονομικό σύστημα -συμβάλλοντας στην τιθάσευση του οικονομικού κύκλου, αλλά, από την αρνητική πλευρά, αυξήθηκε η συχνότητα, η ένταση και το κόστος των χρηματοοικονομικών κρίσεων, καθώς και των ανισορροπιών- μι κροοικονομικών και μακροοικονομικών. Σ ε τι βαθμό παρεμβατισμού θα καταλήξει το θεσμικό εκκρεμές, στον απόηχο της μεγάλης εν εξελίξει κρίσεως, δεν το γνωρίζουμε ακόμη. Η χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση αποτελεί προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος της ασύμμετρης πληροφόρησης στην οικονομία. Οι τράπεζες αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της αντίθετης επιλογής και του ηθικού κινδύνου όταν συναλλάσσονται με δανειολήπτες. Οι τριβές που δημιουργούνται είναι ίσως ο καθοριστικός παράγων στη διαμόρφωση της δομής του συστήματος. Τράπεζες με κάποιον βαθμό μονοπωλιακής δύναμης είναι πιθανόν αναπόφευκτο φαινόμενο λόγω της ανάγκης για δημιουργία φήμης, δικτύου και αποκλειστικών σχέσεων με τους πελάτες (switching costs of banking). Η κοινωνία πρέπει να σταθμίσει τα οφέλη από τα μεγαλύτερα κίνητρα που έχουν οι ολιγοπωλιακές τράπεζες να μειώσουν τις επιπτώσεις της ασύμμετρης πληροφόρησης με το κόστος που προκύπτει. Επιπροσθέτως, οι κυβερνήσεις στην προσπάθειά τους να μειώσουν την ευθραυστότητα (fragility) του συστήματος (bank runs) δημιουργούν ένα ρυθμιστικό πλαίσιο με πρόνοιες υπέρ των καταθετών (εγγυήσεις των καταθέσεων) αλλά και των τραπεζών (διάσωση), που επιτείνει το πρόβλημα (της ύπαρξης τραπεζών με μονοπωλιακή δύναμη) εισάγοντας το πρόβλημα του ηθικού κινδύνου, αυτή τη φορά, από την πλευρά των τραπεζών. Αν οι ρυθμιστικές αρχές επιχειρούν να λύσουν με κανονισμούς (Βασιλεία ΙΙ ) την αντιστάθμιση μεταξύ ανταγωνιστικότητας και συγκέντρωσης με γνώμονα τη σταθερότητα τουσυστήματος, δεν έχουν μεγάλη επιτυχία.
  • 9. Η σχέση μεταξύ συγκέντρωσης και ανταγωνιστικότητας (ή αποτελεσματικότητας) του κλάδου συσσω ρεύει την προσοχή ακαδημαϊκών, τραπεζικών στελεχών και κανονιστικών μηχανισμών, λόγω της ύπαρξης αντικρουόμενων απόψεων αναφορικά με την αιτιότητα της σχέσης. Μια συνηθισμένη άποψη αναφέρεται στην ολιγοπωλιακή δύναμη των μεγάλων τραπεζών, οι οποίες συνεπικουρούμενες από κανονιστικά εμπόδια αποτρέπουν τον δυνητικό ανταγωνισμό και μειώνουν την αποτελεσματικότητα του χρηματοπιστωτικού συστή ματος. Σ την περίπτωση αυτή, η υψηλή συγκέντρωση συνεπάγεται τόσο χαμηλή ανταγωνιστικότητα, όσο και χαμηλή αποτελεσματικότητα. Η αντίθετη άποψη πρεσβεύει ότι οι ανταγωνιστικότερες τράπεζες έχουν μεγάλα μερίδια αγοράς και χαμηλά κόστη, με αποτέλεσμα η υψηλή συγκέντρωση να είναι απόρροια της επιβίωσης των πιο ανταγωνιστικών - αποτελεσματικών τραπεζών. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ Η διερεύνηση της σχέσης ανταγωνιστικότητας και συγκέντρωσης του τραπεζικού συστήματος μιας χώρας έχει τη βάση της στη παραδοσιακή προσέγγιση της μεθοδολογίας «Διάρθρωση - Σ τρατηγική - Αποδοτικότη-τα» (Structure Contact Performance ή SCP). Η παραδοσιακή προσέγγιση περιλαμβάνει επίσης τα υποδείγματα της αποτελεσματικότητας της παραγωγικής διαδικασίας ή αποτελεσματικότητας κόστους (δυικό πρόβλημα) (productive and cost efficiency) με τον υπολογισμό των οικονομιών κλίμακας και φάσματος και τον προσδιορισμό του άριστου μεγέθους της επιχείρησης ή της παραγωγικής μονάδας.
  • 10. Τα αντικρουόμενα συμπεράσματα των προσεγγίσεων αυτών έδωσαν το έναυσμα για τη δημιουργία νέων υποδειγμάτων με έμφαση στο τραπεζικό σύστημα, τα οποία ενσωματώνουν περισσότερες οπτικές γωνίες του προβλήματος και οδηγούν σε καταλληλότερα συμπεράσματα. Η προσέγγιση της μεθοδολογίας SCP θεωρεί ότι με δεδομένη (εξωγενή) τη δομή του τραπεζικού συστήματος ως προς τη σχέση συγκέντρωσης-κερδοφορίας, η συγκέντρωση του κλάδου οδηγεί σε υψηλότερα επιτόκια χορηγήσεων, χαμηλότερα επιτόκια καταθέσεων και αυξημένη κερδοφορία. Η υπόθεση αυτή έχει υποβληθεί σε εμπειρικό έλεγχο από ικανό αριθμό ερευνητών. Η εμπειρική της μεθοδολογία απαιτεί την εκτίμηση μιας γραμμικής συνάρτησης ανηγμένης μορφής (reduced form) στην οποία η εξηρτημένη μεταβλητή αποτελεί μια προσέγγιση της κερδοφορίας της τράπεζας i στην αγορά j την περίοδο t. Εναλλακτικά, ως εξηρτημένη μεταβλητή έχει χρησιμοποιηθεί το επιτόκιο καταθέσεων (Berger and Hannan, 1989). Οι επεξηγηματικές μεταβλητές συνήθως περιλαμβάνουν εναλλακτικές μετρήσεις της συγκέντρωσης της αγοράς, καθώς και χαρακτηριστικές μεταβλητές ή μεταβλητές ελέγχου (control variables) που αναμένεται να επηρεάζουν την κερδοφορία. Τέτοιες μεταβλητές όσον αφορά τη συγκέντρωση, είναι δείκτης Herfindahl-Hirschmann (HH) και οι δείκτες συγκέντρωσης των 3 ή 5 μεγαλύτερων τραπεζών CR-3 και CR-5, αντίστοιχα. Άλλες μεταβλητές (μεταβλητές ελέγχου) που αναμένεται να επηρεάζουν την κερδοφορία αντιστοιχούν κυρίως στο προφίλ κινδύνου της τράπεζας, στη δομή του ενεργητικού και των υποχρεώσεών της, το μέγεθός της, την κεφαλαιακή της επάρκεια κ.λπ. Οι πρώτες ενδείξεις (δεκαετία του ’90) από την προσέγγιση αυτή απέτυχαν να απορρίψουν την υπόθεση SCP. Οι μελέτες των Berger and Hannan, (1989) και Hannan and Berger, (1991), χρησιμοποιώντας αμερικανικά δεδομένα, βρήκαν ότι στις αγορές με μεγαλύτερη συγκέντρωση, οι τράπεζες τείνουν (i) να πληρώνουν χαμηλότερα επιτόκια στις καταθέσεις, τα οποία επίσης δεν προσαρμόζουν άμεσα στις αλλαγές των επιτοκίων της διατραπεζικής αγοράς και (ii) να χρεώνουν υψηλότερα επιτόκια στις χορηγήσεις. Οι μεθοδολογίες της αποτελεσματικότητας της παραγωγής ή του κόστους προτείνουν μια διαφορετική υπόθεση σχετικά με τη σχέση κερδοφορίας και
  • 11. συγκέντρωσης. Η αποτελεσματικότητα της παραγωγικής διαδικασίας καθορίζει ενδογενώς τη δομή της αγοράς (συγκέντρωση) και την κερδοφορία του τραπεζικού κλάδου (αποδοτικότητα). Τράπεζες οι οποίες λειτουργούν με την πιο προηγμένη τεχνολογία, με την πλέον κατάλληλη στελέχωση και με την ιδανικότερη κλίμακα παραγωγής, έχουν πλεονέκτημα αποδοτικότητας το οποίο μεταφράζεται σε μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. Αν το σύνολο της τραπεζικής αγοράς μιας χώρας δεν χωράει πολλές τέτοιου μεγέθους τράπεζες, τότε αναπόφευκτα το τραπεζικό σύστημα της χώρας θα είναι πολύ συγκεντρωμένο. Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, η μεθοδολογία SCP παρότι αποτελεί σημείο εκκίνησης της έρευνας για την αποτελεσματικότητα του τραπεζικού συστήματος, εγκαταλείφθηκε σταδιακά την τελευταία δεκαετία, διότι τείνει να αγνοεί την πιθανή ενδογένεια που υφίσταται μεταξύ της δομής της αγοράς και της αποδοτικότητας των τραπεζών. H σύγχρονη έρευνα στράφηκε τόσο στην αλληλεξάρτηση ανταγωνιστικότητας και συγκέντρωσης, όσο και σε άλλους παράγοντες που καθορίζουν την αποδοτικότητα του τραπεζικού συστήματος, όπως η κερδοφορία και ο προσπορισμός υπερ-κανονικών κερδών (rents). Οι παράγοντες αυτοί προσδιορίζονται από τη σύγχρονη θεωρία διαμεσολάβησης και αφορούν κυρίως το κανονιστικό πλαίσιο των τραπεζών, την ασυμμετρική πληροφόρηση στις σχέσεις τράπεζας-δανειοληπτών, τα κόστη διαμεσολάβησης (switching costs), τη γεωγραφική θέση (σύνορα, απόσταση) (spatial competition) κ.ά. Παράλληλα, εκπορευόμενα από την πολύπλευρη αυτή θεώρηση, έχουν αναπτυχθεί επιχειρήματα σχετικά με τη σχέση συγκέντρωσης και στα θερότητας (stability) ή ευθραυστότητας (fragility) του τραπεζικού συστήματος. Το ενδιαφέρον εδώ έγκειται σε πιθανώς αντικρουόμενα συμπεράσματα που εξάγονται από τη θεωρία ασυμμετρικής πληροφόρησης Αν η συγκέντρωση του τραπεζικού συστήματος συντείνει στην αύξηση της αποδοτικότητας των τραπεζών, θα τείνει να τις καταστήσει λιγότερο ευάλωτες στον πειρασμό για επενδύσεις σε επικίνδυνα χαρτοφυλάκια (μεγαλύτερη συγκέντρωση, μεγαλύτερη σταθερότητα). Από την άλλη πλευρά, αν η αυξημένη συγκέντρωση και αποδοτικότητα συνάδει με αυξημένα επιτόκια χορηγήσεων, τότε η δύναμη της αντίθετης επιλογής θα τείνει να καταστήσει τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια των τραπεζών πιο επικίνδυνα, καθώς οι δανειζόμενες επιχειρήσεις θα τείνουν να αναλαμβάνουν περισσότερο κίνδυνο. Από την ευρύχωρη παλέτα των θεωρητικών και εμπειρικών προσεγγίσεων του προβλήματος της διάρ θρωσης και ανταγωνιστικότητας του τραπεζικού συστήματος επιλέγουμε δύο υποδείγματα που αποτελούν πεδίο σύγκρισης αποτελεσμάτων στη
  • 12. διεθνή βιβλιογραφία και είναι προσιτά σε εμπειρική ανάλυση, δυστυχώς όχι άμοιρης προβλημάτων. Οι μεθοδολογίες των Panzar και Rosse (1977, 1982, 1987) και των Bresnahan (1982,1989) και Lau (1982) βασίζονται σε υποδείγματα μικροοικονομικής ισορροπίας και καταλήγουν σε παραπλήσια μέτρα του επιπέδου ανταγωνιστικότητας της τραπεζικής αγοράς. Για λόγους συγκρισιμότητας με τη διεθνή βιβλιογραφία αλλά και ευκολίας πρόσβασης στα σχετικά δεδομένα, η εμπειρική μας προσέγγιση όσον αφορά το πρώτο υπόδειγμα θα ακολουθήσει τη μεθοδολογία των Panzar και Rosse. Οι Panzar και Rosse εξάγουν συμπεράσματα σχετικά με την ανταγωνιστικότητα του τραπεζικού συστήματος από τη συ- μπεριφορά των συνολικών μικτών εσόδων των επιμέρους τραπεζών ως προς τις μεταβολές των τιμών των κύριων εισροών τους. Με την εκτίμηση μιας γραμμικής σχέσης ανηγμένης μορφής σε λογάριθμους των μεταβλητών, υπολογίζονται οι ελαστικότητες των συνολικών εσόδων ή των επιτοκιακών εσόδων (εξηρτημένη μεταβλητή) ως προς τις τιμές τριών κύριων εισροών οι οποίες αποτελούν τις ανεξάρτητες μεταβλητές μαζί με τις μεταβλητές ελέγχου. Οι τρεις κύριες εισροές είναι οι καταθέσεις, η εργασία και το φυσικό κεφάλαιο. Οι Panzar και Rosse έδειξαν ότι το άθροισμα των ελαστικοτήτων των τριών αυτών εισροών, δηλαδή η μεταβλητή «Η», είναι αρνητική για το μονοπώλιο και το οργανωμένο ολιγοπώλιο, μεταξύ του μηδενός και της μονάδας για τον μονοπωλιακό ανταγωνισμό και ίση με τη μονάδα για τις τράπεζες που λειτουργούν σε καθεστώς μακροχρόνιας ανταγωνιστικής ισορροπίας. Το αποτέλεσμα αυτό βασίζεται στις μορφές της ελαστικότητας ζήτησης του τελικού προϊόντος (το υπόδειγμα υποθέτει συνάρτηση παραγωγής και κόστους ενός προϊόντος). Οι επιχειρήσεις (τράπεζες) σε περιβάλλον τέλειου ανταγωνισμού αντιμετωπίζουν μια πλήρως ελαστική ζήτηση και σε (μακροχρόνια) ισορροπία τιμολογούν το προϊόν τους στο οριακό κόστος του. Μια ισοποσοστιαία αύξηση του κόστους παραγωγής θα τείνει να αυξήσει την τιμή του προϊόντος και τα έσοδα κατά το ίδιο ποσοστό (Η = 1). Αντίθετα, οι τράπεζες που ασκούν μονοπωλιακή δύναμη ή λειτουργούν ως οργανωμένοι ολιγοπωλητές τιμολογούν στο ελαστικό μέρος μιας σχετικά ανελαστικής καμπύλης ζήτησης και η αύξηση του κόστους αυξάνει την τιμή ισορροπίας αλλά μειώνει τα έσοδα (Η < 0). Σ την ενδιάμεση περίπτωση, μια μονοπωλιακά ανταγωνιστική τράπεζα ή αυτή που λειτουργεί σε αγορά υπό την πίεση δυνητικού ανταγωνισμού (contestable market) αντιμετωπίζει ανελαστική καμπύλη ζήτησης, αλλά η κάθε τράπεζα τείνει να αυξήσει το παραγόμενο προϊόν της, οπότε και η αύξηση του κόστους οδηγεί σε αύξηση των εσόδων μικρότερη από αναλογική (Η < 1)
  • 13. Προσδιοριστικοί παράγοντες της ανταγωνιστικότητας - συγκέντρωση και ανταγωνιστικότητα Η θεωρητική σχέση μεταξύ του βαθμού συγκέντρωσης μιας τραπεζικής αγοράς και της ανταγωνιστικότητας και αποτελεσματικότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που την απαρτίζουν δεν είναι ξεκάθαρη, συνε- πώς απαιτείται περαιτέρω εμπειρική διερεύνηση. Η τάση συγκέντρωσης στις τραπεζικές αγορές παγκοσμί ως, όπως και στη δική μας αγορά, μας οδηγεί να εξετάσουμε στη συνέχεια, με το δεύτερο υπόδειγμα, την επίδραση που ενδέχεται να ασκεί η συγκέντρωση στο καθαρό άνοιγμα των επιτοκίων χορηγήσεων και τραπεζικής χρηματοδότησης (Net Interest Margin - NIM). Η μεταβλητή αυτή αναμένεται να αποτελεί σαφέστερη μέτρηση της αποτελεσματικότητας και της ανταγωνιστικότητας του τραπεζικού συστήματος στις πιο παραδοσιακές τραπεζικές δραστηριότητες από το στατιστικό «Η». Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η πληροφορία που περιέχεται στην εκτίμηση του «Η» είναι λιγότερο έγκυρη από ό,τι απαιτείται για να αποτελεί το μόνο σημείο αναφοράς. Η σχέση συγκέντρωσης ανταγωνιστικότητας- αποτελεσματικότητας, όπως αντανακλάται στο μέγεθος του ΝΙΜ, ενδέχεται να επηρεάζεται σημαντικά από το επίπεδο της κανονικοποίησης του ρυθμιστικού περιβάλλοντος (regulation) της αγοράς, τη σχέση ανταγωνιστικότητας- αποτελεσματικότητας, καθώς και άλλους θεσμικούς ή ειδικούς παράγοντες. Το επίπεδο πληθωρισμού π.χ. ενοχοποιείται για τη θετική επίδραση που ασκεί στο ΝΙΜ προξενώντας μεγαλύτερη ασυμμετρία στην πληροφόρηση. Η δυνατότητα χρηματοδότησης των επιχειρήσεων από την κεφαλαιαγορά πιθανόν εξασκεί πιέσεις στο ΝΙΜ, όπως επίσης ενδέχεται ο οικονομικός κύκλος να επιδρά στο ύψος των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων. Η ομοιομορφία του ρυθμιστικού πλαισίου του τραπεζικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ζώνης του ευρώ, αποτελεί το άλλοθι της ανυπαρξίας των σχετικών μεταβλητών ελέγχου.
  • 14. Δείγμα και μεθοδολογία Το εμπειρικό κομμάτι της παρούσας μελέτης χρησιμοποιεί ένα αρχικό δείγμα (unbalanced set) 210 χρημα τοπιστωτικών ιδρυμάτων από 20 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τα στοιχεία σε εταιρική βάση να προ έρχονται από τη βάση δεδομένων BankScope, ενώ για τις μακροοικονομικές μεταβλητές χρησιμοποιούμε ως πηγή την Eurostat. Η επιλογή του δείγματος επικεντρώθηκε στην προσπάθεια κάλυψης ενός σημαντικού ποσοστού του ενεργητικού του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα. Για τον λόγο αυτό, η κατασκευή του δείγματος ξεκίνησε στο μοτίβο των ευρωπαϊκών τραπεζών που έλαβαν μέρος στις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests), οι οποίες διεξήχθησαν τον Ιούλιο του 2010 υπό τον συντονισμό της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (CEBS), σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Οι 91 αυτές ευρωπαϊκές τράπεζες αθροιστικά αντιπροσωπεύουν το 65% του συνολικού του ενεργητικού του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, ενώ με την επιλογή μας να συμπεριλάβουμε επιπλέον 119 τράπεζες, το δείγμα μας αντιπροσωπεύει πλέον περίπου το 85%. Τα στοιχεία που χρησιμοποιούμε είναι σε ενοποιημένη βάση για την περίοδο 2000-2009, με τον αριθμό των παρατηρήσεων ανά χρονιά να ανέρχεται,κατά μέσο όρο, σε 2.300