SlideShare a Scribd company logo
1 of 68
____
ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, 10
1999 © Ε.Α.Ψ.
Περιεχόμενα
Ψυχολογικοί παράγοντες που επηρεάζουν την απόδοση αθλητών
και εμπειρικές τεχνικές παρέμβασης: Απόψεις προπονητών
πολεμικών τεχνών
Μαίρη Αβραμίδου, Μάριος Γούδας και Ελένη Πιντζοπούλου . . 3
Ευπροσιτότητα των στάσεων και πρόβλεψη της συμμετοχής
ατόμων σε προγράμματα άσκησης
Νίκος Αρδαμερινός, Γιάννης Θεοδωράκης, Μάριος Γούδας και
Κωνσταντίνος Μ παγιάτης.....................................................................19
Προκαταρκτική μελέτη για την ερμηνεία της συμπεριφοράς
των αθλητών-τριών χειροσφαίρισης βάσει των σταδίων
ηθικού διαλογισμού.
Μιλτιάδης Πρώιος και Γεώργιος Δ ογάνης.....................................33
Παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή αθλημάτων υψηλής ή
χαμηλής επικινδυνότητας
Γουβιανάκη Άννα, Σαρδέλης Αναστάσιος, Δογάνης Γεώργιος
και Θώμογλου Γεώργιος ....................................................................53
1
ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Ετήσια έκδοση της Εταιρείας Αθλητικής Ψυχολογίας (ΕΑΨ)
Κριτική Επιτροπή
Γ. Γρούϊος
Γ. Δογάνης
I. Ζέρβας
I. Θεοδωράκης
Β. Κόκκος
Κ. Καρτερολιώτης
Π. Λύτρας
Κ. Μπαγιάτης
Α. Παπα'ίωάννου
Α. Τραυλός
X. Τσορμπατζούδης
Μ. Ψυχουντάκη
Υπεύθυνος έκδοσης: I. Ζέρβας
Επιμέλεια: Μ. Ψυχουντάκη, I. Ζέρβας
Διεύθυνση: ΕΑΨ
Εθνικής Αντίστασης 41
172 37 Δάφνη
Τηλ.: 97 52 576
Οι δημοσιευμένες εργασίες εκφράζουν προσωπικές απόψεις και απο­
τελούν πνευματική ιδιοκτησία των συνεργατών της έκδοσης. Απαγορεύε­
ται η γραπτή, ηλεκτρονική ή άλλη αναμετάδοσή τους χωρίς την άδεια της
ΕΑΨ.
2
ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, 10, 3-18
1999 © Ε.Α.Ψ.
Ψυχολογικοί παράγοντες που επηρεάζουν την απόδοσΓ
αθλητών και εμπειρικές τεχνικές παρέμβασης:
Απόψεις προπονητών πολεμικών τεχνών
Μαίρη Αβραμίδου, Μάριος Γούδας και Ελένη Πιντζοπούλου
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Περίληψη
Ο σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν: (α) να εξετάσει τις
απόψεις προπονητών πολεμικών τεχνών σχετικά με τους ψυχολο­
γικούς παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την απόδοση και (β) να
καταγράψει εμπειρικές ψυχολογικές τεχνικές τις οποίες εφαρμό­
ζουν οι προπονητές. Στην έρευνα συμμετείχαν 14 προπονητές
αθλημάτων πολεμικών τεχνών με μέση προπονητική εμπειρία 19
χρόνια. Χρησιμοποιήθηκε ποιοτική μεθοδολογία για την ανάλυση
των συνεντεύξεων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, σύμφωνα με
τους προπονητές, οι σπουδαιότεροι παράγοντες, οι οποίοι επη­
ρεάζουν την απόδοση είναι το προαγωνιστικό άγχος, η αυτοπε­
ποίθηση και ο φόβος, αλλά και ο χαρακτήρας και η παρακίνηση
του αθλητή και τα τυχόν προσωπικά του προβλήματα. Οι προπο­
νητές ανέφεραν επίσης, ότι χρησιμοποιούσαν μία πλειάδα τεχνι­
κών παρέμβασης, πολλές από τις οποίες προσομοιάζουν με αυ­
τές των αθλητικών ψυχολόγων. Τα αποτελέσματα αυτά μπορούν
να βοηθήσουν στον καλύτερο σχεδίασμά προγραμμάτων εξάσκη­
σης ψυχολογικών δεξιοτήτων, έτσι, ώστε αυτά να είναι συμβατά
με τις απαιτήσεις των προπονητών.
Λέξεις κλειδιά: Ψυχολογικές δεξιότητες, πολεμικές τέχνες, από­
ψεις προπονητών, ποιοτική μεθοδολογία
Διεύθυνση επικοινωνίας: Μάριος Γούδας, Τ.Ε.Φ.Α.Α. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας,
ριές, 42 100 Τρίκαλα, τηλ. 0431- 47045, e-mail: mgoudas@pe.uth.gr
Μ. ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ, Μ.ΓΟΥΔΑΣ και Ε. ΠΙΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ένας από τους στόχους της εφαρμοσμένης αθλητικής ψυχολογίας
είναι η αύξηση της αγωνιστικής απόδοσης. Για το σκοπό αυτό έχουν
διαμορφωθεί ολοκληρωμένα προγράμματα εξάσκησης ψυχολογικών
δεξιοτήτων για αθλητές και αθλήτριες. Τα προγράμματα αυτά εφαρ­
μόζονται συνήθως από ένα εξειδικευμένο εκπαιδευτικό αθλητικό ψυ­
χολόγο σε συνεργασία με τον προπονητή ή την προπονήτρια.
Ο προπονητής παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία ανάπτυξης
ενός προγράμματος εξάσκησης ψυχολογικών δεξιοτήτων καθώς γνω­
ρίζει τις ανάγκες και τα συγκεκριμένα προβλήματα των αθλητών και
αθλητριών του καλύτερα από κάθε άλλο. Επίσης, επειδή πολλές φορές
είναι αναγκαίο τα προγράμματα εξάσκησης ψυχολογικών δεξιοτήτων
να ενσωματώνονται στην προπόνηση, η συνεργασία του προπονητή εί­
ναι επιβεβλημένη. Τέλος, όπως αναφέρει ο Ravizza (1988), ο προπονη­
τής συμβάλλει αποφασιστικά στην ομαλή εισαγωγή και στην αποδοχή
του αθλητικού ψυχολόγου από τους αθλητές.
Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι για τον ορθό σχεδίασμά και την
επιτυχημένη εφαρμογή ενός προγράμματος ψυχολογικής προετοιμα­
σίας πρέπει να έχουμε πληροφορίες σχετικά με την άποψη των προ­
πονητών για το ρόλο της αθλητικής ψυχολογίας και ειδικότερα για τα
ειδικά προβλήματα, τα οποία είναι σχετικά με το συγκεκριμένο άθλη­
μα. Δυστυχώς, πολύ λίγες είναι οι έρευνες οι οποίες έχουν ασχοληθεί
με το θέμα αυτό.
Ο Silva (1984) εξέτασε τις απόψεις ενός αντιπροσωπευτικού δείγ­
ματος προπονητών ερασιτεχνικών αθλημάτων για την αθλητική ψυχο­
λογία. Η πλειοψηφία του δείγματος των προπονητών ανέφερε ότι η
επιστήμη της αθλητικής ψυχολογίας θα ήταν χρήσιμη για την ανάπτυ­
ξη της απόδοσης των αθλητών τους. Συγκεκριμένα, τα πιο σημαντικά
ζητήματα στα οποία οι προπονητές θεωρούσαν ότι θα χρειαζόταν βοή­
θεια ήταν η ανάπτυξη και η διατήρηση της παρακίνησης και της θέλη­
σης των αθλητών τους, αλλά και η διατήρηση θετικών στάσεων προς
την αγωνιστική διαδικασία.
Οι Sullivan και Hodge (1991) εξέτασαν τις απόψεις αθλητών και προ­
πονητών διαφόρων αθλημάτων για την αθλητική ψυχολογία στη Ν. Ζη­
λανδία. Στην έρευνα χρησιμοποιήθηκαν δύο διαφορετικοί τύποι ερωτη­
ματολογίων, ένας για τους αθλητές και ένας για τους προπονητές. Τα
αποτελέσματα έδειξαν ότι τόσο οι αθλητές υψηλού επιπέδου, όσο και οι
4
ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
ομοσπονδιακοί προπονητές, κατατάσσουν την αθλητική ψυχολογία
στην πρώτη γραμμή σπουδαιότητας για το άθλημά τους. Τα θετικά απο­
τελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι οι προαναφερθέντες ερωτώμενοι
θα ενδιαφέρονταν να συνεργαστούν με κάποιον αθλητικό ψυχολόγο.
Σε μια άλλη έρευνα των Gould, Hodge, Peterson και Petlichkoff
(1987), στην οποία συμμετείχαν προπονητές πάλης, το ζήτημα προς
διερεύνηση ήταν η εμπειρική ψυχολογική υποστήριξη που παρείχαν οι
προπονητές, καθώς και οι διαφορετικές ψυχολογικές στρατηγικές που
χρησιμοποιούσαν. Τα αποτελέσματα της έρευνας μεταξύ άλλων έδει­
ξαν ότι από ψυχολογικής απόψεως τα πιο σημαντικά ζητήματα στο συ­
γκεκριμένο άθλημα ήταν: ο έλεγχος του άγχους, η αυτοσυγκέντρωση
και η έλλειψη αυτοπεποίθησης. Οι στρατηγικές που αποδείχτηκαν πιο
ευνοϊκές και εύκολες στην υιοθέτησή τους από τους παλαιστές ήταν ο
καθορισμός στόχων και η νοερή προπόνηση.
Οι Gould, Giannini, Krane και Hodge (1990) εξέτασαν τις εκπαιδευ­
τικές ανάγκες προπονητών σε ερασιτεχνικά αθλήματα της Αμερικής
και τις ανάγκες τους σε αυτό τον τομέα. Στην έρευνα έλαβαν μέρος
130 ομοσπονδιακοί προπονητές από όλη την Αμερική που αντιπροσώ­
πευαν 30 αθλήματα. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι οι προ­
πονητές ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για σεμινάρια αθλητικής ψυχολογίας
και ειδικότερα για προγράμματα νοερής προπόνησης για αθλητές
υψηλού επιπέδου.
Σε μία πρόσφατη έρευνα στην Ελλάδα, οι Goudas, Vassiliou και
Akriboulis (1998) ρώτησαν προπονητές αγωνισμάτων κλασικού αθλητι­
σμού σχετικά με συμπεριφορές των αθλητών τους, οι οποίες πιστεύ­
ουν ότι παρεμποδίζουν την απόδοσή τους. Τα αποτελέσματα της
έρευνας έδειξαν ότι οι προπονητές θεωρούσαν την αυτοπεποίθηση, το
άγχος, την αυτοσυγκέντρωση, αλλά και την ικανότητα αντιμετώπισης
απρόοπτων καταστάσεων, ως σημαντικά ζητήματα στα οποία οι αθλη­
τές θα έπρεπε να τύχουν υποστήριξης.
Οι υπάρχουσες έρευνες δείχνουν ότι οι προπονητές είναι ευνοϊκά
διακείμενοι προς την επιστήμη της αθλητικής ψυχολογίας. Εν τούτοις,
οι έρευνες αυτές δεν παρέχουν συστηματικές πληροφορίες σχετικά με
τα εξειδικευμένα ζητήματα, τα οποία αντιμετωπίζουν οι προπονητές
στην προσπάθειά τους να αυξήσουν την απόδοση των αθλητών και
αθλητριών τους. Ο σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να εξετάσει
τις απόψεις προπονητών πολεμικών τεχνών σχετικά με: (α) ζητήματα
τα οποία επηρεάζουν την απόδοση των αθλητών και τα οποία εντάσ­
5
Μ. ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ. Μ.ΓΟΥΔΑΣ και Ε. ΠΙΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
σονται στο χώρο της αθλητικής ψυχολογίας και (β) εμπειρικές τεχνικές
τις οποίες χρησιμοποιούν οι προπονητές με σκοπό την αντιμετώπιση
αυτών των δυσκολιών.
Για τη συλλογή και ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η
ποιοτική μεθοδολογία. Η επιλογή της μεθόδου αυτής έγινε για δύο λό­
γους. Πρώτον, διότι ο σκοπός της έρευνας ήταν να περιγράφει την
άποψη των προπονητών σχετικά με τα προβλήματα των αθλητών τους
που άπτονται της αθλητικής ψυχολογίας. Δεύτερον, λόγω της έλλει­
ψης σχετικών δεδομένων κρίθηκε αναγκαίο να χρησιμοποιηθούν συνε­
ντεύξεις με ανοικτές ερωτήσεις. Σύμφωνα με τον Strean (1998), η χρή­
ση της ποιοτικής μεθοδολογίας στην αθλητική ψυχολογία προσφέρει
την ευκαιρία να περιγράφουμε με ακρίβεια τα φαινόμενα όπως τα αντι­
λαμβάνονται οι συμμετέχοντες.
ΜΕΘΟΔΟΣ
Συμμετέχοντες
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν 14 εκπαιδευτές πολεμικών τε­
χνών οι οποίοι προπονούσαν αθλητές στα αθλήματα: muay thai, karate,
kick boxing, tae kwon do και πυγμαχία. Οι συμμετέχοντες εργάζονταν
σε συλλόγους της Αττικής και της Κύπρου και είχαν μέση προπονητική
εμπειρία 19 χρόνια. Πολλοί από τους αθλητές τους έχουν διακριθεί σε
πανελλήνιο και διεθνές επίπεδο.
Διαδικασία
Τα δεδομένα συλλέχθηκαν με προσωπικές συνεντεύξεις βάσει ενός
προκαθορισμένου σχεδίου. Η διαδικασία της συνέντευξης ήταν πα­
νομοιότυπη για κάθε προπονητή, διαρκούσε περίπου 15 έως 20 λεπτά
και η καταγραφή της γινόταν με δημοσιογραφικό κασετόφωνο. Η συ­
νέντευξη ήταν δομημένη και εστιάστηκε σε δύο θέματα: (α) «Ψυχολο­
γικοί παράγοντες που επηρεάζουν την απόδοση των αθλητών στον
αγώνα και στην καριέρα τους γενικότερα» και (β) «Εμπειρική ψυχολο­
γική υποστήριξη από τον προπονητή». Ο χώρος στον οποίο γινόταν οι
συνεντεύξεις ήταν το γυμναστήριο όπου εργαζόταν ο κάθε εκπαιδευ­
τής και οι συνεντεύξεις διενεργούνταν λίγο πριν την έναρξη της προ­
πόνησης.
6
ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Ανάλυση των δεδομένων
Για την ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της
ανάλυσης περιεχομένου (Patton, 1990). Η μέθοδος αυτή έχει χρησιμο­
ποιηθεί σε αρκετές έρευνες στον χώρο της αθλητικής ψυχολογίας
(Gould, Tuffey, Udry, & Loehr, 1995; Scanlan, Ravizza, & Stein, 1989).
Η διαδικασία της ανάλυσης περιγράφεται παρακάτω:
1. Αρχικά πραγματοποιήθηκε η απομαγνητοφώνηση των συνεντεύξεων,
η οποία απέδωσε εβδομήντα δύο σελίδες χειρόγραφου κειμένου.
2. Τρεις ερευνητές σχετικοί με την ποιοτική μεθοδολογία διάβασαν
πολλές φορές και τις δεκατέσσερις συνεντεύξεις, ώστε να εξοικειω­
θούν με τον κάθε συμμετέχοντα.
3. Κάθε ερευνητής, χωριστά, εντόπισε διακριτά αυτόνομα αποσπάσμα­
τα στις συνεντεύξεις. Διακριτό απόσπασμα ορίζεται πρόταση ή φρά­
ση της συνέντευξης, η οποία έχει ολοκληρωμένο αυτόνομο νόημα. Τα
αυτόνομα αποσπάσματα περιγράφηκαν σε κωδικούς αποσπασμάτων
ή περιφραστικά αποσπάσματα όπου περιείχαν μια ευδιάκριτη ιδέα ή
νόημα της απάντησης. Οι κώδικές φράσεις που περιέγραφαν τα απο­
σπάσματα, καταγράφηκαν ξεχωριστά ώστε να δημιουργηθεί μια λίστα
με τα αυτόνομα αποσπάσματα των συνεντεύξεων, με την ομόφωνη
γνώμη και των τριών ερευνητών για κάθε διακριτό απόσπασμα.
4. Στη συνέχεια, έγινε η κατηγοριοποίηση των διακριτών αποσπασμά­
των. Κάθε θέμα εντάχθηκε σε μια γενικότερη κατηγορία με τη σύμ­
φωνη γνώμη και των τριών ερευνητών. Οι κατηγορίες δεν ήταν κα­
θορισμένες από πριν, αλλά προέκυψαν από τα δεδομένα.
Η ανάλυση έγινε για δύο ξεχωριστές θεματικές ενότητες οι οποίες
ήταν «Ψυχολογικοί παράγοντες που επηρεάζουν την απόδοση των
αθλητών στον αγώνα και στην καριέρα τους γενικότερα» και «Εμπειρι­
κή ψυχολογική υποστήριξη από τον προπονητή».
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Εντοπίστηκαν 114 διακριτά αποσπάσματα σχετικά με την πρώτη θε­
ματική ενότητα και 72 με τη δεύτερη θεματική ενότητα.
Α. Προβλήματα απόδοσης.
Ο Πίνακας 1 παρουσιάζει την κατηγοριοποίηση των απαντή­
7
Μ. ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ. Μ.ΓΟΥΔΑΣ και Ε. ΠΙΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
σεων των προπονητών για την πρώτη θεματική ενότητα. Από
την ανάλυση προέκυψαν οκτώ διαστάσεις, οι οποίες περιγρά­
φουν συνοπτικά τις απόψεις των συμμετεχόντων προπονητών
σε ό,τι αφορά δυσκολίες των αθλητών που σχετίζονται με την
αθλητική ψυχολογία. Οι διαστάσεις αυτές περιγράφονται στη
συνέχεια.
Αγχος. Η 11 διάσταση αναφέρεται στο άγχος των αθλητών και
αθλητριών. Οι προπονητές συνδέουν το άγχος των αθλητών τους κατά
κύριο λόγο με το περιβάλλον του αγώνα:
«...συνήθως όταν παρακολουθούν συγγενείς ή φίλοι βλέπω τους αθλητές μου
πιο αγχωμένους γιατί θέλουν να δείξουν τον καλύτερο εαυτό τους στους φίλους
τους, δεν θέλουν να τους απογοητεύσουν...».
Άλλος ένας σημαντικός παράγοντας άγχους για τους αθλητές είναι
το επίπεδο του αθλητή. Σύμφωνα με τους προπονητές, τόσο οι αρχά­
ριοι, όσο και οι πρωταθλητές, μπορεί να αντιμετωπίσουν προβλήματα
άγχους για διαφορετικούς όμως λόγους:
«...βέβαια όσο πιο αρχάριος, πιο αδούλευτος είναι ο αθλητής τόσο π ε­
ρισσότερο άγχος θα έχει, γιατί δεν έχει εμπειρία του ρινγκ, αλλά και πάλι
και αυτό το άγχος χάνεται τις περισσότερες φορές με το πρώτο χτύπη­
μα...».
«...και ο πρωταθλητής σίγουρα νιώθει άγχος, όχι το ίδιο άγχος όμως με
τον αρχάριο. Ο πρωταθλητής νιώ θει άγχος γιατί έρχεται να υπερασπιστεί
τον τίτλο του, τη ζώνη του...».
Παρακίνηση. Το θέμα της 211 διάστασης, ήταν η παρακίνηση και
ο χαρακτήρας των αθλητών. Οι προπονητές τόνισαν ότι για να δια­
τηρήσουν τη θέλησή τους οι αθλητές θα πρέπει να αγαπούν το
άθλημα. Άλλα στοιχεία, τα οποία συνθέτουν τη διάσταση αυτή, είναι
οι υψηλοί στόχοι τους οποίους θα πρέπει να θέτει ο αθλητής, αλλά
και ο χαρακτήρας του, ο οποίος έχει διαμορφωθεί από την οικογέ-
νειά του.
«...μετά είναι το πόσο αγαπάει το άθλημα ο ίδιος. Αν το αγαπάει και μία να
μην έχει θα κάνει προπόνηση. Μετράει η αγάπη και η θέληση. Έ χω ένα αθλη­
τή, τον X, που έχει οικογένεια ο άνθρωπος, δύο παιδιά, και αφήνει και τις δου­
λειές του και τη οικογένειά του όποτε είναι για αγώνες, τα παρατάει όλα για
να πάει να παίξει. Ακούει γκρίνιες από την οικογένειά, δεν βγάζει λεφτά και
όλα αυτά για το άθλημα...»
8
ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Πίνακας 1. Ψυχολογικοί παράγοντες που επηρεάζουν την απόδοση
των αθλητών πολεμικών τεχνών
ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΕΙ ΔΙΑΚΡΙΤΩΝ
ΘΕΜΑΤΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Φίλαθλοι και περιβάλλον
Ανησυχία για τον αγώνα
Άγχος, νευρικότητα
Έλλειψη προετοιμασίας
Έλλειψη αυτοπεποίθησης, ανασφάλεια
.Απρόσμενα γεγονότα
Αγχος
Αγάπη για το άθλημα
Στόχοι
Δίψα για διάκριση
Κίνητρα
Χαρακτήρας
Παρακίνηση
Προσωπικές σχέσεις
Εργασία (οικονομικά προβλήματα - νυκτερινή
απασχόληση)
Οικογενειακά προβλήματα
Καθημερινά προβλήματα - απρόοπτες καταστάσεις
Σχέσεις με συναθλητές προπονητές
Συναισθηματική ωριμότητα
Προσωπικά προβλήματα
Σιγουριά, εμπιστοσύνη
Ανασφάλεια, έλλειψη αυτοπεποίθησης
Ελλείψεις τεχνικής
Απόρριψη από προπονητή ή από συναθλητές
Άγνωστος ή δύσκολος αντίπαλος
Υπερεκτίμηση ικανοτήτων
Εμπειρία
Διαμόρφωση αποτελέσματος
Αυτοπεποίθηση
Φόβος εαυτού
Φόβος αντιπάλου
Προκαταλήψεις
Ευθύνη
Φόβος
Συμπεριφορά προπονητή
Εμπιστοσύνη προς τον προπονητή
Συμπεριφορά προπονητή
Τραυματισμός, πόνος Τραυματισμός
Αυτοσυγκέντρωση, ηρεμία Αυτοσυγκέντρωση
Μ. ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ, Μ.ΓΟΥΔΑΣ και Ε. ΠΙΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
Προσωπικά προβλήματα. Η 31 διάσταση αναφέρεται σε προσωπικά
προβλήματα, που αντιμετωπίζει ο αθλητής. Οι προπονητές θεωρούσαν
ότι τα προσωπικά προβλήματα επηρεάζουν τους αθλητές τόσο βραχυ­
πρόθεσμα, μειώνοντας την απόδοση στην προπόνηση και στον αγώνα,
όσο και μακροπρόθεσμα. Αυτή η θεματική ενότητα αποτελείται από 21
διαφορετικά διακριτά θέματα, μερικά από τα οποία αναφέρονται πα­
ρακάτω:
«...τυχαίνει ο αθλητής να μην μπορεί να συγκεντρωθεί όχι μόνο στην προ­
πόνηση αλλά και στον αγώνα. Μπερδεύουνε πολλές φορές παράγοντες της
προσωπικής τους ζωής με τη στιγμή του αγώνα...».
«...όταν ο άλλος δουλεύει νύχτα ή είναι οικοδόμος, τότε είναι σίγουρο ότι
θα έχει μειωμένη απόδοση...».
«...μπορεί να έχει τύχει να έχει μαλώσει με τη μητέρα του ή να μην έχει δει
το κορίτσι του. Αυτό μπορεί να τον επηρεάσει και να μην μπορεί να συγκε­
ντρωθεί στον αγώνα...».
Αυτοπεποίθηση. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας, ο οποίος
σύμφωνα με τους προπονητές επηρεάζει την αγωνιστική απόδοση
των αθλητών τους είναι η αυτοπεποίθηση. Τα θέματα που εντάσσο­
νται σ’ αυτή τη διάσταση δηλώνουν δύο διαφορετικές εκδοχές για
την αυτοπεποίθηση των αθλητών.
(α) Η πρώτη αναφέρεται στην προσωπική αμφισβήτηση των δυ­
νατοτήτων από τους αθλητές:
«...πολλοί αθλητές, λόγω μειωμένης αυτοπεποίθησης, δεν πιστεύουν ότι
θα τα καταφέρουν, ότι μπορούν να αποδώ σουν τόσο καλά ώστε να κερδί­
σουν...».
(β) Η δεύτερη εκδοχή για την αυτοπεποίθηση αναφέρεται στην άνεση και
στη σιγουριά που αποκτούν οι αθλητές λόγω της εμπειρίας από τους αγώνες:
«...όταν μπαίνει ο αθλητής στο ρινγκ είναι ένας εντελώς άλλος κόσμος. Με
τους πολλούς αγώνες που έχει ένας αθλητής στα πόδια του αποκτά αυτό που
λέμε στη γλώσσα μας ‘αέρα του ρινγκ’, νιώθει το ρινγκ σαν το σπίτι του .».
Φόβος. Η 5ΐ διάσταση αναφέρεται στο φόβο που νοιώθουν οι
αθλητές την ώρα του αγώνα. Σύμφωνα με τους προπονητές, ο φό­
βος μπορεί να σχετίζεται με διάφορους παράγοντες όπως το πα-
ρουσιαστικό του αντιπάλου αλλά και η εμπειρία:
«...είναι διαφορετικά για τους αρχάριους αθλητές. Αυτοί συνήθως νιώ ­
θουν μεγαλύτερο άγχος από τους προχωρημένους ειδικά στους πρώτους
αγώνες...».
10
ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
«...είχα κάποιον αθλητή ο οποίος επηρεαζόταν πάρα πολύ από την όψη του
αντιπάλου, από το παρουσιαστικό του, αν είχε σκληρό παρουσιαστικό αυτό τον
επηρέαζε αρνητικά...».
Συμπεριφορά του προπονητή. Η 6η διάσταση αναφέρεται στη συ­
μπεριφορά του προπονητή. Ένα παράδειγμα, το οποίο αναφέρεται
στην εμπιστοσύνη προς τον προπονητή, είναι το παρακάτω:
«...πρέπει ο αθλητής να εμπιστεύεται τον προπονητή, να πιστεύει ότι μπο­
ρεί να τον βοηθήσει και ακόμα περισσότερο να νιώθει ότι αυτά που του
διδάσκει μπορούν να τον φέρουν κοντά στη νίκη για να μπει μέσα στο
ρινγκ...».
Τραυματισμός. Τα θέματα αυτά αναφέρονταν στον τραυματισμό και
στην αντιμετώπιση του τραυματισμού από τους αθλητές.
«...σε έναν αγώνα με έναν "ατσούμπαλο" αθλητή έσπασε το πόδι του και αυ­
τό του στοίχισε τη συμμετοχή του στην Ολυμπιάδα της Σεούλ, για την οποία
μάλιστα ήταν το φαβορί στην κατηγορία του...».
Αυτοσυγκέντρωση. Η τελευταία διάσταση αναφέρεται στην αυτοσυ­
γκέντρωση των αθλητών. Ένα από τα θέματα είναι:
«...είναι εύκολο να καταλάβεις πότε ένας αθλητής προχωρημένος
ιδιαίτερα δεν είναι συγκεντρωμένος, τότε ο αρχάριος μπορεί να τον
ακουμπήσει, να του δώσει κάποιο χτύπημα, γιατί ο άλλος δεν σκέφτε­
ται...».
Β. Εμπειρικές τεχνικές των προπονητών.
Ο Πίνακας 2 παρουσιάζει τα αποτελέσματα της κατηγοριοποίη-
σης των απαντήσεων των προπονητών για τη δεύτερη θεματική ενό­
τητα. Προέκυψαν επτά διαστάσεις οι οποίες παρουσιάζονται παρα­
κάτω.
Συζήτηση/ προσέγγιση. Οι προπονητές αναφέρθηκαν εκτεταμένα στην
προσπάθεια τους να δώσουν λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα μέσω της
συζήτησης και της ιδιαίτερης προσέγγισης του κάθε αθλητή. Μερικά από τα
θέματα της διάστασης αυτής αναφέρονται παρακάτω:
«...δεν μπορείς να μιλάς σε όλους το ίδιο, εξαρτάται από το τι δέχεται
ο κάθε αθλητής. Εγώ ξέρω τους αθλητές μου και τους μιλάω αναλό-
γως...».
«...δεν τον αφήνεις μόνο του τον αθλητή. Μετά την προπόνηση τον πιάνεις
και συζητάς μαζί του, του εξηγείς τα λάθη του, επαινείς τα καλά σημεία, ασχο-
λείσαι μαζί του...».
11
Μ. ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ, Μ ΓΟΥΔΑΣ και Ε. ΠΙΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
Πίνακας 2. Εμπειρική ψυχολογική υποστήριξη του εκπαιδευτή πολεμικών
τεχνών προς τους αθλητές.
ΚΑΤΗΓΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΚΡΙΤΩΝ
ΘΕΜΑΤΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ
Συζήτηση με τον αθλητή
Βοήθεια στην αντιμετώπιση προβλημάτων
Προσέγγιση του αθλητή έξω από τους
αγωνιστικούς χώρους
Εκδήλωση συμπάθειας
Επίπληξη
Τόνωση ηθικού
Συζήτηση - Προσέγγιση
Τεχνικές στην προπόνηση
Αλλαγή φιλοσοφίας
Ψυχολογικές Τεχνικές
Έπαινος
Τιμωρία
Πρακτικές τεχνικές
Συνειδητοποίηση δυνατοτήτων
Αποδοχή φόβου
Εστίαση στη συμμετοχή
Εστίαση στο παρόν
Αποδοχή ήττας
Αυτογνωσία
Τόνωση αυτοπεποίθησης
Ξεπέρασμα φόβου
Εστίαση στην προσπάθεια
Σύγκριση με άλλους αθλητές
Θετική ανατροφοδότηση
Απομόνωση από το περιβάλλον του αγώνα
Να μην σκέφτεται τον αγώνα
Ο αγώνας δεν έχει μεγάλη σημασία
Αποκοπή από το περιβάλλον του αγώνα
Αλλαγή οπτικής για τον αγώνα Αλλαγή οπτικής
Αντιμετώπιση φόβου
Αντιμετώπιση καθημερινών δυσκολιών
Αντιμετώπιση δυσκολιών
Πρακτικές τεχνικές. Η 2Γ
ι διάσταση περιλαμβάνει 16 διακριτά θέμα­
τα. Οι προπονητές ανέψεραν ότι χρησιμοποιούν μία ποικιλία πρακτικών
τεχνικών. Οι τεχνικές αυτές αναφέρονται σε οργάνωση συναντήσεων
με ιδιαίτερο σκοπό την «τόνωση της ψυχολογίας» του αθλητή, αλλά και
τη χρήση της τιμωρίας. Παρακάτω αναφέρονται κάποια από αυτά:
«...όταν κατάλαβα ότι αυτός ήταν ο μόνος στόχος του, τον τιμώρησα με
αποβολή 6 μηνών από την προπόνηση και μετά γύρισε πιο βελτιωμένος...».
12
ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
«... όταν γυρίσει ο αθλητής μετά από μία αρρώστια, ακόμα και αν είναι σω­
ματικά καλά, τον βάζω να παίξει πρώτα με κάποιον κατώτερο αθλητή για να
επανελθεί και η ψυχολογία του...»
Αυτογνωσία. Το θέμα της διάστασης αυτής είναι η αυτογνωσία και πε­
ριλαμβάνει 11 διακριτά θέματα. Οι προπονητές ανέφεραν ότι προσπαθούν
συστηματικά να βοηθήσουν τους αθλητές να δουν τα πράγματα ρεαλιστι­
κά και να αποδεχτούν τις αδυναμίες τους, θεωρώντας ότι αυτό βοηθάει
στην πορεία τους. Τα παρακάτω αποσπάσματα αναφέρονται στην αποδο­
χή του φόβου και στη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας.
«...τους βάζω να παρατηρούν τα συναισθήματά τους την ώρα του αγώνα, να
νιώθουν το φόβο και να τον δέχονται...».
«...του λες πως έχουν τα πράγματα, δεν προσπαθείς να του κρύψεις τίποτα,
του παρουσιάζεις την πραγματικότητα, για να ξέρει τι έχει να αντιμετωπίσει...»
Θετική ανατροφοδότηση. Η 4^ διάσταση αναφέρεται στην αναγκαι­
ότητα παροχής θετικής ανατροφοδότησης στους αθλητές από τον
προπονητή και στην έμφαση που πρέπει να δίνεται στα πλεονεκτήμα­
τα των αθλητών. Η διάσταση αυτή περιλαμβάνει 9 διακριτά θέματα.
Ένα από τα θέματα αυτά είναι:
«...μπορείς να του δείξεις άλλους αθλητές και να τον συγκρίνεις με αυτούς
στα σημεία που υπερέχει...».
Αποκοπή από το περιβάλλον του αγώνα. Κάποιοι από τους προπο­
νητές αναφέρθηκαν στην προσπάθεια που καταβάλλουν, ώστε να βοη­
θήσουν τον αθλητή να αγωνιστεί χωρίς εξωτερικές περισπάσεις απο­
κομμένος από το περιβάλλον του αγώνα.
«...προσπαθώ να τον κάνω να ξεχάσει το τελετουργικό του αγώνα, την επι-
σημότητά του, να σκεφτεί ότι υπάρχει μόνο αυτός ο αντίπαλος και ο διαιτητής
μέσα στο ρινγκ...».
Αλλαγή οπτικής. Το θέμα της 6ης διάστασης αναφέρεται στην προ­
σπάθεια των προπονητών να αλλάξουν την οπτική γωνία με την οποία
αντιμετωπίζουν διάφορες καταστάσεις οι αθλητές τους και περιλαμβά­
νει 5 διακριτά θέματα, με πιο αντιπροσωπευτικό το παρακάτω:
«...του λέω να φανταστεί ότι δεν παίζει αγώνα απλώς κάνει μια δυνατή προ­
πόνηση με κάποιον αθλητή και μάλιστα στο γυμναστήριό μας, γιατί και αυτό
έχει σημασία...».
Αντιμετώπιση δυσκολιών. Η διάσταση αυτή περιείχε 4 διακριτά θέ­
ματα και αναφέρεται στην αναγκαιότητα να μάθουν οι αθλητές να αντι­
13
Μ. ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ, Μ.ΓΟΥΔΑΣ και Ε. ΠΙΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
μετωπίζουν τις δυσκολίες όχι μόνο μέσα στο γήπεδο αλλά και γενικό­
τερα στη ζωή. Παραδείγματος χάριν:
«...αγώνας είναι και το κυνήγι του χρόνου. Ο αθλητής πρέπει να είναι προ­
ετοιμασμένος για όλα και με αυτό εννοώ όχι μόνο για τον αγώνα...».
ΣΥΖΗΤΗΣΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν διττός: (α) να εξετάσει τις
απόψεις προπονητών πολεμικών τεχνών σχετικά με τις δυσκολίες από­
δοσης τις οποίες αντιμετωπίζουν οι αθλητές τους και θα μπορούσαν
να αντιμετωπιστούν από την πλευρά της αθλητικής ψυχολογίας και (β)
να καταγράψει εμπειρικές τεχνικές, τις οποίες χρησιμοποιούν οι προ­
πονητές για την αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι σύμφωνα με τους προ­
πονητές οι παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν την απόδοση των αθλη­
τών ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με τα κύρια θέματα με τα οποία
ασχολείται η εφαρμοσμένη αθλητική ψυχολογία. Δύο κύριοι παράγο­
ντες επηρεάζουν την απόδοση των αθλητών πολεμικών τεχνών είναι το
άγχος και η αυτοπεποίθηση. Και οι δύο αυτοί παράγοντες αναγνωρίζο­
νται ως κεντρικοί για την αύξηση της απόδοσης των αθλητών και έχουν
τύχει μεγάλου ερευνητικού ενδιαφέροντος στα πλαίσια της αθλητικής
ψυχολογίας (Bunker, Williams, & Zissner, 1991; Jones & Hardy, 1991;
Martens, Vealey, & Burton, 1990).
Ωστόσο, οι προπονητές αναγνώρισαν παράλληλα και τον φόβο ως
παράγοντα καθοριστικό για την απόδοση. Ο παράγοντας αυτός σπάνια
αναφέρεται σε σχετικά κείμενα, ενώ πολύ λίγες είναι οι έρευνες που
έχουν εξετάσει τις παραμέτρους, οι οποίες συνθέτουν το φόβο των
αθλητών. Το εύρημα αυτό μάλλον οφείλεται στην φύση των αθλημά­
των που εξετάστηκαν. Οι αγωνιστικές συναντήσεις πολεμικών τεχνών
μπορεί να είναι πηγή φόβου, λόγω του πιθανού πόνου ή του σοβαρού
τραυματισμού που μπορεί να προκληθεί κατά τη διάρκεια του αγώνα.
Έτσι, ο αθλητικός ψυχολόγος, ο οποίος θα ασχοληθεί με παρόμοια
αθλήματα, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος να βοηθήσει τους
αθλητές να ξεπεράσουν το φόβο που πιθανόν να έχουν πριν από μία
συνάντηση.
Σύμφωνα με τους προπονητές, ένας βασικός παράγοντας, ο οποίος
επηρεάζει την πορεία και την απόδοση των αθλητών τους, είναι η πα­
14
ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
ρακίνηση. Οι προπονητές απέδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη να
συνεχίζει ο αθλητής την προσπάθειά του παρά τις δυσκολίες, να συ­
ντηρεί το ηθικό του παρά τις αποτυχίες και τόνισαν ότι χωρίς να αγα­
πάει αυτό που κάνει δεν είναι δυνατό να επιτύχει και να διατηρήσει τις
επιτυχίες του. Η ανάγκη για την ενίσχυση της παρακίνησης των αθλη­
τών και αθλητριών τονίζεται συχνά σε προγράμματα εξάσκησης ψυχο­
λογικών δεξιοτήτων. Η Vealey (1988) αναφέρεται σε βασικές ψυχολο­
γικές δεξιότητες, όπως η θέληση και η αυτο-εκτίμηση, οι οποίες θα
πρέπει να αποτελούν τη βάση αυτών των προγραμμάτων. Τα αποτελέ­
σματα της παρούσας έρευνας υποστηρίζουν ότι παράγοντες όπως η
παρακίνηση και η θέληση θα πρέπει να αποτελούν μέρος του προ­
γράμματος εξάσκησης ψυχολογικής προετοιμασίας σε κάθε επίπεδο
αθλητικής δραστηριότητας
Επιπρόσθετα, οι προπονητές ανέφεραν ότι για να βελτιώσουν την
απόδοσή τους οι αθλητές πρέπει να μάθουν να αντιμετωπίζουν τα προ­
σωπικά τους προβλήματα έτσι ώστε αυτά να μην επηρεάζουν την αγω­
νιστική τους πορεία. Ως προσωπικά προβλήματα αναφέρθηκαν οικογε­
νειακά, συναισθηματικά και εργασιακά προβλήματα. Παρόμοια αποτε­
λέσματα είχαν οι Goudas, Vassiliou και Akriboulis (1998) σε συνεντεύ­
ξεις με προπονητές αγωνισμάτων κλασσικού αθλητισμού. Από τις συ­
νεντεύξεις των Goudas και συνεργατών, φάνηκε ότι οι προπονητές θα
ήθελαν βοήθεια σε αυτό το θέμα αν συνεργάζονταν με ένα αθλητικό
ψυχολόγο. Όμως οι προπονητές δεν ήταν σε θέση να διακρίνουν ότι η
αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων πιθανά θα απαιτούσε κάποιον
ειδικευμένο στη συμβουλευτική ψυχολογία.
Σε ό,τι αφορά στις τεχνικές, τις οποίες εμπειρικά χρησιμοποιούν οι
προπονητές για να αντιμετωπίσουν προβλήματα σχετικά με την ψυχο­
λογική κατάσταση των αθλητών τους, φάνηκε ότι διαθέτουν ένα πλού­
σιο ρεπερτόριο, το οποίο αντιστοιχεί ως ένα βαθμό με αυτό του αθλη­
τικού ψυχολόγου. Όπως φαίνεται παρακάτω, οι προπονητές χρησιμο­
ποιούν εμπειρικά τεχνικές, οι οποίες χρησιμοποιούνται ευρέως, με
ένα διαφορετικό ίσως τρόπο, σε προγράμματα εξάσκησης ψυχολογι­
κών δεξιοτήτων αθλητών. Έτσι, φαίνεται ότι υπάρχει πρόσφορο έδα­
φος για συνεργασία μεταξύ των προπονητών και του αθλητικού ψυ­
χολόγου.
Μία δεξιότητα, στην οποία οι προπονητές αγέφεραν ότι προσπα­
θούν να εξασκήσουν τους αθλητές τους, είναι αυτή της αποκοπής από
το περιβάλλον του αγώνα. Οι προπονητές αρχικά ανέφεραν ότι το πε­
15
Μ. ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ. Μ.ΓΟΥΔΑΣ και Ε. ΠΙΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
ριβάλλον του αγώνα είναι από τις κύριες πηγές άγχους των αθλητών
τους. Στη συνέχεια, ανέφεραν ότι προσπαθούν να καλλιεργήσουν την
ικανότητα των αθλητών τους να μη δέχονται στρεσογόνα ερεθίσματα
από το περιβάλλον του αγώνα. Ωστόσο, από τις απαντήσεις τους δεν
φαίνεται να χρησιμοποιούν κάποιες συγκεκριμένες τεχνικές για να πε-
τύχουν την ανάπτυξη αυτής της δεξιότητας.
Μία άλλη τεχνική, την οποία οι προπονητές ανέφεραν ότι προσπα­
θούν να εφαρμόσουν, είναι αυτή της αλλαγής οπτικής. Η τεχνική αυτή
αναφέρεται- στη διαδικασία με την οποία οι προπονητές μετατρέπουν
τον τρόπο με τον οποίο οι αθλητές κρίνουν τις καταστάσεις. Με την τε­
χνική αυτή μπορούμε θεωρητικά να μετατρέψουμε κάθε μειονέκτημα
σε πλεονέκτημα, κοιτάζοντας τα πράγματα από μία διαφορετική οπτι­
κή γωνία (Bunker, Williams, & Zissner, 1993). Τα δεδομένα της παρού­
σας έρευνας δείχνουν ότι η χρήση της τεχνικής αυτής θεωρείται ανα­
γκαία από τους προπονητές.
Άλλη μία δεξιότητα, την οποία οι προπονητές ανέφεραν ότι προ­
σπαθούν να αναπτύξουν στους αθλητές και στις αθλήτριές τους, είναι
αυτή της αυτογνωσίας. Η δεξιότητα αυτή έχει πολλές παραμέτρους
και συνίσταται αφενός στην αποδοχή εκ μέρους του αθλητή των αδυ­
ναμιών του και αφετέρου σε μία όσο το δυνατό περισσότερο ενεργή
προσπάθεια στην προπόνηση. Η ανάπτυξη της αυτογνωσίας έχει
αποτελέσει αντικείμενο προγραμμάτων εξάσκησης ψυχολογικών δε­
ξιοτήτων των αθλητών. Ο Ravizza (1994) περιγράφει διάφορες μεθό­
δους για την ανάπτυξη της αυτογνωσίας. Σύμφωνα με τις απόψεις
των προπονητών, οι οποίοι συμμετείχαν στην παρούσα έρευνα, η καλ­
λιέργεια αυτής της δεξιότητας είναι σημαντική για την πρόοδο των
αθλητών.
Η παρούσα έρευνα κατέγραψε τις απόψεις των προπονητών πο­
λεμικών τεχνών σε θέματα που άπτονται στην εφαρμογή αρχών της
αθλητικής ψυχολογίας. Είναι φανερό ότι οι πληροφορίες αυτές δι­
ευκολύνουν τον αθλητικό ψυχολόγο, ο οποίος σκοπεύει να εργαστεί
με αθλητές αυτών των αθλημάτων. Επίσης, οι πληροφορίες αυτές
είναι δυνατόν να βελτιώσουν την επικοινωνία του προπονητή με τον
αθλητικό ψυχολόγο και να συμβάλουν να ξεπεραστεί το χάσμα με­
ταξύ θεωρίας και πράξης, το οποίο συχνά παρατηρείται στους
αθλητικούς χώρους. Για τον σκοπό αυτό, προτείνεται. παρόμοιες
έρευνες να διεξαχθούν και με προπονητές και προπονήτριες άλλων
αθλημάτων.
16
ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bunker, L., Williams, J.M., & Zissner, Ν. (1993). Cognitive techniques for
improving performance and building confidence. In J.M. Williams
(Ed.), Applied sport psychology: Personal growth to peak
performance (pp.225-242). Palo Alto: Mayfield.
Goudas, M. Vassiliou, S., & Akriboulis, Y. (1998). A qualitative investigation
of coaches’ views of sport psychology. Proceedings of the llnd
International Congress of Sport Psychology. University of Thessaly.
Gould, D., Giannini, J., Krane, V., & Hodge, K. (1990). Educational needs
of elite U.S. national team Pan-American and Olympic coaches.
Journal of Teaching in Physical Education, 9, 332-344.
Gould, D., Hodge, K., Peterson, K., & Petlichkoff, L. (1987). Psychological
foundation of coaching: similarities and differences among
intercollegiate wrestling coaches. The Sport Psychologists, 293-308.
Gould, D., Tuffey, S., Udry, E., & Loehr, J. (1996). Burnout in competitive
junior tennis players: II. Qualitative analysis. The Sport Psychologist,
10, 341-366.
Jones, G., & Hardy, L. (1991). Stress andperformance in sport. London: Wiley.
Martens, R., Vealey, R.S., & Burton, D. (Eds.) (1990). Competitive anxiety
in sport. Champaign, IL: Human Kinetics.
Patton, K. (1990). Qualitative evaluation and research methods. Newburry
Park, CA: Sage.
Ravizza, K. (1988). Gaining entry with athletic personnel for season-long
consulting. The Sport Psychologist, 2, 243-254.
Ravizza, K. (1994). Increasing awareness for sport performance. In J.M.
Williams (Ed.), Applied sport psychology: Personal growth to peak
performance (pp. 148-157). Palo Alto: Mayfield.
Scanlan, T.K., Ravizza, K., & Stein, G. (1989). An in-depth study of former
elite figure skaters: I. Introduction to the project. Journal of Sport and
Exercise Psychology, 13, 1,103-120.
Silva, J. (1984). The status of sport psychology: A national survey of coaches.
Journal of Physical Education, Recreation and Dance, 55, 46-49.
Stean, W. (1998). Possibilities for qualitative research in sport psychology.
The Sport Psychologist, 12, 333-345.
Sullivan, J., & Hodge, K. (1991). A survey of coaches and athletes about
sport psychology in New Zealand. The Sport Psychologist, 5, 140-
151.
17
Μ ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ, Μ.ΓΟΥΔΑΣ και Ε. ΠΙΝΤΖΟΠΟΥΑΟΥ
Vealey, R.S. (1988). Future directions in psychological skills training. The
Sport Psychologist, 2, 318-336.
Ευχαριστίες:
Οι συγγραφείς ευχαριστούν την Δρα Στυλιανή Χρόνη για τις χρήσι­
μες παρατηρήσεις της.
The influence of psychological factors on athletes’
performance and empirical intervention techniques:
Martial arts trainers’ perceptions
M ary A rram idou, M arios G oudas and Hellen Pintzopoulou.
A b stra ct
The aim of the present study was to examine martial arts
coaches’ perceptions of sport psychology using a qualitative
methodology. Martial arts coaches (N= 14) were interviewed
regarding (a) athletes’ performance problems associated with psy­
chological factors and (b) coaches’ empirical techniques for helping
athletes with psychological problems. The results showed that
according to coaches, the most significant psychological factors
affecting athletes’ performance are: precompetitive anxiety, confi­
dence, and fear. Coaches also reported using multiple techniques
for controlling these factors. Many of these techniques resemble
those used by sport psychologists. Results can aid on the
development of psychological skills programs that are compatible
with coaches’ demands.
Key words: Psychological skills, martial arts, Coaches’ views,
qualitative
18
ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ 10, 19-31
1999 © Ε.Α.Ψ.
Ευπροσιτότητα των στάσεων και πρόβλεψη της συμμετοχής
ατόμων σε προγράμματα άσκησης
Ν ίκος Α ρ δ α μ ερ ινό ς 1 Γιάννης Θ εοδω ρά κης2, Μ άριος Γ ο ύ δα ς1
και Κω νσταντίνος Μ παγιάτης1
1
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
2Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Π ερίληψη
Προηγούμενες εργασίες έδειξαν ότι όταν οι στάσεις ενός ατό­
μου για ένα θέμα είναι ισχυρές, τότε αφενός ανακαλούνται πολύ
γρήγορα στη μνήμη, αφετέρου προβλέπουν καλύτερα τη σχετική
συμπεριφορά. Η υπόθεση αυτή εξετάστηκε σε ένα δείγμα ατόμων
που συμμετείχαν σε προγράμματα άσκησης γυμναστηρίων. Τα
άτομα απάντησαν μέσω ενός πρωτότυπου προγράμματος σε υπο­
λογιστή για τις στάσεις τους και την πρόθεσή τους να συνεχίσουν
να γυμνάζονται, ενώ ταυτόχρονα γινόταν άμεση καταγραφή του
χρόνου απόκρισης σε κάθε ερώτηση. Η θεωρητική προσέγγιση έγι­
νε μέσω του συνδυασμού των παρακάτω μεταβλητών: στάσεις,
πρόθεση, αντιληπτός έλεγχος, κοινωνική ταυτότητα, δύναμη των
στάσεων και «ευπροσιτότητα». Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όταν
οι στάσεις ανακαλούνταν πολύ γρήγορα στη μνήμη, τότε υπήρχε
μεγαλύτερη συνοχή μεταξύ στάσεων και συμπεριφοράς. Με βάση
τα ερευνητικά αποτελέσματα φαίνεται να διαμορφώνεται ένα νέο
ισχυρό μοντέλο των σχέσεων στάσεων και συμπεριφοράς μέσω
της αλληλεπίδρασης των παραπάνω ψυχολογικών θεωριών και του
προγράμματος που κατασκευάσθηκε σε υπολογιστή.
Λέξεις κλειδιά: ευπροσιτότητα στάσεων, στάσεις και συμπεριφο­
ρά, προγράμματα άσκησης
Διεύθυνση επικοινωνίας: Νίκος Αρδαμερινός, Τ.Ε.Φ.Α.Α. Κτήριο Τζιμουρώτα, Αριστο-
τέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 54 006 Θεσσαλονίκη
19
Ν. ΑΡΔΑΜΕΡΙΝΟΣ, Γ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ , Μ. ΓΟΥΔΑΣ, και Κ. ΜΠΑΓΙΑΤΗΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο σκοπός τη παρούσας εργασίας ήταν ο εμπλουτισμός του μοντέ­
λου της σχεδιασμένης συμπεριφοράς με μία νέα μεταβλητή, αυτή της
ευπροσιτότητας των στάσεων, με σκοπό την καλύτερη πρόβλεψη της
συμπεριφοράς. Στη συνέχεια παρουσιάζεται σύντομα η θεωρία της
σχεδιασμένης συμπεριφοράς και αιτιολογείται η ταυτόχρονη εξέταση
της μεταβλητής της ευπροσιτότητας.
Θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς
Σύμφωνα με τη θεωρία της «σχεδιασμένης συμπεριφοράς», η πρό­
θεση του ατόμου να προβεί σε μια ενέργεια καθορίζει τη συμπεριφορά
του (Ajzen & Fishbein, 1980). Η πρόθεση με τη σειρά της μπορεί να
προβλεφθεί από ένα συνδυασμό στάσεων και αντίληψης κοινωνικών
μεταβλητών. Ο ένας παράγοντας που επηρεάζει την πρόθεση είναι ο
προσωπικός παράγοντας. Ορίζεται ως «στάσεις προς τη συμπεριφορά»
και αναφέρεται στο βαθμό θετικής ή αρνητικής εκτίμησης μιας πιθανής
συμπεριφοράς. Η «στάση προς τη συμπεριφορά» εκφράζει απλώς τη
γενική εκτίμηση και το γενικό αίσθημα του ατόμου για ευμενή ή δυσμε­
νή αντιμετώπιση της συμπεριφοράς. Ο δεύτερος βασικός παράγοντας
που επηρεάζει την «πρόθεση» είναι η αντίληψη του κοινωνικού περι­
βάλλοντος, ο κοινωνικός παράγοντας. Ορίζεται ως «υποκειμενικό πρό­
τυπο» και αναφέρεται στην κοινωνική πίεση για την εκτέλεση μιας συ­
μπεριφοράς. Αναφέρεται στο ρόλο των «σημαντικών άλλων» προσώπων
και τη γνώμη που έχουν τα πρόσωπα αυτά για τη συμπεριφορά. Σύμ­
φωνα, επίσης, με τη θεωρία του Ajzen (1988), μια συμπεριφορά μπορεί
να είναι απόλυτα κάτω από τον έλεγχο του ατόμου, αλλά μπορεί και όχι.
Ανεξάρτητα από την πρόθεση του ατόμου να εκτελέσει μια συμπεριφο­
ρά συνήθως υπάρχουν εμπόδια. Τέτοια εμπόδια είναι εσωτερικοί παρά­
γοντες, όπως επιδεξιότητες, ικανότητες, γνώση, προγραμματισμός, και
εξωτερικοί παράγοντες, όπως χρόνος, ευκαιρίες, συνεργασία με άλ­
λους, κλπ. (Ajzen & Madden, 1986). Ο «αντιληπτός έλεγχος συμπεριφο­
ράς» είναι ένας παράγοντας της θεωρίας που εκφράζει άμεσα πόσο δύ­
σκολο ή εύκολο θεωρεί το άτομο ότι είναι το να προβεί σε μία ενέργεια,
πόσες διέξοδοι, πόροι και ευκαιρίες πιστεύει ότι υπάρχουν ή πόσοι πα­
ράγοντες λειτουργούν θετικά ή αρνητικά. Γενικά, όσο πιο θετικές στά­
σεις έχει ένα άτομο, όσο πιο μεγάλη κοινωνική πίεση δέχεται και ταυ­
20
ΕΥΠΡΟΣΙΤΟΤΗΤΑ ΣΤΑΣΕΩΝ
τόχρονα όσο πιο πολύ νομίζει ότι ελέγχει αυτήν την ενέργεια, τόσο πε­
ρισσότερο πιθανό είναι να έχει θετική πρόθεση και συμπεριφορά.
Αυτο-ταυτότητα και δύναμη των στάσεων
Με τον όρο «αυτο-ταυτότητα», εννοούμε ότι συμπεριφερόμαστε με
τον ένα ή τον άλλο τρόπο, γιατί το θεωρούμε μέρος της ταυτότητάς
μας, του ρόλου μας μέσα στην κοινωνία, συστατικό στοιχείο του εαυ­
τού μας. Πολλές συμπεριφορές μας και ιδιαίτερα οι επαναλαμβανόμε­
νες συμπεριφορές είναι συχνά μέρος της ταυτότητας μας ή του ρόλου
μας. Ενσωματώνονται στην «αυτο-αντίληψή» μας ως μέρος της εικό­
νας μας. Έτσι «εικόνα του εαυτού» και συμπεριφορά γίνονται σημαντι­
κά για μας (Charng, Paliavin, & Callero, 1988). Λόγου χάρη ένας καθη­
γητής μπορεί να μην έχει διάθεση να προετοιμάζεται για τις διαλέξεις
του, αλλά το κάνει γιατί το θεωρεί αναγκαίο για τη διατήρηση του
επαγγελματικού ρόλου, της ταυτότητάς του. Τέλος, μια γυναίκα αντι­
λαμβάνεται τον ρόλο της ως «σπόρτσγούμαν» και ασχολείται με τον
αθλητισμό, ενώ μια άλλη αναγνωρίζει στον εαυτό της τον ρόλο της νοι­
κοκυράς και μένει στο σπίτι.
Για το πλήθος των μεταβλητών που επηρεάζουν τη σχέση στάσης -
συμπεριφοράς υπάρχουν πρόσφατες αναφορές από τους Krosnick,
Boninger, Chuang, Berent και Cornot (1993). O Raden (1985), σε σχετι­
κή επισκόπηση, αφού καταγράφει ένα μεγάλο αριθμό μεταβλητών που
επηρεάζουν τη σχέση στάσης - συμπεριφοράς, καταλήγει ότι πολλοί
θεωρούν πως όσο πιο ισχυρές είναι οι στάσεις, τόσο πιο πολύ συνδέο­
νται με τη συμπεριφορά. Η δύναμη των στάσεων βασίζεται στην άποψη
του Raden (1985), σύμφωνα με την οποία οι στάσεις πρέπει να μετρού-
νται με τη χρήση πολλών ταυτόχρονα διαστάσεων. Οι διαστάσεις αυτές
είναι η θετικότητα, η δύναμη, η σπουδαιότητα, η κατεύθυνση, η σιγου­
ριά, κλπ. Η «δύναμη των στάσεων» είναι μια μεταβλητή που εκφράζει το
βαθμό σιγουριάς, βεβαιότητας, και σπουδαιότητας που έχει το άτομο
για τις στάσεις του. Ακόμα, εκφράζει τις εμπειρίες, τις γνώσεις, την
πληροφόρηση, ή το ενδιαφέρον που το άτομο έχει για το θέμα.
Οι δύο παραπάνω μεταβλητές της «αυτο-ταυτότητας» και της «δύ­
ναμης των στάσεων» χρησιμοποιήθηκαν επιτυχώς σε σχετικές εργα­
σίες (Theodorakis, 1994; Theodorakis, Bagiatis, & Goudas, 1995). Στις
εργασίες αυτές εξετάσθηκε η αλληλεπίδραση των παραπάνω μετα­
βλητών σε σχέση με τη συμμετοχή ενηλίκων γυναικών σε προγράμμα­
21
Ν. ΑΡΔΑΜΕΡΙΝΟΣ, Γ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ , Μ. ΓΟΥΔΑΣ, και Κ. ΜΠΑΓΙΑΤΗΣ
τα άσκησης, και την πρόθεση φοιτητών φυσικής αγωγής να εργασθούν
στο μέλλον με άτομα με ειδικές ανάγκες αντίστοιχα. Η ανάλυση έδειξε
ότι η πρόθεση των ατόμων διαμορφώνεται άμεσα από τη δύναμη των
στάσεών τους και ταυτόχρονα από την κοινωνική τους ταυτότητα. Η
δύναμη των στάσεών τους με τη σειρά της διαμορφώνεται από τον
έλεγχο που νομίζουν ότι ασκούν πάνω στη συμπεριφορά αυτή και ταυ­
τόχρονα από τη στάση τους προς τη συμπεριφορά αυτή. Αντίθετα, η
κοινωνική τους ταυτότητα διαμορφώνεται από την επίδραση των ση­
μαντικών άλλων προσώπων.
Με βάση τα παραπάνω η πρώτη υπόθεση της έρευνας διατυπώνε­
ται ως εξής:
(α) Η πρόβλεψη της μελλοντικής συμπεριφοράς ατόμων που συμμετέ­
χουν σε προγράμματα άσκησης, είναι εφικτή μέσω των στάσεών
τους, των προθέσεών τους, του ελέγχου που θεωρούν ότι ασκούν,
της δύναμης και σιγουριάς των στάσεών τους, και της κοινωνικής
τους ταυτότητας.
Ευπροσιτότητα των στάσεων
Όπως είδαμε και παραπάνω, στην κοινωνική ψυχολογία υπάρχει μια
βασική θέση ότι τα άτομα συμπεριφέρονται σύμφωνα με τις στάσεις
τους προς την ανάλογη συμπεριφορά. Ωστόσο, σε μια επισκόπηση των
σχέσεων στάσεων και συμπεριφοράς, ο Fazio (1990) θεωρεί ότι, με βά­
ση τα αποτελέσματα των μέχρι σήμερα ερευνών, δεν παρατηρείται πά­
ντα σχέση στάσεων και συμπεριφοράς. Το πότε συμβαίνει αυτό καθο­
ρίζεται από μια σειρά παραγόντων όπως: ο τρόπος με τον οποίο δια­
μορφώνονται οι στάσεις, η συνοχή μεταξύ γνωστικού και συναισθημα­
τικού στοιχείου, η σταθερότητά τους, η καθαρότητά τους, ο φόβος της
απόρριψης κλπ. Κατά την άποψη του συγγραφέα, σύμφωνα με το μο­
ντέλο της «αυθόρμητης διαδικασίας» (spontaneous processing
model), η συμπεριφορά αποφασίζεται αυθόρμητα από το άτομο, κα­
θώς η στάση ανακαλείται αυτόματα από τη μνήμη. Το μοντέλο επικε­
ντρώνεται στην ταχύτητα ανάκλησης της στάσης από τη μνήμη, στην
λεγάμενη «ευπροσιτότητα» (accessibility). Όσο πιο γρήγορα και αυ­
θόρμητα ανακαλείται μια στάση μια άποψη από τη μνήμη τόσο πιο
ισχυρή είναι αυτή η στάση, και τόσο μεγαλύτερη συνοχή υπάρχει με­
ταξύ της στάσης και της σχετικής συμπεριφοράς. Η δύναμη της στά­
22
ΕΥΠΡΟΣΙΤΟΤΗΤΑ ΣΤΑΣΕΩΝ
σης κάθε φορά ποικίλλει και εξαρτάται από τη σχέση και την αξιολό­
γηση που έχει κάνει το άτομο για την εξεταζόμενη στάση (Fazio &
Williams, 1986; Fazio, Powell, & Flerr, 1983).
Σε σχετική εργασία (Fazio, Chen, McDonel, & Sherman, 1982), εξε­
τάσθηκε η ταχύτητα με την οποία ανακαλείται και διατυπώνεται μια
στάση από τη μνήμη σε σχέση με το βαθμό διαμόρφωσης της στάσης.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα άτομα απαντούν πιο γρήγορα χρονι­
κά και διατυπώνουν τις απόψεις τους για πράγματα που έχουν περισ­
σότερες εμπειρίες, παρά για πράγματα που δεν έχουν εμπειρίες. Σε
άλλη εργασία, ο Fazio (1990) τονίζει ότι η συμπεριφορά συνήθως είναι
αυθόρμητη και όχι σχεδιασμένη. Σε πρόσφατη εργασία, οι Roskos-
Ewoldsen και Fazio (1992) έδειξαν ότι αντικείμενα για τα οποία τα άτο­
μα εκφράζουν πιο άμεσες και πιο αυτόματες στάσεις, προσελκύουν
πιο πολύ την προσοχή τους. Επίσης, οι Roese και Olson (1994), έδει­
ξαν ότι στάσεις που είναι προσωπικά σπουδαίες ανακαλούνται πιο
γρήγορα από τη μνήμη. Τέλος, σε άλλη εργασία, οι Fazio και Williams
(1986), εξετάζοντας τις στάσεις των ατόμων απέναντι σε δύο υποψη­
φίους προεδρικών εκλογών, έδειξαν ότι και οι απόψεις, και η συμπερι­
φορά των ψηφοφόρων, σχετίζονταν με την ταχύτητα ανάκλησης της
στάσης από τη μνήμη.
Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται ότι για μια ουσιαστική προσέγγι­
ση των σχέσεων στάσεων και συμπεριφοράς πρέπει να καταφύγουμε
στη χρήση μεικτών μοντέλων, καθώς πολλές είναι τελικά οι μεταβλη­
τές που εισέρχονται στη σχέση στάσεων και συμπεριφοράς. Επίσης,
κάθε τύπος συμπεριφοράς είναι διαφορετικός. Υπάρχουν πράξεις αυ­
θόρμητες όπως το να εμπλακεί κανείς σε επεισόδια στο γήπεδο και
υπάρχουν πράξεις σχεδιασμένες και οργανωμένες, όπως το να απο­
φασίσει να πάει στο γυμναστήριο, γιατί υπολογίζοντας πολλά πράγ­
ματα όπως γνώμες, ιδέες, στάσεις, κίνητρα, το θεώρησε αναγκαίο να
γίνει κλπ.
Με βάση τα παραπάνω, η δεύτερη υπόθεση της έρευνας διατυπώ­
νεται ως εξής:
(β) Η δυνατότητα πρόβλεψης μιας συμπεριφοράς εξαρτάται από την
ταχύτητα ανάκλησης της στάσης από τη μνήμη. Όσο πιο γρήγορα
αποκρίνονται τα άτομα και εκφράζουν τη στάση τους για ένα θέμα,
τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα υπάρχει να προβλέψει κανείς και τη
σχετική με τη στάση συμπεριφορά.
23
Ν. ΑΡΔΑΜΕΡΙΝΟΣ, Γ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ , Μ. ΓΟΥΔΑΣ, και Κ. ΜΠΑΠΑΤΗΣ
Το μοντέλο της «σχεδιασμένης συμπεριφοράς» μπορεί να προ­
βλέπει ακόμη καλύτερα την ανθρώπινη συμπεριφορά όταν μεσολα­
βήσει σ’αυτό και ο παράγοντας της «ευπροσιτότητας». Η θεωρία
της σχεδιασμένης συμπεριφοράς είναι μια ενδιαφέρουσα θεωρία
στη σχέση στάσεων και συμπεριφοράς. Στην παρούσα έρευνα εξε­
τάσθηκε η δυνατότητα των θεωριών να προβλέψουν πρόθεση φοι­
τητών για να εργασθούν με άτομα με ειδικές ανάγκες στο μέλλον.
Μετά από εργασία πιλότο σχεδιάσθηκε το ανάλογο πρόγραμμα
στον υπολογιστή. Το δείγμα στη συνέχεια εξέφρασε τις προθέσεις
του και τις στάσεις του. Ο σκοπός αυτής της εργασίας ήταν να εξε­
τάσει τους παραπάνω παράγοντες, στην ικανότητα πρόβλεψης σχε­
τικής συμπεριφοράς, με την προσθήκη όμως της θεωρίας της «ευ­
προσιτότητας».
ΜΕΘΟΔΟΣ
Συμμετέχοντες
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν 96 άτομα 27 άνδρες (28.12%)
και 69 γυναίκες (71.88%), ηλικίας από 18 έως 60 ετών. Οι συμμετέχο­
ντες ακολουθούσαν πρόγραμμα αεροβικής γυμναστικής ή βαρών σε 3
δημοτικά και 4 ιδιωτικά γυμναστήρια της Θεσσαλονίκης.
Διαδικασία
Ή συμπλήρωση των ερωτηματολογίων γινόταν στους προθαλάμους
(σαλόνια) των γυμναστηρίων κατά την προσέλευση ή την αποχώρηση
των αθλουμένων σε τρεις φορητούς Η/Υ. Οι συμμετέχοντες συμπλή­
ρωσαν το ερωτηματολόγιο εθελοντικά αφού πληροφορήθηκαν το σκο­
πό της έρευνας.
Μεταβλητές
Στάσεις προς τη συμπεριφορά. Οι συμμετέχοντες αξιολόγησαν τη
στάση τους σε 8 ζεύγη επιθέτων απαντώντας στην ερώτηση «το να γυ­
μνάζεσαι τακτικά για τρεις φορές την εβδομάδα στο γυμναστήριό αυ­
τό τους επόμενους έξι μήνες είναι:». Τα οκτώ ζεύγη επιθέτων ήταν: κα­
λό - κακό ’, ‘χρήσιμο - άχρηστο’, ‘ευχάριστο - δυσάρεστο’, ‘ωραίο -
24
ΕΥΠΡΟΣΙΤΟΤΗΤΑ ΣΤΑΣΕΩΝ
άσχημο’, ‘εύκολο - δύσκολο', ‘ενδιαφέρον - βαρετό’, ‘ξεκούραστο -
κουραστικό’, ‘έξυπνο - ανόητο'. Η αξιολόγηση των απαντήσεων αυτών
ήταν για τη θετική κατεύθυνση (1) και την αρνητική κατεύθυνση (7).
Ο δείκτης εσωτερικής συνοχής, alpha του Cronbach, για τη μέτρηση
αυτή ήταν .79.
Πρόθεση. Για την αξιολόγηση της πρόθεσης χρησιμοποιήθη­
καν τρεις ερωτήσεις της μορφής «τι σκοπεύετε να κάνετε για
τους επόμενους έξι μήνες; σκοπεύω/ είμαι αποφασισμένος/ θα
προσπαθήσο) να γυμνάζομαι τρεις φορές την εβδομάδα στο γυ­
μναστήριο αυτό για τους επόμενους έξι μήνες» και οι απαντήσεις
δινόταν σε μια επταβάθμια κλίμακα (απόλυτα ναι = 7 ή πολύ πιθα-
νό = 7, μέχρι απόλυτα όχι = 1 ή τελείως απίθανο= 1). Ο δείκτης
εσωτερικής συνοχής, alpha του Cronbach, ήταν .85.
Δύναμη Στάσεων. Η μεταβλητή ‘δύναμη των στάσεων’ αξιολογήθη­
κε μέσω των απαντήσεων σε 10 ερωτήσεις. Παράδειγμα ερώτησης εί­
ναι «το να συνεχίσω να γυμνάζομαι για τους επόμενους δύο μήνες εί­
ναι:». Οι απαντήσεις επίσης δινόταν σε μια επταβάθμια κλίμακα από
απόλυτα σπουδαίο/βασικό=7 έως καθόλου σπουδαίο/βασικό = λ. Ο
δείκτης εσωτερικής συνοχής, alpha του Cronbach, για τη μέτρηση
αυτή ήταν .89.
Ταυτότητα του Εγώ. Η μεταβλητή 'ταυτότητα του εγώ’ αξιολογή­
θηκε με τις απαντήσεις των συμμετεχόντων σε επτά ερωτήσεις της
μορφής «το να γυμνάζομαι τακτικά τους επόμενους δύο μήνες το θε­
ωρώ ένα μέρος του εαυτού μου» και οι απαντήσεις δινόταν σε μια
επταβάθμια κλίμακα από συμφωνώ πάρα πολύ = 7 έως διαφωνώ πάρα
πολύ= 1. Ο δείκτης εσωτερικής συνοχής, alpha του Cronbach, για τη
μέτρηση αυτή ήταν .76. Η κλίμακα αυτή προσαρμόστηκε από παρό­
μοια κλίμακα, η οποία είχε χρησιμοποιηθεί από τον Theodorakis
(1994).
Αντιλαμβανόμενος έλεγχος συμπεριφοράς. Οι ερωτήσεις που αφο­
ρούσαν τον ‘αντιλαμβανόμενο έλεγχο συμπεριφοράς’ ήταν τρεις της
μορφής: «για μένα το να έρθω σ’όλες τις ώρες γυμναστικής στους
επόμενους δύο μήνες είναι» και οι απαντήσεις δίνονταν σε επταβάθ-
μια κλίμακα από πάρα πολύ εύκολο = 1 έως πάρα πολύ δύσκολο = 7.
Ο δείκτης εσωτερικής συνοχής, alpha του Cronbach, ήταν .79.
Συμπεριφορά. Σε συνεργασία με τις γραμματείες ίω ν συγκεκριμέ­
νων γυμναστηρίων κρατούνταν στοιχεία για τους αθλούμενους. Στα
μεν δημοτικά γυμναστήρια υπήρχε παρουσιολόγιο στο οποίο κατα­
25
Ν. ΑΡΔΑΜΕΡΙΝΟΣ. Γ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ , Μ. ΓΟΥΔΑΣ. και Κ. ΜΠΑΓΙΑΤΗΣ
γράφονταν η προσέλευση των αθλουμένων, στα δε ιδιωτικά είχε δοθεί
μια λίστα με τους συμμετέχοντες στην έρευνα και η γραμματεία ση­
μείωνε τις παρουσίες τους. Μετά την πάροδο εξαμήνου από τη συ­
μπλήρωση των ερωτηματολογίων έγινε η τελική καταγραφή όπου ση­
μειώθηκε ποιοι συνέχισαν να γυμνάζονται ανελλιπώς στο διάστημα αυ­
τό. Η μεταβλητή της συμπεριφοράς κωδικοποιήθηκε με δύο τιμές που
αντιστοιχούσαν στις συμπεριφορές «συνέχισε να γυμνάζεται» και «στα­
μάτησε να γυμνάζεται».
Ηλεκτρονική μορφή ερωτηματολογίου
Το σχετικό πρόγραμμα αναπτύχθηκε σε υπολογιστή χρησιμοποιώ­
ντας την Dbase IV και βασίστηκε σε μία προηγούμενη σχετική εφαρ­
μογή των Θεοδωράκη, Μπαγιάτη και Κιουμουρτζόγλου (1996). Ειδικό­
τερα, στην οθόνη του υπολογιστή εμφανιζόταν στην αρχή οι οδηγίες
του πώς χρησιμοποιείται ο υπολογιστής κατά τη διάρκεια του προ­
γράμματος και πώς το άτομο απανπάει στις ερωτήσεις που του τίθε­
νται. Κάθε φορά που το άτομο ολοκλήρωνε την ανάγνωση της οθόνης
του δινόταν η οδηγία και πατήσει ένα πλήκτρο του υπολογιστή και να
συνεχίσει. Στη συνέχεια, παρουσιάζονταν οι ερωτήσεις με βάση τα πα­
ραπάνω θεωρητικά μοντέλα. Οι απαντήσεις δίνονταν αριθμητικά και
έτσι το άτομο απαντούσε χρησιμοποιώντας το πάνω αριθμητικό πλη­
κτρολόγιο του υπολογιστή. Τα υπόλοιπα πλήκτρα ήταν καλυμμένα έτσι
ώστε να μην υπάρχει απόσπαση της προσοχής του ατόμου. Ανάμεσα
σε κάθε ομάδα ερωτήσεων εμφανιζόταν η προτροπή «ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΟΣΟ
ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ ΜΠΟΡΕΙΣ». Οι απαντήσεις μεταφέρονταν αυτόματα και
καταχωρούνταν σε σχετικό αρχείο του υπολογιστή. Για κάθε ερώτηση,
το πρόγραμμα χρονομετρούσε και κατέγραφε το χρόνο από τη στιγμή
που εμφανιζόταν η ερώτηση μέχρι τη στιγμή που δινόταν η απάντηση.
Οι χρόνοι αυτοί καταχωρούνταν, επίσης, αυτόματα σε σχετικό αρχείο
βάσης δεδομένων του υπολογιστή το οποίο μεταφερόταν αυτόματα
για ανάλυση στο στατιστικό πακέτο SPSS.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Περιγραφικά στατιστικά και συντελεστές συσχέτισης μεταξύ των
μεταβλητών που εξετάσθηκαν παρουσιάζονται στον Πίνακα 1. Σημα-
26
ΕΥΠΡ0ΣΙΤ0ΤΗΤΑ ΣΤΑΣΕΩΝ
ντικές συσχετίσεις παρατηρήθηκαν μεταξύ όλων των μεταβλητών με
τις χαμηλότερες να παρατηρούνται μεταξύ του αναλαμβανόμενου
ελέγχου και των υπόλοιπων μεταβλητών.
Πίνακας 1: Μέσες τιμές και συντελεστές συσχέτισης όλων των μεταβλητών
Μεταβλητές Μ SD 2 3 4 5
1. Πρόθεση 1.63 .70 .52** .64** .44** .25*
2. Στάση 2.16 .74 .62** .59** .32**
3. Δύναμη στάσεων 1.90 .79 .61** .65**
4. Ταυτότητα εγώ 2.28 .92 .38**
5. Αναλαμβανόμενος έλεγχος 2.43 1.21
* ρ< .05
** ρ< .01
Στον Πίνακα 2 φαίνονται τα αποτελέσματα από τη δυνατότητα
πρόβλεψης του θεωρητικού μοντέλου με τη βοήθεια της ιεραρχικής
ανάλυσης πολλαπλής παλινδρόμησης. Ανεξάρτητες μεταβλητές κα­
τά σειρά εισαγωγής, ήταν η στάση, η δύναμη των στάσεων, η ταυ­
τότητα του εγώ, και ο αναλαμβανόμενος έλεγχος συμπεριφοράς,
ενώ εξαρτημένες μεταβλητές ήταν στην πρώτη ανάλυση η πρόθεση
και στη δεύτερη η συμπεριφορά. Οι αναλύσεις διενεργήθηκαν χωρι­
στά για τα άτομα του δείγματος τα οποία απάντησαν αργά και για τα
άτομα τα οποία απάντησαν γρήγορα. Ο πρώτος συντελεστής εκ­
φράζει το σύνολο του δείγματος, ο δεύτερος συντελεστής εκφράζει
τους συμμετέχοντες του δείγματος, οι οποίοι αποκρίθηκαν αργά, και
ο τρίτος συντελεστής εκφράζει τους συμμετέχοντες του δείγματος,
οι οποίοι αποκρίθηκαν πιο γρήγορα (ο χωρισμός έγινε με βάση το
μέσο όρο του συνολικού χρόνου που χρειάστηκαν οι συμμετέχοντες
για τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου). Τα αποτελέσματα έδει­
ξαν ότι ο πολλαπλός συντελεστής πρόβλεψης του μοντέλου για τη
συμπεριφορά αυξάνεται όταν τα άτομα αποκρίνονται πιο γρήγορα,
ενώ αντίστροφα ήταν τα αποτελέσματα για την πρόβλεψη της πρό­
θεσης με τον συντελεστή πρόβλεψης να αυξάνεται για τα άτομα που
αποκρίνονταν πιο αργά.
27
Ν. ΑΡΔΑΜΕΡΙΝΟΣ, Γ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ , Μ. ΓΟΥΔΑΣ, και Κ. ΜΠΑΓΙΑΤΗΣ
Πίνακας 2: Πρόβλεψη της πρόθεσης και της συμπεριφοράς
R R2 F Ρ
Πρόβλεψη της πρόθεσης
Όλο το δείγμα .67 .45 1863 .000
Γρήγοροι στη συμπλήρωση .64 .41 8.47 .000
Αργοί στη συμπλήρωση .74 .54 11.21 .000
Πρόβλεψη της συμπεριφοράς
Όλο το δείγμα .32 .10 2.08 .07
Γρήγοροι στη συμπλήρωση .51 .26 3.24 .01
Αργοί στη συμπλήρωση .19 .03 .26 .92
ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Με βάση τα αποτελέσματα οι δύο υποθέσεις της έρευνας επαλη­
θεύτηκαν. Σύμψωνα με την πρώτη υπόθεση εξετάσθηκε η δυνατότητα
των μεταβλητών της σχεδιασμένης συμπεριφοράς, της δύναμης των
στάσεων και της αυτό-ταυτότητας να προβλέψουν συμπεριφορά συμ­
μετοχής σε προγράμματα άσκησης για χρονικό διάστημα έξι μηνών.
Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με αποτελέσματα προηγούμενων
ερευνών, οι οποίες δείχνουν την ικανότητα του μοντέλου για την πρό­
βλεψη συμπεριφοράς στον χώρο της αθλητικής ψυχολογίας (πχ.
Theodorakis, 1994; Theodorakis, Goudas, Doganis, & Bagiatis, 1993).
Η δεύτερη υπόθεση εξέτασε τις παραπάνω ψυχολογικές μεταβλη­
τές σε συνδυασμό με τη θεωρία της ευπροσιτότητας. Οι αναλύσεις της
χρονικής απόκρισης των ερωτήσεων των στάσεων με τη βοήθεια της
ανάλυσης πολλαπλής παλινδρόμησης, έδειξαν ότι το δείγμα των ατό­
μων που απαντούσε πιο γρήγορα ήταν και εκείνο το οποίο είχε ισχυ­
ρότερους συντελεστές πρόβλεψης της συμπεριφοράς. Φαίνεται ότι η
ταχύτητα ανάκλησης της στάσης από τη μνήμη παίζει ένα ουσιαστικό
ρόλο στην πρόβλεψη μιας πιθανής συμπεριφοράς. Τα άτομα τα οποία
απαντούσαν και πιο γρήγορα είχαν μεγαλύτερη συνοχή στις απαντή­
σεις τους μεταξύ στάσεων και συμπεριφοράς.
Όμως, τα αποτελέσματα ήταν αντίστροφα σε ό,τι αφορά την πρόβλε­
ψη της πρόθεσης. Η πρόβλεψη της πρόθεσης ήταν καλύτερη για τα άτο­
μα τα οποία απαντούσαν αργά στο ηλεκτρονικό ερωτηματολόγιο από ό,τι
για τα άτομα τα οποία απαντούσαν γρήγορα. Το αποτέλεσμα αυτό έρχε­
28
ΕΥΠΡΟΣΙΤΟΤΗΤΑ ΣΤΑΣΕΩΝ
ται σε αντίθεση με το αποτέλεσμα μίας σχετικής έρευνας (Θεοδωράκης,
Μπαγιάτης, & Κιουμουρτζόγλου, 1996), στην οποία εξετάστηκαν οι στά­
σεις φοιτητών φυσικής αγωγής και η πρόθεσή τους να εργαστούν με άτο­
μα με ειδικές ανάγκες. Σε αυτή την εργασία, η πρόβλεψη της πρόθεσης
ήταν καλύτερη για τα άτομα που απαντούσαν στο ερωτηματολόγιο γρή­
γορα. Μία πιθανή εξήγηση για τη διαφορά αυτή είναι ότι πιθανόν, στην πα­
ρούσα έρευνα, τα άτομα τα οποία απαντούσαν αργά να πρόσεχαν ώστε
οι απαντήσεις τους να συμφωνούν μεταξύ τους. Όμως, επειδή έχουν διε-
ξαχθεί ελάχιστες έρευνες στο θέμα αυτό, δεν μπορούν να διατυπωθούν
ασφαλή συμπεράσματα.
Οι παραπάνω αναλύσεις δείχνουν ότι η συμπεριφορά των ατόμων
σε προγράμματα άσκησης σχετίζεται με τις στάσεις τους και την πρό­
θεσή τους να συνεχίσουν να γυμνάζονται, από το αν αντιλαμβάνονται
την άσκηση ως μέρος του εαυτού τους, και από το αν αντιλαμβάνονται
ότι ελέγχουν τη συμπεριφορά αυτή. Επιπλέον, οι αναλύσεις της χρονι­
κής απόκρισης των ερωτήσεων των στάσεων, δείχνουν ότι το δείγμα
των ατόμων που απαντούσε πιο γρήγορα ήταν και εκείνο, το οποίο εί­
χε ισχυρότερους συντελεστές πρόβλεψης της συμπεριφοράς. Τα απο­
τελέσματα αυτά συμφωνούν με εκείνα παρόμοιων ερευνών, τα οποία
δείχνουν ότι η ταχύτητα ανάκλησης από τη μνήμη σχετίζεται θετικά με
τη δύναμη των στάσεων (Fazio & Williams, 1986; Roese & Olsen, 1994).
Μελλοντικές έρευνες στην περιοχή των στάσεων, ίσως θα έπρεπε να
λάβουν υπόψη τους τη σημασία της ταχύτητας ανάκλησης και να συ-
μπεριλάβουν τη μεταβλητή αυτή στον πειραματικό σχεδίασμά. Συνο­
πτικά, το παραπάνω μοντέλο φαίνεται να είναι ικανό να προβλέψει συ­
ναφείς συμπεριφορές. Η ταχύτητα απόκρισης μπορεί να αποτελέσει
επίσης, μια νέα μεταβλητή στην πρόβλεψη της συμπεριφοράς.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ajzen, I. (1988). Attitudes, personality, and behavior. Bristol: Open
University Press.
Ajzen, I., & Fishbein, M. (1980). Understanding attitudes and predicting
social behavior. Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall.
Ajzen, I., & Madden, T.J. (1986). Prediction of goal-directed behavior:
Attitudes, and perceived behavioral control. Journal of
Experimental Social Psychology, 22, 453-474.
29
Ν. ΑΡΔΑΜΕΡΙΝΟΣ, Γ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ . Μ. ΓΟΥΔΑΣ, και Κ. ΜΠΑΠΑΤΗΣ
Charng, H.W., Piliavin, J.A., & Callero, P.L. (1988). Role identity and
reasoned action in the prediction of repeated behavior. Social
Psychology Quarterly, 51, 303-317.
Fazio, R. (1990). Multiple processes by which attitudes guide behavior:
The mode model as an integrative framework. Advance in
Experimental Social Psychology, 23, 75-109.
Fazio, R., Powell, M., Flerr, M. (1983). Toward a process model of the
attitude-behavior relation: Accessing one’s attitude upon mere
observation of the attitude object. Journal of Personality & Social
Psychology, 44, 723-735.
Fazio, R., Chen, J., McDonel, C., Sherman, S. (1982). Attitude
accessibility, attitude-behavior consistency, and the strength of the
object-evaluation association. Journal of Experimental Social
Psychology, 18, 339-357.
Fazio, R., & Williams, C. (1986). Attitude accessibility as a moderator of
the attitude perception and attitude behavior relations: An
investigation of the 1984 president election. Journal of Personality
& Social Psychology, 51, 505-514.
Krosnick, J.A., Boninger, D.S., Chuang, C., Berent, M.K., & Carnot,
C.G. (1993). Attitude strength: One construct or many related
constructs? Journal of Personality and Social Psychology, 65,
1132-1151.
Raden, D. (1985). Strength-related attitude dimensions. Social
Psychology Quarterly, 48, 312-330.
Roese, N., & Olson, J. (1994). Attitude importance as a function of
repeated attitude expression. Journal of Experimental Social
Psychology, 30, 39-51.
Roskos-Ewoldsen, D., & Fazio, R. (1992). On the orienting values of
attitudes: attitude accessibility as a determinant of an object’s
attraction of visual attention. Journal of Personality & Social
Psychology, 63, 198-211.
Theodorakis, Y. (1994). Planned behavior, attitude strength, self-
identity, and the prediction of exercise behavior. The Sport
Psychologist, 8, 149-165.
Theodorakis, Y., Bagiatis, K., & Goudas, M. (1995). Attitudes toward
teaching individuals with disabilities: Application of planned
behavior theory. Adapted Physical Activity Quarterly, 12, 151-
160.
30
ΕΥΠΡΟΣΙΤΟΤΗΤΑ ΣΤΑΣΕΩΝ
Theodorakis, Υ., Goudas, Μ., Bagiatis, Κ., & Doganis, G. (1993).
Reasoned action theory and the prediction of training participation
in young swimmers. British Journal of Physical Education Research
Supplement, 13, 10-12.
Θεοδωράκης, I., Μπαγιάτης, K., & Κιουμουρτζόγλου, E. (1996). Eu-
προσιτότητα και σχέσεις στάσεων και συμπεριφοράς. Εφαρμογές
στον αθλητισμό. Πρακτικά 19^ Διεθνούς Συνεδρίου Αθλητικής Ψυ­
χολογίας. Κομοτηνή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Attitudes accessibility and prediction of individuals’
participation in exercise programs
Nickos Ardamerinos, Giannis Theodorakis, Marios Goudas and
Konstantinos Bagiatis
Abstract
Past research has shown that personally important attitudes are
also more accessible in memory and are better predictors of
behavior. This hypothesis was examined in a sample of individuals
participating in exercise programs. Subjects responded to a
com puter-adm inistrated survey in which their attitudes and
intentions towards exercise, and their response latency was
recorded. The variables that were combined in this experiment
were: attitudes, intention, perceived behavioral control, role
identity, attitude strength and accessibility. In was found that
attitude-behavior consistency were m oderated by attitude
accessibility. Based on the findings a new model for the attitude-
behavior relations was developed based on the above theories.
Key w ords: attitude accessibility, attitude, and behavior, exercise
programs
31
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.
αθλητικη ψυχολογια -  εκδοσεις παπαζηση.

More Related Content

More from think Family vacation

More from think Family vacation (20)

think UFO park in Papho
think UFO park  in Paphothink UFO park  in Papho
think UFO park in Papho
 
εισαγωγη στην ψυχιατρικη.
εισαγωγη στην ψυχιατρικη.εισαγωγη στην ψυχιατρικη.
εισαγωγη στην ψυχιατρικη.
 
το σεναριο. - syd field.
το σεναριο. - syd field.το σεναριο. - syd field.
το σεναριο. - syd field.
 
Το μάνατζμεντ του αθλητισμού by Δήμητρα Παπαδημητρίου.pdf
Το μάνατζμεντ του αθλητισμού by Δήμητρα Παπαδημητρίου.pdfΤο μάνατζμεντ του αθλητισμού by Δήμητρα Παπαδημητρίου.pdf
Το μάνατζμεντ του αθλητισμού by Δήμητρα Παπαδημητρίου.pdf
 
η φυσικη κατασταση στο μπασκετ μπωλ-π. σταυροπουλος.
η φυσικη κατασταση στο μπασκετ μπωλ-π. σταυροπουλος.η φυσικη κατασταση στο μπασκετ μπωλ-π. σταυροπουλος.
η φυσικη κατασταση στο μπασκετ μπωλ-π. σταυροπουλος.
 
αθλητικο μαρκετιγκ-Bernard j.Mullin
αθλητικο μαρκετιγκ-Bernard j.Mullinαθλητικο μαρκετιγκ-Bernard j.Mullin
αθλητικο μαρκετιγκ-Bernard j.Mullin
 
THE INSIDE GAME - Wayne Embry
THE INSIDE GAME - Wayne EmbryTHE INSIDE GAME - Wayne Embry
THE INSIDE GAME - Wayne Embry
 
NICK BARRYS SCOUTING REPORT.
NICK BARRYS  SCOUTING REPORT.NICK BARRYS  SCOUTING REPORT.
NICK BARRYS SCOUTING REPORT.
 
BASKETBALL PLAYBOOK 2
BASKETBALL PLAYBOOK 2BASKETBALL PLAYBOOK 2
BASKETBALL PLAYBOOK 2
 
Basketball on paper
Basketball on paper  Basketball on paper
Basketball on paper
 
basket resource guide- dean smith.
basket resource  guide- dean smith.basket resource  guide- dean smith.
basket resource guide- dean smith.
 
eoka by AZ -pdf.pdf
eoka by AZ -pdf.pdfeoka by AZ -pdf.pdf
eoka by AZ -pdf.pdf
 
Γρηγορης Αυξεντιου - Ανδρεας Καουρης
Γρηγορης Αυξεντιου - Ανδρεας ΚαουρηςΓρηγορης Αυξεντιου - Ανδρεας Καουρης
Γρηγορης Αυξεντιου - Ανδρεας Καουρης
 
ο Θησαυρος της Βαγιας
ο Θησαυρος της Βαγιαςο Θησαυρος της Βαγιας
ο Θησαυρος της Βαγιας
 
το βιβλιο του φωτογραφου
το βιβλιο του φωτογραφουτο βιβλιο του φωτογραφου
το βιβλιο του φωτογραφου
 
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑΗ ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ
 
ig test
ig  test ig  test
ig test
 
Διώξε τον φόβο με ένα παραμύθι.pdf
Διώξε τον φόβο με ένα παραμύθι.pdfΔιώξε τον φόβο με ένα παραμύθι.pdf
Διώξε τον φόβο με ένα παραμύθι.pdf
 
where the CHRISTIANITY begin and a.. project
where the CHRISTIANITY begin and a.. projectwhere the CHRISTIANITY begin and a.. project
where the CHRISTIANITY begin and a.. project
 
NO PETROL NEEDED - by tFv
 NO PETROL  NEEDED - by tFv NO PETROL  NEEDED - by tFv
NO PETROL NEEDED - by tFv
 

αθλητικη ψυχολογια - εκδοσεις παπαζηση.

  • 1.
  • 2. ____ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, 10 1999 © Ε.Α.Ψ. Περιεχόμενα Ψυχολογικοί παράγοντες που επηρεάζουν την απόδοση αθλητών και εμπειρικές τεχνικές παρέμβασης: Απόψεις προπονητών πολεμικών τεχνών Μαίρη Αβραμίδου, Μάριος Γούδας και Ελένη Πιντζοπούλου . . 3 Ευπροσιτότητα των στάσεων και πρόβλεψη της συμμετοχής ατόμων σε προγράμματα άσκησης Νίκος Αρδαμερινός, Γιάννης Θεοδωράκης, Μάριος Γούδας και Κωνσταντίνος Μ παγιάτης.....................................................................19 Προκαταρκτική μελέτη για την ερμηνεία της συμπεριφοράς των αθλητών-τριών χειροσφαίρισης βάσει των σταδίων ηθικού διαλογισμού. Μιλτιάδης Πρώιος και Γεώργιος Δ ογάνης.....................................33 Παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή αθλημάτων υψηλής ή χαμηλής επικινδυνότητας Γουβιανάκη Άννα, Σαρδέλης Αναστάσιος, Δογάνης Γεώργιος και Θώμογλου Γεώργιος ....................................................................53 1
  • 3. ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Ετήσια έκδοση της Εταιρείας Αθλητικής Ψυχολογίας (ΕΑΨ) Κριτική Επιτροπή Γ. Γρούϊος Γ. Δογάνης I. Ζέρβας I. Θεοδωράκης Β. Κόκκος Κ. Καρτερολιώτης Π. Λύτρας Κ. Μπαγιάτης Α. Παπα'ίωάννου Α. Τραυλός X. Τσορμπατζούδης Μ. Ψυχουντάκη Υπεύθυνος έκδοσης: I. Ζέρβας Επιμέλεια: Μ. Ψυχουντάκη, I. Ζέρβας Διεύθυνση: ΕΑΨ Εθνικής Αντίστασης 41 172 37 Δάφνη Τηλ.: 97 52 576 Οι δημοσιευμένες εργασίες εκφράζουν προσωπικές απόψεις και απο­ τελούν πνευματική ιδιοκτησία των συνεργατών της έκδοσης. Απαγορεύε­ ται η γραπτή, ηλεκτρονική ή άλλη αναμετάδοσή τους χωρίς την άδεια της ΕΑΨ. 2
  • 4. ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, 10, 3-18 1999 © Ε.Α.Ψ. Ψυχολογικοί παράγοντες που επηρεάζουν την απόδοσΓ αθλητών και εμπειρικές τεχνικές παρέμβασης: Απόψεις προπονητών πολεμικών τεχνών Μαίρη Αβραμίδου, Μάριος Γούδας και Ελένη Πιντζοπούλου Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Περίληψη Ο σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν: (α) να εξετάσει τις απόψεις προπονητών πολεμικών τεχνών σχετικά με τους ψυχολο­ γικούς παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την απόδοση και (β) να καταγράψει εμπειρικές ψυχολογικές τεχνικές τις οποίες εφαρμό­ ζουν οι προπονητές. Στην έρευνα συμμετείχαν 14 προπονητές αθλημάτων πολεμικών τεχνών με μέση προπονητική εμπειρία 19 χρόνια. Χρησιμοποιήθηκε ποιοτική μεθοδολογία για την ανάλυση των συνεντεύξεων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, σύμφωνα με τους προπονητές, οι σπουδαιότεροι παράγοντες, οι οποίοι επη­ ρεάζουν την απόδοση είναι το προαγωνιστικό άγχος, η αυτοπε­ ποίθηση και ο φόβος, αλλά και ο χαρακτήρας και η παρακίνηση του αθλητή και τα τυχόν προσωπικά του προβλήματα. Οι προπο­ νητές ανέφεραν επίσης, ότι χρησιμοποιούσαν μία πλειάδα τεχνι­ κών παρέμβασης, πολλές από τις οποίες προσομοιάζουν με αυ­ τές των αθλητικών ψυχολόγων. Τα αποτελέσματα αυτά μπορούν να βοηθήσουν στον καλύτερο σχεδίασμά προγραμμάτων εξάσκη­ σης ψυχολογικών δεξιοτήτων, έτσι, ώστε αυτά να είναι συμβατά με τις απαιτήσεις των προπονητών. Λέξεις κλειδιά: Ψυχολογικές δεξιότητες, πολεμικές τέχνες, από­ ψεις προπονητών, ποιοτική μεθοδολογία Διεύθυνση επικοινωνίας: Μάριος Γούδας, Τ.Ε.Φ.Α.Α. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ριές, 42 100 Τρίκαλα, τηλ. 0431- 47045, e-mail: mgoudas@pe.uth.gr
  • 5. Μ. ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ, Μ.ΓΟΥΔΑΣ και Ε. ΠΙΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ένας από τους στόχους της εφαρμοσμένης αθλητικής ψυχολογίας είναι η αύξηση της αγωνιστικής απόδοσης. Για το σκοπό αυτό έχουν διαμορφωθεί ολοκληρωμένα προγράμματα εξάσκησης ψυχολογικών δεξιοτήτων για αθλητές και αθλήτριες. Τα προγράμματα αυτά εφαρ­ μόζονται συνήθως από ένα εξειδικευμένο εκπαιδευτικό αθλητικό ψυ­ χολόγο σε συνεργασία με τον προπονητή ή την προπονήτρια. Ο προπονητής παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία ανάπτυξης ενός προγράμματος εξάσκησης ψυχολογικών δεξιοτήτων καθώς γνω­ ρίζει τις ανάγκες και τα συγκεκριμένα προβλήματα των αθλητών και αθλητριών του καλύτερα από κάθε άλλο. Επίσης, επειδή πολλές φορές είναι αναγκαίο τα προγράμματα εξάσκησης ψυχολογικών δεξιοτήτων να ενσωματώνονται στην προπόνηση, η συνεργασία του προπονητή εί­ ναι επιβεβλημένη. Τέλος, όπως αναφέρει ο Ravizza (1988), ο προπονη­ τής συμβάλλει αποφασιστικά στην ομαλή εισαγωγή και στην αποδοχή του αθλητικού ψυχολόγου από τους αθλητές. Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι για τον ορθό σχεδίασμά και την επιτυχημένη εφαρμογή ενός προγράμματος ψυχολογικής προετοιμα­ σίας πρέπει να έχουμε πληροφορίες σχετικά με την άποψη των προ­ πονητών για το ρόλο της αθλητικής ψυχολογίας και ειδικότερα για τα ειδικά προβλήματα, τα οποία είναι σχετικά με το συγκεκριμένο άθλη­ μα. Δυστυχώς, πολύ λίγες είναι οι έρευνες οι οποίες έχουν ασχοληθεί με το θέμα αυτό. Ο Silva (1984) εξέτασε τις απόψεις ενός αντιπροσωπευτικού δείγ­ ματος προπονητών ερασιτεχνικών αθλημάτων για την αθλητική ψυχο­ λογία. Η πλειοψηφία του δείγματος των προπονητών ανέφερε ότι η επιστήμη της αθλητικής ψυχολογίας θα ήταν χρήσιμη για την ανάπτυ­ ξη της απόδοσης των αθλητών τους. Συγκεκριμένα, τα πιο σημαντικά ζητήματα στα οποία οι προπονητές θεωρούσαν ότι θα χρειαζόταν βοή­ θεια ήταν η ανάπτυξη και η διατήρηση της παρακίνησης και της θέλη­ σης των αθλητών τους, αλλά και η διατήρηση θετικών στάσεων προς την αγωνιστική διαδικασία. Οι Sullivan και Hodge (1991) εξέτασαν τις απόψεις αθλητών και προ­ πονητών διαφόρων αθλημάτων για την αθλητική ψυχολογία στη Ν. Ζη­ λανδία. Στην έρευνα χρησιμοποιήθηκαν δύο διαφορετικοί τύποι ερωτη­ ματολογίων, ένας για τους αθλητές και ένας για τους προπονητές. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τόσο οι αθλητές υψηλού επιπέδου, όσο και οι 4
  • 6. ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ομοσπονδιακοί προπονητές, κατατάσσουν την αθλητική ψυχολογία στην πρώτη γραμμή σπουδαιότητας για το άθλημά τους. Τα θετικά απο­ τελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι οι προαναφερθέντες ερωτώμενοι θα ενδιαφέρονταν να συνεργαστούν με κάποιον αθλητικό ψυχολόγο. Σε μια άλλη έρευνα των Gould, Hodge, Peterson και Petlichkoff (1987), στην οποία συμμετείχαν προπονητές πάλης, το ζήτημα προς διερεύνηση ήταν η εμπειρική ψυχολογική υποστήριξη που παρείχαν οι προπονητές, καθώς και οι διαφορετικές ψυχολογικές στρατηγικές που χρησιμοποιούσαν. Τα αποτελέσματα της έρευνας μεταξύ άλλων έδει­ ξαν ότι από ψυχολογικής απόψεως τα πιο σημαντικά ζητήματα στο συ­ γκεκριμένο άθλημα ήταν: ο έλεγχος του άγχους, η αυτοσυγκέντρωση και η έλλειψη αυτοπεποίθησης. Οι στρατηγικές που αποδείχτηκαν πιο ευνοϊκές και εύκολες στην υιοθέτησή τους από τους παλαιστές ήταν ο καθορισμός στόχων και η νοερή προπόνηση. Οι Gould, Giannini, Krane και Hodge (1990) εξέτασαν τις εκπαιδευ­ τικές ανάγκες προπονητών σε ερασιτεχνικά αθλήματα της Αμερικής και τις ανάγκες τους σε αυτό τον τομέα. Στην έρευνα έλαβαν μέρος 130 ομοσπονδιακοί προπονητές από όλη την Αμερική που αντιπροσώ­ πευαν 30 αθλήματα. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι οι προ­ πονητές ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για σεμινάρια αθλητικής ψυχολογίας και ειδικότερα για προγράμματα νοερής προπόνησης για αθλητές υψηλού επιπέδου. Σε μία πρόσφατη έρευνα στην Ελλάδα, οι Goudas, Vassiliou και Akriboulis (1998) ρώτησαν προπονητές αγωνισμάτων κλασικού αθλητι­ σμού σχετικά με συμπεριφορές των αθλητών τους, οι οποίες πιστεύ­ ουν ότι παρεμποδίζουν την απόδοσή τους. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι οι προπονητές θεωρούσαν την αυτοπεποίθηση, το άγχος, την αυτοσυγκέντρωση, αλλά και την ικανότητα αντιμετώπισης απρόοπτων καταστάσεων, ως σημαντικά ζητήματα στα οποία οι αθλη­ τές θα έπρεπε να τύχουν υποστήριξης. Οι υπάρχουσες έρευνες δείχνουν ότι οι προπονητές είναι ευνοϊκά διακείμενοι προς την επιστήμη της αθλητικής ψυχολογίας. Εν τούτοις, οι έρευνες αυτές δεν παρέχουν συστηματικές πληροφορίες σχετικά με τα εξειδικευμένα ζητήματα, τα οποία αντιμετωπίζουν οι προπονητές στην προσπάθειά τους να αυξήσουν την απόδοση των αθλητών και αθλητριών τους. Ο σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν να εξετάσει τις απόψεις προπονητών πολεμικών τεχνών σχετικά με: (α) ζητήματα τα οποία επηρεάζουν την απόδοση των αθλητών και τα οποία εντάσ­ 5
  • 7. Μ. ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ. Μ.ΓΟΥΔΑΣ και Ε. ΠΙΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ σονται στο χώρο της αθλητικής ψυχολογίας και (β) εμπειρικές τεχνικές τις οποίες χρησιμοποιούν οι προπονητές με σκοπό την αντιμετώπιση αυτών των δυσκολιών. Για τη συλλογή και ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η ποιοτική μεθοδολογία. Η επιλογή της μεθόδου αυτής έγινε για δύο λό­ γους. Πρώτον, διότι ο σκοπός της έρευνας ήταν να περιγράφει την άποψη των προπονητών σχετικά με τα προβλήματα των αθλητών τους που άπτονται της αθλητικής ψυχολογίας. Δεύτερον, λόγω της έλλει­ ψης σχετικών δεδομένων κρίθηκε αναγκαίο να χρησιμοποιηθούν συνε­ ντεύξεις με ανοικτές ερωτήσεις. Σύμφωνα με τον Strean (1998), η χρή­ ση της ποιοτικής μεθοδολογίας στην αθλητική ψυχολογία προσφέρει την ευκαιρία να περιγράφουμε με ακρίβεια τα φαινόμενα όπως τα αντι­ λαμβάνονται οι συμμετέχοντες. ΜΕΘΟΔΟΣ Συμμετέχοντες Οι συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν 14 εκπαιδευτές πολεμικών τε­ χνών οι οποίοι προπονούσαν αθλητές στα αθλήματα: muay thai, karate, kick boxing, tae kwon do και πυγμαχία. Οι συμμετέχοντες εργάζονταν σε συλλόγους της Αττικής και της Κύπρου και είχαν μέση προπονητική εμπειρία 19 χρόνια. Πολλοί από τους αθλητές τους έχουν διακριθεί σε πανελλήνιο και διεθνές επίπεδο. Διαδικασία Τα δεδομένα συλλέχθηκαν με προσωπικές συνεντεύξεις βάσει ενός προκαθορισμένου σχεδίου. Η διαδικασία της συνέντευξης ήταν πα­ νομοιότυπη για κάθε προπονητή, διαρκούσε περίπου 15 έως 20 λεπτά και η καταγραφή της γινόταν με δημοσιογραφικό κασετόφωνο. Η συ­ νέντευξη ήταν δομημένη και εστιάστηκε σε δύο θέματα: (α) «Ψυχολο­ γικοί παράγοντες που επηρεάζουν την απόδοση των αθλητών στον αγώνα και στην καριέρα τους γενικότερα» και (β) «Εμπειρική ψυχολο­ γική υποστήριξη από τον προπονητή». Ο χώρος στον οποίο γινόταν οι συνεντεύξεις ήταν το γυμναστήριο όπου εργαζόταν ο κάθε εκπαιδευ­ τής και οι συνεντεύξεις διενεργούνταν λίγο πριν την έναρξη της προ­ πόνησης. 6
  • 8. ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Ανάλυση των δεδομένων Για την ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της ανάλυσης περιεχομένου (Patton, 1990). Η μέθοδος αυτή έχει χρησιμο­ ποιηθεί σε αρκετές έρευνες στον χώρο της αθλητικής ψυχολογίας (Gould, Tuffey, Udry, & Loehr, 1995; Scanlan, Ravizza, & Stein, 1989). Η διαδικασία της ανάλυσης περιγράφεται παρακάτω: 1. Αρχικά πραγματοποιήθηκε η απομαγνητοφώνηση των συνεντεύξεων, η οποία απέδωσε εβδομήντα δύο σελίδες χειρόγραφου κειμένου. 2. Τρεις ερευνητές σχετικοί με την ποιοτική μεθοδολογία διάβασαν πολλές φορές και τις δεκατέσσερις συνεντεύξεις, ώστε να εξοικειω­ θούν με τον κάθε συμμετέχοντα. 3. Κάθε ερευνητής, χωριστά, εντόπισε διακριτά αυτόνομα αποσπάσμα­ τα στις συνεντεύξεις. Διακριτό απόσπασμα ορίζεται πρόταση ή φρά­ ση της συνέντευξης, η οποία έχει ολοκληρωμένο αυτόνομο νόημα. Τα αυτόνομα αποσπάσματα περιγράφηκαν σε κωδικούς αποσπασμάτων ή περιφραστικά αποσπάσματα όπου περιείχαν μια ευδιάκριτη ιδέα ή νόημα της απάντησης. Οι κώδικές φράσεις που περιέγραφαν τα απο­ σπάσματα, καταγράφηκαν ξεχωριστά ώστε να δημιουργηθεί μια λίστα με τα αυτόνομα αποσπάσματα των συνεντεύξεων, με την ομόφωνη γνώμη και των τριών ερευνητών για κάθε διακριτό απόσπασμα. 4. Στη συνέχεια, έγινε η κατηγοριοποίηση των διακριτών αποσπασμά­ των. Κάθε θέμα εντάχθηκε σε μια γενικότερη κατηγορία με τη σύμ­ φωνη γνώμη και των τριών ερευνητών. Οι κατηγορίες δεν ήταν κα­ θορισμένες από πριν, αλλά προέκυψαν από τα δεδομένα. Η ανάλυση έγινε για δύο ξεχωριστές θεματικές ενότητες οι οποίες ήταν «Ψυχολογικοί παράγοντες που επηρεάζουν την απόδοση των αθλητών στον αγώνα και στην καριέρα τους γενικότερα» και «Εμπειρι­ κή ψυχολογική υποστήριξη από τον προπονητή». ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Εντοπίστηκαν 114 διακριτά αποσπάσματα σχετικά με την πρώτη θε­ ματική ενότητα και 72 με τη δεύτερη θεματική ενότητα. Α. Προβλήματα απόδοσης. Ο Πίνακας 1 παρουσιάζει την κατηγοριοποίηση των απαντή­ 7
  • 9. Μ. ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ. Μ.ΓΟΥΔΑΣ και Ε. ΠΙΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ σεων των προπονητών για την πρώτη θεματική ενότητα. Από την ανάλυση προέκυψαν οκτώ διαστάσεις, οι οποίες περιγρά­ φουν συνοπτικά τις απόψεις των συμμετεχόντων προπονητών σε ό,τι αφορά δυσκολίες των αθλητών που σχετίζονται με την αθλητική ψυχολογία. Οι διαστάσεις αυτές περιγράφονται στη συνέχεια. Αγχος. Η 11 διάσταση αναφέρεται στο άγχος των αθλητών και αθλητριών. Οι προπονητές συνδέουν το άγχος των αθλητών τους κατά κύριο λόγο με το περιβάλλον του αγώνα: «...συνήθως όταν παρακολουθούν συγγενείς ή φίλοι βλέπω τους αθλητές μου πιο αγχωμένους γιατί θέλουν να δείξουν τον καλύτερο εαυτό τους στους φίλους τους, δεν θέλουν να τους απογοητεύσουν...». Άλλος ένας σημαντικός παράγοντας άγχους για τους αθλητές είναι το επίπεδο του αθλητή. Σύμφωνα με τους προπονητές, τόσο οι αρχά­ ριοι, όσο και οι πρωταθλητές, μπορεί να αντιμετωπίσουν προβλήματα άγχους για διαφορετικούς όμως λόγους: «...βέβαια όσο πιο αρχάριος, πιο αδούλευτος είναι ο αθλητής τόσο π ε­ ρισσότερο άγχος θα έχει, γιατί δεν έχει εμπειρία του ρινγκ, αλλά και πάλι και αυτό το άγχος χάνεται τις περισσότερες φορές με το πρώτο χτύπη­ μα...». «...και ο πρωταθλητής σίγουρα νιώθει άγχος, όχι το ίδιο άγχος όμως με τον αρχάριο. Ο πρωταθλητής νιώ θει άγχος γιατί έρχεται να υπερασπιστεί τον τίτλο του, τη ζώνη του...». Παρακίνηση. Το θέμα της 211 διάστασης, ήταν η παρακίνηση και ο χαρακτήρας των αθλητών. Οι προπονητές τόνισαν ότι για να δια­ τηρήσουν τη θέλησή τους οι αθλητές θα πρέπει να αγαπούν το άθλημα. Άλλα στοιχεία, τα οποία συνθέτουν τη διάσταση αυτή, είναι οι υψηλοί στόχοι τους οποίους θα πρέπει να θέτει ο αθλητής, αλλά και ο χαρακτήρας του, ο οποίος έχει διαμορφωθεί από την οικογέ- νειά του. «...μετά είναι το πόσο αγαπάει το άθλημα ο ίδιος. Αν το αγαπάει και μία να μην έχει θα κάνει προπόνηση. Μετράει η αγάπη και η θέληση. Έ χω ένα αθλη­ τή, τον X, που έχει οικογένεια ο άνθρωπος, δύο παιδιά, και αφήνει και τις δου­ λειές του και τη οικογένειά του όποτε είναι για αγώνες, τα παρατάει όλα για να πάει να παίξει. Ακούει γκρίνιες από την οικογένειά, δεν βγάζει λεφτά και όλα αυτά για το άθλημα...» 8
  • 10. ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Πίνακας 1. Ψυχολογικοί παράγοντες που επηρεάζουν την απόδοση των αθλητών πολεμικών τεχνών ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΕΙ ΔΙΑΚΡΙΤΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ Φίλαθλοι και περιβάλλον Ανησυχία για τον αγώνα Άγχος, νευρικότητα Έλλειψη προετοιμασίας Έλλειψη αυτοπεποίθησης, ανασφάλεια .Απρόσμενα γεγονότα Αγχος Αγάπη για το άθλημα Στόχοι Δίψα για διάκριση Κίνητρα Χαρακτήρας Παρακίνηση Προσωπικές σχέσεις Εργασία (οικονομικά προβλήματα - νυκτερινή απασχόληση) Οικογενειακά προβλήματα Καθημερινά προβλήματα - απρόοπτες καταστάσεις Σχέσεις με συναθλητές προπονητές Συναισθηματική ωριμότητα Προσωπικά προβλήματα Σιγουριά, εμπιστοσύνη Ανασφάλεια, έλλειψη αυτοπεποίθησης Ελλείψεις τεχνικής Απόρριψη από προπονητή ή από συναθλητές Άγνωστος ή δύσκολος αντίπαλος Υπερεκτίμηση ικανοτήτων Εμπειρία Διαμόρφωση αποτελέσματος Αυτοπεποίθηση Φόβος εαυτού Φόβος αντιπάλου Προκαταλήψεις Ευθύνη Φόβος Συμπεριφορά προπονητή Εμπιστοσύνη προς τον προπονητή Συμπεριφορά προπονητή Τραυματισμός, πόνος Τραυματισμός Αυτοσυγκέντρωση, ηρεμία Αυτοσυγκέντρωση
  • 11. Μ. ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ, Μ.ΓΟΥΔΑΣ και Ε. ΠΙΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ Προσωπικά προβλήματα. Η 31 διάσταση αναφέρεται σε προσωπικά προβλήματα, που αντιμετωπίζει ο αθλητής. Οι προπονητές θεωρούσαν ότι τα προσωπικά προβλήματα επηρεάζουν τους αθλητές τόσο βραχυ­ πρόθεσμα, μειώνοντας την απόδοση στην προπόνηση και στον αγώνα, όσο και μακροπρόθεσμα. Αυτή η θεματική ενότητα αποτελείται από 21 διαφορετικά διακριτά θέματα, μερικά από τα οποία αναφέρονται πα­ ρακάτω: «...τυχαίνει ο αθλητής να μην μπορεί να συγκεντρωθεί όχι μόνο στην προ­ πόνηση αλλά και στον αγώνα. Μπερδεύουνε πολλές φορές παράγοντες της προσωπικής τους ζωής με τη στιγμή του αγώνα...». «...όταν ο άλλος δουλεύει νύχτα ή είναι οικοδόμος, τότε είναι σίγουρο ότι θα έχει μειωμένη απόδοση...». «...μπορεί να έχει τύχει να έχει μαλώσει με τη μητέρα του ή να μην έχει δει το κορίτσι του. Αυτό μπορεί να τον επηρεάσει και να μην μπορεί να συγκε­ ντρωθεί στον αγώνα...». Αυτοπεποίθηση. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας, ο οποίος σύμφωνα με τους προπονητές επηρεάζει την αγωνιστική απόδοση των αθλητών τους είναι η αυτοπεποίθηση. Τα θέματα που εντάσσο­ νται σ’ αυτή τη διάσταση δηλώνουν δύο διαφορετικές εκδοχές για την αυτοπεποίθηση των αθλητών. (α) Η πρώτη αναφέρεται στην προσωπική αμφισβήτηση των δυ­ νατοτήτων από τους αθλητές: «...πολλοί αθλητές, λόγω μειωμένης αυτοπεποίθησης, δεν πιστεύουν ότι θα τα καταφέρουν, ότι μπορούν να αποδώ σουν τόσο καλά ώστε να κερδί­ σουν...». (β) Η δεύτερη εκδοχή για την αυτοπεποίθηση αναφέρεται στην άνεση και στη σιγουριά που αποκτούν οι αθλητές λόγω της εμπειρίας από τους αγώνες: «...όταν μπαίνει ο αθλητής στο ρινγκ είναι ένας εντελώς άλλος κόσμος. Με τους πολλούς αγώνες που έχει ένας αθλητής στα πόδια του αποκτά αυτό που λέμε στη γλώσσα μας ‘αέρα του ρινγκ’, νιώθει το ρινγκ σαν το σπίτι του .». Φόβος. Η 5ΐ διάσταση αναφέρεται στο φόβο που νοιώθουν οι αθλητές την ώρα του αγώνα. Σύμφωνα με τους προπονητές, ο φό­ βος μπορεί να σχετίζεται με διάφορους παράγοντες όπως το πα- ρουσιαστικό του αντιπάλου αλλά και η εμπειρία: «...είναι διαφορετικά για τους αρχάριους αθλητές. Αυτοί συνήθως νιώ ­ θουν μεγαλύτερο άγχος από τους προχωρημένους ειδικά στους πρώτους αγώνες...». 10
  • 12. ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ «...είχα κάποιον αθλητή ο οποίος επηρεαζόταν πάρα πολύ από την όψη του αντιπάλου, από το παρουσιαστικό του, αν είχε σκληρό παρουσιαστικό αυτό τον επηρέαζε αρνητικά...». Συμπεριφορά του προπονητή. Η 6η διάσταση αναφέρεται στη συ­ μπεριφορά του προπονητή. Ένα παράδειγμα, το οποίο αναφέρεται στην εμπιστοσύνη προς τον προπονητή, είναι το παρακάτω: «...πρέπει ο αθλητής να εμπιστεύεται τον προπονητή, να πιστεύει ότι μπο­ ρεί να τον βοηθήσει και ακόμα περισσότερο να νιώθει ότι αυτά που του διδάσκει μπορούν να τον φέρουν κοντά στη νίκη για να μπει μέσα στο ρινγκ...». Τραυματισμός. Τα θέματα αυτά αναφέρονταν στον τραυματισμό και στην αντιμετώπιση του τραυματισμού από τους αθλητές. «...σε έναν αγώνα με έναν "ατσούμπαλο" αθλητή έσπασε το πόδι του και αυ­ τό του στοίχισε τη συμμετοχή του στην Ολυμπιάδα της Σεούλ, για την οποία μάλιστα ήταν το φαβορί στην κατηγορία του...». Αυτοσυγκέντρωση. Η τελευταία διάσταση αναφέρεται στην αυτοσυ­ γκέντρωση των αθλητών. Ένα από τα θέματα είναι: «...είναι εύκολο να καταλάβεις πότε ένας αθλητής προχωρημένος ιδιαίτερα δεν είναι συγκεντρωμένος, τότε ο αρχάριος μπορεί να τον ακουμπήσει, να του δώσει κάποιο χτύπημα, γιατί ο άλλος δεν σκέφτε­ ται...». Β. Εμπειρικές τεχνικές των προπονητών. Ο Πίνακας 2 παρουσιάζει τα αποτελέσματα της κατηγοριοποίη- σης των απαντήσεων των προπονητών για τη δεύτερη θεματική ενό­ τητα. Προέκυψαν επτά διαστάσεις οι οποίες παρουσιάζονται παρα­ κάτω. Συζήτηση/ προσέγγιση. Οι προπονητές αναφέρθηκαν εκτεταμένα στην προσπάθεια τους να δώσουν λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα μέσω της συζήτησης και της ιδιαίτερης προσέγγισης του κάθε αθλητή. Μερικά από τα θέματα της διάστασης αυτής αναφέρονται παρακάτω: «...δεν μπορείς να μιλάς σε όλους το ίδιο, εξαρτάται από το τι δέχεται ο κάθε αθλητής. Εγώ ξέρω τους αθλητές μου και τους μιλάω αναλό- γως...». «...δεν τον αφήνεις μόνο του τον αθλητή. Μετά την προπόνηση τον πιάνεις και συζητάς μαζί του, του εξηγείς τα λάθη του, επαινείς τα καλά σημεία, ασχο- λείσαι μαζί του...». 11
  • 13. Μ. ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ, Μ ΓΟΥΔΑΣ και Ε. ΠΙΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ Πίνακας 2. Εμπειρική ψυχολογική υποστήριξη του εκπαιδευτή πολεμικών τεχνών προς τους αθλητές. ΚΑΤΗΓΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΚΡΙΤΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ Συζήτηση με τον αθλητή Βοήθεια στην αντιμετώπιση προβλημάτων Προσέγγιση του αθλητή έξω από τους αγωνιστικούς χώρους Εκδήλωση συμπάθειας Επίπληξη Τόνωση ηθικού Συζήτηση - Προσέγγιση Τεχνικές στην προπόνηση Αλλαγή φιλοσοφίας Ψυχολογικές Τεχνικές Έπαινος Τιμωρία Πρακτικές τεχνικές Συνειδητοποίηση δυνατοτήτων Αποδοχή φόβου Εστίαση στη συμμετοχή Εστίαση στο παρόν Αποδοχή ήττας Αυτογνωσία Τόνωση αυτοπεποίθησης Ξεπέρασμα φόβου Εστίαση στην προσπάθεια Σύγκριση με άλλους αθλητές Θετική ανατροφοδότηση Απομόνωση από το περιβάλλον του αγώνα Να μην σκέφτεται τον αγώνα Ο αγώνας δεν έχει μεγάλη σημασία Αποκοπή από το περιβάλλον του αγώνα Αλλαγή οπτικής για τον αγώνα Αλλαγή οπτικής Αντιμετώπιση φόβου Αντιμετώπιση καθημερινών δυσκολιών Αντιμετώπιση δυσκολιών Πρακτικές τεχνικές. Η 2Γ ι διάσταση περιλαμβάνει 16 διακριτά θέμα­ τα. Οι προπονητές ανέψεραν ότι χρησιμοποιούν μία ποικιλία πρακτικών τεχνικών. Οι τεχνικές αυτές αναφέρονται σε οργάνωση συναντήσεων με ιδιαίτερο σκοπό την «τόνωση της ψυχολογίας» του αθλητή, αλλά και τη χρήση της τιμωρίας. Παρακάτω αναφέρονται κάποια από αυτά: «...όταν κατάλαβα ότι αυτός ήταν ο μόνος στόχος του, τον τιμώρησα με αποβολή 6 μηνών από την προπόνηση και μετά γύρισε πιο βελτιωμένος...». 12
  • 14. ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ «... όταν γυρίσει ο αθλητής μετά από μία αρρώστια, ακόμα και αν είναι σω­ ματικά καλά, τον βάζω να παίξει πρώτα με κάποιον κατώτερο αθλητή για να επανελθεί και η ψυχολογία του...» Αυτογνωσία. Το θέμα της διάστασης αυτής είναι η αυτογνωσία και πε­ ριλαμβάνει 11 διακριτά θέματα. Οι προπονητές ανέφεραν ότι προσπαθούν συστηματικά να βοηθήσουν τους αθλητές να δουν τα πράγματα ρεαλιστι­ κά και να αποδεχτούν τις αδυναμίες τους, θεωρώντας ότι αυτό βοηθάει στην πορεία τους. Τα παρακάτω αποσπάσματα αναφέρονται στην αποδο­ χή του φόβου και στη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας. «...τους βάζω να παρατηρούν τα συναισθήματά τους την ώρα του αγώνα, να νιώθουν το φόβο και να τον δέχονται...». «...του λες πως έχουν τα πράγματα, δεν προσπαθείς να του κρύψεις τίποτα, του παρουσιάζεις την πραγματικότητα, για να ξέρει τι έχει να αντιμετωπίσει...» Θετική ανατροφοδότηση. Η 4^ διάσταση αναφέρεται στην αναγκαι­ ότητα παροχής θετικής ανατροφοδότησης στους αθλητές από τον προπονητή και στην έμφαση που πρέπει να δίνεται στα πλεονεκτήμα­ τα των αθλητών. Η διάσταση αυτή περιλαμβάνει 9 διακριτά θέματα. Ένα από τα θέματα αυτά είναι: «...μπορείς να του δείξεις άλλους αθλητές και να τον συγκρίνεις με αυτούς στα σημεία που υπερέχει...». Αποκοπή από το περιβάλλον του αγώνα. Κάποιοι από τους προπο­ νητές αναφέρθηκαν στην προσπάθεια που καταβάλλουν, ώστε να βοη­ θήσουν τον αθλητή να αγωνιστεί χωρίς εξωτερικές περισπάσεις απο­ κομμένος από το περιβάλλον του αγώνα. «...προσπαθώ να τον κάνω να ξεχάσει το τελετουργικό του αγώνα, την επι- σημότητά του, να σκεφτεί ότι υπάρχει μόνο αυτός ο αντίπαλος και ο διαιτητής μέσα στο ρινγκ...». Αλλαγή οπτικής. Το θέμα της 6ης διάστασης αναφέρεται στην προ­ σπάθεια των προπονητών να αλλάξουν την οπτική γωνία με την οποία αντιμετωπίζουν διάφορες καταστάσεις οι αθλητές τους και περιλαμβά­ νει 5 διακριτά θέματα, με πιο αντιπροσωπευτικό το παρακάτω: «...του λέω να φανταστεί ότι δεν παίζει αγώνα απλώς κάνει μια δυνατή προ­ πόνηση με κάποιον αθλητή και μάλιστα στο γυμναστήριό μας, γιατί και αυτό έχει σημασία...». Αντιμετώπιση δυσκολιών. Η διάσταση αυτή περιείχε 4 διακριτά θέ­ ματα και αναφέρεται στην αναγκαιότητα να μάθουν οι αθλητές να αντι­ 13
  • 15. Μ. ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ, Μ.ΓΟΥΔΑΣ και Ε. ΠΙΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ μετωπίζουν τις δυσκολίες όχι μόνο μέσα στο γήπεδο αλλά και γενικό­ τερα στη ζωή. Παραδείγματος χάριν: «...αγώνας είναι και το κυνήγι του χρόνου. Ο αθλητής πρέπει να είναι προ­ ετοιμασμένος για όλα και με αυτό εννοώ όχι μόνο για τον αγώνα...». ΣΥΖΗΤΗΣΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Ο σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν διττός: (α) να εξετάσει τις απόψεις προπονητών πολεμικών τεχνών σχετικά με τις δυσκολίες από­ δοσης τις οποίες αντιμετωπίζουν οι αθλητές τους και θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν από την πλευρά της αθλητικής ψυχολογίας και (β) να καταγράψει εμπειρικές τεχνικές, τις οποίες χρησιμοποιούν οι προ­ πονητές για την αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι σύμφωνα με τους προ­ πονητές οι παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν την απόδοση των αθλη­ τών ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με τα κύρια θέματα με τα οποία ασχολείται η εφαρμοσμένη αθλητική ψυχολογία. Δύο κύριοι παράγο­ ντες επηρεάζουν την απόδοση των αθλητών πολεμικών τεχνών είναι το άγχος και η αυτοπεποίθηση. Και οι δύο αυτοί παράγοντες αναγνωρίζο­ νται ως κεντρικοί για την αύξηση της απόδοσης των αθλητών και έχουν τύχει μεγάλου ερευνητικού ενδιαφέροντος στα πλαίσια της αθλητικής ψυχολογίας (Bunker, Williams, & Zissner, 1991; Jones & Hardy, 1991; Martens, Vealey, & Burton, 1990). Ωστόσο, οι προπονητές αναγνώρισαν παράλληλα και τον φόβο ως παράγοντα καθοριστικό για την απόδοση. Ο παράγοντας αυτός σπάνια αναφέρεται σε σχετικά κείμενα, ενώ πολύ λίγες είναι οι έρευνες που έχουν εξετάσει τις παραμέτρους, οι οποίες συνθέτουν το φόβο των αθλητών. Το εύρημα αυτό μάλλον οφείλεται στην φύση των αθλημά­ των που εξετάστηκαν. Οι αγωνιστικές συναντήσεις πολεμικών τεχνών μπορεί να είναι πηγή φόβου, λόγω του πιθανού πόνου ή του σοβαρού τραυματισμού που μπορεί να προκληθεί κατά τη διάρκεια του αγώνα. Έτσι, ο αθλητικός ψυχολόγος, ο οποίος θα ασχοληθεί με παρόμοια αθλήματα, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος να βοηθήσει τους αθλητές να ξεπεράσουν το φόβο που πιθανόν να έχουν πριν από μία συνάντηση. Σύμφωνα με τους προπονητές, ένας βασικός παράγοντας, ο οποίος επηρεάζει την πορεία και την απόδοση των αθλητών τους, είναι η πα­ 14
  • 16. ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ρακίνηση. Οι προπονητές απέδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην ανάγκη να συνεχίζει ο αθλητής την προσπάθειά του παρά τις δυσκολίες, να συ­ ντηρεί το ηθικό του παρά τις αποτυχίες και τόνισαν ότι χωρίς να αγα­ πάει αυτό που κάνει δεν είναι δυνατό να επιτύχει και να διατηρήσει τις επιτυχίες του. Η ανάγκη για την ενίσχυση της παρακίνησης των αθλη­ τών και αθλητριών τονίζεται συχνά σε προγράμματα εξάσκησης ψυχο­ λογικών δεξιοτήτων. Η Vealey (1988) αναφέρεται σε βασικές ψυχολο­ γικές δεξιότητες, όπως η θέληση και η αυτο-εκτίμηση, οι οποίες θα πρέπει να αποτελούν τη βάση αυτών των προγραμμάτων. Τα αποτελέ­ σματα της παρούσας έρευνας υποστηρίζουν ότι παράγοντες όπως η παρακίνηση και η θέληση θα πρέπει να αποτελούν μέρος του προ­ γράμματος εξάσκησης ψυχολογικής προετοιμασίας σε κάθε επίπεδο αθλητικής δραστηριότητας Επιπρόσθετα, οι προπονητές ανέφεραν ότι για να βελτιώσουν την απόδοσή τους οι αθλητές πρέπει να μάθουν να αντιμετωπίζουν τα προ­ σωπικά τους προβλήματα έτσι ώστε αυτά να μην επηρεάζουν την αγω­ νιστική τους πορεία. Ως προσωπικά προβλήματα αναφέρθηκαν οικογε­ νειακά, συναισθηματικά και εργασιακά προβλήματα. Παρόμοια αποτε­ λέσματα είχαν οι Goudas, Vassiliou και Akriboulis (1998) σε συνεντεύ­ ξεις με προπονητές αγωνισμάτων κλασσικού αθλητισμού. Από τις συ­ νεντεύξεις των Goudas και συνεργατών, φάνηκε ότι οι προπονητές θα ήθελαν βοήθεια σε αυτό το θέμα αν συνεργάζονταν με ένα αθλητικό ψυχολόγο. Όμως οι προπονητές δεν ήταν σε θέση να διακρίνουν ότι η αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων πιθανά θα απαιτούσε κάποιον ειδικευμένο στη συμβουλευτική ψυχολογία. Σε ό,τι αφορά στις τεχνικές, τις οποίες εμπειρικά χρησιμοποιούν οι προπονητές για να αντιμετωπίσουν προβλήματα σχετικά με την ψυχο­ λογική κατάσταση των αθλητών τους, φάνηκε ότι διαθέτουν ένα πλού­ σιο ρεπερτόριο, το οποίο αντιστοιχεί ως ένα βαθμό με αυτό του αθλη­ τικού ψυχολόγου. Όπως φαίνεται παρακάτω, οι προπονητές χρησιμο­ ποιούν εμπειρικά τεχνικές, οι οποίες χρησιμοποιούνται ευρέως, με ένα διαφορετικό ίσως τρόπο, σε προγράμματα εξάσκησης ψυχολογι­ κών δεξιοτήτων αθλητών. Έτσι, φαίνεται ότι υπάρχει πρόσφορο έδα­ φος για συνεργασία μεταξύ των προπονητών και του αθλητικού ψυ­ χολόγου. Μία δεξιότητα, στην οποία οι προπονητές αγέφεραν ότι προσπα­ θούν να εξασκήσουν τους αθλητές τους, είναι αυτή της αποκοπής από το περιβάλλον του αγώνα. Οι προπονητές αρχικά ανέφεραν ότι το πε­ 15
  • 17. Μ. ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ. Μ.ΓΟΥΔΑΣ και Ε. ΠΙΝΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ριβάλλον του αγώνα είναι από τις κύριες πηγές άγχους των αθλητών τους. Στη συνέχεια, ανέφεραν ότι προσπαθούν να καλλιεργήσουν την ικανότητα των αθλητών τους να μη δέχονται στρεσογόνα ερεθίσματα από το περιβάλλον του αγώνα. Ωστόσο, από τις απαντήσεις τους δεν φαίνεται να χρησιμοποιούν κάποιες συγκεκριμένες τεχνικές για να πε- τύχουν την ανάπτυξη αυτής της δεξιότητας. Μία άλλη τεχνική, την οποία οι προπονητές ανέφεραν ότι προσπα­ θούν να εφαρμόσουν, είναι αυτή της αλλαγής οπτικής. Η τεχνική αυτή αναφέρεται- στη διαδικασία με την οποία οι προπονητές μετατρέπουν τον τρόπο με τον οποίο οι αθλητές κρίνουν τις καταστάσεις. Με την τε­ χνική αυτή μπορούμε θεωρητικά να μετατρέψουμε κάθε μειονέκτημα σε πλεονέκτημα, κοιτάζοντας τα πράγματα από μία διαφορετική οπτι­ κή γωνία (Bunker, Williams, & Zissner, 1993). Τα δεδομένα της παρού­ σας έρευνας δείχνουν ότι η χρήση της τεχνικής αυτής θεωρείται ανα­ γκαία από τους προπονητές. Άλλη μία δεξιότητα, την οποία οι προπονητές ανέφεραν ότι προ­ σπαθούν να αναπτύξουν στους αθλητές και στις αθλήτριές τους, είναι αυτή της αυτογνωσίας. Η δεξιότητα αυτή έχει πολλές παραμέτρους και συνίσταται αφενός στην αποδοχή εκ μέρους του αθλητή των αδυ­ ναμιών του και αφετέρου σε μία όσο το δυνατό περισσότερο ενεργή προσπάθεια στην προπόνηση. Η ανάπτυξη της αυτογνωσίας έχει αποτελέσει αντικείμενο προγραμμάτων εξάσκησης ψυχολογικών δε­ ξιοτήτων των αθλητών. Ο Ravizza (1994) περιγράφει διάφορες μεθό­ δους για την ανάπτυξη της αυτογνωσίας. Σύμφωνα με τις απόψεις των προπονητών, οι οποίοι συμμετείχαν στην παρούσα έρευνα, η καλ­ λιέργεια αυτής της δεξιότητας είναι σημαντική για την πρόοδο των αθλητών. Η παρούσα έρευνα κατέγραψε τις απόψεις των προπονητών πο­ λεμικών τεχνών σε θέματα που άπτονται στην εφαρμογή αρχών της αθλητικής ψυχολογίας. Είναι φανερό ότι οι πληροφορίες αυτές δι­ ευκολύνουν τον αθλητικό ψυχολόγο, ο οποίος σκοπεύει να εργαστεί με αθλητές αυτών των αθλημάτων. Επίσης, οι πληροφορίες αυτές είναι δυνατόν να βελτιώσουν την επικοινωνία του προπονητή με τον αθλητικό ψυχολόγο και να συμβάλουν να ξεπεραστεί το χάσμα με­ ταξύ θεωρίας και πράξης, το οποίο συχνά παρατηρείται στους αθλητικούς χώρους. Για τον σκοπό αυτό, προτείνεται. παρόμοιες έρευνες να διεξαχθούν και με προπονητές και προπονήτριες άλλων αθλημάτων. 16
  • 18. ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Bunker, L., Williams, J.M., & Zissner, Ν. (1993). Cognitive techniques for improving performance and building confidence. In J.M. Williams (Ed.), Applied sport psychology: Personal growth to peak performance (pp.225-242). Palo Alto: Mayfield. Goudas, M. Vassiliou, S., & Akriboulis, Y. (1998). A qualitative investigation of coaches’ views of sport psychology. Proceedings of the llnd International Congress of Sport Psychology. University of Thessaly. Gould, D., Giannini, J., Krane, V., & Hodge, K. (1990). Educational needs of elite U.S. national team Pan-American and Olympic coaches. Journal of Teaching in Physical Education, 9, 332-344. Gould, D., Hodge, K., Peterson, K., & Petlichkoff, L. (1987). Psychological foundation of coaching: similarities and differences among intercollegiate wrestling coaches. The Sport Psychologists, 293-308. Gould, D., Tuffey, S., Udry, E., & Loehr, J. (1996). Burnout in competitive junior tennis players: II. Qualitative analysis. The Sport Psychologist, 10, 341-366. Jones, G., & Hardy, L. (1991). Stress andperformance in sport. London: Wiley. Martens, R., Vealey, R.S., & Burton, D. (Eds.) (1990). Competitive anxiety in sport. Champaign, IL: Human Kinetics. Patton, K. (1990). Qualitative evaluation and research methods. Newburry Park, CA: Sage. Ravizza, K. (1988). Gaining entry with athletic personnel for season-long consulting. The Sport Psychologist, 2, 243-254. Ravizza, K. (1994). Increasing awareness for sport performance. In J.M. Williams (Ed.), Applied sport psychology: Personal growth to peak performance (pp. 148-157). Palo Alto: Mayfield. Scanlan, T.K., Ravizza, K., & Stein, G. (1989). An in-depth study of former elite figure skaters: I. Introduction to the project. Journal of Sport and Exercise Psychology, 13, 1,103-120. Silva, J. (1984). The status of sport psychology: A national survey of coaches. Journal of Physical Education, Recreation and Dance, 55, 46-49. Stean, W. (1998). Possibilities for qualitative research in sport psychology. The Sport Psychologist, 12, 333-345. Sullivan, J., & Hodge, K. (1991). A survey of coaches and athletes about sport psychology in New Zealand. The Sport Psychologist, 5, 140- 151. 17
  • 19. Μ ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ, Μ.ΓΟΥΔΑΣ και Ε. ΠΙΝΤΖΟΠΟΥΑΟΥ Vealey, R.S. (1988). Future directions in psychological skills training. The Sport Psychologist, 2, 318-336. Ευχαριστίες: Οι συγγραφείς ευχαριστούν την Δρα Στυλιανή Χρόνη για τις χρήσι­ μες παρατηρήσεις της. The influence of psychological factors on athletes’ performance and empirical intervention techniques: Martial arts trainers’ perceptions M ary A rram idou, M arios G oudas and Hellen Pintzopoulou. A b stra ct The aim of the present study was to examine martial arts coaches’ perceptions of sport psychology using a qualitative methodology. Martial arts coaches (N= 14) were interviewed regarding (a) athletes’ performance problems associated with psy­ chological factors and (b) coaches’ empirical techniques for helping athletes with psychological problems. The results showed that according to coaches, the most significant psychological factors affecting athletes’ performance are: precompetitive anxiety, confi­ dence, and fear. Coaches also reported using multiple techniques for controlling these factors. Many of these techniques resemble those used by sport psychologists. Results can aid on the development of psychological skills programs that are compatible with coaches’ demands. Key words: Psychological skills, martial arts, Coaches’ views, qualitative 18
  • 20. ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ 10, 19-31 1999 © Ε.Α.Ψ. Ευπροσιτότητα των στάσεων και πρόβλεψη της συμμετοχής ατόμων σε προγράμματα άσκησης Ν ίκος Α ρ δ α μ ερ ινό ς 1 Γιάννης Θ εοδω ρά κης2, Μ άριος Γ ο ύ δα ς1 και Κω νσταντίνος Μ παγιάτης1 1 Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 2Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Π ερίληψη Προηγούμενες εργασίες έδειξαν ότι όταν οι στάσεις ενός ατό­ μου για ένα θέμα είναι ισχυρές, τότε αφενός ανακαλούνται πολύ γρήγορα στη μνήμη, αφετέρου προβλέπουν καλύτερα τη σχετική συμπεριφορά. Η υπόθεση αυτή εξετάστηκε σε ένα δείγμα ατόμων που συμμετείχαν σε προγράμματα άσκησης γυμναστηρίων. Τα άτομα απάντησαν μέσω ενός πρωτότυπου προγράμματος σε υπο­ λογιστή για τις στάσεις τους και την πρόθεσή τους να συνεχίσουν να γυμνάζονται, ενώ ταυτόχρονα γινόταν άμεση καταγραφή του χρόνου απόκρισης σε κάθε ερώτηση. Η θεωρητική προσέγγιση έγι­ νε μέσω του συνδυασμού των παρακάτω μεταβλητών: στάσεις, πρόθεση, αντιληπτός έλεγχος, κοινωνική ταυτότητα, δύναμη των στάσεων και «ευπροσιτότητα». Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όταν οι στάσεις ανακαλούνταν πολύ γρήγορα στη μνήμη, τότε υπήρχε μεγαλύτερη συνοχή μεταξύ στάσεων και συμπεριφοράς. Με βάση τα ερευνητικά αποτελέσματα φαίνεται να διαμορφώνεται ένα νέο ισχυρό μοντέλο των σχέσεων στάσεων και συμπεριφοράς μέσω της αλληλεπίδρασης των παραπάνω ψυχολογικών θεωριών και του προγράμματος που κατασκευάσθηκε σε υπολογιστή. Λέξεις κλειδιά: ευπροσιτότητα στάσεων, στάσεις και συμπεριφο­ ρά, προγράμματα άσκησης Διεύθυνση επικοινωνίας: Νίκος Αρδαμερινός, Τ.Ε.Φ.Α.Α. Κτήριο Τζιμουρώτα, Αριστο- τέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 54 006 Θεσσαλονίκη 19
  • 21. Ν. ΑΡΔΑΜΕΡΙΝΟΣ, Γ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ , Μ. ΓΟΥΔΑΣ, και Κ. ΜΠΑΓΙΑΤΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο σκοπός τη παρούσας εργασίας ήταν ο εμπλουτισμός του μοντέ­ λου της σχεδιασμένης συμπεριφοράς με μία νέα μεταβλητή, αυτή της ευπροσιτότητας των στάσεων, με σκοπό την καλύτερη πρόβλεψη της συμπεριφοράς. Στη συνέχεια παρουσιάζεται σύντομα η θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς και αιτιολογείται η ταυτόχρονη εξέταση της μεταβλητής της ευπροσιτότητας. Θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς Σύμφωνα με τη θεωρία της «σχεδιασμένης συμπεριφοράς», η πρό­ θεση του ατόμου να προβεί σε μια ενέργεια καθορίζει τη συμπεριφορά του (Ajzen & Fishbein, 1980). Η πρόθεση με τη σειρά της μπορεί να προβλεφθεί από ένα συνδυασμό στάσεων και αντίληψης κοινωνικών μεταβλητών. Ο ένας παράγοντας που επηρεάζει την πρόθεση είναι ο προσωπικός παράγοντας. Ορίζεται ως «στάσεις προς τη συμπεριφορά» και αναφέρεται στο βαθμό θετικής ή αρνητικής εκτίμησης μιας πιθανής συμπεριφοράς. Η «στάση προς τη συμπεριφορά» εκφράζει απλώς τη γενική εκτίμηση και το γενικό αίσθημα του ατόμου για ευμενή ή δυσμε­ νή αντιμετώπιση της συμπεριφοράς. Ο δεύτερος βασικός παράγοντας που επηρεάζει την «πρόθεση» είναι η αντίληψη του κοινωνικού περι­ βάλλοντος, ο κοινωνικός παράγοντας. Ορίζεται ως «υποκειμενικό πρό­ τυπο» και αναφέρεται στην κοινωνική πίεση για την εκτέλεση μιας συ­ μπεριφοράς. Αναφέρεται στο ρόλο των «σημαντικών άλλων» προσώπων και τη γνώμη που έχουν τα πρόσωπα αυτά για τη συμπεριφορά. Σύμ­ φωνα, επίσης, με τη θεωρία του Ajzen (1988), μια συμπεριφορά μπορεί να είναι απόλυτα κάτω από τον έλεγχο του ατόμου, αλλά μπορεί και όχι. Ανεξάρτητα από την πρόθεση του ατόμου να εκτελέσει μια συμπεριφο­ ρά συνήθως υπάρχουν εμπόδια. Τέτοια εμπόδια είναι εσωτερικοί παρά­ γοντες, όπως επιδεξιότητες, ικανότητες, γνώση, προγραμματισμός, και εξωτερικοί παράγοντες, όπως χρόνος, ευκαιρίες, συνεργασία με άλ­ λους, κλπ. (Ajzen & Madden, 1986). Ο «αντιληπτός έλεγχος συμπεριφο­ ράς» είναι ένας παράγοντας της θεωρίας που εκφράζει άμεσα πόσο δύ­ σκολο ή εύκολο θεωρεί το άτομο ότι είναι το να προβεί σε μία ενέργεια, πόσες διέξοδοι, πόροι και ευκαιρίες πιστεύει ότι υπάρχουν ή πόσοι πα­ ράγοντες λειτουργούν θετικά ή αρνητικά. Γενικά, όσο πιο θετικές στά­ σεις έχει ένα άτομο, όσο πιο μεγάλη κοινωνική πίεση δέχεται και ταυ­ 20
  • 22. ΕΥΠΡΟΣΙΤΟΤΗΤΑ ΣΤΑΣΕΩΝ τόχρονα όσο πιο πολύ νομίζει ότι ελέγχει αυτήν την ενέργεια, τόσο πε­ ρισσότερο πιθανό είναι να έχει θετική πρόθεση και συμπεριφορά. Αυτο-ταυτότητα και δύναμη των στάσεων Με τον όρο «αυτο-ταυτότητα», εννοούμε ότι συμπεριφερόμαστε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, γιατί το θεωρούμε μέρος της ταυτότητάς μας, του ρόλου μας μέσα στην κοινωνία, συστατικό στοιχείο του εαυ­ τού μας. Πολλές συμπεριφορές μας και ιδιαίτερα οι επαναλαμβανόμε­ νες συμπεριφορές είναι συχνά μέρος της ταυτότητας μας ή του ρόλου μας. Ενσωματώνονται στην «αυτο-αντίληψή» μας ως μέρος της εικό­ νας μας. Έτσι «εικόνα του εαυτού» και συμπεριφορά γίνονται σημαντι­ κά για μας (Charng, Paliavin, & Callero, 1988). Λόγου χάρη ένας καθη­ γητής μπορεί να μην έχει διάθεση να προετοιμάζεται για τις διαλέξεις του, αλλά το κάνει γιατί το θεωρεί αναγκαίο για τη διατήρηση του επαγγελματικού ρόλου, της ταυτότητάς του. Τέλος, μια γυναίκα αντι­ λαμβάνεται τον ρόλο της ως «σπόρτσγούμαν» και ασχολείται με τον αθλητισμό, ενώ μια άλλη αναγνωρίζει στον εαυτό της τον ρόλο της νοι­ κοκυράς και μένει στο σπίτι. Για το πλήθος των μεταβλητών που επηρεάζουν τη σχέση στάσης - συμπεριφοράς υπάρχουν πρόσφατες αναφορές από τους Krosnick, Boninger, Chuang, Berent και Cornot (1993). O Raden (1985), σε σχετι­ κή επισκόπηση, αφού καταγράφει ένα μεγάλο αριθμό μεταβλητών που επηρεάζουν τη σχέση στάσης - συμπεριφοράς, καταλήγει ότι πολλοί θεωρούν πως όσο πιο ισχυρές είναι οι στάσεις, τόσο πιο πολύ συνδέο­ νται με τη συμπεριφορά. Η δύναμη των στάσεων βασίζεται στην άποψη του Raden (1985), σύμφωνα με την οποία οι στάσεις πρέπει να μετρού- νται με τη χρήση πολλών ταυτόχρονα διαστάσεων. Οι διαστάσεις αυτές είναι η θετικότητα, η δύναμη, η σπουδαιότητα, η κατεύθυνση, η σιγου­ ριά, κλπ. Η «δύναμη των στάσεων» είναι μια μεταβλητή που εκφράζει το βαθμό σιγουριάς, βεβαιότητας, και σπουδαιότητας που έχει το άτομο για τις στάσεις του. Ακόμα, εκφράζει τις εμπειρίες, τις γνώσεις, την πληροφόρηση, ή το ενδιαφέρον που το άτομο έχει για το θέμα. Οι δύο παραπάνω μεταβλητές της «αυτο-ταυτότητας» και της «δύ­ ναμης των στάσεων» χρησιμοποιήθηκαν επιτυχώς σε σχετικές εργα­ σίες (Theodorakis, 1994; Theodorakis, Bagiatis, & Goudas, 1995). Στις εργασίες αυτές εξετάσθηκε η αλληλεπίδραση των παραπάνω μετα­ βλητών σε σχέση με τη συμμετοχή ενηλίκων γυναικών σε προγράμμα­ 21
  • 23. Ν. ΑΡΔΑΜΕΡΙΝΟΣ, Γ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ , Μ. ΓΟΥΔΑΣ, και Κ. ΜΠΑΓΙΑΤΗΣ τα άσκησης, και την πρόθεση φοιτητών φυσικής αγωγής να εργασθούν στο μέλλον με άτομα με ειδικές ανάγκες αντίστοιχα. Η ανάλυση έδειξε ότι η πρόθεση των ατόμων διαμορφώνεται άμεσα από τη δύναμη των στάσεών τους και ταυτόχρονα από την κοινωνική τους ταυτότητα. Η δύναμη των στάσεών τους με τη σειρά της διαμορφώνεται από τον έλεγχο που νομίζουν ότι ασκούν πάνω στη συμπεριφορά αυτή και ταυ­ τόχρονα από τη στάση τους προς τη συμπεριφορά αυτή. Αντίθετα, η κοινωνική τους ταυτότητα διαμορφώνεται από την επίδραση των ση­ μαντικών άλλων προσώπων. Με βάση τα παραπάνω η πρώτη υπόθεση της έρευνας διατυπώνε­ ται ως εξής: (α) Η πρόβλεψη της μελλοντικής συμπεριφοράς ατόμων που συμμετέ­ χουν σε προγράμματα άσκησης, είναι εφικτή μέσω των στάσεών τους, των προθέσεών τους, του ελέγχου που θεωρούν ότι ασκούν, της δύναμης και σιγουριάς των στάσεών τους, και της κοινωνικής τους ταυτότητας. Ευπροσιτότητα των στάσεων Όπως είδαμε και παραπάνω, στην κοινωνική ψυχολογία υπάρχει μια βασική θέση ότι τα άτομα συμπεριφέρονται σύμφωνα με τις στάσεις τους προς την ανάλογη συμπεριφορά. Ωστόσο, σε μια επισκόπηση των σχέσεων στάσεων και συμπεριφοράς, ο Fazio (1990) θεωρεί ότι, με βά­ ση τα αποτελέσματα των μέχρι σήμερα ερευνών, δεν παρατηρείται πά­ ντα σχέση στάσεων και συμπεριφοράς. Το πότε συμβαίνει αυτό καθο­ ρίζεται από μια σειρά παραγόντων όπως: ο τρόπος με τον οποίο δια­ μορφώνονται οι στάσεις, η συνοχή μεταξύ γνωστικού και συναισθημα­ τικού στοιχείου, η σταθερότητά τους, η καθαρότητά τους, ο φόβος της απόρριψης κλπ. Κατά την άποψη του συγγραφέα, σύμφωνα με το μο­ ντέλο της «αυθόρμητης διαδικασίας» (spontaneous processing model), η συμπεριφορά αποφασίζεται αυθόρμητα από το άτομο, κα­ θώς η στάση ανακαλείται αυτόματα από τη μνήμη. Το μοντέλο επικε­ ντρώνεται στην ταχύτητα ανάκλησης της στάσης από τη μνήμη, στην λεγάμενη «ευπροσιτότητα» (accessibility). Όσο πιο γρήγορα και αυ­ θόρμητα ανακαλείται μια στάση μια άποψη από τη μνήμη τόσο πιο ισχυρή είναι αυτή η στάση, και τόσο μεγαλύτερη συνοχή υπάρχει με­ ταξύ της στάσης και της σχετικής συμπεριφοράς. Η δύναμη της στά­ 22
  • 24. ΕΥΠΡΟΣΙΤΟΤΗΤΑ ΣΤΑΣΕΩΝ σης κάθε φορά ποικίλλει και εξαρτάται από τη σχέση και την αξιολό­ γηση που έχει κάνει το άτομο για την εξεταζόμενη στάση (Fazio & Williams, 1986; Fazio, Powell, & Flerr, 1983). Σε σχετική εργασία (Fazio, Chen, McDonel, & Sherman, 1982), εξε­ τάσθηκε η ταχύτητα με την οποία ανακαλείται και διατυπώνεται μια στάση από τη μνήμη σε σχέση με το βαθμό διαμόρφωσης της στάσης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα άτομα απαντούν πιο γρήγορα χρονι­ κά και διατυπώνουν τις απόψεις τους για πράγματα που έχουν περισ­ σότερες εμπειρίες, παρά για πράγματα που δεν έχουν εμπειρίες. Σε άλλη εργασία, ο Fazio (1990) τονίζει ότι η συμπεριφορά συνήθως είναι αυθόρμητη και όχι σχεδιασμένη. Σε πρόσφατη εργασία, οι Roskos- Ewoldsen και Fazio (1992) έδειξαν ότι αντικείμενα για τα οποία τα άτο­ μα εκφράζουν πιο άμεσες και πιο αυτόματες στάσεις, προσελκύουν πιο πολύ την προσοχή τους. Επίσης, οι Roese και Olson (1994), έδει­ ξαν ότι στάσεις που είναι προσωπικά σπουδαίες ανακαλούνται πιο γρήγορα από τη μνήμη. Τέλος, σε άλλη εργασία, οι Fazio και Williams (1986), εξετάζοντας τις στάσεις των ατόμων απέναντι σε δύο υποψη­ φίους προεδρικών εκλογών, έδειξαν ότι και οι απόψεις, και η συμπερι­ φορά των ψηφοφόρων, σχετίζονταν με την ταχύτητα ανάκλησης της στάσης από τη μνήμη. Με βάση τα παραπάνω, φαίνεται ότι για μια ουσιαστική προσέγγι­ ση των σχέσεων στάσεων και συμπεριφοράς πρέπει να καταφύγουμε στη χρήση μεικτών μοντέλων, καθώς πολλές είναι τελικά οι μεταβλη­ τές που εισέρχονται στη σχέση στάσεων και συμπεριφοράς. Επίσης, κάθε τύπος συμπεριφοράς είναι διαφορετικός. Υπάρχουν πράξεις αυ­ θόρμητες όπως το να εμπλακεί κανείς σε επεισόδια στο γήπεδο και υπάρχουν πράξεις σχεδιασμένες και οργανωμένες, όπως το να απο­ φασίσει να πάει στο γυμναστήριο, γιατί υπολογίζοντας πολλά πράγ­ ματα όπως γνώμες, ιδέες, στάσεις, κίνητρα, το θεώρησε αναγκαίο να γίνει κλπ. Με βάση τα παραπάνω, η δεύτερη υπόθεση της έρευνας διατυπώ­ νεται ως εξής: (β) Η δυνατότητα πρόβλεψης μιας συμπεριφοράς εξαρτάται από την ταχύτητα ανάκλησης της στάσης από τη μνήμη. Όσο πιο γρήγορα αποκρίνονται τα άτομα και εκφράζουν τη στάση τους για ένα θέμα, τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα υπάρχει να προβλέψει κανείς και τη σχετική με τη στάση συμπεριφορά. 23
  • 25. Ν. ΑΡΔΑΜΕΡΙΝΟΣ, Γ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ , Μ. ΓΟΥΔΑΣ, και Κ. ΜΠΑΠΑΤΗΣ Το μοντέλο της «σχεδιασμένης συμπεριφοράς» μπορεί να προ­ βλέπει ακόμη καλύτερα την ανθρώπινη συμπεριφορά όταν μεσολα­ βήσει σ’αυτό και ο παράγοντας της «ευπροσιτότητας». Η θεωρία της σχεδιασμένης συμπεριφοράς είναι μια ενδιαφέρουσα θεωρία στη σχέση στάσεων και συμπεριφοράς. Στην παρούσα έρευνα εξε­ τάσθηκε η δυνατότητα των θεωριών να προβλέψουν πρόθεση φοι­ τητών για να εργασθούν με άτομα με ειδικές ανάγκες στο μέλλον. Μετά από εργασία πιλότο σχεδιάσθηκε το ανάλογο πρόγραμμα στον υπολογιστή. Το δείγμα στη συνέχεια εξέφρασε τις προθέσεις του και τις στάσεις του. Ο σκοπός αυτής της εργασίας ήταν να εξε­ τάσει τους παραπάνω παράγοντες, στην ικανότητα πρόβλεψης σχε­ τικής συμπεριφοράς, με την προσθήκη όμως της θεωρίας της «ευ­ προσιτότητας». ΜΕΘΟΔΟΣ Συμμετέχοντες Οι συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν 96 άτομα 27 άνδρες (28.12%) και 69 γυναίκες (71.88%), ηλικίας από 18 έως 60 ετών. Οι συμμετέχο­ ντες ακολουθούσαν πρόγραμμα αεροβικής γυμναστικής ή βαρών σε 3 δημοτικά και 4 ιδιωτικά γυμναστήρια της Θεσσαλονίκης. Διαδικασία Ή συμπλήρωση των ερωτηματολογίων γινόταν στους προθαλάμους (σαλόνια) των γυμναστηρίων κατά την προσέλευση ή την αποχώρηση των αθλουμένων σε τρεις φορητούς Η/Υ. Οι συμμετέχοντες συμπλή­ ρωσαν το ερωτηματολόγιο εθελοντικά αφού πληροφορήθηκαν το σκο­ πό της έρευνας. Μεταβλητές Στάσεις προς τη συμπεριφορά. Οι συμμετέχοντες αξιολόγησαν τη στάση τους σε 8 ζεύγη επιθέτων απαντώντας στην ερώτηση «το να γυ­ μνάζεσαι τακτικά για τρεις φορές την εβδομάδα στο γυμναστήριό αυ­ τό τους επόμενους έξι μήνες είναι:». Τα οκτώ ζεύγη επιθέτων ήταν: κα­ λό - κακό ’, ‘χρήσιμο - άχρηστο’, ‘ευχάριστο - δυσάρεστο’, ‘ωραίο - 24
  • 26. ΕΥΠΡΟΣΙΤΟΤΗΤΑ ΣΤΑΣΕΩΝ άσχημο’, ‘εύκολο - δύσκολο', ‘ενδιαφέρον - βαρετό’, ‘ξεκούραστο - κουραστικό’, ‘έξυπνο - ανόητο'. Η αξιολόγηση των απαντήσεων αυτών ήταν για τη θετική κατεύθυνση (1) και την αρνητική κατεύθυνση (7). Ο δείκτης εσωτερικής συνοχής, alpha του Cronbach, για τη μέτρηση αυτή ήταν .79. Πρόθεση. Για την αξιολόγηση της πρόθεσης χρησιμοποιήθη­ καν τρεις ερωτήσεις της μορφής «τι σκοπεύετε να κάνετε για τους επόμενους έξι μήνες; σκοπεύω/ είμαι αποφασισμένος/ θα προσπαθήσο) να γυμνάζομαι τρεις φορές την εβδομάδα στο γυ­ μναστήριο αυτό για τους επόμενους έξι μήνες» και οι απαντήσεις δινόταν σε μια επταβάθμια κλίμακα (απόλυτα ναι = 7 ή πολύ πιθα- νό = 7, μέχρι απόλυτα όχι = 1 ή τελείως απίθανο= 1). Ο δείκτης εσωτερικής συνοχής, alpha του Cronbach, ήταν .85. Δύναμη Στάσεων. Η μεταβλητή ‘δύναμη των στάσεων’ αξιολογήθη­ κε μέσω των απαντήσεων σε 10 ερωτήσεις. Παράδειγμα ερώτησης εί­ ναι «το να συνεχίσω να γυμνάζομαι για τους επόμενους δύο μήνες εί­ ναι:». Οι απαντήσεις επίσης δινόταν σε μια επταβάθμια κλίμακα από απόλυτα σπουδαίο/βασικό=7 έως καθόλου σπουδαίο/βασικό = λ. Ο δείκτης εσωτερικής συνοχής, alpha του Cronbach, για τη μέτρηση αυτή ήταν .89. Ταυτότητα του Εγώ. Η μεταβλητή 'ταυτότητα του εγώ’ αξιολογή­ θηκε με τις απαντήσεις των συμμετεχόντων σε επτά ερωτήσεις της μορφής «το να γυμνάζομαι τακτικά τους επόμενους δύο μήνες το θε­ ωρώ ένα μέρος του εαυτού μου» και οι απαντήσεις δινόταν σε μια επταβάθμια κλίμακα από συμφωνώ πάρα πολύ = 7 έως διαφωνώ πάρα πολύ= 1. Ο δείκτης εσωτερικής συνοχής, alpha του Cronbach, για τη μέτρηση αυτή ήταν .76. Η κλίμακα αυτή προσαρμόστηκε από παρό­ μοια κλίμακα, η οποία είχε χρησιμοποιηθεί από τον Theodorakis (1994). Αντιλαμβανόμενος έλεγχος συμπεριφοράς. Οι ερωτήσεις που αφο­ ρούσαν τον ‘αντιλαμβανόμενο έλεγχο συμπεριφοράς’ ήταν τρεις της μορφής: «για μένα το να έρθω σ’όλες τις ώρες γυμναστικής στους επόμενους δύο μήνες είναι» και οι απαντήσεις δίνονταν σε επταβάθ- μια κλίμακα από πάρα πολύ εύκολο = 1 έως πάρα πολύ δύσκολο = 7. Ο δείκτης εσωτερικής συνοχής, alpha του Cronbach, ήταν .79. Συμπεριφορά. Σε συνεργασία με τις γραμματείες ίω ν συγκεκριμέ­ νων γυμναστηρίων κρατούνταν στοιχεία για τους αθλούμενους. Στα μεν δημοτικά γυμναστήρια υπήρχε παρουσιολόγιο στο οποίο κατα­ 25
  • 27. Ν. ΑΡΔΑΜΕΡΙΝΟΣ. Γ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ , Μ. ΓΟΥΔΑΣ. και Κ. ΜΠΑΓΙΑΤΗΣ γράφονταν η προσέλευση των αθλουμένων, στα δε ιδιωτικά είχε δοθεί μια λίστα με τους συμμετέχοντες στην έρευνα και η γραμματεία ση­ μείωνε τις παρουσίες τους. Μετά την πάροδο εξαμήνου από τη συ­ μπλήρωση των ερωτηματολογίων έγινε η τελική καταγραφή όπου ση­ μειώθηκε ποιοι συνέχισαν να γυμνάζονται ανελλιπώς στο διάστημα αυ­ τό. Η μεταβλητή της συμπεριφοράς κωδικοποιήθηκε με δύο τιμές που αντιστοιχούσαν στις συμπεριφορές «συνέχισε να γυμνάζεται» και «στα­ μάτησε να γυμνάζεται». Ηλεκτρονική μορφή ερωτηματολογίου Το σχετικό πρόγραμμα αναπτύχθηκε σε υπολογιστή χρησιμοποιώ­ ντας την Dbase IV και βασίστηκε σε μία προηγούμενη σχετική εφαρ­ μογή των Θεοδωράκη, Μπαγιάτη και Κιουμουρτζόγλου (1996). Ειδικό­ τερα, στην οθόνη του υπολογιστή εμφανιζόταν στην αρχή οι οδηγίες του πώς χρησιμοποιείται ο υπολογιστής κατά τη διάρκεια του προ­ γράμματος και πώς το άτομο απανπάει στις ερωτήσεις που του τίθε­ νται. Κάθε φορά που το άτομο ολοκλήρωνε την ανάγνωση της οθόνης του δινόταν η οδηγία και πατήσει ένα πλήκτρο του υπολογιστή και να συνεχίσει. Στη συνέχεια, παρουσιάζονταν οι ερωτήσεις με βάση τα πα­ ραπάνω θεωρητικά μοντέλα. Οι απαντήσεις δίνονταν αριθμητικά και έτσι το άτομο απαντούσε χρησιμοποιώντας το πάνω αριθμητικό πλη­ κτρολόγιο του υπολογιστή. Τα υπόλοιπα πλήκτρα ήταν καλυμμένα έτσι ώστε να μην υπάρχει απόσπαση της προσοχής του ατόμου. Ανάμεσα σε κάθε ομάδα ερωτήσεων εμφανιζόταν η προτροπή «ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΟΣΟ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ ΜΠΟΡΕΙΣ». Οι απαντήσεις μεταφέρονταν αυτόματα και καταχωρούνταν σε σχετικό αρχείο του υπολογιστή. Για κάθε ερώτηση, το πρόγραμμα χρονομετρούσε και κατέγραφε το χρόνο από τη στιγμή που εμφανιζόταν η ερώτηση μέχρι τη στιγμή που δινόταν η απάντηση. Οι χρόνοι αυτοί καταχωρούνταν, επίσης, αυτόματα σε σχετικό αρχείο βάσης δεδομένων του υπολογιστή το οποίο μεταφερόταν αυτόματα για ανάλυση στο στατιστικό πακέτο SPSS. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Περιγραφικά στατιστικά και συντελεστές συσχέτισης μεταξύ των μεταβλητών που εξετάσθηκαν παρουσιάζονται στον Πίνακα 1. Σημα- 26
  • 28. ΕΥΠΡ0ΣΙΤ0ΤΗΤΑ ΣΤΑΣΕΩΝ ντικές συσχετίσεις παρατηρήθηκαν μεταξύ όλων των μεταβλητών με τις χαμηλότερες να παρατηρούνται μεταξύ του αναλαμβανόμενου ελέγχου και των υπόλοιπων μεταβλητών. Πίνακας 1: Μέσες τιμές και συντελεστές συσχέτισης όλων των μεταβλητών Μεταβλητές Μ SD 2 3 4 5 1. Πρόθεση 1.63 .70 .52** .64** .44** .25* 2. Στάση 2.16 .74 .62** .59** .32** 3. Δύναμη στάσεων 1.90 .79 .61** .65** 4. Ταυτότητα εγώ 2.28 .92 .38** 5. Αναλαμβανόμενος έλεγχος 2.43 1.21 * ρ< .05 ** ρ< .01 Στον Πίνακα 2 φαίνονται τα αποτελέσματα από τη δυνατότητα πρόβλεψης του θεωρητικού μοντέλου με τη βοήθεια της ιεραρχικής ανάλυσης πολλαπλής παλινδρόμησης. Ανεξάρτητες μεταβλητές κα­ τά σειρά εισαγωγής, ήταν η στάση, η δύναμη των στάσεων, η ταυ­ τότητα του εγώ, και ο αναλαμβανόμενος έλεγχος συμπεριφοράς, ενώ εξαρτημένες μεταβλητές ήταν στην πρώτη ανάλυση η πρόθεση και στη δεύτερη η συμπεριφορά. Οι αναλύσεις διενεργήθηκαν χωρι­ στά για τα άτομα του δείγματος τα οποία απάντησαν αργά και για τα άτομα τα οποία απάντησαν γρήγορα. Ο πρώτος συντελεστής εκ­ φράζει το σύνολο του δείγματος, ο δεύτερος συντελεστής εκφράζει τους συμμετέχοντες του δείγματος, οι οποίοι αποκρίθηκαν αργά, και ο τρίτος συντελεστής εκφράζει τους συμμετέχοντες του δείγματος, οι οποίοι αποκρίθηκαν πιο γρήγορα (ο χωρισμός έγινε με βάση το μέσο όρο του συνολικού χρόνου που χρειάστηκαν οι συμμετέχοντες για τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου). Τα αποτελέσματα έδει­ ξαν ότι ο πολλαπλός συντελεστής πρόβλεψης του μοντέλου για τη συμπεριφορά αυξάνεται όταν τα άτομα αποκρίνονται πιο γρήγορα, ενώ αντίστροφα ήταν τα αποτελέσματα για την πρόβλεψη της πρό­ θεσης με τον συντελεστή πρόβλεψης να αυξάνεται για τα άτομα που αποκρίνονταν πιο αργά. 27
  • 29. Ν. ΑΡΔΑΜΕΡΙΝΟΣ, Γ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ , Μ. ΓΟΥΔΑΣ, και Κ. ΜΠΑΓΙΑΤΗΣ Πίνακας 2: Πρόβλεψη της πρόθεσης και της συμπεριφοράς R R2 F Ρ Πρόβλεψη της πρόθεσης Όλο το δείγμα .67 .45 1863 .000 Γρήγοροι στη συμπλήρωση .64 .41 8.47 .000 Αργοί στη συμπλήρωση .74 .54 11.21 .000 Πρόβλεψη της συμπεριφοράς Όλο το δείγμα .32 .10 2.08 .07 Γρήγοροι στη συμπλήρωση .51 .26 3.24 .01 Αργοί στη συμπλήρωση .19 .03 .26 .92 ΣΥΖΗΤΗΣΗ Με βάση τα αποτελέσματα οι δύο υποθέσεις της έρευνας επαλη­ θεύτηκαν. Σύμψωνα με την πρώτη υπόθεση εξετάσθηκε η δυνατότητα των μεταβλητών της σχεδιασμένης συμπεριφοράς, της δύναμης των στάσεων και της αυτό-ταυτότητας να προβλέψουν συμπεριφορά συμ­ μετοχής σε προγράμματα άσκησης για χρονικό διάστημα έξι μηνών. Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με αποτελέσματα προηγούμενων ερευνών, οι οποίες δείχνουν την ικανότητα του μοντέλου για την πρό­ βλεψη συμπεριφοράς στον χώρο της αθλητικής ψυχολογίας (πχ. Theodorakis, 1994; Theodorakis, Goudas, Doganis, & Bagiatis, 1993). Η δεύτερη υπόθεση εξέτασε τις παραπάνω ψυχολογικές μεταβλη­ τές σε συνδυασμό με τη θεωρία της ευπροσιτότητας. Οι αναλύσεις της χρονικής απόκρισης των ερωτήσεων των στάσεων με τη βοήθεια της ανάλυσης πολλαπλής παλινδρόμησης, έδειξαν ότι το δείγμα των ατό­ μων που απαντούσε πιο γρήγορα ήταν και εκείνο το οποίο είχε ισχυ­ ρότερους συντελεστές πρόβλεψης της συμπεριφοράς. Φαίνεται ότι η ταχύτητα ανάκλησης της στάσης από τη μνήμη παίζει ένα ουσιαστικό ρόλο στην πρόβλεψη μιας πιθανής συμπεριφοράς. Τα άτομα τα οποία απαντούσαν και πιο γρήγορα είχαν μεγαλύτερη συνοχή στις απαντή­ σεις τους μεταξύ στάσεων και συμπεριφοράς. Όμως, τα αποτελέσματα ήταν αντίστροφα σε ό,τι αφορά την πρόβλε­ ψη της πρόθεσης. Η πρόβλεψη της πρόθεσης ήταν καλύτερη για τα άτο­ μα τα οποία απαντούσαν αργά στο ηλεκτρονικό ερωτηματολόγιο από ό,τι για τα άτομα τα οποία απαντούσαν γρήγορα. Το αποτέλεσμα αυτό έρχε­ 28
  • 30. ΕΥΠΡΟΣΙΤΟΤΗΤΑ ΣΤΑΣΕΩΝ ται σε αντίθεση με το αποτέλεσμα μίας σχετικής έρευνας (Θεοδωράκης, Μπαγιάτης, & Κιουμουρτζόγλου, 1996), στην οποία εξετάστηκαν οι στά­ σεις φοιτητών φυσικής αγωγής και η πρόθεσή τους να εργαστούν με άτο­ μα με ειδικές ανάγκες. Σε αυτή την εργασία, η πρόβλεψη της πρόθεσης ήταν καλύτερη για τα άτομα που απαντούσαν στο ερωτηματολόγιο γρή­ γορα. Μία πιθανή εξήγηση για τη διαφορά αυτή είναι ότι πιθανόν, στην πα­ ρούσα έρευνα, τα άτομα τα οποία απαντούσαν αργά να πρόσεχαν ώστε οι απαντήσεις τους να συμφωνούν μεταξύ τους. Όμως, επειδή έχουν διε- ξαχθεί ελάχιστες έρευνες στο θέμα αυτό, δεν μπορούν να διατυπωθούν ασφαλή συμπεράσματα. Οι παραπάνω αναλύσεις δείχνουν ότι η συμπεριφορά των ατόμων σε προγράμματα άσκησης σχετίζεται με τις στάσεις τους και την πρό­ θεσή τους να συνεχίσουν να γυμνάζονται, από το αν αντιλαμβάνονται την άσκηση ως μέρος του εαυτού τους, και από το αν αντιλαμβάνονται ότι ελέγχουν τη συμπεριφορά αυτή. Επιπλέον, οι αναλύσεις της χρονι­ κής απόκρισης των ερωτήσεων των στάσεων, δείχνουν ότι το δείγμα των ατόμων που απαντούσε πιο γρήγορα ήταν και εκείνο, το οποίο εί­ χε ισχυρότερους συντελεστές πρόβλεψης της συμπεριφοράς. Τα απο­ τελέσματα αυτά συμφωνούν με εκείνα παρόμοιων ερευνών, τα οποία δείχνουν ότι η ταχύτητα ανάκλησης από τη μνήμη σχετίζεται θετικά με τη δύναμη των στάσεων (Fazio & Williams, 1986; Roese & Olsen, 1994). Μελλοντικές έρευνες στην περιοχή των στάσεων, ίσως θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τους τη σημασία της ταχύτητας ανάκλησης και να συ- μπεριλάβουν τη μεταβλητή αυτή στον πειραματικό σχεδίασμά. Συνο­ πτικά, το παραπάνω μοντέλο φαίνεται να είναι ικανό να προβλέψει συ­ ναφείς συμπεριφορές. Η ταχύτητα απόκρισης μπορεί να αποτελέσει επίσης, μια νέα μεταβλητή στην πρόβλεψη της συμπεριφοράς. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ajzen, I. (1988). Attitudes, personality, and behavior. Bristol: Open University Press. Ajzen, I., & Fishbein, M. (1980). Understanding attitudes and predicting social behavior. Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall. Ajzen, I., & Madden, T.J. (1986). Prediction of goal-directed behavior: Attitudes, and perceived behavioral control. Journal of Experimental Social Psychology, 22, 453-474. 29
  • 31. Ν. ΑΡΔΑΜΕΡΙΝΟΣ, Γ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ . Μ. ΓΟΥΔΑΣ, και Κ. ΜΠΑΠΑΤΗΣ Charng, H.W., Piliavin, J.A., & Callero, P.L. (1988). Role identity and reasoned action in the prediction of repeated behavior. Social Psychology Quarterly, 51, 303-317. Fazio, R. (1990). Multiple processes by which attitudes guide behavior: The mode model as an integrative framework. Advance in Experimental Social Psychology, 23, 75-109. Fazio, R., Powell, M., Flerr, M. (1983). Toward a process model of the attitude-behavior relation: Accessing one’s attitude upon mere observation of the attitude object. Journal of Personality & Social Psychology, 44, 723-735. Fazio, R., Chen, J., McDonel, C., Sherman, S. (1982). Attitude accessibility, attitude-behavior consistency, and the strength of the object-evaluation association. Journal of Experimental Social Psychology, 18, 339-357. Fazio, R., & Williams, C. (1986). Attitude accessibility as a moderator of the attitude perception and attitude behavior relations: An investigation of the 1984 president election. Journal of Personality & Social Psychology, 51, 505-514. Krosnick, J.A., Boninger, D.S., Chuang, C., Berent, M.K., & Carnot, C.G. (1993). Attitude strength: One construct or many related constructs? Journal of Personality and Social Psychology, 65, 1132-1151. Raden, D. (1985). Strength-related attitude dimensions. Social Psychology Quarterly, 48, 312-330. Roese, N., & Olson, J. (1994). Attitude importance as a function of repeated attitude expression. Journal of Experimental Social Psychology, 30, 39-51. Roskos-Ewoldsen, D., & Fazio, R. (1992). On the orienting values of attitudes: attitude accessibility as a determinant of an object’s attraction of visual attention. Journal of Personality & Social Psychology, 63, 198-211. Theodorakis, Y. (1994). Planned behavior, attitude strength, self- identity, and the prediction of exercise behavior. The Sport Psychologist, 8, 149-165. Theodorakis, Y., Bagiatis, K., & Goudas, M. (1995). Attitudes toward teaching individuals with disabilities: Application of planned behavior theory. Adapted Physical Activity Quarterly, 12, 151- 160. 30
  • 32. ΕΥΠΡΟΣΙΤΟΤΗΤΑ ΣΤΑΣΕΩΝ Theodorakis, Υ., Goudas, Μ., Bagiatis, Κ., & Doganis, G. (1993). Reasoned action theory and the prediction of training participation in young swimmers. British Journal of Physical Education Research Supplement, 13, 10-12. Θεοδωράκης, I., Μπαγιάτης, K., & Κιουμουρτζόγλου, E. (1996). Eu- προσιτότητα και σχέσεις στάσεων και συμπεριφοράς. Εφαρμογές στον αθλητισμό. Πρακτικά 19^ Διεθνούς Συνεδρίου Αθλητικής Ψυ­ χολογίας. Κομοτηνή, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Attitudes accessibility and prediction of individuals’ participation in exercise programs Nickos Ardamerinos, Giannis Theodorakis, Marios Goudas and Konstantinos Bagiatis Abstract Past research has shown that personally important attitudes are also more accessible in memory and are better predictors of behavior. This hypothesis was examined in a sample of individuals participating in exercise programs. Subjects responded to a com puter-adm inistrated survey in which their attitudes and intentions towards exercise, and their response latency was recorded. The variables that were combined in this experiment were: attitudes, intention, perceived behavioral control, role identity, attitude strength and accessibility. In was found that attitude-behavior consistency were m oderated by attitude accessibility. Based on the findings a new model for the attitude- behavior relations was developed based on the above theories. Key w ords: attitude accessibility, attitude, and behavior, exercise programs 31