SlideShare a Scribd company logo
ΣΙ 55 Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία
- «Το κυνήγι των μαγισσών στην Δύση, 1500- 1700»
Διδάσκων: Γαγανάκης Κωνσταντίνος
Χειμερινό Εξάμηνο 2009-2010
‘Μαγεία και Χωριό’
- Τα κυνήγια μαγισσών στις γερμανόφωνες περιοχές κατά τον 16ο
και
τον 17ο
αιώνα και η επίδραση του Τριακονταετούς πολέμου (1618-
1648)
Ονοματεπώνυμο: Άρτεμις Βελούδου- Αποκότου
Αριθμός μητρώου: 1561 2005 00026
1
Πρόλογος1
‘Ο Διάβολος και οι άλλοι Δαίμονες, οι οποίοι πλάστηκαν εκ φύσεως καλοί απ’ τον
Θεό, έγιναν κακοί λόγω των ίδιων των πράξεων τους, ενώ ο Άνθρωπος αμάρτησε καθ’
υπόδειξιν του Διαβόλου.’2
Μελετώντας την περίοδο αυτή της Μεσαιωνικής ιστορίας της Δύσης που αφορά
το κυνήγι των μαγισσών ανάμεσα στο 1500-1700, θα μπορούσε εύκολα ο καθένας να
καταλήξει στο εξής συμπέρασμα : οι διώξεις σημειώθηκαν εξαιτίας της δημιουργίας
μιας δαιμονολογικής θεωρίας από την μορφωμένη ελίτ, οι οποία επιβλήθηκε στα
κατώτερα στρώματα. Το κλίμα πανικού που δημιουργήθηκε, απέφερε τις κατηγορίες
για τέλεση μαγείας ανάμεσα στους λαϊκούς και οδήγησε πολλούς ανθρώπους σε δίκη
και τέλος, στην πυρά.
Πολλοί ιστορικοί ερευνητές έχουν υποστηρίξει δεόντως την θεωρία αυτή. Τα
κίνητρα που παρουσιάζονται είναι εύλογα και αφορούν ηγεμονικές και θρησκευτικές
επιδιώξεις. Η εργαλειοποίηση της μαγείας εκ των άνω αποτελεί γεγονός. Όσο όμως
εξαπλωνόταν η δίωξη μάγων και μαγισσών στον χώρο και στον χρόνο, ωσότου
οδηγήσει αναπόφευκτα στην εποχή του αποκαλούμενου ‘witch craze’, δημιουργείται
το ερώτημα : Σε ποιο βαθμό χειραγωγούσε εν τέλει η ελίτ τον λαό;
Η αποδοχή των μαγικών στερεότυπων της αριστοκρατίας δεν υπήρξε ποτέ
ολοκληρωτική. Απόδειξη γι’ αυτό αποτελούν οι καταθέσεις των μαρτύρων όπου
ουδέποτε αναφέρονταν αυθόρμητα στο Sabbath, το διαβολικό συμβόλαιο ή τα
familiars. Η εκμαίευση τέτοιου είδους πληροφοριών σημειώνεται μετά από την
καθοδηγούμενη από τον δικαστή ανάκριση του μάρτυρα. Ο βαθμός αφομοίωσης της
δαιμονολογικής θεωρίας σίγουρα ποίκιλλε από τόπο σε τόπο. Επίσης, δεν
αμφισβητείται η βαθιά πίστη των λαϊκών στρωμάτων στις μαγικές πρακτικές και ο
υπαρκτός φόβος τους μπροστά στην πιθανότητα να πέσουν θύματα μαύρης,
βλαπτικής μαγείας.
Στην εργασία αυτή θα εξεταστεί το κατά πόσο ο λαός, και ειδικότερα οι κάτοικοι
της υπαίθρου, είχαν ενσυναίσθηση της όλης κατάστασης που προκαλούσαν με τις
κατηγορίες τους. Επρόκειτο για πρόθυμη συστράτευση στην μαζική δολοφονία
ανθρώπων ή για μια διαπροσωπική και ενίοτε διακοινοτική χρήση του εργαλείου της
κατηγορίας για άσκηση μαγείας ;
Πέραν αυτού του κοινωνιολογικού/ ανθρωπολογικού προβληματισμού, θα
παρατεθεί μια επισκόπηση της αγροτικής κοινωνίας του Μεσαίωνα σε συνάρτηση με
τους άξονες της εξουσίας και της θρησκείας. Έμφαση θα δοθεί στους τρόπους με
τους οποίους οι άνθρωποι της υπαίθρου αλληλεπιδρούσαν, συμβίωναν και κατέληξαν
να αποτελούν μια αυτόνομη δυναμική με καθοριστικό ρόλο στις διώξεις.
Εξειδικεύοντας χωροχρονικά το θέμα, η εστίαση θα γίνει στις γερμανόφωνες
περιοχές που υπέστησαν τον Τριακονταετή πόλεμο με όλες του τις επιπτώσεις. Τέλος,
θα εξιχνιαστεί το πώς ακριβώς επέδρασε ο σαρωτικός αυτός πόλεμος στην συχνότητα
και την ένταση των κυνηγιών μετά το πέρας του.
1
Στο εξώφυλλο: An Incantation, John British Dixon after John Hamilton Mortimer, 20 July 1773
2
Δ’ Ρωμαιοκαθολική Σύνοδος του Λατερανού ( 1215 )
2
Εισαγωγή
Η μαγεία, για τους Ευρωπαίους της πρώιμης νεωτερικότητας, και ειδικότερα για
τον αγροτικό πληθυσμό, ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του τρόπου με τον οποίο
προσλάμβαναν τον κόσμο. Αποτελούσε μια ιδιαίτερη πολιτισμική πρακτική των
λαϊκών στρωμάτων, ένα σύμπλεγμα πεποιθήσεων που τους είχε κληροδοτήσει το
προχριστιανικό τους παρελθόν. Οι ρίζες της στην κάθε κοινότητα ήταν γερές και η
παράδοση της μεταβιβαζόταν από γενιά σε γενιά κυρίως μέσω της προφορικής
παράδοσης.
Η αβεβαιότητα της ζωής και το απρόβλεπτο της καθημερινότητας παρακινούσαν
τους ανθρώπους να προσφεύγουν συστηματικά σε ένα δίκτυο μάγων- θεραπευτών.
Θεωρούνταν άτομα με υπερφυσικά χαρίσματα και τελούσαν ‘λευκή’, θεραπευτική
μαγεία (maleficium). Με τον τρόπο αυτό ήλπιζαν οι αγρότες να αντιμετωπίσουν μια
κακή σοδιά, την κακοκαιρία, την αρρώστια ή προσελκύσουν καλή τύχη για τους
ίδιους και την οικογένεια τους. Αν και οι Ευρωπαίοι εκλογίκευαν σε μεγάλο βαθμό
τις δυσκολίες της ζωής, κάποιες αιφνίδιες ή αφύσικες κακοτυχίες τις απέδιδαν στην
άσκηση ‘μαύρης’, βλαπτικής μαγείας. Ύποπτοι ήταν συνήθως φθονεροί γείτονες ή
εχθρικά εξωγενή στοιχεία όπως για παράδειγμα οι επαίτες. Εκείνοι που εξασκούσαν
τόσο θεραπευτική μαγεία όσο και maleficium, μπορούσαν να τελέσουν και
προφυλακτική μαγεία ή αντί-ξόρκια που θα έλυναν τα βλαπτικά μάγια. Με αυτόν τον
τρόπο διατηρήθηκε μια ισορροπία στο εσωτερικό των κοινοτήτων μέχρι την
ποινικοποίηση της μαγείας. Είναι όμως προφανές ότι τα όρια ανάμεσα στην λευκή,
ευεργετική μαγεία και στην βλαπτική μαύρη μαγεία ήταν εξ’ αρχής ασαφή.
Μέσα στις γιορτές της υπαίθρου, σε συμβολικά κουστούμια και σε καθημερινές
συνήθειες, επιβιώνουν στοιχεία με μαγικό περιεχόμενο. Προκαταλήψεις για την ώρα
του σούρουπου, το επίμονο βλέμμα, τις κατάρες, ειδικές προετοιμασίες για τον
εορτασμό συγκεκριμένων ημερών, πίστη στην ύπαρξη πνευμάτων –κακόβουλων
κατά κύριο λόγο- ήταν όλα κομμάτια της εννοιολογικής σφαίρας των ανθρώπων
εκείνης της εποχής. Ένα μαγικό σύμπαν, το δίχως άλλο. Από την μεταλαμπάδευση
ενός μύθου μέχρι την εξέλιξη του σε βεβαιότητα συμβάντος και την συλλογή
καθαγιασμένων αντικειμένων, βοτάνων ή μαγικών συμβουλών, οι Ευρωπαίοι του
μεσαίωνα περιβάλλονταν από τις πεποιθήσεις αυτές όπως από τον αέρα που
ανέπνεαν.
Ακόμα και όταν οι δυνάμεις του εγνωσμένου μάγου της κοινωνίας τους δεν
επαρκούσαν, δεν δίσταζαν να προσφύγουν στον ιερέα της ενορίας τους με απαιτήσεις
διόλου χριστιανικές. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, γύρευαν για τα προβλήματα
τους λύση υπερφυσικής προέλευσης.
Δεν αμφισβητείται λοιπόν το ότι :
‘Οι διώξεις πραγματικά πήγασαν από την καθολική πίστη των χωρικών σε υπερφυσικές
δυνάμεις, που οδήγησε στην κατάδειξη ορισμένων ατόμων ως μάγων/ μαγισσών.’ 3
Με την αναγωγή αρχικά της μαγείας σε αίρεση και κατόπιν σε εγκληματική
ενέργεια, όπου και ποινικοποιήθηκε, μια κατάσταση παγιωμένη για χρόνια
μεταλλάχτηκε αιφνιδίως. Όταν συνδυάστηκε το διαχρονικό αυτό μόρφωμα με την
ανάπτυξη της δαιμονολογικής θεωρίας της ελίτ και με την επέκταση των νομικών
συστημάτων για την επίτευξη μεγαλύτερου κοινωνικού ελέγχου, προκλήθηκε ένα
κύμα δικών. Η μαγεία υπήρχε και πριν, πλέον όμως είχε αλλάξει πρόσωπο. Ήταν η
αίσθηση του κινδύνου που μεταδόθηκε στο εσωτερικό των κοινοτήτων, η γνώση ότι
ένας σατανικός κλοιός είχε δημιουργηθεί ολόγυρα τους, που προκάλεσαν το πανικό.
3
Briggs, R. ,“Communities of Belief…”,Oxford 1989, p. 69
3
Οι διώξεις αποτελούσαν μια λειτουργία φόβου, η οποία διέδιδε εμμονές των
μορφωμένων, που προκαλούσαν δέος και αγωνία στους κόλπους των χωρικών.
Οι κοινότητες αρχικά βασίστηκαν σε εσωτερικές λειτουργίες αντιμετώπισης
τέτοιων κρίσεων. Κάποιες αντιστάθηκαν σθεναρά στην δικομανία που είχε
εξαπλωθεί. Από περιοχή σε περιοχή σημειώνονταν μεγάλες διαφορές. Συχνά τύχαινε
ένα χωριό να δεινοπαθεί από δίκες, και σε όμορες περιφέρειες με κοινή θρησκεία και
παρόμοια κοινωνική σύνθεση να μην συμβαίνει το ίδιο. Επίσης οι διώξεις στα χωριά
διέφεραν σε σημεία από εκείνες των κωμοπόλεων και των πόλεων. Το τελευταίο
συνέβαινε διότι τα αποδεικτικά κριτήρια για μαγεία στις πόλεις ήταν διαφορετικά από
εκείνα της υπαίθρου. Απόλυτη διαφοροποίηση βέβαια, δεν υπήρξε ποτέ σχετικά με τα
κυνήγια μάγων και μαγισσών. Στις πόλεις ισχυρές φωνές υποστήριζαν τις δίκες,
ακόμη και αν αυτές, στην πλειοψηφία τους έλαβαν χώρα στις περιφέρειες. Επίσης η
αριστοκρατία είχε διαιρεθεί ανάμεσα σ’ αυτούς που θεωρούσαν τεράστιο κίνδυνο
τους μάγους και της μάγισσες, προτρέποντας να κυνηγηθούν ανηλεώς, και σε
εκείνους που ήταν αντίθετοι με τις μεγάλης κλίμακας διώξεις.
Σύμφωνα με τον Robin Briggs τα λαϊκά στρώματα είτε συνυπεύθυνα, είτε
καθοδηγούμενα από την ελίτ αποτελούσαν την κινητήριο δύναμη για την γένεση και
την εξάπλωση των δικών μαγείας. Περιορίζοντας ελάχιστα την θέση αυτή,
παρατηρούμε ότι την εκκίνηση μιας δίωξης, την υποκινούσαν οι άρχουσες τάξεις.
Μ’ αυτόν τον τρόπο καθίσταντο γνωστή η δικαστική δραστηριότητα και οι λοιπές
διαδικασίες για τον εντοπισμό, την σύλληψη και την εξάλειψη των ‘σατανικών
στοιχείων’ από την κάθε περιοχή. Ο λαός έπρεπε να διδαχτεί ότι ένας ανώτερος
μηχανισμός είχε στηθεί, μεροληπτώντας υπέρ τους, προστατεύοντας τους από την
άσκηση βλαπτικής μαγείας με έναν τρόπο πιο καθοριστικό από αυτούς που
υιοθετούνταν διαπροσωπικά ως τότε. Από την στιγμή που οι αρχές ενεργοποιούσαν
τον μηχανισμό αυτό, οι λαϊκοί με τις αποφάσεις και τις πράξεις τους θα τον άφηναν
να λειτουργήσει ή δεν θα τον άφηναν να παρεισφρήσει ανάμεσα τους. Η ένταση και η
διάρκεια των διωγμών ήταν εξαρτημένες από το πόσο ‘κλειστή’ ή ‘ανοιχτή’ ήταν μια
κοινότητα. Δηλαδή από το κατά πόσο οι χωρικοί ήταν δεκτικοί στο μήνυμα που τους
προσφέρθηκε και πόσο εύθραυστος ήταν ο συνεκτικός ιστός στο εσωτερικό της
κοινωνίας τους.
Αυτή η πρωταγωνιστική θέση του λαού που ως τώρα του αποδίδεται, δεν αναιρεί
σε καμία περίπτωση την υπευθυνότητα των αρχών. Οι τοπικοί άρχοντες είτε
υποκινούσαν οι ίδιοι τους διωγμούς, είτε καθοδηγούνταν από την ανώτερη πολιτική
και θρησκευτική εξουσία προς αυτόν τον δρόμο. Ήταν δική τους η απόφαση, αρχικά
τουλάχιστον, αν θα αποδέχονταν να εξασκηθεί στην περιοχή τους κυνήγι μαγισσών.
Σε αρκετές περιπτώσεις όμως το απέτρεπαν, θεωρώντας την όλη διαδικασία
αποτέλεσμα προλήψεων, και διαβλέποντας τον κίνδυνο κοινωνικής αναταραχής στο
χώρο της δικαιοδοσίας τους. Πέραν τούτων, σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι ακόμη
κι όταν ο μηχανισμός στηνόταν, η παροχή μαγισσών στο τέλος εξαρτιόταν από την
προθυμία των γειτόνων τους να τις καταγγείλουν, πέρα από κάποιες μεμονωμένες
περιπτώσεις και τυχαία επεισόδια όπου ενθουσιώδεις δικαστές ή επαγγελματίες
διώκτες μαγισσών προκαλούσαν πραγματικό πανικό.
Οι προϋποθέσεις που υπήρχαν στις περιοχές όπου ασκήθηκαν διώξεις ήταν η
ύπαρξη μιας αγροτικής (ή προ- βιομηχανικής) οικονομίας και η σχεδόν καθολική
πίστη στην μαγεία. Επιπροσθέτως, μια ενεργή πίστη στον Διάβολο ανάμεσα στους
μορφωμένους και μια καλά ανεπτυγμένη νομική οργάνωση, είτε στην μορφή ισχυρής
τοπικής δικαιοσύνης είτε με την δυνατότητα εύκολης πρόσβασης στην κεντρική
δικαιοσύνη. Ένας βαθμός λαϊκής εγγραμματοσύνης διευκόλυνε αρκετά την διάδοση
4
των δαιμονολογικών θεωριών και την κατανόηση των ανακριτικών μεθόδων, την
παρουσίαση τεκμηρίων και την περαιτέρω υποστήριξη μιας κατηγορίας.
Σε μια σφαιρική επισκόπηση, αξιοσημείωτη υπήρξε η άρνηση των λαϊκών
στρωμάτων να θεωρήσουν τους μάγους συλλήβδην υπηρέτες του Σατανά,
ακολουθώντας τυφλά τις υποδείξεις των κοσμικών και εκκλησιαστικών ελίτ κατά
την έκρηξη του κυνηγιού στην περίοδο 1550- 1700. Για θρησκευτικούς λόγους, τα
βασικά συστατικά της λαϊκής κουλτούρας είχαν υπονομευτεί από τις εκκλησιαστικές
αρχές, με τον επαναπροσδιορισμό τους ως διαβολικά. Πέραν τούτου όμως, έννοιες
όπως το Sabbath εξακολουθούν να είναι ξένες για τους χωρικούς και οι μάρτυρες
ουδέποτε το αναφέρουν στις καταθέσεις. Δεν ήταν τόσο η πράξη που τους ήταν
άγνωστη, όσο η σατανική χροιά που του είχε πλέον αποδοθεί. Στο μυαλό των
χωρικών ήταν δύσκολο να γίνει η αυτόματη σύνδεση των βλαβερών πράξεων ενός
μάγου με μια σφαίρα διαβολικών πρακτικών που αποσκοπούσαν στην γενικότερη
καταστροφή της κοινότητας και πιο αφηρημένα, της ανθρωπότητας και της
Χριστιανοσύνης.
Για τον μέσο Ευρωπαίο της εποχής των διωγμών, ο κίνδυνος συγκεντρωνόταν σε
πολύ υπαρκτές συμφορές που είχαν υποθετικά προκληθεί από ένα συγκεκριμένο
άτομο, λόγω αψιμαχιών και φθόνου. Σ’ αυτή τη βάση, οι δικαστές και οι κληρικοί
που λάμβαναν μέρος στην ανακριτική διαδικασία έκαναν πολύ συγκεκριμένες
ερωτήσεις μέσα στις οποίες παρείχαν στους μάρτυρες και τους κατηγορούμενους τις
αναγκαίες δαιμονολογικές λεπτομέρειες και τους αντίστοιχους όρους. Ουσιαστικά
υπαγόρευαν τα πρακτικά της δίκης, σ’ όλο τον δρόμο ως την τελική ετυμηγορία, η
οποία φυσικά ήταν στηριγμένη σ’ ένα εδραιωμένο πρότυπο. Αυτό το πρότυπο οι
λαϊκοί το αναπαρήγαγαν ακούσια. Μόνη τους επιθυμία ήταν να εξαγνιστεί η
κοινότητα τους, που έφερε στον πυρήνα της την συμφορά, μετουσιωμένη στο
πρόσωπο ενός κακόβουλου ανθρώπου που μπορούσε να ασκήσει μαγεία. Με λίγα
λόγια, να απαλλαγούν από τον μάγο ή την μάγισσα που με κάποιον τρόπο είχε
εγκληματήσει.
Οι χωρικοί, όπως κάθε έμψυχη ομάδα, εξελισσόταν καθ’ όλη την διάρκεια των
κυνηγιών. Έζησαν πολλές μεταβολές, ποικίλων φύσεων. Οι αιώνες από τον 14ο
ως
τον 18ο
χαρακτηρίζονται από ένα φοβικό κλίμα που προκαλούσε στις κοινωνίες άγχος
και απαισιοδοξία. Η περίοδος αυτή σημαδεύτηκε από βαρυσήμαντες και
ανησυχητικές αλλαγές:
Καθοριστικός ήταν ο Μαύρος Θάνατος (1347-50) και η επακόλουθη επιδημία
πανώλης, μια κατάσταση που επέφερε βιολογικές και δημογραφικές αλλαγές προς το
χειρότερο. Στο θρησκευτικό πεδίο, σημειώθηκαν η ταραχώδης περίοδος του Παπικού
Σχίσματος (1309- 1377), η εξάπλωση των αιρέσεων και η διαίρεση που επήλθε με την
Μεταρρύθμιση (1517). Οι συχνές διεθνείς εχθροπραξίες4
, που είχαν ως αποτέλεσμα
την ανάδυση των εθνών κρατών, μια εντελώς νέα πραγματικότητα που επηρέασε σε
όλα της τα στάδια δημιουργίας, όλα τα κοινωνικά στρώματα. Οι κοινωνικό-
οικονομικές όμως αλλαγές που μετάλλαξαν το εσωτερικό των αγροτικών κοινοτήτων
προήλθαν από την μετάβαση από τον φεουδαλισμό στον καπιταλισμό. Αυτή η
μετάβαση ήταν αργή και περικλείει μέσα της κι άλλες παραμέτρους: την πρώτο-
εκβιομηχάνιση, την απαλλοτρίωση της αγροτικής υπαίθρου, την αυξανόμενη
αστικοποίηση, την ανάδειξη των αστών (bourgeoisie). Στις γερμανόφωνες περιοχές
συγκεκριμένα, ο Τριακονταετής πόλεμος υπήρξε ο κινητήριος μοχλός για την
παρείσφρηση καπιταλιστικών μεθόδων στον αγροτικό κόσμο, γεγονός το οποίο
κατέληξε στην αλλοίωση του. Σε επίπεδο μικροϊστορίας, η έλλειψη τροφίμων, η
4
Εκατονταετής Πόλεμος, 14ος
-15ος
αι. , Αγροτικές εξεγέρσεις 14ου
-15ου
αι., Τριακονταετής Πόλεμος,
1618-1648, Επταετής πόλεμος 1756-1763.
5
υψηλή θνησιμότητα των βρεφών, η μείωση του προσδόκιμου ζωής στα 26 χρόνια
ενέτεινε τον πανικό σε καθημερινή βάση. Το σύνολο του πληθυσμού της Ευρώπης
ήταν εικονικά στάσιμο, η κάθε γενιά ίσα που αναπαρήγαγε τον εαυτό της. Τα
μοναχικά νοικοκυριά ήταν συχνό φαινόμενο, καθώς η ηλικία γάμου μετακινήθηκε για
τους άνδρες στα 27 χρόνια, ενώ για τις γυναίκες στα 24-25. Αποτέλεσμα, στο κάθε
χωριό να υπάρχουν ανύπανδρες γυναίκες και χήρες πολέμου, επιφορτισμένες με την
ευθύνη του εαυτού τους και επιρρεπής στον χαρακτηρισμό τους ως μάγισσες.
Η ψυχοσύνθεση των ανθρώπων ήταν ευμετάβλητη εκείνους τους καιρούς, κατά
συνέπεια και η στάση τους απέναντι στα κυνήγια διαφοροποιήθηκε δραστικά. Έγιναν
καχύποπτοι και πιο έτοιμοι και πρόθυμοι να εξωτερικεύσουν το αίσθημα της
απελπισίας και της ανάγκης για ενεργή αντιμετώπιση του κακού που τους
περιέβαλλε. Ήταν η πλέον άμεση και εύκολη επιλογή να κατευθύνουν τέτοιες
διαθέσεις προς τους συντοπίτες τους που προκαλούσαν προβλήματα με την
συμπεριφορά τους. Μόνιμη σταθερά αποτελεί το γεγονός ότι εκείνοι που διώκονταν
για άσκηση μαγείας, εκτός από περιπτώσεις μαζικών πανικών, δεν επιλέγονταν
τυχαία. Κάπως έτσι οδηγήθηκε η διαδικασία αυτή σε παροξυσμό, με την επιλογή
αποδιοπομπαίων τράγων οι οποίοι οδηγούνταν σωρηδόν στα δικαστήρια, κι από εκεί,
στην πυρά. Οι αρχές μπροστά στη νέα αυτή κατάσταση αποτέλεσαν τροχοπέδη,
προσπαθώντας να χαλιναγωγήσουν το ίδιο τους το δημιούργημα: την μαγεία ως
εργαλείο, αυτή τη φορά στα χέρια των λαϊκών στρωμάτων.
Σε γενικό πλαίσιο, οι διώξεις ήταν ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της
μεσαιωνικής κοινωνίας. Είχε χρησιμοποιηθεί ως όπλο στην μάχη για πολιτική
επιρροή κατά την μετάβαση από τις πολυκερματισμένες κοινωνίες σε κράτη. Επίσης,
ως μέσο για την επιβολή δογματικών θέσεων της επίσημης θρησκείας, η οποία
προσπαθούσε να παραγκωνίσει το παγανιστικό παρελθόν που επιβίωνε στους
κόλπους των αγροτικών κοινοτήτων. Καθολικοί και Προτεστάντες επέβαλλαν έναν
αυστηρό κώδικα συμπεριφοράς που ήταν ταυτόχρονα μια διαδικασία
νομιμοφροσύνης και απόρριψη της παραδοσιακής λαϊκής κουλτούρας.
Η άνοδος των εθνών- κρατών σημαδεύτηκε από νέα καθεστώτα που εδραίωσαν
περισσότερο συγκεντρωτικές ή κοσμικές κυβερνήσεις, οι οποίες εκδήλωσαν την
ανεξαρτησία τους απέναντι στην παποσύνη είτε με την απευθείας υιοθέτηση της
Μεταρρύθμισης, είτε μέσα από την εκκοσμίκευση χωρίων του εκκλησιαστικού
δικαίου. Ήταν αναγκαίο γι’ αυτά τα καθεστώτα να επιδείξουν την νομιμότητα τους
απέναντι στους λαούς τους, τους συμμάχους και τους εχθρούς τους μέσα από την
ιδιοποίηση της θρησκευτικής εξουσίας η οποία προηγουμένως αποδιδόταν στην
Εκκλησία της Ρώμης. Η άνοδος αντίπαλων εκδοχών του Χριστιανισμού διεύρυνε σε
μεγάλο βαθμό την πολιτική χρησιμότητα της θρησκείας για τους ηγεμόνες της
πρώιμης νεώτερης Ευρώπης.
Στην προ- βιομηχανική εποχή, η κοινότητα στο σύνολο της πίστευε στην
δυνατότητα ύπαρξης και στην δύναμη της μαγείας. Συνεπώς, η μάγισσα
αντιμετωπιζόταν ως κοινωνική απειλή, ένας εχθρός του λαού.
Η στερεοτυπική μάγισσα αρχικά ήταν μια ανεξάρτητη, ενήλικη γυναίκα που δεν
συμμορφωνόταν με την ανδρική αντίληψη περί της ορθής γυναικείας συμπεριφοράς.
Η αναγνώριση μιας γυναίκας ως μάγισσας την έφερνε σε αντιπαράθεση όχι μόνο με
τους άντρες, αλλά και με τις συμμορφωμένες γυναίκες, ακόμη και με τα παιδιά τους.
Παρά την έμφυλη προκατάληψη ως προς τις κατηγορίες για άσκηση μαγείας, πολλοί
άντρες βρέθηκαν επίσης στην πυρά. Το στερεότυπο δεν άντεξε στον χρόνο και τις
καινούργιες συνθήκες με αποτέλεσμα άτομα και των δύο φύλων, ποικίλων
κοινωνικών τάξεων να κατηγορούνται για μαγεία αδιακρίτως.
6
Οι κατήγοροι προμήθευαν τους υπόπτους επιλέγοντας γείτονες τους, μέσα από τον
τοπικό κόσμο της ατυχίας, της διαμάχης, της βλαπτικής μαγείας και του
κουτσομπολιού. Οι δικηγόροι με την σειρά τους μετέφραζαν τα στοιχεία σε πολιτικό
και ιδεολογικό έγκλημα. Σ’ ένα χωριό του 17ου
αιώνα η αναγνώριση και η σήμανση
μιας μάγισσας ή ενός μάγου συχνά συγκροτούνταν αργά μέσα από την διασύνδεση
τους με μια άλλη μάγισσα ή έναν άλλο μάγο, ανάλογα την ιδιαιτερότητα της
περίστασης. Υπήρχε η βεβαιότητα για την κληρονομικότητα της μαγικής υπόστασης,
καθώς και ο φόβος αντίποινων από τα μέλη της οικογένειας του καταδικασθέντος. Η
πιο συχνή διασύνδεση γινόταν ανάμεσα στην μητέρα και την κόρη της. Την φήμη
συγκροτούσαν μια σειρά αντιπαραθέσεων και ατυχιών, μια διαδικασία κοινωνικής
αλληλεπίδρασης η οποία κατέληγε συχνά με το υποδεικνυόμενο άτομο αν αποδέχεται
τον χαρακτηρισμό του ως μάγο/ μάγισσα και την κοινωνική ισχύ που απέρρεε από
αυτόν. Η κοινότητα με την σειρά της αποκτούσε ένα αρνητικό πρότυπο κοινωνικής
συμπεριφοράς και κοινωνικής ανοχής. Συσπειρωνόταν εναντίον του ατόμου αυτού,
βάσει του αισθήματος αλληλεγγύης που δημιουργούσε η αναγνώριση περιθωριακών
ή εξαιρετικά ισχυρών ατόμων ως εκκεντρικών, παράλογων, ακατάλληλων,
παραβατικών γενικά στοιχείων.
Μετά την περίοδο των μεγάλων κρίσεων στον οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό
και θρησκευτικό τομέα, ο 17ος
αιώνας είχε να επιδείξει μια κοινωνία διασπασμένη.
Στους κόλπους των χωρικών ειδικότερα, οι αναταραχές ήταν συχνές, κυρίως λόγω
της εντονότερης ανάμιξης τους με κυβερνητικούς παράγοντες, αστούς,
φανατισμένους πάστορες και γείτονες που είχαν υψηλές διασυνδέσεις και είχαν
απομακρυνθεί από το ενδοκοινοτικό πλαίσιο διαβίωσης, από την αγροτική
κουλτούρα. Η κοινωνία τους είχε γίνει πιο καπιταλιστική, ενώ δημιουργούνταν
κοινωνικά χάσματα μέσα στην ύπαιθρο. Ήταν η στιγμή που η μαγεία ενεργούσε ως
λήψη αποφάσεων. Μια εξήγηση σε συμβάντα άσχημα, για τα οποία οι κάτοικοι
πλέον δεν μπορούσαν να δείξουν την παραμικρή ανοχή.
‘Οι κατηγορίες μαγείας ως βαλβίδα ασφαλείας ή ως δείκτης της κοινωνικής έντασης.’ 5
Στις περιοχές που είχαν την εμπειρία ‘μαγικού’ προηγούμενου, η εγνωσμένη
αποτελεσματικότητα του κατηγορητηρίου διαιώνιζε την κατάσταση. Στα ύστερα
χρόνια του κυνηγιού, οι κατήγοροι δεν πίστευαν απόλυτα ότι είχαν υποστεί μαύρη
μαγεία, συνειδητά επέλεγαν αποδιοπομπαίους τράγους για να εκτονώσουν την ένταση
σε διακοινοτικό επίπεδο. Η πίστη όμως στην τέλεση βλαπτικής μαγείας δεν έπαψε να
ισχύει στην πλειοψηφία του φτωχού πληθυσμού.
Παράλληλα δημιουργείτο ένα φοβικό κλίμα το οποίο όξυνε τις κοινωνικές
διασπάσεις που υπήρχαν εγγενείς στους κόλπους των χωρικών, ειδικότερα μετά την
αλλοίωση τους από τον 16ο
αιώνα και εξής. Οι σχέσεις καλής γειτονίας και
αλληλεγγύης είχαν πληγεί ανεπανόρθωτα, εξαιτίας της αυξημένης δυσκολίας που
αντιμετώπιζαν στην κάλυψη των βιοποριστικών αναγκών τους οι Ευρωπαίοι κάτοικοι
της αγροτικής υπαίθρου. Πέρα από τέτοιου είδους πραγματιστικών κινήτρων για
καταγγελία, με το να καταδίδουν οι χωρικοί τους γείτονες τους κατά κάποιον τρόπο
εξόρκιζαν τους φόβους τους κι ένιωθαν να προφυλάσσονται από την ανεξέλεγκτη
δύναμη της μαγείας.
‘Συνολικά, η διανοητική ισορροπία του αγροτικού πληθυσμού διαταράχθηκε σφοδρά.’6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
5
Larner, Christina, “Witchcraft past and present”, A.Macfarlane (επιμ.), Witchcraft and Religion. The Politics
of Popular Belief, Οξφόρδη, Blackwell, 1984, σ.8
7
Η αγροτική κοινωνία στον Μεσαίωνα
Ι. Η κοινότητα των ανθρώπων.
«Oderint, dum metuant. (‘Ας μισούν, φτάνει να φοβούνται’)» 8
Κατά την πρώιμη νεότερη περίοδο, η Ευρώπη ήταν μια κατεξοχήν αγροτική
κοινωνία. Αναμενόμενο ήταν λοιπόν, στις απομονωμένες γωνίες της υπαίθρου, να
λάβουν χώρα μεγάλες εξελίξεις της περιόδου, κυρίως στην οικονομική, κοινωνική και
οικογενειακή σφαίρα. Σε μια εποχή που το ‘κράτος’ και το ‘έθνος’ αποτελούσαν
αφηρημένες έννοιες και μακρινές, οι τοπικές κοινότητες αποτελούσαν την εστία της
κοινωνικής ζωής και σημείο αναφοράς στους δεσμούς πίστης του Ευρωπαίου αγρότη.
Παράλληλα, η Εκκλησία κατείχε ηγετικό ρόλο στον προσδιορισμό του χαρακτήρα
των κοινοτήτων, καθώς οι ίδιες ταυτίζονταν με τις ενορίες. Η ταυτότητα που
αναγνώριζαν οι χωρικοί για το σύνολο του δυναμικού τους που απάρτιζαν στην κάθε
περιοχή, αναδυόταν μέσα από την ανάμιξη της λαϊκής κουλτούρας, των παραδόσεων,
των άμεσων καθημερινών βιωμάτων και του δόγματος που εξασκούσαν θρησκευτικά
ως ποίμνιο. Εξαίρεση αποτελούσαν οι περιοχές που ήταν πλήρως ενταγμένες στο
φεουδαρχικό σύστημα όπου η εξουσία του χωροδεσπότη ήταν πιο ισχυροί. Τα
δεδομένα ήταν αρκετά διαφορετικά, οι σχέσεις που αναπτύσσονταν αφορούσαν σε
όρκους πίστης, σχέσεις πελατείας και ο βαθμός της εξάρτησης από την γη
δημιουργούσαν ένα άλλο κοινοτικό πλαίσιο από τα χωριά όπου υπήρχε μικρή έγγειος
ιδιοκτησία. Καθοριστική διαφορά αποτελούσε και η εγγύτητα της άρχουσας τάξης.
6
Muchembled, Robert, “Satanic Myths and Cutlural Reality”, Bengt Ankarloo & Gustav Henningsen
(επιμ.), Early modern European witchcraft. Centres and peripheries, Οξφόρδη, OUP, 2001, σ.15
7
Bruegel, Pieter (the Elder), Peasant Dance, Kunsthistorisches Museum in Vienna, Austria, 1566-
1568
8
Στίχος που αποδίδεται στον τραγικό ποιητή Άκκιο (περ. 170-90 π. Χ.) από τον Σενέκα τον Νεότερο
(περ. 4 π. Χ.- 65 μ.Χ.) στο έργο του De Ira (‘Περί Οργής’).
8
Η χωροδεσποτεία ήταν πολύ πιο άμεση, από την υπαγωγή της κοινότητας σε
κάποια κεντρική αρχή η οποία παρέμενε σε πολλές περιπτώσεις άγνωστη και με
μηδενική παρεμβατικότητα στον πυρήνα του χωριού.
Η ίδια η κοινότητα, προσδιοριζόταν ανεξάρτητα από εξωτερικούς παράγοντες με
βάση τους δεσμούς μεταξύ των μελών της. Το χωριό προσλαμβανόταν ενταγμένο σε
μια ευρύτερη πολιτισμική περιοχή, μέσα στα πλαίσια της οποίας οι άνθρωποι
μοιράζονταν κοινές εμπειρίες: καλλιεργούσαν τα ίδια προϊόντα, σε παρόμοιες
εδαφικές και κλιματολογικές συνθήκες, υπήρχε μια σταθερή γκάμα εργασιακών
ρόλων, είχαν προκαθορισμένες ενδυματολογικές επιλογές και μιλούσαν το ίδιο
γλωσσικό μόρφωμα. Στην αταξική τους μορφή, ήταν φτωχές κοινωνίες, που με κόπο
επιβίωναν στηριζόμενες στις δικές τους πηγές τις οποίες αυτόνομα εκμεταλλεύονταν.
Αυτή η ισορροπία διαταράχθηκε με τις δυναστικές διαμάχες και τις κοινωνικό-
οικονομικές επιπτώσεις του Τριακονταετούς πολέμου. 9
Οι δεσμοί που σχηματίζονταν, και όπως ήδη αναφέρθηκε κατείχαν την
πρωτοκαθεδρία στην σύλληψη του ‘ανήκειν’ των αγροτών, σε κάποιες περιπτώσεις
δημιουργούσαν έντονες εσωτερικές συγκρούσεις που κατέληγαν σε βεντέτες. Η
βεντέτα είναι μόνο μια πτυχή της συνήθειας των ανθρώπων της εποχής να επιλύουν
σε διαπροσωπική βάση τις διαφορές τους. Ο νόμος της αντεκδίκησης ήταν ισχυρός,
και θεωρείτο αυτονόητο, σε περίπτωση που θιγεί η τιμή ενός ατόμου ή προκληθεί
σκόπιμη ζημία στην περιουσία του, ότι έχει κάθε δικαίωμα να επιλύσει το ζήτημα ο
ίδιος. Με την υποστήριξη του κύκλου του, χρησιμοποιώντας μέσα κλιμακωμένης
προφορικής και σωματικής βίας, απέφευγε να αναμίξει τις αρχές αστυνόμευσης στο
ζήτημα. Αυτή η πρακτική καθιστούσε την επιβολή της τάξης από τις αρχές, όταν
εκείνες επιχειρούσαν να παρέμβουν, αναποτελεσματική.
‘Ο νόμος και η τάξη συχνά επιβαλλόταν από την ίδια την κοινότητα, ακόμα και όταν
αυτό ενέπιπτε τυπικά στην δικαιοδοσία του χωροδεσπότη.’10
Στο ηπειρωτικό μέρος της Ευρώπης, σε πολλές περιοχές επιβίωναν συνελεύσεις
(παραδοσιακές μορφές κοινοτικής διακυβέρνησης) ακόμη και κατά τον 16ο
και 17ο
αιώνα, παράλληλα με τους κοσμικούς και εκκλησιαστικούς άρχοντες. Στα τέλη του
17ου
αιώνα ο θεσμός της αυτόνομης αγροτικής κοινότητας έχει περιπέσει σε παρακμή.
Το βασικό αίτιο ήταν η οικονομική πόλωση στο εσωτερικό των κοινοτήτων, που
δημιούργησε μια νέα διττή πραγματικότητα: από την μια πλευρά μια γαιοκτητική ελίτ
και από την άλλη έναν αυξανόμενο αριθμό ακτημόνων. Η κεφαλαιοποίηση της γης
από εξωκοινοτικούς φορείς και οι αυξανόμενες απαιτήσεις τους νέου έθνους-κράτους
συνέβαλαν στην διάβρωση της εύθραυστης οικονομίας της αγροτικής κοινότητας. Ο
έντονος τοπικισμός όμως επιβίωσε πέραν της απώλειας πολιτικής αυτονομίας. Στην
βάση αυτή, έντονη απειλή για το αναδυόμενο συγκεντρωτικό κράτος συνιστούσαν οι
τοπικοί δεσμοί πίστης. Την εποχή που οι τοπικές κοινότητες ενσωματώθηκαν σε
κάποιο ευρύτερο μόρφωμα, καταλύθηκαν πολλές σταθερές που αποτελούσαν τα
γρανάζια του έως τότε τρόπου λειτουργίας τους.
Την μεταβατική περίοδο από την κλειστή, αυτόνομη κοινωνία της υπαίθρου σε
περιφερειακά χωριά υπαγόμενα στην κεντρική αρχή, διαμεσολαβητικό ρόλο έπαιξαν
η ανώτερη και η κατώτερη αριστοκρατία. Οι ομάδες αυτές συχνά λειτουργούσαν ως
φορείς της κεντρικής εξουσίας στις επαρχίες. Άμεση συνέπεια ήταν η δημιουργία
ενός κοινωνικού χάσματος στην ύπαιθρο του 17ου
αιώνα, το οποίο διασάλεψε τις
ισχύουσες ισορροπίες με αποτελέσματα αρνητικά για τον ψυχισμό των ανθρώπων.
9
Βλ. Κεφάλαιο 2: Γερμανία 16ος
και 17ος
αιώνας, II. Ο Τριακονταετής πόλεμος (1618-1648)
10
Kamen, Henry, ‘Πρώιμη Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία’, (μτφ. Καλογιάννη Ελένη), Μεταίχμιο,
Αθήνα, 2002, σ.31
9
Εισχωρώντας βαθύτερα σ’ αυτόν ακριβώς τον ψυχισμό, και ειδικότερα σε
συνάρτηση του με τα κυνήγια μαγισσών, δεν θα μπορούσαν να παραλειφθούν
κάποιες συνήθειες των ανθρώπων που είχαν καταλυτική επίδραση την ώρα της
κατηγορίας ενός γείτονα για άσκηση μαγείας.
Πιάνοντας το νήμα από την αρχή, την περίοδο του μεσαίωνα, επικρατούσε στην
Ευρώπη ένα φοβικό κλίμα που δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί. Ακόμα και στην
περίπτωση που οι εχθροπραξίες των κυβερνόντων ή οι θρησκευτικές διαμάχες δεν
είχαν άμεση επίπτωση στις ζωές των αγροτών, ο θάνατος ήταν κομμάτι της
καθημερινής εμπειρίας τους. Μετά την Αναγέννηση, σημειώθηκε μια έξαρση
συλλογικής βίας άνευ προηγουμένου, που εμφανιζόταν σε κάθε μορφή κοινωνικής
σύγκρουσης. Η παράπλευρη θνησιμότητα ως αποτέλεσμα των πολέμων ήταν
υψηλότερη από αυτή στα πεδία των μαχών, ενώ οι λεηλασίες στις περιοχές από τις
οποίες διέρχονταν τα στρατεύματα είχαν ανυπολόγιστες οικονομικές και ψυχολογικές
συνέπειες. Σε συνδυασμό με την εξάπλωση επιδημιών που μείωσε τον ευρωπαϊκό
πληθυσμό αισθητά και περιόρισε το ήδη χαμηλό όριο ηλικίας, η ανθρώπινη ζωή κάθε
άλλο παρά δεδομένη θεωρείτο από τους συγχρόνους. Τα μειωμένα ποσοστά
γεννήσεων, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και αυτά της βρεφικής θνησιμότητας προσέθεταν
στην εικόνα τρόμου που παρουσιάζει η περίοδος αυτή. Στο βιοποριστικό επίπεδο, οι
αγρότες έβλεπαν την παραγωγή τους να καταστρέφεται από τον στρατό και από
ακραίες καιρικές συνθήκες όπως ήταν η Εποχή των Μικρών Παγετώνων που
ξεκίνησε το 1290 σε πολλές περιοχές της Ευρώπης και διήρκησε τέσσερις αιώνες.
Οι θρησκευτικές συγκρούσεις με τα παρεπόμενα αυστηρά μέτρα που η κάθε
ενορία έπαιρνε για να θωρακιστεί από αιρετικές επιρροές, επηρέαζαν ασφυκτικά την
ζωή σε επίπεδο πολιτισμικών πρακτικών και άσκησης των λαϊκών εθίμων. Εξωτικοί
εχθροί όπως οι Τούρκοι, μακρινοί και άγνωστοι έπαιρναν διαστάσεις εξωπραγματικές
στην φαντασία των ανίδεων λαϊκών στρωμάτων. Αυτή τη τρομαχτική μορφή του
εχθρού εκμεταλλεύτηκε η Εκκλησία και η λόγια ελίτ για να δημιουργήσει την εικόνα
ενός Σατανά που μπορούσε ανά πάσα ώρα και στιγμή να διεισδύσει σε οποιαδήποτε
κοινότητα, μέσω των μελών της ή των περιπλανώμενων περιθωριακών στοιχείων. Η
αίσθηση αυτή της ασύμμετρης απειλής διαπότισε την ψυχοσύνθεση των αγροτών
ιδιαίτερα, που σύντομα έμαθαν ότι οι Εβραίοι, οι επαίτες, οι λεπροί ήταν εν δυνάμει
υπηρέτες του Σατανά και είχαν σκοπό να τους προκαλέσουν κακό. Οι σκληρές
διώξεις των αιρετικών, και στην συνέχεια των μαγισσών, άφηναν βαθιά σημάδια στις
περιοχές όπου εφαρμόζονταν.
Μέσα στο κλίμα αυτό, οι κοινότητες επανέκαμπταν σχετικά γρήγορα από το κάθε
χτύπημα, κρατώντας κάθε φορά μια στάση όλο και πιο καχύποπτη. Σταδιακά η
κοινωνική ανοχή στα προβληματικά στοιχεία της κοινότητας μειωνόταν, ενώ το
ένστικτο της αυτοσυντήρησης έγινε κίνητρο για ακραίες συμπεριφορές, ευκαιρίας
δοθείσης.
Στην καθημερινή τους ζωή, οι αγρότες διήγαγαν διαφορετικό βίο από τους αστούς.
Το βασικότερο χαρακτηριστικό τους ήταν η δυσκολία να διαχωρίσουν τον ελεύθερο
χρόνο από τον εργασιακό. Η εκχρηματισμένη κοινωνία ήταν ακόμη στην διαδικασία
διαμόρφωσης, οι μισθοί καταβάλλονταν σε είδος ενώ οι οφειλές ξεπληρώνονταν σε
μορφή αγγαρείας. Τα άτομα έτειναν να συνεισφέρουν σε ομαδικό προϊόν εργασίας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε μια αγροτική οικογένεια τα διάφορα μέλη της είχαν
προκαθορισμένες υποχρεώσεις. Ελλείψει εργασιακής πειθαρχίας, οι συνήθειες που
αφορούν στην κοινωνική αλληλεπίδραση διαφοροποιούνται από αυτές που
εξασκούνται στις πόλεις. Δημιουργούνται άλλου είδους σχέσεις, τόσο ανθρώπινες
όσο και κοινωνικές. Άντρες και γυναίκες, στις αντίστοιχες σφαίρες κίνησης και
δράσης τους, αναμίγνυαν την προσωπική με την κοινωνική τους ζωή.
10
‘Στον λαϊκό νου δεν υπήρχε σαφής διαφοροποίηση μεταξύ του ιερού και του
κοσμικού ή μεταξύ της εργασίας και της σχόλης.’ 11
Ειδικότερα οι εκκλησιαστικές αρχές κατέβαλλαν μεγάλη προσπάθεια για να
πείσουν τα μέλη του κάθε ποιμνίου να διαχωρίσουν τον εργασιακό από τον
θρησκευτικό τους χρόνο. Όλες οι δραστηριότητες όμως αποτελούσαν την καθημερινή
πραγματικότητα, και ήταν προσωπική επιλογή του καθενός σε ποιο κομμάτι της θα
έδινε μεγαλύτερη προσοχή. Όσο αφορά στην σχόλη, στην προ- βιομηχανική Ευρώπη
δεν είχε ακόμη καθοριστεί η έννοια της. Οι ώρες της περιλάμβαναν αρκετές
δραστηριότητες, εξάσκηση των εθίμων της κάθε κοινότητας, ενασχόληση με
μικροπροβλήματα γειτονίας και άλλα ζητήματα που δεν συνδέονταν με την
παραγωγικότητα. Η σχόλη θεωρείτο συλλογική δέσμευση προς την κοινότητα εκ
μέρους όλων των μελών της. Ήταν μια ζωτική διάσταση των καλών ενδοκοινοτικών
σχέσεων, η οποία εκφραζόταν με την ανάμιξη των μελών της κοινότητας σε κάποιον
κοινό χώρο, με την συμμετοχή τους σε εορτασμούς ή άλλες δραστηριότητες. Η
σωστή λειτουργία της, απέφερε την ενδυνάμωση των κοινωνικών δεσμών και
απέτρεπε τις ενδοκοινοτικές συγκρούσεις. Ως μη- διαχωρισμένη από την εργασία,
ήταν ένα συμπλήρωμα των εργασιακών δραστηριοτήτων του ατόμου. Αυτός ήταν και
ο λόγος που, άτομα με αντικοινωνική συμπεριφορά αντιμετωπίζονταν με καχυποψία,
και πολλές φορές με οργή. Στην διαδικασία θεώρησης ενός ατόμου ως μάγο/ μάγισσα
η συγκεκριμένη λεπτομέρεια είχε ισχύ αποδεικτικού στοιχείου στα μάτια των
γειτόνων του.
Στον μικρόκοσμο των κατοίκων της υπαίθρου, δρούσαν παράλληλα με τις πιο
επίσημες πρακτικές, ανεπίσημα κανάλια διακίνησης πληροφοριών.
‘Η έννοια της ιδιωτικότητας στην Ευρώπη χρονολογείται μόλις μετά τον 18ο
αιώνα και
– όπως και να έχει- σπανίως εφαρμόζεται σε χωρικούς όπου και αν κατοικούν.’12
Η φήμη και το κουτσομπολιό δουλεύουν συγκαλυμμένα, εκτός των επίσημων
μηχανισμών για κοινωνικό έλεγχο και γι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορούν να ελεγχθούν
και να επαληθευτούν από κατηγορηματικά μέσα. Αυτή είναι και η δύναμη της τους
στο να παράγουν αποτελέσματα, ασχέτως εξακρίβωσης. Επανειλημμένες συζητήσεις
και αναμνήσεις από το παρελθόν, κατασταλάζουν στα συμφραζόμενα τους με την
βαρύτητα πεποιθήσεων. Σε περιόδους φόβου ή απειλής, ενέργειες που ειδάλλως θα
θεωρούνταν αθώες, προσλαμβάνονται με καχυποψία και σχολιάζονταν αναλόγως.
Το κουτσομπολιό αποτελούσε καταλύτη στις κοινωνικές διεργασίες είτε με το να
αποφεύγονται αντιπαραθέσεις είτε παροξύνοντας τες. Εξασκούνταν ανάμεσα σε
ανθρώπους, δίκτυα ή ομάδες. Είχε την ιδιότητα να εισβάλλει παντού, να εξαπλώνεται
και να καταστρέφει, όπως ένας ιός. Ανάλογα με το κίνητρο, μπορούσε να έχει την
ίδια ισχύ με μια κατηγορία για μαγεία.
Η φήμη από την άλλη πλευρά, είναι μια ανεπιβεβαίωτη πληροφορία, αληθής ή
ψευδής, η οποία περνά από στόμα σε στόμα σε δίκτυα μεγαλύτερα από αυτά του
κουτσομπολιού. Η παλαιότητα ύπαρξης μιας φήμης αποτελεί σημάδι αυθεντικότητας.
Και οι δύο λειτουργίες οδηγούν στην αποθήκευση πληροφοριών που παραμένουν
στο σκοτάδι, αποτελώντας μια πηγή η οποία ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να
προμηθεύσει τον λόγο του ατόμου ή και της κοινότητας. Στην ουσία δημιουργείται
ένας φάκελος για το κάθε άτομο από τον οποίο μπορεί να αντλήσει η κοινότητα
ενοχοποιητικές πληροφορίες ως όπλα εναντίον του, όποτε παρουσιαστεί ανάγκη.
11
Kamen, Henry, ‘Πρώιμη Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία’, (μτφ. Καλογιάννη Ελένη), Μεταίχμιο,
Αθήνα, 2002, σ.78
12
Thurston W. Robert, ‘Μάγοι και Μάγισσες’, (μετάφραση Παπαστάμου Ιωάννα), εκδ. Παπαζήση,
Αθήνα 2006, σ.204
11
Το γεγονός αυτό εν μέρει εξηγεί και την έμφυλη διάσταση των κυνηγιών καθώς
είναι γνωστό ότι ο χώρος της κοινωνικής δράσης των γυναικών τις έθετε στο
επίκεντρο των φημών. Αυτός ήταν ο χώρος του νοικοκυριού, ο οποίος ήταν
εκτεθειμένος στο κουτσομπολιό, τα άγχη και τους καβγάδες.
Οι φήμες γενίκευαν και αντανακλούσαν τον φόβο και την επιθετικότητα που
υπήρχαν ανάμεσα στους ανθρώπους. Η αποκλίνουσα συμπεριφορά, και ως τέτοια
εκλαμβάνουμε μια συμπεριφορά που δεν συμμορφώνεται με τα επικρατούντα
κοινωνικά κριτήρια, τροφοδοτούσε το κοινοτικό κουτσομπολιό. Η φήμη
περιγραφόταν στον ευρωπαϊκό ηπειρωτικό νόμο ως ένδειξη (indicium) ενοχής ή
αθωότητας, που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη για την σύνδεση ενός
προσώπου με ένα έγκλημα. Τα άτομα που επιδείκνυαν κάποιου είδους ανεπίτρεπτης
συμπεριφοράς γίνονταν στόχοι υποψίας για τους γείτονες τους. Από την άλλη,
λειτουργούσε επιβαρυντικά όταν το άτομο είχε ήδη δημιουργήσει έχθρες με
συντοπίτες του. Στην περίπτωση αυτή, υπήρχε μια βάση για την εκκίνηση
διαμόρφωσης της κατηγορίας, με την σύμπνοια και αποδοχή της κοινότητας. Στα
χωριά, γνωρίζονταν όλοι με όλους και σε ένα περιβάλλον όπως αυτό η
συσσωρευμένη αρνητική συμπεριφορά οδηγούσε σε κατηγορία για μαγεία, εάν οι
συγκυρίες συνέδεαν το πρόσωπο με ατυχή γεγονότα.
Στην χάλκευση κατηγοριών για μαγεία συνέβαλαν πολλοί παράγοντες. Από τις
καταγεγραμμένες υποθέσεις διαπιστώνουμε ότι το αφήγημα της άρνησης
ελεημοσύνης έφθινε ραγδαία. Οι καταγγελίες για μαγεία, είχαν τις ρίζες τους σε
μνησικακίες και έχθρες στο εσωτερικό των κοινοτήτων. Συνέδραμαν εντάσεις μεταξύ
γειτόνων, οι διαρκείς μνήμες θανάτου και συμφορών στον μικρόκοσμο τους, και
σίγουρα η προθυμία τους να δουν τον διάβολο να δρα στην κοινότητα τους.
Βασίζονταν σε ενδοκοινοτικές, ακόμα και οικογενειακές προστριβές. Υποψίες,
φθόνος και κουτσομπολιά βάση της προαναφερθείσας διαδικασίας οδηγούσαν στην
ποινική δίωξη κάποιων ανθρώπων.
Η μαγεία εμφανιζόταν όταν σημειώνονταν τριβές και ρήξεις στις κοινωνίες, σε
περιόδους οικονομικής κρίσης, πολέμων, λιμού, κοινωνικής κρίσης, απώλειας της
πίστης και του προσανατολισμού. Ακόμα κι αν οι δίκες δεν ήταν προϊών τέτοιων
περιόδων αμφισβήτησης, σίγουρα επιδεινώνονταν τα ήδη διαδραματιζόμενα κυνήγια.
Ο πολλαπλασιασμός των δικών, ήταν σημάδι για την χαλάρωση του ασκούμενου
κοινωνικού ελέγχου. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την κοινωνική μεταβατικότητα της
περιόδου, δεν αποτελεί έκπληξη η υποχώρηση της παραδοσιακής αλληλοβοήθειας
και της ελεημοσύνης. Παράλληλα, στην βάση της πολύ υπαρκτής πίστης στην μαγεία,
ο φόβος της εκδίκησης μέσω μαγείας ανάγκαζε τους χωρικούς να εξυπηρετούν τις
γυναίκες – ή τους άντρες- ύποπτων για μαγεία. Η πτυχή αυτή αιτιολογεί το γιατί τα
άτομα που διακινδύνευαν από τον χαρακτηρισμό του μάγου ή της μάγισσας, δεν
άλλαζαν τακτική στην καθημερινότητα τους.
Εξίσου αποτελεσματικά με μια προκλητική συμπεριφορά, την φήμη μπορούσε να
δημιουργήσει η αλληλουχία ατυχών περιστατικών. Καθώς τα άτομα διήγαγαν τον
έμβιο κύκλο τους, σε μια κοινωνία με ελάχιστη ιδιωτικότητα είχαν την τάση να
δημιουργούν έχθρες και να εξαρτώνται από την υποστήριξη της οικογένειας και
στενών τους φίλων στις αντιπαραθέσεις που παράγονταν. Οι χωρικοί είχαν συνηθίσει
να παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους, και να δίνουν λύσεις κατά την συλλογική κρίση
της κοινότητας. Δεν υπήρχε καμία εμπιστοσύνη στους δικαστές, οι δίκες ήταν
χρονοβόρες διαδικασίες και οι ποινές δεν πρόσφεραν πάντα την αίσθηση δικαίωσης
στους κατήγορους. Οι άνθρωποι προτιμούσαν να καταφεύγουν σε προσωπικούς
εκφοβισμούς, απειλές, χειροδικία, ακόμη και λιντσάρισμα του εχθρού τους. Στις
περιπτώσεις μαγισσών –και όχι μόνο- έφθαναν στην δολοφονία. Συγκεκριμένα, στο
12
θέμα των δικών μαγείας, μια επίσημη καταγγελία ελλόχευε την έκρηξη δυσαρέσκειας
από ποικίλους πυρήνες. Καταρχήν, τα άτομα δίσταζαν να προχωρήσουν μεμονωμένα,
δίχως την υποστήριξη συγγενών και γειτόνων, στην κατηγορία ενός ατόμου για
άσκηση μαγείας. Κάτι τέτοιο, χωρίς την κοινή συναίνεση της κοινότητας για την
δικαστική ανάμιξη, θα αποτελούσε διασπαστική πράξη και θα αντιμετωπιζόταν
αναλόγως. Έπειτα, οι δίκες μαγείας παραδοσιακά κρατούσαν πολύ καιρό μέχρι την
τελική ετυμηγορία. Συνεπώς, ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν δαπανηρό, και οι αγρότες
δίσταζαν όταν τους κατέστη γνωστό πως σε περίπτωση που η μήνυση αποτύγχανε,
ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν τα δικαστικά έξοδα.
Σύμφωνα με τον πίνακα της Christina Larner, περί φυσιολογικού και μη-
φυσιολογικού ελέγχου της μαγείας, προκύπτουν αντικρουόμενα πορίσματα σχετικά
με την συνήθεια να λύνονται οι διαφορές των ανθρώπων διαπροσωπικά. Στις
περιπτώσεις που υπήρχε υποψία για τέλεση βλαπτικής μαγείας, το να αποφευχθεί η
δικαστική οδός μερικές φορές είχε ως αποτέλεσμα και την αποφυγή της θανατικής
καταδίκης. Τουλάχιστον στην αρχή των κυνηγιών, που η δίωξη δεν είχε εντυπωθεί
στην καθημερινότητα των ανθρώπων, το σχήμα δράσης ήταν ανεπίσημο και
αποτελεσματικό. Οι χωρικοί πρέπει να αντιμετώπιζαν τις μάγισσες εξωθεσμικά, κάτι
που δεν θα μπορούσε ξαφνικά να απαξιωθεί.
Εφόσον οι μάγοι και οι μάγισσες ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινότητας, μέλη
της που αλληλεπιδρούσαν με τα υπόλοιπα μέλη, ήταν φυσικό κάποια στιγμή να
προκύψουν διαμάχες. Αυτοί οι διαπληκτισμοί θα εμπλουτίζονταν με κάποιες κατάρες,
η νοητική καταγραφή των οποίων θα λειτουργούσε ως αποδεικτικό ενοχής για το
άτομο που έκανε χρήση τους, σε περίπτωση που τις επόμενες μέρες συνέβαινε μια
ατυχία στον ‘εχθρό’ του. Οποιαδήποτε συμφορά ή βλάβη σημειωνόταν στον ίδιο, την
οικογένεια του ή την περιουσία του, αποδιδόταν στην άσκηση μαύρης, βλαπτικής
μαγείας.
Από την στιγμή αυτή, δύο οδοί υπήρχαν για τους λοιπούς χωρικούς που ήθελαν να
αποκαταστήσουν την ισορροπία. Η φυσιολογική μέθοδος ελέγχου της μαγείας
περιλάμβανε τα ανεπίσημα βήματα της προσέγγισης του μάγου ή της μάγισσας.
Ανάλογα με την αντιμετώπιση του ‘ενόχου’ είτε θα σημειωνόταν συμφιλίωση, είτε
θα λαμβάνονταν μέτρα αντί- μαγείας από το θύμα και θα προέβαινε με τους γνωστούς
του σε επιθετικές κινήσεις. Την εποχή πριν την ποινικοποίηση της μαγείας, ένα τέτοιο
θέμα λυνόταν χωρίς βία ή τουλάχιστον χωρίς την θανάτωση του μάγου ή της
μάγισσας. Ο τρόπος επίλυσης των μαγικών προβλημάτων τους ήταν μια σταθερή
διαδικασία που εξασφάλιζε την ισορροπία στις κοινότητες. Με την έναρξη των
κυνηγιών όμως, και ειδικά σε περιπτώσεις θανάτου όταν ο ετοιμοθάνατος κατήγγειλε
στο κρεβάτι τον υπαίτιο της συμφοράς του, η επίσημη καταγγελία αποτελούσε πλέον
μονόδρομο. Κι αυτή ήταν η επίσημη οδός, ο μη- φυσιολογικός έλεγχος της μαγείας
κατά την Ch. Larner.13
Περιλάμβανε την παρέμβαση των αρχών, την ανάμιξη του δικαστικού συστήματος
και των κληρικών, όλοι εμποτισμένοι με τις δαιμονολογικές θεωρίες της ελίτ και τις
μεθόδους ανάκρισης μαρτύρων και κατηγορούμενων με έναν μόνο στόχο: την
κατασκευή της ετυμηγορίας. Ακολουθούσε η φυλάκιση του κατηγορούμενου, η
ανάκριση του και μια σειρά μεθόδων βασανισμού ώστε να εκμαιευτεί η επιθυμητή
ομολογία.
Όταν η απόφαση προέβλεπε την θανατική καταδίκη, εκπληρωνόταν η εκδίκηση
που επιθυμούσαν οι κατήγοροι, αλλά το αποτέλεσμα προσέφερε και την κοινοτική
13
Christina Larner, “Witchcraft and Religion. The Politics of Popular Belief”, Οξφόρδη, Blackwell, 1984,
σ.131.
13
κάθαρση. Το λαϊκό αίτημα για θανατική καταδίκη γινόταν ολοένα και πιο έντονο,
καθώς όσοι καταδικάζονταν διακρίνονταν από την γενικευμένη πίστη πως είχαν
βλάψει από μοχθηρία τους γείτονες τους, και αποτελούσαν απειλή για ολόκληρη την
κοινότητα. Όσο περνούσε ο καιρός, ο λαός εμπιστευόταν τα δικαστήρια ότι θα
ικανοποιούσαν τα αιτήματα τους. Οι οργανωμένες από το κράτος εκτελέσεις
μαγισσών ήταν από μόνες τους ένα δείγμα βίας. Η δημοσιότητα τους προσέφερε
στους χωρικούς τον καθησυχασμό ότι η κοινότητα τους εξαγνίστηκε από το κακό,
πράγμα το οποίο σε άλλη περίπτωση, θα είχαν επιδιώξει μόνοι του, παίρνοντας τον
νόμο στα χέρια τους.
‘Ο νόμος, που ονομαζόταν talion ή lex talionis (ο νόμος της αντεκδίκησης), απέτρεπε
την στοιχειοθέτηση οποιασδήποτε κατηγορίας χωρίς σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία και
πιθανόν χωρίς σημαντική κοινωνική ή πολιτική υποστήριξη.’14
Με την έναρξη της χρήσης της ανακριτικής διαδικασίας από το 1300 και το
πέρασμα της ευθύνης για καταγγελία από τα χέρια των ιδιωτών στους
αξιωματούχους, δημιουργήθηκε ένα νέο πλαίσιο. Γεγονός παρέμενε η δυσπιστία των
χωρικών απέναντι στους μορφωμένους εκπρόσωπους του νόμου. Από την στιγμή
όμως που πείστηκαν για ην λειτουργικότητα των δικών, δεν δίστασαν να κάνουν
κατάχρηση του μέσου.
Στις περιφέρειες ειδικότερα, τα τοπικά πρωτοδικεία νοιάζονταν περισσότερο να
καταδικάσουν τον κατηγορούμενο παρά να του προσφέρουν μια δίκαιη δίκη. Εκεί
σημειώνονταν και φριχτές καταχρήσεις του δικαστικού μηχανισμού. Μετά από
απειλές και βασανιστήρια όπως ήταν οι λαβίδες εξάρθρωσης, ο τροχός, η μέγγενη,
και το strappado, σε επάλληλες φάσεις, οι κατηγορούμενοι έλεγαν στους δικαστές
ό, τι ήθελαν να ακούσουν. Παραδέχονταν την αποπλάνηση τους από τον Διάβολο,
την συμμετοχή τους στο Sabbath, την τέλεση μαύρης βλαπτικής μαγείας και
κατέδιδαν ακόμη και φανταστικούς συνεργούς. Από την πλευρά των δικαστών,
υπήρχε πλήρης αδιαφορία για τον απολογητικό λόγο και για την ποιότητα του
κατηγορούμενου. Το στερεότυπο που δημιουργείτο για εκείνον, δεν μπορούσε να
καταρριφθεί σε καμία περίπτωση, παγιωνόταν. Πολύ αργότερα, την εποχή του
σκεπτικισμού μετά το ‘witch- craze’ αυτή η τακτική άλλαξε.
Η κοινότητα είχε την τάση να ενώνεται απέναντι στους μάγους και τις μάγισσες
της, υπό την πίεση κάποιας κρίσης, γενικής ή προσωπικής. Συχνά το θύμα
αναλογιζόταν την πιθανότητα μαγείας επειδή υπήρχε κάποιος διαθέσιμος ύποπτος,
στην μορφή κάποιου ατόμου που είχε ήδη την φήμη του μάγου ή της μάγισσας και με
τον οποίο είχε προκύψει πρόσφατα κάποια παρεξήγηση ή διαμάχη.
Αυθόρμητες καταγγελίες δεν ήταν συχνές, από την στιγμή όμως που σημειώνονταν
υπήρχε ο κίνδυνος να προκληθεί μια χιονοστιβάδα από αλληλοσυνδεόμενες δίκες.
Όπως προαναφέρθηκε, αρχικά δεν υπήρχε ιδιαίτερη προθυμία στους κόλπους των
χωρικών να οδηγήσουν τους μάγους ή τις μάγισσες στα δικαστήρια, από την στιγμή
που άλλα μέσα αντιστάθμισης των υποτιθέμενων μοχθηρών τους πρακτικών παρείχαν
εναλλακτικές λύσεις.
Η σιωπηρή συναίνεση της κοινότητας παρέμενε πάντα αυστηρή προϋπόθεση για να
φτάσει μια υπόθεση στην δικαστική αίθουσα. Εκείνη ήταν η στιγμή, που ένας
μεγάλος αριθμός χωρικών ήταν έτοιμοι να καταθέσουν, εμφανώς αποφασισμένοι να
αξιοποιήσουν αυτήν την ευκαιρία για να απαλλαγούν από κάποιο γείτονα τον οποίο
φοβούνταν ή εχθρεύονταν από παλιά. Ήταν μια ευκαιρία για την οριστική διευθέτηση
λογαριασμών που είχαν ανοιχτεί παρελθοντικά με άλλους εξέχοντες υπόπτους συν τα
μέλη της οικογένειας της μάγισσας. Ειδικά οι τελευταίοι, έπρεπε να περιοριστούν, να
14
Thurston W. Robert, ‘Μάγοι και Μάγισσες’, (μετάφραση Παπαστάμου Ιωάννα), εκδ. Παπαζήση,
Αθήνα 2006, σ. 181
14
εξοριστούν ή ακόμη και να θανατωθούν, διότι θα αποτελούσαν πάντα απειλή για την
υπόλοιπη κοινότητα στην βάση του φόβου της ανταπόδοσης για την μοίρα του
καταδικασθέντος συγγενή τους.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα παραπάνω, συναντούμε στα αρχεία ένα μοτίβο
περιπτώσεων, όπως για παράδειγμα αυτή της Anna Ebeler: Το 1669 στο Ausburg η
εν λόγω μαία κατηγορείται για τον φόνο μιας λεχώνας με μαγικά μέσα. Μόλις έγινε η
επίσημη καταγγελία εμφανίστηκαν κι άλλες γυναίκες που της χρέωσαν τους φόνους
των βρεφών τους. Η Ebeler ήταν μια από τις 18 μάγισσες που εκτελέσθηκαν στο
Ausburg εκείνη την εποχή. Η υπόθεση αυτή συνοψίζει όλες τις τακτικές που
ακολουθούσαν οι κάτοικοι της υπαίθρου ως προς την χρήση της φήμης, την
διαχείριση της μνήμης, της ζύμωσης που προηγείτο μιας επίσημης κατηγορίας και
την αλληλουχία δικών που αναπτυσσόταν, αρχής γενομένης της κατηγορίας αυτής.
II. Σχέσεις γειτονίας και σχέσεις εξουσίας. Η ανάδυση μιας καταδιώκουσας
κοινωνίας.
Στα χωριά και τις κωμοπόλεις τα μέλη της κοινωνίας δεν απολάμβαναν μεγάλη
κινητικότητα, ενώ αντίθετα ήταν αναγκασμένοι να αλληλεπιδρούν σ’ έναν χώρο
ασφυκτικά μικρό. Δεν μπορούσαν εύκολα να αποφύγουν ο ένας τον άλλο, είτε στα
καλά είτε στα άσχημα της ζωής. Το γεγονός αυτό έπαιξε ζωτικό ρόλο στην γένεση
των κατηγοριών για μαγεία. Ο πυρήνας της πίστης έγκειται στο ότι οι μάγοι/
μάγισσες είχαν υπερφυσικές δυνάμεις τις οποίες επιστράτευαν για να βλάψουν τους
γείτονες τους σε πρώτο επίπεδο, και σ’ ένα δεύτερο ολόκληρη την κοινότητα. Δεν
ήταν μόνο ο εχθρός ‘εντός των τειχών’ αλλά και άτομα οικεία, των οποίων οι φήμες
χτίζονταν σταδιακά μέσα στον χρόνο, μέσω της εσωτερικής διεργασίας του
κουτσομπολιού και της φημολογίας. Μια τόσο επίμονη πίστη αιτιολογείται από την
απάντηση που έδινε σε βαθιές ανησυχίες και ανάγκες των ανθρώπων της εποχής.
Ήταν μια προσπάθεια να εξηγήσουν την ατυχία και την συμφορά, μια εξήγηση που
ίσως και να παρείχε τα μέσα για να αντιστραφεί η δυσχερής κατάσταση. Σε τελική
ανάλυση, οι περισσότεροι από τους διωκόμενους δεν είχαν διαπράξει κάποιο κακό,
απλά διέρρηξαν τις σχέσεις καλή γειτονίας με τους συντοπίτες τους.
Ως ενσάρκωση του ‘άλλου’, ο μάγος ή η μάγισσα ήταν ένα ανθρώπινο πλάσμα
που είχε προδώσει τους φυσικούς δεσμούς του για να γίνει υπηρέτης του κακού. Ο
διωγμός τους όμως ξεκινούσε όταν η ανησυχία του λαού για την μαγεία ήταν σε
συγκριτικά χαμηλό επίπεδο και κατέληγε ενδημική κατάσταση όταν η κάθε
κοινότητα περνούσε μια περίοδο οικονομικού και κοινωνικού αποπροσανατολισμού.
Έπαιρνε δεκαπέντε με είκοσι χρόνια συλλογής συμβάντων πριν αποφασίσουν τα μέλη
της κοινότητας να καταδώσουν έναν γείτονα τους. Η προηγούμενη εμπειρία όμως
του διωγμού κορύφωνε το αίσθημα πανικού και προμήθευε τους χωρικούς με ένα
index γνωρισμάτων. Αυτό συνέβαλε στην εξάπλωση των δικών στο ίδιο χωριό και τα
όμορα του. Η Ευρώπη δεν είχε γνωρίσει πιο σκληρή περίοδο όσο αφορά στις
θανατικές καταδίκες.
Η Annabel Gregory τάσσεται στο πλευρό της Christina Larner και υποστηρίζει το
μοντέλο επιβολής κοινωνικού ελέγχου ως ερμηνεία για τις δίκες μαγείας. Βλέπουμε
όμως ότι σε πολλές περιπτώσεις, η άρχουσα τάξη προσπαθούσε να αποτρέψει την
εξάπλωση των δικών. Σε κάποιες περιφερειακές περιοχές, προς τα μέσα του 17ου
αιώνα, οι αρχές ήταν εχθρικές απέναντι σε τέτοιες εκδηλώσεις διότι τις θεωρούσαν
προϊόντα ταραχής και πρόληψης.
Η εργαλειοποίηση της μαγείας από τα κατώτερα στρώματα ήταν γεγονός.
Χρησιμοποιούσαν το ισχυρότερο όπλο που υπήρχε την δεδομένη στιγμή για να
εξοστρακίσουν από την κοινωνία τους ανεπιθύμητα στοιχεία, βάσει πολλαπλών
15
κινήτρων. Αν αρχικά ο φόβος και η πίστη τους οδηγούσε στην κατάδειξη ενός μάγου
ή μιας μάγισσας, υπήρξε μια εποχή που τα κίνητρα έγιναν πιο προσωπικά, βασισμένα
σε οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα του κατήγορου. Αυτή η
μεταλλαγή είχε πολλές γενεσιουργές αιτίας, με πρώτη και κύρια την διαστρέβλωση
των σχέσεων γειτονίας και αλληλεγγύης στο εσωτερικό των κοινοτήτων.
Η αποδιοργάνωση των κοινοτικών σχέσεων ξεκίνησε από την δημιουργία της
μέσης ελίτ στην αγροτική ύπαιθρο, στα τέλη του 17ου
αιώνα. 15
Αυτό το νέο
μόρφωμα μοιραζόταν τα ίδια οικονομικά συμφέροντα με την τοπική κτηματική
αριστοκρατία. Αυτή η ιδιοκτήτρια μειοψηφία λειτουργούσε ως διαμεσολαβητής των
κατώτερων στρωμάτων και της άρχουσας τάξης και αναζητούσε την συνδρομή του
νόμου και της εξουσίας για την αντιμετώπιση πραγματικών ή μαγικών απειλών στις
οποίες βρισκόταν εκτεθειμένη. Μ’ αυτό τον τρόπο διέρρηξε το παραδοσιακό μέτωπο
της τοπικής κοινότητας απέναντι στον έξω κόσμο. Η καχυποψία, ο φθόνος και οι
προσωπικές φιλοδοξίες δηλητηρίασαν τις σχέσεις των κατοίκων της κοινότητας. Τα
αλτρουιστικά ένστικτα υποχώρησαν, η παράδοση της φιλανθρωπίας εγκαταλείφθηκε
εφόσον πλέον οι επαίτες αποτελούσαν απειλή, ο κόσμος έβλεπε παντού πιθανούς
εχθρούς. Οι κατηγορούμενοι για μαγεία προέρχονταν από όλα τα κοινωνικά
στρώματα, στοιχείο που καταδεικνύει πόσο συνειδητά έκανε ο λαός χρήση των
κατηγοριών. Πρόκειται για προσεκτικές επιλογές, στις οποίες η κοινότητα κατέληγε
μέσα από ορθολογικές και συμφεροντολογικές διαδικασίες. Αυτό φυσικά δεν υπήρξε
ποτέ απόλυτο, όπως καμία όψη του κυνηγιού των μαγισσών δεν αποκλείει κάποια
άλλη. Κυρίαρχος παραμένει ως το τέλος ο πολύ υπαρκτός φόβος του maleficium.
Όταν οι σχέσεις στο εσωτερικό των κοινοτήτων αλλοιώνονταν κατά τον
προαναφερθέντα τρόπο, οι εντάσεις που προέκυπταν κλιμακωτά πυροδοτούσαν τον
φόβο αυτό και άναβαν την πυρά στην οποία κατέληγαν οι ‘θύτες/ θύματα’.
Με την ενεργή πίστη στην μαγεία και συνδυασμό με τους νέους νόμους που
υιοθετήθηκαν ώστε τα δικαστήρια να λειτουργούν πιο αποτελεσματικά οι διώξεις
τραβούσαν σε βάθος χρόνου. Η υποστήριξη της άρχουσας τάξης ήταν πάντα η
προϋπόθεση για την έναρξη της καταδίωξης, αλλά όχι και η κινητήριος δύναμη της.
Σε τοπικό επίπεδο υπήρχαν διαφοροποιήσεις, συνολικά όμως προέκυψε μια
περίπλοκη κι απρόβλεπτη αλληλεπίδραση ανάμεσα στους λαϊκούς και τις ιδέες των
ελίτ περί μαγείας. Αν κι δεν υιοθετήθηκαν ποτέ πλήρως από τα κατώτερα στρώματα,
οι ιδέες αυτές αντικατοπτρίζονται στα αρχεία των δικών έπειτα από μεθοδευμένες
ερωτήσεις. Και, παρά την υπόδειξη της δικαστικής οδού εκ των άνω, ήταν ο
πληθυσμός που προμήθευε τους υπόπτους, ακόμα και σε περιπτώσεις που
επαγγελματίες κυνηγοί μάγων και μαγισσών όπως για παράδειγμα ο Matthew
Hopkins ενέπνεαν ζήλο και εξαπέλυαν ανηλεές κυνήγι. Άπαξ και μια υπόθεση έφτανε
στα δικαστήρια, η πιθανότητα απόσυρσης της ήταν μηδαμινή. Πολλά από τα θύματα
ομολογούσαν αυθόρμητα εφόσον ήξεραν ότι, από την στιγμή που είχαν κατηγορηθεί,
η άμυνα ή η αντίσταση από μέρους τους θα σήμαινε μια ατέλειωτη δίκη. Ακόμη κι αν
αθωώνονταν δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι η κοινωνία θα τους δεχόταν πίσω. Αυτή η
κοινοτική συσπείρωση και σιωπηρή συναίνεση κατείχε σημαντικό ρόλο στην
συνέχεια των δικών. Η ομοφωνία τους στο αν θα εναγκαλίζονταν ή θα απέρριπταν
την όλη διαδικασία προδίκαζε και το αποτέλεσμα. Γι’ αυτό και ανά περιοχές
εμφανίζονται μεγάλες αποκλίσεις όσο αφορά στον αριθμό των δικών και των
θυμάτων, την χρονική στιγμή που έλαβαν χώρα, καθώς και την διάρκεια τους. Οι
ενδημικές τοπικές καταδιώξεις έτειναν να διαρκούν πολύ και να εξαπλώνονται από τα
στενά όρια ενός χωριού στα αμέσως γειτονικά του.
15
Βλ. Κεφάλαιο 2: Γερμανία 16ος
και 17ος
αιώνας, II. Ο Τριακονταετής πόλεμος (1618-1648)
16
{Οι κυριότερες περιοχές καταδίωξης μάγων και μαγισσών στην δυτική, κεντρική και
βόρεια Ευρώπη}:
Σε μια απόπειρα να καταλαγιάσουν τον αιμοβόρο ενθουσιασμό του πλήθους, οι
δικαστές αντέδρασαν πιο κριτικά ως προς τις αποδείξεις που παρουσιάζονταν. Έγιναν
πιο λεπτολόγοι και καχύποπτοι, ενώ ήλεγχαν πάντα την ποιότητα των σχέσεων
ανάμεσα στον κατήγορο και τον κατηγορούμενο. Όσο η διωκτική μανία έσβηνε στην
Ευρώπη, όλο και περισσότερες αθωωτικές αποφάσεις λαμβάνονταν.
Το αποτέλεσμα ήταν να σημειωθεί ένα πισωγύρισμα στην συνήθεια των
κατοίκων της κοινότητας να απαλλάσσονται μόνοι τους από τα στοιχεία που τους
16
Briggs Robin, “Witches & Neighbours. The Social and Cultural Context of European Witchcraft”,
Harper Collins Publishers, London, 1996, map xi
17
απειλούσαν. Οι ίδιοι οι αθωωμένοι επέλεγαν να εγκαταλείψουν την εστία τους και να
αναζητήσουν σε άλλες περιοχές μια νέα ζωή, απαλλαγμένοι από την προκατάληψη
και την φήμη που θα τους χαρακτήριζε στο χωριό τους. Εξασφάλιζαν με τον τρόπο
αυτό ακόμα και την επιβίωση τους καθώς ήταν πολύ πιθανό οι συντοπίτες τους να
απένειμαν την δικαιοσύνη που εκείνοι επιδίωκαν να αποδοθεί. Τον ίδιο δρόμο
ακολουθούσαν και τα μέλη της οικογένειας των εκτελεσθέντων. Ο χαρακτηρισμός
του μάγου ή της μάγισσας ήταν κληρονομικός, και οι συγγενείς αντιμετωπίζονταν
πάντα ως απειλή από τους κατήγορους και τους μάρτυρες, οι οποίοι παρακινούνταν
από τον φόβο των αντίποινων.
Το ότι οι κοινωνίες δεν αυτοκαταστράφηκαν ολοσχερώς μέσα από
αλληλοκατηγορίες και φόνους δείχνει τον βαθμό στο οποίο η όλη διαδικασία ήταν
κάτω από διαρκή έλεγχο. Την περιόριζαν και οι άρχουσες τάξεις, όταν έβλεπαν ότι η
κατάσταση εκτροχιαζόταν, παράλληλα όμως λειτουργούσαν αδιάλειπτα και οι
εσωτερικοί ανεπίσημοι κοινοτικοί μηχανισμοί. Προτεραιότητα έδιναν στην
διαπραγμάτευση παρά την κατά μέτωπο επίθεση ακόμη κι αν άγγιζαν τον εκφοβισμό
και την απειλή. Με το να περιορίζουν την προσωπική τους έκθεση σε διαπληκτισμούς
ή με τον να γίνει απόπειρα να ελεγχθεί η συμπεριφορά του υπόπτου άφηναν τα
πράγματα να κυλήσουν στον χρόνο και να οδηγήσουν μόνα τους στην επίσημη οδό ή
την ανεπίσημη διευθέτηση. Μπορεί η πρώτη επιλογή να προτιμήθηκε δεόντως,
ειδικά στην τελευταία φάση του κυνηγιού των μαγισσών, για τον αριθμό όμως των
περιοχών που δεν παρουσιάζουν δικαστικά αρχεία, πρέπει να υποθέσουμε ότι
ακολουθούσαν τους πιο παραδοσιακούς τρόπους επίλυσης των ‘μαγικών’
προβλημάτων τους.
Από την επισκόπηση της μεσαιωνικής κοινωνίας ως προς το ανθρώπινο δυναμικό
της, δεν θα μπορούσε να λείψει μια πιο συγκεκριμένη αναφορά στην πρακτική της
δίωξης. Αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της εποχής εκείνης, ένα
σύμπτωμα της βαρβαρότητας και της προκατάληψης που την διέκριναν. Βασική αιτία
δίωξης ήταν η ύπαρξη ανθρώπων των οποίων οι θρησκευτικές αντιλήψεις απέκλιναν
από τις αρχές που πρέσβευε το δόγμα της επίσημης Εκκλησίας. Διωγμοί
σημειώνονται φυσικά και στην Ρωμαϊκή και μετέπειτα την Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Στην Δύση εμφανίζονται από τον 11ο
αιώνα και εξής. Αυτό ίσως οφείλεται στο
γεγονός ότι πριν από εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν αιρέσεις, ούτε και μια σαφώς
προσανατολισμένη θρησκευτική εξουσία στην οποία θα αντιτίθεντο. Άπαξ και
ξεκίνησαν όμως οι διώξεις, έγιναν συνήθεια. Εξασκείται πλέον σκόπιμη και
κοινωνικά εγκριμένη βία κατευθυνόμενη, μέσω καθιερωμένων κυβερνητικών,
δικαστικών και κοινωνικών θεσμών, ενάντια σε ομάδες ανθρώπων που
προσδιορίζονταν από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (φυλή, θρησκεία ή τρόπο ζωής).
‘Η αίρεση αποτελούσε χαρακτηριστικό παράδειγμα της εγκληματικής ενέργειας που
στο ρωμαϊκό δίκαιο ήταν γνωστή ως crimen laesae maiestatis (“έγκλημα κατά του
έθνους”).’ 17
Ειδικότερα οι αιρέσεις, είχαν αναχθεί σε πολιτικό ζήτημα. Την περίοδο της
μετάβασης από τις πολυκερματισμένες κοινωνίες στα έθνη κράτη, οι ηγεμόνες
χρησιμοποιούσαν τους διωγμούς ως μηχανισμό νομιμοποίησης της εξουσίας τους.
Ήταν ένα όπλο στον ανταγωνισμό που υπήρχε ανάμεσα στις δυναστείες για πολιτική
επιρροή. Η εικόνα του αιρετικού ως ‘εχθρού της κοινωνίας’, ενός ατόμου που
αντιτίθετο στην ιερή διδασκαλία της εκκλησίας, στην έννομη τάξη και τα χρηστά
ήθη, φανάτιζε τον συμμορφωμένο λαό. Όταν ξεκινούσε η βία, πολλοί ήταν
προετοιμασμένοι να συμμετέχουν, αρκετές φορές με πέραν του δέοντος αγριότητα.
17
Whitechapel Simon, ‘Flesh Inferno, Atrocities of Torquemada’, (μτφ Αθανασιάδης Βασίλης), εκδ
Lector, Αθήνα, 2002, σ.29
18
Witch Hunts
Witch Hunts
Witch Hunts
Witch Hunts
Witch Hunts
Witch Hunts
Witch Hunts
Witch Hunts
Witch Hunts
Witch Hunts
Witch Hunts
Witch Hunts
Witch Hunts
Witch Hunts
Witch Hunts
Witch Hunts
Witch Hunts
Witch Hunts
Witch Hunts
Witch Hunts

More Related Content

Similar to Witch Hunts

Η μαγεία στον Μεσαίωνα 1,Σπυριδούλα-Δήμητρα
Η μαγεία στον Μεσαίωνα 1,Σπυριδούλα-ΔήμητραΗ μαγεία στον Μεσαίωνα 1,Σπυριδούλα-Δήμητρα
Η μαγεία στον Μεσαίωνα 1,Σπυριδούλα-Δήμητρα
Iliana Kouvatsou
 
κείμενα β γυμνασίου_θε4 (1)
κείμενα β γυμνασίου_θε4 (1)κείμενα β γυμνασίου_θε4 (1)
κείμενα β γυμνασίου_θε4 (1)
klery78
 
ανθρωπινα δικαιωματα: Από το Βυζαντινό Μεσαίωνα στο σύγχρονο <<Μεσαίωνα>>
ανθρωπινα δικαιωματα: Από το Βυζαντινό Μεσαίωνα στο σύγχρονο <<Μεσαίωνα>>ανθρωπινα δικαιωματα: Από το Βυζαντινό Μεσαίωνα στο σύγχρονο <<Μεσαίωνα>>
ανθρωπινα δικαιωματα: Από το Βυζαντινό Μεσαίωνα στο σύγχρονο <<Μεσαίωνα>>xpapas
 
η βουβωνική πανώλη επέστρεψε
η βουβωνική πανώλη επέστρεψεη βουβωνική πανώλη επέστρεψε
η βουβωνική πανώλη επέστρεψε
4ο ΓΣΙΟ Π.ΦΑΛΗΡΟΥ
 
ΑΣΚΗΣΙΟΛΟΓΙΟ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 1
ΑΣΚΗΣΙΟΛΟΓΙΟ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 1ΑΣΚΗΣΙΟΛΟΓΙΟ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 1
ΑΣΚΗΣΙΟΛΟΓΙΟ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 1
anny1976
 
Βυζάντιο,Δάφνη Κοντέλα
Βυζάντιο,Δάφνη ΚοντέλαΒυζάντιο,Δάφνη Κοντέλα
Βυζάντιο,Δάφνη Κοντέλα
Iliana Kouvatsou
 
οι μαγισες-του-τρεντινο σχολιασμος-κειμενου-Jimkour
οι μαγισες-του-τρεντινο σχολιασμος-κειμενου-Jimkourοι μαγισες-του-τρεντινο σχολιασμος-κειμενου-Jimkour
οι μαγισες-του-τρεντινο σχολιασμος-κειμενου-Jimkour
Καπετανάκης Γεώργιος
 
μαγεια
μαγειαμαγεια
μαγειαfilipposh
 
πολιστικό πρόγραμμα 2
πολιστικό πρόγραμμα 2πολιστικό πρόγραμμα 2
πολιστικό πρόγραμμα 2
ΚΕΧΑΓΙΑ ΕΦΗ
 
Θεοδώρα_Παπαδάκη_Μεταγραφή_Αναστασία_Τριανταφυλλοπούλου_1053465
Θεοδώρα_Παπαδάκη_Μεταγραφή_Αναστασία_Τριανταφυλλοπούλου_1053465Θεοδώρα_Παπαδάκη_Μεταγραφή_Αναστασία_Τριανταφυλλοπούλου_1053465
Θεοδώρα_Παπαδάκη_Μεταγραφή_Αναστασία_Τριανταφυλλοπούλου_1053465
up1053465
 
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ
1lykspartis
 
Η θέση της γυναίκας στην βυζαντινή κοινωνία
Η θέση της γυναίκας στην βυζαντινή κοινωνίαΗ θέση της γυναίκας στην βυζαντινή κοινωνία
Η θέση της γυναίκας στην βυζαντινή κοινωνία
Iliana Kouvatsou
 
Εφημερίδα Γέφυρα Τεύχος 13
Εφημερίδα Γέφυρα Τεύχος 13Εφημερίδα Γέφυρα Τεύχος 13
Εφημερίδα Γέφυρα Τεύχος 13
Θεόδωρος Γκιώσης
 
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΙΘΑΓΕΝΩΝ ΤΗΣ Β.ΑΜΕΡΙΚΗΣ,ΠΑΙΝΕΣΗ
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΙΘΑΓΕΝΩΝ ΤΗΣ Β.ΑΜΕΡΙΚΗΣ,ΠΑΙΝΕΣΗΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΙΘΑΓΕΝΩΝ ΤΗΣ Β.ΑΜΕΡΙΚΗΣ,ΠΑΙΝΕΣΗ
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΙΘΑΓΕΝΩΝ ΤΗΣ Β.ΑΜΕΡΙΚΗΣ,ΠΑΙΝΕΣΗ
Iliana Kouvatsou
 
ρατσισμός
ρατσισμόςρατσισμός
ρατσισμός
4o Lykeio Alex/polis
 
War and Peace
War and PeaceWar and Peace
War and Peace
Evangelia Patera
 
ρατσισμος μια προσπαθεια κατανοησης του φαινομενου του ρατσισμου
ρατσισμος   μια προσπαθεια κατανοησης του φαινομενου του ρατσισμουρατσισμος   μια προσπαθεια κατανοησης του φαινομενου του ρατσισμου
ρατσισμος μια προσπαθεια κατανοησης του φαινομενου του ρατσισμου
lykvam
 

Similar to Witch Hunts (20)

Η μαγεία στον Μεσαίωνα 1,Σπυριδούλα-Δήμητρα
Η μαγεία στον Μεσαίωνα 1,Σπυριδούλα-ΔήμητραΗ μαγεία στον Μεσαίωνα 1,Σπυριδούλα-Δήμητρα
Η μαγεία στον Μεσαίωνα 1,Σπυριδούλα-Δήμητρα
 
κείμενα β γυμνασίου_θε4 (1)
κείμενα β γυμνασίου_θε4 (1)κείμενα β γυμνασίου_θε4 (1)
κείμενα β γυμνασίου_θε4 (1)
 
ανθρωπινα δικαιωματα: Από το Βυζαντινό Μεσαίωνα στο σύγχρονο <<Μεσαίωνα>>
ανθρωπινα δικαιωματα: Από το Βυζαντινό Μεσαίωνα στο σύγχρονο <<Μεσαίωνα>>ανθρωπινα δικαιωματα: Από το Βυζαντινό Μεσαίωνα στο σύγχρονο <<Μεσαίωνα>>
ανθρωπινα δικαιωματα: Από το Βυζαντινό Μεσαίωνα στο σύγχρονο <<Μεσαίωνα>>
 
η βουβωνική πανώλη επέστρεψε
η βουβωνική πανώλη επέστρεψεη βουβωνική πανώλη επέστρεψε
η βουβωνική πανώλη επέστρεψε
 
ΑΣΚΗΣΙΟΛΟΓΙΟ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 1
ΑΣΚΗΣΙΟΛΟΓΙΟ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 1ΑΣΚΗΣΙΟΛΟΓΙΟ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 1
ΑΣΚΗΣΙΟΛΟΓΙΟ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 1
 
Βυζάντιο,Δάφνη Κοντέλα
Βυζάντιο,Δάφνη ΚοντέλαΒυζάντιο,Δάφνη Κοντέλα
Βυζάντιο,Δάφνη Κοντέλα
 
οι μαγισες-του-τρεντινο σχολιασμος-κειμενου-Jimkour
οι μαγισες-του-τρεντινο σχολιασμος-κειμενου-Jimkourοι μαγισες-του-τρεντινο σχολιασμος-κειμενου-Jimkour
οι μαγισες-του-τρεντινο σχολιασμος-κειμενου-Jimkour
 
μαγεια
μαγειαμαγεια
μαγεια
 
πολιστικό πρόγραμμα 2
πολιστικό πρόγραμμα 2πολιστικό πρόγραμμα 2
πολιστικό πρόγραμμα 2
 
Θεοδώρα_Παπαδάκη_Μεταγραφή_Αναστασία_Τριανταφυλλοπούλου_1053465
Θεοδώρα_Παπαδάκη_Μεταγραφή_Αναστασία_Τριανταφυλλοπούλου_1053465Θεοδώρα_Παπαδάκη_Μεταγραφή_Αναστασία_Τριανταφυλλοπούλου_1053465
Θεοδώρα_Παπαδάκη_Μεταγραφή_Αναστασία_Τριανταφυλλοπούλου_1053465
 
1446 02 thesi_dyofilon
1446 02 thesi_dyofilon1446 02 thesi_dyofilon
1446 02 thesi_dyofilon
 
01 agios lukas_iatros
01 agios lukas_iatros01 agios lukas_iatros
01 agios lukas_iatros
 
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ
 
Η θέση της γυναίκας στην βυζαντινή κοινωνία
Η θέση της γυναίκας στην βυζαντινή κοινωνίαΗ θέση της γυναίκας στην βυζαντινή κοινωνία
Η θέση της γυναίκας στην βυζαντινή κοινωνία
 
Εφημερίδα Γέφυρα Τεύχος 13
Εφημερίδα Γέφυρα Τεύχος 13Εφημερίδα Γέφυρα Τεύχος 13
Εφημερίδα Γέφυρα Τεύχος 13
 
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΙΘΑΓΕΝΩΝ ΤΗΣ Β.ΑΜΕΡΙΚΗΣ,ΠΑΙΝΕΣΗ
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΙΘΑΓΕΝΩΝ ΤΗΣ Β.ΑΜΕΡΙΚΗΣ,ΠΑΙΝΕΣΗΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΙΘΑΓΕΝΩΝ ΤΗΣ Β.ΑΜΕΡΙΚΗΣ,ΠΑΙΝΕΣΗ
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΙΘΑΓΕΝΩΝ ΤΗΣ Β.ΑΜΕΡΙΚΗΣ,ΠΑΙΝΕΣΗ
 
ρατσισμός
ρατσισμόςρατσισμός
ρατσισμός
 
ανθρωποφαγια
ανθρωποφαγιαανθρωποφαγια
ανθρωποφαγια
 
War and Peace
War and PeaceWar and Peace
War and Peace
 
ρατσισμος μια προσπαθεια κατανοησης του φαινομενου του ρατσισμου
ρατσισμος   μια προσπαθεια κατανοησης του φαινομενου του ρατσισμουρατσισμος   μια προσπαθεια κατανοησης του φαινομενου του ρατσισμου
ρατσισμος μια προσπαθεια κατανοησης του φαινομενου του ρατσισμου
 

Witch Hunts

  • 1. ΣΙ 55 Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία - «Το κυνήγι των μαγισσών στην Δύση, 1500- 1700» Διδάσκων: Γαγανάκης Κωνσταντίνος Χειμερινό Εξάμηνο 2009-2010 ‘Μαγεία και Χωριό’ - Τα κυνήγια μαγισσών στις γερμανόφωνες περιοχές κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα και η επίδραση του Τριακονταετούς πολέμου (1618- 1648) Ονοματεπώνυμο: Άρτεμις Βελούδου- Αποκότου Αριθμός μητρώου: 1561 2005 00026 1
  • 2. Πρόλογος1 ‘Ο Διάβολος και οι άλλοι Δαίμονες, οι οποίοι πλάστηκαν εκ φύσεως καλοί απ’ τον Θεό, έγιναν κακοί λόγω των ίδιων των πράξεων τους, ενώ ο Άνθρωπος αμάρτησε καθ’ υπόδειξιν του Διαβόλου.’2 Μελετώντας την περίοδο αυτή της Μεσαιωνικής ιστορίας της Δύσης που αφορά το κυνήγι των μαγισσών ανάμεσα στο 1500-1700, θα μπορούσε εύκολα ο καθένας να καταλήξει στο εξής συμπέρασμα : οι διώξεις σημειώθηκαν εξαιτίας της δημιουργίας μιας δαιμονολογικής θεωρίας από την μορφωμένη ελίτ, οι οποία επιβλήθηκε στα κατώτερα στρώματα. Το κλίμα πανικού που δημιουργήθηκε, απέφερε τις κατηγορίες για τέλεση μαγείας ανάμεσα στους λαϊκούς και οδήγησε πολλούς ανθρώπους σε δίκη και τέλος, στην πυρά. Πολλοί ιστορικοί ερευνητές έχουν υποστηρίξει δεόντως την θεωρία αυτή. Τα κίνητρα που παρουσιάζονται είναι εύλογα και αφορούν ηγεμονικές και θρησκευτικές επιδιώξεις. Η εργαλειοποίηση της μαγείας εκ των άνω αποτελεί γεγονός. Όσο όμως εξαπλωνόταν η δίωξη μάγων και μαγισσών στον χώρο και στον χρόνο, ωσότου οδηγήσει αναπόφευκτα στην εποχή του αποκαλούμενου ‘witch craze’, δημιουργείται το ερώτημα : Σε ποιο βαθμό χειραγωγούσε εν τέλει η ελίτ τον λαό; Η αποδοχή των μαγικών στερεότυπων της αριστοκρατίας δεν υπήρξε ποτέ ολοκληρωτική. Απόδειξη γι’ αυτό αποτελούν οι καταθέσεις των μαρτύρων όπου ουδέποτε αναφέρονταν αυθόρμητα στο Sabbath, το διαβολικό συμβόλαιο ή τα familiars. Η εκμαίευση τέτοιου είδους πληροφοριών σημειώνεται μετά από την καθοδηγούμενη από τον δικαστή ανάκριση του μάρτυρα. Ο βαθμός αφομοίωσης της δαιμονολογικής θεωρίας σίγουρα ποίκιλλε από τόπο σε τόπο. Επίσης, δεν αμφισβητείται η βαθιά πίστη των λαϊκών στρωμάτων στις μαγικές πρακτικές και ο υπαρκτός φόβος τους μπροστά στην πιθανότητα να πέσουν θύματα μαύρης, βλαπτικής μαγείας. Στην εργασία αυτή θα εξεταστεί το κατά πόσο ο λαός, και ειδικότερα οι κάτοικοι της υπαίθρου, είχαν ενσυναίσθηση της όλης κατάστασης που προκαλούσαν με τις κατηγορίες τους. Επρόκειτο για πρόθυμη συστράτευση στην μαζική δολοφονία ανθρώπων ή για μια διαπροσωπική και ενίοτε διακοινοτική χρήση του εργαλείου της κατηγορίας για άσκηση μαγείας ; Πέραν αυτού του κοινωνιολογικού/ ανθρωπολογικού προβληματισμού, θα παρατεθεί μια επισκόπηση της αγροτικής κοινωνίας του Μεσαίωνα σε συνάρτηση με τους άξονες της εξουσίας και της θρησκείας. Έμφαση θα δοθεί στους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι της υπαίθρου αλληλεπιδρούσαν, συμβίωναν και κατέληξαν να αποτελούν μια αυτόνομη δυναμική με καθοριστικό ρόλο στις διώξεις. Εξειδικεύοντας χωροχρονικά το θέμα, η εστίαση θα γίνει στις γερμανόφωνες περιοχές που υπέστησαν τον Τριακονταετή πόλεμο με όλες του τις επιπτώσεις. Τέλος, θα εξιχνιαστεί το πώς ακριβώς επέδρασε ο σαρωτικός αυτός πόλεμος στην συχνότητα και την ένταση των κυνηγιών μετά το πέρας του. 1 Στο εξώφυλλο: An Incantation, John British Dixon after John Hamilton Mortimer, 20 July 1773 2 Δ’ Ρωμαιοκαθολική Σύνοδος του Λατερανού ( 1215 ) 2
  • 3. Εισαγωγή Η μαγεία, για τους Ευρωπαίους της πρώιμης νεωτερικότητας, και ειδικότερα για τον αγροτικό πληθυσμό, ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του τρόπου με τον οποίο προσλάμβαναν τον κόσμο. Αποτελούσε μια ιδιαίτερη πολιτισμική πρακτική των λαϊκών στρωμάτων, ένα σύμπλεγμα πεποιθήσεων που τους είχε κληροδοτήσει το προχριστιανικό τους παρελθόν. Οι ρίζες της στην κάθε κοινότητα ήταν γερές και η παράδοση της μεταβιβαζόταν από γενιά σε γενιά κυρίως μέσω της προφορικής παράδοσης. Η αβεβαιότητα της ζωής και το απρόβλεπτο της καθημερινότητας παρακινούσαν τους ανθρώπους να προσφεύγουν συστηματικά σε ένα δίκτυο μάγων- θεραπευτών. Θεωρούνταν άτομα με υπερφυσικά χαρίσματα και τελούσαν ‘λευκή’, θεραπευτική μαγεία (maleficium). Με τον τρόπο αυτό ήλπιζαν οι αγρότες να αντιμετωπίσουν μια κακή σοδιά, την κακοκαιρία, την αρρώστια ή προσελκύσουν καλή τύχη για τους ίδιους και την οικογένεια τους. Αν και οι Ευρωπαίοι εκλογίκευαν σε μεγάλο βαθμό τις δυσκολίες της ζωής, κάποιες αιφνίδιες ή αφύσικες κακοτυχίες τις απέδιδαν στην άσκηση ‘μαύρης’, βλαπτικής μαγείας. Ύποπτοι ήταν συνήθως φθονεροί γείτονες ή εχθρικά εξωγενή στοιχεία όπως για παράδειγμα οι επαίτες. Εκείνοι που εξασκούσαν τόσο θεραπευτική μαγεία όσο και maleficium, μπορούσαν να τελέσουν και προφυλακτική μαγεία ή αντί-ξόρκια που θα έλυναν τα βλαπτικά μάγια. Με αυτόν τον τρόπο διατηρήθηκε μια ισορροπία στο εσωτερικό των κοινοτήτων μέχρι την ποινικοποίηση της μαγείας. Είναι όμως προφανές ότι τα όρια ανάμεσα στην λευκή, ευεργετική μαγεία και στην βλαπτική μαύρη μαγεία ήταν εξ’ αρχής ασαφή. Μέσα στις γιορτές της υπαίθρου, σε συμβολικά κουστούμια και σε καθημερινές συνήθειες, επιβιώνουν στοιχεία με μαγικό περιεχόμενο. Προκαταλήψεις για την ώρα του σούρουπου, το επίμονο βλέμμα, τις κατάρες, ειδικές προετοιμασίες για τον εορτασμό συγκεκριμένων ημερών, πίστη στην ύπαρξη πνευμάτων –κακόβουλων κατά κύριο λόγο- ήταν όλα κομμάτια της εννοιολογικής σφαίρας των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Ένα μαγικό σύμπαν, το δίχως άλλο. Από την μεταλαμπάδευση ενός μύθου μέχρι την εξέλιξη του σε βεβαιότητα συμβάντος και την συλλογή καθαγιασμένων αντικειμένων, βοτάνων ή μαγικών συμβουλών, οι Ευρωπαίοι του μεσαίωνα περιβάλλονταν από τις πεποιθήσεις αυτές όπως από τον αέρα που ανέπνεαν. Ακόμα και όταν οι δυνάμεις του εγνωσμένου μάγου της κοινωνίας τους δεν επαρκούσαν, δεν δίσταζαν να προσφύγουν στον ιερέα της ενορίας τους με απαιτήσεις διόλου χριστιανικές. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, γύρευαν για τα προβλήματα τους λύση υπερφυσικής προέλευσης. Δεν αμφισβητείται λοιπόν το ότι : ‘Οι διώξεις πραγματικά πήγασαν από την καθολική πίστη των χωρικών σε υπερφυσικές δυνάμεις, που οδήγησε στην κατάδειξη ορισμένων ατόμων ως μάγων/ μαγισσών.’ 3 Με την αναγωγή αρχικά της μαγείας σε αίρεση και κατόπιν σε εγκληματική ενέργεια, όπου και ποινικοποιήθηκε, μια κατάσταση παγιωμένη για χρόνια μεταλλάχτηκε αιφνιδίως. Όταν συνδυάστηκε το διαχρονικό αυτό μόρφωμα με την ανάπτυξη της δαιμονολογικής θεωρίας της ελίτ και με την επέκταση των νομικών συστημάτων για την επίτευξη μεγαλύτερου κοινωνικού ελέγχου, προκλήθηκε ένα κύμα δικών. Η μαγεία υπήρχε και πριν, πλέον όμως είχε αλλάξει πρόσωπο. Ήταν η αίσθηση του κινδύνου που μεταδόθηκε στο εσωτερικό των κοινοτήτων, η γνώση ότι ένας σατανικός κλοιός είχε δημιουργηθεί ολόγυρα τους, που προκάλεσαν το πανικό. 3 Briggs, R. ,“Communities of Belief…”,Oxford 1989, p. 69 3
  • 4. Οι διώξεις αποτελούσαν μια λειτουργία φόβου, η οποία διέδιδε εμμονές των μορφωμένων, που προκαλούσαν δέος και αγωνία στους κόλπους των χωρικών. Οι κοινότητες αρχικά βασίστηκαν σε εσωτερικές λειτουργίες αντιμετώπισης τέτοιων κρίσεων. Κάποιες αντιστάθηκαν σθεναρά στην δικομανία που είχε εξαπλωθεί. Από περιοχή σε περιοχή σημειώνονταν μεγάλες διαφορές. Συχνά τύχαινε ένα χωριό να δεινοπαθεί από δίκες, και σε όμορες περιφέρειες με κοινή θρησκεία και παρόμοια κοινωνική σύνθεση να μην συμβαίνει το ίδιο. Επίσης οι διώξεις στα χωριά διέφεραν σε σημεία από εκείνες των κωμοπόλεων και των πόλεων. Το τελευταίο συνέβαινε διότι τα αποδεικτικά κριτήρια για μαγεία στις πόλεις ήταν διαφορετικά από εκείνα της υπαίθρου. Απόλυτη διαφοροποίηση βέβαια, δεν υπήρξε ποτέ σχετικά με τα κυνήγια μάγων και μαγισσών. Στις πόλεις ισχυρές φωνές υποστήριζαν τις δίκες, ακόμη και αν αυτές, στην πλειοψηφία τους έλαβαν χώρα στις περιφέρειες. Επίσης η αριστοκρατία είχε διαιρεθεί ανάμεσα σ’ αυτούς που θεωρούσαν τεράστιο κίνδυνο τους μάγους και της μάγισσες, προτρέποντας να κυνηγηθούν ανηλεώς, και σε εκείνους που ήταν αντίθετοι με τις μεγάλης κλίμακας διώξεις. Σύμφωνα με τον Robin Briggs τα λαϊκά στρώματα είτε συνυπεύθυνα, είτε καθοδηγούμενα από την ελίτ αποτελούσαν την κινητήριο δύναμη για την γένεση και την εξάπλωση των δικών μαγείας. Περιορίζοντας ελάχιστα την θέση αυτή, παρατηρούμε ότι την εκκίνηση μιας δίωξης, την υποκινούσαν οι άρχουσες τάξεις. Μ’ αυτόν τον τρόπο καθίσταντο γνωστή η δικαστική δραστηριότητα και οι λοιπές διαδικασίες για τον εντοπισμό, την σύλληψη και την εξάλειψη των ‘σατανικών στοιχείων’ από την κάθε περιοχή. Ο λαός έπρεπε να διδαχτεί ότι ένας ανώτερος μηχανισμός είχε στηθεί, μεροληπτώντας υπέρ τους, προστατεύοντας τους από την άσκηση βλαπτικής μαγείας με έναν τρόπο πιο καθοριστικό από αυτούς που υιοθετούνταν διαπροσωπικά ως τότε. Από την στιγμή που οι αρχές ενεργοποιούσαν τον μηχανισμό αυτό, οι λαϊκοί με τις αποφάσεις και τις πράξεις τους θα τον άφηναν να λειτουργήσει ή δεν θα τον άφηναν να παρεισφρήσει ανάμεσα τους. Η ένταση και η διάρκεια των διωγμών ήταν εξαρτημένες από το πόσο ‘κλειστή’ ή ‘ανοιχτή’ ήταν μια κοινότητα. Δηλαδή από το κατά πόσο οι χωρικοί ήταν δεκτικοί στο μήνυμα που τους προσφέρθηκε και πόσο εύθραυστος ήταν ο συνεκτικός ιστός στο εσωτερικό της κοινωνίας τους. Αυτή η πρωταγωνιστική θέση του λαού που ως τώρα του αποδίδεται, δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση την υπευθυνότητα των αρχών. Οι τοπικοί άρχοντες είτε υποκινούσαν οι ίδιοι τους διωγμούς, είτε καθοδηγούνταν από την ανώτερη πολιτική και θρησκευτική εξουσία προς αυτόν τον δρόμο. Ήταν δική τους η απόφαση, αρχικά τουλάχιστον, αν θα αποδέχονταν να εξασκηθεί στην περιοχή τους κυνήγι μαγισσών. Σε αρκετές περιπτώσεις όμως το απέτρεπαν, θεωρώντας την όλη διαδικασία αποτέλεσμα προλήψεων, και διαβλέποντας τον κίνδυνο κοινωνικής αναταραχής στο χώρο της δικαιοδοσίας τους. Πέραν τούτων, σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι ακόμη κι όταν ο μηχανισμός στηνόταν, η παροχή μαγισσών στο τέλος εξαρτιόταν από την προθυμία των γειτόνων τους να τις καταγγείλουν, πέρα από κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις και τυχαία επεισόδια όπου ενθουσιώδεις δικαστές ή επαγγελματίες διώκτες μαγισσών προκαλούσαν πραγματικό πανικό. Οι προϋποθέσεις που υπήρχαν στις περιοχές όπου ασκήθηκαν διώξεις ήταν η ύπαρξη μιας αγροτικής (ή προ- βιομηχανικής) οικονομίας και η σχεδόν καθολική πίστη στην μαγεία. Επιπροσθέτως, μια ενεργή πίστη στον Διάβολο ανάμεσα στους μορφωμένους και μια καλά ανεπτυγμένη νομική οργάνωση, είτε στην μορφή ισχυρής τοπικής δικαιοσύνης είτε με την δυνατότητα εύκολης πρόσβασης στην κεντρική δικαιοσύνη. Ένας βαθμός λαϊκής εγγραμματοσύνης διευκόλυνε αρκετά την διάδοση 4
  • 5. των δαιμονολογικών θεωριών και την κατανόηση των ανακριτικών μεθόδων, την παρουσίαση τεκμηρίων και την περαιτέρω υποστήριξη μιας κατηγορίας. Σε μια σφαιρική επισκόπηση, αξιοσημείωτη υπήρξε η άρνηση των λαϊκών στρωμάτων να θεωρήσουν τους μάγους συλλήβδην υπηρέτες του Σατανά, ακολουθώντας τυφλά τις υποδείξεις των κοσμικών και εκκλησιαστικών ελίτ κατά την έκρηξη του κυνηγιού στην περίοδο 1550- 1700. Για θρησκευτικούς λόγους, τα βασικά συστατικά της λαϊκής κουλτούρας είχαν υπονομευτεί από τις εκκλησιαστικές αρχές, με τον επαναπροσδιορισμό τους ως διαβολικά. Πέραν τούτου όμως, έννοιες όπως το Sabbath εξακολουθούν να είναι ξένες για τους χωρικούς και οι μάρτυρες ουδέποτε το αναφέρουν στις καταθέσεις. Δεν ήταν τόσο η πράξη που τους ήταν άγνωστη, όσο η σατανική χροιά που του είχε πλέον αποδοθεί. Στο μυαλό των χωρικών ήταν δύσκολο να γίνει η αυτόματη σύνδεση των βλαβερών πράξεων ενός μάγου με μια σφαίρα διαβολικών πρακτικών που αποσκοπούσαν στην γενικότερη καταστροφή της κοινότητας και πιο αφηρημένα, της ανθρωπότητας και της Χριστιανοσύνης. Για τον μέσο Ευρωπαίο της εποχής των διωγμών, ο κίνδυνος συγκεντρωνόταν σε πολύ υπαρκτές συμφορές που είχαν υποθετικά προκληθεί από ένα συγκεκριμένο άτομο, λόγω αψιμαχιών και φθόνου. Σ’ αυτή τη βάση, οι δικαστές και οι κληρικοί που λάμβαναν μέρος στην ανακριτική διαδικασία έκαναν πολύ συγκεκριμένες ερωτήσεις μέσα στις οποίες παρείχαν στους μάρτυρες και τους κατηγορούμενους τις αναγκαίες δαιμονολογικές λεπτομέρειες και τους αντίστοιχους όρους. Ουσιαστικά υπαγόρευαν τα πρακτικά της δίκης, σ’ όλο τον δρόμο ως την τελική ετυμηγορία, η οποία φυσικά ήταν στηριγμένη σ’ ένα εδραιωμένο πρότυπο. Αυτό το πρότυπο οι λαϊκοί το αναπαρήγαγαν ακούσια. Μόνη τους επιθυμία ήταν να εξαγνιστεί η κοινότητα τους, που έφερε στον πυρήνα της την συμφορά, μετουσιωμένη στο πρόσωπο ενός κακόβουλου ανθρώπου που μπορούσε να ασκήσει μαγεία. Με λίγα λόγια, να απαλλαγούν από τον μάγο ή την μάγισσα που με κάποιον τρόπο είχε εγκληματήσει. Οι χωρικοί, όπως κάθε έμψυχη ομάδα, εξελισσόταν καθ’ όλη την διάρκεια των κυνηγιών. Έζησαν πολλές μεταβολές, ποικίλων φύσεων. Οι αιώνες από τον 14ο ως τον 18ο χαρακτηρίζονται από ένα φοβικό κλίμα που προκαλούσε στις κοινωνίες άγχος και απαισιοδοξία. Η περίοδος αυτή σημαδεύτηκε από βαρυσήμαντες και ανησυχητικές αλλαγές: Καθοριστικός ήταν ο Μαύρος Θάνατος (1347-50) και η επακόλουθη επιδημία πανώλης, μια κατάσταση που επέφερε βιολογικές και δημογραφικές αλλαγές προς το χειρότερο. Στο θρησκευτικό πεδίο, σημειώθηκαν η ταραχώδης περίοδος του Παπικού Σχίσματος (1309- 1377), η εξάπλωση των αιρέσεων και η διαίρεση που επήλθε με την Μεταρρύθμιση (1517). Οι συχνές διεθνείς εχθροπραξίες4 , που είχαν ως αποτέλεσμα την ανάδυση των εθνών κρατών, μια εντελώς νέα πραγματικότητα που επηρέασε σε όλα της τα στάδια δημιουργίας, όλα τα κοινωνικά στρώματα. Οι κοινωνικό- οικονομικές όμως αλλαγές που μετάλλαξαν το εσωτερικό των αγροτικών κοινοτήτων προήλθαν από την μετάβαση από τον φεουδαλισμό στον καπιταλισμό. Αυτή η μετάβαση ήταν αργή και περικλείει μέσα της κι άλλες παραμέτρους: την πρώτο- εκβιομηχάνιση, την απαλλοτρίωση της αγροτικής υπαίθρου, την αυξανόμενη αστικοποίηση, την ανάδειξη των αστών (bourgeoisie). Στις γερμανόφωνες περιοχές συγκεκριμένα, ο Τριακονταετής πόλεμος υπήρξε ο κινητήριος μοχλός για την παρείσφρηση καπιταλιστικών μεθόδων στον αγροτικό κόσμο, γεγονός το οποίο κατέληξε στην αλλοίωση του. Σε επίπεδο μικροϊστορίας, η έλλειψη τροφίμων, η 4 Εκατονταετής Πόλεμος, 14ος -15ος αι. , Αγροτικές εξεγέρσεις 14ου -15ου αι., Τριακονταετής Πόλεμος, 1618-1648, Επταετής πόλεμος 1756-1763. 5
  • 6. υψηλή θνησιμότητα των βρεφών, η μείωση του προσδόκιμου ζωής στα 26 χρόνια ενέτεινε τον πανικό σε καθημερινή βάση. Το σύνολο του πληθυσμού της Ευρώπης ήταν εικονικά στάσιμο, η κάθε γενιά ίσα που αναπαρήγαγε τον εαυτό της. Τα μοναχικά νοικοκυριά ήταν συχνό φαινόμενο, καθώς η ηλικία γάμου μετακινήθηκε για τους άνδρες στα 27 χρόνια, ενώ για τις γυναίκες στα 24-25. Αποτέλεσμα, στο κάθε χωριό να υπάρχουν ανύπανδρες γυναίκες και χήρες πολέμου, επιφορτισμένες με την ευθύνη του εαυτού τους και επιρρεπής στον χαρακτηρισμό τους ως μάγισσες. Η ψυχοσύνθεση των ανθρώπων ήταν ευμετάβλητη εκείνους τους καιρούς, κατά συνέπεια και η στάση τους απέναντι στα κυνήγια διαφοροποιήθηκε δραστικά. Έγιναν καχύποπτοι και πιο έτοιμοι και πρόθυμοι να εξωτερικεύσουν το αίσθημα της απελπισίας και της ανάγκης για ενεργή αντιμετώπιση του κακού που τους περιέβαλλε. Ήταν η πλέον άμεση και εύκολη επιλογή να κατευθύνουν τέτοιες διαθέσεις προς τους συντοπίτες τους που προκαλούσαν προβλήματα με την συμπεριφορά τους. Μόνιμη σταθερά αποτελεί το γεγονός ότι εκείνοι που διώκονταν για άσκηση μαγείας, εκτός από περιπτώσεις μαζικών πανικών, δεν επιλέγονταν τυχαία. Κάπως έτσι οδηγήθηκε η διαδικασία αυτή σε παροξυσμό, με την επιλογή αποδιοπομπαίων τράγων οι οποίοι οδηγούνταν σωρηδόν στα δικαστήρια, κι από εκεί, στην πυρά. Οι αρχές μπροστά στη νέα αυτή κατάσταση αποτέλεσαν τροχοπέδη, προσπαθώντας να χαλιναγωγήσουν το ίδιο τους το δημιούργημα: την μαγεία ως εργαλείο, αυτή τη φορά στα χέρια των λαϊκών στρωμάτων. Σε γενικό πλαίσιο, οι διώξεις ήταν ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της μεσαιωνικής κοινωνίας. Είχε χρησιμοποιηθεί ως όπλο στην μάχη για πολιτική επιρροή κατά την μετάβαση από τις πολυκερματισμένες κοινωνίες σε κράτη. Επίσης, ως μέσο για την επιβολή δογματικών θέσεων της επίσημης θρησκείας, η οποία προσπαθούσε να παραγκωνίσει το παγανιστικό παρελθόν που επιβίωνε στους κόλπους των αγροτικών κοινοτήτων. Καθολικοί και Προτεστάντες επέβαλλαν έναν αυστηρό κώδικα συμπεριφοράς που ήταν ταυτόχρονα μια διαδικασία νομιμοφροσύνης και απόρριψη της παραδοσιακής λαϊκής κουλτούρας. Η άνοδος των εθνών- κρατών σημαδεύτηκε από νέα καθεστώτα που εδραίωσαν περισσότερο συγκεντρωτικές ή κοσμικές κυβερνήσεις, οι οποίες εκδήλωσαν την ανεξαρτησία τους απέναντι στην παποσύνη είτε με την απευθείας υιοθέτηση της Μεταρρύθμισης, είτε μέσα από την εκκοσμίκευση χωρίων του εκκλησιαστικού δικαίου. Ήταν αναγκαίο γι’ αυτά τα καθεστώτα να επιδείξουν την νομιμότητα τους απέναντι στους λαούς τους, τους συμμάχους και τους εχθρούς τους μέσα από την ιδιοποίηση της θρησκευτικής εξουσίας η οποία προηγουμένως αποδιδόταν στην Εκκλησία της Ρώμης. Η άνοδος αντίπαλων εκδοχών του Χριστιανισμού διεύρυνε σε μεγάλο βαθμό την πολιτική χρησιμότητα της θρησκείας για τους ηγεμόνες της πρώιμης νεώτερης Ευρώπης. Στην προ- βιομηχανική εποχή, η κοινότητα στο σύνολο της πίστευε στην δυνατότητα ύπαρξης και στην δύναμη της μαγείας. Συνεπώς, η μάγισσα αντιμετωπιζόταν ως κοινωνική απειλή, ένας εχθρός του λαού. Η στερεοτυπική μάγισσα αρχικά ήταν μια ανεξάρτητη, ενήλικη γυναίκα που δεν συμμορφωνόταν με την ανδρική αντίληψη περί της ορθής γυναικείας συμπεριφοράς. Η αναγνώριση μιας γυναίκας ως μάγισσας την έφερνε σε αντιπαράθεση όχι μόνο με τους άντρες, αλλά και με τις συμμορφωμένες γυναίκες, ακόμη και με τα παιδιά τους. Παρά την έμφυλη προκατάληψη ως προς τις κατηγορίες για άσκηση μαγείας, πολλοί άντρες βρέθηκαν επίσης στην πυρά. Το στερεότυπο δεν άντεξε στον χρόνο και τις καινούργιες συνθήκες με αποτέλεσμα άτομα και των δύο φύλων, ποικίλων κοινωνικών τάξεων να κατηγορούνται για μαγεία αδιακρίτως. 6
  • 7. Οι κατήγοροι προμήθευαν τους υπόπτους επιλέγοντας γείτονες τους, μέσα από τον τοπικό κόσμο της ατυχίας, της διαμάχης, της βλαπτικής μαγείας και του κουτσομπολιού. Οι δικηγόροι με την σειρά τους μετέφραζαν τα στοιχεία σε πολιτικό και ιδεολογικό έγκλημα. Σ’ ένα χωριό του 17ου αιώνα η αναγνώριση και η σήμανση μιας μάγισσας ή ενός μάγου συχνά συγκροτούνταν αργά μέσα από την διασύνδεση τους με μια άλλη μάγισσα ή έναν άλλο μάγο, ανάλογα την ιδιαιτερότητα της περίστασης. Υπήρχε η βεβαιότητα για την κληρονομικότητα της μαγικής υπόστασης, καθώς και ο φόβος αντίποινων από τα μέλη της οικογένειας του καταδικασθέντος. Η πιο συχνή διασύνδεση γινόταν ανάμεσα στην μητέρα και την κόρη της. Την φήμη συγκροτούσαν μια σειρά αντιπαραθέσεων και ατυχιών, μια διαδικασία κοινωνικής αλληλεπίδρασης η οποία κατέληγε συχνά με το υποδεικνυόμενο άτομο αν αποδέχεται τον χαρακτηρισμό του ως μάγο/ μάγισσα και την κοινωνική ισχύ που απέρρεε από αυτόν. Η κοινότητα με την σειρά της αποκτούσε ένα αρνητικό πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς και κοινωνικής ανοχής. Συσπειρωνόταν εναντίον του ατόμου αυτού, βάσει του αισθήματος αλληλεγγύης που δημιουργούσε η αναγνώριση περιθωριακών ή εξαιρετικά ισχυρών ατόμων ως εκκεντρικών, παράλογων, ακατάλληλων, παραβατικών γενικά στοιχείων. Μετά την περίοδο των μεγάλων κρίσεων στον οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και θρησκευτικό τομέα, ο 17ος αιώνας είχε να επιδείξει μια κοινωνία διασπασμένη. Στους κόλπους των χωρικών ειδικότερα, οι αναταραχές ήταν συχνές, κυρίως λόγω της εντονότερης ανάμιξης τους με κυβερνητικούς παράγοντες, αστούς, φανατισμένους πάστορες και γείτονες που είχαν υψηλές διασυνδέσεις και είχαν απομακρυνθεί από το ενδοκοινοτικό πλαίσιο διαβίωσης, από την αγροτική κουλτούρα. Η κοινωνία τους είχε γίνει πιο καπιταλιστική, ενώ δημιουργούνταν κοινωνικά χάσματα μέσα στην ύπαιθρο. Ήταν η στιγμή που η μαγεία ενεργούσε ως λήψη αποφάσεων. Μια εξήγηση σε συμβάντα άσχημα, για τα οποία οι κάτοικοι πλέον δεν μπορούσαν να δείξουν την παραμικρή ανοχή. ‘Οι κατηγορίες μαγείας ως βαλβίδα ασφαλείας ή ως δείκτης της κοινωνικής έντασης.’ 5 Στις περιοχές που είχαν την εμπειρία ‘μαγικού’ προηγούμενου, η εγνωσμένη αποτελεσματικότητα του κατηγορητηρίου διαιώνιζε την κατάσταση. Στα ύστερα χρόνια του κυνηγιού, οι κατήγοροι δεν πίστευαν απόλυτα ότι είχαν υποστεί μαύρη μαγεία, συνειδητά επέλεγαν αποδιοπομπαίους τράγους για να εκτονώσουν την ένταση σε διακοινοτικό επίπεδο. Η πίστη όμως στην τέλεση βλαπτικής μαγείας δεν έπαψε να ισχύει στην πλειοψηφία του φτωχού πληθυσμού. Παράλληλα δημιουργείτο ένα φοβικό κλίμα το οποίο όξυνε τις κοινωνικές διασπάσεις που υπήρχαν εγγενείς στους κόλπους των χωρικών, ειδικότερα μετά την αλλοίωση τους από τον 16ο αιώνα και εξής. Οι σχέσεις καλής γειτονίας και αλληλεγγύης είχαν πληγεί ανεπανόρθωτα, εξαιτίας της αυξημένης δυσκολίας που αντιμετώπιζαν στην κάλυψη των βιοποριστικών αναγκών τους οι Ευρωπαίοι κάτοικοι της αγροτικής υπαίθρου. Πέρα από τέτοιου είδους πραγματιστικών κινήτρων για καταγγελία, με το να καταδίδουν οι χωρικοί τους γείτονες τους κατά κάποιον τρόπο εξόρκιζαν τους φόβους τους κι ένιωθαν να προφυλάσσονται από την ανεξέλεγκτη δύναμη της μαγείας. ‘Συνολικά, η διανοητική ισορροπία του αγροτικού πληθυσμού διαταράχθηκε σφοδρά.’6 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 5 Larner, Christina, “Witchcraft past and present”, A.Macfarlane (επιμ.), Witchcraft and Religion. The Politics of Popular Belief, Οξφόρδη, Blackwell, 1984, σ.8 7
  • 8. Η αγροτική κοινωνία στον Μεσαίωνα Ι. Η κοινότητα των ανθρώπων. «Oderint, dum metuant. (‘Ας μισούν, φτάνει να φοβούνται’)» 8 Κατά την πρώιμη νεότερη περίοδο, η Ευρώπη ήταν μια κατεξοχήν αγροτική κοινωνία. Αναμενόμενο ήταν λοιπόν, στις απομονωμένες γωνίες της υπαίθρου, να λάβουν χώρα μεγάλες εξελίξεις της περιόδου, κυρίως στην οικονομική, κοινωνική και οικογενειακή σφαίρα. Σε μια εποχή που το ‘κράτος’ και το ‘έθνος’ αποτελούσαν αφηρημένες έννοιες και μακρινές, οι τοπικές κοινότητες αποτελούσαν την εστία της κοινωνικής ζωής και σημείο αναφοράς στους δεσμούς πίστης του Ευρωπαίου αγρότη. Παράλληλα, η Εκκλησία κατείχε ηγετικό ρόλο στον προσδιορισμό του χαρακτήρα των κοινοτήτων, καθώς οι ίδιες ταυτίζονταν με τις ενορίες. Η ταυτότητα που αναγνώριζαν οι χωρικοί για το σύνολο του δυναμικού τους που απάρτιζαν στην κάθε περιοχή, αναδυόταν μέσα από την ανάμιξη της λαϊκής κουλτούρας, των παραδόσεων, των άμεσων καθημερινών βιωμάτων και του δόγματος που εξασκούσαν θρησκευτικά ως ποίμνιο. Εξαίρεση αποτελούσαν οι περιοχές που ήταν πλήρως ενταγμένες στο φεουδαρχικό σύστημα όπου η εξουσία του χωροδεσπότη ήταν πιο ισχυροί. Τα δεδομένα ήταν αρκετά διαφορετικά, οι σχέσεις που αναπτύσσονταν αφορούσαν σε όρκους πίστης, σχέσεις πελατείας και ο βαθμός της εξάρτησης από την γη δημιουργούσαν ένα άλλο κοινοτικό πλαίσιο από τα χωριά όπου υπήρχε μικρή έγγειος ιδιοκτησία. Καθοριστική διαφορά αποτελούσε και η εγγύτητα της άρχουσας τάξης. 6 Muchembled, Robert, “Satanic Myths and Cutlural Reality”, Bengt Ankarloo & Gustav Henningsen (επιμ.), Early modern European witchcraft. Centres and peripheries, Οξφόρδη, OUP, 2001, σ.15 7 Bruegel, Pieter (the Elder), Peasant Dance, Kunsthistorisches Museum in Vienna, Austria, 1566- 1568 8 Στίχος που αποδίδεται στον τραγικό ποιητή Άκκιο (περ. 170-90 π. Χ.) από τον Σενέκα τον Νεότερο (περ. 4 π. Χ.- 65 μ.Χ.) στο έργο του De Ira (‘Περί Οργής’). 8
  • 9. Η χωροδεσποτεία ήταν πολύ πιο άμεση, από την υπαγωγή της κοινότητας σε κάποια κεντρική αρχή η οποία παρέμενε σε πολλές περιπτώσεις άγνωστη και με μηδενική παρεμβατικότητα στον πυρήνα του χωριού. Η ίδια η κοινότητα, προσδιοριζόταν ανεξάρτητα από εξωτερικούς παράγοντες με βάση τους δεσμούς μεταξύ των μελών της. Το χωριό προσλαμβανόταν ενταγμένο σε μια ευρύτερη πολιτισμική περιοχή, μέσα στα πλαίσια της οποίας οι άνθρωποι μοιράζονταν κοινές εμπειρίες: καλλιεργούσαν τα ίδια προϊόντα, σε παρόμοιες εδαφικές και κλιματολογικές συνθήκες, υπήρχε μια σταθερή γκάμα εργασιακών ρόλων, είχαν προκαθορισμένες ενδυματολογικές επιλογές και μιλούσαν το ίδιο γλωσσικό μόρφωμα. Στην αταξική τους μορφή, ήταν φτωχές κοινωνίες, που με κόπο επιβίωναν στηριζόμενες στις δικές τους πηγές τις οποίες αυτόνομα εκμεταλλεύονταν. Αυτή η ισορροπία διαταράχθηκε με τις δυναστικές διαμάχες και τις κοινωνικό- οικονομικές επιπτώσεις του Τριακονταετούς πολέμου. 9 Οι δεσμοί που σχηματίζονταν, και όπως ήδη αναφέρθηκε κατείχαν την πρωτοκαθεδρία στην σύλληψη του ‘ανήκειν’ των αγροτών, σε κάποιες περιπτώσεις δημιουργούσαν έντονες εσωτερικές συγκρούσεις που κατέληγαν σε βεντέτες. Η βεντέτα είναι μόνο μια πτυχή της συνήθειας των ανθρώπων της εποχής να επιλύουν σε διαπροσωπική βάση τις διαφορές τους. Ο νόμος της αντεκδίκησης ήταν ισχυρός, και θεωρείτο αυτονόητο, σε περίπτωση που θιγεί η τιμή ενός ατόμου ή προκληθεί σκόπιμη ζημία στην περιουσία του, ότι έχει κάθε δικαίωμα να επιλύσει το ζήτημα ο ίδιος. Με την υποστήριξη του κύκλου του, χρησιμοποιώντας μέσα κλιμακωμένης προφορικής και σωματικής βίας, απέφευγε να αναμίξει τις αρχές αστυνόμευσης στο ζήτημα. Αυτή η πρακτική καθιστούσε την επιβολή της τάξης από τις αρχές, όταν εκείνες επιχειρούσαν να παρέμβουν, αναποτελεσματική. ‘Ο νόμος και η τάξη συχνά επιβαλλόταν από την ίδια την κοινότητα, ακόμα και όταν αυτό ενέπιπτε τυπικά στην δικαιοδοσία του χωροδεσπότη.’10 Στο ηπειρωτικό μέρος της Ευρώπης, σε πολλές περιοχές επιβίωναν συνελεύσεις (παραδοσιακές μορφές κοινοτικής διακυβέρνησης) ακόμη και κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, παράλληλα με τους κοσμικούς και εκκλησιαστικούς άρχοντες. Στα τέλη του 17ου αιώνα ο θεσμός της αυτόνομης αγροτικής κοινότητας έχει περιπέσει σε παρακμή. Το βασικό αίτιο ήταν η οικονομική πόλωση στο εσωτερικό των κοινοτήτων, που δημιούργησε μια νέα διττή πραγματικότητα: από την μια πλευρά μια γαιοκτητική ελίτ και από την άλλη έναν αυξανόμενο αριθμό ακτημόνων. Η κεφαλαιοποίηση της γης από εξωκοινοτικούς φορείς και οι αυξανόμενες απαιτήσεις τους νέου έθνους-κράτους συνέβαλαν στην διάβρωση της εύθραυστης οικονομίας της αγροτικής κοινότητας. Ο έντονος τοπικισμός όμως επιβίωσε πέραν της απώλειας πολιτικής αυτονομίας. Στην βάση αυτή, έντονη απειλή για το αναδυόμενο συγκεντρωτικό κράτος συνιστούσαν οι τοπικοί δεσμοί πίστης. Την εποχή που οι τοπικές κοινότητες ενσωματώθηκαν σε κάποιο ευρύτερο μόρφωμα, καταλύθηκαν πολλές σταθερές που αποτελούσαν τα γρανάζια του έως τότε τρόπου λειτουργίας τους. Την μεταβατική περίοδο από την κλειστή, αυτόνομη κοινωνία της υπαίθρου σε περιφερειακά χωριά υπαγόμενα στην κεντρική αρχή, διαμεσολαβητικό ρόλο έπαιξαν η ανώτερη και η κατώτερη αριστοκρατία. Οι ομάδες αυτές συχνά λειτουργούσαν ως φορείς της κεντρικής εξουσίας στις επαρχίες. Άμεση συνέπεια ήταν η δημιουργία ενός κοινωνικού χάσματος στην ύπαιθρο του 17ου αιώνα, το οποίο διασάλεψε τις ισχύουσες ισορροπίες με αποτελέσματα αρνητικά για τον ψυχισμό των ανθρώπων. 9 Βλ. Κεφάλαιο 2: Γερμανία 16ος και 17ος αιώνας, II. Ο Τριακονταετής πόλεμος (1618-1648) 10 Kamen, Henry, ‘Πρώιμη Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία’, (μτφ. Καλογιάννη Ελένη), Μεταίχμιο, Αθήνα, 2002, σ.31 9
  • 10. Εισχωρώντας βαθύτερα σ’ αυτόν ακριβώς τον ψυχισμό, και ειδικότερα σε συνάρτηση του με τα κυνήγια μαγισσών, δεν θα μπορούσαν να παραλειφθούν κάποιες συνήθειες των ανθρώπων που είχαν καταλυτική επίδραση την ώρα της κατηγορίας ενός γείτονα για άσκηση μαγείας. Πιάνοντας το νήμα από την αρχή, την περίοδο του μεσαίωνα, επικρατούσε στην Ευρώπη ένα φοβικό κλίμα που δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί. Ακόμα και στην περίπτωση που οι εχθροπραξίες των κυβερνόντων ή οι θρησκευτικές διαμάχες δεν είχαν άμεση επίπτωση στις ζωές των αγροτών, ο θάνατος ήταν κομμάτι της καθημερινής εμπειρίας τους. Μετά την Αναγέννηση, σημειώθηκε μια έξαρση συλλογικής βίας άνευ προηγουμένου, που εμφανιζόταν σε κάθε μορφή κοινωνικής σύγκρουσης. Η παράπλευρη θνησιμότητα ως αποτέλεσμα των πολέμων ήταν υψηλότερη από αυτή στα πεδία των μαχών, ενώ οι λεηλασίες στις περιοχές από τις οποίες διέρχονταν τα στρατεύματα είχαν ανυπολόγιστες οικονομικές και ψυχολογικές συνέπειες. Σε συνδυασμό με την εξάπλωση επιδημιών που μείωσε τον ευρωπαϊκό πληθυσμό αισθητά και περιόρισε το ήδη χαμηλό όριο ηλικίας, η ανθρώπινη ζωή κάθε άλλο παρά δεδομένη θεωρείτο από τους συγχρόνους. Τα μειωμένα ποσοστά γεννήσεων, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και αυτά της βρεφικής θνησιμότητας προσέθεταν στην εικόνα τρόμου που παρουσιάζει η περίοδος αυτή. Στο βιοποριστικό επίπεδο, οι αγρότες έβλεπαν την παραγωγή τους να καταστρέφεται από τον στρατό και από ακραίες καιρικές συνθήκες όπως ήταν η Εποχή των Μικρών Παγετώνων που ξεκίνησε το 1290 σε πολλές περιοχές της Ευρώπης και διήρκησε τέσσερις αιώνες. Οι θρησκευτικές συγκρούσεις με τα παρεπόμενα αυστηρά μέτρα που η κάθε ενορία έπαιρνε για να θωρακιστεί από αιρετικές επιρροές, επηρέαζαν ασφυκτικά την ζωή σε επίπεδο πολιτισμικών πρακτικών και άσκησης των λαϊκών εθίμων. Εξωτικοί εχθροί όπως οι Τούρκοι, μακρινοί και άγνωστοι έπαιρναν διαστάσεις εξωπραγματικές στην φαντασία των ανίδεων λαϊκών στρωμάτων. Αυτή τη τρομαχτική μορφή του εχθρού εκμεταλλεύτηκε η Εκκλησία και η λόγια ελίτ για να δημιουργήσει την εικόνα ενός Σατανά που μπορούσε ανά πάσα ώρα και στιγμή να διεισδύσει σε οποιαδήποτε κοινότητα, μέσω των μελών της ή των περιπλανώμενων περιθωριακών στοιχείων. Η αίσθηση αυτή της ασύμμετρης απειλής διαπότισε την ψυχοσύνθεση των αγροτών ιδιαίτερα, που σύντομα έμαθαν ότι οι Εβραίοι, οι επαίτες, οι λεπροί ήταν εν δυνάμει υπηρέτες του Σατανά και είχαν σκοπό να τους προκαλέσουν κακό. Οι σκληρές διώξεις των αιρετικών, και στην συνέχεια των μαγισσών, άφηναν βαθιά σημάδια στις περιοχές όπου εφαρμόζονταν. Μέσα στο κλίμα αυτό, οι κοινότητες επανέκαμπταν σχετικά γρήγορα από το κάθε χτύπημα, κρατώντας κάθε φορά μια στάση όλο και πιο καχύποπτη. Σταδιακά η κοινωνική ανοχή στα προβληματικά στοιχεία της κοινότητας μειωνόταν, ενώ το ένστικτο της αυτοσυντήρησης έγινε κίνητρο για ακραίες συμπεριφορές, ευκαιρίας δοθείσης. Στην καθημερινή τους ζωή, οι αγρότες διήγαγαν διαφορετικό βίο από τους αστούς. Το βασικότερο χαρακτηριστικό τους ήταν η δυσκολία να διαχωρίσουν τον ελεύθερο χρόνο από τον εργασιακό. Η εκχρηματισμένη κοινωνία ήταν ακόμη στην διαδικασία διαμόρφωσης, οι μισθοί καταβάλλονταν σε είδος ενώ οι οφειλές ξεπληρώνονταν σε μορφή αγγαρείας. Τα άτομα έτειναν να συνεισφέρουν σε ομαδικό προϊόν εργασίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, σε μια αγροτική οικογένεια τα διάφορα μέλη της είχαν προκαθορισμένες υποχρεώσεις. Ελλείψει εργασιακής πειθαρχίας, οι συνήθειες που αφορούν στην κοινωνική αλληλεπίδραση διαφοροποιούνται από αυτές που εξασκούνται στις πόλεις. Δημιουργούνται άλλου είδους σχέσεις, τόσο ανθρώπινες όσο και κοινωνικές. Άντρες και γυναίκες, στις αντίστοιχες σφαίρες κίνησης και δράσης τους, αναμίγνυαν την προσωπική με την κοινωνική τους ζωή. 10
  • 11. ‘Στον λαϊκό νου δεν υπήρχε σαφής διαφοροποίηση μεταξύ του ιερού και του κοσμικού ή μεταξύ της εργασίας και της σχόλης.’ 11 Ειδικότερα οι εκκλησιαστικές αρχές κατέβαλλαν μεγάλη προσπάθεια για να πείσουν τα μέλη του κάθε ποιμνίου να διαχωρίσουν τον εργασιακό από τον θρησκευτικό τους χρόνο. Όλες οι δραστηριότητες όμως αποτελούσαν την καθημερινή πραγματικότητα, και ήταν προσωπική επιλογή του καθενός σε ποιο κομμάτι της θα έδινε μεγαλύτερη προσοχή. Όσο αφορά στην σχόλη, στην προ- βιομηχανική Ευρώπη δεν είχε ακόμη καθοριστεί η έννοια της. Οι ώρες της περιλάμβαναν αρκετές δραστηριότητες, εξάσκηση των εθίμων της κάθε κοινότητας, ενασχόληση με μικροπροβλήματα γειτονίας και άλλα ζητήματα που δεν συνδέονταν με την παραγωγικότητα. Η σχόλη θεωρείτο συλλογική δέσμευση προς την κοινότητα εκ μέρους όλων των μελών της. Ήταν μια ζωτική διάσταση των καλών ενδοκοινοτικών σχέσεων, η οποία εκφραζόταν με την ανάμιξη των μελών της κοινότητας σε κάποιον κοινό χώρο, με την συμμετοχή τους σε εορτασμούς ή άλλες δραστηριότητες. Η σωστή λειτουργία της, απέφερε την ενδυνάμωση των κοινωνικών δεσμών και απέτρεπε τις ενδοκοινοτικές συγκρούσεις. Ως μη- διαχωρισμένη από την εργασία, ήταν ένα συμπλήρωμα των εργασιακών δραστηριοτήτων του ατόμου. Αυτός ήταν και ο λόγος που, άτομα με αντικοινωνική συμπεριφορά αντιμετωπίζονταν με καχυποψία, και πολλές φορές με οργή. Στην διαδικασία θεώρησης ενός ατόμου ως μάγο/ μάγισσα η συγκεκριμένη λεπτομέρεια είχε ισχύ αποδεικτικού στοιχείου στα μάτια των γειτόνων του. Στον μικρόκοσμο των κατοίκων της υπαίθρου, δρούσαν παράλληλα με τις πιο επίσημες πρακτικές, ανεπίσημα κανάλια διακίνησης πληροφοριών. ‘Η έννοια της ιδιωτικότητας στην Ευρώπη χρονολογείται μόλις μετά τον 18ο αιώνα και – όπως και να έχει- σπανίως εφαρμόζεται σε χωρικούς όπου και αν κατοικούν.’12 Η φήμη και το κουτσομπολιό δουλεύουν συγκαλυμμένα, εκτός των επίσημων μηχανισμών για κοινωνικό έλεγχο και γι’ αυτόν τον λόγο δεν μπορούν να ελεγχθούν και να επαληθευτούν από κατηγορηματικά μέσα. Αυτή είναι και η δύναμη της τους στο να παράγουν αποτελέσματα, ασχέτως εξακρίβωσης. Επανειλημμένες συζητήσεις και αναμνήσεις από το παρελθόν, κατασταλάζουν στα συμφραζόμενα τους με την βαρύτητα πεποιθήσεων. Σε περιόδους φόβου ή απειλής, ενέργειες που ειδάλλως θα θεωρούνταν αθώες, προσλαμβάνονται με καχυποψία και σχολιάζονταν αναλόγως. Το κουτσομπολιό αποτελούσε καταλύτη στις κοινωνικές διεργασίες είτε με το να αποφεύγονται αντιπαραθέσεις είτε παροξύνοντας τες. Εξασκούνταν ανάμεσα σε ανθρώπους, δίκτυα ή ομάδες. Είχε την ιδιότητα να εισβάλλει παντού, να εξαπλώνεται και να καταστρέφει, όπως ένας ιός. Ανάλογα με το κίνητρο, μπορούσε να έχει την ίδια ισχύ με μια κατηγορία για μαγεία. Η φήμη από την άλλη πλευρά, είναι μια ανεπιβεβαίωτη πληροφορία, αληθής ή ψευδής, η οποία περνά από στόμα σε στόμα σε δίκτυα μεγαλύτερα από αυτά του κουτσομπολιού. Η παλαιότητα ύπαρξης μιας φήμης αποτελεί σημάδι αυθεντικότητας. Και οι δύο λειτουργίες οδηγούν στην αποθήκευση πληροφοριών που παραμένουν στο σκοτάδι, αποτελώντας μια πηγή η οποία ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να προμηθεύσει τον λόγο του ατόμου ή και της κοινότητας. Στην ουσία δημιουργείται ένας φάκελος για το κάθε άτομο από τον οποίο μπορεί να αντλήσει η κοινότητα ενοχοποιητικές πληροφορίες ως όπλα εναντίον του, όποτε παρουσιαστεί ανάγκη. 11 Kamen, Henry, ‘Πρώιμη Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία’, (μτφ. Καλογιάννη Ελένη), Μεταίχμιο, Αθήνα, 2002, σ.78 12 Thurston W. Robert, ‘Μάγοι και Μάγισσες’, (μετάφραση Παπαστάμου Ιωάννα), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2006, σ.204 11
  • 12. Το γεγονός αυτό εν μέρει εξηγεί και την έμφυλη διάσταση των κυνηγιών καθώς είναι γνωστό ότι ο χώρος της κοινωνικής δράσης των γυναικών τις έθετε στο επίκεντρο των φημών. Αυτός ήταν ο χώρος του νοικοκυριού, ο οποίος ήταν εκτεθειμένος στο κουτσομπολιό, τα άγχη και τους καβγάδες. Οι φήμες γενίκευαν και αντανακλούσαν τον φόβο και την επιθετικότητα που υπήρχαν ανάμεσα στους ανθρώπους. Η αποκλίνουσα συμπεριφορά, και ως τέτοια εκλαμβάνουμε μια συμπεριφορά που δεν συμμορφώνεται με τα επικρατούντα κοινωνικά κριτήρια, τροφοδοτούσε το κοινοτικό κουτσομπολιό. Η φήμη περιγραφόταν στον ευρωπαϊκό ηπειρωτικό νόμο ως ένδειξη (indicium) ενοχής ή αθωότητας, που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη για την σύνδεση ενός προσώπου με ένα έγκλημα. Τα άτομα που επιδείκνυαν κάποιου είδους ανεπίτρεπτης συμπεριφοράς γίνονταν στόχοι υποψίας για τους γείτονες τους. Από την άλλη, λειτουργούσε επιβαρυντικά όταν το άτομο είχε ήδη δημιουργήσει έχθρες με συντοπίτες του. Στην περίπτωση αυτή, υπήρχε μια βάση για την εκκίνηση διαμόρφωσης της κατηγορίας, με την σύμπνοια και αποδοχή της κοινότητας. Στα χωριά, γνωρίζονταν όλοι με όλους και σε ένα περιβάλλον όπως αυτό η συσσωρευμένη αρνητική συμπεριφορά οδηγούσε σε κατηγορία για μαγεία, εάν οι συγκυρίες συνέδεαν το πρόσωπο με ατυχή γεγονότα. Στην χάλκευση κατηγοριών για μαγεία συνέβαλαν πολλοί παράγοντες. Από τις καταγεγραμμένες υποθέσεις διαπιστώνουμε ότι το αφήγημα της άρνησης ελεημοσύνης έφθινε ραγδαία. Οι καταγγελίες για μαγεία, είχαν τις ρίζες τους σε μνησικακίες και έχθρες στο εσωτερικό των κοινοτήτων. Συνέδραμαν εντάσεις μεταξύ γειτόνων, οι διαρκείς μνήμες θανάτου και συμφορών στον μικρόκοσμο τους, και σίγουρα η προθυμία τους να δουν τον διάβολο να δρα στην κοινότητα τους. Βασίζονταν σε ενδοκοινοτικές, ακόμα και οικογενειακές προστριβές. Υποψίες, φθόνος και κουτσομπολιά βάση της προαναφερθείσας διαδικασίας οδηγούσαν στην ποινική δίωξη κάποιων ανθρώπων. Η μαγεία εμφανιζόταν όταν σημειώνονταν τριβές και ρήξεις στις κοινωνίες, σε περιόδους οικονομικής κρίσης, πολέμων, λιμού, κοινωνικής κρίσης, απώλειας της πίστης και του προσανατολισμού. Ακόμα κι αν οι δίκες δεν ήταν προϊών τέτοιων περιόδων αμφισβήτησης, σίγουρα επιδεινώνονταν τα ήδη διαδραματιζόμενα κυνήγια. Ο πολλαπλασιασμός των δικών, ήταν σημάδι για την χαλάρωση του ασκούμενου κοινωνικού ελέγχου. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την κοινωνική μεταβατικότητα της περιόδου, δεν αποτελεί έκπληξη η υποχώρηση της παραδοσιακής αλληλοβοήθειας και της ελεημοσύνης. Παράλληλα, στην βάση της πολύ υπαρκτής πίστης στην μαγεία, ο φόβος της εκδίκησης μέσω μαγείας ανάγκαζε τους χωρικούς να εξυπηρετούν τις γυναίκες – ή τους άντρες- ύποπτων για μαγεία. Η πτυχή αυτή αιτιολογεί το γιατί τα άτομα που διακινδύνευαν από τον χαρακτηρισμό του μάγου ή της μάγισσας, δεν άλλαζαν τακτική στην καθημερινότητα τους. Εξίσου αποτελεσματικά με μια προκλητική συμπεριφορά, την φήμη μπορούσε να δημιουργήσει η αλληλουχία ατυχών περιστατικών. Καθώς τα άτομα διήγαγαν τον έμβιο κύκλο τους, σε μια κοινωνία με ελάχιστη ιδιωτικότητα είχαν την τάση να δημιουργούν έχθρες και να εξαρτώνται από την υποστήριξη της οικογένειας και στενών τους φίλων στις αντιπαραθέσεις που παράγονταν. Οι χωρικοί είχαν συνηθίσει να παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους, και να δίνουν λύσεις κατά την συλλογική κρίση της κοινότητας. Δεν υπήρχε καμία εμπιστοσύνη στους δικαστές, οι δίκες ήταν χρονοβόρες διαδικασίες και οι ποινές δεν πρόσφεραν πάντα την αίσθηση δικαίωσης στους κατήγορους. Οι άνθρωποι προτιμούσαν να καταφεύγουν σε προσωπικούς εκφοβισμούς, απειλές, χειροδικία, ακόμη και λιντσάρισμα του εχθρού τους. Στις περιπτώσεις μαγισσών –και όχι μόνο- έφθαναν στην δολοφονία. Συγκεκριμένα, στο 12
  • 13. θέμα των δικών μαγείας, μια επίσημη καταγγελία ελλόχευε την έκρηξη δυσαρέσκειας από ποικίλους πυρήνες. Καταρχήν, τα άτομα δίσταζαν να προχωρήσουν μεμονωμένα, δίχως την υποστήριξη συγγενών και γειτόνων, στην κατηγορία ενός ατόμου για άσκηση μαγείας. Κάτι τέτοιο, χωρίς την κοινή συναίνεση της κοινότητας για την δικαστική ανάμιξη, θα αποτελούσε διασπαστική πράξη και θα αντιμετωπιζόταν αναλόγως. Έπειτα, οι δίκες μαγείας παραδοσιακά κρατούσαν πολύ καιρό μέχρι την τελική ετυμηγορία. Συνεπώς, ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν δαπανηρό, και οι αγρότες δίσταζαν όταν τους κατέστη γνωστό πως σε περίπτωση που η μήνυση αποτύγχανε, ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλλουν τα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα με τον πίνακα της Christina Larner, περί φυσιολογικού και μη- φυσιολογικού ελέγχου της μαγείας, προκύπτουν αντικρουόμενα πορίσματα σχετικά με την συνήθεια να λύνονται οι διαφορές των ανθρώπων διαπροσωπικά. Στις περιπτώσεις που υπήρχε υποψία για τέλεση βλαπτικής μαγείας, το να αποφευχθεί η δικαστική οδός μερικές φορές είχε ως αποτέλεσμα και την αποφυγή της θανατικής καταδίκης. Τουλάχιστον στην αρχή των κυνηγιών, που η δίωξη δεν είχε εντυπωθεί στην καθημερινότητα των ανθρώπων, το σχήμα δράσης ήταν ανεπίσημο και αποτελεσματικό. Οι χωρικοί πρέπει να αντιμετώπιζαν τις μάγισσες εξωθεσμικά, κάτι που δεν θα μπορούσε ξαφνικά να απαξιωθεί. Εφόσον οι μάγοι και οι μάγισσες ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινότητας, μέλη της που αλληλεπιδρούσαν με τα υπόλοιπα μέλη, ήταν φυσικό κάποια στιγμή να προκύψουν διαμάχες. Αυτοί οι διαπληκτισμοί θα εμπλουτίζονταν με κάποιες κατάρες, η νοητική καταγραφή των οποίων θα λειτουργούσε ως αποδεικτικό ενοχής για το άτομο που έκανε χρήση τους, σε περίπτωση που τις επόμενες μέρες συνέβαινε μια ατυχία στον ‘εχθρό’ του. Οποιαδήποτε συμφορά ή βλάβη σημειωνόταν στον ίδιο, την οικογένεια του ή την περιουσία του, αποδιδόταν στην άσκηση μαύρης, βλαπτικής μαγείας. Από την στιγμή αυτή, δύο οδοί υπήρχαν για τους λοιπούς χωρικούς που ήθελαν να αποκαταστήσουν την ισορροπία. Η φυσιολογική μέθοδος ελέγχου της μαγείας περιλάμβανε τα ανεπίσημα βήματα της προσέγγισης του μάγου ή της μάγισσας. Ανάλογα με την αντιμετώπιση του ‘ενόχου’ είτε θα σημειωνόταν συμφιλίωση, είτε θα λαμβάνονταν μέτρα αντί- μαγείας από το θύμα και θα προέβαινε με τους γνωστούς του σε επιθετικές κινήσεις. Την εποχή πριν την ποινικοποίηση της μαγείας, ένα τέτοιο θέμα λυνόταν χωρίς βία ή τουλάχιστον χωρίς την θανάτωση του μάγου ή της μάγισσας. Ο τρόπος επίλυσης των μαγικών προβλημάτων τους ήταν μια σταθερή διαδικασία που εξασφάλιζε την ισορροπία στις κοινότητες. Με την έναρξη των κυνηγιών όμως, και ειδικά σε περιπτώσεις θανάτου όταν ο ετοιμοθάνατος κατήγγειλε στο κρεβάτι τον υπαίτιο της συμφοράς του, η επίσημη καταγγελία αποτελούσε πλέον μονόδρομο. Κι αυτή ήταν η επίσημη οδός, ο μη- φυσιολογικός έλεγχος της μαγείας κατά την Ch. Larner.13 Περιλάμβανε την παρέμβαση των αρχών, την ανάμιξη του δικαστικού συστήματος και των κληρικών, όλοι εμποτισμένοι με τις δαιμονολογικές θεωρίες της ελίτ και τις μεθόδους ανάκρισης μαρτύρων και κατηγορούμενων με έναν μόνο στόχο: την κατασκευή της ετυμηγορίας. Ακολουθούσε η φυλάκιση του κατηγορούμενου, η ανάκριση του και μια σειρά μεθόδων βασανισμού ώστε να εκμαιευτεί η επιθυμητή ομολογία. Όταν η απόφαση προέβλεπε την θανατική καταδίκη, εκπληρωνόταν η εκδίκηση που επιθυμούσαν οι κατήγοροι, αλλά το αποτέλεσμα προσέφερε και την κοινοτική 13 Christina Larner, “Witchcraft and Religion. The Politics of Popular Belief”, Οξφόρδη, Blackwell, 1984, σ.131. 13
  • 14. κάθαρση. Το λαϊκό αίτημα για θανατική καταδίκη γινόταν ολοένα και πιο έντονο, καθώς όσοι καταδικάζονταν διακρίνονταν από την γενικευμένη πίστη πως είχαν βλάψει από μοχθηρία τους γείτονες τους, και αποτελούσαν απειλή για ολόκληρη την κοινότητα. Όσο περνούσε ο καιρός, ο λαός εμπιστευόταν τα δικαστήρια ότι θα ικανοποιούσαν τα αιτήματα τους. Οι οργανωμένες από το κράτος εκτελέσεις μαγισσών ήταν από μόνες τους ένα δείγμα βίας. Η δημοσιότητα τους προσέφερε στους χωρικούς τον καθησυχασμό ότι η κοινότητα τους εξαγνίστηκε από το κακό, πράγμα το οποίο σε άλλη περίπτωση, θα είχαν επιδιώξει μόνοι του, παίρνοντας τον νόμο στα χέρια τους. ‘Ο νόμος, που ονομαζόταν talion ή lex talionis (ο νόμος της αντεκδίκησης), απέτρεπε την στοιχειοθέτηση οποιασδήποτε κατηγορίας χωρίς σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία και πιθανόν χωρίς σημαντική κοινωνική ή πολιτική υποστήριξη.’14 Με την έναρξη της χρήσης της ανακριτικής διαδικασίας από το 1300 και το πέρασμα της ευθύνης για καταγγελία από τα χέρια των ιδιωτών στους αξιωματούχους, δημιουργήθηκε ένα νέο πλαίσιο. Γεγονός παρέμενε η δυσπιστία των χωρικών απέναντι στους μορφωμένους εκπρόσωπους του νόμου. Από την στιγμή όμως που πείστηκαν για ην λειτουργικότητα των δικών, δεν δίστασαν να κάνουν κατάχρηση του μέσου. Στις περιφέρειες ειδικότερα, τα τοπικά πρωτοδικεία νοιάζονταν περισσότερο να καταδικάσουν τον κατηγορούμενο παρά να του προσφέρουν μια δίκαιη δίκη. Εκεί σημειώνονταν και φριχτές καταχρήσεις του δικαστικού μηχανισμού. Μετά από απειλές και βασανιστήρια όπως ήταν οι λαβίδες εξάρθρωσης, ο τροχός, η μέγγενη, και το strappado, σε επάλληλες φάσεις, οι κατηγορούμενοι έλεγαν στους δικαστές ό, τι ήθελαν να ακούσουν. Παραδέχονταν την αποπλάνηση τους από τον Διάβολο, την συμμετοχή τους στο Sabbath, την τέλεση μαύρης βλαπτικής μαγείας και κατέδιδαν ακόμη και φανταστικούς συνεργούς. Από την πλευρά των δικαστών, υπήρχε πλήρης αδιαφορία για τον απολογητικό λόγο και για την ποιότητα του κατηγορούμενου. Το στερεότυπο που δημιουργείτο για εκείνον, δεν μπορούσε να καταρριφθεί σε καμία περίπτωση, παγιωνόταν. Πολύ αργότερα, την εποχή του σκεπτικισμού μετά το ‘witch- craze’ αυτή η τακτική άλλαξε. Η κοινότητα είχε την τάση να ενώνεται απέναντι στους μάγους και τις μάγισσες της, υπό την πίεση κάποιας κρίσης, γενικής ή προσωπικής. Συχνά το θύμα αναλογιζόταν την πιθανότητα μαγείας επειδή υπήρχε κάποιος διαθέσιμος ύποπτος, στην μορφή κάποιου ατόμου που είχε ήδη την φήμη του μάγου ή της μάγισσας και με τον οποίο είχε προκύψει πρόσφατα κάποια παρεξήγηση ή διαμάχη. Αυθόρμητες καταγγελίες δεν ήταν συχνές, από την στιγμή όμως που σημειώνονταν υπήρχε ο κίνδυνος να προκληθεί μια χιονοστιβάδα από αλληλοσυνδεόμενες δίκες. Όπως προαναφέρθηκε, αρχικά δεν υπήρχε ιδιαίτερη προθυμία στους κόλπους των χωρικών να οδηγήσουν τους μάγους ή τις μάγισσες στα δικαστήρια, από την στιγμή που άλλα μέσα αντιστάθμισης των υποτιθέμενων μοχθηρών τους πρακτικών παρείχαν εναλλακτικές λύσεις. Η σιωπηρή συναίνεση της κοινότητας παρέμενε πάντα αυστηρή προϋπόθεση για να φτάσει μια υπόθεση στην δικαστική αίθουσα. Εκείνη ήταν η στιγμή, που ένας μεγάλος αριθμός χωρικών ήταν έτοιμοι να καταθέσουν, εμφανώς αποφασισμένοι να αξιοποιήσουν αυτήν την ευκαιρία για να απαλλαγούν από κάποιο γείτονα τον οποίο φοβούνταν ή εχθρεύονταν από παλιά. Ήταν μια ευκαιρία για την οριστική διευθέτηση λογαριασμών που είχαν ανοιχτεί παρελθοντικά με άλλους εξέχοντες υπόπτους συν τα μέλη της οικογένειας της μάγισσας. Ειδικά οι τελευταίοι, έπρεπε να περιοριστούν, να 14 Thurston W. Robert, ‘Μάγοι και Μάγισσες’, (μετάφραση Παπαστάμου Ιωάννα), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2006, σ. 181 14
  • 15. εξοριστούν ή ακόμη και να θανατωθούν, διότι θα αποτελούσαν πάντα απειλή για την υπόλοιπη κοινότητα στην βάση του φόβου της ανταπόδοσης για την μοίρα του καταδικασθέντος συγγενή τους. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα παραπάνω, συναντούμε στα αρχεία ένα μοτίβο περιπτώσεων, όπως για παράδειγμα αυτή της Anna Ebeler: Το 1669 στο Ausburg η εν λόγω μαία κατηγορείται για τον φόνο μιας λεχώνας με μαγικά μέσα. Μόλις έγινε η επίσημη καταγγελία εμφανίστηκαν κι άλλες γυναίκες που της χρέωσαν τους φόνους των βρεφών τους. Η Ebeler ήταν μια από τις 18 μάγισσες που εκτελέσθηκαν στο Ausburg εκείνη την εποχή. Η υπόθεση αυτή συνοψίζει όλες τις τακτικές που ακολουθούσαν οι κάτοικοι της υπαίθρου ως προς την χρήση της φήμης, την διαχείριση της μνήμης, της ζύμωσης που προηγείτο μιας επίσημης κατηγορίας και την αλληλουχία δικών που αναπτυσσόταν, αρχής γενομένης της κατηγορίας αυτής. II. Σχέσεις γειτονίας και σχέσεις εξουσίας. Η ανάδυση μιας καταδιώκουσας κοινωνίας. Στα χωριά και τις κωμοπόλεις τα μέλη της κοινωνίας δεν απολάμβαναν μεγάλη κινητικότητα, ενώ αντίθετα ήταν αναγκασμένοι να αλληλεπιδρούν σ’ έναν χώρο ασφυκτικά μικρό. Δεν μπορούσαν εύκολα να αποφύγουν ο ένας τον άλλο, είτε στα καλά είτε στα άσχημα της ζωής. Το γεγονός αυτό έπαιξε ζωτικό ρόλο στην γένεση των κατηγοριών για μαγεία. Ο πυρήνας της πίστης έγκειται στο ότι οι μάγοι/ μάγισσες είχαν υπερφυσικές δυνάμεις τις οποίες επιστράτευαν για να βλάψουν τους γείτονες τους σε πρώτο επίπεδο, και σ’ ένα δεύτερο ολόκληρη την κοινότητα. Δεν ήταν μόνο ο εχθρός ‘εντός των τειχών’ αλλά και άτομα οικεία, των οποίων οι φήμες χτίζονταν σταδιακά μέσα στον χρόνο, μέσω της εσωτερικής διεργασίας του κουτσομπολιού και της φημολογίας. Μια τόσο επίμονη πίστη αιτιολογείται από την απάντηση που έδινε σε βαθιές ανησυχίες και ανάγκες των ανθρώπων της εποχής. Ήταν μια προσπάθεια να εξηγήσουν την ατυχία και την συμφορά, μια εξήγηση που ίσως και να παρείχε τα μέσα για να αντιστραφεί η δυσχερής κατάσταση. Σε τελική ανάλυση, οι περισσότεροι από τους διωκόμενους δεν είχαν διαπράξει κάποιο κακό, απλά διέρρηξαν τις σχέσεις καλή γειτονίας με τους συντοπίτες τους. Ως ενσάρκωση του ‘άλλου’, ο μάγος ή η μάγισσα ήταν ένα ανθρώπινο πλάσμα που είχε προδώσει τους φυσικούς δεσμούς του για να γίνει υπηρέτης του κακού. Ο διωγμός τους όμως ξεκινούσε όταν η ανησυχία του λαού για την μαγεία ήταν σε συγκριτικά χαμηλό επίπεδο και κατέληγε ενδημική κατάσταση όταν η κάθε κοινότητα περνούσε μια περίοδο οικονομικού και κοινωνικού αποπροσανατολισμού. Έπαιρνε δεκαπέντε με είκοσι χρόνια συλλογής συμβάντων πριν αποφασίσουν τα μέλη της κοινότητας να καταδώσουν έναν γείτονα τους. Η προηγούμενη εμπειρία όμως του διωγμού κορύφωνε το αίσθημα πανικού και προμήθευε τους χωρικούς με ένα index γνωρισμάτων. Αυτό συνέβαλε στην εξάπλωση των δικών στο ίδιο χωριό και τα όμορα του. Η Ευρώπη δεν είχε γνωρίσει πιο σκληρή περίοδο όσο αφορά στις θανατικές καταδίκες. Η Annabel Gregory τάσσεται στο πλευρό της Christina Larner και υποστηρίζει το μοντέλο επιβολής κοινωνικού ελέγχου ως ερμηνεία για τις δίκες μαγείας. Βλέπουμε όμως ότι σε πολλές περιπτώσεις, η άρχουσα τάξη προσπαθούσε να αποτρέψει την εξάπλωση των δικών. Σε κάποιες περιφερειακές περιοχές, προς τα μέσα του 17ου αιώνα, οι αρχές ήταν εχθρικές απέναντι σε τέτοιες εκδηλώσεις διότι τις θεωρούσαν προϊόντα ταραχής και πρόληψης. Η εργαλειοποίηση της μαγείας από τα κατώτερα στρώματα ήταν γεγονός. Χρησιμοποιούσαν το ισχυρότερο όπλο που υπήρχε την δεδομένη στιγμή για να εξοστρακίσουν από την κοινωνία τους ανεπιθύμητα στοιχεία, βάσει πολλαπλών 15
  • 16. κινήτρων. Αν αρχικά ο φόβος και η πίστη τους οδηγούσε στην κατάδειξη ενός μάγου ή μιας μάγισσας, υπήρξε μια εποχή που τα κίνητρα έγιναν πιο προσωπικά, βασισμένα σε οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα του κατήγορου. Αυτή η μεταλλαγή είχε πολλές γενεσιουργές αιτίας, με πρώτη και κύρια την διαστρέβλωση των σχέσεων γειτονίας και αλληλεγγύης στο εσωτερικό των κοινοτήτων. Η αποδιοργάνωση των κοινοτικών σχέσεων ξεκίνησε από την δημιουργία της μέσης ελίτ στην αγροτική ύπαιθρο, στα τέλη του 17ου αιώνα. 15 Αυτό το νέο μόρφωμα μοιραζόταν τα ίδια οικονομικά συμφέροντα με την τοπική κτηματική αριστοκρατία. Αυτή η ιδιοκτήτρια μειοψηφία λειτουργούσε ως διαμεσολαβητής των κατώτερων στρωμάτων και της άρχουσας τάξης και αναζητούσε την συνδρομή του νόμου και της εξουσίας για την αντιμετώπιση πραγματικών ή μαγικών απειλών στις οποίες βρισκόταν εκτεθειμένη. Μ’ αυτό τον τρόπο διέρρηξε το παραδοσιακό μέτωπο της τοπικής κοινότητας απέναντι στον έξω κόσμο. Η καχυποψία, ο φθόνος και οι προσωπικές φιλοδοξίες δηλητηρίασαν τις σχέσεις των κατοίκων της κοινότητας. Τα αλτρουιστικά ένστικτα υποχώρησαν, η παράδοση της φιλανθρωπίας εγκαταλείφθηκε εφόσον πλέον οι επαίτες αποτελούσαν απειλή, ο κόσμος έβλεπε παντού πιθανούς εχθρούς. Οι κατηγορούμενοι για μαγεία προέρχονταν από όλα τα κοινωνικά στρώματα, στοιχείο που καταδεικνύει πόσο συνειδητά έκανε ο λαός χρήση των κατηγοριών. Πρόκειται για προσεκτικές επιλογές, στις οποίες η κοινότητα κατέληγε μέσα από ορθολογικές και συμφεροντολογικές διαδικασίες. Αυτό φυσικά δεν υπήρξε ποτέ απόλυτο, όπως καμία όψη του κυνηγιού των μαγισσών δεν αποκλείει κάποια άλλη. Κυρίαρχος παραμένει ως το τέλος ο πολύ υπαρκτός φόβος του maleficium. Όταν οι σχέσεις στο εσωτερικό των κοινοτήτων αλλοιώνονταν κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, οι εντάσεις που προέκυπταν κλιμακωτά πυροδοτούσαν τον φόβο αυτό και άναβαν την πυρά στην οποία κατέληγαν οι ‘θύτες/ θύματα’. Με την ενεργή πίστη στην μαγεία και συνδυασμό με τους νέους νόμους που υιοθετήθηκαν ώστε τα δικαστήρια να λειτουργούν πιο αποτελεσματικά οι διώξεις τραβούσαν σε βάθος χρόνου. Η υποστήριξη της άρχουσας τάξης ήταν πάντα η προϋπόθεση για την έναρξη της καταδίωξης, αλλά όχι και η κινητήριος δύναμη της. Σε τοπικό επίπεδο υπήρχαν διαφοροποιήσεις, συνολικά όμως προέκυψε μια περίπλοκη κι απρόβλεπτη αλληλεπίδραση ανάμεσα στους λαϊκούς και τις ιδέες των ελίτ περί μαγείας. Αν κι δεν υιοθετήθηκαν ποτέ πλήρως από τα κατώτερα στρώματα, οι ιδέες αυτές αντικατοπτρίζονται στα αρχεία των δικών έπειτα από μεθοδευμένες ερωτήσεις. Και, παρά την υπόδειξη της δικαστικής οδού εκ των άνω, ήταν ο πληθυσμός που προμήθευε τους υπόπτους, ακόμα και σε περιπτώσεις που επαγγελματίες κυνηγοί μάγων και μαγισσών όπως για παράδειγμα ο Matthew Hopkins ενέπνεαν ζήλο και εξαπέλυαν ανηλεές κυνήγι. Άπαξ και μια υπόθεση έφτανε στα δικαστήρια, η πιθανότητα απόσυρσης της ήταν μηδαμινή. Πολλά από τα θύματα ομολογούσαν αυθόρμητα εφόσον ήξεραν ότι, από την στιγμή που είχαν κατηγορηθεί, η άμυνα ή η αντίσταση από μέρους τους θα σήμαινε μια ατέλειωτη δίκη. Ακόμη κι αν αθωώνονταν δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι η κοινωνία θα τους δεχόταν πίσω. Αυτή η κοινοτική συσπείρωση και σιωπηρή συναίνεση κατείχε σημαντικό ρόλο στην συνέχεια των δικών. Η ομοφωνία τους στο αν θα εναγκαλίζονταν ή θα απέρριπταν την όλη διαδικασία προδίκαζε και το αποτέλεσμα. Γι’ αυτό και ανά περιοχές εμφανίζονται μεγάλες αποκλίσεις όσο αφορά στον αριθμό των δικών και των θυμάτων, την χρονική στιγμή που έλαβαν χώρα, καθώς και την διάρκεια τους. Οι ενδημικές τοπικές καταδιώξεις έτειναν να διαρκούν πολύ και να εξαπλώνονται από τα στενά όρια ενός χωριού στα αμέσως γειτονικά του. 15 Βλ. Κεφάλαιο 2: Γερμανία 16ος και 17ος αιώνας, II. Ο Τριακονταετής πόλεμος (1618-1648) 16
  • 17. {Οι κυριότερες περιοχές καταδίωξης μάγων και μαγισσών στην δυτική, κεντρική και βόρεια Ευρώπη}: Σε μια απόπειρα να καταλαγιάσουν τον αιμοβόρο ενθουσιασμό του πλήθους, οι δικαστές αντέδρασαν πιο κριτικά ως προς τις αποδείξεις που παρουσιάζονταν. Έγιναν πιο λεπτολόγοι και καχύποπτοι, ενώ ήλεγχαν πάντα την ποιότητα των σχέσεων ανάμεσα στον κατήγορο και τον κατηγορούμενο. Όσο η διωκτική μανία έσβηνε στην Ευρώπη, όλο και περισσότερες αθωωτικές αποφάσεις λαμβάνονταν. Το αποτέλεσμα ήταν να σημειωθεί ένα πισωγύρισμα στην συνήθεια των κατοίκων της κοινότητας να απαλλάσσονται μόνοι τους από τα στοιχεία που τους 16 Briggs Robin, “Witches & Neighbours. The Social and Cultural Context of European Witchcraft”, Harper Collins Publishers, London, 1996, map xi 17
  • 18. απειλούσαν. Οι ίδιοι οι αθωωμένοι επέλεγαν να εγκαταλείψουν την εστία τους και να αναζητήσουν σε άλλες περιοχές μια νέα ζωή, απαλλαγμένοι από την προκατάληψη και την φήμη που θα τους χαρακτήριζε στο χωριό τους. Εξασφάλιζαν με τον τρόπο αυτό ακόμα και την επιβίωση τους καθώς ήταν πολύ πιθανό οι συντοπίτες τους να απένειμαν την δικαιοσύνη που εκείνοι επιδίωκαν να αποδοθεί. Τον ίδιο δρόμο ακολουθούσαν και τα μέλη της οικογένειας των εκτελεσθέντων. Ο χαρακτηρισμός του μάγου ή της μάγισσας ήταν κληρονομικός, και οι συγγενείς αντιμετωπίζονταν πάντα ως απειλή από τους κατήγορους και τους μάρτυρες, οι οποίοι παρακινούνταν από τον φόβο των αντίποινων. Το ότι οι κοινωνίες δεν αυτοκαταστράφηκαν ολοσχερώς μέσα από αλληλοκατηγορίες και φόνους δείχνει τον βαθμό στο οποίο η όλη διαδικασία ήταν κάτω από διαρκή έλεγχο. Την περιόριζαν και οι άρχουσες τάξεις, όταν έβλεπαν ότι η κατάσταση εκτροχιαζόταν, παράλληλα όμως λειτουργούσαν αδιάλειπτα και οι εσωτερικοί ανεπίσημοι κοινοτικοί μηχανισμοί. Προτεραιότητα έδιναν στην διαπραγμάτευση παρά την κατά μέτωπο επίθεση ακόμη κι αν άγγιζαν τον εκφοβισμό και την απειλή. Με το να περιορίζουν την προσωπική τους έκθεση σε διαπληκτισμούς ή με τον να γίνει απόπειρα να ελεγχθεί η συμπεριφορά του υπόπτου άφηναν τα πράγματα να κυλήσουν στον χρόνο και να οδηγήσουν μόνα τους στην επίσημη οδό ή την ανεπίσημη διευθέτηση. Μπορεί η πρώτη επιλογή να προτιμήθηκε δεόντως, ειδικά στην τελευταία φάση του κυνηγιού των μαγισσών, για τον αριθμό όμως των περιοχών που δεν παρουσιάζουν δικαστικά αρχεία, πρέπει να υποθέσουμε ότι ακολουθούσαν τους πιο παραδοσιακούς τρόπους επίλυσης των ‘μαγικών’ προβλημάτων τους. Από την επισκόπηση της μεσαιωνικής κοινωνίας ως προς το ανθρώπινο δυναμικό της, δεν θα μπορούσε να λείψει μια πιο συγκεκριμένη αναφορά στην πρακτική της δίωξης. Αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της εποχής εκείνης, ένα σύμπτωμα της βαρβαρότητας και της προκατάληψης που την διέκριναν. Βασική αιτία δίωξης ήταν η ύπαρξη ανθρώπων των οποίων οι θρησκευτικές αντιλήψεις απέκλιναν από τις αρχές που πρέσβευε το δόγμα της επίσημης Εκκλησίας. Διωγμοί σημειώνονται φυσικά και στην Ρωμαϊκή και μετέπειτα την Βυζαντινή αυτοκρατορία. Στην Δύση εμφανίζονται από τον 11ο αιώνα και εξής. Αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι πριν από εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν αιρέσεις, ούτε και μια σαφώς προσανατολισμένη θρησκευτική εξουσία στην οποία θα αντιτίθεντο. Άπαξ και ξεκίνησαν όμως οι διώξεις, έγιναν συνήθεια. Εξασκείται πλέον σκόπιμη και κοινωνικά εγκριμένη βία κατευθυνόμενη, μέσω καθιερωμένων κυβερνητικών, δικαστικών και κοινωνικών θεσμών, ενάντια σε ομάδες ανθρώπων που προσδιορίζονταν από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (φυλή, θρησκεία ή τρόπο ζωής). ‘Η αίρεση αποτελούσε χαρακτηριστικό παράδειγμα της εγκληματικής ενέργειας που στο ρωμαϊκό δίκαιο ήταν γνωστή ως crimen laesae maiestatis (“έγκλημα κατά του έθνους”).’ 17 Ειδικότερα οι αιρέσεις, είχαν αναχθεί σε πολιτικό ζήτημα. Την περίοδο της μετάβασης από τις πολυκερματισμένες κοινωνίες στα έθνη κράτη, οι ηγεμόνες χρησιμοποιούσαν τους διωγμούς ως μηχανισμό νομιμοποίησης της εξουσίας τους. Ήταν ένα όπλο στον ανταγωνισμό που υπήρχε ανάμεσα στις δυναστείες για πολιτική επιρροή. Η εικόνα του αιρετικού ως ‘εχθρού της κοινωνίας’, ενός ατόμου που αντιτίθετο στην ιερή διδασκαλία της εκκλησίας, στην έννομη τάξη και τα χρηστά ήθη, φανάτιζε τον συμμορφωμένο λαό. Όταν ξεκινούσε η βία, πολλοί ήταν προετοιμασμένοι να συμμετέχουν, αρκετές φορές με πέραν του δέοντος αγριότητα. 17 Whitechapel Simon, ‘Flesh Inferno, Atrocities of Torquemada’, (μτφ Αθανασιάδης Βασίλης), εκδ Lector, Αθήνα, 2002, σ.29 18