2. O Ζωγράφος που τίμησε την Άσσια στην
Κύπρο ολόκληρη και σε όλη την Ευρώπη
γεννήθηκε στην 'Ασσια , το 1885.
Νέος, φτωχής οικογένειας, κατάφερε να
φοιτήσει στο δημοτικό σχολείο.
Τελειώνοντάς το, αρχίζει την πάλη για
επιβίωση. Μαθαίνει το επάγγελμα του
παπουτσή και στην συνέχεια το εξασκεί.
Ωστόσο ,η καλλιτεχνική του φλέβα δεν τον
αφήνει ήσυχο. Φτιάχνει διάφορα γλυπτά,
εντυπωσιασμένος από τα αρχαία του
μουσείου και τόσο πολύ τα καταφέρνει που
μοιάζουν πολύ με αρχαία. Έτσι, ορισμένες
φορές είχε καταφέρει να τα πουλήσει σε
τουρίστες που γύρευαν αρχαία. Κάποια
μέρα όμως, το μαθαίνει αυτό ο διευθυντής
του αρχαιολογικού μουσείου και τον καλεί,
για να του κάνει παρατήρηση. Τότε όμως, ο
Κκάσιαλος τον ρώτησε: "Τι θα γινόταν αν οι
τουρίστες αντί αυτών των ψεύτικων,
έβρισκαν αληθινά ;" .Ακούγοντας την
ερώτηση αυτή ο Διευθυντής του μουσείου
μετέτρεψε την παρατήρηση του σε
συγχαρητήρια.
3. Τα χρόνια περνούν και σε σχετικά μεγάλη ηλικία αρχίζει να ζωγραφίζει. Πρώτοι
εκτιμητές και σύμβουλοι στα έργα του ήταν οι Ζωγράφοι Χριστόφορος Σάββα
και Αδαμάντιος Διαμαντής. Τον βοηθούν να ανοίξει την πρώτη του έκθεση, στις
6 Μαίου 1960 στην Γκαλερύ «Απόφαση». Εγκαινιάστηκε από τον Α. Διαμαντή.
Το 1961 κάνει ατομική έκθεση στην Δημοτική Πινακοθήκη Λεμεσού. Το 1962
συμμετέχει σε ομαδική έκθεση Κυπρίων καλλιτεχνών στην Αθήνα και κάνει μια
ατομική έκθεση στο Λήδρα Πάλας στις 13 Οκτωβρίου η οποία εγκαινιάζεται από
τον τότε Υπουργό Εργασίας κ Τ. Παπαδόπουλο. Το 1963 συμμετέχει σε
Πανελλήνια Έκθεση. Το έργο του Κκάσιαλου προβάλλεται από το γνωστό
περιοδικό τέχνης της Ελλάδας «Ζυγός.». Η παρουσίαση γίνεται από την Τατιάνα
Γκρίτση - Μιλλιέξ και τον Κκάσιαλο παρουσιάζει ο ζωγράφος Διαμαντής. Στις 30
Δεκεμβρίου 1963 ανοίγει πάλι ατομική έκθεση στο Λήδρα Πάλας, η οποία
εγκαινιάζεται από το ζωγράφο Τ. Κάνθο.
4. Πριν τελειώσει η εσωτερική διαμόρφωση της εκκλησίας αρχίζει ο
πόλεμος.
Ο Κκάσιαλος μαζί με τη γυναίκα του Ειρήνη, μετά την κατάληψη του
χωριού από τον Βάρβαρο Αττίλα, μένουν εγκλωβισμένοι στο χωριό για
μια εβδομάδα. Οι Τούρκοι γυρεύοντας χρήματα, τον ξυλοκοπούν και του
σπάζουν το πόδι. Όταν μεταφέρεται στις ελεύθερες περιοχές σε ηλικία 89
χρόνων και βαριά πληγωμένος, πεθαίνει στις 31 Αυγούστου 1974 στην
Λάρνακα στο φιλανθρωπικό ίδρυμα «Άγιος Παύλος». Η Άσσια χάνει ένα
παιδί της που την τίμησε στον Ελληνικό και ευρωπαϊκό χώρο Πέθανε
πρόσφυγας μακριά από το χωριό του, διωγμένος από τον Τούρκο
κατακτητή, με συμπαραστάτες μόνο την γυναίκα του, τα τέσσερα παιδιά
του και τους χωριανούς του.
5. Κατάθεση Μιχαήλ Κκάσιαλου
«Ήμουν κάτοικος Άσσιας, μαζί με τη γυναίκα μου Ειρήνη. Στις 14
Αυγούστου 1974 όταν τα Τουρκικά στρατεύματα εισέβαλαν στην
Άσσια, εγώ με τη γυναίκα μου δε φύγαμε από το χωριό και μείναμε
στην Άσσια. Μέχρι τις 16.8.74 δεν μας πείραξαν οι Τούρκοι, οπότε την
ημέρα αυτή ήρθαν Τούρκοι και μας απείλησαν. Δεν μας πείραξαν
όμως κι έφυγαν. Μετά, κατά το απόγευμα, πέρασε ακόμα μια
περίπολος, ήρθαν στο σπίτι μας και με απείλησαν να με σκοτώσουν.
Εγώ είχα μερικά χρήματα, που έκτιζα μιαν εκκλησία στο χωριό και
τους τα έδωσα. Αυτοί ζητούσαν επιμόνως και άλλα χρήματα. Επειδή
δεν είχα να τους δώσω, με απειλές ένας με κτύπησε με το υποκόπανο
του όπλου του στον ώμο και στα πόδια και μου έσπασαν τα πόδια.
Έμεινα αβοήθητος μέσα στο χωριό μέχρι τις 18.8.74, που μας έφεραν
μέχρι την Πύλα και μας απέλυσαν. Τώρα βρίσκομαι στο γηροκομείο
του Αγίου Παύλου, όπου μου περιποιούνται τα τραύματα»
6. Ο Μιχαήλ Κκάσιαλος βραβεύεται μετά το θάνατο του για την
προσφορά του, από την Ακαδημία Αθηνών το 1974. Τον ίδιο
χρόνο με φροντίδα της μορφωτικής Υπηρεσίας μετά από
προσωπική πρόσκληση, στέλλονται τα έργα του Κκάσιαλου στην
έκθεση «Η τέχνη των Ναίβ» στο Μόναχο και την Ζυρίχη. Επίσης,
το Μάρτιο του 1975 συμμετέχουν έργα του σε ομαδική έκθεση-
δημοπρασία έργων μεγάλων καλλιτεχνών προς όφελος των
Κυπρίων προσφύγων, που οργανώθηκε στο Παρίσι και
αφιερώθηκε στη μνήμη του.
7. Τα ξημερώματα της 20ης Ιουλίου 1974, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο σκορπώντας το
θάνατο και τον όλεθρο. Το αγγελούδι του Κάσιαλου μαζί με τη μητέρα της έπεσε στα χέρια
των Τούρκων και είναι θαύμα πώς τελικά διέφυγαν και σώθηκαν. Η δεύτερη φάση της
Τουρκικής εισβολής, ο δεύτερος Αττίλας, άρχισε στις 14 Αυγούστου 1974. Τα Τουρκικά
στρατεύματα μπήκαν αμέσως στην Άσσια, το χωριό του Κκάσιαλου. Μετά από δυο μέρες
ένοπλοι Τούρκοι εμφανίστηκαν στο σπίτι του. Ο γέρο - Κκάσιαλος ήξερε τη γλώσσα τους, τους
μίλησε και τουρκικά. Τον απείλησαν απλώς και έφυγαν. Το απόγευμα της ίδιας μέρας έφτασε
άλλη περίπολος ένοπλων Τούρκων. Του ζήτησαν τα χρήματα του «ριάλια, ριάλια», του είπαν.
Εδωσε όσα είχε, αυτά που φύλαγε για την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνος. Του πήραν τα
χρήματα, τον κτύπησαν με τους υποκόπανους των όπλων τους και έφυγαν. Την επόμενη και
μεθεπόμενη μέρα ακολούθησαν άλλες ομαδικές επισκέψεις. Τους έλεγε ότι δεν είχε άλλα
χρήματα, του τα είχαν πάρει όλα οι άλλοι που ήρθαν πριν. «Μπορείτε, όμως αν θέλετε, να
πάρετε τη ψυχή μου και να φύγετε» είπε στο τέλος. Τον κτύπησαν ξανά με τους υποκόπανους
των όπλων τους στους ώμους και στα πόδια και έφυγαν. Τραυματισμένος σωματικά και
εξουθενωμένος ψυχικά, ο γέρο -Κκάσιαλος έπεσε τσακισμένος στη γη.