1. Τρία ποφλιά απ' τθν Πρζβεηα διαβικανε ςτθν Πάργα.
Το 'να κοιτάει τθν ξενιτιά, τ' άλλο τον Αϊ Γιαννάκθ,
το τρίτο το κατάμαυρο μοιρολογάει και λζει:
"Πάργα, Τουρκιά ςε πλάκωςε, Τουρκιά ςε τριγυρίηει.
Δεν ζρχεται για πόλεμο, με προδοςιά ςε παίρνει.
Βεηίρθσ δε ς' ενίκθςε με τα πολλά τ' αςκζρια.
Ζφευγαν Τοφρκοι ςα λαγοί το παργινό τουφζκι,
κι οι Λιάπθδεσ δεν ικελαν να 'ρτουν να πολεμιςουν.
Είχεσ λεβζντεσ ςα κεριά, γυναίκεσ αντρειωμζνεσ,
πότρωγαν βόλια για ψωμί, μπαροφτι για προςφάγι.
Τ' άςπρα πουλιςαν το Χριςτό, τ' άςπρα πουλοφν και ςζνα".
Πάρτε, μανάδεσ, τα παιδιά, παπάδεσ τουσ αγίουσ.
Άςτε, λεβζντεσ, τ' άρματα κι αφιςτε το τουφζκι,
ςκάψτε πλατιά, ςκάψτε βακιά, όλα ςασ τα κιβοφρια,
και τ' αντρειωμζνα κόκαλα ξεκάψτε του γονιοφ ςασ.
Τοφρκουσ δεν επροςκφνθςαν, Τοφρκοι μθν τα πατιςουν.