SlideShare a Scribd company logo
Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ”
____________________________________________________________________________________________
Άννα Μαρία Παπαδάκη | Διονύσης Μαρίνος | Αργυρώ Μπαξεβάνου
Γιάννης Ρεμούνδος | Λιλή Γάτη | Ιορδάνης Κυριακίδης
Μίνως Σκουντάκης | Αχιλλέας Τριαντόγλου | Ελένη Χριστοφοράτου
Νταίζη Λεονάρδου | Πανίκος Παναγή (Παν–Παν) | Ηλίας Κοκκολιάδης
2_
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
____________________________________________________________________________________________
www.openbook.gr
Προοδευτικός Σύλλογος «Τα Καστέλλια»
Έγκλημα στο χωριό
12 ιστορίες μυστηρίου που ξεχώρισαν
στον Β’ Διαγωνισμό Διηγήματος “Στέλιος Ξεφλούδας”
Παρακαλούμε σκεφτείτε το περιβάλλον πριν εκτυπώσετε
3_
Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ”
____________________________________________________________________________________________
Έγκλημα στο χωριό - 12 ιστορίες μυστηρίου
Β’ Διαγωνισμός Διηγήματος “Στέλιος Ξεφλούδας”
ISBN 978-960-99990-7-6
2013
Προοδευτικός Σύλλογος «Τα Καστέλλια»
& Ανοικτή Βιβλιοθήκη OPENBOOK
Επιμέλεια έκδοσης:
Κώστας Στοφόρος [ http://stoforos.blogspot.gr ]
Εικαστικά έργα εξωφύλλου:
Τριαντάφυλλος Ελευθερίου
Σχεδιασμός εξωφύλλου:
Λευτέρης Παναγουλόπουλος [ www.leftgraphic.gr ]
Η συλλογή Έγκλημα στο χωριό - 12 ιστορίες μυστηρίου που ξεχώρισαν στον Β’ Διαγωνισμό
Διηγήματος “Στέλιος Ξεφλούδας” διανέμεται ελεύθερα στο Διαδίκτυο σε μορφή
ψηφιακού βιβλίου με άδεια Creative Commons
[ Αναφορά δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση – Όχι παράγωγα έργα ]
4_
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
____________________________________________________________________________________________
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
«…οι συνεχείς κίνδυνοι που μας περιμένουν μας γεννάν το φλογερό πόθο να μη
σταματήσουμε. Κι αρχίζουμε μια προέλαση μέσα στο φως, με τα μάτια γεμάτα όνειρα, με τα
χείλη που τρέμουν από τον πόθο να φιλήσουν τον ήλιο, με το κορμί που φρικιά σε κάθε
κίνησή του, από την επαφή αυτής της άγνωστης χαράς, όπως μια θάλασσα στο άγγισμα του
πρωινού ανέμου…»
Στέλιος Ξεφλούδας, Τα τετράδια του Παύλου Φωτεινού (1930)
Ο Προοδευτικός Σύλλογος «Τα Καστέλλια» προκήρυξε στις αρχές του 2011 τον
Β’ διαγωνισμό διηγήματος “Στέλιος Ξεφλούδας”.
Στόχοι του διαγωνισμού ήταν να προβληθεί το έργο του Καστελλιώτη
δημιουργού -που θεωρείται ο εισηγητής του εσωτερικού μονολόγου στην Ελληνική
λογοτεχνία- και παράλληλα να δοθεί η δυνατότητα ανάδειξης νέων συγγραφέων
μέσα από το διήγημα και το γραπτό λόγο.
Ο διαγωνισμός, απευθυνόταν σε όσους γράφουν στην ελληνική γλώσσα,
ανεξαρτήτως τόπου διαμονής και εθνικότητας χωρίς όριο ηλικίας. Οι υποψήφιοι
είχαν τη δυνατότητα συμμετοχής με ένα μόνο διήγημα το οποίο έπρεπε να μην έχει
δημοσιευθεί.
Ως θέμα του Β Διαγωνισμού επιλέχθηκε το «Έγκλημα στο χωριό»
Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων και η βράβευση έγιναν σε ειδική
πανηγυρική εκδήλωση η οποία πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου
του 2011 στο Πνευματικό Κέντρο Ρουμελιωτών στην Αθήνα.
Η υψηλή ποιότητα των συμμετοχών οδήγησε την Κριτική Επιτροπή να αυξήσει
τα διηγήματα που θα περιλαμβάνονταν στην Ανθολογία κι έτσι στο ψηφιακό
βιβλίο θα μπορέσετε να απολαύσετε 12 ιστορίες μυστηρίου.
5_
Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ”
____________________________________________________________________________________________
Τα μέλη της Κριτικής Επιτροπής του διαγωνισμού ήταν:
 Σέργιος Γκάκας – σκηνοθέτης/ συγγραφέας
 Φαίδων Θεοφίλου – ποιητής/ πεζογράφος
 Κώστας Στοφόρος – δημοσιογράφος/ συγγραφέας
 Κατερίνα Χαραλαμποπούλου – αρχιτέκτονας/ νικήτρια Α’ Διαγωνισμού Διηγήματος
“Στέλιος Ξεφλούδας”
 Δημήτρης Χαλατσάς – δικηγόρος/ συγγραφέας
- Οι οικονομικές δυσχέρειες καθυστέρησαν την έκδοση της Ανθολογίας. Ο
Σύλλογος μας θέλοντας να διατηρήσει την ανεξαρτησία του, βασίζεται μόνο στη
στήριξη των συγχωριανών μας, που όπως όλοι οι Έλληνες βιώνουν τις συνέπειες
της πρωτοφανούς κρίσης που πλήττει τη χώρα μας.
Ωστόσο, όπως βλέπετε, δεν το βάζουμε κάτω!
- Ήδη προκηρύχθηκε και ο Γ’ Διαγωνισμός Διηγήματος Στέλιος Ξεφλούδας με
θέμα: «Καπνός».
- Υπενθυμίζουμε ότι τα διηγήματα που βραβεύθηκαν στον Α’ Διαγωνισμό
Διηγήματος κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Α/Συνέχεια σε βιβλίο με τίτλο
«Επιστροφή στο χωριό - 10 ιστορίες που ξεχώρισαν».
- Και σε αυτή την Ανθολογία, όπως και στην προηγούμενη οι πίνακες που κοσμούν
το εξώφυλλο είναι προσφορά του συμπατριώτη μας ζωγράφου Τριαντάφυλλου
Ελευθερίου.
6_
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
____________________________________________________________________________________________
ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ - Β’ Διαγωνισμός Στέλιος Ξεφλούδας
Α’ Βραβείο
(με απόφαση της Κριτικής Επιτροπής απονεμήθηκε από κοινού)
- Άννα Μαρία Παπαδάκη Το φάντασμα
- Διονύσης Μαρίνος Βιολέτες, βιολέτες παντού
Β’ Βραβείο
- Αργυρώ Μπαξεβάνου Η Μυρσίνη μας
Γ’ Βραβείο
- Γιάννης Ρεμούνδος Ο θάνατος παραμονεύει
Βραβείο Γιώργης Χαλατσάς (απονέμεται σε διήγημα που έχει θέμα του τα Καστέλλια)
- Λιλή Γάτη Αθανασία
Έπαινοι
- Ιορδάνης Κυριακίδης Έγκλημα δίχως τιμωρία
- Μίνως Σκουντάκης Ιστορία πολέμου
- Αχιλλέας Τριαντόγλου Ο μύλος
- Ελένη Χριστοφοράτου Η άλλη
- Νταίζη Λεονάρδου Όταν το παρελθόν αποκαλύπτει
- Πανίκος Παναγή (Παν –Παν) Στην υγειά της
- Ηλίας Κοκκολιάδης Στο Τσακ
7_
Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ”
____________________________________________________________________________________________
Πέρα από τα διηγήματα που περιλαμβάνονται στην Ανθολογία, δόθηκαν
ακόμη έπαινοι και διακρίσεις σε 14 διηγήματα:
Έπαινοι
- Φίσκυλη Οδυσσεία Έγκλημα στο χωριό
- Σίλας Καρφάκης Η καφεκίτρινη ομπρέλα
- Δώρα Διέννη Ισούται με
- Αλέξανδρος Ακριτίδης Τα περιστέρια
Διακρίσεις:
- Στεφανία Βελδεμίρη Καπνός
- Ευστάθιος Γαϊτανίδης Αποκλείεται
- Χριστίνα Ιωαννίδου Το χωράφι με τα καλαμπόκια
- Μάγδα Ασημακοπούλου Το σοκολατένιο μωρό
- Σοφία Σωπασή Αθώο θύμα
- Παναγιώτης Θωμά Αίμα και κρασί
- Χρήστος Αρμάντο Γκέζος Καρδιές για φάγωμα
- Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου Κόκκινη μοίρα
- Εύα Αλεξοπούλου Στον κόκκινο αχυρώνα
- Μιχαήλ Βιδιαδάκης Ο κύκλος που κλείνει
8_
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
____________________________________________________________________________________________
Στέλιος Ξεφλούδας: Ένας μεγάλος άγνωστος *
“…Κάθε δημιούργημα που βγαίνει από τα χέρια ενός μυθιστοριογράφου έχει κάτι το
αυθαίρετο, είναι πιο κοντά στη δική του πραγματικότητα από κάθε άλλη πραγματικότητα. Δεν
μπορεί να δημιουργήσει κι’ αν ακόμα έχει τη μεγαλύτερη πείρα ζωής ένα πρόσωπο που να
μην έχει τίποτα από τον εαυτό του…”
Στ. Ξεφλούδας, 1955
Ο Προοδευτικός Σύλλογος Τα Καστέλλια, πέρα από την πλούσια δράση του
εκδίδει και την εφημερίδα Καστελλιώτικα Νέα ανελλιπώς από το 1963.
Από τις προτεραιότητες του Συλλόγου και της εφημερίδας ήταν πάντοτε η
ανάδειξη της ιστορίας και του πολιτισμού της περιοχής μας, που δυστυχώς ζει κάτω
από τη σκιά των μεταλλευτικών εταιριών. Τα πλούσια κοιτάσματα βωξίτη και η
ληστρική τους εκμετάλλευση, έχουν οδηγήσει τη Φωκίδα σε μαρασμό, ενώ στα
απάτητα βουνά της η οικολογική καταστροφή είναι τεράστια…
Όμως ας μη ξεφύγουμε από το θέμα…
Γνωρίζαμε λοιπόν, πως από το χωριό μας κατάγεται ο Στέλιος Ξεφλούδας. Αν
και υπήρξε εκ των ιδρυτών της περίφημης Σχολής της Θεσσαλονίκης, ελάχιστοι
είναι αυτοί που σήμερα τον γνωρίζουν.
Το πλούσιο συγγραφικό του έργο είναι μάλλον δυσεύρετο… Αν παρατηρήσετε
προσεκτικά την περίφημη φωτογραφία της «Γενιάς του 30», θα διαπιστώσετε ότι
είναι μάλλον ο μοναδικός που δεν θα αναγνωρίσετε!
Θελήσαμε, λοιπόν, να κάνουμε μια προσπάθεια, όχι μόνο για να τον
επανασυστήσουμε στο αναγνωστικό κοινό, αλλά και να δώσουμε ένα είδος
«συνέχειας» στο δρόμο, που ο ίδιος είχε ανοίξει ήδη από τη δεκαετία του ’30:
9_
Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ”
____________________________________________________________________________________________
Ο Στέλιος Ξεφλούδας υπήρξε ο εισηγητής του «εσωτερικού μονολόγου» στην
ελληνική λογοτεχνία. Ένας πρωτοπόρος!
«...Η αναζήτηση του άλλου, του νέου βασανίζει αιώνια τον αληθινό δημιουργό.
Δεν υπάρχουν όρια γι’ αυτόν. Άλλωστε χαρακτηριστικό των μεγάλων συγγραφέων
είναι η απομάκρυνση από τους καθιερωμένους τύπους και η δημιουργία των έργων
που ονομάζουμε πρότυπα….», γράφει ο ίδιος στο περίφημο δοκίμιό του για το
μυθιστόρημα *.
Έτσι, λοιπόν, αποφασίσαμε την προκήρυξη του Α’ διαγωνισμού διηγήματος
Στέλιος Ξεφλούδας. Ο διαγωνισμός, απευθυνόταν σε όσους γράφουν στην ελληνική
γλώσσα, ανεξαρτήτως τόπου διαμονής και εθνικότητας. Ως θέμα του Α’
Διαγωνισμού επιλέχθηκε Η επιστροφή στο χωριό, ενώ καθορίστηκε ότι η ανάπτυξη
του θα πρέπει να έχει τη μορφή «εσωτερικού μονολόγου».
Η επιτυχία του Α Διαγωνισμού και η έκδοση του βιβλίου «Επιστροφή στο χωριό
– δέκα ιστορίες που ξεχώρισαν», μας έδωσαν τη δύναμη να συνεχίσουμε. Έτσι
πραγματοποιήθηκε και ο Β’ Διαγωνισμός με θέμα «Έγκλημα στο χωριό», και το
ταξίδι συνεχίζεται με … «Καπνό»!
10_
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
____________________________________________________________________________________________
Ποιος ήταν ο Στέλιος Ξεφλούδας
Ο Στέλιος Ξεφλούδας γεννήθηκε στα Καστέλλια (πιθανότατα το 1899, αν και
υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις).
Ξεκινώντας τις φιλολογικές του σπουδές από την Αθήνα, θα βρεθεί στο Παρίσι
στη γόνιμη περίοδο του μεσοπολέμου και θα έρθει σε επαφή με τους υπερρεαλιστές.
Επιστρέφοντας το 1930, πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη, για να εργαστεί ως καθηγητής
στη μέση εκπαίδευση. Την ίδια χρονιά εκδίδει Τα τετράδια του Παύλου Φωτεινού.
Ο Γιάννης Καρατζόγλου (περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος 128, σελ. 36-43), τον θεωρεί
ως την απαρχή της πεζογραφίας της Θεσσαλονίκης, όπως υπήρξαν για την ποίηση
της τα Ρόδα της Μυρτάλης του Γιώργου Βαφόπουλου. Σε αντίθεση με την αθηναϊκή
γενιά του ’30 και το αστικό της μυθιστόρημα, ο Ξεφλούδας δεν δίνει σημασία στην
πλοκή, που μάλλον είναι ανύπαρκτη, αλλά στην έκφραση σκέψεων και
συναισθημάτων, σε μια αδιάκοπη ροή. Είναι ο περίφημος «εσωτερικός μονόλογος».
Σε γράμμα του στον Γιώργο Θεοτοκά, σημειώνει:
«…Θέλω να εκφράσω τις ψυχικές μου καταστάσεις τον τελευταίο καιρό που βρισκόμουνα
στο Παρίσι. Τη στάση της ψυχής μου, τις σκέψεις μου μπροστά σ’ όλους αυτούς τους
κόσμους που με γοήτευσαν. Όλες τις μεταπτώσεις, τις συγκινήσεις, τις ανακαλύψεις, τις
συναντήσεις, τις γνωριμίες…».
Το 1932, μετέχει στην έκδοση του πρώτου πολύ σημαντικού περιοδικού της
Θεσσαλονίκης, τις Μακεδονικές Ημέρες. Την ίδια χρονιά, εκδίδει αυτό που για
πολλούς θεωρείται το καλύτερο έργο του, την Εσωτερική Συμφωνία, μια ποιητική
αφήγηση χωρίς όρια ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο.
Γράφει στον Γιώργο Θεοτοκά στις 16 Απριλίου του 1931:
11_
Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ”
____________________________________________________________________________________________
«…Το νέο μου βιβλίο προχωρεί σιγά μα πάντως προχωρεί. Ύστερα εγώ δουλεύω πια από
μιαν ανάγκη. Βρίσκω μια καταφυγή στο γράψιμο, μια διέξοδο ακόμα και μια χαρά. Γι’ αυτό
κάθε μέρα παίρνω την πέννα και μουτζουρώνω το χαρτί. Τώρα να δούμε τι θα βγει.
Μυθιστόρημα; Όχι. Μου φαίνεται πως δεν θα γράψω ποτέ ένα μυθιστόρημα καλό...».
Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, υπηρετεί ως αξιωματικός στο
μέτωπο και σημαδεύεται βαθιά, κάτι που θα φανεί και στο βιβλίο του Άνθρωποι
του μύθου - Τετράδια από τον πόλεμο της Αλβανίας, που κυκλοφόρησε το 1946 με
σχέδια του Α. Αστεριάδη. Το 1960, τιμάται με το Ά Κρατικό Βραβείο
Μυθιστορήματος για το Εσύ ο κύριος Χ κι ένας μικρός πρίγκιπας. Μέχρι το θάνατό
του (27 Νοεμβρίου 1984) εκδίδει πολλά ακόμη μυθιστορήματα, που θεωρούνται ως
πιο «βατά» για το ευρύ κοινό…
Το γεγονός είναι πως ο μοναχικός και πρωτοποριακός δρόμος, που άνοιξε ο
Στέλιος Ξεφλούδας και υπηρέτησε με συνέπεια σε όλη τη ζωή του, δεν του
εξασφάλισε τη φήμη που έχουν άλλοι –συχνά λιγότερο ταλαντούχοι-πεζογράφοι.
Οι περισσότεροι, που έμαθαν για το διαγωνισμό, μας έλεγαν: «Στέλιος Ξεφλούδας;
Ποιος είναι αυτός;» Ελπίζω να δώσαμε κάποια απάντηση.
ΥΓ. Κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Α’ Διαγωνισμού, βρέθηκα στη
Θεσσαλονίκη. Η επίσκεψή μου στο Λευκό Πύργο όπου λειτουργεί μουσείο της
ιστορίας της Θεσσαλονίκης, μου επεφύλασσε μια μεγάλη έκπληξη:
Σε περίοπτη θέση, ένα μεγάλο ταμπλό για τις «Μακεδονικές Ημέρες» και
ξεχωριστή μνεία στον Στέλιο Ξεφλούδα!
Τα Καστέλλια, λοιπόν, μέσω του σημαντικού αυτού συμπατριώτη μας,
δεσπόζουν στον Λευκό Πύργο και στη Θεσσαλονίκη!
Εκεί μπορείτε να διαβάσετε κι ένα εξαιρετικό κείμενο του Ξεφλούδα που
συμπυκνώνει με μοναδικό τρόπο το πνεύμα της πόλης:
12_
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
____________________________________________________________________________________________
"... Σε μια πόλη βορεινή όπως η Θεσσαλονίκη με τα παλιά τείχη, που η ομίχλη κάποτε
γεμίζει τους ήσυχους δρόμους της, όλα νομίζεις πως ζουν πολλές φορές σε μια ατμόσφαιρα
ονείρου.
Στο ήσυχο λιμάνι της κάποια καράβια είναι έτοιμα να φύγουν μέσα στη μαγεία των
δειλινών της.
Παντού υπάρχει μια ψυχή γεμάτη ποίηση, μελαγχολία και σιωπή, όλα έχουν μια
εσωτερικότητα, ένα βάθος, ίσως κάποιο μυστικισμό είτε πλανιέσαι στους στενούς
λιθόστρωτους δρόμους των απάνω συνοικιών, είτε χαίρεσαι το απαλό φθινόπωρο στις
εξοχικές λεωφόρους, είτε σταματήσεις στις προκυμαίες αιχμάλωτος ενός δειλινού.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η νεανική ψυχή βρίσκει άπειρες τροφές, βηματίζει ώρες πολλές
μέσα στ’ όνειρο, λατρεύει τη σιωπή και τη μελαγχολία, βυθίζεται σε μια ατμόσφαιρα βαρειά
από ποίηση, αναζητά την ψυχή του κόσμου..."
* Το κείμενο στην πρώτη του μορφή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δρόμος της
Αριστεράς» (15/6/2010)
* Πολλά στοιχεία αντλήθηκαν από το κείμενο της Μαρίας Παλακτσόγλου,
Σκιές, αντικατοπτρισμοί και αναδίπλωση: Η μυθοπλαστική «περιπέτεια» του
Στέλιου Ξεφλούδα (2005).
* Το σύγχρονο μυθιστόρημα Δοκίμιο. Αθήνα, Ίκαρος, 1955.
Κώστας Στοφόρος
13_
Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ”
____________________________________________________________________________________________
12 ιστορίες μυστηρίου
14_
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
____________________________________________________________________________________________
Άννα Μαρία Παπαδάκη
Το φάντασμα
ΚΕΊΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΕΚΛΕΙΣΑ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ. Το ίδιο καλοκαίρι, ήρθε και ο διορισμός μου.
Τον δέχτηκα με ανακούφιση. Τόσα χρόνια, φροντιστήρια, φροντιστήρια,
κουράστηκα πια, ήθελα τη σιγουριά του δημοσίου. Με είχαν στείλει στην επαρχία,
σ’ ένα χωριό, που το Λύκειό του είχε ιδρυθεί πριν μερικά χρόνια. Δεν ήταν και
πολύ μακριά απ’ την πόλη μου, αλλά προτίμησα να μετακομίσω στο χωριό.
Άλλωστε, παιδιά, σκυλιά δεν είχα, για γυναίκα ούτε λόγος, κάτι σχέσεις της
πλάκας, με τους γονείς μου έμενα, κι από καιρό έψαχνα τρόπο να ξεφύγω.
Νοίκιασα ένα μικρό διαμέρισμα στο χωριό, η θάλασσα ήταν κοντά, έκανα τα
μπάνια μου στην αρχή, αφού ο χειμώνας αργεί να έρθει στον τόπο μας. Ήσυχα
μέρη, οι πιο πολλοί δουλεύουν στα χωράφια και στις οικοδομές, λίγα εμπορικά
καταστήματα, τα απαραίτητα καφενεία, μερικές καφετέριες κάπως πιο μοντέρνες,
σουβλατζίδικα, τέτοια πράγματα. Γρήγορα ανακάλυψα ότι η διασκέδαση των
περισσότερων εφήβων ήταν οι βόλτες με τα μηχανάκια και των μεγάλων το
καφενείο και τα στοιχήματα. Τους παρατηρούσα όπως ο επιστήμονας μελετά το
έντομο κάτω απ’ το μικροσκόπιο, ήταν για μένα κάτι που απλά παρουσίαζε
ανθρωπολογικό ενδιαφέρον, και δεν είχα καμία πρόθεση να αναμειχθώ μαζί τους.
Ε
Πρώτη Σεπτεμβρίου παρουσιάστηκα στο σχολείο. Όλοι με κοιτούσαν, «ο
καινούριος». Μια συνάδελφος, της ειδικότητάς μου, με πήρε υπό την προστασία
της. Πενηντάρα, παχουλή, φτιασιδωμένη, μάλλον με γλυκοκοίταζε, αλλά δεν της
έδωσα σημασία. Έπαιρνα τα φυλλάδια, την ύλη, τα βιβλία, ευχαριστούσα, όλα με
τυπικότητα.
Δέκα μέρες μετά ήρθαν κι οι μαθητές. Οι περισσότεροι παιδιά αγροτών και
οικοδόμων, είχαν περάσει τις διακοπές δουλεύοντας με τους γονείς τους. Και
προορίζονταν, τελειώνοντας το σχολείο, να συνεχίσουν να δουλεύουν μόνιμα πια
15_
Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ”
____________________________________________________________________________________________
με τους γονείς τους. Πολλοί είχαν και όνειρα για σπουδές, και μπορεί και να τα
κατάφερναν, δε με ένοιαζε. Ήμουν πια τριάντα χρονών, κουρασμένος απ’ τα
φροντιστήρια, ήξερα τι γίνεται γύρω μου, δεν μπήκα στο σχολείο με το όνειρο ν’
αλλάξω τον κόσμο.
Μπήκα στην πρώτη μου τάξη, μέχρι τότε μόνο σε τάξεις φροντιστηρίων
έμπαινα, και μάλιστα σε πόλεις. Δύσκολα πράγματα, αναγκάστηκα να φωνάξω,
απογοητεύτηκα απ’ την πρώτη ώρα. Οι πιο πολλοί μαθητές έκαναν χαβαλέ,
πετούσαν σαΐτες, τα κορίτσια χαζογελούσαν, δεν ήταν πιο ήρεμα απ’ τους
συμμαθητές τους.
Ένα κοριτσάκι μόνο καθόταν ήσυχο, κοιτούσε το θρανίο, αμίλητο. Κάποια
στιγμή έβγαλε ένα βιβλίο, είδα ήταν και ξενόγλωσσο, κι άρχισε να διαβάζει. Πήγα
κοντά της, «εσύ ποια είσαι» ρώτησα, με κοίταξε με σχεδόν κενό βλέμμα, είπε ένα
όνομα, έμοιαζε ολοκληρωτικά απούσα, έσκυψε αμέσως στο βιβλίο της. Η φασαρία
των άλλων μ’ ανάγκασε ν’ αρχίσω πάλι τις φωνές.
Στο διάλειμμα την ξαναείδα. Δεν ήταν πολύ ψηλή, ήταν, όμως, πολύ αδύνατη.
Μαλλιά μαύρα και ίσια, μακριά, βαμμένα ίσως, δεν ξέρω, έντονο μαύρο μολύβι
κάτω απ’ τα μάτια, απόρησα πώς δεν της έκαναν παρατήρηση, δέρμα κατάλευκο σε
αντίθεση με τη μαυρίλα των συμμαθητών της. Στεκόταν μόνη της, έμοιαζε απούσα.
Το βιβλίο στο χέρι, νευρικές κινήσεις, μήπως έπαιρνε ναρκωτικά;
Ρώτησα γι’ αυτήν, κι αυτά που έμαθα δεν ήταν και πολύ συνταρακτικά.
Πολύτεκνη προβληματική οικογένεια, οικονομικά προβλήματα, στρίγγλα μάνα,
τίποτα το πρωτόγνωρο. Τα συνηθισμένα.
Στο μάθημά μου δεν ήταν και πολύ καλή, απ’ ό,τι άκουσα, όμως, έγραφε ωραία,
διηγήματα, ποιήματα, ζωγράφιζε κιόλας, όλα, όμως, γεμάτα θάνατο, μαυρίλα,
φαντάσματα, ερειπωμένα σπίτια γεμάτα φωνές και ίσκιους. Κι αυτή γεμάτη
ίσκιους, ένα φάντασμα μόνιμης απουσίας.
Σιγά -σιγά άρχισα να τη νιώθω κάπως δικό μου άνθρωπο, παρ’ όλο που σπάνια
μου μιλούσε. Στα διαλείμματα έψαχνα να τη δω, από μακριά πάντα, ρωτούσα γι’
αυτήν στο σύλλογο, την είδα και στο δρόμο μερικές φορές, κάποτε και μ’ ένα
16_
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
____________________________________________________________________________________________
νεαρό, ασπρουλιάρη και ξανθό. Κάπως απογοητεύτηκα. Τη φανταζόμουν αέρινη κι
ανέγγιχτη, όπως πρέπει να είναι τα φαντάσματα. Παρά την παρουσία, όμως, του
νεαρού, άρχισα να τη σκέφτομαι. Φίλους δεν είχα στο χωριό, με τους συναδέλφους
δεν ταίριαξα, οι σχέσεις μας τυπικές, στην τάξη απλά προσπαθούσα να κρατήσω
την αξιοπρέπειά μου, πέρα απ’ το σχολείο άλλη δουλειά δεν είχα. Έβγαινα και
περπατούσα, καθόμουν σε κάποια απ’ τις λίγες καφετέριες για έναν καφέ, μετά
σπίτι, με τον υπολογιστή. Έψαξα να τη βρω στο facebook, σκέφτηκα να κάνω ένα
ψεύτικο προφίλ και να της παρουσιαστώ σα συνομήλικος, έτσι απλά για να τη
γνωρίσω, μήπως μπορέσω και καταλάβω τι κρύβει μέσα σ’ εκείνο το σιωπηλό,
θλιμμένο κεφαλάκι, αλλά δεν τη βρήκα πουθενά. Απουσίαζε κι από κει, σα
φάντασμα.
Στο σχολείο δεν προσπάθησα να της μιλήσω, ήξερα ότι δε θα μου μιλούσε, το
προσωπείο του καθηγητή δεν την άφηνε, όχι ότι την άφηνε η κοινή ηλικία με τους
συμμαθητές της, απλά την κοιτούσα από μακριά. Με τον καιρό άρχισε να γίνεται
κάτι σαν ιδέα στο μυαλό μου, κάτι το ιδανικό, το φευγαλέο και άπιαστο, κι ας
υπήρχε ο νεαρός, ο ασπρουλιάρης και ξανθός. Στο βαριεστημένο μυαλό μου
έμοιαζε κάπως σαν το απάτητο παρθένο δάσος, σαν την απρόσιτη βουνοκορφή,
κάτι, τέλος πάντων, που έπρεπε να κατακτήσω, να κατακτήσω με πόνο, με αίμα, όχι
απλά κι αφηρημένα, κι ας ήταν σαν ιδέα, εγώ ήθελα μια σάρκινη κατάκτηση, μια
πραγματική απόκτηση. Μου έγινε εμμονή. Τα μοναχικά μου βράδια τη
φανταζόμουν, κι ας ήταν κοκαλιάρα, κι ας είχε περίεργο βάδισμα, κι ας την έλεγαν
οι άλλοι «προβληματική» και «τρελλάρα». Αυτοί οι χαρακτηρισμοί με έκαναν να
τη νιώθω πιο δική μου, ισχυροποιούσαν το δέσιμο, αισθανόμουν ότι εγώ μόνο την
ήξερα, την ένιωθα, την καταλάβαινα, έτσι που την έβλεπα χαμένη, μόνη, σιωπηλή,
σαν ίσκιο και σα φάντασμα.
Ένα βράδι, είχαν αρχίσει πάλι οι ζέστες, το διαμέρισμα με έπνιγε. Τον
υπολογιστή τον βαρέθηκα, η τηλεόραση δεν είχε τίποτα, για διάβασμα δεν είχα
όρεξη. Είπα να βγω μια βόλτα με το αμάξι. Οι περισσότεροι δρόμοι έρημοι, μόνο
κάτι παιδιά σε μηχανές, μαθητές μου σίγουρα, τους προσπέρασα χωρίς να δώσω
17_
Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ”
____________________________________________________________________________________________
σημασία. Συνηθισμένο θέαμα στο χωριό, νεαροί σε μηχανές, να τριγυρίζουν
άσκοπα. Άλλωστε, κι εγώ άσκοπα τριγύριζα.
Σ’ ένα σκοτεινό δρόμο, μια μοναχική φιγούρα, μαυροντυμένη, κοκαλιάρικη, με
περίεργο βάδισμα, μου φάνηκε απίστευτο, δεν μπορούσα να πιστέψω την καλή μου
τύχη.
Σταμάτησα δίπλα της, «να σε πάω κάπου;», με κοίταξε με το κενό της βλέμμα,
σήκωσε τους ώμους, δεν της έκανε καμία διαφορά, είχε σταματήσει να περπατά,
αλλά γι’ αυτήν ήταν το ίδιο, δεν έκανε καμία κίνηση, ούτε για να προχωρήσει, ούτε
για να μπει στο αμάξι, απλά στεκόταν εκεί, και με κοιτούσε με το κενό της βλέμμα,
ένα φάντασμα στη σκοτεινιά του δρόμου.
Άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού, «έλα, μπες μέσα, πού πηγαίνεις μόνη σου
νυχτιάτικα;», με κοίταξε και πάλι, ίσιωσε τη φούστα της, έκανε την κίνηση, μπήκε
στο αμάξι. Δεν πίστευα την καλή μου τύχη. Προσπάθησα ν’ ανοίξω συζήτηση, δε
μιλούσε. Τη ρώτησα πού πήγαινε τέτοια ώρα ολομόναχη, τη ρώτησα πώς τα πάει με
τα άλλα μαθήματα στο σχολείο, απλά σήκωνε τους ώμους. Παραιτήθηκα, άλλωστε
προτιμούσα τη σιωπή της. Δεν τη ρώτησα πού έμενε, πού να την πάω, κι εκείνη δε
μου είπε. Έμοιαζε και πάλι απούσα με τη σιωπή της και με τους ίσκιους της, αλλά
εκείνο το βράδι, μέσα στο μικρό μου αμάξι, ήταν παρούσα, έντονα, κραυγαλέα,
σχεδόν επώδυνα παρούσα, την ένιωθα στο πετσί μου, ένιωθα τη σιωπή της να
ουρλιάζει, ένιωθα τους ίσκιους της να με πλακώνουν, ένιωθα το σώμα της,
κοκαλιάρικο, ατσούμπαλο, μαυροντυμένο, για μια φορά σάρκινα παρόν.
Την πήγα σε κάτι χωράφια. Δε διαμαρτυρήθηκε. Δε ρώτησε πού πάμε. Δεν
έμοιαζε καν να καταλαβαίνει πού είναι. Παρούσα και απούσα.
Σταμάτησα, γύρω τριγύρω σιωπή, σκοτάδι, κάθισα αμήχανος για λίγο, ένιωθα
το κορμί μου να καίει, τα χέρια μου έτρεμαν, δεν ήμουν εγώ, ήμουν κάποιος άλλος,
εγώ απλός θεατής μιας φτηνής ταινίας, αναγνώστης λαϊκού μυθιστορήματος, αυτή
ακίνητη δίπλα μου, δεν ήξερα πού ήμουν, δεν ήξερα τι ήθελα, άπλωσα το χέρι και
της χάιδεψα τα γόνατα, όπως πρόβαλλαν, εκτυφλωτικά λευκά, μέσα στο μαύρο της
φούστας και στο μαύρο της νύχτας, δεν αντέδρασε, ανέβηκα λίγο πιο πάνω, ένιωθα
18_
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
____________________________________________________________________________________________
τον αέρα μου να σώνεται, ένιωθα έναν φρικτό φόβο γι’ αυτό που θα γινόταν σε
λίγο, η καρδιά μου είχε αυτονομηθεί και με ξεκούφαινε με την άγρια μουσική της,
ανέβηκα κι άλλο, σήκωσα τη φούστα, τυφλώθηκα απ’ το λευκό και το μαύρο, ήμουν
πιόνι σε μια παρτίδα σκάκι χαμένη απ’ την αρχή, έκλεισα τα μάτια, είδα τους
γονείς μου, το σπίτι μας, το σχολείο, την παχουλή πενηντάρα συνάδελφο, τους
άτακτους μαθητές μου, την αυλή, είδα ένα κορίτσι μαυροντυμένο, λευκό και
κοκαλιάρικο, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι και το νοστάλγησα, ένιωσα ένα άγριο κύμα
πόθου γι’ αυτό το πλάσμα του ονείρου, και τότε άνοιξα τα μάτια, και τότε το
φεγγάρι ξεπρόβαλε ξαφνικά πίσω απ’ το σύννεφο που το έκρυβε, και στο φως του,
ασημένιο σαν ψευδαίσθηση, είδα μια φευγαλέα λάμψη, είδα το μαχαίρι, ένιωσα το
μαχαίρι, ένιωσα τον πόνο, κάτι ζεστό να τρέχει και δεν ήξερα αν ήταν έρωτας ή
αίμα αυτό που έβγαινε από μέσα μου, και πάλι πόνος, άγριος και γλυκός, είδα τα
μάτια της στο φεγγάρι, κι αυτή τη φορά δεν ήταν άδεια, είχαν κάτι μέσα τους, κάτι
όχι πια ανθρώπινο, κάτι που δεν μπορούσα να το προσδιορίσω, κάτι από όνειρο κι
από θάνατο, κάτι γλυκά θανατερό, κάτι σα μάτια λύκου ή δολοφόνου, αυτά τα
μάτια είχαν πια γεμίσει με κάτι που δεν ήξερα τι είναι, ούτε και θα μάθαινα ποτέ
μου, είχε τελειώσει ο χρόνος, ο χρόνος μου τελείωνε, δε φοβόμουν, δεν ήξερα, αυτή
ήταν εκεί, παρούσα πια ολοκληρωτικά, σα φάντασμα παρούσα, με κοιτούσε, είχε
μεταμορφωθεί, ένα κορίτσι μαυροντυμένο, λευκό και κοκαλιάρικο, στο χέρι δεν
κρατούσε πια βιβλίο αλλά μαχαίρι, δεν πρόσεξα τη διαφορά, μου φάνηκε το ίδιο,
ένα κορίτσι λευκό, κάτι συνέβη, ο αέρας σωνόταν, το φεγγάρι κρύφτηκε πάλι,
κοίταξα τα μάτια της, γεμάτα απ’ αυτό το άγνωστο, το μη ανθρώπινο, τα μάτια του
λύκου, τα μάτια του φόβου, τα μάτια του θανάτου, κι έπειτα σκοτάδι, σκοτάδι,
σκοτάδι, και ήμουν πια νεκρός.
19_
Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ”
____________________________________________________________________________________________
Διονύσης Μαρίνος
Βιολέτες, βιολέτες παντού
Ο ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ. Η ΨΕΥΤΙΚΗ ΑΡΜΑΤΩΣΙΑ ΜΟΥ. Όταν γεννήθηκα, ο πατέρας απαίτησε
να ακουστεί το όνομα του παππού μου. Έτσι προέκυψε το Άλκης. Το επίθετο
ήρθε μετά και κόλλησε σαν βδέλλα. Μαραγκός.
Τ
Το σύνολο, όμως, ποτέ δεν έδωσε μια συνεκτική ύλη στη ζωή μου.
Είναι που όλοι με φωνάζουν Βιολέτα.
Όσο ζούσα κανείς δεν νοιάστηκε για το πραγματικό μου όνομα που σφάδαζε
κάτω από την άκομψη φορεσιά του αντρικού φερσίματος. Δεν τους πήρε καιρό να
το ξεθάψουν τώρα που τους βλέπω από κάτω προς τα πάνω σαν αγριεμένο χορτάρι
που πιάνει ένα εκατοστό γης για να ξαπλώσει και έχει μόνιμα ένα κυματιστό ρίγος
σαν χαμόγελο πικρό στις άκρες του φύλλου του.
Τώρα όλοι με θυμούνται ως Άλκη αλλά μέσα τους ξέρουν πως τούτο δω το
όνομα είναι ένα σπλαχνικό ψέμα που λένε στον εαυτό τους από το φόβο μην
κολλήσουν το κουσούρι.
Για να ξορκίσουν το μίασμα που κρυφογελάει έξω από την πόρτα τους.
Τους βλέπω να περνούν έξω από το σπίτι μου, σπάνια το κάνουν μόνο όταν ο
δρόμος για τα χωράφια τούς βγάζει τη ψυχή και η ανηφοριά μοιάζει με
παραγεμισμένο φρύδι, μόνο τότε αποφασίζουν να κόψουν απόσταση με οξυμμένη
δυσθυμία στα μάτια σαν να μην θέλουν να δουν, αλλά βλέπουν. Τα σκληρά
δύσπιστα μάτια τους, πόσο τα ξέρω, και εκείνα τα πεισματάρικα πηγούνια που στη
βάση τους φυτρώνουν τόπους -τόπους αυταρχικά γένια, σκληρές ίνες σχοινιού, από
τον ήλιο και το χώμα. Πρόσωπα άδεια, σφαλιστά με πρόκες που άνοιγαν διάπλατα
και πετάγονταν κατά πάνω μου όταν περνούσα από την πλατεία του χωριού,
20_
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
____________________________________________________________________________________________
πάντα βράδυ για να με χάψει το σκοτάδι στη κοιλιά του, και έγδυναν τα βήματά
μου και η σκιά μου τους έκανε να αναμαλλιάζουν από το μίσος.
Τώρα που πλέον είμαι γι' αυτούς μια μακρινή αιχμηρή ανάμνηση, περνούν
βιαστικοί από το σπίτι μου που έχει μείνει ένας συφοριασμένος σκελετός όλο πλίθες
και σπασμένα ξύλα και συνεχίζουν το δρόμο τους κάνοντας τσιγάρο στη μνήμη
μου.
Δεν θυμάμαι ποιος μου κόλλησε το παρωνύμιο. Μπορεί να ήταν ο γιος του
παπά Νεκτάριου. Ίσως και ο ξάδερφος του πατέρας μου, εκείνο το στρυφνό άντερο
με την ηλεκτρισμένη δυσωδία που έβγαζε το κορμί του κάθε φορά που σε ζύγωνε
να σου μιλήσει. «Βιολέτα, είσαι μια Βιολέτα», μου φώναζαν με νοσηρή συστολή,
ήθελαν και δεν ήθελαν να με πειράξουν, τότε κι εγώ κατέβαζα το κεφάλι φούσκωνε
ο σβέρκος μου από καυτή ανατριχίλα και περπατούσα μετρώντας τα βήματά μου
για να μην πέσω. Στο τέλος έπεφτα, γέμισε το στόμα χώμα πικρό, ανεξίτηλο έφτανε
μέχρι το φάρυγγα και ακόμα πιο μέσα. Όλος μια γροθιά ξερό καστανό χώμα που
έκανε τα χείλη μου να μορφάζουν από τη σιχασιά και το μυαλό να τρέμει σαν το
ψάρι καθώς άκουγα τα λιπαρά τους στόματα να μου φωνάζουν «Βιολέτα, που είσαι
βρε Βιολέτα;».
Για καιρό με έσωζε η πάνδημη σιωπή του σπιτιού μου. Χειροπιαστή σιωπή,
πρησμένη σαν σκόνη που κοιμόταν πάνω στα ξεφτισμένα έπιπλα της μάνας, στο
τραπέζι που τρώγαμε, στην αποθήκη που άφηνε ο πατέρας τα εργαλεία του. Μια
σιωπή με απόκοσμη διαπερατότητα που αγκάλιαζε σπλαχνικά όσους περνούσαν το
κατώφλι μας. Ήταν γαλήνια εκεί, κανείς δεν τρόμαζε από φωνές, τα βλέμματα ήταν
υπολογισμένα, άηχα, σηκωνόσουν από το κρεβάτι και ήταν σαν να είχες
ανασκάψει από βαθύ λάκκο ένα παλιό σώμα που απλώς ήθελε να περπατήσει δύο
μέτρα για να ξεμουδιάσει. Που και που ο πατέρας, ένας άντρας ευθυτενής και
γκρίζος μέχρι το μεδούλι, ίδιος με τα άσπρα μαλλιά του, με κοιτούσε ώρες
ολόκληρες με ανημποριά να ποτίζω τις γλάστρες, να φροντίζω τα λουλούδια, να
κάθομαι πάνω από τις βιολέτες της μάνας μου και να μιλάω μαζί τους, ναι να
μιλάω σε μια γλώσσα δικιά μας μυστική. Τότε λοιπόν σηκωνόταν από τη
21_
Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ”
____________________________________________________________________________________________
πολυθρόνα του, μια κουνιστή κατασκευή από κέδρο που έμοιαζε με θρονί
ξεπεσμένου άρχοντα, ερχόταν κοντά μου αφήνοντας στον αέρα ένοχους
αναστεναγμούς και με έκαιγε με το παρακλητικό του βλέμμα.
«Άστα βρε Άλκη μου τα λουλούδια τα γάτσιασες», μου έλεγε τόσο γλυκά που η
ανάσα του μόλις και κρατούσε τον ιστό της συνδεδεμένο. Εξατμιζόταν με το που
έβγαινε από το στόμα του. Ήθελε και άλλα να μου πει, το ήξερα το έβλεπα στα
μάτια του, στην ανέκφραστη νωθρότητα του προσώπου του, αλλά τα κρατούσε
μέσα του, τα σφράγιζε σαν να ήταν ανόσιες σκέψεις που δεν του έπρεπαν. Μια
φορά μόνο με ρώτησε, «γιατί ειδικά τις βιολέτες;», αλλά στη συνέχεια κόμπιασε,
μέτρησε τις λέξεις του μια προς μια και τις βρήκε λάθος.
Ένα δικό του ασυγχώρητο λάθος.
Κι ύστερα πλανιόταν ξανά ησυχία μέσα στο σπίτι και μια ιδέα οι τοίχοι
ξάνθιζαν από το πνιγμένο ηλιόφως που ερχόταν καλπάζοντας από τα ανοιχτά
παράθυρα, πέρα μακριά από τη ράχη του βουνού ερχόταν, αφήνοντας μηχανικές
αντανακλάσεις πάνω στα κορμιά μας. Και τότε ούτε και εγώ αποφάσιζα να του
μιλήσω και ας ήθελα να του πω πολλά.
Δεν το ήθελα το κορμί του. Να το εκδικηθώ ήθελα. Τη δυσαρμονία μου να
κρύψω, αυτά τα ρόδινα χέρια που παράδερναν στα μεριά μου σαν μαραμένα
κλωνάρια και τους στρογγυλούς μου γοφούς που μαρτυρούσαν ξεδιάντροπα τη
λικνιστή μου σκιά. Όλα πάνω μου τα εχθρευόμουν αλλά και γύρω μου το ίδιο.
Μόνο τις βιολέτες κρατούσα στην αγκαλιά μου με λεπταίσθητο πάθος σαν να έβαζα
στον κόρφο μου το ακριβό άρωμα μιας γυναίκας, το ίδιο της το δέρμα λες και
φιλούσα πονετικά. Αλλά γιατί να λέω ψέματα στον εαυτό μου, ειδικά τώρα που έχω
πεθάνει και κανείς δεν θα βρεθεί να με κατηγορήσει; Ποτέ δεν είχα αγγίξει γυναίκα
κι ας ήμουν ροδαλός σαν καινούργιο σύννεφο και από την πέτσα μου έβγαινε μια
θαλπωρή βανίλιας. Δεν τις ήθελα τις γυναίκες. Όταν οι φίλοι μου τα βράδια
ποδοκροτούσαν τα ανήσυχα τακούνια τους πάνω στον κακόηχο δρόμο της
Ελπίδας, στο τελευταίο άκρο της πόλης πίσω από το παλιό δημαρχείο, εύθυμοι και
22_
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
____________________________________________________________________________________________
ξαναμμένοι με την παθητικότητα του πληρωμένου έρωτα στο αίμα, εγώ καθόμουν
στο μετόχι του πατέρα και έπλεκα με το μυαλό μου στεφάνια αντρικών μπράτσων
να με γυροφέρνουν. Έφερνα με το νου μου χείλια βουβά να με αγγίζουν και γύρω
μου οι βιολέτες να ανθίζουν γλυκά σαν να είχε δημιουργηθεί μια εξαίσια ψυχική
συγχορδία μέσα μου και γύρω μου και στο τέλος με έπαιρναν τα κλάματα.
Και όσο θυμάμαι ότι όλα ξεκίνησαν με το μαστίγιο της κρυφής ηδονής να με
χτυπάει κατάστηθα, έτσι σαν ζώο που δέχεται στωικά το βάρος της παλάμης του
αφεντικού του, τόσο τα αναφιλητά φουσκώνουν μέσα μου και ξεχύνονται.
Γιατί έτσι ξεκίνησαν όλα.
Με την αυγή ενός καλοκαιριού να απορροφάει τα χρώματα της νύχτας και εμείς
αγκαλιασμένοι σφιχτά, με τις σκληρές πανοπλίες των αντρικών μας δερμάτων να
ενώνονται αξεδιάλυτα. Να κοιτάμε πέρα μακριά τα βουνά που έκρυβαν το χωριό
μας, άπραγοι πλέον από τη φλόγωση του ίμερου.
Εμείς.
Εγώ δηλαδή και ο ξάδερφος του πατέρας μου, ο Τάκης, που αργότερα με έβλεπε
στην πλατεία καθώς περνούσα και με βρασμένη φωνή φώναζε καταπάνω μου, «Έϊ
Βιολέτα για πού το ‘βαλες;».
Αυτός πρέπει να με βάφτισε έτσι και έκτοτε ακολούθησαν όλοι το παράδειγμά
του.
Τότε, όμως, εκείνο ακριβώς το πρωινό μού λιμάριζε την πλάτη με τα γαμψά
γερακίσια νύχια του και το σκληρό χνούδι της ανάσα του διαπερνούσε το λαιμό
μου σαν να μην είχε βαρύτητα. Και ήταν όλα καλά καμωμένα και οικεία σαν τη
σιωπή του σπιτιού μου. Ένιωθα πάνω στο κορμί του τους νοτισμένους σβώλους του
χώματος να αχνίζουν και να πρήζονται σαν κάτι καινούργιο να έβγαινε μέσα από
τη γη. Κάτι νέο και όμορφο. Ένα λουλούδι, που προβάλλοντας το κεφαλάκι του
στον κρύο άνεμο, ζητιάνευε λίγο νερό για να ξυπνήσει μέσα του η ζωή.
Έτσι ξύπνησα κι εγώ.
Μέσα στην αγκαλιά ξεραμένων σάλιων, σε βάτα ψηλά που μας έκρυβαν από το
φως και στη δική του απειλητική φωνή που έτριζε στο αυτί μου. «Μην τολμήσεις
23_
Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ”
____________________________________________________________________________________________
και μιλήσεις σε κανέναν γιατί σε έσφαξα». Μου έπιασε το μούτρο και το
τσαλάκωσε, «Ακούς, ρε χαμίνι; Τσιμουδιά γιατί σε σκότωσα». Οι βολβοί των
ματιών του ήταν πεταμένοι έξω από την κούρμπα τους, ένας βαθύς ρόγχος τον
έκανε να δείχνει απόκοσμος. Τι να έκανα; Δεν μίλησα, ούτε και το είχα σκοπό να το
κάνω. Αφέθηκα σε αυτή την κυνική απόλαυση, την απαγορευμένη θωπεία που
κατέληγε μέρα με τη μέρα σε σπαράγματα κραυγών πόνου και σε έναν ακατάσχετο
χείμαρρο από γροθιές και βρισιές και ταπεινώσεις που δεχόμουν βασανιστικά και
σιωπηλά. Για κάθε φιλί υπήρχε το ακριβές αντίτιμο του εξευτελισμού. Για κάθε
κρυφό αγκάλιασμα, μια κλωτσιά σφιχτή και σιδερένια καρφωνόταν στα πλευρά
μου για να με επαναφέρει στον κόσμο της σκληρής πραγματικότητας. Η ηδονή να
έχει γίνει αδερφός με τον πόνο. Ο οίκτος με την προσμονή.
Αλλά δεν μίλησα. Δεν έβγαλα άχνα. Μόνο στις βιολέτες μου μιλούσα με εκείνη
τη κρυπτική δική μας γλώσσα. Εκείνος, όμως, άρχισε να λέει διάφορα. Στην αρχή
δεν έδωσα σημασία. Πήγε και μίλησε στον πατέρα μου. Απαίτησε να βγούμε από το
σπίτι εγώ και η μάνα. «Να μιλήσουν οι άντρες», είπε ξεδιάντροπα. Είπα μέσα μου,
«το κάνει για να μην καρφωθούμε», αλλά εκείνος έβαζε ένα - ένα τα καρφιά στο
σώμα μου και με έλιωνε από τον πόνο. «Πρόσεχε το μικρό, κάπου έχει μπλέξει»,
είπε στον πατέρα μου που τον κοιτούσε απορημένος.
«Τι εννοείς; Τι ξέρεις; Αν είναι κάτι που ξέρεις να το πεις τώρα», του απάντησε
εκείνος ξερά και αδιάφορα.
«Δεν ξέρω τίποτα, αλλά στο χωριό λένε…».
«Στο χωριό λένε πολλά, δεν δίνω σημασία στις κουβέντες. Έχεις κάτι να μου
πεις;», τον διέκοψε ο πατέρας.
Τότε ο Τάκης σηκώθηκε φουρκισμένος, ξαναμμένος και από το καπέλο του
έσταζε ιδρώτας ξινός και πρασινωπός σαν χολή. Το φόρεσε στραβά στο κεφάλι του
σαν να έδειχνε κάτι στον πατέρα μου. Σαν να υπονοούσε κάτι αδιόρατο.
«Σου λέω μόνο να τον προσέχεις, τίποτα περισσότερο».
Άρχισε να ψιθυρίζει το χωριό πίσω από την πλάτη μου. Κάθε φορά που
περνούσα από την πλατεία άκουγα πίσω μου τα πνιχτά γέλια και τους γοερούς
24_
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
____________________________________________________________________________________________
ψιθύρους να με ακολουθούν σαν βήματα βγαλμένα από βαριά μπότα. Ακόμα και ο
παπά - Νεκτάριος μου ζήτησε ταπεινά και πονεμένα να μην πηγαίνω την Κυριακή
στην εκκλησία, «καλύτερα για σένα τέκνο μου», μου εξήγησε, «εγώ σε ξέρω από
τόσο δα κουτσούβελο, γνωρίζω τι έχεις στη ψυχή μου, αλλά καλό είναι να μην
έρχεσαι. Κάνε το σταυρό σου όπου είσαι και ο Θεός θα σε δει, αλλά στην εκκλησία
μην έρχεσαι».
Το έκανα και αυτό αλλά τίποτα δεν άλλαξε.
Περνούσαν οι κατάκοιτες νύχτες κι εγώ να παλεύω με τη μοναξιά μου, καθώς ο
Τάκης δεν ερχόταν πλέον από το σπίτι και στο δρόμο ούτε που με πλησίασε.
Έφταναν κατά πάνω μου οι ατιμωτικές ημέρες που με έκαναν να νιώθω ακόμα
περισσότερο ντροπιασμένος. Βρόμικος μέχρι το κόκαλο να αποζητάω ένα
ξεροκόμματο επαφής από αυτή που οι άλλοι θεωρούσαν ντροπή και όνειδος. Η
άχνα του σώματός μου από νωπή άρχισε να γίνεται σκέτη ξέρα, οι σπασμοί του
πόθου να με καταβάλουν σε κάθε μου κίνηση. Ένα καίριο βρόντημα της σάρκας
που ενώ θα έπρεπε πλέον να ωριμάζει ερωτικά και να μαθαίνει την αλφαβήτα του
δοσίματος και της ευχαρίστησης, αυτή μαζευόταν σαν σπείρα γύρω από το καβούκι
της και σιγά -σιγά έπεφτε σε ναρκωτική αμηχανία.
Ήταν παραμονή του Αγίου Νικόλαου όταν ήρθε και με βρήκε. Έκανα χάζι στη
πλατεία τους μικροπωλητές που έστρωναν την πραμάτεια τους για το πανηγύρι.
Μια συστράτευση χρωμάτων, φωνών και κινήσεων τόσο μεθυστική που έκανε τους
γύρω τοίχους των σπιτιών να πάλλονται από δονούμενη ευχαρίστηση.
Τον κατάλαβα από το τραχύ αποτύπωμα που άφησε στον ώμο μου. Βίαιο και
άμεσο σαν και εκείνον. Γύρισα και τον κοίταξα έντρομος. Έψαξα τα μάτια του για
να καταλάβω τις προθέσεις του, αλλά αυτά είχαν χαθεί μέσα σε μια ασπίδα μαύρων
γυαλιών ηλίου. Και διάολε πάνω στον ουρανό και τριγύρω δεν υπήρχε ίχνος
αχτίδας, αλλά ο Τάκης δεν έλεγε να τα βγάλει από πάνω του.
“Πρέπει να σε δω”, μου είπε κοφτά και παθιασμένα.
25_
Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ”
____________________________________________________________________________________________
Τράβηξα το νερουλό του χέρι από πάνω του σαν βδέλυγμα που ήθελε να μου
ρουφήξει το αίμα.
«Για ποιο λόγο; Δεν σου φτάνει το κακό που μου έχεις κάνει;», του είπα.
Με πλησίασε σε απόσταση αναπνοής. Η δική του ήταν ταγκή, εξοντωτική
προκαλώντας μου μια ασυναίσθητη συστολή.
«Μην είσαι χαζός. Το ξέρω πως θέλεις να βρεθούμε…».
«Όχι δεν θέλω…».
Έκανα να φύγω. Με τράβηξε πάνω του και όταν κατάλαβε πως θα μπορούσε να
κινήσει τα βλέμματα των συγχωριανών, με πέταξε μακριά σαν άδειο σακί πατάτες.
«Θα σε περιμένω στο χωράφι του πατέρα σου μόλις πέσει ο ήλιος», είπε και
άναψε τσιγάρο κρύβοντας με την ανοιχτή του παλάμη το μισό του πρόσωπο.
«Δεν θα έρθω», του απάντησα εμβρόντητος.
«Εγώ θα σε περιμένω γιατί θα έρθεις», είπε και μου πέταξε ένα ματσάκι καπνό
στη μύτη.
Έχω βουτήξει πλέον για τα καλά στην ανυπαρξία και από εδώ που βρίσκομαι
έχω το πλεονέκτημα να μη νοιάζομαι για τη φθαρτότητα του κορμιού μου. Έχω
όμως και μπόλικο χρόνο να σκέφτομαι τι θα γινόταν αν δεν πήγαινα. Ποια τροπή
θα είχε πάρει η ζωή μου αν εκείνα τα μακρόσυρτα λεπτά που κυλούσαν άγαρμπα
στο ρολόι της εκκλησίας, σταματούσαν προς στιγμήν και με έσωζαν από το
απειλητικό φεγγάρι που εκείνο το βράδυ άρχιζε να σκάει πιο γρήγορα από ότι
άλλες φορές. Πολλές φορές έχω φέρει στο μυαλό μου τα γεγονότα έτσι όπως έγιναν,
αλλά και τις μανιώδεις σκέψεις μου πριν φτάσω στο χωράφι, που έκαναν το κεφάλι
μου να κουνιέται συθέμελα. Οι μελοδραματικές παύσεις που με συντάρασσαν,
αλλά και οι ανταριασμένες ονειρώξεις που με έφταναν στο απόγειο, ενώνονταν
αξεδιάλυτα μέσα μου φτιάχνοντας ένα εκρηκτικό μείγμα.
Νίκησε ο πόθος και πήγα. Κι ας ήξερα πως ο δρόμος αυτός δεν θα είχε γυρισμό.
Λες και εκείνη τη στιγμή που αποφάσιζα το φοβερό μου βήμα να επένδυα σε μια
άλλη ζωή γεμάτη εύθραυστες αναμετρήσεις με τον ακόρεστο παλμό της αμαρτωλής
καρδιάς μου.
26_
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
____________________________________________________________________________________________
Μόλις με είδε απέναντί του τα μάτια του έπαιξαν μέσα στους βολβούς τους σαν
μπάλες από φλιπεράκι. Δίχως να βγάλει λέξη από το πέτρινο στόμα του με πέταξε
με τέτοια δύναμη στο χώμα που ένιωσα τον κόσμο να πλέει τριγύρω μου. Δεν
πρόφτασα καν να προβάλλω αντίσταση. Έκλαιγε γοερά, ένα δάκρυ μαύρο που
έτρεχε στα μάγουλά του σχίζοντάς τα. Σκουπιζόταν από ντροπή και με χτυπούσε
πάλι από ντροπή. Το πρόσωπό του είχε γίνει ένα σκοτεινό έλος γεμάτο σιχαμερή
λάσπη. Φώναζε «σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω» και κάθε φορά που του τέλειωναν οι
λέξεις, ξεκινούσε μια καινούργια κλωτσιά να έρθει να επιβεβαιώσει το μυστικό του
πόνο πάνω μου.
Με δάχτυλα πληγιασμένα ζύγισα μια πέτρα που βρήκα στα δεξιά μου. Ίσα που
μπορούσα να την κρατήσω, αλλά τη βάστηξα γερά. Την είδε και γυάλισε το μάτι
του.
«Εμένα θα χτυπήσεις;», ούρλιαξε, «εμένα που σε αγαπάω;»
Σήκωσα την πέτρα όσο με βαστούσε το χέρι μου. Ένιωσα όλο το βάρος μου να
συγκεντρώνεται σε εκείνα τα αιμάτινα δάχτυλα, τους πέντε προπομπούς του
φονικού.
Έκανε πίσω αιωρούμενος καθώς δεν είχε αποφασίσει αν θα μου καθίσει μια
ακόμα κλωτσιά ή θα μαζέψει το ποδάρι του.
«Βιολέτα μη… τι πας να κάνεις».
Ολόλυζε, δερνόταν με τα ρούχα του, ώσπου σταμάτησε μια και καλή όταν η
πέτρα τον βρήκε ανάμεσα στα μάτια. Ένα κόκκινο κρόσσι άρχισε να τρέχει και να
του κρύβει το σκοτάδι. Έπεσε κάτω, τα γόνατά του λύγισαν τρέμοντας. Βρήκα την
ευκαιρία να σηκωθώ. Τον είχα από κάτω μου πλέον να σκούζει και να χτυπιέται.
Κατακόκκινος σαν ουλή ανοιχτή, αλλά πια δεν με ένοιαζε. Ήμουν προσηλωμένος
στη φρενιασμένη μου μανία. Η δεύτερη πέτρα τον βρήκε στο κεφάλι, η τρίτη στο
δεξί μάγουλο και η τελευταία στο πίσω μέρος του κρανίου. Ήταν και αυτή που τον
ξέκανε.
Έπεσε στο χώμα.
Έγινε υποχείριο της παγωμένης νάρκωσής του.
27_
Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ”
____________________________________________________________________________________________
Ήταν ολόκληρος ένα κόκκινο κακάδι, απόκοσμο και λερό.
Από το βάθος του ορίζοντα κάποιο άγνωστο χέρι άρχισε να ραντίσει τον
σκούρο θόλο με χρυσοπράσινα αστεράκια που έσκαγαν με πάταγο, απλώνονταν
σαν μανιτάρι και ύστερα καταδύονταν με απρόσμενη ταχύτητα στο πουθενά. Το
πανηγύρι στο χωριό θα πρέπει να είχε ξεκινήσει για τα καλά.
Αύριο γιορτάζει και ο πατέρας μου, σκέφτηκα μέσα στην παραζάλη μου.
Νικόλαος Μαραγκός.
Σήμερα, όμως, αυτή ακριβώς τη στιγμή γιορτάζω εγώ, ο Άλκης Μαραγκός… η
Βιολέτα…
Έτρεξα μέχρι την αποθήκη. Τα χέρια μου είχαν τυλιχτεί σαν περικοκλάδες στο
κορμί μου, ο ιδρώτας περνούσε μέσα από την μπλούζα μου, μούσκευε το δέρμα. Το
κλονισμένο δέρμα.
Για μια στιγμή δείλιασα. Κοίταξα με παιδική εγκαρτέρηση τα απλωμένα σχέδια
στον ουρανό που φώτιζαν τη νύχτα σαν μια γιγάντια πυγολαμπίδα. Με έκαναν να
κοντοσταθώ για μια στιγμή αλλά αμέσως οι φωτεινές κραυγές του ουρανού
πέθαναν μέσα μου χωρίς απόηχο. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ και μόνο εγώ να τις
δημιούργησα προς στιγμήν για να μου κρατήσουν παρέα.
Το ψαλίδι ήταν σκουριασμένο στις άκρες αλλά σίγουρα έκανε ακόμα τη δουλειά
του. Το θυμάμαι από μικρός που ο πατέρας το είχε και το χρησιμοποιούσε σε
διάφορες δουλειές του χωραφιού.
Έσφιξα την μπουνιά μου. Ένιωσα για πρώτη φορά τόσο αποφασισμένος για
κάτι στη ζωή μου. Έπιανα με τα ακροδάχτυλά μου την ίδια την εικόνα της
συνείδησής μου και είχε την όψη σαπισμένου μετάλλου. Σαν το ψαλίδι που
κρατούσα.
Με τη χρονική απόσταση που μου παρέχει η τωρινή μου άυλη κατάσταση,
μπορώ να πω ότι δεν δυσκολεύτηκα αρκετά. Ήταν σαν να έσχιζα ένα έμπλαστρο
από την κοιλιά μου. Το στόμα μου, θυμάμαι, έβγαλε έναν καμπανιστό ήχο, με
έπιασε σύγκρυο και αμέσως φλόγωση και όλα γύρω μου άρχισαν να παίρνουν
28_
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
____________________________________________________________________________________________
τεράστιες διαστάσεις και να με καταπίνουν. Ένας λαβύρινθος που χοροπηδούσε
ακατάπαυστα.
Μετά από αυτό δεν θυμάμαι τίποτα αλλά και δεν θέλω να θυμάμαι.
Που και που επισκέπτομαι το σπίτι μου και με πιάνει το παράπονο που έχει
μείνει πλέον ένα ετοιμόρροπο γιαπί. Πέθανε ο πατέρας, τον ακολούθησε η μάνα
και τώρα όλα ρημάζουν.
Μόνο οι γλάστρες έχουν μείνει ανέπαφες από την προϊούσα σήψη του χρόνου.
Κάποιος έρχεται και τις ποτίζει ανελλιπώς.
Κάποτε είχαμε νεραγκούλες, νάρκισσους, ανεμώνες, μα πάνω από βιολέτες,
βιολέτες παντού.
Μαβιές καρδιές που απλώνονταν σαν ήλιος προς τη χοάνη του ουρανού.
Τις βλέπω και έχουν γίνει θαλερές και γόνιμες. Σαν κάποιον να περιμένουν να
τους μιλήσει.
Εγώ πλέον δεν μπορώ, δεν θα με ακούσουν ότι και αν τους πω.
Δεν ξέρω ποιος έρχεται και τις ποτίζει.
Συνήθως όσοι περνούν από το σπίτι, και το κάνουν σπάνια, ταχύνουν το βήμα
τους και ντρέπονται να κοιτάξουν κατά τα χαλάσματα. Φοβούνται ότι το
αμαρτωλό μίασμα είναι κολλητικό.
Ποιος να τις ποτίζει λοιπόν και γιατί;
Ποτέ μου δεν θα μάθω.
29_
Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ”
____________________________________________________________________________________________
Αργυρώ Μπαξεβάνου
Η Μυρσίνη μας
ΠΤΑ ΓΕΝΝΕΣ ΕΚΑΝΕ Η ΣΥΧΩΡΕΜΕΝΗ Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ. Τότε γεννούσαν οι γυναίκες όσα
παιδιά έδινε ο Θεός κι έμεναν μ’ όσα τους χάριζε. Πέντε της ζήσαμε. Τέσσερα
αγόρια, ο Παντελής, ο Αλέκος, ο Ηλίας κι εγώ, ο μικρότερος κι ένα κορίτσι, τρίτο
στη σειρά, η Μυρσίνη μας. Δεν τη γνώρισες.
Ε
Ήταν μεταξένιο κορίτσι, η Μυρσίνη, η παρηγοριά του σπιτιού μας, η περηφάνια
μας και το στήριγμά μας. Με περνούσε οκτώ χρόνια. Κι ήταν για μένα πάνω από
αδελφή, μια μικρή μάνα. Δίπλα της με είχε, όταν φουκάλιζε το σπίτι, όταν
σφουγγάριζε, όταν έπιανε προζύμι κι όταν ζύμωνε στη σκαφίδα με τα παιδικά
χεράκια της ψωμί για επτά στόματα. Γιατί η μάνα μας απ’ τη νύχτα έφευγε και
νύχτα γύριζε. Όλη μέρα πάλευε στα κτήματα και στα ζώα μας με δουλειές σκληρές
και φορές κατέβαινε στο λιμάνι να βοηθήσει τον πατέρα μας στο ξεψάρισμα.
Περίεργο ζευγάρι οι δυο τους. Ο ένας όργωνε τη γη κι ο άλλος τη θάλασσα. Ο
πατέρας μου με τ’ αδέλφια του είχανε ψαροκάικα. Είχαμε τον τρόπο μας. Και με
την αξιοσύνη των γονιών μας δε μας έλειψε τίποτα ακόμα και στις μεγάλες
φτώχειες.
Εγώ όλη μέρα ζούσα δίπλα στη Μυρσίνη μας. Μ’ αγαπούσε πολύ. Ίσως, γιατί
ήμουν ο μικρότερος κι ο χαϊδεμένος της.
-Αρνί μου! Αρνάκι μου! Με φώναζε.
Κι εγώ σαν το μανάρι δίπλα στη μάνα του ήμουν πιασμένος πάντα στο
φουστανάκι της. Ακόμα κι όταν έκανα ζημιές και θύμωνε, Μανωλάκη με φώναζε,
ποτέ δε με φώναξε Μανώλη. Ούτε μ’ έδερνε, όπως έκαναν συχνά τα μεγάλα μου
αδέλφια.
30_
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
____________________________________________________________________________________________
Παράδεισος ήταν η ζωή μου δίπλα της. Τα Σάββατα το απόγευμα που έβαζε η
μάνα μου καζάνι, για να πλύνει και να πάρουμε σειρά να πλυθούμε όλοι μας,
θυμάμαι που η αδελφή μου μ’ αναλάμβανε και μ’ έβαζε στη σκάφη και μου έριχνε
νεράκι ζεστό και μ’ έλουζε προσεκτικά, για να μην μπαίνει στα μάτια μου σαπούνι
και κλαίω. Με γλύτωνε απ’ τα σκληρά χέρια μάνας μας που πάνω στην κούρασή
της αυτά δεν τα πρόσεχε. Κι αν κλαίγαμε, μας χτυπούσε με την πλάκα το σαπούνι
στο κεφάλι κι αν είχαμε ψείρες, δεινοπαθούσαμε στα χέρια της. Με το σκληρό το
χτένι μας έγδερνε σχεδόν το κρανίο.
Ενώ η Μυρσίνη με ξεψείριζε προσεκτικά κι αγόγγυστα και στο τέλος με χτένιζε
απαλά και προσπαθούσε να μου κάνει μια ψευτοχωρίστρα. Τι χωρίστρα να κάνει!
Αφού μας είχαν κουρεμένους με την ψιλή και μόνο μπροστά άφηναν μια τούφα
μαλλάκια! Ύστερα μ’ έβαζε στο κρεβάτι με τον Ηλία μας να κοιμηθώ και μας
φιλούσε σταυρωτά. Ένιωθα ελαφρύς και καθαρός και μ’ έπαιρνε λίγο – λίγο ένας
ύπνος γλυκός κι ευτυχισμένος. Ίσως εκείνα τα Σαββατόβραδα να κρύβουν
μαζεμένη όλη την ευτυχία της ζωής μου. Όχι! δεν το λέω καλά. Ευτυχισμένος ήμουν
κι όταν πήγαινα μαζί της τα μεσημέρια τ’ Αυγούστου, μέσα στην κάψα, στη
θάλασσα και μαζεύαμε ώρες καβούρια και πεταλίδες και γαλίπες. Ύστερα έφτιαχνε
η μάνα μας πιλάφι θαλασσινό και γαλιποκεφτέδες, της φτώχειας φαΐ. Δεν έφαγες
εσύ τέτοιο!
Που λες! Η αδελφή μας μ’ έμαθε να κολυμπώ! Κι αντίς για σωσίβιο είχαμε δυο
νεροκολόκυθα, κουφωτά από μέσα, ενωμένα με σκοινάκι. Δε βούλιαζαν και με
κρατούσαν στον αφρό. Κι έτσι, έμαθα σιγά – σιγά να κολυμπώ, αφού ήπια μπόλικο
νεράκι θαλασσινό.
Και στα γράμματα πάλι η Μυρσίνη μας βοηθούσε! Ήταν να τη θαυμάζεις.
Ξεφτέρι στο σχολείο, αδικήθηκε, γιατί σταμάτησε στην Πέμπτη, για να μας
φροντίζει. Αυτή μου έμαθε να διαβάζω. Κι αυτή μες στα παιχνίδια με ρωτούσε
σοβαρά – σοβαρά:
-Πες μου τώρα, Μανωλάκη, πόσο κάνει τρεις οι εφτά; Οκτώ οι εννιά; Επτά οι
οκτώ;
31_
Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ”
____________________________________________________________________________________________
Την προπαίδεια σ’ αυτήν τη χρωστάω, όπως και το να μπορώ να λύνω δύσκολες
διαιρέσεις. Μ’ ένα ξυλάκι στο βρεμένο χώμα της αυλής, εκεί μου σκάλιζε αριθμούς.
Εκεί ήταν ο πίνακάς μας. Τετράδια και χαρτιά ήταν δυσεύρετα.
Παράδεισος ήταν η ζωή μου κι ο άγγελός του, η Μυρσίνη μας. Νοικοκυρεμένο,
αθώο παιδί, πρόθυμο και φιλότιμο βοηθούσε το σπίτι μας κι όλη τη γειτονιά. Αυτό
ήταν το κορίτσι μας. Κι όμορφο, πολύ όμορφο ξεχώριζε μέσα σ’ όλα τα κορίτσια
του χωριού. Ίσως αν δεν ήταν τόσο όμορφο, να ήταν πιο τυχερό στη ζωή του! Μ’
αυτά, πάλι, ποιος τα ξέρει;…
Μέχρι που ’ρθε εκείνο τ’ άραχνο καλοκαίρι κι έπεσε δυστυχία στο σπίτι μας.
Ήμουν μικρός, δεν πολυκαταλάβαινα. Όμως άκουσα το χαμηλόφωνο σπαραγμό
και τους βόγγους της μάνας μου και τις κατάρες της:
Αχ Χρήστο! έλεγε στον πατέρα, το χάλασε το κορίτσι μας αυτό το παλιοτόμαρο,
αυτός ο θεομπαίκτης που καλό να μη δει ποτέ! που να τον δω στην κάσα και να
χαίρομαι!
Μετά έγιναν πράγματα σκληρά και πρωτοφανέρωτα για το σπίτι μας. Θυμάμαι
που την αδελφή μου την έδερνε ο πατέρας και τα δυο μεγάλα μου αδέλφια εκ
περιτροπής. Ο Ηλίας κρύφτηκε στο ντάμι. Μια μέρα ολόκληρη την έδερναν στα
μουλωχτά, κλείνοντας το στόμα της να μην ακούγονται οι φωνές της. Κι η μάνα
μάταια προσπάθαγε να τη σώσει απ’ τα χέρια τους και μάταια φώναζε ότι δεν
έφταιγε το κορίτσι της, πως δεν πήγαινε γυρεύοντας, αλλά έφταιγε ο Φώτης, ο
νταής του χωριού, αυτό το σκυλί το μαύρο, ο ρεμπεσκές, που κακό χρόνο να ’χει κι
ό,τι έκαμε αίμα να το φτύσει!
Αλλά ο πατέρας και τ’ αδέλφια μου συνέχιζαν να τη βρίζουν και να τη δέρνουν
άπονα, γιατί, λέει, ήταν πομπεμένη, τους ντρόπιασε το όνομα, τους λέρωσε το
κούτελο και πως αν η σκύλα δεν κουνήσει την ουρά της, ο σκύλος δε σιμώνει.
Κι εκείνη ξέπνοα έλεγε:
-Δε φταίω, σας λέω! Δε φταίω εγώ! Με τη βία έγιναν όλα!
32_
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
____________________________________________________________________________________________
Κάποια στιγμή, άρχισα να κλαίω και να φωνάζω, για να σώσω τη Μυρσίνη μου
κι έφαγα ξύλο πολύ κι εγώ και με στείλανε στο σπίτι μιανής απ’ τις αδελφάδες της
μάνας μου.
Όταν γύρισα μετά από τρεις μέρες σπίτι μας, δε βρήκα εκεί την αδελφή μου. Κι
όσο κι αν ρώτησα κι όσο κι αν έκλαψα, κανείς δεν μου απαντούσε ούτε πού πήγε,
ούτε πόσο θα λείψει, ούτε πότε θα ’ρθει! Από ένα σημείο κι ύστερα μ’ απαγόρεψαν
να ρωτάω και να μιλώ γι’ αυτή.
Κι αν σε ρωτάει ο κόσμος, να λες, εγώ είμαι μικρός. Να ρωτάτε τη μάνα και τον
πατέρα μου! Έτσι με δασκάλεψαν.
Καταλάβαινα ότι κάτι φριχτό συνέβηκε στην αδελφή μου, μα δεν μπορούσα να
φανταστώ τι ήταν αυτό. Πάντως, η χαρά μου χάθηκε. Δεν ήθελα να παίζω. Δεν
ήθελα να τρώω. Και τα βράδια παρακαλούσα:
-Χριστούλη μου να φέρεις πίσω τη Μυρσίνη μας!
Φαίνεται οι προσευχές μου πιάσαν τόπο και μετά από μήνες γύρισε η αδελφή
μου.
Γύρισε μόνο το σώμα της, γιατί την ψυχούλα της φαίνεται την άφησε εκεί
μακριά όπου τη στείλανε. Ήταν όμορφη όπως και πριν, αλλά δεν είχε τίποτε από
την παλιά ξενοιασιά και τη χαρά της. Ήταν σοβαρή κι απόμακρη και τα μάτια της
ήταν πάντα βουρκωμένα. Εξακολουθούσε να μου δείχνει την ίδια αγάπη, ίσως και
περισσότερη, μέσα απ’ τη σιωπή της, μόνο με πράξεις κι αγκαλιές, χωρίς πολλές
κουβέντες.
Εγώ κι η μάνα μας της φερόμαστε όπως πριν, όμως ο πατέρας μου και τα
μεγάλα αδέλφια μου την περιφρονούσαν. Με τον καιρό παρασύρθηκε κι ο Ηλίας
μας κι έγινε κι αυτός παγερός μαζί της. Λόγο δεν της απηύθυναν. Το όνομά της δεν
το ξανάπαν. Και στη γειτονιά και στο χωριό είχε την ίδια αντιμετώπιση. Ώρες -
ώρες πίστευα πως ήταν αόρατη και πως την έβλεπα μόνο εγώ κι η μάνα μου. Κι
όλους μας στο σπίτι, μας είχαν άπαντες στο χωριό σα να ’μαστε σε καραντίνα. Δεν
έρχονταν επισκέψεις στις γιορτές και τα κορίτσια, οι φίλες της αδελφής μου, δεν της
ξανάκαναν παρέα, αλλά της γύριζαν περιφρονητικά την πλάτη.
33_
Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ”
____________________________________________________________________________________________
Αόρατη, βέβαια, δεν ήταν η Μυρσίνη, γιατί ήταν καλλονή. Η γιαγιά μου
συνήθιζε να λέει: «Το καλό το φρούτο το τρώει ο μπούφος» κι ως τότε δεν είχα
καταλάβει τι εννοούσε με τα λόγια της αυτά. Μέχρι που εμφανίστηκε στο χωριό
μας ο καπετάν – Αγγελής ισχνός, μουστακαλής και φαλακρός με χέρια κίτρινα απ’
το τσιγάρο, καμιά πενηνταριά χρονών. Ήταν απ’ το νησί απέναντι. Είδε μια μέρα
τη Μυρσίνη μας, δεν ξέρω πού και τη λιμπίστηκε. Την ίδια μέρα στο καφενείο
δώσανε τα χέρια με τον πατέρα μου κι ο αρραβώνας έκλεισε. Εκεί στο καφενείο!
Τον θυμάμαι το σαχλιάρη, μεθυσμένο στο τσακίρ κέφι, ολόχαρο που ’παιρνε τέτοιο
τεφαρίκι να τραγουδά:
«Τα μαλλιά σου, τα μαλλιά σου μ’ έφεραν στη γειτονιά σου.
Τα μαλλιά σου τα μελένια έκαψαν πολλούς κι εμένα…»
Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δε θα ’χε φανταστεί το ραμολί πως θά ’παιρνε
τέτοια νέα γυναίκα με μαλλιά ποταμό και μάτια ζωγραφιστά. Κι όμως, στη
συμφωνία επάνω έκανε και «νούμερα» στον πατέρα μας και χρειάστηκε κι αρκετό
παραδάκι να δώσει ο σχωρεμένος, για να βουλώσουν τ’ αυτιά του γεροντογαμπρού
στο σούσουρο του κόσμου πως θα πάρει γυναίκα «ακουσμένη» κι όχι «κορίτσι».
Κι έτσι το αγγελούδι μας που θα ’ταν δε θα ’ταν δεκαεννιά χρονών βρέθηκε
νύφη σε μέρος μακρινό, πεντέξι ώρες με το καράβι, μακριά απ’ την αγκαλιά μας,
να τη μαλλιοκατσιάζει και να τη χαίρεται ένας άντρας άχαρος μπορεί και
μεγαλύτερος στην ηλικία απ’ τον πατέρα μας. Στο γάμο της κανένας μας δε
βρέθηκε εκτός απ’ τον πατέρα που τη συνόδεψε νύφη στο νησί.
-Το θυσίασες το παιδί σου! Του ’πε η μάνα, όταν γύρισε και την έπιασε το
κλάμα.
-Τη δουλείασ’ εσύ! Και πάψε τα μουτζοκλάματα. Έπρεπε τώρα να τη δώσω, πριν
μπαγιατέψει. Μετά δε θα την έπαιρνε κανένας έτσι μεταχειρισμένη, χωρίς τιμή. Και
να την ξεγράψετε! Εδώ δε θα ξανάρθει! Δεν μπορεί κάθε φορά ν’ ανασκαλεύεται το
παρελθόν και να γινόμαστε ρεζίλι στον κόσμο! Αυτά ήταν τα λόγια του και μαζί
κατέβασε και κάμποσα καντήλια.
34_
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
____________________________________________________________________________________________
Νέα της Μυρσίνης ήταν δύσκολο να μαθαίνω. Και κανένας στο σπίτι δε μιλούσε
γι’ αυτή. Πάντως ο Φώτης μετά το γάμο της έφυγε απ’ το χωριό μας.
-Μάνα τι να κάνει το κορίτσι μας; Τολμούσα κάποτε να ρωτήσω.
-Σώπασε μη σ’ ακούσει ο κύρης σου κι έχουμε άλλα, ήταν η απάντησή της.
Από όσα κατόρθωνα να μαθαίνω εδώ κι εκεί από σκόρπιες κουβέντες,
καταλάβαινα πως η Μυρσίνη στο νησί κακοπερνούσε. Ο καπετάν – Αγγελής
ταξίδευε επτά, οχτώ μήνες το χρόνο και το κορίτσι μας έμενε μόνο του με την
ηλικιωμένη πεθερά της, καλή γριούλα αλλά φιλάσθενη και την ανύπαντρη
κουνιάδα της, μια γεροντοκόρη στριτζωμένη και ξιπασμένη μες στα νεύρα και στην
κακία. Ίσως και να ’φτασαν στ’ αυτιά της λόγια για την αδελφή μας κι αυτά την
έκαναν ακόμα πιο στρυφνή κι ανυπόφορη.
Στα δυο χρόνια πάνω η αδελφή μου έμεινε έγκυος – δόξα τω θεώ – είπε η μάνα
μας. Και αργότερα μάθαμε πως γέννησε αγοράκι. Τη μέρα που ’ρθε το καλό
μαντάτο είδα τον πατέρα μου να χαμογελά, έστω και στυφά και μου ’δωσε
χαρτζιλίκι.
Γιωργάκη το βάφτισαν το αγοράκι της και το λάτρευε. Ξέρω πως θα το μεγάλωνε
μη βρέξει και μη στάξει, γιατί εγώ που δεν ήμουν παιδί της αλλά αδελφός της και
παρότι ήταν ανήλικη τότε, μεγάλωσα σαν βασιλιάς στα χέρια της.
Κάποια μέρα μετά από τέσσερα μπορεί και πέντε χρόνια, δε θυμάμαι καλά,
μάθαμε πως ο καπετάν Αγγελής πνίγηκε σε φουρτούνα σ’ ένα απ’ τα ταξίδια του.
Κοντά στην Αλεξανδρέτα είπαν ότι πνίγηκε. Και πάλι κανένας μας δε βρέθηκε στο
πλευρό της αδελφής μας. Μόνο κανά δύο χρόνια μετά το θάνατο του άντρα της
θυμάμαι πως οι μεγάλοι μας, ο Παντελής κι ο Αλέκος πήγαν στο νησί για εμπόριο.
Πέρασαν τότε απ’ το σπίτι της. Ζούσε φτωχικά απ’ τη μικρή σύνταξη που τους
άφησε ο καπετάνιος. Υπηρετούσε την κατάκοιτη πεθερά και την κουνιάδα της που
εκείνη έκανε τα κουμάντα. Στο σπίτι τους φίλεψε και τους κοίμισε και την άλλη
μέρα το πρωί τη βρήκαν να τους περιμένει στο καΐκι μέσα, έχοντας
σφιχταγκαλισμένο το μικρό Γιωργάκη.
35_
Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ”
____________________________________________________________________________________________
-Πάρτε με μαζί σας, έλεγε και ξανάλεγε. Μαύρη ζωή περνώ εδώ. Πικρό ψωμί
τρώω. Κατάντησα παραδουλεύτρα στο σπίτι του άντρα μου. Λεφτά δεν ορίζω.
Πάρτε με μαζί σας στο σπίτι μας και θα δουλεύω για σας ολημερίς! Πάρτε με,
αλλιώς θα πεθάνω!
Τη σύρανε με τη βία και τη βγάλανε με το Γιωργάκη αγκαλιά στη στεριά και της
είπαν να μη βάζει άλλες πομπές και ντροπές στη ζωή τους. Οι καλές γυναίκες
χήρες, ξεχήρες μένουν στο σόι του άντρα τους και τον τιμούν, έστω και πεθαμένο.
Αυτό είναι το πρέπον και το σωστό.
Και φύγανε και την αφήσανε τη μαύρη μες στη μαύρη απελπισία να κλαίει και
να οδύρεται, να θέλει να γυρίσει πίσω στον τόπο της, στο πατρικό, στη μάνα της
και να κανείς να μην τη βοηθά. Ούτε τ’ αδέλφια της. Όλοι οι δρόμοι κλειστοί κι
αυτή μες στην απόγνωση. Ξεκοκαλίστηκε κι η προικούλα της, για να ζήσουν τα δύο
μορμολύκια. Κι έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε αργότερα, όταν γι’ άλλη μια φορά τη
σακάτεψε η μοίρα. Ο Γιωργάκης της, παλικαράκι πια δεκατριών χρόνων,
χτυπήθηκε από λευχαιμία καλπάζουσα. Μέσα σε μήνες το ’χασε το παιδί της. Το
’βαλε στη γη με τα χέρια της, μόνη της χωρίς κανέναν από μας. Το πικρότερο
ποτήρι για μια μάνα το ’πιε η Μυρσίνη μας!
Ένα μήνα μετά το θάνατο του Γιωργάκη πέθανε κι έρμη η μάνα μας απ’ τον
καημό της.
Εγώ τότε είχα αρχίσει να αντρειεύω και να ορίζω τον εαυτό μου και να μπορώ
να έχω λόγο στους μεγαλύτερους από μένα άντρες του σπιτιού μας. Μια μέρα
χτύπησα τη γροθιά στο τραπέζι κι είπα: «Τόσα χρόνια κάνατε ό,τι θέλατε, γιατί δεν
είχα λόγο. Εξορίσατε την αδελφή μας, πεθάνατε τη μάνα για το τι θα πει ο κόσμος
και για τη ρημάδα την τιμή σας. Στο διάολο κι η τιμή και ο κόσμος κι όλοι σας!
Θέλετε δε θέλετε, θα πάω να τη φέρω πίσω τη Μυρσίνη κι ας μη δώσει πεντάρα
κανένας σας. Εγώ θα δουλεύω να την ταΐζω!» Σώπαιναν και με κοιτούσαν. Και
μόνο ο Παντελής -είχε ήδη παντρευτεί κι είχε αποκτήσει το πρώτο του κορίτσι- είπε
μέσα απ’ τα σφιγμένα χείλια του: «Να πας Μανώλη!» κι έφυγε σκυφτός.
36_
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

More Related Content

What's hot

4o γυμνασιο αιγιου τεχνες και πολιτισμος
4o γυμνασιο αιγιου τεχνες και πολιτισμος4o γυμνασιο αιγιου τεχνες και πολιτισμος
4o γυμνασιο αιγιου τεχνες και πολιτισμος4ogymnasio
 
ηρωας-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
ηρωας-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑηρωας-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
ηρωας-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ3odhmotiko
 
αρετη ενοτητα 2
αρετη ενοτητα 2αρετη ενοτητα 2
αρετη ενοτητα 2Sofi Liva
 
1o-KinigiThisaurouAmpelokipwn-MerosA
1o-KinigiThisaurouAmpelokipwn-MerosA1o-KinigiThisaurouAmpelokipwn-MerosA
1o-KinigiThisaurouAmpelokipwn-MerosATassos Karampinis
 
παιχνιδια στην αρχαιοτητα
παιχνιδια στην αρχαιοτηταπαιχνιδια στην αρχαιοτητα
παιχνιδια στην αρχαιοτηταclassb123
 
φυλλο 3
φυλλο 3φυλλο 3
φυλλο 379dimthe
 
Αρχαία παιχνίδια
Αρχαία παιχνίδιαΑρχαία παιχνίδια
Αρχαία παιχνίδιαMaria Tsigka
 
Μικροί Λαογράφοι
Μικροί ΛαογράφοιΜικροί Λαογράφοι
Μικροί ΛαογράφοιDora Batsi
 
Tα παιχνίδια στην αρχαία Ελλάδα
Tα παιχνίδια στην αρχαία ΕλλάδαTα παιχνίδια στην αρχαία Ελλάδα
Tα παιχνίδια στην αρχαία ΕλλάδαΕύα Ζαρκογιάννη
 

What's hot (12)

4o γυμνασιο αιγιου τεχνες και πολιτισμος
4o γυμνασιο αιγιου τεχνες και πολιτισμος4o γυμνασιο αιγιου τεχνες και πολιτισμος
4o γυμνασιο αιγιου τεχνες και πολιτισμος
 
ηρωας-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
ηρωας-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑηρωας-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
ηρωας-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ
 
αρετη ενοτητα 2
αρετη ενοτητα 2αρετη ενοτητα 2
αρετη ενοτητα 2
 
1o-KinigiThisaurouAmpelokipwn-MerosA
1o-KinigiThisaurouAmpelokipwn-MerosA1o-KinigiThisaurouAmpelokipwn-MerosA
1o-KinigiThisaurouAmpelokipwn-MerosA
 
Paradosiaka paixnidia-e-11.1
Paradosiaka paixnidia-e-11.1Paradosiaka paixnidia-e-11.1
Paradosiaka paixnidia-e-11.1
 
παιχνιδια στην αρχαιοτητα
παιχνιδια στην αρχαιοτηταπαιχνιδια στην αρχαιοτητα
παιχνιδια στην αρχαιοτητα
 
φυλλο 3
φυλλο 3φυλλο 3
φυλλο 3
 
εφημεριδα δημ.σχ.βαλυρας
εφημεριδα δημ.σχ.βαλυραςεφημεριδα δημ.σχ.βαλυρας
εφημεριδα δημ.σχ.βαλυρας
 
Αρχαία παιχνίδια
Αρχαία παιχνίδιαΑρχαία παιχνίδια
Αρχαία παιχνίδια
 
Μικροί Λαογράφοι
Μικροί ΛαογράφοιΜικροί Λαογράφοι
Μικροί Λαογράφοι
 
Tα παιχνίδια στην αρχαία Ελλάδα
Tα παιχνίδια στην αρχαία ΕλλάδαTα παιχνίδια στην αρχαία Ελλάδα
Tα παιχνίδια στην αρχαία Ελλάδα
 
Τουρκία
ΤουρκίαΤουρκία
Τουρκία
 

Viewers also liked

Εθνική πολιτική για συμμορίες & νεανική παραβατικότητα
Εθνική πολιτική για συμμορίες & νεανική παραβατικότηταΕθνική πολιτική για συμμορίες & νεανική παραβατικότητα
Εθνική πολιτική για συμμορίες & νεανική παραβατικότηταGeorge Diamandis
 
Η αποκλίνουσα συμπεριφορά (Σελ. 18-26) - Σημειώσεις
Η αποκλίνουσα συμπεριφορά (Σελ. 18-26) - ΣημειώσειςΗ αποκλίνουσα συμπεριφορά (Σελ. 18-26) - Σημειώσεις
Η αποκλίνουσα συμπεριφορά (Σελ. 18-26) - ΣημειώσειςΑντιγόνη Κριπαροπούλου
 
Έμφυλες διαστάσεις του εγκλήματος της Αντιγόνης Κριπαροπούλου
Έμφυλες διαστάσεις του εγκλήματος της Αντιγόνης ΚριπαροπούλουΈμφυλες διαστάσεις του εγκλήματος της Αντιγόνης Κριπαροπούλου
Έμφυλες διαστάσεις του εγκλήματος της Αντιγόνης Κριπαροπούλουlykkarea
 
αποκλίνουσα συμπεριφορά
αποκλίνουσα συμπεριφοράαποκλίνουσα συμπεριφορά
αποκλίνουσα συμπεριφοράNana Mimilidou
 
Ασφαλής πλοήγηση στο Διαδίκτυο
Ασφαλής πλοήγηση στο ΔιαδίκτυοΑσφαλής πλοήγηση στο Διαδίκτυο
Ασφαλής πλοήγηση στο ΔιαδίκτυοVasilis Drimtzias
 

Viewers also liked (9)

Ανατομία ενός Εγκλήματος
Ανατομία ενός ΕγκλήματοςΑνατομία ενός Εγκλήματος
Ανατομία ενός Εγκλήματος
 
Εθνική πολιτική για συμμορίες & νεανική παραβατικότητα
Εθνική πολιτική για συμμορίες & νεανική παραβατικότηταΕθνική πολιτική για συμμορίες & νεανική παραβατικότητα
Εθνική πολιτική για συμμορίες & νεανική παραβατικότητα
 
1 methologia-eisagvgh
1 methologia-eisagvgh1 methologia-eisagvgh
1 methologia-eisagvgh
 
Η αποκλίνουσα συμπεριφορά (Σελ. 18-26) - Σημειώσεις
Η αποκλίνουσα συμπεριφορά (Σελ. 18-26) - ΣημειώσειςΗ αποκλίνουσα συμπεριφορά (Σελ. 18-26) - Σημειώσεις
Η αποκλίνουσα συμπεριφορά (Σελ. 18-26) - Σημειώσεις
 
Η θεωρητική προσέγγιση του εγκλήματος
Η θεωρητική προσέγγιση του εγκλήματοςΗ θεωρητική προσέγγιση του εγκλήματος
Η θεωρητική προσέγγιση του εγκλήματος
 
Έμφυλες διαστάσεις του εγκλήματος της Αντιγόνης Κριπαροπούλου
Έμφυλες διαστάσεις του εγκλήματος της Αντιγόνης ΚριπαροπούλουΈμφυλες διαστάσεις του εγκλήματος της Αντιγόνης Κριπαροπούλου
Έμφυλες διαστάσεις του εγκλήματος της Αντιγόνης Κριπαροπούλου
 
αποκλίνουσα συμπεριφορά
αποκλίνουσα συμπεριφοράαποκλίνουσα συμπεριφορά
αποκλίνουσα συμπεριφορά
 
Ασφαλής πλοήγηση στο Διαδίκτυο
Ασφαλής πλοήγηση στο ΔιαδίκτυοΑσφαλής πλοήγηση στο Διαδίκτυο
Ασφαλής πλοήγηση στο Διαδίκτυο
 
Η αποκλίνουσα συμπεριφορά (Σελ. 18-26)
Η αποκλίνουσα συμπεριφορά (Σελ. 18-26)Η αποκλίνουσα συμπεριφορά (Σελ. 18-26)
Η αποκλίνουσα συμπεριφορά (Σελ. 18-26)
 

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

  • 1.
  • 2. Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ” ____________________________________________________________________________________________ Άννα Μαρία Παπαδάκη | Διονύσης Μαρίνος | Αργυρώ Μπαξεβάνου Γιάννης Ρεμούνδος | Λιλή Γάτη | Ιορδάνης Κυριακίδης Μίνως Σκουντάκης | Αχιλλέας Τριαντόγλου | Ελένη Χριστοφοράτου Νταίζη Λεονάρδου | Πανίκος Παναγή (Παν–Παν) | Ηλίας Κοκκολιάδης 2_
  • 3. ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ____________________________________________________________________________________________ www.openbook.gr Προοδευτικός Σύλλογος «Τα Καστέλλια» Έγκλημα στο χωριό 12 ιστορίες μυστηρίου που ξεχώρισαν στον Β’ Διαγωνισμό Διηγήματος “Στέλιος Ξεφλούδας” Παρακαλούμε σκεφτείτε το περιβάλλον πριν εκτυπώσετε 3_
  • 4. Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ” ____________________________________________________________________________________________ Έγκλημα στο χωριό - 12 ιστορίες μυστηρίου Β’ Διαγωνισμός Διηγήματος “Στέλιος Ξεφλούδας” ISBN 978-960-99990-7-6 2013 Προοδευτικός Σύλλογος «Τα Καστέλλια» & Ανοικτή Βιβλιοθήκη OPENBOOK Επιμέλεια έκδοσης: Κώστας Στοφόρος [ http://stoforos.blogspot.gr ] Εικαστικά έργα εξωφύλλου: Τριαντάφυλλος Ελευθερίου Σχεδιασμός εξωφύλλου: Λευτέρης Παναγουλόπουλος [ www.leftgraphic.gr ] Η συλλογή Έγκλημα στο χωριό - 12 ιστορίες μυστηρίου που ξεχώρισαν στον Β’ Διαγωνισμό Διηγήματος “Στέλιος Ξεφλούδας” διανέμεται ελεύθερα στο Διαδίκτυο σε μορφή ψηφιακού βιβλίου με άδεια Creative Commons [ Αναφορά δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση – Όχι παράγωγα έργα ] 4_
  • 5. ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ____________________________________________________________________________________________ ΠΡΟΛΟΓΟΣ «…οι συνεχείς κίνδυνοι που μας περιμένουν μας γεννάν το φλογερό πόθο να μη σταματήσουμε. Κι αρχίζουμε μια προέλαση μέσα στο φως, με τα μάτια γεμάτα όνειρα, με τα χείλη που τρέμουν από τον πόθο να φιλήσουν τον ήλιο, με το κορμί που φρικιά σε κάθε κίνησή του, από την επαφή αυτής της άγνωστης χαράς, όπως μια θάλασσα στο άγγισμα του πρωινού ανέμου…» Στέλιος Ξεφλούδας, Τα τετράδια του Παύλου Φωτεινού (1930) Ο Προοδευτικός Σύλλογος «Τα Καστέλλια» προκήρυξε στις αρχές του 2011 τον Β’ διαγωνισμό διηγήματος “Στέλιος Ξεφλούδας”. Στόχοι του διαγωνισμού ήταν να προβληθεί το έργο του Καστελλιώτη δημιουργού -που θεωρείται ο εισηγητής του εσωτερικού μονολόγου στην Ελληνική λογοτεχνία- και παράλληλα να δοθεί η δυνατότητα ανάδειξης νέων συγγραφέων μέσα από το διήγημα και το γραπτό λόγο. Ο διαγωνισμός, απευθυνόταν σε όσους γράφουν στην ελληνική γλώσσα, ανεξαρτήτως τόπου διαμονής και εθνικότητας χωρίς όριο ηλικίας. Οι υποψήφιοι είχαν τη δυνατότητα συμμετοχής με ένα μόνο διήγημα το οποίο έπρεπε να μην έχει δημοσιευθεί. Ως θέμα του Β Διαγωνισμού επιλέχθηκε το «Έγκλημα στο χωριό» Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων και η βράβευση έγιναν σε ειδική πανηγυρική εκδήλωση η οποία πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου του 2011 στο Πνευματικό Κέντρο Ρουμελιωτών στην Αθήνα. Η υψηλή ποιότητα των συμμετοχών οδήγησε την Κριτική Επιτροπή να αυξήσει τα διηγήματα που θα περιλαμβάνονταν στην Ανθολογία κι έτσι στο ψηφιακό βιβλίο θα μπορέσετε να απολαύσετε 12 ιστορίες μυστηρίου. 5_
  • 6. Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ” ____________________________________________________________________________________________ Τα μέλη της Κριτικής Επιτροπής του διαγωνισμού ήταν:  Σέργιος Γκάκας – σκηνοθέτης/ συγγραφέας  Φαίδων Θεοφίλου – ποιητής/ πεζογράφος  Κώστας Στοφόρος – δημοσιογράφος/ συγγραφέας  Κατερίνα Χαραλαμποπούλου – αρχιτέκτονας/ νικήτρια Α’ Διαγωνισμού Διηγήματος “Στέλιος Ξεφλούδας”  Δημήτρης Χαλατσάς – δικηγόρος/ συγγραφέας - Οι οικονομικές δυσχέρειες καθυστέρησαν την έκδοση της Ανθολογίας. Ο Σύλλογος μας θέλοντας να διατηρήσει την ανεξαρτησία του, βασίζεται μόνο στη στήριξη των συγχωριανών μας, που όπως όλοι οι Έλληνες βιώνουν τις συνέπειες της πρωτοφανούς κρίσης που πλήττει τη χώρα μας. Ωστόσο, όπως βλέπετε, δεν το βάζουμε κάτω! - Ήδη προκηρύχθηκε και ο Γ’ Διαγωνισμός Διηγήματος Στέλιος Ξεφλούδας με θέμα: «Καπνός». - Υπενθυμίζουμε ότι τα διηγήματα που βραβεύθηκαν στον Α’ Διαγωνισμό Διηγήματος κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Α/Συνέχεια σε βιβλίο με τίτλο «Επιστροφή στο χωριό - 10 ιστορίες που ξεχώρισαν». - Και σε αυτή την Ανθολογία, όπως και στην προηγούμενη οι πίνακες που κοσμούν το εξώφυλλο είναι προσφορά του συμπατριώτη μας ζωγράφου Τριαντάφυλλου Ελευθερίου. 6_
  • 7. ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ____________________________________________________________________________________________ ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ - Β’ Διαγωνισμός Στέλιος Ξεφλούδας Α’ Βραβείο (με απόφαση της Κριτικής Επιτροπής απονεμήθηκε από κοινού) - Άννα Μαρία Παπαδάκη Το φάντασμα - Διονύσης Μαρίνος Βιολέτες, βιολέτες παντού Β’ Βραβείο - Αργυρώ Μπαξεβάνου Η Μυρσίνη μας Γ’ Βραβείο - Γιάννης Ρεμούνδος Ο θάνατος παραμονεύει Βραβείο Γιώργης Χαλατσάς (απονέμεται σε διήγημα που έχει θέμα του τα Καστέλλια) - Λιλή Γάτη Αθανασία Έπαινοι - Ιορδάνης Κυριακίδης Έγκλημα δίχως τιμωρία - Μίνως Σκουντάκης Ιστορία πολέμου - Αχιλλέας Τριαντόγλου Ο μύλος - Ελένη Χριστοφοράτου Η άλλη - Νταίζη Λεονάρδου Όταν το παρελθόν αποκαλύπτει - Πανίκος Παναγή (Παν –Παν) Στην υγειά της - Ηλίας Κοκκολιάδης Στο Τσακ 7_
  • 8. Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ” ____________________________________________________________________________________________ Πέρα από τα διηγήματα που περιλαμβάνονται στην Ανθολογία, δόθηκαν ακόμη έπαινοι και διακρίσεις σε 14 διηγήματα: Έπαινοι - Φίσκυλη Οδυσσεία Έγκλημα στο χωριό - Σίλας Καρφάκης Η καφεκίτρινη ομπρέλα - Δώρα Διέννη Ισούται με - Αλέξανδρος Ακριτίδης Τα περιστέρια Διακρίσεις: - Στεφανία Βελδεμίρη Καπνός - Ευστάθιος Γαϊτανίδης Αποκλείεται - Χριστίνα Ιωαννίδου Το χωράφι με τα καλαμπόκια - Μάγδα Ασημακοπούλου Το σοκολατένιο μωρό - Σοφία Σωπασή Αθώο θύμα - Παναγιώτης Θωμά Αίμα και κρασί - Χρήστος Αρμάντο Γκέζος Καρδιές για φάγωμα - Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου Κόκκινη μοίρα - Εύα Αλεξοπούλου Στον κόκκινο αχυρώνα - Μιχαήλ Βιδιαδάκης Ο κύκλος που κλείνει 8_
  • 9. ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ____________________________________________________________________________________________ Στέλιος Ξεφλούδας: Ένας μεγάλος άγνωστος * “…Κάθε δημιούργημα που βγαίνει από τα χέρια ενός μυθιστοριογράφου έχει κάτι το αυθαίρετο, είναι πιο κοντά στη δική του πραγματικότητα από κάθε άλλη πραγματικότητα. Δεν μπορεί να δημιουργήσει κι’ αν ακόμα έχει τη μεγαλύτερη πείρα ζωής ένα πρόσωπο που να μην έχει τίποτα από τον εαυτό του…” Στ. Ξεφλούδας, 1955 Ο Προοδευτικός Σύλλογος Τα Καστέλλια, πέρα από την πλούσια δράση του εκδίδει και την εφημερίδα Καστελλιώτικα Νέα ανελλιπώς από το 1963. Από τις προτεραιότητες του Συλλόγου και της εφημερίδας ήταν πάντοτε η ανάδειξη της ιστορίας και του πολιτισμού της περιοχής μας, που δυστυχώς ζει κάτω από τη σκιά των μεταλλευτικών εταιριών. Τα πλούσια κοιτάσματα βωξίτη και η ληστρική τους εκμετάλλευση, έχουν οδηγήσει τη Φωκίδα σε μαρασμό, ενώ στα απάτητα βουνά της η οικολογική καταστροφή είναι τεράστια… Όμως ας μη ξεφύγουμε από το θέμα… Γνωρίζαμε λοιπόν, πως από το χωριό μας κατάγεται ο Στέλιος Ξεφλούδας. Αν και υπήρξε εκ των ιδρυτών της περίφημης Σχολής της Θεσσαλονίκης, ελάχιστοι είναι αυτοί που σήμερα τον γνωρίζουν. Το πλούσιο συγγραφικό του έργο είναι μάλλον δυσεύρετο… Αν παρατηρήσετε προσεκτικά την περίφημη φωτογραφία της «Γενιάς του 30», θα διαπιστώσετε ότι είναι μάλλον ο μοναδικός που δεν θα αναγνωρίσετε! Θελήσαμε, λοιπόν, να κάνουμε μια προσπάθεια, όχι μόνο για να τον επανασυστήσουμε στο αναγνωστικό κοινό, αλλά και να δώσουμε ένα είδος «συνέχειας» στο δρόμο, που ο ίδιος είχε ανοίξει ήδη από τη δεκαετία του ’30: 9_
  • 10. Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ” ____________________________________________________________________________________________ Ο Στέλιος Ξεφλούδας υπήρξε ο εισηγητής του «εσωτερικού μονολόγου» στην ελληνική λογοτεχνία. Ένας πρωτοπόρος! «...Η αναζήτηση του άλλου, του νέου βασανίζει αιώνια τον αληθινό δημιουργό. Δεν υπάρχουν όρια γι’ αυτόν. Άλλωστε χαρακτηριστικό των μεγάλων συγγραφέων είναι η απομάκρυνση από τους καθιερωμένους τύπους και η δημιουργία των έργων που ονομάζουμε πρότυπα….», γράφει ο ίδιος στο περίφημο δοκίμιό του για το μυθιστόρημα *. Έτσι, λοιπόν, αποφασίσαμε την προκήρυξη του Α’ διαγωνισμού διηγήματος Στέλιος Ξεφλούδας. Ο διαγωνισμός, απευθυνόταν σε όσους γράφουν στην ελληνική γλώσσα, ανεξαρτήτως τόπου διαμονής και εθνικότητας. Ως θέμα του Α’ Διαγωνισμού επιλέχθηκε Η επιστροφή στο χωριό, ενώ καθορίστηκε ότι η ανάπτυξη του θα πρέπει να έχει τη μορφή «εσωτερικού μονολόγου». Η επιτυχία του Α Διαγωνισμού και η έκδοση του βιβλίου «Επιστροφή στο χωριό – δέκα ιστορίες που ξεχώρισαν», μας έδωσαν τη δύναμη να συνεχίσουμε. Έτσι πραγματοποιήθηκε και ο Β’ Διαγωνισμός με θέμα «Έγκλημα στο χωριό», και το ταξίδι συνεχίζεται με … «Καπνό»! 10_
  • 11. ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ____________________________________________________________________________________________ Ποιος ήταν ο Στέλιος Ξεφλούδας Ο Στέλιος Ξεφλούδας γεννήθηκε στα Καστέλλια (πιθανότατα το 1899, αν και υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις). Ξεκινώντας τις φιλολογικές του σπουδές από την Αθήνα, θα βρεθεί στο Παρίσι στη γόνιμη περίοδο του μεσοπολέμου και θα έρθει σε επαφή με τους υπερρεαλιστές. Επιστρέφοντας το 1930, πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη, για να εργαστεί ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση. Την ίδια χρονιά εκδίδει Τα τετράδια του Παύλου Φωτεινού. Ο Γιάννης Καρατζόγλου (περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος 128, σελ. 36-43), τον θεωρεί ως την απαρχή της πεζογραφίας της Θεσσαλονίκης, όπως υπήρξαν για την ποίηση της τα Ρόδα της Μυρτάλης του Γιώργου Βαφόπουλου. Σε αντίθεση με την αθηναϊκή γενιά του ’30 και το αστικό της μυθιστόρημα, ο Ξεφλούδας δεν δίνει σημασία στην πλοκή, που μάλλον είναι ανύπαρκτη, αλλά στην έκφραση σκέψεων και συναισθημάτων, σε μια αδιάκοπη ροή. Είναι ο περίφημος «εσωτερικός μονόλογος». Σε γράμμα του στον Γιώργο Θεοτοκά, σημειώνει: «…Θέλω να εκφράσω τις ψυχικές μου καταστάσεις τον τελευταίο καιρό που βρισκόμουνα στο Παρίσι. Τη στάση της ψυχής μου, τις σκέψεις μου μπροστά σ’ όλους αυτούς τους κόσμους που με γοήτευσαν. Όλες τις μεταπτώσεις, τις συγκινήσεις, τις ανακαλύψεις, τις συναντήσεις, τις γνωριμίες…». Το 1932, μετέχει στην έκδοση του πρώτου πολύ σημαντικού περιοδικού της Θεσσαλονίκης, τις Μακεδονικές Ημέρες. Την ίδια χρονιά, εκδίδει αυτό που για πολλούς θεωρείται το καλύτερο έργο του, την Εσωτερική Συμφωνία, μια ποιητική αφήγηση χωρίς όρια ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο. Γράφει στον Γιώργο Θεοτοκά στις 16 Απριλίου του 1931: 11_
  • 12. Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ” ____________________________________________________________________________________________ «…Το νέο μου βιβλίο προχωρεί σιγά μα πάντως προχωρεί. Ύστερα εγώ δουλεύω πια από μιαν ανάγκη. Βρίσκω μια καταφυγή στο γράψιμο, μια διέξοδο ακόμα και μια χαρά. Γι’ αυτό κάθε μέρα παίρνω την πέννα και μουτζουρώνω το χαρτί. Τώρα να δούμε τι θα βγει. Μυθιστόρημα; Όχι. Μου φαίνεται πως δεν θα γράψω ποτέ ένα μυθιστόρημα καλό...». Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, υπηρετεί ως αξιωματικός στο μέτωπο και σημαδεύεται βαθιά, κάτι που θα φανεί και στο βιβλίο του Άνθρωποι του μύθου - Τετράδια από τον πόλεμο της Αλβανίας, που κυκλοφόρησε το 1946 με σχέδια του Α. Αστεριάδη. Το 1960, τιμάται με το Ά Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το Εσύ ο κύριος Χ κι ένας μικρός πρίγκιπας. Μέχρι το θάνατό του (27 Νοεμβρίου 1984) εκδίδει πολλά ακόμη μυθιστορήματα, που θεωρούνται ως πιο «βατά» για το ευρύ κοινό… Το γεγονός είναι πως ο μοναχικός και πρωτοποριακός δρόμος, που άνοιξε ο Στέλιος Ξεφλούδας και υπηρέτησε με συνέπεια σε όλη τη ζωή του, δεν του εξασφάλισε τη φήμη που έχουν άλλοι –συχνά λιγότερο ταλαντούχοι-πεζογράφοι. Οι περισσότεροι, που έμαθαν για το διαγωνισμό, μας έλεγαν: «Στέλιος Ξεφλούδας; Ποιος είναι αυτός;» Ελπίζω να δώσαμε κάποια απάντηση. ΥΓ. Κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Α’ Διαγωνισμού, βρέθηκα στη Θεσσαλονίκη. Η επίσκεψή μου στο Λευκό Πύργο όπου λειτουργεί μουσείο της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, μου επεφύλασσε μια μεγάλη έκπληξη: Σε περίοπτη θέση, ένα μεγάλο ταμπλό για τις «Μακεδονικές Ημέρες» και ξεχωριστή μνεία στον Στέλιο Ξεφλούδα! Τα Καστέλλια, λοιπόν, μέσω του σημαντικού αυτού συμπατριώτη μας, δεσπόζουν στον Λευκό Πύργο και στη Θεσσαλονίκη! Εκεί μπορείτε να διαβάσετε κι ένα εξαιρετικό κείμενο του Ξεφλούδα που συμπυκνώνει με μοναδικό τρόπο το πνεύμα της πόλης: 12_
  • 13. ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ____________________________________________________________________________________________ "... Σε μια πόλη βορεινή όπως η Θεσσαλονίκη με τα παλιά τείχη, που η ομίχλη κάποτε γεμίζει τους ήσυχους δρόμους της, όλα νομίζεις πως ζουν πολλές φορές σε μια ατμόσφαιρα ονείρου. Στο ήσυχο λιμάνι της κάποια καράβια είναι έτοιμα να φύγουν μέσα στη μαγεία των δειλινών της. Παντού υπάρχει μια ψυχή γεμάτη ποίηση, μελαγχολία και σιωπή, όλα έχουν μια εσωτερικότητα, ένα βάθος, ίσως κάποιο μυστικισμό είτε πλανιέσαι στους στενούς λιθόστρωτους δρόμους των απάνω συνοικιών, είτε χαίρεσαι το απαλό φθινόπωρο στις εξοχικές λεωφόρους, είτε σταματήσεις στις προκυμαίες αιχμάλωτος ενός δειλινού. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η νεανική ψυχή βρίσκει άπειρες τροφές, βηματίζει ώρες πολλές μέσα στ’ όνειρο, λατρεύει τη σιωπή και τη μελαγχολία, βυθίζεται σε μια ατμόσφαιρα βαρειά από ποίηση, αναζητά την ψυχή του κόσμου..." * Το κείμενο στην πρώτη του μορφή δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς» (15/6/2010) * Πολλά στοιχεία αντλήθηκαν από το κείμενο της Μαρίας Παλακτσόγλου, Σκιές, αντικατοπτρισμοί και αναδίπλωση: Η μυθοπλαστική «περιπέτεια» του Στέλιου Ξεφλούδα (2005). * Το σύγχρονο μυθιστόρημα Δοκίμιο. Αθήνα, Ίκαρος, 1955. Κώστας Στοφόρος 13_
  • 14. Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ” ____________________________________________________________________________________________ 12 ιστορίες μυστηρίου 14_
  • 15. ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ____________________________________________________________________________________________ Άννα Μαρία Παπαδάκη Το φάντασμα ΚΕΊΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΕΚΛΕΙΣΑ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ. Το ίδιο καλοκαίρι, ήρθε και ο διορισμός μου. Τον δέχτηκα με ανακούφιση. Τόσα χρόνια, φροντιστήρια, φροντιστήρια, κουράστηκα πια, ήθελα τη σιγουριά του δημοσίου. Με είχαν στείλει στην επαρχία, σ’ ένα χωριό, που το Λύκειό του είχε ιδρυθεί πριν μερικά χρόνια. Δεν ήταν και πολύ μακριά απ’ την πόλη μου, αλλά προτίμησα να μετακομίσω στο χωριό. Άλλωστε, παιδιά, σκυλιά δεν είχα, για γυναίκα ούτε λόγος, κάτι σχέσεις της πλάκας, με τους γονείς μου έμενα, κι από καιρό έψαχνα τρόπο να ξεφύγω. Νοίκιασα ένα μικρό διαμέρισμα στο χωριό, η θάλασσα ήταν κοντά, έκανα τα μπάνια μου στην αρχή, αφού ο χειμώνας αργεί να έρθει στον τόπο μας. Ήσυχα μέρη, οι πιο πολλοί δουλεύουν στα χωράφια και στις οικοδομές, λίγα εμπορικά καταστήματα, τα απαραίτητα καφενεία, μερικές καφετέριες κάπως πιο μοντέρνες, σουβλατζίδικα, τέτοια πράγματα. Γρήγορα ανακάλυψα ότι η διασκέδαση των περισσότερων εφήβων ήταν οι βόλτες με τα μηχανάκια και των μεγάλων το καφενείο και τα στοιχήματα. Τους παρατηρούσα όπως ο επιστήμονας μελετά το έντομο κάτω απ’ το μικροσκόπιο, ήταν για μένα κάτι που απλά παρουσίαζε ανθρωπολογικό ενδιαφέρον, και δεν είχα καμία πρόθεση να αναμειχθώ μαζί τους. Ε Πρώτη Σεπτεμβρίου παρουσιάστηκα στο σχολείο. Όλοι με κοιτούσαν, «ο καινούριος». Μια συνάδελφος, της ειδικότητάς μου, με πήρε υπό την προστασία της. Πενηντάρα, παχουλή, φτιασιδωμένη, μάλλον με γλυκοκοίταζε, αλλά δεν της έδωσα σημασία. Έπαιρνα τα φυλλάδια, την ύλη, τα βιβλία, ευχαριστούσα, όλα με τυπικότητα. Δέκα μέρες μετά ήρθαν κι οι μαθητές. Οι περισσότεροι παιδιά αγροτών και οικοδόμων, είχαν περάσει τις διακοπές δουλεύοντας με τους γονείς τους. Και προορίζονταν, τελειώνοντας το σχολείο, να συνεχίσουν να δουλεύουν μόνιμα πια 15_
  • 16. Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ” ____________________________________________________________________________________________ με τους γονείς τους. Πολλοί είχαν και όνειρα για σπουδές, και μπορεί και να τα κατάφερναν, δε με ένοιαζε. Ήμουν πια τριάντα χρονών, κουρασμένος απ’ τα φροντιστήρια, ήξερα τι γίνεται γύρω μου, δεν μπήκα στο σχολείο με το όνειρο ν’ αλλάξω τον κόσμο. Μπήκα στην πρώτη μου τάξη, μέχρι τότε μόνο σε τάξεις φροντιστηρίων έμπαινα, και μάλιστα σε πόλεις. Δύσκολα πράγματα, αναγκάστηκα να φωνάξω, απογοητεύτηκα απ’ την πρώτη ώρα. Οι πιο πολλοί μαθητές έκαναν χαβαλέ, πετούσαν σαΐτες, τα κορίτσια χαζογελούσαν, δεν ήταν πιο ήρεμα απ’ τους συμμαθητές τους. Ένα κοριτσάκι μόνο καθόταν ήσυχο, κοιτούσε το θρανίο, αμίλητο. Κάποια στιγμή έβγαλε ένα βιβλίο, είδα ήταν και ξενόγλωσσο, κι άρχισε να διαβάζει. Πήγα κοντά της, «εσύ ποια είσαι» ρώτησα, με κοίταξε με σχεδόν κενό βλέμμα, είπε ένα όνομα, έμοιαζε ολοκληρωτικά απούσα, έσκυψε αμέσως στο βιβλίο της. Η φασαρία των άλλων μ’ ανάγκασε ν’ αρχίσω πάλι τις φωνές. Στο διάλειμμα την ξαναείδα. Δεν ήταν πολύ ψηλή, ήταν, όμως, πολύ αδύνατη. Μαλλιά μαύρα και ίσια, μακριά, βαμμένα ίσως, δεν ξέρω, έντονο μαύρο μολύβι κάτω απ’ τα μάτια, απόρησα πώς δεν της έκαναν παρατήρηση, δέρμα κατάλευκο σε αντίθεση με τη μαυρίλα των συμμαθητών της. Στεκόταν μόνη της, έμοιαζε απούσα. Το βιβλίο στο χέρι, νευρικές κινήσεις, μήπως έπαιρνε ναρκωτικά; Ρώτησα γι’ αυτήν, κι αυτά που έμαθα δεν ήταν και πολύ συνταρακτικά. Πολύτεκνη προβληματική οικογένεια, οικονομικά προβλήματα, στρίγγλα μάνα, τίποτα το πρωτόγνωρο. Τα συνηθισμένα. Στο μάθημά μου δεν ήταν και πολύ καλή, απ’ ό,τι άκουσα, όμως, έγραφε ωραία, διηγήματα, ποιήματα, ζωγράφιζε κιόλας, όλα, όμως, γεμάτα θάνατο, μαυρίλα, φαντάσματα, ερειπωμένα σπίτια γεμάτα φωνές και ίσκιους. Κι αυτή γεμάτη ίσκιους, ένα φάντασμα μόνιμης απουσίας. Σιγά -σιγά άρχισα να τη νιώθω κάπως δικό μου άνθρωπο, παρ’ όλο που σπάνια μου μιλούσε. Στα διαλείμματα έψαχνα να τη δω, από μακριά πάντα, ρωτούσα γι’ αυτήν στο σύλλογο, την είδα και στο δρόμο μερικές φορές, κάποτε και μ’ ένα 16_
  • 17. ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ____________________________________________________________________________________________ νεαρό, ασπρουλιάρη και ξανθό. Κάπως απογοητεύτηκα. Τη φανταζόμουν αέρινη κι ανέγγιχτη, όπως πρέπει να είναι τα φαντάσματα. Παρά την παρουσία, όμως, του νεαρού, άρχισα να τη σκέφτομαι. Φίλους δεν είχα στο χωριό, με τους συναδέλφους δεν ταίριαξα, οι σχέσεις μας τυπικές, στην τάξη απλά προσπαθούσα να κρατήσω την αξιοπρέπειά μου, πέρα απ’ το σχολείο άλλη δουλειά δεν είχα. Έβγαινα και περπατούσα, καθόμουν σε κάποια απ’ τις λίγες καφετέριες για έναν καφέ, μετά σπίτι, με τον υπολογιστή. Έψαξα να τη βρω στο facebook, σκέφτηκα να κάνω ένα ψεύτικο προφίλ και να της παρουσιαστώ σα συνομήλικος, έτσι απλά για να τη γνωρίσω, μήπως μπορέσω και καταλάβω τι κρύβει μέσα σ’ εκείνο το σιωπηλό, θλιμμένο κεφαλάκι, αλλά δεν τη βρήκα πουθενά. Απουσίαζε κι από κει, σα φάντασμα. Στο σχολείο δεν προσπάθησα να της μιλήσω, ήξερα ότι δε θα μου μιλούσε, το προσωπείο του καθηγητή δεν την άφηνε, όχι ότι την άφηνε η κοινή ηλικία με τους συμμαθητές της, απλά την κοιτούσα από μακριά. Με τον καιρό άρχισε να γίνεται κάτι σαν ιδέα στο μυαλό μου, κάτι το ιδανικό, το φευγαλέο και άπιαστο, κι ας υπήρχε ο νεαρός, ο ασπρουλιάρης και ξανθός. Στο βαριεστημένο μυαλό μου έμοιαζε κάπως σαν το απάτητο παρθένο δάσος, σαν την απρόσιτη βουνοκορφή, κάτι, τέλος πάντων, που έπρεπε να κατακτήσω, να κατακτήσω με πόνο, με αίμα, όχι απλά κι αφηρημένα, κι ας ήταν σαν ιδέα, εγώ ήθελα μια σάρκινη κατάκτηση, μια πραγματική απόκτηση. Μου έγινε εμμονή. Τα μοναχικά μου βράδια τη φανταζόμουν, κι ας ήταν κοκαλιάρα, κι ας είχε περίεργο βάδισμα, κι ας την έλεγαν οι άλλοι «προβληματική» και «τρελλάρα». Αυτοί οι χαρακτηρισμοί με έκαναν να τη νιώθω πιο δική μου, ισχυροποιούσαν το δέσιμο, αισθανόμουν ότι εγώ μόνο την ήξερα, την ένιωθα, την καταλάβαινα, έτσι που την έβλεπα χαμένη, μόνη, σιωπηλή, σαν ίσκιο και σα φάντασμα. Ένα βράδι, είχαν αρχίσει πάλι οι ζέστες, το διαμέρισμα με έπνιγε. Τον υπολογιστή τον βαρέθηκα, η τηλεόραση δεν είχε τίποτα, για διάβασμα δεν είχα όρεξη. Είπα να βγω μια βόλτα με το αμάξι. Οι περισσότεροι δρόμοι έρημοι, μόνο κάτι παιδιά σε μηχανές, μαθητές μου σίγουρα, τους προσπέρασα χωρίς να δώσω 17_
  • 18. Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ” ____________________________________________________________________________________________ σημασία. Συνηθισμένο θέαμα στο χωριό, νεαροί σε μηχανές, να τριγυρίζουν άσκοπα. Άλλωστε, κι εγώ άσκοπα τριγύριζα. Σ’ ένα σκοτεινό δρόμο, μια μοναχική φιγούρα, μαυροντυμένη, κοκαλιάρικη, με περίεργο βάδισμα, μου φάνηκε απίστευτο, δεν μπορούσα να πιστέψω την καλή μου τύχη. Σταμάτησα δίπλα της, «να σε πάω κάπου;», με κοίταξε με το κενό της βλέμμα, σήκωσε τους ώμους, δεν της έκανε καμία διαφορά, είχε σταματήσει να περπατά, αλλά γι’ αυτήν ήταν το ίδιο, δεν έκανε καμία κίνηση, ούτε για να προχωρήσει, ούτε για να μπει στο αμάξι, απλά στεκόταν εκεί, και με κοιτούσε με το κενό της βλέμμα, ένα φάντασμα στη σκοτεινιά του δρόμου. Άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού, «έλα, μπες μέσα, πού πηγαίνεις μόνη σου νυχτιάτικα;», με κοίταξε και πάλι, ίσιωσε τη φούστα της, έκανε την κίνηση, μπήκε στο αμάξι. Δεν πίστευα την καλή μου τύχη. Προσπάθησα ν’ ανοίξω συζήτηση, δε μιλούσε. Τη ρώτησα πού πήγαινε τέτοια ώρα ολομόναχη, τη ρώτησα πώς τα πάει με τα άλλα μαθήματα στο σχολείο, απλά σήκωνε τους ώμους. Παραιτήθηκα, άλλωστε προτιμούσα τη σιωπή της. Δεν τη ρώτησα πού έμενε, πού να την πάω, κι εκείνη δε μου είπε. Έμοιαζε και πάλι απούσα με τη σιωπή της και με τους ίσκιους της, αλλά εκείνο το βράδι, μέσα στο μικρό μου αμάξι, ήταν παρούσα, έντονα, κραυγαλέα, σχεδόν επώδυνα παρούσα, την ένιωθα στο πετσί μου, ένιωθα τη σιωπή της να ουρλιάζει, ένιωθα τους ίσκιους της να με πλακώνουν, ένιωθα το σώμα της, κοκαλιάρικο, ατσούμπαλο, μαυροντυμένο, για μια φορά σάρκινα παρόν. Την πήγα σε κάτι χωράφια. Δε διαμαρτυρήθηκε. Δε ρώτησε πού πάμε. Δεν έμοιαζε καν να καταλαβαίνει πού είναι. Παρούσα και απούσα. Σταμάτησα, γύρω τριγύρω σιωπή, σκοτάδι, κάθισα αμήχανος για λίγο, ένιωθα το κορμί μου να καίει, τα χέρια μου έτρεμαν, δεν ήμουν εγώ, ήμουν κάποιος άλλος, εγώ απλός θεατής μιας φτηνής ταινίας, αναγνώστης λαϊκού μυθιστορήματος, αυτή ακίνητη δίπλα μου, δεν ήξερα πού ήμουν, δεν ήξερα τι ήθελα, άπλωσα το χέρι και της χάιδεψα τα γόνατα, όπως πρόβαλλαν, εκτυφλωτικά λευκά, μέσα στο μαύρο της φούστας και στο μαύρο της νύχτας, δεν αντέδρασε, ανέβηκα λίγο πιο πάνω, ένιωθα 18_
  • 19. ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ____________________________________________________________________________________________ τον αέρα μου να σώνεται, ένιωθα έναν φρικτό φόβο γι’ αυτό που θα γινόταν σε λίγο, η καρδιά μου είχε αυτονομηθεί και με ξεκούφαινε με την άγρια μουσική της, ανέβηκα κι άλλο, σήκωσα τη φούστα, τυφλώθηκα απ’ το λευκό και το μαύρο, ήμουν πιόνι σε μια παρτίδα σκάκι χαμένη απ’ την αρχή, έκλεισα τα μάτια, είδα τους γονείς μου, το σπίτι μας, το σχολείο, την παχουλή πενηντάρα συνάδελφο, τους άτακτους μαθητές μου, την αυλή, είδα ένα κορίτσι μαυροντυμένο, λευκό και κοκαλιάρικο, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι και το νοστάλγησα, ένιωσα ένα άγριο κύμα πόθου γι’ αυτό το πλάσμα του ονείρου, και τότε άνοιξα τα μάτια, και τότε το φεγγάρι ξεπρόβαλε ξαφνικά πίσω απ’ το σύννεφο που το έκρυβε, και στο φως του, ασημένιο σαν ψευδαίσθηση, είδα μια φευγαλέα λάμψη, είδα το μαχαίρι, ένιωσα το μαχαίρι, ένιωσα τον πόνο, κάτι ζεστό να τρέχει και δεν ήξερα αν ήταν έρωτας ή αίμα αυτό που έβγαινε από μέσα μου, και πάλι πόνος, άγριος και γλυκός, είδα τα μάτια της στο φεγγάρι, κι αυτή τη φορά δεν ήταν άδεια, είχαν κάτι μέσα τους, κάτι όχι πια ανθρώπινο, κάτι που δεν μπορούσα να το προσδιορίσω, κάτι από όνειρο κι από θάνατο, κάτι γλυκά θανατερό, κάτι σα μάτια λύκου ή δολοφόνου, αυτά τα μάτια είχαν πια γεμίσει με κάτι που δεν ήξερα τι είναι, ούτε και θα μάθαινα ποτέ μου, είχε τελειώσει ο χρόνος, ο χρόνος μου τελείωνε, δε φοβόμουν, δεν ήξερα, αυτή ήταν εκεί, παρούσα πια ολοκληρωτικά, σα φάντασμα παρούσα, με κοιτούσε, είχε μεταμορφωθεί, ένα κορίτσι μαυροντυμένο, λευκό και κοκαλιάρικο, στο χέρι δεν κρατούσε πια βιβλίο αλλά μαχαίρι, δεν πρόσεξα τη διαφορά, μου φάνηκε το ίδιο, ένα κορίτσι λευκό, κάτι συνέβη, ο αέρας σωνόταν, το φεγγάρι κρύφτηκε πάλι, κοίταξα τα μάτια της, γεμάτα απ’ αυτό το άγνωστο, το μη ανθρώπινο, τα μάτια του λύκου, τα μάτια του φόβου, τα μάτια του θανάτου, κι έπειτα σκοτάδι, σκοτάδι, σκοτάδι, και ήμουν πια νεκρός. 19_
  • 20. Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ” ____________________________________________________________________________________________ Διονύσης Μαρίνος Βιολέτες, βιολέτες παντού Ο ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ. Η ΨΕΥΤΙΚΗ ΑΡΜΑΤΩΣΙΑ ΜΟΥ. Όταν γεννήθηκα, ο πατέρας απαίτησε να ακουστεί το όνομα του παππού μου. Έτσι προέκυψε το Άλκης. Το επίθετο ήρθε μετά και κόλλησε σαν βδέλλα. Μαραγκός. Τ Το σύνολο, όμως, ποτέ δεν έδωσε μια συνεκτική ύλη στη ζωή μου. Είναι που όλοι με φωνάζουν Βιολέτα. Όσο ζούσα κανείς δεν νοιάστηκε για το πραγματικό μου όνομα που σφάδαζε κάτω από την άκομψη φορεσιά του αντρικού φερσίματος. Δεν τους πήρε καιρό να το ξεθάψουν τώρα που τους βλέπω από κάτω προς τα πάνω σαν αγριεμένο χορτάρι που πιάνει ένα εκατοστό γης για να ξαπλώσει και έχει μόνιμα ένα κυματιστό ρίγος σαν χαμόγελο πικρό στις άκρες του φύλλου του. Τώρα όλοι με θυμούνται ως Άλκη αλλά μέσα τους ξέρουν πως τούτο δω το όνομα είναι ένα σπλαχνικό ψέμα που λένε στον εαυτό τους από το φόβο μην κολλήσουν το κουσούρι. Για να ξορκίσουν το μίασμα που κρυφογελάει έξω από την πόρτα τους. Τους βλέπω να περνούν έξω από το σπίτι μου, σπάνια το κάνουν μόνο όταν ο δρόμος για τα χωράφια τούς βγάζει τη ψυχή και η ανηφοριά μοιάζει με παραγεμισμένο φρύδι, μόνο τότε αποφασίζουν να κόψουν απόσταση με οξυμμένη δυσθυμία στα μάτια σαν να μην θέλουν να δουν, αλλά βλέπουν. Τα σκληρά δύσπιστα μάτια τους, πόσο τα ξέρω, και εκείνα τα πεισματάρικα πηγούνια που στη βάση τους φυτρώνουν τόπους -τόπους αυταρχικά γένια, σκληρές ίνες σχοινιού, από τον ήλιο και το χώμα. Πρόσωπα άδεια, σφαλιστά με πρόκες που άνοιγαν διάπλατα και πετάγονταν κατά πάνω μου όταν περνούσα από την πλατεία του χωριού, 20_
  • 21. ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ____________________________________________________________________________________________ πάντα βράδυ για να με χάψει το σκοτάδι στη κοιλιά του, και έγδυναν τα βήματά μου και η σκιά μου τους έκανε να αναμαλλιάζουν από το μίσος. Τώρα που πλέον είμαι γι' αυτούς μια μακρινή αιχμηρή ανάμνηση, περνούν βιαστικοί από το σπίτι μου που έχει μείνει ένας συφοριασμένος σκελετός όλο πλίθες και σπασμένα ξύλα και συνεχίζουν το δρόμο τους κάνοντας τσιγάρο στη μνήμη μου. Δεν θυμάμαι ποιος μου κόλλησε το παρωνύμιο. Μπορεί να ήταν ο γιος του παπά Νεκτάριου. Ίσως και ο ξάδερφος του πατέρας μου, εκείνο το στρυφνό άντερο με την ηλεκτρισμένη δυσωδία που έβγαζε το κορμί του κάθε φορά που σε ζύγωνε να σου μιλήσει. «Βιολέτα, είσαι μια Βιολέτα», μου φώναζαν με νοσηρή συστολή, ήθελαν και δεν ήθελαν να με πειράξουν, τότε κι εγώ κατέβαζα το κεφάλι φούσκωνε ο σβέρκος μου από καυτή ανατριχίλα και περπατούσα μετρώντας τα βήματά μου για να μην πέσω. Στο τέλος έπεφτα, γέμισε το στόμα χώμα πικρό, ανεξίτηλο έφτανε μέχρι το φάρυγγα και ακόμα πιο μέσα. Όλος μια γροθιά ξερό καστανό χώμα που έκανε τα χείλη μου να μορφάζουν από τη σιχασιά και το μυαλό να τρέμει σαν το ψάρι καθώς άκουγα τα λιπαρά τους στόματα να μου φωνάζουν «Βιολέτα, που είσαι βρε Βιολέτα;». Για καιρό με έσωζε η πάνδημη σιωπή του σπιτιού μου. Χειροπιαστή σιωπή, πρησμένη σαν σκόνη που κοιμόταν πάνω στα ξεφτισμένα έπιπλα της μάνας, στο τραπέζι που τρώγαμε, στην αποθήκη που άφηνε ο πατέρας τα εργαλεία του. Μια σιωπή με απόκοσμη διαπερατότητα που αγκάλιαζε σπλαχνικά όσους περνούσαν το κατώφλι μας. Ήταν γαλήνια εκεί, κανείς δεν τρόμαζε από φωνές, τα βλέμματα ήταν υπολογισμένα, άηχα, σηκωνόσουν από το κρεβάτι και ήταν σαν να είχες ανασκάψει από βαθύ λάκκο ένα παλιό σώμα που απλώς ήθελε να περπατήσει δύο μέτρα για να ξεμουδιάσει. Που και που ο πατέρας, ένας άντρας ευθυτενής και γκρίζος μέχρι το μεδούλι, ίδιος με τα άσπρα μαλλιά του, με κοιτούσε ώρες ολόκληρες με ανημποριά να ποτίζω τις γλάστρες, να φροντίζω τα λουλούδια, να κάθομαι πάνω από τις βιολέτες της μάνας μου και να μιλάω μαζί τους, ναι να μιλάω σε μια γλώσσα δικιά μας μυστική. Τότε λοιπόν σηκωνόταν από τη 21_
  • 22. Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ” ____________________________________________________________________________________________ πολυθρόνα του, μια κουνιστή κατασκευή από κέδρο που έμοιαζε με θρονί ξεπεσμένου άρχοντα, ερχόταν κοντά μου αφήνοντας στον αέρα ένοχους αναστεναγμούς και με έκαιγε με το παρακλητικό του βλέμμα. «Άστα βρε Άλκη μου τα λουλούδια τα γάτσιασες», μου έλεγε τόσο γλυκά που η ανάσα του μόλις και κρατούσε τον ιστό της συνδεδεμένο. Εξατμιζόταν με το που έβγαινε από το στόμα του. Ήθελε και άλλα να μου πει, το ήξερα το έβλεπα στα μάτια του, στην ανέκφραστη νωθρότητα του προσώπου του, αλλά τα κρατούσε μέσα του, τα σφράγιζε σαν να ήταν ανόσιες σκέψεις που δεν του έπρεπαν. Μια φορά μόνο με ρώτησε, «γιατί ειδικά τις βιολέτες;», αλλά στη συνέχεια κόμπιασε, μέτρησε τις λέξεις του μια προς μια και τις βρήκε λάθος. Ένα δικό του ασυγχώρητο λάθος. Κι ύστερα πλανιόταν ξανά ησυχία μέσα στο σπίτι και μια ιδέα οι τοίχοι ξάνθιζαν από το πνιγμένο ηλιόφως που ερχόταν καλπάζοντας από τα ανοιχτά παράθυρα, πέρα μακριά από τη ράχη του βουνού ερχόταν, αφήνοντας μηχανικές αντανακλάσεις πάνω στα κορμιά μας. Και τότε ούτε και εγώ αποφάσιζα να του μιλήσω και ας ήθελα να του πω πολλά. Δεν το ήθελα το κορμί του. Να το εκδικηθώ ήθελα. Τη δυσαρμονία μου να κρύψω, αυτά τα ρόδινα χέρια που παράδερναν στα μεριά μου σαν μαραμένα κλωνάρια και τους στρογγυλούς μου γοφούς που μαρτυρούσαν ξεδιάντροπα τη λικνιστή μου σκιά. Όλα πάνω μου τα εχθρευόμουν αλλά και γύρω μου το ίδιο. Μόνο τις βιολέτες κρατούσα στην αγκαλιά μου με λεπταίσθητο πάθος σαν να έβαζα στον κόρφο μου το ακριβό άρωμα μιας γυναίκας, το ίδιο της το δέρμα λες και φιλούσα πονετικά. Αλλά γιατί να λέω ψέματα στον εαυτό μου, ειδικά τώρα που έχω πεθάνει και κανείς δεν θα βρεθεί να με κατηγορήσει; Ποτέ δεν είχα αγγίξει γυναίκα κι ας ήμουν ροδαλός σαν καινούργιο σύννεφο και από την πέτσα μου έβγαινε μια θαλπωρή βανίλιας. Δεν τις ήθελα τις γυναίκες. Όταν οι φίλοι μου τα βράδια ποδοκροτούσαν τα ανήσυχα τακούνια τους πάνω στον κακόηχο δρόμο της Ελπίδας, στο τελευταίο άκρο της πόλης πίσω από το παλιό δημαρχείο, εύθυμοι και 22_
  • 23. ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ____________________________________________________________________________________________ ξαναμμένοι με την παθητικότητα του πληρωμένου έρωτα στο αίμα, εγώ καθόμουν στο μετόχι του πατέρα και έπλεκα με το μυαλό μου στεφάνια αντρικών μπράτσων να με γυροφέρνουν. Έφερνα με το νου μου χείλια βουβά να με αγγίζουν και γύρω μου οι βιολέτες να ανθίζουν γλυκά σαν να είχε δημιουργηθεί μια εξαίσια ψυχική συγχορδία μέσα μου και γύρω μου και στο τέλος με έπαιρναν τα κλάματα. Και όσο θυμάμαι ότι όλα ξεκίνησαν με το μαστίγιο της κρυφής ηδονής να με χτυπάει κατάστηθα, έτσι σαν ζώο που δέχεται στωικά το βάρος της παλάμης του αφεντικού του, τόσο τα αναφιλητά φουσκώνουν μέσα μου και ξεχύνονται. Γιατί έτσι ξεκίνησαν όλα. Με την αυγή ενός καλοκαιριού να απορροφάει τα χρώματα της νύχτας και εμείς αγκαλιασμένοι σφιχτά, με τις σκληρές πανοπλίες των αντρικών μας δερμάτων να ενώνονται αξεδιάλυτα. Να κοιτάμε πέρα μακριά τα βουνά που έκρυβαν το χωριό μας, άπραγοι πλέον από τη φλόγωση του ίμερου. Εμείς. Εγώ δηλαδή και ο ξάδερφος του πατέρας μου, ο Τάκης, που αργότερα με έβλεπε στην πλατεία καθώς περνούσα και με βρασμένη φωνή φώναζε καταπάνω μου, «Έϊ Βιολέτα για πού το ‘βαλες;». Αυτός πρέπει να με βάφτισε έτσι και έκτοτε ακολούθησαν όλοι το παράδειγμά του. Τότε, όμως, εκείνο ακριβώς το πρωινό μού λιμάριζε την πλάτη με τα γαμψά γερακίσια νύχια του και το σκληρό χνούδι της ανάσα του διαπερνούσε το λαιμό μου σαν να μην είχε βαρύτητα. Και ήταν όλα καλά καμωμένα και οικεία σαν τη σιωπή του σπιτιού μου. Ένιωθα πάνω στο κορμί του τους νοτισμένους σβώλους του χώματος να αχνίζουν και να πρήζονται σαν κάτι καινούργιο να έβγαινε μέσα από τη γη. Κάτι νέο και όμορφο. Ένα λουλούδι, που προβάλλοντας το κεφαλάκι του στον κρύο άνεμο, ζητιάνευε λίγο νερό για να ξυπνήσει μέσα του η ζωή. Έτσι ξύπνησα κι εγώ. Μέσα στην αγκαλιά ξεραμένων σάλιων, σε βάτα ψηλά που μας έκρυβαν από το φως και στη δική του απειλητική φωνή που έτριζε στο αυτί μου. «Μην τολμήσεις 23_
  • 24. Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ” ____________________________________________________________________________________________ και μιλήσεις σε κανέναν γιατί σε έσφαξα». Μου έπιασε το μούτρο και το τσαλάκωσε, «Ακούς, ρε χαμίνι; Τσιμουδιά γιατί σε σκότωσα». Οι βολβοί των ματιών του ήταν πεταμένοι έξω από την κούρμπα τους, ένας βαθύς ρόγχος τον έκανε να δείχνει απόκοσμος. Τι να έκανα; Δεν μίλησα, ούτε και το είχα σκοπό να το κάνω. Αφέθηκα σε αυτή την κυνική απόλαυση, την απαγορευμένη θωπεία που κατέληγε μέρα με τη μέρα σε σπαράγματα κραυγών πόνου και σε έναν ακατάσχετο χείμαρρο από γροθιές και βρισιές και ταπεινώσεις που δεχόμουν βασανιστικά και σιωπηλά. Για κάθε φιλί υπήρχε το ακριβές αντίτιμο του εξευτελισμού. Για κάθε κρυφό αγκάλιασμα, μια κλωτσιά σφιχτή και σιδερένια καρφωνόταν στα πλευρά μου για να με επαναφέρει στον κόσμο της σκληρής πραγματικότητας. Η ηδονή να έχει γίνει αδερφός με τον πόνο. Ο οίκτος με την προσμονή. Αλλά δεν μίλησα. Δεν έβγαλα άχνα. Μόνο στις βιολέτες μου μιλούσα με εκείνη τη κρυπτική δική μας γλώσσα. Εκείνος, όμως, άρχισε να λέει διάφορα. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία. Πήγε και μίλησε στον πατέρα μου. Απαίτησε να βγούμε από το σπίτι εγώ και η μάνα. «Να μιλήσουν οι άντρες», είπε ξεδιάντροπα. Είπα μέσα μου, «το κάνει για να μην καρφωθούμε», αλλά εκείνος έβαζε ένα - ένα τα καρφιά στο σώμα μου και με έλιωνε από τον πόνο. «Πρόσεχε το μικρό, κάπου έχει μπλέξει», είπε στον πατέρα μου που τον κοιτούσε απορημένος. «Τι εννοείς; Τι ξέρεις; Αν είναι κάτι που ξέρεις να το πεις τώρα», του απάντησε εκείνος ξερά και αδιάφορα. «Δεν ξέρω τίποτα, αλλά στο χωριό λένε…». «Στο χωριό λένε πολλά, δεν δίνω σημασία στις κουβέντες. Έχεις κάτι να μου πεις;», τον διέκοψε ο πατέρας. Τότε ο Τάκης σηκώθηκε φουρκισμένος, ξαναμμένος και από το καπέλο του έσταζε ιδρώτας ξινός και πρασινωπός σαν χολή. Το φόρεσε στραβά στο κεφάλι του σαν να έδειχνε κάτι στον πατέρα μου. Σαν να υπονοούσε κάτι αδιόρατο. «Σου λέω μόνο να τον προσέχεις, τίποτα περισσότερο». Άρχισε να ψιθυρίζει το χωριό πίσω από την πλάτη μου. Κάθε φορά που περνούσα από την πλατεία άκουγα πίσω μου τα πνιχτά γέλια και τους γοερούς 24_
  • 25. ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ____________________________________________________________________________________________ ψιθύρους να με ακολουθούν σαν βήματα βγαλμένα από βαριά μπότα. Ακόμα και ο παπά - Νεκτάριος μου ζήτησε ταπεινά και πονεμένα να μην πηγαίνω την Κυριακή στην εκκλησία, «καλύτερα για σένα τέκνο μου», μου εξήγησε, «εγώ σε ξέρω από τόσο δα κουτσούβελο, γνωρίζω τι έχεις στη ψυχή μου, αλλά καλό είναι να μην έρχεσαι. Κάνε το σταυρό σου όπου είσαι και ο Θεός θα σε δει, αλλά στην εκκλησία μην έρχεσαι». Το έκανα και αυτό αλλά τίποτα δεν άλλαξε. Περνούσαν οι κατάκοιτες νύχτες κι εγώ να παλεύω με τη μοναξιά μου, καθώς ο Τάκης δεν ερχόταν πλέον από το σπίτι και στο δρόμο ούτε που με πλησίασε. Έφταναν κατά πάνω μου οι ατιμωτικές ημέρες που με έκαναν να νιώθω ακόμα περισσότερο ντροπιασμένος. Βρόμικος μέχρι το κόκαλο να αποζητάω ένα ξεροκόμματο επαφής από αυτή που οι άλλοι θεωρούσαν ντροπή και όνειδος. Η άχνα του σώματός μου από νωπή άρχισε να γίνεται σκέτη ξέρα, οι σπασμοί του πόθου να με καταβάλουν σε κάθε μου κίνηση. Ένα καίριο βρόντημα της σάρκας που ενώ θα έπρεπε πλέον να ωριμάζει ερωτικά και να μαθαίνει την αλφαβήτα του δοσίματος και της ευχαρίστησης, αυτή μαζευόταν σαν σπείρα γύρω από το καβούκι της και σιγά -σιγά έπεφτε σε ναρκωτική αμηχανία. Ήταν παραμονή του Αγίου Νικόλαου όταν ήρθε και με βρήκε. Έκανα χάζι στη πλατεία τους μικροπωλητές που έστρωναν την πραμάτεια τους για το πανηγύρι. Μια συστράτευση χρωμάτων, φωνών και κινήσεων τόσο μεθυστική που έκανε τους γύρω τοίχους των σπιτιών να πάλλονται από δονούμενη ευχαρίστηση. Τον κατάλαβα από το τραχύ αποτύπωμα που άφησε στον ώμο μου. Βίαιο και άμεσο σαν και εκείνον. Γύρισα και τον κοίταξα έντρομος. Έψαξα τα μάτια του για να καταλάβω τις προθέσεις του, αλλά αυτά είχαν χαθεί μέσα σε μια ασπίδα μαύρων γυαλιών ηλίου. Και διάολε πάνω στον ουρανό και τριγύρω δεν υπήρχε ίχνος αχτίδας, αλλά ο Τάκης δεν έλεγε να τα βγάλει από πάνω του. “Πρέπει να σε δω”, μου είπε κοφτά και παθιασμένα. 25_
  • 26. Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ” ____________________________________________________________________________________________ Τράβηξα το νερουλό του χέρι από πάνω του σαν βδέλυγμα που ήθελε να μου ρουφήξει το αίμα. «Για ποιο λόγο; Δεν σου φτάνει το κακό που μου έχεις κάνει;», του είπα. Με πλησίασε σε απόσταση αναπνοής. Η δική του ήταν ταγκή, εξοντωτική προκαλώντας μου μια ασυναίσθητη συστολή. «Μην είσαι χαζός. Το ξέρω πως θέλεις να βρεθούμε…». «Όχι δεν θέλω…». Έκανα να φύγω. Με τράβηξε πάνω του και όταν κατάλαβε πως θα μπορούσε να κινήσει τα βλέμματα των συγχωριανών, με πέταξε μακριά σαν άδειο σακί πατάτες. «Θα σε περιμένω στο χωράφι του πατέρα σου μόλις πέσει ο ήλιος», είπε και άναψε τσιγάρο κρύβοντας με την ανοιχτή του παλάμη το μισό του πρόσωπο. «Δεν θα έρθω», του απάντησα εμβρόντητος. «Εγώ θα σε περιμένω γιατί θα έρθεις», είπε και μου πέταξε ένα ματσάκι καπνό στη μύτη. Έχω βουτήξει πλέον για τα καλά στην ανυπαρξία και από εδώ που βρίσκομαι έχω το πλεονέκτημα να μη νοιάζομαι για τη φθαρτότητα του κορμιού μου. Έχω όμως και μπόλικο χρόνο να σκέφτομαι τι θα γινόταν αν δεν πήγαινα. Ποια τροπή θα είχε πάρει η ζωή μου αν εκείνα τα μακρόσυρτα λεπτά που κυλούσαν άγαρμπα στο ρολόι της εκκλησίας, σταματούσαν προς στιγμήν και με έσωζαν από το απειλητικό φεγγάρι που εκείνο το βράδυ άρχιζε να σκάει πιο γρήγορα από ότι άλλες φορές. Πολλές φορές έχω φέρει στο μυαλό μου τα γεγονότα έτσι όπως έγιναν, αλλά και τις μανιώδεις σκέψεις μου πριν φτάσω στο χωράφι, που έκαναν το κεφάλι μου να κουνιέται συθέμελα. Οι μελοδραματικές παύσεις που με συντάρασσαν, αλλά και οι ανταριασμένες ονειρώξεις που με έφταναν στο απόγειο, ενώνονταν αξεδιάλυτα μέσα μου φτιάχνοντας ένα εκρηκτικό μείγμα. Νίκησε ο πόθος και πήγα. Κι ας ήξερα πως ο δρόμος αυτός δεν θα είχε γυρισμό. Λες και εκείνη τη στιγμή που αποφάσιζα το φοβερό μου βήμα να επένδυα σε μια άλλη ζωή γεμάτη εύθραυστες αναμετρήσεις με τον ακόρεστο παλμό της αμαρτωλής καρδιάς μου. 26_
  • 27. ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ____________________________________________________________________________________________ Μόλις με είδε απέναντί του τα μάτια του έπαιξαν μέσα στους βολβούς τους σαν μπάλες από φλιπεράκι. Δίχως να βγάλει λέξη από το πέτρινο στόμα του με πέταξε με τέτοια δύναμη στο χώμα που ένιωσα τον κόσμο να πλέει τριγύρω μου. Δεν πρόφτασα καν να προβάλλω αντίσταση. Έκλαιγε γοερά, ένα δάκρυ μαύρο που έτρεχε στα μάγουλά του σχίζοντάς τα. Σκουπιζόταν από ντροπή και με χτυπούσε πάλι από ντροπή. Το πρόσωπό του είχε γίνει ένα σκοτεινό έλος γεμάτο σιχαμερή λάσπη. Φώναζε «σ’ αγαπάω, σ’ αγαπάω» και κάθε φορά που του τέλειωναν οι λέξεις, ξεκινούσε μια καινούργια κλωτσιά να έρθει να επιβεβαιώσει το μυστικό του πόνο πάνω μου. Με δάχτυλα πληγιασμένα ζύγισα μια πέτρα που βρήκα στα δεξιά μου. Ίσα που μπορούσα να την κρατήσω, αλλά τη βάστηξα γερά. Την είδε και γυάλισε το μάτι του. «Εμένα θα χτυπήσεις;», ούρλιαξε, «εμένα που σε αγαπάω;» Σήκωσα την πέτρα όσο με βαστούσε το χέρι μου. Ένιωσα όλο το βάρος μου να συγκεντρώνεται σε εκείνα τα αιμάτινα δάχτυλα, τους πέντε προπομπούς του φονικού. Έκανε πίσω αιωρούμενος καθώς δεν είχε αποφασίσει αν θα μου καθίσει μια ακόμα κλωτσιά ή θα μαζέψει το ποδάρι του. «Βιολέτα μη… τι πας να κάνεις». Ολόλυζε, δερνόταν με τα ρούχα του, ώσπου σταμάτησε μια και καλή όταν η πέτρα τον βρήκε ανάμεσα στα μάτια. Ένα κόκκινο κρόσσι άρχισε να τρέχει και να του κρύβει το σκοτάδι. Έπεσε κάτω, τα γόνατά του λύγισαν τρέμοντας. Βρήκα την ευκαιρία να σηκωθώ. Τον είχα από κάτω μου πλέον να σκούζει και να χτυπιέται. Κατακόκκινος σαν ουλή ανοιχτή, αλλά πια δεν με ένοιαζε. Ήμουν προσηλωμένος στη φρενιασμένη μου μανία. Η δεύτερη πέτρα τον βρήκε στο κεφάλι, η τρίτη στο δεξί μάγουλο και η τελευταία στο πίσω μέρος του κρανίου. Ήταν και αυτή που τον ξέκανε. Έπεσε στο χώμα. Έγινε υποχείριο της παγωμένης νάρκωσής του. 27_
  • 28. Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ” ____________________________________________________________________________________________ Ήταν ολόκληρος ένα κόκκινο κακάδι, απόκοσμο και λερό. Από το βάθος του ορίζοντα κάποιο άγνωστο χέρι άρχισε να ραντίσει τον σκούρο θόλο με χρυσοπράσινα αστεράκια που έσκαγαν με πάταγο, απλώνονταν σαν μανιτάρι και ύστερα καταδύονταν με απρόσμενη ταχύτητα στο πουθενά. Το πανηγύρι στο χωριό θα πρέπει να είχε ξεκινήσει για τα καλά. Αύριο γιορτάζει και ο πατέρας μου, σκέφτηκα μέσα στην παραζάλη μου. Νικόλαος Μαραγκός. Σήμερα, όμως, αυτή ακριβώς τη στιγμή γιορτάζω εγώ, ο Άλκης Μαραγκός… η Βιολέτα… Έτρεξα μέχρι την αποθήκη. Τα χέρια μου είχαν τυλιχτεί σαν περικοκλάδες στο κορμί μου, ο ιδρώτας περνούσε μέσα από την μπλούζα μου, μούσκευε το δέρμα. Το κλονισμένο δέρμα. Για μια στιγμή δείλιασα. Κοίταξα με παιδική εγκαρτέρηση τα απλωμένα σχέδια στον ουρανό που φώτιζαν τη νύχτα σαν μια γιγάντια πυγολαμπίδα. Με έκαναν να κοντοσταθώ για μια στιγμή αλλά αμέσως οι φωτεινές κραυγές του ουρανού πέθαναν μέσα μου χωρίς απόηχο. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ και μόνο εγώ να τις δημιούργησα προς στιγμήν για να μου κρατήσουν παρέα. Το ψαλίδι ήταν σκουριασμένο στις άκρες αλλά σίγουρα έκανε ακόμα τη δουλειά του. Το θυμάμαι από μικρός που ο πατέρας το είχε και το χρησιμοποιούσε σε διάφορες δουλειές του χωραφιού. Έσφιξα την μπουνιά μου. Ένιωσα για πρώτη φορά τόσο αποφασισμένος για κάτι στη ζωή μου. Έπιανα με τα ακροδάχτυλά μου την ίδια την εικόνα της συνείδησής μου και είχε την όψη σαπισμένου μετάλλου. Σαν το ψαλίδι που κρατούσα. Με τη χρονική απόσταση που μου παρέχει η τωρινή μου άυλη κατάσταση, μπορώ να πω ότι δεν δυσκολεύτηκα αρκετά. Ήταν σαν να έσχιζα ένα έμπλαστρο από την κοιλιά μου. Το στόμα μου, θυμάμαι, έβγαλε έναν καμπανιστό ήχο, με έπιασε σύγκρυο και αμέσως φλόγωση και όλα γύρω μου άρχισαν να παίρνουν 28_
  • 29. ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ____________________________________________________________________________________________ τεράστιες διαστάσεις και να με καταπίνουν. Ένας λαβύρινθος που χοροπηδούσε ακατάπαυστα. Μετά από αυτό δεν θυμάμαι τίποτα αλλά και δεν θέλω να θυμάμαι. Που και που επισκέπτομαι το σπίτι μου και με πιάνει το παράπονο που έχει μείνει πλέον ένα ετοιμόρροπο γιαπί. Πέθανε ο πατέρας, τον ακολούθησε η μάνα και τώρα όλα ρημάζουν. Μόνο οι γλάστρες έχουν μείνει ανέπαφες από την προϊούσα σήψη του χρόνου. Κάποιος έρχεται και τις ποτίζει ανελλιπώς. Κάποτε είχαμε νεραγκούλες, νάρκισσους, ανεμώνες, μα πάνω από βιολέτες, βιολέτες παντού. Μαβιές καρδιές που απλώνονταν σαν ήλιος προς τη χοάνη του ουρανού. Τις βλέπω και έχουν γίνει θαλερές και γόνιμες. Σαν κάποιον να περιμένουν να τους μιλήσει. Εγώ πλέον δεν μπορώ, δεν θα με ακούσουν ότι και αν τους πω. Δεν ξέρω ποιος έρχεται και τις ποτίζει. Συνήθως όσοι περνούν από το σπίτι, και το κάνουν σπάνια, ταχύνουν το βήμα τους και ντρέπονται να κοιτάξουν κατά τα χαλάσματα. Φοβούνται ότι το αμαρτωλό μίασμα είναι κολλητικό. Ποιος να τις ποτίζει λοιπόν και γιατί; Ποτέ μου δεν θα μάθω. 29_
  • 30. Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ” ____________________________________________________________________________________________ Αργυρώ Μπαξεβάνου Η Μυρσίνη μας ΠΤΑ ΓΕΝΝΕΣ ΕΚΑΝΕ Η ΣΥΧΩΡΕΜΕΝΗ Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ. Τότε γεννούσαν οι γυναίκες όσα παιδιά έδινε ο Θεός κι έμεναν μ’ όσα τους χάριζε. Πέντε της ζήσαμε. Τέσσερα αγόρια, ο Παντελής, ο Αλέκος, ο Ηλίας κι εγώ, ο μικρότερος κι ένα κορίτσι, τρίτο στη σειρά, η Μυρσίνη μας. Δεν τη γνώρισες. Ε Ήταν μεταξένιο κορίτσι, η Μυρσίνη, η παρηγοριά του σπιτιού μας, η περηφάνια μας και το στήριγμά μας. Με περνούσε οκτώ χρόνια. Κι ήταν για μένα πάνω από αδελφή, μια μικρή μάνα. Δίπλα της με είχε, όταν φουκάλιζε το σπίτι, όταν σφουγγάριζε, όταν έπιανε προζύμι κι όταν ζύμωνε στη σκαφίδα με τα παιδικά χεράκια της ψωμί για επτά στόματα. Γιατί η μάνα μας απ’ τη νύχτα έφευγε και νύχτα γύριζε. Όλη μέρα πάλευε στα κτήματα και στα ζώα μας με δουλειές σκληρές και φορές κατέβαινε στο λιμάνι να βοηθήσει τον πατέρα μας στο ξεψάρισμα. Περίεργο ζευγάρι οι δυο τους. Ο ένας όργωνε τη γη κι ο άλλος τη θάλασσα. Ο πατέρας μου με τ’ αδέλφια του είχανε ψαροκάικα. Είχαμε τον τρόπο μας. Και με την αξιοσύνη των γονιών μας δε μας έλειψε τίποτα ακόμα και στις μεγάλες φτώχειες. Εγώ όλη μέρα ζούσα δίπλα στη Μυρσίνη μας. Μ’ αγαπούσε πολύ. Ίσως, γιατί ήμουν ο μικρότερος κι ο χαϊδεμένος της. -Αρνί μου! Αρνάκι μου! Με φώναζε. Κι εγώ σαν το μανάρι δίπλα στη μάνα του ήμουν πιασμένος πάντα στο φουστανάκι της. Ακόμα κι όταν έκανα ζημιές και θύμωνε, Μανωλάκη με φώναζε, ποτέ δε με φώναξε Μανώλη. Ούτε μ’ έδερνε, όπως έκαναν συχνά τα μεγάλα μου αδέλφια. 30_
  • 31. ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ____________________________________________________________________________________________ Παράδεισος ήταν η ζωή μου δίπλα της. Τα Σάββατα το απόγευμα που έβαζε η μάνα μου καζάνι, για να πλύνει και να πάρουμε σειρά να πλυθούμε όλοι μας, θυμάμαι που η αδελφή μου μ’ αναλάμβανε και μ’ έβαζε στη σκάφη και μου έριχνε νεράκι ζεστό και μ’ έλουζε προσεκτικά, για να μην μπαίνει στα μάτια μου σαπούνι και κλαίω. Με γλύτωνε απ’ τα σκληρά χέρια μάνας μας που πάνω στην κούρασή της αυτά δεν τα πρόσεχε. Κι αν κλαίγαμε, μας χτυπούσε με την πλάκα το σαπούνι στο κεφάλι κι αν είχαμε ψείρες, δεινοπαθούσαμε στα χέρια της. Με το σκληρό το χτένι μας έγδερνε σχεδόν το κρανίο. Ενώ η Μυρσίνη με ξεψείριζε προσεκτικά κι αγόγγυστα και στο τέλος με χτένιζε απαλά και προσπαθούσε να μου κάνει μια ψευτοχωρίστρα. Τι χωρίστρα να κάνει! Αφού μας είχαν κουρεμένους με την ψιλή και μόνο μπροστά άφηναν μια τούφα μαλλάκια! Ύστερα μ’ έβαζε στο κρεβάτι με τον Ηλία μας να κοιμηθώ και μας φιλούσε σταυρωτά. Ένιωθα ελαφρύς και καθαρός και μ’ έπαιρνε λίγο – λίγο ένας ύπνος γλυκός κι ευτυχισμένος. Ίσως εκείνα τα Σαββατόβραδα να κρύβουν μαζεμένη όλη την ευτυχία της ζωής μου. Όχι! δεν το λέω καλά. Ευτυχισμένος ήμουν κι όταν πήγαινα μαζί της τα μεσημέρια τ’ Αυγούστου, μέσα στην κάψα, στη θάλασσα και μαζεύαμε ώρες καβούρια και πεταλίδες και γαλίπες. Ύστερα έφτιαχνε η μάνα μας πιλάφι θαλασσινό και γαλιποκεφτέδες, της φτώχειας φαΐ. Δεν έφαγες εσύ τέτοιο! Που λες! Η αδελφή μας μ’ έμαθε να κολυμπώ! Κι αντίς για σωσίβιο είχαμε δυο νεροκολόκυθα, κουφωτά από μέσα, ενωμένα με σκοινάκι. Δε βούλιαζαν και με κρατούσαν στον αφρό. Κι έτσι, έμαθα σιγά – σιγά να κολυμπώ, αφού ήπια μπόλικο νεράκι θαλασσινό. Και στα γράμματα πάλι η Μυρσίνη μας βοηθούσε! Ήταν να τη θαυμάζεις. Ξεφτέρι στο σχολείο, αδικήθηκε, γιατί σταμάτησε στην Πέμπτη, για να μας φροντίζει. Αυτή μου έμαθε να διαβάζω. Κι αυτή μες στα παιχνίδια με ρωτούσε σοβαρά – σοβαρά: -Πες μου τώρα, Μανωλάκη, πόσο κάνει τρεις οι εφτά; Οκτώ οι εννιά; Επτά οι οκτώ; 31_
  • 32. Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ” ____________________________________________________________________________________________ Την προπαίδεια σ’ αυτήν τη χρωστάω, όπως και το να μπορώ να λύνω δύσκολες διαιρέσεις. Μ’ ένα ξυλάκι στο βρεμένο χώμα της αυλής, εκεί μου σκάλιζε αριθμούς. Εκεί ήταν ο πίνακάς μας. Τετράδια και χαρτιά ήταν δυσεύρετα. Παράδεισος ήταν η ζωή μου κι ο άγγελός του, η Μυρσίνη μας. Νοικοκυρεμένο, αθώο παιδί, πρόθυμο και φιλότιμο βοηθούσε το σπίτι μας κι όλη τη γειτονιά. Αυτό ήταν το κορίτσι μας. Κι όμορφο, πολύ όμορφο ξεχώριζε μέσα σ’ όλα τα κορίτσια του χωριού. Ίσως αν δεν ήταν τόσο όμορφο, να ήταν πιο τυχερό στη ζωή του! Μ’ αυτά, πάλι, ποιος τα ξέρει;… Μέχρι που ’ρθε εκείνο τ’ άραχνο καλοκαίρι κι έπεσε δυστυχία στο σπίτι μας. Ήμουν μικρός, δεν πολυκαταλάβαινα. Όμως άκουσα το χαμηλόφωνο σπαραγμό και τους βόγγους της μάνας μου και τις κατάρες της: Αχ Χρήστο! έλεγε στον πατέρα, το χάλασε το κορίτσι μας αυτό το παλιοτόμαρο, αυτός ο θεομπαίκτης που καλό να μη δει ποτέ! που να τον δω στην κάσα και να χαίρομαι! Μετά έγιναν πράγματα σκληρά και πρωτοφανέρωτα για το σπίτι μας. Θυμάμαι που την αδελφή μου την έδερνε ο πατέρας και τα δυο μεγάλα μου αδέλφια εκ περιτροπής. Ο Ηλίας κρύφτηκε στο ντάμι. Μια μέρα ολόκληρη την έδερναν στα μουλωχτά, κλείνοντας το στόμα της να μην ακούγονται οι φωνές της. Κι η μάνα μάταια προσπάθαγε να τη σώσει απ’ τα χέρια τους και μάταια φώναζε ότι δεν έφταιγε το κορίτσι της, πως δεν πήγαινε γυρεύοντας, αλλά έφταιγε ο Φώτης, ο νταής του χωριού, αυτό το σκυλί το μαύρο, ο ρεμπεσκές, που κακό χρόνο να ’χει κι ό,τι έκαμε αίμα να το φτύσει! Αλλά ο πατέρας και τ’ αδέλφια μου συνέχιζαν να τη βρίζουν και να τη δέρνουν άπονα, γιατί, λέει, ήταν πομπεμένη, τους ντρόπιασε το όνομα, τους λέρωσε το κούτελο και πως αν η σκύλα δεν κουνήσει την ουρά της, ο σκύλος δε σιμώνει. Κι εκείνη ξέπνοα έλεγε: -Δε φταίω, σας λέω! Δε φταίω εγώ! Με τη βία έγιναν όλα! 32_
  • 33. ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ____________________________________________________________________________________________ Κάποια στιγμή, άρχισα να κλαίω και να φωνάζω, για να σώσω τη Μυρσίνη μου κι έφαγα ξύλο πολύ κι εγώ και με στείλανε στο σπίτι μιανής απ’ τις αδελφάδες της μάνας μου. Όταν γύρισα μετά από τρεις μέρες σπίτι μας, δε βρήκα εκεί την αδελφή μου. Κι όσο κι αν ρώτησα κι όσο κι αν έκλαψα, κανείς δεν μου απαντούσε ούτε πού πήγε, ούτε πόσο θα λείψει, ούτε πότε θα ’ρθει! Από ένα σημείο κι ύστερα μ’ απαγόρεψαν να ρωτάω και να μιλώ γι’ αυτή. Κι αν σε ρωτάει ο κόσμος, να λες, εγώ είμαι μικρός. Να ρωτάτε τη μάνα και τον πατέρα μου! Έτσι με δασκάλεψαν. Καταλάβαινα ότι κάτι φριχτό συνέβηκε στην αδελφή μου, μα δεν μπορούσα να φανταστώ τι ήταν αυτό. Πάντως, η χαρά μου χάθηκε. Δεν ήθελα να παίζω. Δεν ήθελα να τρώω. Και τα βράδια παρακαλούσα: -Χριστούλη μου να φέρεις πίσω τη Μυρσίνη μας! Φαίνεται οι προσευχές μου πιάσαν τόπο και μετά από μήνες γύρισε η αδελφή μου. Γύρισε μόνο το σώμα της, γιατί την ψυχούλα της φαίνεται την άφησε εκεί μακριά όπου τη στείλανε. Ήταν όμορφη όπως και πριν, αλλά δεν είχε τίποτε από την παλιά ξενοιασιά και τη χαρά της. Ήταν σοβαρή κι απόμακρη και τα μάτια της ήταν πάντα βουρκωμένα. Εξακολουθούσε να μου δείχνει την ίδια αγάπη, ίσως και περισσότερη, μέσα απ’ τη σιωπή της, μόνο με πράξεις κι αγκαλιές, χωρίς πολλές κουβέντες. Εγώ κι η μάνα μας της φερόμαστε όπως πριν, όμως ο πατέρας μου και τα μεγάλα αδέλφια μου την περιφρονούσαν. Με τον καιρό παρασύρθηκε κι ο Ηλίας μας κι έγινε κι αυτός παγερός μαζί της. Λόγο δεν της απηύθυναν. Το όνομά της δεν το ξανάπαν. Και στη γειτονιά και στο χωριό είχε την ίδια αντιμετώπιση. Ώρες - ώρες πίστευα πως ήταν αόρατη και πως την έβλεπα μόνο εγώ κι η μάνα μου. Κι όλους μας στο σπίτι, μας είχαν άπαντες στο χωριό σα να ’μαστε σε καραντίνα. Δεν έρχονταν επισκέψεις στις γιορτές και τα κορίτσια, οι φίλες της αδελφής μου, δεν της ξανάκαναν παρέα, αλλά της γύριζαν περιφρονητικά την πλάτη. 33_
  • 34. Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ” ____________________________________________________________________________________________ Αόρατη, βέβαια, δεν ήταν η Μυρσίνη, γιατί ήταν καλλονή. Η γιαγιά μου συνήθιζε να λέει: «Το καλό το φρούτο το τρώει ο μπούφος» κι ως τότε δεν είχα καταλάβει τι εννοούσε με τα λόγια της αυτά. Μέχρι που εμφανίστηκε στο χωριό μας ο καπετάν – Αγγελής ισχνός, μουστακαλής και φαλακρός με χέρια κίτρινα απ’ το τσιγάρο, καμιά πενηνταριά χρονών. Ήταν απ’ το νησί απέναντι. Είδε μια μέρα τη Μυρσίνη μας, δεν ξέρω πού και τη λιμπίστηκε. Την ίδια μέρα στο καφενείο δώσανε τα χέρια με τον πατέρα μου κι ο αρραβώνας έκλεισε. Εκεί στο καφενείο! Τον θυμάμαι το σαχλιάρη, μεθυσμένο στο τσακίρ κέφι, ολόχαρο που ’παιρνε τέτοιο τεφαρίκι να τραγουδά: «Τα μαλλιά σου, τα μαλλιά σου μ’ έφεραν στη γειτονιά σου. Τα μαλλιά σου τα μελένια έκαψαν πολλούς κι εμένα…» Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δε θα ’χε φανταστεί το ραμολί πως θά ’παιρνε τέτοια νέα γυναίκα με μαλλιά ποταμό και μάτια ζωγραφιστά. Κι όμως, στη συμφωνία επάνω έκανε και «νούμερα» στον πατέρα μας και χρειάστηκε κι αρκετό παραδάκι να δώσει ο σχωρεμένος, για να βουλώσουν τ’ αυτιά του γεροντογαμπρού στο σούσουρο του κόσμου πως θα πάρει γυναίκα «ακουσμένη» κι όχι «κορίτσι». Κι έτσι το αγγελούδι μας που θα ’ταν δε θα ’ταν δεκαεννιά χρονών βρέθηκε νύφη σε μέρος μακρινό, πεντέξι ώρες με το καράβι, μακριά απ’ την αγκαλιά μας, να τη μαλλιοκατσιάζει και να τη χαίρεται ένας άντρας άχαρος μπορεί και μεγαλύτερος στην ηλικία απ’ τον πατέρα μας. Στο γάμο της κανένας μας δε βρέθηκε εκτός απ’ τον πατέρα που τη συνόδεψε νύφη στο νησί. -Το θυσίασες το παιδί σου! Του ’πε η μάνα, όταν γύρισε και την έπιασε το κλάμα. -Τη δουλείασ’ εσύ! Και πάψε τα μουτζοκλάματα. Έπρεπε τώρα να τη δώσω, πριν μπαγιατέψει. Μετά δε θα την έπαιρνε κανένας έτσι μεταχειρισμένη, χωρίς τιμή. Και να την ξεγράψετε! Εδώ δε θα ξανάρθει! Δεν μπορεί κάθε φορά ν’ ανασκαλεύεται το παρελθόν και να γινόμαστε ρεζίλι στον κόσμο! Αυτά ήταν τα λόγια του και μαζί κατέβασε και κάμποσα καντήλια. 34_
  • 35. ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ____________________________________________________________________________________________ Νέα της Μυρσίνης ήταν δύσκολο να μαθαίνω. Και κανένας στο σπίτι δε μιλούσε γι’ αυτή. Πάντως ο Φώτης μετά το γάμο της έφυγε απ’ το χωριό μας. -Μάνα τι να κάνει το κορίτσι μας; Τολμούσα κάποτε να ρωτήσω. -Σώπασε μη σ’ ακούσει ο κύρης σου κι έχουμε άλλα, ήταν η απάντησή της. Από όσα κατόρθωνα να μαθαίνω εδώ κι εκεί από σκόρπιες κουβέντες, καταλάβαινα πως η Μυρσίνη στο νησί κακοπερνούσε. Ο καπετάν – Αγγελής ταξίδευε επτά, οχτώ μήνες το χρόνο και το κορίτσι μας έμενε μόνο του με την ηλικιωμένη πεθερά της, καλή γριούλα αλλά φιλάσθενη και την ανύπαντρη κουνιάδα της, μια γεροντοκόρη στριτζωμένη και ξιπασμένη μες στα νεύρα και στην κακία. Ίσως και να ’φτασαν στ’ αυτιά της λόγια για την αδελφή μας κι αυτά την έκαναν ακόμα πιο στρυφνή κι ανυπόφορη. Στα δυο χρόνια πάνω η αδελφή μου έμεινε έγκυος – δόξα τω θεώ – είπε η μάνα μας. Και αργότερα μάθαμε πως γέννησε αγοράκι. Τη μέρα που ’ρθε το καλό μαντάτο είδα τον πατέρα μου να χαμογελά, έστω και στυφά και μου ’δωσε χαρτζιλίκι. Γιωργάκη το βάφτισαν το αγοράκι της και το λάτρευε. Ξέρω πως θα το μεγάλωνε μη βρέξει και μη στάξει, γιατί εγώ που δεν ήμουν παιδί της αλλά αδελφός της και παρότι ήταν ανήλικη τότε, μεγάλωσα σαν βασιλιάς στα χέρια της. Κάποια μέρα μετά από τέσσερα μπορεί και πέντε χρόνια, δε θυμάμαι καλά, μάθαμε πως ο καπετάν Αγγελής πνίγηκε σε φουρτούνα σ’ ένα απ’ τα ταξίδια του. Κοντά στην Αλεξανδρέτα είπαν ότι πνίγηκε. Και πάλι κανένας μας δε βρέθηκε στο πλευρό της αδελφής μας. Μόνο κανά δύο χρόνια μετά το θάνατο του άντρα της θυμάμαι πως οι μεγάλοι μας, ο Παντελής κι ο Αλέκος πήγαν στο νησί για εμπόριο. Πέρασαν τότε απ’ το σπίτι της. Ζούσε φτωχικά απ’ τη μικρή σύνταξη που τους άφησε ο καπετάνιος. Υπηρετούσε την κατάκοιτη πεθερά και την κουνιάδα της που εκείνη έκανε τα κουμάντα. Στο σπίτι τους φίλεψε και τους κοίμισε και την άλλη μέρα το πρωί τη βρήκαν να τους περιμένει στο καΐκι μέσα, έχοντας σφιχταγκαλισμένο το μικρό Γιωργάκη. 35_
  • 36. Β’ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ “ΣΤΕΛΙΟΣ ΞΕΦΛΟΥΔΑΣ” ____________________________________________________________________________________________ -Πάρτε με μαζί σας, έλεγε και ξανάλεγε. Μαύρη ζωή περνώ εδώ. Πικρό ψωμί τρώω. Κατάντησα παραδουλεύτρα στο σπίτι του άντρα μου. Λεφτά δεν ορίζω. Πάρτε με μαζί σας στο σπίτι μας και θα δουλεύω για σας ολημερίς! Πάρτε με, αλλιώς θα πεθάνω! Τη σύρανε με τη βία και τη βγάλανε με το Γιωργάκη αγκαλιά στη στεριά και της είπαν να μη βάζει άλλες πομπές και ντροπές στη ζωή τους. Οι καλές γυναίκες χήρες, ξεχήρες μένουν στο σόι του άντρα τους και τον τιμούν, έστω και πεθαμένο. Αυτό είναι το πρέπον και το σωστό. Και φύγανε και την αφήσανε τη μαύρη μες στη μαύρη απελπισία να κλαίει και να οδύρεται, να θέλει να γυρίσει πίσω στον τόπο της, στο πατρικό, στη μάνα της και να κανείς να μην τη βοηθά. Ούτε τ’ αδέλφια της. Όλοι οι δρόμοι κλειστοί κι αυτή μες στην απόγνωση. Ξεκοκαλίστηκε κι η προικούλα της, για να ζήσουν τα δύο μορμολύκια. Κι έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε αργότερα, όταν γι’ άλλη μια φορά τη σακάτεψε η μοίρα. Ο Γιωργάκης της, παλικαράκι πια δεκατριών χρόνων, χτυπήθηκε από λευχαιμία καλπάζουσα. Μέσα σε μήνες το ’χασε το παιδί της. Το ’βαλε στη γη με τα χέρια της, μόνη της χωρίς κανέναν από μας. Το πικρότερο ποτήρι για μια μάνα το ’πιε η Μυρσίνη μας! Ένα μήνα μετά το θάνατο του Γιωργάκη πέθανε κι έρμη η μάνα μας απ’ τον καημό της. Εγώ τότε είχα αρχίσει να αντρειεύω και να ορίζω τον εαυτό μου και να μπορώ να έχω λόγο στους μεγαλύτερους από μένα άντρες του σπιτιού μας. Μια μέρα χτύπησα τη γροθιά στο τραπέζι κι είπα: «Τόσα χρόνια κάνατε ό,τι θέλατε, γιατί δεν είχα λόγο. Εξορίσατε την αδελφή μας, πεθάνατε τη μάνα για το τι θα πει ο κόσμος και για τη ρημάδα την τιμή σας. Στο διάολο κι η τιμή και ο κόσμος κι όλοι σας! Θέλετε δε θέλετε, θα πάω να τη φέρω πίσω τη Μυρσίνη κι ας μη δώσει πεντάρα κανένας σας. Εγώ θα δουλεύω να την ταΐζω!» Σώπαιναν και με κοιτούσαν. Και μόνο ο Παντελής -είχε ήδη παντρευτεί κι είχε αποκτήσει το πρώτο του κορίτσι- είπε μέσα απ’ τα σφιγμένα χείλια του: «Να πας Μανώλη!» κι έφυγε σκυφτός. 36_