1. «Kelly»
Σθ μζρα είχε βλζμμα μικροφ παιδιοφ, αγνοφ και ακϊου, ςαν γλυκιά ςκζψθ του νου.
Μα, όταν ζπεφτε ο ιλιοσ κι ερχόταν θ νφχτα, ζνοιωκε χαμζνθ, ικελε κάτι για να μθν
υποφζρει.
Είχε όμορφα, γλυκά χαρακτθριςτικά, είχε το κάτι που κα κζλανε όλα τα αρςενικά
Όποιοσ τθν ζβλεπε για πρϊτθ του φορά, του ‘κανε «κλικ», το κάτω του ςυναίςκθμα άλλαηε
ςαν …..?
Όποτε βριςκότανε ζξω ζφερνε καλοκαίρι, όπωσ θ μζλιςςα μζςα απ’ το λουλοφδι μασ φζρνει
μζλι.
Σο όνομα τθσ ιταν Kelly, και κρατοφςε ςτο χζρι ζνα μαραμζνο τριαντάφυλλο κι’ ζνα
περιςτζρι.
Σο ζνα από αυτά ςυμβόλιηε νζο ουρανό, μ’ άλλα λόγια γαλινθ και αρμονικό κθςαυρό.
Σο άλλο ςυμβόλιηε πωσ χϊριηε το ςϊμα απ’ τθν ψυχι, ςε γενικζσ γραμμζσ προςωπικι
καταςτροφι.
Ήταν χαμογελαςτι, ιταν κοινωνικι, ιτανε πάντα για τουσ πάντεσ τρομερά ποκθτι.
Σθν αγαποφςανε οι γείτονεσ, ς’ όλθ τθ γειτονιά. ε μικροφσ και μεγάλουσ ζδινε πάντα
χαρά.
Ήτανε ςαν, να είχε κατζβει παράδειςοσ ςτη γη, ςαν αςτζρι που είχε πζςει αγκαλιά με μια
ευχή, ςαν την λάμψη του φωτόσ. Λεσ και δοφλεψε πάνω τησ παραπάνω ο Θεόσ.
Ήτανε διαφορετικι από τουσ πάντεσ και τα πάντα. Ζμοιαηε 20χρονθ, μα ζφτανε ςτα –άντα.
Δεν τθν εμπόδιηε κακόλου θ θλικία τθσ, τθ ςτιγμι που, ξζρει λζει, να ηει τθν ευτυχία τθσ.
Ζμοιαηε μ’ αγγελοφδι, μφριηε ςαν λουλοφδι. Ερμινευε κάκε πρωί ζνα γλυκφτατο τραγοφδι.
Οι γείτονεσ χαιρόντουςαν ςαν παιδιά, και τα παιδιά τουσ νοιϊκανε λεσ και είχαν μεγαλϊςει
Ήρκε θ ϊρα να πλθρϊςει, ιταν ιδθ αργά. Μια μζρα τθσ εβδομάδασ , γφρω ςτισ δϊδεκα
παρά, ιταν ζξω ακόμθ, είχε ξεχαςτεί. Είχε χάςει τον ζλεγχο, είχε κομματιαςτεί.
Σθ μζρα είχε βλζμμα μικροφ παιδιοφ, αγνοφ και ακϊου, ςαν γλυκιά ςκζψθ του νου.
Μα, όταν ζπεφτε ο ιλιοσ κι ερχόταν θ νφχτα, ζνοιωκε χαμζνθ, ικελε κάτι για να μθν
υποφζρει. (Χ2)
Σότε κανείσ, κανείσ δεν το είχε φανταςτεί, πωσ ζνασ άγγελοσ πωσ ςκόνταψε και ζπεςε ςτθ
γθ.
Πωσ κα ηοφςε τζτοιο δράμα, αυτοκαταςτροφι. Οι γείτονεσ απόρθςαν και ρϊτθςαν, γιατί?
Σθν νφχτα ζνοιωκε το ςϊμα τθσ μια ψφχρα. Σο πάνω …….τθσ Θιβασ ……,ζνοιωκε πίκρα
Σα βράδια ζπινε πολλά ναρκωτικά, πλιγωνε το ςϊμα τθσ μετά από 2 ποτά
Ζνοιωκε αβοικθτθ, ζνοιωκε οργι. Καμία απολφτωσ ςχζςθ με το πρωί
Σθν νφχτα μετά το λιϊςιμο ς’ ζνα χαρτί ζγραφε το πότε το πϊσ και το γιατί
Με μία παλιομοδίτικθ πζνα, τα πάντα ,λζει, ξεκίνθςαν απ’ τον χαμό τθσ μάνασ
Λίγο μετά τθ γζννα το βιαςμό απ’ τον πατζρα τθν ζκανε να νοιϊκει κάκε νφχτα εταίρα
Κι’ ζτςι τθ μζρα όποτε τθν κοπανοφςε, ςοφρωνε, μαςτοφρωνε, πίςτευε ότι τθν βοθκοφςε να
χακεί θ κάκε τραγικι ςτιγμι που είχε ηιςει. Μζχρι που μια νφχτα βρζκθκε μια λφςθ.
Άγνωςτοσ από το πουκενά κζλθςε να τθ βοθκιςει. Ήξερε πϊσ να τθν θρεμίςει, κόβοντασ
το άνκοσ απ’ τθν ανκρϊπινθ τθσ φφςθ.
(Ρεφραίν Χ2)