1. Η ζωή ένα λούνα παρκ....
Ψες έβλεπα το έργο Premonition. Προχθές είδα την περιφρόνηση και σήμερα
βλέπω την απομάκρυνση και τη ψυχρότητα. Αναγνωρίζω την κλισέ, μπανάλ,
πολλάκις χαρακτηρισμένη γυναικεία γκρίνια όταν τα πράγματα αλλάζουν. Όμως
αναρωτιέμαι.. ενώ η κοινή λογική και ο πανδαμάτορας χρόνος αυτό φέρνουν γιατί σε
κάθε τρυφερή και ρομαντική ψυχή ανεξαρτήτως φύλου και άλλων παραμέτρων να
περιπλανούνται συνεχώς και εις μάτην ποικίλα πικρά ερωτηματικά.
Η κλασική, στερεότυπη εικόνα δύο ανθρώπων που επιλέγουν να ονομαστούν
ζευγάρι. Δειλά πρώτα βήματα που δίνουν τη σκυτάλη σε μια θύελλα που σβήνει σε
φλογερά φιλιά, δισταγμοί μιας αβέβαιης αφετηρίας που κλείνουν σε υποσχόμενες
αγκαλιές, μικρά λόγια της πλώρης, πτερόεντα που καταλήγουν σε πρόστυχα
ερωτόλογα. Ζωώδης έρωτας, ιδρώτας πάνω σε άσπρα παρθένα ρούχα, αφή σε όλο της
το μεγαλείο. Όλα πιάνουν χεράκι το χρόνο και πορεύονται με αδιάκοπα σταθερά
βήματα. Την Κυριακή μόνο βάζουν τα καλά τους και πάνε επίσκεψη στο Θεό.
Ενώπιον του μεγάλες υποσχέσεις που φαίνεται έχουν κηρύξει διαζύγιο με το χρόνο.
Και η επισφράγιση, το πιο σοβαρό φιλί και ο πιο επίσημος έρωτας.
Κι ύστερα αυτοί που ονομάστηκαν ζευγάρι και κυρήχθηκαν δύο εν σάρκα μια
και η ρουτίνα. Οι υποσχέσεις μέσα σε δύο στεφάνια πλεγμένα με χαρμολύπη. Κι ο
έρωτας σε κάποια καμπή γερνάει και αποφασίζει να εγκαταλείψει το παιχνίδι. Δίνει
απλόχερα τη σκυτάλη σε μια συμβατική αγάπη. Ο έρωτας φεύγει τόσο αθόρυβα και
κανένας δεν τον έχει ακούσει. Πιέζει ο χρόνος και μια φουσκωμένη κοιλιά. Και μόλις
η φουσκωμένη κοιλιά δώσει τη θέση της στη ζωή, εκεί άλλα αποθέματα αγάπης. Της
μόνης αγάπης που δεν έχει τέλος. Και η κοιλιά μεγαλώνει πάλι και η αγάπη μεταξύ
των δύο μικραίνει.
Ίσως να φταίνε εκείνα τα ωράρια που χρειάζονται για να βγει ο άρτος, η
στέγη, η ένδυση, το φαγητό, το convertible των Κυριακών. Ίσως να φταίει εκείνος ο
γλυκός, ψηλός άντρας με τα πράσινα μάτια που κοιτάνε με θαυμασμό. Ίσως να φταίει
εκείνη η ξανθιά σφηκομεσάτη με τα ωραία πόδια στην είσοδο του γραφείου.
Και η μόνη λέξη που μπορεί να λειτουργήσει ως επιστέγασμα είναι ένα μελό
και νερόβραστο, άνοστο «λυπάμαι». Και οι δύο που δεν είναι πλέον σάρκα μια όπως
λένε κάτι χαρτιά λυπούνται. Και κάποτε μπορεί και να κλαίνε. Αλλά η λύπη
εξαφανίζεται σε κάποια καμπή.
2. Και εδώ ο αφηγητής ρωτάει «γιατί». Αλλά βέβαια δεν υπάρχει κανένας να
απαντήσει το ερωτηματικό. Διότι είναι ένας και ο εαυτός του λυπάται που δε μπορεί
να του δώσει την απάντηση.