2. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μέρμηγκας
έξυπνος κι εργατικός. Ζούσε στο δάσος και
άνοιξη και καλοκαίρι από το πρωί ξεκινούσε τη
δουλειά του.
Έψαχνε για σπόρους κι όταν έβρισκε τους
φορτωνόταν στην πλάτη και τους αποθήκευε
στη φωλιά του.
Όλα είναι
τέλεια
3. Ο μέρμηγκας δούλευε συνεχώς.
Την ίδια στιγμή ένας τζίτζικας τεμπέλης
τριγυρνούσε στο δάσος
4. δ
Δώσε κάτι
να φάω
Ήρθε ο χειμώνας κι ενώ ο μέρμηγκας
είχε πολλές προμήθειες ο τζίτζικας
έψαχνε απελπισμένα να βρει κάτι να
φάει.
Πήγε στο μέρμηγκα και
ζήτησε φαγητό.
Τι έκανες όλο
το καλοκαίρι;.
Δεν έχω να
σου δώσω.