2. Μια φορά κι έναν καιρό σ’
ένα μακρινό δάσος, ζούσε
το πιο εργατικό μυρμήγκι
που ξέρετε.
Όλη μέρα δούλευε για
να εξασφαλίσει την
τροφή του γιατί πλησίαζε
ο χειμώνας.
3. Πιο πέρα ένας τεμπέλης
τζίτζικας όλο τραγουδούσε
και χοροπηδούσε. Δεν
σκεφτόταν καθόλου ότι
πλησίαζε ο χειμώνας.
Στο μεταξύ το
εργατικό μυρμήγκι
συνέχιζε να δουλεύει
αν και είχε κουραστεί.
4. Ο χειμώνας ήρθε! Τα πρώτα
χιόνια έπεσαν και τα πάντα
έγιναν κάτασπρα.
Το μυρμήγκι μέσα στην
ζεστασιά του σπιτιού του
απολάμβανε τους κόπους του.
Αντίθετα ο τζίτζικας
τουρτούριζε από το κρύο και
έψαχνε απεγνωσμένα κάτι να
φάει.
Περπατώντας έφτασε στο
σπίτι του μέρμηγκα. Με
τρεμάμενα χέρια χτύπησε την
πόρτα του.
Γεια
σου ,πεινάω
σε παρακαλώ
έχεις κάτι να
φάω;
Γιατί κυρ τζίτζικα όλο το
καλοκαίρι χάζευες και μόνο
τραγουδούσες;
Πήγαινε τώρα να συνεχίσεις τη
διασκέδαση σου!
5. Τελικά, ο μέρμηγκας
λυπήθηκε τον τζίτζικα και
τον φιλοξένησε ώσπου να
τελειώσει ο χειμώνας!
Την άνοιξη δούλευαν και οι
δυο μαζί και ο τζίτζικας
τραγουδούσε πιο μελωδικά.
ΤΕΛΟΣ
6. Τελικά, ο μέρμηγκας
λυπήθηκε τον τζίτζικα και
τον φιλοξένησε ώσπου να
τελειώσει ο χειμώνας!
Την άνοιξη δούλευαν και οι
δυο μαζί και ο τζίτζικας
τραγουδούσε πιο μελωδικά.
ΤΕΛΟΣ