1. Παροιμίεσ
Αυτι θ δουλειά ζχει πολφ ψωμί: θ δουλειά αυτι είναι ςίγουρθ ι αποφζρει μεγάλα κζρδθ.
Βγάηω το ψωμί μου: κερδίηω τα απαραίτθτα.
Δουλεφει για το ψωμί του: δουλεφει για τα αναγκαία τθσ ηωισ.
Εμείσ ψωμί δεν ζχουμε κι θ γάτα πίτα ςζρνει.
Η βιάςθ ψινει το ψωμί, μα δεν το καλοψινει.: ακόμα κι αν κάνεισ κατι με βιαςυνθ, πικανον
να εχεισκανειλακοσ.
Θα φάει πολλά ψωμιά ακόμθ: κα γνωρίςει ι κα βιϊςει πολλά.
Λίγα είναι τα ψωμιά του ι ζφαγε τα ψωμιά του: δεν κα ηιςει για πολφ ακόμθ.
Νθςτεφει ο δοφλοσ του Θεοφ,γιατί ψωμί δεν ζχει.
Όταν κοιμάται ο γιόκασ μου ψωμί δε μασ γυρεφει.
Σο ζδωςε για ζνα κομμάτι ψωμί: το ζδωςε πολφ φτθνά, με μικρό αντάλλαγμα.
Φάγαμε μαηί ψωμί και αλάτι: ζχουμε ηιςει πολλά μαηί ι είμαςτε φίλοι από παλιά.
Ψωμί δεν ζχουμε, ραπανάκια για τθν όρεξθ: δεν ζχουμε τα βαςικά και ηθτάμε τα επιπλζον.
Ψωμί δεν είχαμε, τυρί μασ ιρκε.
Μζςα από τον παροιμιακό μασ λόγο γίνεται φανερι θ αξία του ψωμιοφ ωσ διατροφικό
είδοσ.
“Όλα ‘ναι υφάδια τθσ κοιλιάσ και το ψωμί ςτθμόνι”.
“Σο ψωμί είναι ο ίδιοσ ο Χριςτόσ”.
Η ζλλειψι του είναι ταυτόςθμθ με τθν πείνα….
“Ο χορτάτοσ λζει ψωμί κι ο νθςτικόσ ψωμάκι”
“Άνκρωποσ που δεν πεινάει, τι κα πει ψωμί δεν ξζρει”.
“Είπε το ψωμί ψωμάκι”.
“το ψωμί τα δάκρυα δζνει, το ψωμί τα ςταματάει”.
Σο ψωμί ορίηει τθν ςφυρθλατθμζνθ φιλία.
2. “Εφάγαμε ψωμί κι αλάτι”.
“Γλυκό ψωμί δεν ζφαγαν”
“Ζφαγα ψωμί ςτο ςπίτι ςου”.
“Βρε τον ψωμοπάτθ!” (Ορίηει τον άπιςτο φίλο που περιφρονθμζνοσ από τουσ ανκρϊπουσ
και καταραμζνοσ από το Θεό που ακζτθςε τον όρκο του.)
“Μα το ψωμί που τρϊω” (Ο κακθμερινόσ άνκρωποσ το ςζβεται και ορκίηεται ς’ αυτό.)
“Να τιμάσ το ψωμί που τρωσ” (ευχι γονζων ςτα παιδιά τουσ)
“Για ζνα κομμάτι ψωμί το αγόραςα”
“Πιο πολφ ψωμί τρϊγεται με μζλι παρά με ξίδι”
“Όποιοσ βαριζται να ηυμϊςει πζντε μζρεσ κοςκινάει”
“Ψωμοτφρι και γλυκιά ηωι”
“τθσ προκομμζνθσ το ψωμί γριγορα ανεβαίνει”.
“Αυτό είναι ψωμοτφρι για μζνα” (Εφκολθ δουλειά)
“Πρζπει να φασ πολλά καρβζλια ακόμα” (για κάποιον που αποτυγχάνει ςε κάτι που
δοκίμαςε πάνω από τισ δυνάμεισ του).
“Ο νθςτικόσ καρβζλια ονειρεφεται” (γι’ αυτοφσ που προςδοκοφν υπερβολικά πράγματα).
“Θζλει βρεγμζνα τα παξιμάδια” (για απαιτθτικοφσ τεμπζλθδεσ).
Από τθν Βίβλο…
Εγϊ ειμί ο άρτοσ τθσ ηωισ.
Ουκ επ’ άρτωμόνωηιςθται άνκρωποσ.
Σο ψωμί ςτον ποιθτικό ςτίχο
“κφβω τθσ γθσ και ςαν ψωμί φιλϊ το μυριςμζνο χϊμα”.
(Ν. Καηαντηάκθσ)
“Οι νιεσ ηυμϊνουνε ψωμί κι οι γριζσ το φοφρνο πολεμάνε
κι όλοι αρχινοφν τραγοφδια τθσ δουλειάσ το μόχκο ν’ αλαφρϊςουν”.
3. (Ν. Καηαντηάκθσ)
“Να ςασ πω πωσ γίνεται
και ςτον κόςμο δίνεται
απ’ το ςπόρο το ςταράκι
το γλυκό – γλυκό ψωμάκι.”
(Χ. ακελλαρίου)
“ΨΩΜΙ – ΠΑΙΔΕΙΑ – ΕΛΕΤΘΕΡΙΑ” το αίτθμα του ελλθνικοφ λαοφ.
Φφλλα εργαςίασ για το ψωμί…
Ο γεωργόσ – τραγοφδι
Βάλε ςε κάκε καλακάκι από 1 ψωμάκι
Βάλε ςε κφκλο τθν λζξθ ΨΩΜΙ
Ζνωςε κάκε λεξοφλα με τθν ςωςτι εικόνα
Ζνωςε τα ψωμάκια με τον ςωςτό αρικμό
4. Παιχνίδια
Πινακωτι- πινακωτι (παιδικό παιχνίδι από τθν εποχι του ’60)
το παιχνίδι αυτό παίρνουν μζροσ 10 – 12 παιδιά κυρίωσ κορίτςια.
Από τα παιδιά που παίρνουν μζροσ ςτο παιχνίδι τα 8 κάκονται κάτω , το ζνα πίςω από το
άλλο με ανοιχτά τα πόδια ζτςι που το ζνα παιδί να κάκεται ςτο χϊρο που περικλείεται
μεταξφ των ανοιχτϊν ςκελιϊν του άλλου παιδιοφ. Σα υπόλοιπα 4 παιδιά κάνουν το βαςιλιά
με τουσ φρουροφσ του. Μάνα του παιχνιδιοφ ( πινακωτι) ιταν το παιδί που κακόταν κάτω
και ιταν τελευταίο ςτθ ςειρά των παιδιϊν με ανοιχτά τα πόδια. Σο παιδί που κάκεται
μπροςτά από τθ μάνα , που το κρατά αγκαλιαςμζνο , είναι το μικρό αρνάκι., που ιταν το
αγαπθμζνο τθσ.
Πϊσ παίηεται
Ο βαςιλιάσ ςτζλνει ζνα από του φρουροφσ του και λζει:
_ Πινακωτι – πινακωτι. Η Πινακωτι απαντά.
_ Ζλα από τ’άλλο μου τ’αυτί γιατί είν’θ μάνα μου κουφι.
Ο απεςταλμζνοσ του βαςιλιά πθγαίνει κουτςαίνοντασ ςτο ζνα πόδι από τθν άλλθ μεριά τθσ
πινακωτισ και ξαναλζει.
_ « πινακωτι – πινακωτι ». Η πινακωτι πάλι απαντά.
_ Ζλα από τ’άλλο μου τ’αυτί γιατί είν’θ μάνα μου κουφι.
Αυτό γίνεται τρεισ φορζσ . Μετά ο απεςταλμζνοσ του βαςιλιά ζλεγε ςτθν πινακωτι.
_ «Πινακωτι, πινακωτι , είπε μου ο βαςιλιάσ (ν)α μου δϊκεισ ζνα αρνί. Η πινακωτι του
απαντά.
_ Διάλεξε και πάρε.. Σότε ο απεςταλμζνοσ του βαςιλιά τα μυρίηει ζνα – ζνα και όταν κάποιο
δεν του αρζςει λζει.
_ «ίφ-φου , ίφ-φου», δθλαδι αυτό βρωμάει.
Όταν κάποιο του αρζςει λζει .
_ «Μίγχι-μίγχι», δθλαδι αυτό μυρίηει. Αυτό το αρνί που μυρίηει παίρνει ο απεςταλμζνοσ
ςτο βαςιλιά του.
Σαυτόχρονα όμωσ θ πινακωτι ςκεπάηει καλά το αγαπθμζνο τθσ αρνάκι. Σο παιχνίδι
ςυνεχίηεται μζχρι που να μείνει ςτθν αγκαλιά τθσ πινακωτισ μόνο το μικρότερο αρνί. Όταν
τθσ το ηθτά και αυτό , ο απεςταλμζνοσ του βαςιλιά , δεν του το δίνει λζγοντάσ του ότι είναι
το πιο μικρό και είναι θ ςυντροφιά τθσ. Όταν φεφγει , ο απεςταλμζνοσ του βαςιλιά , θ
πινακωτι κοιμάται . Σότε τθσ κλζβουν το αρνάκι και το πθγαίνουν ςτο παλάτι του βαςιλιά
5. που είναι λίγο πιο πζρα. Όταν ξυπνιςει θ πινακωτι και δεν βρει το αρνάκι τθσ , πάει ςτο
παλάτι του βαςιλιά και το ηθτά. Οι φρουροί όμωσ δεν τθσ το δίνουν. Αυτι τότε πλθςιάηει το
μζροσ που είναι τα αρνάκια τθσ , μυρίηει τα δαχτυλάκια τουσ και αφοφ αναγνωρίςει το
μικρότερο το παίρνει. Οι φρουροί του βαςιλιά τθν κυνθγοφν για να τθσ το πάρουν πίςω.
Όταν τθν πιάνουν αλλάηουν ρόλουσ και ξαναπαίηουν το παιχνίδι.
Δείτε και ςχετικό βιντεάκι για τθν Πινακωτι ςτο 4.25 ςε μια πιο απλι εκτζλεςθ.