SlideShare a Scribd company logo
1 of 5
Download to read offline
10 ΠοινΔικ 3-4/2014 (ΕΤΟΣ 17ο) ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ
www.nbonline.gr – Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998
ρικά απορριπτική πρόταση του εισαγγελέα της έδρας του δικα-
στηρίου του Αρείου Πάγου, επί όλων των λόγων αναιρέσεως, σε
επήκοον του παρασταθέντος συνηγόρου του αναιρεσείοντος, ο
οποίος αγόρευσε επί της αναιρέσεώς του και αφού άκουσε την
απορριπτική εισαγγελική πρόταση επί όλων των λόγων της αι-
τήσεως αναιρέσεώς του, μπορούσε να αντικρούσει την απορρι-
πτική αυτή πρόταση, με τη δυνατότητα που του δόθηκε από τον
πρόεδρο του δικαστηρίου για υποβολή εγγράφου Υπομνήματος,
μετά διήμερο, πράγμα που έπραξε στις 17.1.2013, αλλά ο συνή-
γορος του αναιρεσείοντος, κατ' άρθρο 369 παρ. 2 και 515 παρ. 2
του ΚΠΔ, μπορούσε επίσης να ζητήσει το λόγο από τον πρόεδρο
στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου για να δευτερολογήσει και με
δεύτερη αγόρευση να αντικρούσει την αναπτυχθείσα στο ακροα-
τήριο εισαγγελική πρόταση, δικαίωμα όμως που, όπως προκύ-
πτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως, δεν άσκησε. Επομένως, δεν
παραβιάστηκαν στη δίκη αυτή ενώπιον του Αρείου Πάγου τα
υπερασπιστικά δικαιώματα του αναιρεσείοντος κατηγορουμέ-
νου, ούτε η αρχή της ισότητας των όπλων κατηγορουμένου και
εισαγγελέα, ούτε το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη.
[...]
Τεχνικοί σύμβουλοι
ΣυμβΠλημΑθ 792/2014
Πρόεδρος Ε.-Α. Κεχαγιά
Μέλη Χ. Παπαδοπούλου, Ν. Ροζάκης
Εισαγγελέας Π. Ιωαννίδου, Αντεισαγγελέας
Διατάξεις: άρθρα 171 [παρ. 1 στοιχ. δ΄], 173 [παρ. 2], 175, 176, 188-
193, 204, 207, 248 [παρ. 1] ΚΠΔ
Υποβοήθηση Ανακριτή στο έργο του από ειδικό επιστήμονα,
Πραγματογνωμοσύνη, Διορισμός τεχνικών συμβούλων από
κατηγορούμενο, Υπερασπιστικά δικαιώματα κατηγορουμένου,
Ακυρότητα
Στη διαδικασία ορισμού ειδικού επιστήμονα για την υπο-
βοήθηση του έργου της ανάκρισης, κατ’ άρθρο 248 παρ. 1
ΚΠΔ, δεν προβλέπεται ο διορισμός τεχνικών συμβούλων,
αφού ο νομοθέτης ρητώς ορίζει ότι στην προαναφερθεί-
σα διαδικασία τυγχάνουν εφαρμογής μόνο οι διατάξεις
των άρθρων 188-193 ΚΠΔ και ουχί οι διατάξεις των άρ-
θρων 204 επ. ΚΠΔ. Άλλωστε, εάν ο νομοθέτης ήθελε τον
διορισμό τεχνικών συμβούλων και στην ανωτέρω δια-
δικασία, θα το είχε ορίσει ρητώς, όπως έπραξε και με τις
διατάξεις των άρθρων 188-193 ΚΠΔ, άλλως δεν θα είχε
προβεί καθόλου στη θέσπιση της προαναφερθείσης –νε-
οπαγούς– διάταξης, αφού αυτή καμία διαφοροποίηση
δεν θα είχε από την πραγματογνωμοσύνη, εάν επρόκειτο
να τύχουν εφαρμογής αναλογικώς, όλες οι διατάξεις που
προβλέπονται για την τελευταία (άρθρα 183 επ. ΚΠΔ). Ως
εκ τούτου, ορθώς ενήργησε η Ανακρίτρια και έκρινε ως
μη νόμιμο τον διορισμό τεχνικού συμβούλου από τον αι-
τούντα κατηγορούμενο και δεν χορήγησε σε αυτόν αντί-
γραφα της δικογραφίας.
Η γενομένη δεκτή εισαγγελικήπρόταση έχει ως εξής:
[...]
Σύμφωνα με τη διάταξη της περ. δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 171
ΚΠΔ: «ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπ' όψη
από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον
Άρειο Πάγο ακόμη προκαλείται: 1) αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις
που καθορίζουν: α)..., β)..., γ)..., δ) την εμφάνιση, την εκπροσώ-
πηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση
των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με
τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος». Περαιτέρω, σύμφωνα
με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 173 ΚΠΔ «από τις απόλυτες
ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρο-
νται σε πράξεις της προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσό-
του γίνει αμετάκλητη η παραπομπή το ακροατήριο». Σύμφωνα
δε, με τη διάταξη του άρθρου 175 ΚΠΔ «η ακυρότητα μιας πρά-
ξης καθιστά άκυρες και τις εξαρτημένες από αυτήν μεταγενέστε-
ρες πράξεις της ποινικής διαδικασίας. Ο δικαστής μπορεί να κη-
ρύξει άκυρες και πράξεις σύγχρονες ή προγενέστερες, μόνο όταν
είναι συναφείς με εκείνη που ακυρώθηκε». Εξ άλλου, σύμφωνα
με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 εδ. α΄ του άρθρου 176 ΚΠΔ «1.
Αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικα-
σίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδι-
κασίας στο ακροατήριο, και της κύριας και της προπαρασκευα-
στικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατη-
γορίας. 2. Το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο κηρύσσοντας
την ακυρότητα διατάσσει την επανάληψη των άκυρων πράξεων
αν το κρίνει αναγκαίο και εφικτό». Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη
της παρ. 1 του άρθρου 248 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε από
το άρθρο 30 παρ. 3 Ν 4055/2012 «Μόλις ο ανακριτής λάβει την
παραγγελία του εισαγγελέα, ενεργεί όλες τις ανακριτικές πράξεις,
που θεωρεί κατά την κρίση του αναγκαίες για να εξακριβωθούν
το έγκλημα και οι υπαίτιοι. Σε υποθέσεις, το αντικείμενο των
οποίων απαιτεί ειδικές γνώσεις, ο ανακριτής μπορεί να ζητήσει
από τον εισαγγελέα εφετών, που έχει την ανώτατη διεύθυνση της
ανάκρισης, να ορίσει με πράξη του ειδικούς επιστήμονες για την
υποβοήθηση του έργου της ανάκρισης. Ο ορισμός των προσώ-
πων αυτών γίνεται μεταξύ αυτών που υπηρετούν στον ευρύτερο
δημόσιο τομέα και εφαρμόζονται αναλόγως, ως προς αυτούς, οι
διατάξεις των άρθρων 188 έως 193».
Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση αίτηση τυγχάνει νό-
μιμη ως ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 31 παρ. 1 και 2,
43 παρ. 1, 171 παρ. 1 περ. δ΄, 175 και 307 στοιχ. α΄ ΚΠΔ, καθώς
εγχειρίσθηκε νομοτύπως από την πληρεξούσια δικηγόρο του
αιτούντος Π.Π. (ΑΜΔΣΑ ...), δυνάμει σχετικής, ειδικής, έγγραφης
εξουσιοδότησης, ενώπιον της Ανακρίτριας του 24ου Τακτικού
Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών και εμπρο-
θέσμως, καθ' όσον η απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας που
επικαλείται στο ως άνω αιτητικό αυτής, ως υπαγόμενη στη διά-
ταξη του άρθρου 171 ΚΠΔ, αφορώσα στην παραβίαση των δια-
τάξεων που διέπουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την
υπεράσπιση του κατηγορουμένου, καθώς επίσης και την άσκηση
των δικαιωμάτων που του παρέχονται, προτείνεται ωσότου γίνει
αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο, γεγονός που δεν είχε
επισυμβεί κατά την εγχείρισή της.
Από την επισκόπηση της δικογραφίας προέκυψε ότι: Δυνάμει της υπ' ΑΒΜA
... εισαγγελικής παραγγελίας, ασκήθηκε ποινική δίωξη για υπεξαίρεση σε
βαθμό κακουργήματος, απάτη σε βαθμό κακουργήματος, καθώς επίσης και
+++++++++++++++ ΠοινΔικ 3-4/2014 (ΕΤΟΣ 17ο) 11
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 – www.nbonline.gr
για τις πλημμεληματικές πράξεις της απόπειρας εκβίασης κατά συρροή, της
καταδολίευσης δανειστών κατ' εξακολούθηση και της άμεσης συνέργειας
σε καταδολίευση δανειστών κατ' εξακολούθηση, μεταξύ άλλων προσώ-
πων και σε βάρος του αιτούντος Κ.Σ. και διενεργήθηκε κύρια ανάκριση από
τον Ανακριτή του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου
Αθηνών. Μετά το πέρας της κύριας ανάκρισης, ο Ανακριτής διαβίβασε τη
δικογραφία στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ο οποίος, με τη σύμφω-
νη γνώμη του Ανακριτή παρέπεμψε τους κατηγορουμένους για τις προανα-
φερθείσες πλημμεληματικές πράξεις, με απ' ευθείας κλήση, στο ακροατήριο
του αρμοδίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και υπέβαλε ενώπιον
του Συμβουλίου Σας την υπ' αρ. ΕΓ 40-09/232/3/8.2.2010 έγγραφη πρότασή
του, επί της οποίας εξεδόθη το υπ' αρ. 1053/2010 βούλευμα του Συμβουλίου
Σας, με το οποίο απείχε ν' αποφανθεί για την ουσία της υπόθεσης, μέχρι να
υποβληθεί η κατά νόμο εισαγγελική πρόταση επί αιτήματος αυτοπρόσωπης
εμφάνισης του νομίμου εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας-ανώνυμης ε-
ταιρίας. Ακολούθως, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, υπέβαλε ενώπιον
του Συμβουλίου Σας την υπ' αρ. ΕΓ 96-10/51Α/23.4.2010 πρότασή του, επί
της οποίας εξεδόθη το υπ' αρ. 1489/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Σας,
με το οποίο απερρίφθη το ανωτέρω αίτημα της πολιτικώς ενάγουσας. Τέλος,
με την υπ' αρ. ΕΓ 144-10/343/12/30.6.2010 πρότασή του, ο Εισαγγελέας
Πρωτοδικών Αθηνών επανέφερε στο Συμβούλιό Σας την προκείμενη υπό-
θεση, αναφερόμενος στην προηγηθείσα υπ' αρ. ΕΓ 40-09/232/3/8.2.2010
πρότασή του. Επ' αυτής, εξεδόθη το υπ' αρ. 2749/2010 βούλευμα του
Συμβουλίου Σας, το οποίο, επιφυλασσόμενο ν' αποφανθεί, διέταξε τη διενέρ-
γεια περαιτέρω κύριας ανάκρισης. Μετά το πέρας και της συμπληρωματικής
κύριας ανάκρισης, ο 24ος Τακτικός Ανακριτής διαβίβασε τη δικογραφία πε-
ραιωμένη στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και ο τελευταίος, δυνάμει
της υπ' αρ. ΕΓ 144-10/343/5/14.1.2013 έγγραφης πρότασής του εισήγαγε την
υπόθεση στην κρίση του Συμβουλίου Σας. Πλην όμως, το Συμβούλιό Σας, με
το υπ' αρ. 3399/2013 βούλευμά του, διέταξε εκ νέου τη διενέργεια κύριας
ανάκρισης, προκειμένου - μεταξύ άλλων ανακριτικών πράξεων - «... 1) να
διενεργηθεί νομοτύπως νέα (αναλυτική) οικονομικοτεχνική - λογιστική πραγ-
ματογνωμοσύνη από ειδικούς επιστήμονες του ευρύτερου δημόσιου τομέα
(π.χ. του Τμήματος της Οικονομικής Αστυνομίας ή του αρμοδίου τμήματος
του ΣΔΟΕ), ο διορισμός των οποίων θα ζητηθεί εκ μέρους της 24ης Τακτικής
Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Αθηνών από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών
...». Σε εκτέλεση των διαλαμβανόμενων στο διατακτικό του υπ' αρ. 3399/2013
βουλεύματος του Συμβουλίου Σας, η Ανακρίτρια του 24ου Τακτικού
Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, απευθύνθηκε στον
Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, με την υπ' αρ. πρωτ. 54703, 54398/23.1.2014
πράξη του, όρισε τον Γ.Δ., υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών Γ.Γ.
Δημοσίων Εσόδων Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων, κατηγορίας ΠΕ,
ειδικό επιστήμονα, προκειμένου να υποστηρίξει την Ανακρίτρια στο έργο
της, για την ολοκλήρωση της ανακριτικής διαδικασίας της προκείμενης υπό-
θεσης. Μετά ταύτα, την 6.2.2014, ο αιτών κατηγορούμενος ενεχείρισε στην
Ανακρίτρια του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου
Αθηνών την από 3.2.2014 «δήλωση διορισμού τεχνικού συμβούλου», δυ-
νάμει της οποίας δήλωσε ότι ύστερα απ' τον προαναφερθέντα διορισμό
του Γ.Δ., τον οποίο υπέλαβε ως πραγματογνώμονα, διορίζει ως τεχνικό του
σύμβουλο τον Κ.Μ. και ζήτησε απ' την Ανακρίτρια να παραδώσει στον τελευ-
ταίο πλήρη σειρά αντιγράφων της εκκρεμούσης σε βάρος του δικογραφίας.
Η 24η Τακτική Ανακρίτρια Αθηνών, με την από 7.2.2014 διάταξή της, απέρ-
ριψε το αίτημα του κατηγορουμένου, αναφέροντας επί λέξει τα ακόλουθα:
«Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 248 ΚΠΔ «... σε υποθέσεις το αντικεί-
μενο των οποίων απαιτεί ειδικές γνώσεις, ο ανακριτής μπορεί να ζητήσει από
τον εισαγγελέα εφετών, που έχει την ανώτατη διεύθυνση της ανάκρισης, να
ορίσει με πράξη του ειδικούς επιστήμονες για την υποβοήθηση του έργου της
ανάκρισης ... και εφαρμόζονται αναλόγως ως προς αυτούς οι διατάξεις των
άρθρων 188 έως 193 ...». Στην προκειμένη περίπτωση, κατόπιν εκδόσεως του
υπ' αριθμ. 3399/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κων Αθηνών και
σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού, ορίσθηκε ειδικός επιστήμονας, με την υπ'
αριθ. 54703, 54398/2013 πράξη ορισμού ειδικού επιστήμονα του Εισαγγελέα
Εφετών. Ωστόσο, κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 248 ΚΠΔ, σύμφωνα
με την οποία εγένετο ορισμός του ειδικού επιστήμονα, ανάλογης εφαρμογής
τυγχάνουν οι διατάξεις των άρθρων 188-193 ΚΠΔ και όχι εκείνη του άρθρου
204 ΚΠΔ για το διορισμό τεχνικών συμβούλων. Επομένως, ο διορισμός με
τη συγκεκριμένη κατατεθείσα ενώπιόν μας δήλωση του κατηγορουμένου
Σ.Κ. δεν είναι νόμιμος, όπως και το υποβληθέν αίτημα για παροχή σ' αυτόν
αντιγράφων της δικογραφίας, κατ' άρθρο 207 ΚΠΔ, που επίσης δεν τυγχάνει
εφαρμογής εν προκειμένω».
Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι: α) Από τη σαφή διατύ-
πωση των διαλαμβανομένων στο υπ' αρ. 3399/2013 βούλευ-
μα του Συμβουλίου Σας, προκύπτει σαφώς ότι ζητήθηκε απ'
την Ανακρίτρια του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του
Πρωτοδικείου Αθηνών να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου
248 παρ. 1 ΚΠΔ και να μεριμνήσει για τον ορισμό ειδικού επι-
στήμονα, ο οποίος θα συντάξει αναλυτικό οικονομικοτεχνικό
- λογιστικό πόρισμα, σχετικά με τα κρίσιμα πραγματικά περιστα-
τικά, που συγκροτούν την ιστορική βάση της υπό κρίση κατηγο-
ρίας σε βάρος του αιτούντος κατηγορουμένου. Παρά την ατυχή
χρήση της λέξεως «πραγματογνωμοσύνη», από το κείμενο του
σκεπτικού του προαναφερθέντος βουλεύματος (ίδ. τη 2η σελί-
δα του 9ου φύλλου αυτού, εις το οποίο παρατίθεται αυτούσια
η διάταξη του άρθρου 248 παρ. 1 ΚΠΔ, αλλά και τη 2η σελίδα
του 13ου φύλλου αυτού, όπου περιγράφεται η διαδικασία, που
ορίζει το προαναφερθέν άρθρο), προκύπτει πέραν πάσης αμφι-
βολίας ότι το Συμβούλιό Σας ζήτησε την επισύναψη πορίσματος
ειδικού επιστήμονα στη δικογραφία, ο οποίος θα ορισθεί από
τον Εισαγγελέα Εφετών, με τήρηση της διαδικασίας του άρθρου
248 παρ. 1 ΚΠΔ και ουχί τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης,
κατά τους ορισμούς των άρθρων 183 επ. του ΚΠΔ και β) Στο άρ-
θρο 248 παρ. 1 ΚΠΔ ορίζεται ρητώς ότι ως προς τους ειδικούς
επιστήμονες, που ορίζονται απ' τον Εισαγγελέα Εφετών, κατά τη
διαδικασία του άρθρου αυτού, εφαρμόζονται αναλόγως μόνο οι
διατάξεις των άρθρων 188 έως και 193 ΚΠΔ. Από τα ανωτέρω,
προκύπτει σαφώς ότι στη διαδικασία ορισμού ειδικού επιστή-
μονα για την υποβοήθηση του έργου της ανάκρισης, κατ' άρθρο
248 παρ. 1 ΚΠΔ, δεν προβλέπεται ο διορισμός τεχνικών συμβού-
λων, αφού ο νομοθέτης ρητώς ορίζει ότι στην προαναφερθείσα
διαδικασία τυγχάνουν εφαρμογής μόνο οι διατάξεις των άρ-
θρων 188 έως 193 ΚΠΔ και ουχί οι διατάξεις των άρθρων 204
επ. του ΚΠΔ, οι οποίες φέρουν τον τίτλο «τεχνικοί σύμβουλοι».
Άλλωστε, εάν ο νομοθέτης ήθελε τον διορισμό τεχνικών συμβού-
λων και στη διαδικασία που προβλέπεται απ' το άρθρο 248 παρ.
1 ΚΠΔ, θα το είχε ορίσει ρητώς, όπως έπραξε και με τις διατάξεις
των άρθρων 188 έως 193 ΚΠΔ, άλλως δεν θα είχε προβεί καθό-
λου στη θέσπιση της προαναφερθείσης –νεοπαγούς– διάταξης,
αφού αυτή καμία διαφοροποίηση δεν θα είχε απ' την πραγματο-
γνωμοσύνη, εάν επρόκειτο να τύχουν εφαρμογής (στη διαδικα-
σία του άρθρου 248 παρ. 1 ΚΠΔ), αναλογικώς, όλες οι διατάξεις
που προβλέπονται για την τελευταία (διαδικασία άρθρων 183 επ.
ΚΠΔ - πραγματογνωμοσύνη).
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η Ανακρίτρια του 24ου Τακτικού
Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, ορθώς ενήρ-
γησε και έκρινε ως μη νόμιμο τον διορισμό τεχνικού συμβούλου
από τον αιτούντα κατηγορούμενο και δεν χορήγησε σ' αυτόν
αντίγραφα της δικογραφίας. Περαιτέρω, τα αυτά πραγματικά
περιστατικά δεν συνιστούν οποιοσδήποτε μορφής ακυρότητα,
όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αιτών κατηγορούμενος και δεν πα-
ραβλάφθηκε κανένα δικαίωμά του, που να αφορά στην άσκηση
δικαιώματος που του παρέχεται απ' το νόμο, αφού αυτός, στην
προκείμενη περίπτωση, δεν είχε δικαίωμα διορισμού τεχνικού
συμβούλου, και συνακόλουθα ο τελευταίος, ο οποίος δεν είχε
διορισθεί νομίμως, δεν είχε δικαίωμα να του χορηγηθούν αντί-
γραφα της δικογραφίας.
Εξ αυτών των λόγων θα πρέπει αφ' ενός η ανακύψασα διαφωνία
μεταξύ του αιτούντος κατηγορουμένου Κ.Σ. και της Ανακρίτριας
12 ΠοινΔικ 3-4/2014 (ΕΤΟΣ 17ο) ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ
www.nbonline.gr – Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998
του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος Αθηνών, να επιλυθεί
υπέρ των απόψεων της τελευταίας, αφ' ετέρου η υπό κρίση αίτη-
ση ν' απορριφθεί.
[...]
Παρατηρήσεις
Το ανωτέρω δημοσιευθέν βούλευμα του Συμβουλίου
Πλημ/κών Αθηνών, ασχολήθηκε (για πρώτη, εξ όσων
γνωρίζουμε, φορά), με το ζήτημα της εφαρμογής του
άρθρου 204 του ΚΠΔ περί «διορισμού τεχνικού συμ-
βούλου», στην περίπτωση που διατάσσεται, από τον
Εισαγγελέα Εφετών και μετά από αίτημα τακτικού ανακρι-
τή και για τις ανάγκες της τακτικής ανάκρισης, ο ορισμός
«ειδικού επιστήμονα», κατ' άρθρο 248 παρ. 1 του ιδίου
Κώδικα, καταλήγοντας σε απορριπτική κρίση, με την αι-
τιολογία ότι, επί του άρθρου 248 παρ. 1, εφαρμόζονται
μόνον οι διατάξεις των άρθρων 188 έως 193 (στις οποίες
δεν περιλαμβάνεται και το δικαίωμα διορισμού τεχνικού
συμβούλου από τους διαδίκους).
Προ πάσης αναφοράς στα σοβαρά ζητήματα ακυρότητας
της διαδικασίας, που προκύπτουν από τα όσα δέχθηκε το
άνω Συμβούλιο, θα ήταν, πιστεύουμε, άξια σχολιασμού
η αναφορά μας στην, δυστυχώς ολοένα και επιδεινούμε-
νη, περιστολή των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων,
με την εισαγωγή και εφαρμογή διατάξεων που όχι μόνο
δεν «υποβοηθούν» το έργο της ποινικής δικαιοσύνης,
αλλά, αντιθέτως, καθιστούν περισσότερο αδιαφανή και
«εχθρική» (in dubio contra reo, πλέον...) την ποινική δια-
δικασία. Χαρακτηριστικά (αν και παρέλκει η επανάληψη
των γνωστών), υπενθυμίζουμε στους αναγνώστες, την
(πρωτοφανή) διάταξη του άρθρου 282 παρ. 3 του ΚΠΔ,
περί εκδόσεως εντάλματος σύλληψης του ανακρίνοντος
κατηγορουμένου, σε περίπτωση διαφωνίας ανακριτή-
Εισαγγελέα περί της προσωρινής του κρατήσεως και
μέχρις εκδόσεως βουλεύματος από το Τριμελές Πλημ/
κείο, κατά σαφή παράβαση τόσο του άρθρου 6 παρ. 2
του Συντ., όσο και της αρχής in dubio pro libertate, ανα-
γκάζοντας, έτσι, τον ανακριτή (: ακόμη κι αν δεν συμφω-
νούσε εξ αρχής με την έκδοσή του!) να εκδώσει ένταλμα
συλλήψεως!
Όμως, δικονομικά σφάλματα του νομοθέτη σαν το πα-
ραπάνω, δεν (πρέπει να) αποτελούν μόνο πεδίο νομικής
κριτικής και εκφοράς διαφόρων απόψεων στον νομικό
Τύπο, αλλά (κατά την ταπεινή άποψη του υπογράφοντος)
οφείλουν να μετουσιωθούν σε ουσιώδη δικονομικό
«ακτιβισμό», εξαντλώντας όλα τα μέσα που η νομοθε-
σία μας (Ελληνική και Ευρωπαϊκή) προβλέπει, ούτως
ώστε αφενός να ελεγχθεί η ποιότητα της απονεμομένης
Δικαιοσύνης (που ελευθέρως κρίνεται, επιδοκιμάζεται ή
κατακρίνεται) και, αφετέρου, να κατοχυρωθούν τα θε-
σμικά δικαιώματα του (πυρήνα της ποινικής διαδικα-
σίας) κατηγορουμένου (βλ. επ' αυτού, το εξαιρετικό άρ-
θρο του συναδέλφου Θρ. Κονταξή «Υπάρχει ποινική λο-
γική;» σε ΠοινΔικ 2011, 339). Η «Δίκαιη Δίκη», άλλωστε,
δεν (πρέπει να) εξαντλείται στην απόφαση του δικάσα-
ντος δικαστηρίου και στη διαδικασία του ακροατηρίου,
αλλά (οφείλει και επιβάλλεται να) αναφέρεται, κυρίως
και πρωταρχικώς, στη δικονομική διαχείριση της διαδι-
κασίας έως την κατάληξή της στο ακροατήριο (: διάρκεια
της προδικασίας, τήρηση των δικονομικών δικαιωμά-
των των διαδίκων σ' αυτήν, αναζήτηση της ουσιαστικής
αλήθειας κ.λπ.), από την οποία αποδεικνύεται η ποιότητα
(και) του κρίνοντος.
Στην περίπτωση που εξέτασε το σχολιαζόμενο βούλευ-
μα, η επιστημονική μας προσέγγιση επιβάλλει, κατ' αρ-
χάς, τη διαπίστωση ότι, δυστυχώς, μετά την ψήφιση και
εφαρμογή του άρθρου 30 παρ. 3 του Ν 4055/2012 (που
προσέθεσε το επίμαχο νέο εδάφιο στο άρθρο 248 παρ.
1 του ΚΠΔ), οδεύουμε προς την ουσιαστική κατάργηση
που θεσμού της «δικαστικής πραγματογνωμοσύνης»,
με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αφού, πλέον, οι ανακριτές θα
προβαίνουν σε «ορισμούς ειδικού επιστήμονα για την
υποβοήθηση του έργου της ανάκρισης», χωρίς να επιτρέ-
πουν στον κατηγορούμενο το δικαίωμα του διορισμού
τεχνικού συμβούλου (αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται,
τυπικώς τουλάχιστον, στο άρθρο αυτό), δημιουργώντας
σοβαρό δικαιοκρατικό έλλειμμα και καθιστώντας ανε-
νεργή όλη την πρόβλεψη των άρθρων 204 επ. του ΚΠΔ!
Και εδώ έγκειται το παράλογον του ίδιου του νομοθέτη:
σπεύδει να προβλέψει ότι ο ανακριτής, στην περίπτωση
αυτή, έχει μεν υποχρέωση να γνωστοποιεί το όνομα
του ειδικού επιστήμονα στον κατηγορούμενο, πλην
όμως, του αφαιρεί το δικαίωμα να ορίσει τεχνικό σύμ-
βουλο! Προς τι, λοιπόν, η προηγούμενη γνωστοποίη-
ση; Γνωστόν, δε, σε όλους, ότι πραγματογνωμοσύνη και
τεχνικός σύμβουλος είναι έννοιες και μεγέθη απόλυτα
συνδεδεμένα, όχι βεβαίως για λόγους τυπικούς, αλλά
για λόγους ουσιαστικούς, που άπτονται του ελέγχου και
της ορθής διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης, για να
αποφεύγονται, δηλαδή, λάθη και τυχόν σκοπιμότητες,
που θα έχουν άμεση και αρνητική επίπτωση στην περαι-
τέρω δικαστική μεταχείριση του κατηγορουμένου.
Να σημειωθεί, άλλωστε, ότι το νομοσχέδιο του
Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Ενέχυρο – ποινική
συνδιαλλαγή σε εγκλήματα εις βάρος του Δημοσίου -
Σύσταση ειδικού προανακριτικού σώματος - Θέματα
αστικής ευθύνης του Tύπου και άλλες διατάξεις», το
οποίο εισήχθη προς δημόσια διαβούλευση το καλοκαίρι
του 2013 και, έκτοτε, αγνοείται η τύχη του, είχε προβλέ-
ψει ρητά τη δυνατότητα ορισμού τεχνικού συμβούλου,
πλην όμως ουδέποτε ψηφίσθηκε! Πιο συγκεκριμένα, το
άρθρο 3 του συγκεκριμένου νομοσχεδίου, προέβλεπε
την «Σύσταση ειδικού σώματος δικαστικών πραγμα-
τογνωμόνων - ειδικών επιστημόνων, για τη διενέργεια
προανάκρισης πραγματογνωμοσύνης και υποβοήθη-
σης εν γένει της ανακριτικής διαδικασίας», αναφέροντας
(βλ. παρ. 4 και 5 αυτού) ότι: «4. Εκείνος που διατάσσει
την πραγματογνωμοσύνη σύμφωνα με τις διατάξεις του
παρόντος, γνωστοποιεί συγχρόνως αυτό στον κατηγο-
+++++++++++++++ ΠοινΔικ 3-4/2014 (ΕΤΟΣ 17ο) 13
Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 – www.nbonline.gr
ρούμενο, πολιτικώς ενάγοντα και αστικώς υπεύθυνο,
προκειμένου αυτοί να διορίσουν, αν το επιθυμούν,
τεχνικό σύμβουλο. 5. Οι περί πραγματογνωμοσύνης
και τεχνικών συμβούλων διατάξεις του ΚΠΔ δεν θίγο-
νται». Παρά, όμως, την ξεκάθαρη πρόθεση του νομοθέ-
τη να ακολουθήσει τη νομιμότητα και να προστατεύσει
τα δικαιώματα των διαδίκων, τελικώς η πραγματικότητα
υπήρξε (ως είθισται!) εντελώς αντίθετη.
Όμως:
«Δίκαιη Δίκη», ως γνωστόν, υπάρχει μόνον όταν η
προβλεπόμενη δικαστική προστασία είναι αποτελε-
σματική. Όταν, δηλαδή, δεν προβάλλονται νομικά
ή πραγματικά εμπόδια που δυσχεραίνουν την
πρόσβαση σε δικαστήριο και την ακρόαση από αυ-
τό. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικaιωμάτων του
Ανθρώπου, δεν παραλείπει, μάλιστα, να τονίσει, ότι
το σχετικό δικαίωμα έχει εξέχουσα θέση σε μία δη-
μοκρατική κοινωνία και συνδέεται άρρηκτα με την
αρχή της νομιμότητας (πρβλ. Ευ. Κρουσταλάκη, Το
δικαίωμα σε «χρηστή δίκη» κατά το άρθρο 6 παρ.
1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου, Δ 1982, 624, Χ. Χρυσανθάκη, Ο ελληνικός
μηχανισμός παροχής δικαστικής προστασίας υπό το φως
της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,
Δ 22, 815, Π.-Μ. Ευστρατίου, Το δικαίωμα δικαστικής
προστασίας σε διοικητικές διαδικασίες και το άρθρο 6
παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου, 1996, σελ. 70, 185-186, καθώς την απόφαση
της 18ης Δεκεμβρίου 2008 του ΕΔΔΑ, υπόθεση Nerath
κατά Ελλάδας).
Τα Κράτη, εν άλλοις λόγοις, υπέχουν υποχρέωση να
εξασφαλίζουν αποτελεσματική δικαστική προστασία, όχι
μόνο με την πρόβλεψη δικονομικών δυνατοτήτων, αλλά
και με την αποτελεσματική λειτουργία, στην πράξη, των
προβλεπομένωνεγγυήσεων(πρβλ.Σπ.Καραλή,Τοάρθρο
6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου και η ακυρωτική δικαιοδοσία του Συμβουλίου
της Επικρατείας, ΕΔΔΔ 40, 481). Κατά συνέπεια, οφείλουν
νααίρουν,μεθετικέςενέργειες,τανομικάκαιπραγματικά
εμπόδια που παρακωλύουν, ενδεχομένως, την παρο-
χή πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστα-
σίας [πρβλ. Ευ. Κρουσταλάκη, Το δικαίωμα προσφυγής
στη Δικαιοσύνη (δικαίωμα για χρηστή δίκη) κατά το
άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου, ΕλλΔνη 1986, 614 και Ηλ. Καστανά/Γ.
Κτιστάκι, Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
ΔικαιωμάτωντουΑνθρώπου,2000,σελ.77].
Από τις σκέψεις που προηγήθηκαν, προκύπτει ότι τα
Δικαστήρια πρέπει να ερμηνεύουν τις ισχύουσες
διατάξεις κατά τρόπο που όχι μόνο δεν παρακωλύει,
αλλ' αντίθετα προωθεί την παροχή πλήρους και
αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Δεν
επιτρέπεται, λοιπόν, η ερμηνεία κανόνων κατά τρόπο
που παρεμποδίζει την αποτελεσματική άσκηση του
δικαιώματος.
Στην περίπτωση που εξετάστηκε από το σχολιαζόμενο
βούλευμα, ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για κακούρ-
γημα, διατάχθηκε δε περαιτέρω κύρια ανάκριση από το
Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο ρητώς ζήτησε
όπως «Διενεργηθεί νομοτύπως νέα (αναλυτική) οικο-
νομοτεχνική-λογιστική πραγματογνωμοσύνη, από ει-
δικούς επιστήμονες του ευρύτερου δημόσιου τομέα (π.χ.
του Τμήματος της Οικονομικής Αστυνομίας ή του αρμο-
δίου τμήματος του ΣΔΟΕ)», με αποτέλεσμα να καθίστατο
υποχρεωτική, επί ποινή ακυρότητας της προδικασίας,
αφενός η γνωστοποίηση του ονόματος του πραγματο-
γνώμονα στον κατηγορούμενο (πράγμα που έγινε) και,
αφετέρου, η δυνατότητά του να διορίσει τεχνικό σύμ-
βουλο εντός ορισμένης προθεσμίας (πράγμα που δεν
έγινε). Επιπλέον, όταν (σε κάθε περίπτωση) ο κατηγορού-
μενος προσήλθε ενώπιον του ανακριτή και θέλησε να
διορίσει τεχνικό σύμβουλο, η σχετική αίτησή του απορ-
ρίφθηκε, με την επίκληση της διάταξης του άρθρου 248
παρ. 1 του ΚΠΔ.
Όμως, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η νέα διάταξη του
άρθρου 248 παρ. 1, πρέπει να ερμηνεύεται πάντοτε σύμ-
φωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αλλά και με το άρθρο 20
παρ. 1 του Συντ., τα οποία υπερτερούν της παραπάνω
δικονομικής διατάξεως. Προϋπόθεση, λοιπόν, για να
είναι νόμιμη η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, όσον
αφορά κακουργηματικές πράξεις [ως εν προκειμένω],
είναι η δυνατότητα του κατηγορουμένου (φορέα της κα-
τηγορουμένης πράξεως), να μπορεί να διορίσει τεχνικό
σύμβουλο. Κατά συνέπεια, το δικαίωμα του εξεταζόμε-
νου στην άσκηση του κατ' άρθρο 204 ΚΠΔ δικαιώματός
του, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ουσιαστική
άσκηση του δικαιώματος ακρόασης, σύμφωνα με το άρ-
θρο 20 παρ. 1 Συντ. και, για τον λόγο αυτό, περιβάλλεται
–και αυτό– με συνταγματικήχροιά.
Αυτό σημαίνει, ότι δεν είναι δυνατόν (και δεν επιτρέπε-
ται), να περιοριστεί το επιμέρους αυτό δικαίωμα από
διατάξεις του κοινού δικονομικού νόμου, όπως αυτές
του άρθρου 248 παρ. 1 ΚΠΔ. Το δικαίωμα διορισμού τε-
χνικού συμβούλου επί δικαστικής πραγματογνωμοσύνης
για κακουργηματική πράξη, που, ως γνωστόν, είναι ιδι-
αίτερο αποδεικτικό μέσο στην ποινική διαδικασία, εντε-
λώς διάφορο του αποδεικτικού μέσου των εγγράφων
και πρέπει να προκύπτει οπωσδήποτε η συνεκτίμησή της
από το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο, συνδέεται
με την κορυφαία στιγμή άσκησης της υπεράσπισης του
κατηγορουμένου, την απολογία του, η οποία αποτελεί
και τον πυρήνα του δικαιώματος ακρόασής του. Όχι μό-
νο η γνώση του ονόματος του πραγματογνώμονα, αλλά
και η δυνατότητα διορισμού τεχνικού συμβούλου, όταν
πρόκειται για κακούργημα, πρέπει πάντοτε να προηγού-
νται χρονικά της λήψης της απολογίας, αφού άλλωστε
κατατείνουν ακριβώς στην προετοιμασία αυτής της ανα-
14 ΠοινΔικ 3-4/2014 (ΕΤΟΣ 17ο) ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ
www.nbonline.gr – Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998
κριτικής πράξης. Μόνον, άλλωστε, όταν είναι πλήρης η
άσκηση των δικονομικών δικαιωμάτων από τον κατηγο-
ρούμενο και την υπεράσπισή του, είναι δυνατό να υπάρ-
ξει αποτελεσματική αντίκρουση της κατηγορίας, ενώ η
δυνατότητα ελέγχου της δικαστικής πραγματογνωμοσύ-
νης, είναι ζωτικής σημασίας για την άσκηση της υπερά-
σπισης, εφόσον το αποτέλεσμά της θα επηρεάσει, θετικά
ή αρνητικά, την απαλλαγή ή παραπομπή του κατηγορου-
μένου.
Αυτό που πρέπει, επιτέλους, να γίνει κατανοητό από τα
Δικαστήριά μας, είναι ότι η ερμηνεία όλων των δικονο-
μικών και ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, οφείλει να
γίνεται, πάντοτε, κατά τρόπο που προάγει και δεν περι-
στέλλει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, ειδικώς,
καιτωνδιαδίκων,γενικότερα.Οψόμεθα!
ΠέτροςΝ.Πανταζής,
Δικηγόρος,
Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων

More Related Content

Similar to POINIKH DIKONOMIA (12)

Εγκύκλιος ΕΑΕΕ - Απόφαση Αρείου Πάγου
Εγκύκλιος ΕΑΕΕ - Απόφαση Αρείου ΠάγουΕγκύκλιος ΕΑΕΕ - Απόφαση Αρείου Πάγου
Εγκύκλιος ΕΑΕΕ - Απόφαση Αρείου Πάγου
 
Δικαιη Δικη
Δικαιη ΔικηΔικαιη Δικη
Δικαιη Δικη
 
Μετεγγραφές Φοιτητών 2013 - 2014
Μετεγγραφές Φοιτητών 2013 - 2014Μετεγγραφές Φοιτητών 2013 - 2014
Μετεγγραφές Φοιτητών 2013 - 2014
 
Εγκύκλιος Φ.69_122_oik_14540_2020_ypes
Εγκύκλιος Φ.69_122_oik_14540_2020_ypesΕγκύκλιος Φ.69_122_oik_14540_2020_ypes
Εγκύκλιος Φ.69_122_oik_14540_2020_ypes
 
ΠΟΛ.1041/17
ΠΟΛ.1041/17ΠΟΛ.1041/17
ΠΟΛ.1041/17
 
Kvdikas poinikhs-dikonomias
Kvdikas poinikhs-dikonomiasKvdikas poinikhs-dikonomias
Kvdikas poinikhs-dikonomias
 
E2128pro
E2128proE2128pro
E2128pro
 
αποφαση θρησκευτικα
αποφαση θρησκευτικααποφαση θρησκευτικα
αποφαση θρησκευτικα
 
4939b 20
4939b 204939b 20
4939b 20
 
Pol1180 18
Pol1180 18Pol1180 18
Pol1180 18
 
ΠΟΛ. 1204/16
ΠΟΛ. 1204/16ΠΟΛ. 1204/16
ΠΟΛ. 1204/16
 
tembisyrizaproanakritiki.pdf
tembisyrizaproanakritiki.pdftembisyrizaproanakritiki.pdf
tembisyrizaproanakritiki.pdf
 

POINIKH DIKONOMIA

  • 1. 10 ΠοινΔικ 3-4/2014 (ΕΤΟΣ 17ο) ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ www.nbonline.gr – Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 ρικά απορριπτική πρόταση του εισαγγελέα της έδρας του δικα- στηρίου του Αρείου Πάγου, επί όλων των λόγων αναιρέσεως, σε επήκοον του παρασταθέντος συνηγόρου του αναιρεσείοντος, ο οποίος αγόρευσε επί της αναιρέσεώς του και αφού άκουσε την απορριπτική εισαγγελική πρόταση επί όλων των λόγων της αι- τήσεως αναιρέσεώς του, μπορούσε να αντικρούσει την απορρι- πτική αυτή πρόταση, με τη δυνατότητα που του δόθηκε από τον πρόεδρο του δικαστηρίου για υποβολή εγγράφου Υπομνήματος, μετά διήμερο, πράγμα που έπραξε στις 17.1.2013, αλλά ο συνή- γορος του αναιρεσείοντος, κατ' άρθρο 369 παρ. 2 και 515 παρ. 2 του ΚΠΔ, μπορούσε επίσης να ζητήσει το λόγο από τον πρόεδρο στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου για να δευτερολογήσει και με δεύτερη αγόρευση να αντικρούσει την αναπτυχθείσα στο ακροα- τήριο εισαγγελική πρόταση, δικαίωμα όμως που, όπως προκύ- πτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως, δεν άσκησε. Επομένως, δεν παραβιάστηκαν στη δίκη αυτή ενώπιον του Αρείου Πάγου τα υπερασπιστικά δικαιώματα του αναιρεσείοντος κατηγορουμέ- νου, ούτε η αρχή της ισότητας των όπλων κατηγορουμένου και εισαγγελέα, ούτε το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη. [...] Τεχνικοί σύμβουλοι ΣυμβΠλημΑθ 792/2014 Πρόεδρος Ε.-Α. Κεχαγιά Μέλη Χ. Παπαδοπούλου, Ν. Ροζάκης Εισαγγελέας Π. Ιωαννίδου, Αντεισαγγελέας Διατάξεις: άρθρα 171 [παρ. 1 στοιχ. δ΄], 173 [παρ. 2], 175, 176, 188- 193, 204, 207, 248 [παρ. 1] ΚΠΔ Υποβοήθηση Ανακριτή στο έργο του από ειδικό επιστήμονα, Πραγματογνωμοσύνη, Διορισμός τεχνικών συμβούλων από κατηγορούμενο, Υπερασπιστικά δικαιώματα κατηγορουμένου, Ακυρότητα Στη διαδικασία ορισμού ειδικού επιστήμονα για την υπο- βοήθηση του έργου της ανάκρισης, κατ’ άρθρο 248 παρ. 1 ΚΠΔ, δεν προβλέπεται ο διορισμός τεχνικών συμβούλων, αφού ο νομοθέτης ρητώς ορίζει ότι στην προαναφερθεί- σα διαδικασία τυγχάνουν εφαρμογής μόνο οι διατάξεις των άρθρων 188-193 ΚΠΔ και ουχί οι διατάξεις των άρ- θρων 204 επ. ΚΠΔ. Άλλωστε, εάν ο νομοθέτης ήθελε τον διορισμό τεχνικών συμβούλων και στην ανωτέρω δια- δικασία, θα το είχε ορίσει ρητώς, όπως έπραξε και με τις διατάξεις των άρθρων 188-193 ΚΠΔ, άλλως δεν θα είχε προβεί καθόλου στη θέσπιση της προαναφερθείσης –νε- οπαγούς– διάταξης, αφού αυτή καμία διαφοροποίηση δεν θα είχε από την πραγματογνωμοσύνη, εάν επρόκειτο να τύχουν εφαρμογής αναλογικώς, όλες οι διατάξεις που προβλέπονται για την τελευταία (άρθρα 183 επ. ΚΠΔ). Ως εκ τούτου, ορθώς ενήργησε η Ανακρίτρια και έκρινε ως μη νόμιμο τον διορισμό τεχνικού συμβούλου από τον αι- τούντα κατηγορούμενο και δεν χορήγησε σε αυτόν αντί- γραφα της δικογραφίας. Η γενομένη δεκτή εισαγγελικήπρόταση έχει ως εξής: [...] Σύμφωνα με τη διάταξη της περ. δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 171 ΚΠΔ: «ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπ' όψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη προκαλείται: 1) αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν: α)..., β)..., γ)..., δ) την εμφάνιση, την εκπροσώ- πηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος». Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 173 ΚΠΔ «από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρο- νται σε πράξεις της προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσό- του γίνει αμετάκλητη η παραπομπή το ακροατήριο». Σύμφωνα δε, με τη διάταξη του άρθρου 175 ΚΠΔ «η ακυρότητα μιας πρά- ξης καθιστά άκυρες και τις εξαρτημένες από αυτήν μεταγενέστε- ρες πράξεις της ποινικής διαδικασίας. Ο δικαστής μπορεί να κη- ρύξει άκυρες και πράξεις σύγχρονες ή προγενέστερες, μόνο όταν είναι συναφείς με εκείνη που ακυρώθηκε». Εξ άλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 εδ. α΄ του άρθρου 176 ΚΠΔ «1. Αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικα- σίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδι- κασίας στο ακροατήριο, και της κύριας και της προπαρασκευα- στικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατη- γορίας. 2. Το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο κηρύσσοντας την ακυρότητα διατάσσει την επανάληψη των άκυρων πράξεων αν το κρίνει αναγκαίο και εφικτό». Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 248 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 30 παρ. 3 Ν 4055/2012 «Μόλις ο ανακριτής λάβει την παραγγελία του εισαγγελέα, ενεργεί όλες τις ανακριτικές πράξεις, που θεωρεί κατά την κρίση του αναγκαίες για να εξακριβωθούν το έγκλημα και οι υπαίτιοι. Σε υποθέσεις, το αντικείμενο των οποίων απαιτεί ειδικές γνώσεις, ο ανακριτής μπορεί να ζητήσει από τον εισαγγελέα εφετών, που έχει την ανώτατη διεύθυνση της ανάκρισης, να ορίσει με πράξη του ειδικούς επιστήμονες για την υποβοήθηση του έργου της ανάκρισης. Ο ορισμός των προσώ- πων αυτών γίνεται μεταξύ αυτών που υπηρετούν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και εφαρμόζονται αναλόγως, ως προς αυτούς, οι διατάξεις των άρθρων 188 έως 193». Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση αίτηση τυγχάνει νό- μιμη ως ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 31 παρ. 1 και 2, 43 παρ. 1, 171 παρ. 1 περ. δ΄, 175 και 307 στοιχ. α΄ ΚΠΔ, καθώς εγχειρίσθηκε νομοτύπως από την πληρεξούσια δικηγόρο του αιτούντος Π.Π. (ΑΜΔΣΑ ...), δυνάμει σχετικής, ειδικής, έγγραφης εξουσιοδότησης, ενώπιον της Ανακρίτριας του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών και εμπρο- θέσμως, καθ' όσον η απόλυτη ακυρότητα της προδικασίας που επικαλείται στο ως άνω αιτητικό αυτής, ως υπαγόμενη στη διά- ταξη του άρθρου 171 ΚΠΔ, αφορώσα στην παραβίαση των δια- τάξεων που διέπουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, καθώς επίσης και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, προτείνεται ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο, γεγονός που δεν είχε επισυμβεί κατά την εγχείρισή της. Από την επισκόπηση της δικογραφίας προέκυψε ότι: Δυνάμει της υπ' ΑΒΜA ... εισαγγελικής παραγγελίας, ασκήθηκε ποινική δίωξη για υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος, απάτη σε βαθμό κακουργήματος, καθώς επίσης και
  • 2. +++++++++++++++ ΠοινΔικ 3-4/2014 (ΕΤΟΣ 17ο) 11 Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 – www.nbonline.gr για τις πλημμεληματικές πράξεις της απόπειρας εκβίασης κατά συρροή, της καταδολίευσης δανειστών κατ' εξακολούθηση και της άμεσης συνέργειας σε καταδολίευση δανειστών κατ' εξακολούθηση, μεταξύ άλλων προσώ- πων και σε βάρος του αιτούντος Κ.Σ. και διενεργήθηκε κύρια ανάκριση από τον Ανακριτή του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Μετά το πέρας της κύριας ανάκρισης, ο Ανακριτής διαβίβασε τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ο οποίος, με τη σύμφω- νη γνώμη του Ανακριτή παρέπεμψε τους κατηγορουμένους για τις προανα- φερθείσες πλημμεληματικές πράξεις, με απ' ευθείας κλήση, στο ακροατήριο του αρμοδίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και υπέβαλε ενώπιον του Συμβουλίου Σας την υπ' αρ. ΕΓ 40-09/232/3/8.2.2010 έγγραφη πρότασή του, επί της οποίας εξεδόθη το υπ' αρ. 1053/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Σας, με το οποίο απείχε ν' αποφανθεί για την ουσία της υπόθεσης, μέχρι να υποβληθεί η κατά νόμο εισαγγελική πρόταση επί αιτήματος αυτοπρόσωπης εμφάνισης του νομίμου εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας-ανώνυμης ε- ταιρίας. Ακολούθως, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, υπέβαλε ενώπιον του Συμβουλίου Σας την υπ' αρ. ΕΓ 96-10/51Α/23.4.2010 πρότασή του, επί της οποίας εξεδόθη το υπ' αρ. 1489/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Σας, με το οποίο απερρίφθη το ανωτέρω αίτημα της πολιτικώς ενάγουσας. Τέλος, με την υπ' αρ. ΕΓ 144-10/343/12/30.6.2010 πρότασή του, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών επανέφερε στο Συμβούλιό Σας την προκείμενη υπό- θεση, αναφερόμενος στην προηγηθείσα υπ' αρ. ΕΓ 40-09/232/3/8.2.2010 πρότασή του. Επ' αυτής, εξεδόθη το υπ' αρ. 2749/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Σας, το οποίο, επιφυλασσόμενο ν' αποφανθεί, διέταξε τη διενέρ- γεια περαιτέρω κύριας ανάκρισης. Μετά το πέρας και της συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης, ο 24ος Τακτικός Ανακριτής διαβίβασε τη δικογραφία πε- ραιωμένη στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και ο τελευταίος, δυνάμει της υπ' αρ. ΕΓ 144-10/343/5/14.1.2013 έγγραφης πρότασής του εισήγαγε την υπόθεση στην κρίση του Συμβουλίου Σας. Πλην όμως, το Συμβούλιό Σας, με το υπ' αρ. 3399/2013 βούλευμά του, διέταξε εκ νέου τη διενέργεια κύριας ανάκρισης, προκειμένου - μεταξύ άλλων ανακριτικών πράξεων - «... 1) να διενεργηθεί νομοτύπως νέα (αναλυτική) οικονομικοτεχνική - λογιστική πραγ- ματογνωμοσύνη από ειδικούς επιστήμονες του ευρύτερου δημόσιου τομέα (π.χ. του Τμήματος της Οικονομικής Αστυνομίας ή του αρμοδίου τμήματος του ΣΔΟΕ), ο διορισμός των οποίων θα ζητηθεί εκ μέρους της 24ης Τακτικής Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Αθηνών από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών ...». Σε εκτέλεση των διαλαμβανόμενων στο διατακτικό του υπ' αρ. 3399/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Σας, η Ανακρίτρια του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, απευθύνθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, με την υπ' αρ. πρωτ. 54703, 54398/23.1.2014 πράξη του, όρισε τον Γ.Δ., υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών Γ.Γ. Δημοσίων Εσόδων Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων, κατηγορίας ΠΕ, ειδικό επιστήμονα, προκειμένου να υποστηρίξει την Ανακρίτρια στο έργο της, για την ολοκλήρωση της ανακριτικής διαδικασίας της προκείμενης υπό- θεσης. Μετά ταύτα, την 6.2.2014, ο αιτών κατηγορούμενος ενεχείρισε στην Ανακρίτρια του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών την από 3.2.2014 «δήλωση διορισμού τεχνικού συμβούλου», δυ- νάμει της οποίας δήλωσε ότι ύστερα απ' τον προαναφερθέντα διορισμό του Γ.Δ., τον οποίο υπέλαβε ως πραγματογνώμονα, διορίζει ως τεχνικό του σύμβουλο τον Κ.Μ. και ζήτησε απ' την Ανακρίτρια να παραδώσει στον τελευ- ταίο πλήρη σειρά αντιγράφων της εκκρεμούσης σε βάρος του δικογραφίας. Η 24η Τακτική Ανακρίτρια Αθηνών, με την από 7.2.2014 διάταξή της, απέρ- ριψε το αίτημα του κατηγορουμένου, αναφέροντας επί λέξει τα ακόλουθα: «Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 248 ΚΠΔ «... σε υποθέσεις το αντικεί- μενο των οποίων απαιτεί ειδικές γνώσεις, ο ανακριτής μπορεί να ζητήσει από τον εισαγγελέα εφετών, που έχει την ανώτατη διεύθυνση της ανάκρισης, να ορίσει με πράξη του ειδικούς επιστήμονες για την υποβοήθηση του έργου της ανάκρισης ... και εφαρμόζονται αναλόγως ως προς αυτούς οι διατάξεις των άρθρων 188 έως 193 ...». Στην προκειμένη περίπτωση, κατόπιν εκδόσεως του υπ' αριθμ. 3399/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κων Αθηνών και σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού, ορίσθηκε ειδικός επιστήμονας, με την υπ' αριθ. 54703, 54398/2013 πράξη ορισμού ειδικού επιστήμονα του Εισαγγελέα Εφετών. Ωστόσο, κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 248 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία εγένετο ορισμός του ειδικού επιστήμονα, ανάλογης εφαρμογής τυγχάνουν οι διατάξεις των άρθρων 188-193 ΚΠΔ και όχι εκείνη του άρθρου 204 ΚΠΔ για το διορισμό τεχνικών συμβούλων. Επομένως, ο διορισμός με τη συγκεκριμένη κατατεθείσα ενώπιόν μας δήλωση του κατηγορουμένου Σ.Κ. δεν είναι νόμιμος, όπως και το υποβληθέν αίτημα για παροχή σ' αυτόν αντιγράφων της δικογραφίας, κατ' άρθρο 207 ΚΠΔ, που επίσης δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω». Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι: α) Από τη σαφή διατύ- πωση των διαλαμβανομένων στο υπ' αρ. 3399/2013 βούλευ- μα του Συμβουλίου Σας, προκύπτει σαφώς ότι ζητήθηκε απ' την Ανακρίτρια του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 248 παρ. 1 ΚΠΔ και να μεριμνήσει για τον ορισμό ειδικού επι- στήμονα, ο οποίος θα συντάξει αναλυτικό οικονομικοτεχνικό - λογιστικό πόρισμα, σχετικά με τα κρίσιμα πραγματικά περιστα- τικά, που συγκροτούν την ιστορική βάση της υπό κρίση κατηγο- ρίας σε βάρος του αιτούντος κατηγορουμένου. Παρά την ατυχή χρήση της λέξεως «πραγματογνωμοσύνη», από το κείμενο του σκεπτικού του προαναφερθέντος βουλεύματος (ίδ. τη 2η σελί- δα του 9ου φύλλου αυτού, εις το οποίο παρατίθεται αυτούσια η διάταξη του άρθρου 248 παρ. 1 ΚΠΔ, αλλά και τη 2η σελίδα του 13ου φύλλου αυτού, όπου περιγράφεται η διαδικασία, που ορίζει το προαναφερθέν άρθρο), προκύπτει πέραν πάσης αμφι- βολίας ότι το Συμβούλιό Σας ζήτησε την επισύναψη πορίσματος ειδικού επιστήμονα στη δικογραφία, ο οποίος θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών, με τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 248 παρ. 1 ΚΠΔ και ουχί τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, κατά τους ορισμούς των άρθρων 183 επ. του ΚΠΔ και β) Στο άρ- θρο 248 παρ. 1 ΚΠΔ ορίζεται ρητώς ότι ως προς τους ειδικούς επιστήμονες, που ορίζονται απ' τον Εισαγγελέα Εφετών, κατά τη διαδικασία του άρθρου αυτού, εφαρμόζονται αναλόγως μόνο οι διατάξεις των άρθρων 188 έως και 193 ΚΠΔ. Από τα ανωτέρω, προκύπτει σαφώς ότι στη διαδικασία ορισμού ειδικού επιστή- μονα για την υποβοήθηση του έργου της ανάκρισης, κατ' άρθρο 248 παρ. 1 ΚΠΔ, δεν προβλέπεται ο διορισμός τεχνικών συμβού- λων, αφού ο νομοθέτης ρητώς ορίζει ότι στην προαναφερθείσα διαδικασία τυγχάνουν εφαρμογής μόνο οι διατάξεις των άρ- θρων 188 έως 193 ΚΠΔ και ουχί οι διατάξεις των άρθρων 204 επ. του ΚΠΔ, οι οποίες φέρουν τον τίτλο «τεχνικοί σύμβουλοι». Άλλωστε, εάν ο νομοθέτης ήθελε τον διορισμό τεχνικών συμβού- λων και στη διαδικασία που προβλέπεται απ' το άρθρο 248 παρ. 1 ΚΠΔ, θα το είχε ορίσει ρητώς, όπως έπραξε και με τις διατάξεις των άρθρων 188 έως 193 ΚΠΔ, άλλως δεν θα είχε προβεί καθό- λου στη θέσπιση της προαναφερθείσης –νεοπαγούς– διάταξης, αφού αυτή καμία διαφοροποίηση δεν θα είχε απ' την πραγματο- γνωμοσύνη, εάν επρόκειτο να τύχουν εφαρμογής (στη διαδικα- σία του άρθρου 248 παρ. 1 ΚΠΔ), αναλογικώς, όλες οι διατάξεις που προβλέπονται για την τελευταία (διαδικασία άρθρων 183 επ. ΚΠΔ - πραγματογνωμοσύνη). Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η Ανακρίτρια του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, ορθώς ενήρ- γησε και έκρινε ως μη νόμιμο τον διορισμό τεχνικού συμβούλου από τον αιτούντα κατηγορούμενο και δεν χορήγησε σ' αυτόν αντίγραφα της δικογραφίας. Περαιτέρω, τα αυτά πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν οποιοσδήποτε μορφής ακυρότητα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αιτών κατηγορούμενος και δεν πα- ραβλάφθηκε κανένα δικαίωμά του, που να αφορά στην άσκηση δικαιώματος που του παρέχεται απ' το νόμο, αφού αυτός, στην προκείμενη περίπτωση, δεν είχε δικαίωμα διορισμού τεχνικού συμβούλου, και συνακόλουθα ο τελευταίος, ο οποίος δεν είχε διορισθεί νομίμως, δεν είχε δικαίωμα να του χορηγηθούν αντί- γραφα της δικογραφίας. Εξ αυτών των λόγων θα πρέπει αφ' ενός η ανακύψασα διαφωνία μεταξύ του αιτούντος κατηγορουμένου Κ.Σ. και της Ανακρίτριας
  • 3. 12 ΠοινΔικ 3-4/2014 (ΕΤΟΣ 17ο) ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ www.nbonline.gr – Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 του 24ου Τακτικού Ανακριτικού Τμήματος Αθηνών, να επιλυθεί υπέρ των απόψεων της τελευταίας, αφ' ετέρου η υπό κρίση αίτη- ση ν' απορριφθεί. [...] Παρατηρήσεις Το ανωτέρω δημοσιευθέν βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, ασχολήθηκε (για πρώτη, εξ όσων γνωρίζουμε, φορά), με το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 204 του ΚΠΔ περί «διορισμού τεχνικού συμ- βούλου», στην περίπτωση που διατάσσεται, από τον Εισαγγελέα Εφετών και μετά από αίτημα τακτικού ανακρι- τή και για τις ανάγκες της τακτικής ανάκρισης, ο ορισμός «ειδικού επιστήμονα», κατ' άρθρο 248 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, καταλήγοντας σε απορριπτική κρίση, με την αι- τιολογία ότι, επί του άρθρου 248 παρ. 1, εφαρμόζονται μόνον οι διατάξεις των άρθρων 188 έως 193 (στις οποίες δεν περιλαμβάνεται και το δικαίωμα διορισμού τεχνικού συμβούλου από τους διαδίκους). Προ πάσης αναφοράς στα σοβαρά ζητήματα ακυρότητας της διαδικασίας, που προκύπτουν από τα όσα δέχθηκε το άνω Συμβούλιο, θα ήταν, πιστεύουμε, άξια σχολιασμού η αναφορά μας στην, δυστυχώς ολοένα και επιδεινούμε- νη, περιστολή των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, με την εισαγωγή και εφαρμογή διατάξεων που όχι μόνο δεν «υποβοηθούν» το έργο της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά, αντιθέτως, καθιστούν περισσότερο αδιαφανή και «εχθρική» (in dubio contra reo, πλέον...) την ποινική δια- δικασία. Χαρακτηριστικά (αν και παρέλκει η επανάληψη των γνωστών), υπενθυμίζουμε στους αναγνώστες, την (πρωτοφανή) διάταξη του άρθρου 282 παρ. 3 του ΚΠΔ, περί εκδόσεως εντάλματος σύλληψης του ανακρίνοντος κατηγορουμένου, σε περίπτωση διαφωνίας ανακριτή- Εισαγγελέα περί της προσωρινής του κρατήσεως και μέχρις εκδόσεως βουλεύματος από το Τριμελές Πλημ/ κείο, κατά σαφή παράβαση τόσο του άρθρου 6 παρ. 2 του Συντ., όσο και της αρχής in dubio pro libertate, ανα- γκάζοντας, έτσι, τον ανακριτή (: ακόμη κι αν δεν συμφω- νούσε εξ αρχής με την έκδοσή του!) να εκδώσει ένταλμα συλλήψεως! Όμως, δικονομικά σφάλματα του νομοθέτη σαν το πα- ραπάνω, δεν (πρέπει να) αποτελούν μόνο πεδίο νομικής κριτικής και εκφοράς διαφόρων απόψεων στον νομικό Τύπο, αλλά (κατά την ταπεινή άποψη του υπογράφοντος) οφείλουν να μετουσιωθούν σε ουσιώδη δικονομικό «ακτιβισμό», εξαντλώντας όλα τα μέσα που η νομοθε- σία μας (Ελληνική και Ευρωπαϊκή) προβλέπει, ούτως ώστε αφενός να ελεγχθεί η ποιότητα της απονεμομένης Δικαιοσύνης (που ελευθέρως κρίνεται, επιδοκιμάζεται ή κατακρίνεται) και, αφετέρου, να κατοχυρωθούν τα θε- σμικά δικαιώματα του (πυρήνα της ποινικής διαδικα- σίας) κατηγορουμένου (βλ. επ' αυτού, το εξαιρετικό άρ- θρο του συναδέλφου Θρ. Κονταξή «Υπάρχει ποινική λο- γική;» σε ΠοινΔικ 2011, 339). Η «Δίκαιη Δίκη», άλλωστε, δεν (πρέπει να) εξαντλείται στην απόφαση του δικάσα- ντος δικαστηρίου και στη διαδικασία του ακροατηρίου, αλλά (οφείλει και επιβάλλεται να) αναφέρεται, κυρίως και πρωταρχικώς, στη δικονομική διαχείριση της διαδι- κασίας έως την κατάληξή της στο ακροατήριο (: διάρκεια της προδικασίας, τήρηση των δικονομικών δικαιωμά- των των διαδίκων σ' αυτήν, αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας κ.λπ.), από την οποία αποδεικνύεται η ποιότητα (και) του κρίνοντος. Στην περίπτωση που εξέτασε το σχολιαζόμενο βούλευ- μα, η επιστημονική μας προσέγγιση επιβάλλει, κατ' αρ- χάς, τη διαπίστωση ότι, δυστυχώς, μετά την ψήφιση και εφαρμογή του άρθρου 30 παρ. 3 του Ν 4055/2012 (που προσέθεσε το επίμαχο νέο εδάφιο στο άρθρο 248 παρ. 1 του ΚΠΔ), οδεύουμε προς την ουσιαστική κατάργηση που θεσμού της «δικαστικής πραγματογνωμοσύνης», με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αφού, πλέον, οι ανακριτές θα προβαίνουν σε «ορισμούς ειδικού επιστήμονα για την υποβοήθηση του έργου της ανάκρισης», χωρίς να επιτρέ- πουν στον κατηγορούμενο το δικαίωμα του διορισμού τεχνικού συμβούλου (αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται, τυπικώς τουλάχιστον, στο άρθρο αυτό), δημιουργώντας σοβαρό δικαιοκρατικό έλλειμμα και καθιστώντας ανε- νεργή όλη την πρόβλεψη των άρθρων 204 επ. του ΚΠΔ! Και εδώ έγκειται το παράλογον του ίδιου του νομοθέτη: σπεύδει να προβλέψει ότι ο ανακριτής, στην περίπτωση αυτή, έχει μεν υποχρέωση να γνωστοποιεί το όνομα του ειδικού επιστήμονα στον κατηγορούμενο, πλην όμως, του αφαιρεί το δικαίωμα να ορίσει τεχνικό σύμ- βουλο! Προς τι, λοιπόν, η προηγούμενη γνωστοποίη- ση; Γνωστόν, δε, σε όλους, ότι πραγματογνωμοσύνη και τεχνικός σύμβουλος είναι έννοιες και μεγέθη απόλυτα συνδεδεμένα, όχι βεβαίως για λόγους τυπικούς, αλλά για λόγους ουσιαστικούς, που άπτονται του ελέγχου και της ορθής διενέργειας της πραγματογνωμοσύνης, για να αποφεύγονται, δηλαδή, λάθη και τυχόν σκοπιμότητες, που θα έχουν άμεση και αρνητική επίπτωση στην περαι- τέρω δικαστική μεταχείριση του κατηγορουμένου. Να σημειωθεί, άλλωστε, ότι το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Ενέχυρο – ποινική συνδιαλλαγή σε εγκλήματα εις βάρος του Δημοσίου - Σύσταση ειδικού προανακριτικού σώματος - Θέματα αστικής ευθύνης του Tύπου και άλλες διατάξεις», το οποίο εισήχθη προς δημόσια διαβούλευση το καλοκαίρι του 2013 και, έκτοτε, αγνοείται η τύχη του, είχε προβλέ- ψει ρητά τη δυνατότητα ορισμού τεχνικού συμβούλου, πλην όμως ουδέποτε ψηφίσθηκε! Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 3 του συγκεκριμένου νομοσχεδίου, προέβλεπε την «Σύσταση ειδικού σώματος δικαστικών πραγμα- τογνωμόνων - ειδικών επιστημόνων, για τη διενέργεια προανάκρισης πραγματογνωμοσύνης και υποβοήθη- σης εν γένει της ανακριτικής διαδικασίας», αναφέροντας (βλ. παρ. 4 και 5 αυτού) ότι: «4. Εκείνος που διατάσσει την πραγματογνωμοσύνη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, γνωστοποιεί συγχρόνως αυτό στον κατηγο-
  • 4. +++++++++++++++ ΠοινΔικ 3-4/2014 (ΕΤΟΣ 17ο) 13 Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 – www.nbonline.gr ρούμενο, πολιτικώς ενάγοντα και αστικώς υπεύθυνο, προκειμένου αυτοί να διορίσουν, αν το επιθυμούν, τεχνικό σύμβουλο. 5. Οι περί πραγματογνωμοσύνης και τεχνικών συμβούλων διατάξεις του ΚΠΔ δεν θίγο- νται». Παρά, όμως, την ξεκάθαρη πρόθεση του νομοθέ- τη να ακολουθήσει τη νομιμότητα και να προστατεύσει τα δικαιώματα των διαδίκων, τελικώς η πραγματικότητα υπήρξε (ως είθισται!) εντελώς αντίθετη. Όμως: «Δίκαιη Δίκη», ως γνωστόν, υπάρχει μόνον όταν η προβλεπόμενη δικαστική προστασία είναι αποτελε- σματική. Όταν, δηλαδή, δεν προβάλλονται νομικά ή πραγματικά εμπόδια που δυσχεραίνουν την πρόσβαση σε δικαστήριο και την ακρόαση από αυ- τό. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικaιωμάτων του Ανθρώπου, δεν παραλείπει, μάλιστα, να τονίσει, ότι το σχετικό δικαίωμα έχει εξέχουσα θέση σε μία δη- μοκρατική κοινωνία και συνδέεται άρρηκτα με την αρχή της νομιμότητας (πρβλ. Ευ. Κρουσταλάκη, Το δικαίωμα σε «χρηστή δίκη» κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Δ 1982, 624, Χ. Χρυσανθάκη, Ο ελληνικός μηχανισμός παροχής δικαστικής προστασίας υπό το φως της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δ 22, 815, Π.-Μ. Ευστρατίου, Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας σε διοικητικές διαδικασίες και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, 1996, σελ. 70, 185-186, καθώς την απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008 του ΕΔΔΑ, υπόθεση Nerath κατά Ελλάδας). Τα Κράτη, εν άλλοις λόγοις, υπέχουν υποχρέωση να εξασφαλίζουν αποτελεσματική δικαστική προστασία, όχι μόνο με την πρόβλεψη δικονομικών δυνατοτήτων, αλλά και με την αποτελεσματική λειτουργία, στην πράξη, των προβλεπομένωνεγγυήσεων(πρβλ.Σπ.Καραλή,Τοάρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η ακυρωτική δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ΕΔΔΔ 40, 481). Κατά συνέπεια, οφείλουν νααίρουν,μεθετικέςενέργειες,τανομικάκαιπραγματικά εμπόδια που παρακωλύουν, ενδεχομένως, την παρο- χή πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστα- σίας [πρβλ. Ευ. Κρουσταλάκη, Το δικαίωμα προσφυγής στη Δικαιοσύνη (δικαίωμα για χρηστή δίκη) κατά το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ΕλλΔνη 1986, 614 και Ηλ. Καστανά/Γ. Κτιστάκι, Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ΔικαιωμάτωντουΑνθρώπου,2000,σελ.77]. Από τις σκέψεις που προηγήθηκαν, προκύπτει ότι τα Δικαστήρια πρέπει να ερμηνεύουν τις ισχύουσες διατάξεις κατά τρόπο που όχι μόνο δεν παρακωλύει, αλλ' αντίθετα προωθεί την παροχή πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Δεν επιτρέπεται, λοιπόν, η ερμηνεία κανόνων κατά τρόπο που παρεμποδίζει την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος. Στην περίπτωση που εξετάστηκε από το σχολιαζόμενο βούλευμα, ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για κακούρ- γημα, διατάχθηκε δε περαιτέρω κύρια ανάκριση από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, το οποίο ρητώς ζήτησε όπως «Διενεργηθεί νομοτύπως νέα (αναλυτική) οικο- νομοτεχνική-λογιστική πραγματογνωμοσύνη, από ει- δικούς επιστήμονες του ευρύτερου δημόσιου τομέα (π.χ. του Τμήματος της Οικονομικής Αστυνομίας ή του αρμο- δίου τμήματος του ΣΔΟΕ)», με αποτέλεσμα να καθίστατο υποχρεωτική, επί ποινή ακυρότητας της προδικασίας, αφενός η γνωστοποίηση του ονόματος του πραγματο- γνώμονα στον κατηγορούμενο (πράγμα που έγινε) και, αφετέρου, η δυνατότητά του να διορίσει τεχνικό σύμ- βουλο εντός ορισμένης προθεσμίας (πράγμα που δεν έγινε). Επιπλέον, όταν (σε κάθε περίπτωση) ο κατηγορού- μενος προσήλθε ενώπιον του ανακριτή και θέλησε να διορίσει τεχνικό σύμβουλο, η σχετική αίτησή του απορ- ρίφθηκε, με την επίκληση της διάταξης του άρθρου 248 παρ. 1 του ΚΠΔ. Όμως, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η νέα διάταξη του άρθρου 248 παρ. 1, πρέπει να ερμηνεύεται πάντοτε σύμ- φωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αλλά και με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντ., τα οποία υπερτερούν της παραπάνω δικονομικής διατάξεως. Προϋπόθεση, λοιπόν, για να είναι νόμιμη η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, όσον αφορά κακουργηματικές πράξεις [ως εν προκειμένω], είναι η δυνατότητα του κατηγορουμένου (φορέα της κα- τηγορουμένης πράξεως), να μπορεί να διορίσει τεχνικό σύμβουλο. Κατά συνέπεια, το δικαίωμα του εξεταζόμε- νου στην άσκηση του κατ' άρθρο 204 ΚΠΔ δικαιώματός του, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος ακρόασης, σύμφωνα με το άρ- θρο 20 παρ. 1 Συντ. και, για τον λόγο αυτό, περιβάλλεται –και αυτό– με συνταγματικήχροιά. Αυτό σημαίνει, ότι δεν είναι δυνατόν (και δεν επιτρέπε- ται), να περιοριστεί το επιμέρους αυτό δικαίωμα από διατάξεις του κοινού δικονομικού νόμου, όπως αυτές του άρθρου 248 παρ. 1 ΚΠΔ. Το δικαίωμα διορισμού τε- χνικού συμβούλου επί δικαστικής πραγματογνωμοσύνης για κακουργηματική πράξη, που, ως γνωστόν, είναι ιδι- αίτερο αποδεικτικό μέσο στην ποινική διαδικασία, εντε- λώς διάφορο του αποδεικτικού μέσου των εγγράφων και πρέπει να προκύπτει οπωσδήποτε η συνεκτίμησή της από το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο, συνδέεται με την κορυφαία στιγμή άσκησης της υπεράσπισης του κατηγορουμένου, την απολογία του, η οποία αποτελεί και τον πυρήνα του δικαιώματος ακρόασής του. Όχι μό- νο η γνώση του ονόματος του πραγματογνώμονα, αλλά και η δυνατότητα διορισμού τεχνικού συμβούλου, όταν πρόκειται για κακούργημα, πρέπει πάντοτε να προηγού- νται χρονικά της λήψης της απολογίας, αφού άλλωστε κατατείνουν ακριβώς στην προετοιμασία αυτής της ανα-
  • 5. 14 ΠοινΔικ 3-4/2014 (ΕΤΟΣ 17ο) ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ www.nbonline.gr – Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998 κριτικής πράξης. Μόνον, άλλωστε, όταν είναι πλήρης η άσκηση των δικονομικών δικαιωμάτων από τον κατηγο- ρούμενο και την υπεράσπισή του, είναι δυνατό να υπάρ- ξει αποτελεσματική αντίκρουση της κατηγορίας, ενώ η δυνατότητα ελέγχου της δικαστικής πραγματογνωμοσύ- νης, είναι ζωτικής σημασίας για την άσκηση της υπερά- σπισης, εφόσον το αποτέλεσμά της θα επηρεάσει, θετικά ή αρνητικά, την απαλλαγή ή παραπομπή του κατηγορου- μένου. Αυτό που πρέπει, επιτέλους, να γίνει κατανοητό από τα Δικαστήριά μας, είναι ότι η ερμηνεία όλων των δικονο- μικών και ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, οφείλει να γίνεται, πάντοτε, κατά τρόπο που προάγει και δεν περι- στέλλει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, ειδικώς, καιτωνδιαδίκων,γενικότερα.Οψόμεθα! ΠέτροςΝ.Πανταζής, Δικηγόρος, Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων