...Τέτοιες ιστορίες, λοιπόν, διηγούνται σε εκείνα τα μέρη μέχρι και σήμερα, και αν τύχει και πάτε προς τα κει, μπορεί να τις ακούσετε και σεις. Αλλά σας το ξαναλέω: αν δεν μπορεί κανείς να συγκρατήσει τη γλώσσα του, τότε μπορεί να πάθει μεγάλο κακό…
Beginners Guide to TikTok for Search - Rachel Pearson - We are Tilt __ Bright...
Γιάννης, ο πρώτος κυνηγός, και άλλα παραμύθια
1. Ο Γιάννης, ο πρώτος κυνηγός
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένας μεγάλος κυνηγός, ο
Γιάννης, που δεν του είχε διδάξει κανείς ποτέ πώς να
κυνηγά, αλλά είχε μάθει μόνος του, με την εμπειρία.
Μια μέρα, ο Γιάννης είπε της μητέρας του:
-Θα πάω να παντρευτώ τη Μαρία, την όμορφη μικρή
κόρη του Δημάρχου.
Μόλις το άκουσε αυτό η μητέρα του, νόμισε ότι ο γιος
της είχε τρελαθεί.
-Θα παντρευτείς την κόρη του Δημάρχου; Τί μας λες!
Σκέφτηκες πολύ ώρα για να το πεις αυτό; Καλά, ο
καθένας μπορεί να θέλει ό, τι του κατέβει. Δεν σημαίνει
ότι πρέπει να γίνει κιόλας.
Αυτά του είπε η μητέρα του, προσπαθώντας να τον
προσγειώσει στην πραγματικότητα, όμως ο Γιάννης ήταν
στον κόσμο του, και όπως μπήκαν τα λόγια της από το
ένα του αυτί, έτσι ακριβώς βγήκαν από το άλλο!
Της είπε, λοιπόν, ότι έπρεπε να πάει στον Δήμαρχο, και
να του ζητήσει εκ μέρους του, την άδεια να παντρευτεί
τη Μαρία. Αφού την παρακάλεσε πολλές φορές με
ωραίο τρόπο, στο τέλος η μητέρα του υποσχέθηκε να
πάει, και να του κάνει το χατίρι. Έτσι, έφυγε για να πάει
στον Δήμαρχο, αν και πολύ αμφέβαλλε για το αν έπρεπε
να πάει, καθώς δεν ήξερε πώς θα την αντιμετώπιζε ο
Δήμαρχος, μόλις άκουγε αυτό που θα του έλεγε.
2. -Ώστε, λοιπόν, ο γιος σου, ο Γιάννης, ο μεγάλος
κυνηγός, θέλει να παντρευτεί τη Μαρία; ρώτησε ο
Δήμαρχος με έκπληξη.
-Ναι, αυτό επιθυμεί, απάντησε η μητέρα του Γιάννη.
-Εντάξει, αφού αυτό επιθυμεί, αποκρίθηκε ο Δήμαρχος.
Πες λοιπόν στον γιο σου, ότι, αφού είναι επιδέξιος
κυνηγός, για να του δώσω τη Μαρία, θα πρέπει πρώτα να
μπορέσει να χτυπήσει με το όπλο τις φαβορίτες ενός
λαγού που τρέχει, χωρίς η σφαίρα να αγγίξει το δέρμα
του.
Γύρισε λοιπόν στο σπίτι η μητέρα του Γιάννη, και
μονολόγησε:
-Έκανα ό, τι μπορούσα. Ελπίζω, τουλάχιστον, ο γιος μου
να μείνει ευχαριστημένος.
Αφού του διηγήθηκε τί είχε συμβεί κατά την επίσκεψή
της στον Δήμαρχο, είπε ο Γιάννης:
-Είναι πολύ δύσκολο αυτό που μου ζητά ο Δήμαρχος,
αλλά αφού το έχει κάνει κάποιος άλλος, τότε μπορώ να
το κάνω και εγώ.
Έτσι, έβαλε στον ώμο του το όπλο του, και ξεκίνησε να
βρει τρόπο για να αποδείξει στον Δήμαρχο ότι ήταν
πράγματι άξιος κυνηγός.
Περπατώντας με αργά βήματα, πέρασε από μέρη πολλά,
και κάποτε συνάντησε έναν ψηλό άγνωστό άντρα
ντυμένο στα κόκκινα.
3. -Πού πηγαίνεις Γιάννη; τον ρώτησε ο ψηλός άγνωστος
άντρας, με μια οικειότητα, λες και τον γνώριζε χρόνια.
Ο Γιάννης απόρησε, πώς ο άντρας ήξερε το όνομά του,
και του απάντησε:
-Πηγαίνω να μάθω πώς να γίνω τόσο καλός κυνηγός,
που να μπορώ να χτυπήσω με το όπλο τις φαβορίτες ενός
λαγού που τρέχει, χωρίς η σφαίρα να ακουμπήσει το
δέρμα του.
-Πω, πω! Αυτό είναι πολύ δύσκολο! αποκρίθηκε ο ξένος.
-Ναι, το ξέρω ότι είναι δύσκολο, είπε ο Γιάννης. Αφού,
όμως, το έχει κάνει άλλος, θα μπορέσω να το κάνω και
εγώ.
-Τί θα μου δώσεις, αν σου μάθω πώς να γίνεις αυτό που
θέλεις; τον ρώτησε πάλι ο ξένος.
-Εσύ τί θέλεις να σου δώσω; αποκρίθηκε ο Γιάννης, και
παρατήρησε ότι ο ξένος είχε οπλές αλόγου αντί για
πόδια, κάνοντας ακόμη πιο αποκρουστική την εμφάνισή
του.
-Αυτό που θέλω δεν είναι δα και μεγάλο πράγμα,
απάντησε ο ξένος. Μόνο να υπογράψεις αυτό το χαρτί,
και αυτό είναι όλο.
Τί ήταν, όμως, αυτό το χαρτί; Πριν το υπογράψει, ο
Γιάννης ήθελε να ξέρει περί τίνος πρόκειται.
4. Α, δεν ήταν και τίποτε σπουδαίο. Απλά, ο Γιάννης
έπρεπε να υποσχεθεί, ότι όταν ο άντρας με τα κόκκινα
ρούχα θα ερχόταν να τον βρει μετά από δέκα χρόνια, θα
πήγαινε μαζί του σε όποιο μέρος του ζητούσε να τον
ακολουθήσει.
Ο Γιάννης έσπαζε το κεφάλι του να καταλάβει τί μπορεί
να κρυβόταν πίσω από αυτό το χαρτί, μήπως υπήρχε
κάποια παγίδα. Αφού δεν μπόρεσε, είπε στο τέλος:
-Τέλος πάντων, θα το υπογράψω, υπό έναν όρο.
Μόλις ο άντρας με την κόκκινη φορεσιά άκουσε αυτό
που είπε ο Γιάννης για τον «όρο» του συμβολαίου, ξίνισε
τα μούτρα του, γιατί δεν του άρεσε.
-Ωραία, λοιπόν, είπε, και ποιος είναι ο όρος αυτός;
-Α, τίποτε το σπουδαίο, απάντησε ο Γιάννης. Ο όρος
είναι, ότι θα πρέπει γίνω υπηρέτης σου για δέκα χρόνια,
όμως, αν όλο αυτό το χρονικό διάστημα σου κάνω μια
ερώτηση και δεν μπορέσεις να την απαντήσεις, θα είμαι
ελεύθερος να φύγω.
-Αν είναι μόνο αυτό, αποκρίθηκε ο άνδρας με την
κόκκινη στολή, τότε είμαι σύμφωνος.
Μετά, πήρε το όπλο του Γιάννη, και φύσηξε μέσα στην
κάνη.
-Τώρα, του είπε. Είσαι ο πιο επιδέξιος κυνηγός στον
κόσμο.
5. -Για να δούμε, αποκρίθηκε ο Γιάννης.
Έτσι, οι δυο άντρες έφυγαν μαζί, ψάχνοντας να βρουν
λαγό.
Μόλις ξετρύπωσαν έναν, φώναξε ο άντρας με την
κόκκινη στολή:
-Πυρ!,
και ο Γιάννης πυροβόλησε.
Και, ως εκ θαύματος, η σφαίρα έκοψε τις φαβορίτες του
λαγού σύριζα, σαν τις είχε κόψει κουρέας!
-Καταπληκτικό! είπε ο Γιάννης, που δεν μπορούσε να
πιστέψει αυτό που είχε κάνει. Τώρα είμαι πραγματικά
επιδέξιος κυνηγός!
Μετά απ’ αυτό, ο ξένος με την κόκκινη στολή έδωσε του
Γιάννη μια κοκάλινη σφυρίχτρα, και του είπε να
σφυρίξει, όποτε τον χρειαζόταν. Τελικά, ο Γιάννης
υπέγραψε το χαρτί, και ο άγνωστος άνδρας
εξαφανίστηκε χωρίς προειδοποίηση, όπως ακριβώς είχε
εμφανιστεί.
Έτσι, λοιπόν, ο Γιάννης τίναξε τα άχυρα από το παλτό
του, φόρεσε ένα ωραίο ζευγάρι μπότες, και κίνησε για το
σπίτι του Δημάρχου. Εκεί τον υποδέχτηκε ο Δήμαρχος.
-Καλώς τον Γιάννη! Τί χαμπάρια;
-Ας τα λέμε, καλά, απάντησε ο Γιάννης
6. -Έγινες, λοιπόν, επιδέξιος κυνηγός; τον ρώτησε ο
Δήμαρχος.
-Και βέβαια έγινα! απάντησε ο Γιάννης αμέσως.
-Ναι, καλά. Και πώς, λοιπόν, να σε πιστέψω; Πού είναι
οι αποδείξεις; Μπορείς να χτυπήσεις το φτερό της ουράς
της καρακάξας που πετά πάνω από εκείνα τα δέντρα;
-Και βέβαια μπορώ, αυτό είναι παιχνιδάκι για μένα! είπε
ο Γιάννης.
Αμέσως σήκωσε το όπλο του, σημάδεψε, και «Μπαμ!»,
πυροβόλησε, και έκοψε το φτερό από την ουρά της
καρακάξας.
Ο Δήμαρχος έμεινε να κοιτά αποσβολωμένος: τέτοια
βολή δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του!
Τότε, ο Γιάννης δεν έχασε την ευκαιρία να ρωτήσει τον
Δήμαρχο:
-Και τώρα, μπορώ τώρα να παντρευτώ τη Μαρία;
Αυτή η ερώτησε έφερε το Δήμαρχο σε δύσκολη θέση,
γιατί δεν ήθελε πραγματικά να του δώσει την κόρη του
για γυναίκα. Έξυσε το κεφάλι του από δω, έξυσε το
κεφάλι του από κει, και στο τέλος, είπε του Γιάννη:
-Όχι, ακόμη δεν μπορείς. Γιατί πάντα έλεγα, και έπαιρνα
όρκο γι’ αυτό, ότι ο άντρας που θα παντρευόταν τη
Μαρία, θα έπρεπε να έχει μαζί του και ένα αλέτρι που να
7. μπορεί να οργώνει μόνο του, και όχι μόνο αυτό, αλλά να
οργώνει τρεις αυλακιές ταυτόχρονα! Αν μπορείς να μου
δείξεις ένα τέτοιο αλέτρι, τότε, ναι, σου δίνω τη Μαρία,
με όλη μου την καρδιά.
Ο Γιάννης δεν ήξερε τί να πει. Μπορεί και να τα
κατάφερνε να βρει ένα τέτοιο αλέτρι, μπορεί και όχι.
Αλλά, αν πραγματικά υπήρχε τέτοιο αλέτρι στον κόσμο,
θα το έβρισκε και θα το έφερνε στον Δήμαρχο, για να
του δώσει την κόρη του.
Έτσι, πήρε πάλι το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι, και
ο Δήμαρχος πίστεψε ότι τον είχε ξεφορτωθεί μια και
καλή.
Όταν, όμως, ο Γιάννης έφτασε στο σπίτι, πήγε πίσω από
τη στοίβα με τα κούτσουρα, και σφύριξε μια-δυο φορές
με την κοκάλινη σφυρίχτρα που είχε δώσει ο ξένος με
την κόκκινη φορεσιά.
Πριν ακόμη προλάβει να τελειώσει το σφύριγμά του, ο
ξένος βρέθηκε ξαφνικά μπροστά του, σαν να είχε
εμφανιστεί από το πουθενά.
-Τί θέλεις, Γιάννη; τον ρώτησε.
-Θα ήθελα, απάντησε ο Γιάννης, ένα αλέτρι που να
οργώνει από μόνο του, και να μπορεί να οργώσει τρεις
αυλακιές ταυτόχρονα.
-Ωραία, θα το έχεις, αποκρίθηκε ο άντρας με την
κόκκινη στολή.
8. Μετά έβαλε το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού
του, και έβγαλε το πιο ωραίο μικροσκοπικό αλέτρι που
είχε δει ποτέ κανείς.
Το άφησε κάτω, μπροστά στον Γιάννη, και αυτό
μεγάλωσε, και έγινε κανονικό αλέτρι.
-Όργωσε, το διέταξε, και αμέσως, το αλέτρι άρχισε να
οργώνει βαθιά το χώμα με μεγάλη ταχύτητα, με τον
Γιάννη να τρέχει ξοπίσω του.
Μετά βγήκαν από το χωράφι, και ακολούθησαν τον
δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι του Δημάρχου,
αφήνοντας πίσω τρεις βαθιές αυλακιές που είχε κάνει το
αλέτρι, ενώ το νοτισμένο χώμα άχνιζε στον ήλιο.
Όταν ο Δήμαρχος τους είδε να έρχονται, δεν πίστευε στα
μάτια του, γιατί νόμιζε ότι έβλεπε όνειρο, καθώς δεν είχε
ξαναδεί ποτέ άλλοτε στη ζωή του, αλέτρι σαν κι’ αυτό.
-Και τώρα, είπε ο Γιάννης, με την άδειά σας, θα ήθελα
να παντρευτώ τη Μαρία.
Μόλις το άκουσε αυτό ο Δήμαρχος, άρχισε πάλι να
σπάζει το κεφάλι του να βρει τρόπο για να το αποφύγει.
Είπε, λοιπόν, του Γιάννη:
-Να με συμπαθάς, αλλά δεν μπορείς να παντρευτείς τη
Μαρία ακόμη. Και αυτό γιατί, πάντα έλεγα, και έπαιρνα
όρκο γι’ αυτό, ότι ο άντρας που θα παντρευόταν τη
Μαρία, θα έπρεπε να έχει πάντα γεμάτο πορτοφόλι, που
να μην αδειάζει ποτέ, όσο χρήματα και αν παίρνει από
αυτό.
9. Ο Γιάννης δεν ήξερε τί ν’ απαντήσει:μπορεί να έβρισκε
ένα τέτοιο πορτοφόλι, αλλά μπορεί και να μην έβρισκε.
Αλλά αν υπήρχε τέτοιο πορτοφόλι στον κόσμο, να ήταν
σίγουρος ο Δήμαρχος, ότι ο Γιάννης θα το έβρισκε.
Έτσι, ξεκίνησε πάλι για το σπίτι, και αυτήν τη φορά, ο
Δήμαρχος ήταν απόλυτα σίγουρος ότι είχε απαλλαγεί
από αυτόν.
Όταν, όμως, ο Γιάννης έφτασε στο σπίτι, πήγε πίσω από
τη στοίβα με τα κούτσουρα, και σφύριξε πάλι με τη
κοκάλινη σφυρίχτρα του. Τότε, ο ξένος με την κόκκινη
στολή ανταποκρίθηκε αμέσως στο κάλεσμά του, και
εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά του.
-Τί θέλεις αυτήν τη φορά; ρώτησε τον Γιάννη.
-Θα ήθελα, απάντησε αυτός, να είχα ένα πορτοφόλι που
να είναι πάντα γεμάτο, όσα χρήματα και αν παίρνω από
αυτό.
-Θα το έχεις, λοιπόν, αποκρίθηκε ο άντρας με την
κόκκινη στολή, και έβαλε, χωρίς δεύτερη κουβέντα, το
χέρι στην τσέπη του, και έβγαλε ένα ωραίο μεταξωτό
πορτοφόλι, γεμάτο με χρήματα. Αφού έδωσε το
πορτοφόλι στον Γιάννη, εξαφανίστηκε αμέσως, όπως
ακριβώς είχε εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά του.
Τότε, για να δοκιμάσει ο Γιάννης αν το πορτοφόλι θα
έμενε πράγματι γεμάτο, άρχισε να βγάζει από αυτό
χρήματα, και να βγάζει χρήματα, όσα, όμως, χρήματα
10. και αν έβγαζε, το πορτοφόλι δεν άδειαζε! Τί καλά να
είχαμε κι εμείς ένα τέτοιο πορτοφόλι!
Μετά, ξεκίνησε για να πάει στο σπίτι του Δημάρχου, και
στον δρόμο του κοιτούσε τους άλλους αφ’ υψηλού και
κόρδωνε από περηφάνεια, γιατί ήξερε πως είχε μέσα
στην τσέπη του το πορτοφόλι που δεν άδειαζε ποτέ.
Όσο για τον Δήμαρχο, όταν αντίκρυσε το πορτοφόλι,
νόμιζε ότι ήταν ένα απλό πορτοφόλι, σαν όλα τα άλλα.
Έτσι, ρώτησε τον Γιάννη αν μπορούσε να κάνει αυτά
που του είχε ζητήσει.
Ο Γιάννης ήταν πρόθυμος να του δείξει τί μπορούσε να
κάνει το πορτοφόλι, και άρχισε να παίρνει χρήματα από
αυτό χωρίς σταματημό. Έβγαλε τόσα πολλά χρήματα
από το πορτοφόλι, που έφταναν για να γεμίσουν ακόμη
και τις κατσαρόλες και τα τηγάνια του σπιτιού του
Δημάρχου!
-Μπορώ τώρα να παντρευτώ τη Μαρία;
-Αν μπορείς λέει! αποκρίθηκε ο Δήμαρχος, χωρίς να
μπορεί συγκρατήσει τη χαρά του.
Και βέβαια μπορούσε, γιατί ποιος δεν θα ήθελε για
γαμπρό του κάποιον που είχε ένα πορτοφόλι που δεν
άδειαζε ποτέ, όσα και αν ξόδευε.
Έτσι, ο Γιάννης παντρεύτηκε τη Μαρία, έζησαν
αγαπημένοι μαζί για όλη τους τη ζωή.
11. Περνούσαν όμως οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, και
πλησίαζε η μέρα που θα συμπληρώνονταν τα δέκα
χρόνια, όπως ήταν η συμφωνία που είχε υπογράψει ο
Γιάννης με τον ξένο με την κόκκινη στολή, που θα
ερχόταν να τον πάρει. Όσο περνούσε ο καιρός, η λύπη
του Γιάννη όλο και μεγάλωνε.
Τελικά, η Μαρία αποφάσισε να του μιλήσει, μιας και τον
έβλεπε να είναι τόσο... Διαβάστε τη συνέχεια εδώ