2. Μια φορά κι ένα καιρό, πάνω στο βουνό,
σε ένα τόπο άγνωστο και μακρινό
ζούσε ένας δράκος τον δικό του καημό.
Για τους ανθρώπους ήτανε τρομερός,
γιατί από το στόμα του ερχόταν ο πανικός
…
και όχι μόνο.
1 2
3. «Καλημέρα», όταν ήθελε να τους
πει,
έβαζε φωτιά στη σπαρμένη γη.
Το ρέψιμο του ήταν καυτό
και έβαζε φωτιά στο δάσος το
πυκνό.
Η φασολάδα, που του άρεσε πολύ,
για κείνον είχε απαγορευτεί,
φαντάζεστε γιατί.
3 4
4. Ήθελε να παίζει με τα παιδιά,
αλλά εκείνα, όταν τον έβλεπαν,
έτρεχαν στο σπίτι τους γοργά.
Ήθελε να μυρίζει απ’ τις κουζίνες,
πεντανόστιμα φαγητά,
αλλά οι γυναίκες έκλειναν
τα παντζούρια βιαστικά.
Ήθελε να βοηθήσει
στο όργωμα τον γεωργό,
αλλά εκείνος του φώναζε
«φύγε από δω».
5 6
5. Δεν ήξερε τι να κάνει,
ποια λύση να βρει
και κλείστηκε σε σπηλιά
σκοτεινή.
7 8
6. Η αλκυόνα, φίλη του καλή,
ζήτησε του Χειμώνα τη συμβουλή.
Εκείνος άπλωσε του χέρια του στη σπηλιά
και έκανε τη φωτιά, χιονιά.
Είπε ο Χειμώνας:
-Το στόμα του πια
θα σταματήσει να βγάζει φωτιά
και θα γίνει χιόνι για τα παιδιά.
9 10
7. Ήρθε και το Φθινόπωρο κοντά,
για να του χαρίσει κάτι
απ’ τη δική του αγκαλιά.
-Απ’ το στόμα το καυτό,
ας βγαίνει γάργαρο νερό.
Να ποτίζει τη σκαμμένη γη
και να ξεδιψάει το μικρό παιδί.
11 12
8. Η Άνοιξη δεν έλειψε
απ’ του δράκου την ευχή
και του χάρισε κάτι
απ τη πολύχρωμη στολή.
- Η φωτιά να γίνει
λεβάντα και γιασεμί,
όταν εκείνος θέλει κάτι να
πει.
13 14
9. Το Καλοκαίρι έκανε τη φωτιά,
ήλιο λαμπερό ,
κάτι ζεστό και όχι καυτό.
15 16
10. Ο δράκος ξεπρόβαλε απ’ τη σπηλιά
και η μελαγχολία έγινε χαρά.
Τώρα πια σε κείνο το χωριό ακούγεται
το γέλιο του το τρανταχτό.
Ποτίζει χωράφια.
Παίζει με τα παιδιά.
Και τρώει φασολάδα,
που τόσο λαχταρά.
17 18
11. Η αλκυόνα, τον βλέπει που γελά
και του λέει κελαηδιστά:
«Δράκε μου, καλέ μου φίλε,
κράτα τα δώρα σου σφιχτά
και κλείσε τη μοναξιά
σε κείνη τη σκοτεινή σπηλιά»
19 20
12. Πίνακες ζωγραφικής:
Wheat field by Van Gogh
Falling snowflakes by Arline Wagner
Cascade falls by Alex Izatt
Spring girl by Vaihtipatti