1. 6
Έπαινος (laudatio) του Peter R. L. Brown
Κύριε πρύτανη, κύριε κοσμήτορ, κύριε πρόεδρε, αγαπητοί συνάδελφοι,
αγαπητοί φοιτητές, αξιότιμες κυρίες και κύριοι
στο σκεπτικό του ψηφίσματος με το οποίο εντός ολίγου θα τιμηθεί ο κ. Peter
Brown, καθηγητής ιστορίας του Πανεπιστημίου του Princeton, ανάμεσα στους
λόγους που επικαλούμαστε για την απόφαση αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα
του Τμήματός μας συμπεριλαμβάνεται το γεγονός ότι «πλείστα βιβλία συνετάξατο»
με θέμα τα ήθη και τον βίο «Ελλήνων τε και Ρωμαίων». Καθήκον του εκφωνούντος
τον έπαινο, ευχάριστο και μαζί δύσκολο, είναι να εξηγήσει το περιεχόμενο αυτής της
πυκνής διατύπωσης ως προς την εξαιρετική προσφορά του τιμώμενου στην
επιστήμη. Καθήκον ευχάριστο από την μια, επειδή έτσι αποκαθίσταται μία
παράλειψη εκ μέρους των Ελλήνων ομοτέχνων του προς έναν από τους
σημαντικότερους εν ζωή ιστορικούς της Ύστερης Αρχαιότητας. Καθήκον δύσκολο
από την άλλη, επειδή ο επαινών καλείται να μεταφέρει στο ακροατήριο ένα πλούσιο
σε ιδέες και ερμηνείες έργο σχετικά με θεμελιώδη ζητήματα που απασχολούν όχι
μόνον τον επαγγελματία ιστορικό αλλά και τον μορφωμένο άνθρωπο της εποχής
μας με προφανή τον κίνδυνο των παραλείψεων λόγω του περιορισμένου χρόνου
που έχει στη διάθεσή του, αδικώντας έτσι άθελά του τον τιμώμενο.
Ο Peter Brown ανήκει σε εκείνη τη κατηγορία των ιστορικών που πασχίζουν
να προσφέρουν στους συνανθρώπους τους μεγάλα αφηγήματα για τον τρόπο που
μετασχηματίζονται ολόκληρες κοινωνίες σε σημαντικές χρονικές και γεωγραφικές
κλίμακες. Θέμα του είναι ούτε λίγο ούτε πολύ η μετάβαση από τον κλασικό
πολιτισμό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στον πολιτισμό του κόσμου της ύστερης
αρχαιότητας που καταλήγει με την επικράτηση του Χριστιανισμού στην Ευρώπη και
του Ισλαμισμού στην Εγγύς Ανατολή και κυρίως οι εννοιολογικές μετατοπίσεις που
τη συνοδεύουν. Πρόκειται για ένα στόχο ζωής που ο Brown υπηρέτησε και
εξακολουθεί να υπηρετεί με συνέπεια για περισσότερα από πενήντα χρόνια
χαρίζοντάς μας ένδεκα βιβλία και πλήθος άρθρων, τα περισσότερα γραμμένα με
ευρυμάθεια, οξύνοια και ευρηματικότητα συνδυασμένα με χιούμορ και κομψότητα,
ώστε δικαιολογημένα να αναγνωρίζονται διεθνώς ως έργα αφηγηματικής
κομψότητας.
2. 6
Στο αφήγημά του κεντρική θέση κατέχει ο χριστιανισμός, ιδιαίτερα η άνοδός
του στον κόσμο της Ύστερης Αρχαιότητας. Ο Brown από την αρχή της καριέρας του
υιοθέτησε με τρόπο ρηξικέλευθο μία νέα μέθοδο -αυτονόητη πλέον για τους
περισσότερους σύγχρονους ιστορικούς του χριστιανισμού- να τον δει δηλ. όχι ως
σταθερό και αναλλοίωτο δόγμα μέσα στο διάβα των αιώνων, αλλά ως τη
θρησκευτική γλώσσα μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, ορισμένων κοινωνικών
συνθηκών. Το ενδιαφέρον του για αυτού του είδους τη θεώρηση πήγασε βέβαια
πρώτα και κύρια από τα προσωπικά του βιώματα. Δικαιολογώντας τον τίτλο του
δεύτερου βιβλίου του, Religion and Society in the Age of Augustine (1971), που
δημοσίευσε λίγα χρόνια μετά τη διδακτορική του διατριβή (Augustine of Hippo: A
Biography, 1967) ο ίδιος θα θυμηθεί «Το βιβλίο αυτό ήταν για μένα ένα είδος
συνθήματος πολέμου (cri de guerre): ήταν το σλόγκαν για ένα ολοκληρωμένο ακαδημαϊκό
εγχείρημα. Η θρησκεία χωρίς την κοινωνία δεν με ενδιέφερε διόλου. Η στάση αυτή ήταν
εντελώς φυσική. [Γιατί] το να είσαι μέλος μιας Προτεσταντικής μειονότητας στη νότια
Ιρλανδία σήμαινε να μεγαλώνεις σε ένα κόσμο όπου η θρησκεία διαπερνούσε κάθε πτυχή
της κοινωνικής ζωής…» και θα προσθέσει με χιούμορ «Θυμάμαι ότι στα έξι μου,
ενδιαφερόμουν ζωηρά για τους καουμπόηδες, πράγμα προβλέψιμο. Αλλά ένα πράγμα με
κρατούσε από το να ταυτιστώ πλήρως με αυτούς τους νέους ήρωες. Ήταν άραγε οι
καουμπόηδες καθολικοί ή προτεστάντες».
Η σε βάθος και ενήμερη γνώση των οικονομικών, κοινωνικών και
πολιτιστικών συνθηκών της ύστερης αρχαιότητας τού επιτρέπουν καταρχάς να
δημιουργήσει ένα νέο εννοιολογικό εργαλείο. Και το εργαλείο αυτό δεν είναι άλλο
από τον χαρακτήρα της εξουσίας στην ύστερη Αρχαιότητα. Πιο συγκεκριμένα ο
Brown αφορμάται από το γεγονός ότι από 260 μ.Χ. περίπου συντελείται μία
σημαντική μεταβολή στο εσωτερικό των αριστοκρατιών των πόλεων της ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας λόγω της εξέλιξης του καθεστώτος της μετριοπαθούς ηγεμονίας των
δύο πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων στην αυταρχική δεσποτεία του τέλους του
3ου
και εξής. Την εποχή αυτή οι έως τότε ομοιογενείς τοπικές αριστοκρατίες
(honoratiores) που τις αποτελούσαν ίσοι μεταξύ τους γαιοκτήμονες με κοινό αξιακό
κώδικα τη φιλοτιμία, την επιθυμία δηλ. για διάκριση στην πολιτική ζωή της πόλης
μέσω της ανάληψης αξιωμάτων και ευεργεσιών προς τους συμπολίτες τους
(ευεργετισμός), ομοιόμορφη εκπαίδευση (ρητορική παιδεία) και αντικειμενικό τρόπο
έκφρασης του θρησκευτικού τους αισθήματος μέσα από πανάρχαιες κοινοτικές
εορτές και τελετές έδωσαν τη θέση τους σε νέες elite. Τα μέλη αυτών των
3. 6
τελευταίων έπαψαν να είναι ίσα μεταξύ τους καθώς πολλά από αυτά όφειλαν την
κατά πολύ ισχυρότερη θέση τους μέσα στην πόλη στο ότι διατηρούσαν απευθείας
σχέση με την αυλή και τον αυτοκράτορα ο οποίος τους είχε χρησιμοποιήσει σε
στρατιωτικές ή πολιτικές θέσεις της αυτοκρατορικής ιεραρχίας. Την εξέλιξη αυτή ο
Brown την ονομάζει αλλαγή στο ύφος των σχέσεων μεταξύ των μελών των τοπικών
αριστοκρατιών και τη χρησιμοποιεί ως εννοιολογικό εργαλείο για να αναγνώσει και
να αναλύσει εκ νέου τις διαθέσιμες πηγές (πολλές από τις οποίες παρέμεναν
περιφρονημένες από τη συμβατική ιστοριογραφία). Καταφέρνει έτσι να ερμηνεύσει
το θρησκευτικό ιδίωμα της Ύστερης Αρχαιότητας, να κατανοήσει δηλ. το πως
επιτυγχάνεται η επικράτηση του Χριστιανισμού τον 4ο
και 5ο
αι. στις κοινωνίες των
πόλεων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, φωτίζοντας τις μεταβολές σε όλα τα πεδία και
επίπεδα της ανθρώπινης εμπειρίας. Ο εκχριστιανισμός της πολιτικής, του τρόπου
δηλ. με τον οποίο αρθρώνονται οι σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα μέλη μίας
κοινότητας, συνιστά ένα πρόσφορο παράδειγμα όπου μπορεί κανείς να
παρακολουθήσει τι σημαίνει άνοδος του χριστιανισμού και πως η αλλαγή στο ύφος
των σχέσεων μεταξύ των μελών των τοπικών αριστοκρατιών την προκάλεσε.
Από τα τέλη του 4ου
αι. και κατά τον 5ο
αι. μ.Χ. οι κοινωνίες των μεσογειακών
πόλεων βιώνουν μια νέα πραγματικότητα που δεν είναι άλλη από την ανάδειξη των
επισκόπων σε ισχυρούς παράγοντες της δημόσιας ζωής. Η εικόνα αυτή που χτίζεται
βαθμιαία από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου ως την εποχή του Θεοδοσίου
του Ι εξειδικεύεται στις σχέσεις προστασίας και ελέγχου που ασκούν οι επίσκοποι με
την αρωγή του κλήρου και ιδιαίτερα των λεγόμενων ιερών ανδρών, των μοναχών,
σε ευρέα τμήματα του πληθυσμού των πόλεων και των χωριών τα οποία
περιγράφονται στις πηγές ως φτωχοί. Η οργανωμένη φιλανθρωπία (κυρίως με τη
μορφή καθημερινών συσσιτίων), η νομική προστασία αστών και ακτημόνων
αγροτών συχνά με τη μορφή της διαιτησίας και ο έλεγχος/χειραγώγηση των λαϊκών
εξεγέρσεων ακόμη και μέσω οργανωμένων militia, ειδικά σε μεγάλες πόλεις της
αυτοκρατορίας, καθιερώνουν τους επισκόπους ως ένα από τους δύο πόλους εξουσίας
στο εσωτερικό των πόλεων δίπλα στις τοπικές elite. Το βάθος και η έκταση αυτής
της μεταβολής αποτυπώνεται στο μότο του Αμβροσίου, του επισκόπου Μεδιολάνων
που συνήθισε να υπενθυμίζει στους εκπροσώπους της κεντρικής εξουσίας,
επαρχιακούς διοικητές και αυτοκρατορικούς απεσταλμένους, ότι «οι επίσκοποι είναι
αυτοί που ελέγχουν τα πλήθη, είναι οι ενθουσιώδεις επιτηρητές της ειρήνης, εκτός
4. 6
αν τα πλήθη παρακινούνται από προσβολές προς το θεό και την εκκλησία». Είναι ο
ίδιος εκείνος ιεράρχης που με τη στάση του αρνήθηκε στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο
την θεία ευχαριστία για τη σφαγή της Θεσσαλονίκης του 390 μ.Χ.
Πως εξηγείται όμως αυτή η μεταβολή; Για τον Brown η ανάδειξη αυτού του
νέου πόλου κύρους στο εσωτερικό των πόλεων δίπλα στους πλούσιους αριστοκράτες
οφειλόταν στην αποδόμηση του παραδοσιακού μοντέλου εξουσίας που τις
χαρακτήριζε ως τότε. Το νέο ύφος των σχέσεων μεταξύ των μελών των τοπικών
αριστοκρατιών, όπως το περιγράψαμε παραπάνω, οδήγησε ως τα τέλη του 4ου
αι. στην
υπονόμευση της συνοχή της πόλης: οι νέες elite (πιο συγκεκριμένα το ανώτερο
στρώμα τους οι αναφερόμενοι στις πηγές ως principales) όχι μόνον αρνούνταν να
εκπληρώνουν τις νομικές και ηθικές υποχρεώσεις προστασίας έναντι των
συμπολιτών τους που απέρρεαν από τον αξιακό κώδικα του ευεργετισμού που τους
εξέφραζε ως τότε, αλλά επιδίδονταν σε ενέργειες καταπίεσης και κερδοσκοπίας σε
βάρος τους. Και αυτές τις διέπρατταν είτε ως αξιωματούχοι του μηχανισμού
είσπραξης φόρων της κεντρικής εξουσίας είτε ως μεγαλογαιοκτηματίες που έλεγχαν
την παραγωγή βασικών ειδών διατροφής. Η αλλαγή του ύφους εξουσίας είχε
ωστόσο και άλλες καταλυτικές συνέπειες στην έως τότε δημόσια εικόνα της αρχαίας
πόλης. Η παλαιά διάκριση με την οποία προσδιορίζονταν οι κάτοικοι των πόλεων σε
πολίτες και μη πολίτες, η οποία είχε υποβαθμισθεί εν μέρει από την διάκριση
honestiores – humioliores (τιμημένοι και ταπεινοί), την οποία εισήγαγαν τον 2ο
α.
μ.Χ. οι Ρωμαίοι για κοινωνικούς και φορολογικούς λόγους, περιέπεσε πια σε
αχρηστία: εκεί που δεν υπάρχει πόλη ως σώμα πολιτών η έννοια του πολίτη
περιττεύει. Στη θέση της εμφανίζεται ο όρος πτωχός που δεν δηλώνει μόνον τους
φτωχούς της πόλης και της υπαίθρου αλλά αγκαλιάζει και εκείνα τα τμήματα του
πληθυσμού, χειρώνακτες, επαγγελματίες και μικροκαλλιεργητές, που στενάζουν
κάτω από την καταπίεση των principales. Η έννοια του πτωχού σημαίνει πια «τον
κατατρεγμένο και τον αδικημένο». Το νέο ύφος της εξουσίας μετάλλαξε τελικά την
ουσία της σε τέτοιο βαθμό που από τον 4ο
αι. και εξής σήμαινε όχι την
πατροπαράδοτη προστασία των πολιτών τη στηριγμένη στον ευεργετισμό αλλά τη
φιλευσπλαχνία, τη φιλανθρωπία και τη δικαιοσύνη προς τους πτωχούς. Τίποτε δεν
δείχνει καλύτερα αυτή τη μετατόπιση στις σχέσεις εξουσίας όσο ο χαρακτηρισμός
των επισκόπων ως «εκείνων που αγαπούν τους φτωχούς».
5. 6
Σε ένα κόσμο διχασμένο ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους η φροντίδα των
πτωχών εισήγαγε ωστόσο ένα νέο φαντασιακό μοντέλο κοινωνίας, καθώς προέβαλε
ένα πιο βασικό δεσμό αλληλεγγύης. Ο πλούσιος προσέφερε ευεργεσίες όχι επειδή οι
παραλήπτες τους ήταν πολίτες μιας συγκεκριμένης πόλης, αλλά επειδή ήταν
αδέλφια του, επειδή μοιράζονταν μαζί τους την κοινή μοίρα της θνητότητας. Το
κοινωνικό χάσμα ανάμεσά τους υπήρχε, αλλά παράλληλα ως θνητοί ήσαν ίσοι
μπροστά στο θεό και άρα αλληλέγγυοι. Όσο για τον αυτοκράτορα που είχε επενδυθεί
θεϊκή εξουσία από την εποχή του Κωνσταντίνου θα έπρεπε να δείχνει συγκατάβαση
προς τους υπηκόους τους όπως ο θεός προς τον άνθρωπο που δέχθηκε να
ενσαρκωθεί για την σωτηρία του. Με άλλα λόγια θα έπρεπε να γίνει σαν αυτούς.
Πάνω σε αυτήν την κοινή μοίρα της θνητότητας στηρίχθηκε η κριτική που ασκήθηκε
από τους επισκόπους και τον κλήρο στους δυνατούς της εποχής. Με τέτοιου είδους
αναλύσεις ο Brοwn, δεν κάνει τίποτε άλλο από να ερμηνεύει τη δυναμική και την
εσωτερική λογική μίας θρησκευτικής επανάστασης, όπως ήταν η επικράτηση του
Χριστιανισμού στη Ύστερη Αρχαιότητα, έχοντας ως βάση τη μελέτη της κοινωνίας.
Ένα τέτοιο δύσκολο εγχείρημα ασφαλώς δεν άγεται σε πέρας μόνο με τα
προσωπικά βιώματα, όσο και όποια και αν είναι αυτά. Και αυτό το έχει επισημάνει
στους μελλοντικούς μαθητές του από πολύ νωρίς ο τιμώμενος. «Στην πορεία των
πολύ απαιτητικών ιστορικών σπουδών» θα πει στο εναρκτήριο μάθημά του στo Royal
Holloway College (1977) «πρέπει να έχουμε το ηθικό σθένος να αντισταθούμε στα
κριτήρια της δικής μας συνείδησης, να κάνουμε μια παύση, να αφήσουμε την φαντασία
μας ελεύθερη, να ασχοληθούμε σοβαρά με την ανάγνωση βιβλίων που διευρύνουν τα όρια
της αποδοχής μας και μας μαθαίνουν να φανταζόμαστε με μεγαλύτερη ακρίβεια τι
σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος σε συνθήκες εντελώς διαφορετικές από τις δικές του».
Ο ίδιος δεν έπαψε ποτέ να αναγνωρίζει την οφειλή του σε μεγάλες σχολές σκέψης
όπως η κοινωνική ανθρωπολογία ή σε σημαντικούς διανοητές, όπως η κοινωνική
ανθρωπολόγος Mary Duglas, ο φιλόσοφος Pierre Hodot η ο ιστορικός Michel
Faucault. Όλες αυτές οι συναντήσεις επηρέασαν δημιουργικά τη μέθοδο του Brown
και τον τρόπο που βλέπει το ιστορικό γίγνεσθαι. Και είναι αυτή ακριβώς η στάση που
τον οδήγησε να αντιληφθεί την Ύστερη Αρχαιότητα όχι ως μια σκοταδιστική
περίοδο όπου δρουν μόνον φανατικοί ρασοφόροι, όπως έκαναν οι παλαιότεροι
ομότεχνοί του με γνωστότερο εκπρόσωπό τον συμπατριώτη του Γίββωνα που την
απέρριψε ως ¨Παρακμή και Πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» στο ομώνυμο
έργο του· ούτε ως μία περίοδο όπου το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν οι θρίαμβοι
6. 6
των Χριστιανών πάνω στον αντίπαλο είτε αυτός ήταν ο υπερόπτης εθνικός, ο
«ξένος» βάρβαρος ή ο αλλόθρησκος μωαμεθανός, όπως την θέλει η σύγχρονη
χριστιανική ιστοριογραφία. Για τον Brown η Ύστερη Αρχαιότητα είναι μια περίοδος
της ανθρώπινης ιστορίας που αξίζει να μελετάται, επειδή ο πολιτισμός της έχει την
τάση να υφίσταται αλλαγές σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης εμπειρίας και όχι μόνο
του θρησκευτικού συναισθήματος. Η γοητεία της βρίσκεται συνάμα στο ότι μας
επιτρέπει να δούμε πως ήταν να ζει κανείς μέσα σε ένα κόσμο που αλλάζει
αγνοώντας τις μελλοντικές εξελίξεις. Σε ένα κόσμο που βρέθηκε αντιμέτωπος με
νέες ιδέες και αντιλήψεις διαφορετικές από εκείνες που τον αντιπροσώπευαν για
αιώνες, τις οποίες ωστόσο κατόρθωσε τελικά με την σοφία και προσαρμοστικότητα
των ανθρώπων του, μικρών και μεγάλων, να τις μετουσιώσει σε κάτι νέο.
Αγαπητέ καθηγητά Brown,
σας ευχαριστούμε γιατί μέσα από τα έργα σας μάθαμε να κατανοούμε καλύτερα και
να σεβόμαστε περισσότερο τις πράξεις των μικρών και μεγάλων ανθρώπων της
Ύστερης Αρχαιότητας. Ευχόμαστε ο θεός να σας χαρίζει υγεία και μακροημέρευση
για να εξακολουθείτε να προσφέρετε παρόμοια έργα στους συνανθρώπους μας
κάνοντας έτσι ακόμη πιο υπερήφανη την επιστημονική σας οικογένεια. Σε αυτήν
ευαρεστηθείτε, παρακαλώ, να συναριθμείτε του λοιπού, ως επίτιμος διδάκτορας του
Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, όλους εμάς που σεμνυνόμαστε ήδη να σας
θεωρούμε πολύτιμο φίλο και διακεκριμένο συνάδελφο.
Σας ευχαριστώ
7. 6
των Χριστιανών πάνω στον αντίπαλο είτε αυτός ήταν ο υπερόπτης εθνικός, ο
«ξένος» βάρβαρος ή ο αλλόθρησκος μωαμεθανός, όπως την θέλει η σύγχρονη
χριστιανική ιστοριογραφία. Για τον Brown η Ύστερη Αρχαιότητα είναι μια περίοδος
της ανθρώπινης ιστορίας που αξίζει να μελετάται, επειδή ο πολιτισμός της έχει την
τάση να υφίσταται αλλαγές σε κάθε επίπεδο της ανθρώπινης εμπειρίας και όχι μόνο
του θρησκευτικού συναισθήματος. Η γοητεία της βρίσκεται συνάμα στο ότι μας
επιτρέπει να δούμε πως ήταν να ζει κανείς μέσα σε ένα κόσμο που αλλάζει
αγνοώντας τις μελλοντικές εξελίξεις. Σε ένα κόσμο που βρέθηκε αντιμέτωπος με
νέες ιδέες και αντιλήψεις διαφορετικές από εκείνες που τον αντιπροσώπευαν για
αιώνες, τις οποίες ωστόσο κατόρθωσε τελικά με την σοφία και προσαρμοστικότητα
των ανθρώπων του, μικρών και μεγάλων, να τις μετουσιώσει σε κάτι νέο.
Αγαπητέ καθηγητά Brown,
σας ευχαριστούμε γιατί μέσα από τα έργα σας μάθαμε να κατανοούμε καλύτερα και
να σεβόμαστε περισσότερο τις πράξεις των μικρών και μεγάλων ανθρώπων της
Ύστερης Αρχαιότητας. Ευχόμαστε ο θεός να σας χαρίζει υγεία και μακροημέρευση
για να εξακολουθείτε να προσφέρετε παρόμοια έργα στους συνανθρώπους μας
κάνοντας έτσι ακόμη πιο υπερήφανη την επιστημονική σας οικογένεια. Σε αυτήν
ευαρεστηθείτε, παρακαλώ, να συναριθμείτε του λοιπού, ως επίτιμος διδάκτορας του
Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας, όλους εμάς που σεμνυνόμαστε ήδη να σας
θεωρούμε πολύτιμο φίλο και διακεκριμένο συνάδελφο.
Σας ευχαριστώ