3. ΚΛΟΥΑΖΟΝΈ Ι
Έφτασα στο αποτεφρωτήριο με ταξί, λίγο πριν από τη δύση
του ηλίου. Οι καμινάδες έδειχναν σβηστές. Με παρηγόρησε
η σκέψη ότι δεν γινόταν καύση νεκρού. Ο οδηγός προθυμοποιή-
θηκε να περιμένει μέχρι να τελειώσω το ραντεβού και να με επι-
στρέψει πίσω στο νοσοκομείο, σε παραλιακή περιοχή της Αθή-
νας, όπου εγχειριζόμουν –τι παράδοξο– εκείνη τη στιγμή στο
ισχίο. Μου έδωσε το ένα χέρι και με το άλλο έφερε το «πι» δίπλα
μου.Δέχτηκα την πολύτιμη βοήθειά του για να σταθώ στα πόδια
μου και πριν φύγω γύρισα να τον δω και να τον ευχαριστήσω.
«Αιμίλιε;» φώναξα το όνομά του κι εκείνος ξαφνιάστηκε.
Σε όλη τη διαδρομή δεν είχαμε ανταλλάξει κουβέντα παρά μόνο
τα σχετικά για τον προορισμό μου. Σκεφτόμουν ότι άλλος οδη-
γός ταξί θα έκανε σίγουρα σχόλιο για το αν θα φτιάξει επιτέ-
λους ο καιρός, θα ανέλυε διεξοδικά την κατάσταση με την παν-
δημία του κορονοϊού και θα απαριθμούσε εξονυχιστικά τις επι-
πτώσεις του στις ανθρώπινες σχέσεις. Εκείνος όχι. Τον αναγνώ-
ρισα μόνο όταν τον είδα μπροστά μου, αν και είχε άδειο από
τρίχες το κεφάλι στην κορυφή και λιγοστά άσπρα μαλλιά γύρω
από τα αυτιά. Έξω από το ταξί έβγαλε τη μάσκα και φάνηκαν
τα στραβά δόντια που έκρυβε από μικρός. Απέφευγε πάντα να
χαμογελάσει ή να ανοίξει διάπλατα το στόμα του.
4. 4 ΛΊΝΑ ΒΑΛΕΤΟΠΟΎΛΟΥ
«Χάρις, εσύ; Πόσα χρόνια έχουν περάσει, δεν θα είναι τρι-
άντα;» έκανε έναν φειδωλό απολογισμό.
«Και παραπάνω μη σου πω. Εσύ, πώς βρέθηκες στην
Αθήνα; Οι σπουδές σου στη Θεσσαλονίκη, ο Βόλος, οι γονείς
σου;» ρώτησα με προσποιητό ενδιαφέρον.
«Παράτησα τη Φιλοσοφική, δεν την τελείωσα ποτέ. Με τη
γυναίκα μου, που είναι Αθηναία, σπουδάζαμε μαζί στο Αρι-
στοτέλειο. Ούτε εκείνη πήρε πτυχίο, έμεινε έγκυος κι αποφα-
σίσαμε να μετακομίσουμε εδώ. Οι γονείς μου και οι δύο καλά,
μένουν στο πατρικό μου σπίτι στον Βόλο».
Κοιτάξαμε ταυτόχρονα το ταξί. Ο Αιμίλιος κατέβασε το
κεφάλι.
Οι κινήσεις μου ήταν ασταθείς, λόγω της μυϊκής ατροφίας
από τη χειρουργική επέμβαση και της αδυναμίας που είχε επι-
φέρει προσωρινά η επισκληρίδιος στο δεξί μου άκρο. Έκανα
προσπάθεια να βαδίζω σωστά με το «πι», έβαζα πρώτα το
καλό πόδι, έστελνα το βοήθημα πιο μακριά από όσο έπρεπε
και ύστερα τρέκλιζα αγκομαχώντας να το φτάσω. Είχα μαζί
μου και μία φούσκα με παυσίπονο. Ήταν συνδεδεμένη με
αυτοκόλλητο στο μπράτσο μου κι έστελνε υποδόρια το φάρ-
μακο. Κρέμασα το τσαντάκι που περιείχε τη φούσκα από το
πλαϊνό χερούλι του «πι». Μπορούσα να φανταστώ τι είδους
εντύπωση του έκανα στην κατάστασή μου. Άφησα τον Αιμίλιο
να με περιμένει. Μπήκα από την πόρτα που έγραφε: «Είσοδος
για το κοινό».
Η αίθουσα αναμονής ήταν άδεια από κόσμο. Η ξύλινη
ραφιέρα στον τοίχο είχε βάζα κάθε μεγέθους και σχήματος.
Έμοιαζαν με τα κλουαζονέ της μαμάς. Tέτοια βάζα διακο-
σμούσαν αρκετά ράφια του σαλονιού μας. Τα σαπουνίζαμε
σχολαστικά Πάσχα και Χριστούγεννα και το καπάκι τους ήταν
αυτό που φοβόμουν περισσότερο να μη σπάσει. Η μητέρα μιας
συμμαθήτριάς μου στο Γυμνάσιο, όταν χώρισε από τον άντρα
της, αποφάσισε να ασχοληθεί με τα κλουαζονέ και για να τη
5. 5
ΚΛΟΥΑΖΟΝΈ
βοηθήσουμε στο νέο της ξεκίνημα αγοράσαμε δύο από αυτά.
Ήταν αρκετά διαφορετική η τεχνοτροπία τους από τα κινέ-
ζικου τύπου διακοσμητικά της μαμάς. Ίσως ήθελαν περισσό-
τερη δουλειά. Γι’ αυτό και τα είχαμε στο πρόχειρο καθιστικό,
μακριά από το σαλόνι.
Δικαιολογώ την απόφασή της να ασχοληθεί με αυτή την
τεχνική εκφράζοντας απόλυτα την ψυχολογική της κατάσταση.
Το βάζο ήταν η ζωή της. Οι ρωγμές στην επιφάνεια του βάζου
διαχώριζαν την κάθε στιγμή και της επέτρεπαν να τη δουλέψει
ως αυτόνομο τμήμα. Η επισμάλτωση στο τέλος ένωνε τα κομ-
μάτια σε ένα ενιαίο αντικείμενο. Διάβασα στην εγκυκλοπαίδεια
που είχαμε στο σπίτι ότι μια ιαπωνική μέθοδος επανασυνδέει
κάθε πορσελάνινο κομμάτι με χρυσό κι ένα σπασμένο βάζο γίνε-
ται πολυτιμότερο από πριν, ως μία ηχηρή άρνηση στη φθορά.
Παρατήρησα τα βάζα του αποτεφρωτηρίου εξονυχιστικά.
Έμοιαζαν με διακοσμητικά τύπου κλουαζονέ, αλλά δεν ήταν.
Ρίγος διέτρεξε το σώμα μου, μου ξέφυγε ένα «όχι», πίστεψα
για μια στιγμή ότι μέσα σε αυτά υπήρχαν αποτεφρωμένοι,
αλλά ο υπάλληλος κατάλαβε τον φόβο μου και: «Μην ανη-
συχείτε αγαπητή μου, τα βάζα που βλέπετε στα ράφια είναι
δείγματα για να διαλέξουν οι πελάτες». Έφτασε δίπλα μου και
αντίκρισα το πρόσωπό του.
«Παγκανίνι;» αναφώνησα διπλά έκπληκτη από πριν,
που πέτυχα τον Αιμίλιο για οδηγό ταξί. Ήταν παραπάνω από
σύμπτωση να συναντήσω δύο από τους παιδικούς μου φίλους
στο ίδιο μέρος, μετά από τριάντα, ή μάλλον τριάντα έξι για την
ακρίβεια, χρόνια.
«Χάρις, τι καλά που σε ξαναβλέπω, δεν άλλαξες καθό-
λου!» Στηρίχτηκα στο «πι» τεντώνοντας τους αγκώνες για να
ψηλώσω τον κορμό και γέλασα από μέσα μου. Χαιρετηθήκαμε
από απόσταση κατεβάζοντας για λίγο τις μάσκες.
«Τι κάνεις εδώ; Θέλω να πω, τι απέγιναν οι σπουδές σου,
το βιολί, η καριέρα σου;» τον ρώτησα με ειλικρινές ενδιαφέρον.
6. 6 ΛΊΝΑ ΒΑΛΕΤΟΠΟΎΛΟΥ
«Έφυγα τότε, θυμάσαι, για την Αθήνα. Με φιλοξένησαν οι
θείοι μου και έψαξα για δουλειά. Τα δίδακτρα στο ωδείο ήταν
ακριβά. Δεν τα κατάφερα. Έτσι, πήγα στην Οδησσό, στο σπίτι
της γιαγιάς μου, που ζούσε ακόμα εκεί. Δεν ξέρεις πόσο μου
έλειψε η πατρίδα. Το βιολί μού έφερνε μια αφόρητη νοσταλ-
γία. Το παράτησα. Ένας συγγενής μου δούλευε στο αποτεφρω-
τήριο του Κιέβου, με πήρε κοντά του κι έμαθα τη δουλειά.
Όταν άκουσα ότι ανοίγει αποτεφρωτήριο στην Ελλάδα, δεν
το σκέφτηκα καθόλου. Έκανα την αίτηση και να με. Για ποιον
πρόκειται;» διέκοψε την εξιστόρηση της ζωής του. «Μα για
εμένα φυσικά» του απάντησα. Στραβοκατάπιε. Φάνηκε σαν
να μη μιλούσαμε τόση ώρα μαζί και να ξαφνιάστηκε απότομα
από την κατάστασή μου. Μου πρότεινε να καθίσω.
«Τι εννοείς για σένα;»
«Θα ήθελα κάποιες πληροφορίες, γιατί κάνω αρθροπλα-
στική ισχίου. Θα μου βάλουν ένα κεραμικό PY 2345 κι ένα
μεταλλικό Coraille 5432 της Johnson & Johnson. Θέλω να
μάθω αν κατά τη διάρκεια της αποτέφρωσης τα μεταλλικά
κομμάτια λιώνουν και τα κεραμικά στοιχεία θρυμματίζονται.
Τρέμω στην ιδέα μέσα σε κάποια από αυτές τις ωραίες τεφρο-
δόχους-κλουαζονέ που θα επιλέξω να υπάρχουν εκτός από την
απαλή τέφρα μου και κομμάτια από εξαρτήματα».
«Για περίμενε μισό λεπτό να το κοιτάξω». Πληκτρολό-
γησε κάτι στον υπολογιστή του. Ξεφύσησε και έδωσε ακόμα
μία εντολή. Μετά το δεύτερο έντερ σήκωσε το κεφάλι του και
χαμογέλασε. Το καρύδι στον λαιμό ανεβοκατέβαινε το ίδιο
γνώριμα σε κάθε του λέξη.
«Συνήθως σταματάμε τη διαδικασία σε χαμηλούς βαθμούς
θερμοκρασίας και παίρνουμε, παραδείγματος χάριν, τα χρυσά
δόντια του πελάτη. Για λογαριασμό των οικείων του βέβαια,
προς Θεού, μην παρεξηγηθώ».
«Κι αν όχι, αν δηλαδή δεν υπάρχει κάτι που θέλεις να συλ-
λέξεις;» ρώτησα με αγωνία.