1. ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΑΣ
Ένα πολύτιμο αγαθό.
Παραμυθάς: Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα, στη
Χρυσή Πολιτεία, ζούσε ένας άπληστος και ψιλοπερήφανος για το
χρυσάφι του, βασιλιάς.
Βασιλιάς: Δεν υπάρχει πολυτιμότερο πράγμα, εκτός από το χρυσάφι
μου.
Παραμυθάς: Τον άκουσε η νεράιδα Φύση του δάσους και θύμωσε
πάρα πολύ.
Νεράιδα: Αλίμονο!! Αλίμονο!! Α!! Τι είναι αυτά που λέει ο άπληστος,
ο άχρηστος, ο ψιλοπερήφανος;
Ε!! Θα τον εκδικηθώ. Θα αποξεράνω όλες τις θάλασσες κι όλα τα
ποτάμια. Θα πει το νερό νεράκι!!!
Βασιλιάς: Φέρτε μου τα ρούχα!!
Υπηρέτρια: Αδύνατον, Βασιλιά μου, όλα τα ρούχα σας είναι βρώμικα
και δεν υπάρχει στάλα νερό στις δεξαμενές.
Βασιλιάς: Φέρτε μου το πρωινό
Υπηρέτρια: Πολυχρονεμένε μου βασιλιά, δεν έχουμε σταγόνα για το
πλύσιμο των φρούτων.
Βασιλιάς: Φέρτε μου νερό! Φέρτε μου νερό!
1ο Φρουρός: Σεεε όλη τη χώρα δεν υπάρχει νερό πουθενά
2ο Φρουρός: Ακούστε με! Η μόνη μας ελπίδα είναι η λίμνη
Κρυφοδιαμάντι.
3ο Φρουρός: Γρήγορα στ’ άλογα! Τρέξτε!!
Αφού φτάσανε στη λίμνη
Φρουροί: Τι κρίμα δεν υπάρχει νερό
2. Παραμυθάς: Ο λαός της Χρυσής πολιτείας πεινούσε και διψούσε.
Χιλιάδες άνθρωποι και ζώα πέθαιναν μέρα με τη μέρα απ’ τη
λειψυδρία. Τα φυτά μαραίνονταν κι όλο το παραμυθένιο δάσος
μεταμορφώνονταν σ’ ένα γυμνό κι άχαρο τοπίο.
Βασιλιάς: Θεέ μου! Δεν το πιστεύω. Η χώρα μου μαραζώνει. Πάνε οι
καλλιέργειες πεθαίνουν τα ζώα, οι άνθρωποι αρρωσταίνουν.
Τι να κάνω ό δόλιος;
Νεράιδα: Λοιπόν, βασιλιά μου, τι είναι πολυτιμότερο το χρυσάφι σου
ή το νερό;
Βασιλιάς: Μα φυσικά το νερό. Είναι ένα φυσικό πολύτιμο αγαθό και
δεν πρέπει να το σπαταλάμε άσκοπα. Με το χρυσάφι μου θα
κατασκευάσω έργα για να έχει πάντα νερό η Χρυσή Πολιτεία.
Παραμυθάς: Έτσι κι έγινε. Η χρυσή Πολιτεία μεταμορφώθηκε σ’ ένα
μαγικό κόσμο. Οι άνθρωποι, τα ζώα και τα φυτά έγιναν ένα μεταξύ
τους.
Όλοι ζούσαν ευτυχισμένοι χωρίς να σκέφτονται το χρήμα, αλλά πώς
να αποταμιεύουν νερό και να μην καταστρέφουν τη φύση.