SlideShare a Scribd company logo
1 of 7
Download to read offline
Μυλωνά Λίνα_2014
[ΛΥΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2010-2011]
Σελίδα 1 από 7
Ευθύνη υπουργών και υφυπουργών.
Οι υπουργοί ως οι κατεξοχήν φορείς της πολιτικής εξουσίας ήταν ανέκαθεν υπεύθυνοι
για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. ΢υνακόλουθα και η Κυβέρνηση, που δεν
είναι τίποτε άλλο παρά περισσότεροι υπουργοί που συμπράττουν στη χάραξη της
γενικότερης ή ειδικότερης κυβερνητικής πολιτικής, ευθύνεται για τις πολιτικές
αποφάσεις που λαμβάνει.
Επιχειρώντας μια ιστορική αναδρομή βλέπει κανείς ότι η ποινική ευθύνη των
υπουργών προηγήθηκε ιστορικά και από την πολιτική και από την αστική τους
ευθύνη (the King can do no wrong). Όλα τα Ελληνικά ΢υντάγματα, και τα
επαναστατικά, αναφέρονται στο θεσμό της ευθύνης των Τπουργών για πολιτικά
εγκλήματα και εγκλήματα σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων τους.
Σον θεσμό της πολιτικής ευθύνης των Τπουργών υιοθετεί το ΢ύνταγμα του 1844,
διατύπωση που επαναλαμβάνεται στο ΢ύνταγμα του 1864, του 1911 και του 1952.
Σα ΢υντάγματα του 1925 και του 1927 καθιστούν τους Τπουργούς στο σύνολό τους εξ
ολοκλήρου υπεύθυνους για την γενική πολιτική της κυβέρνησης (συλλογική πολιτική
ευθύνη) και ο καθένας τους ξεχωριστά για πράξεις της αρμοδιότητάς του (ατομική
πολιτική ευθύνη).
Σο ΢ύνταγμα του 1975, επαναλαμβάνοντας τη ρύθμιση του ΢υντάγματος του 1927,
εισάγει την ευθύνη των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών και ατομικά και
συλλογικά. Σο άρθρο 85 του ΢υντάγματος ορίζει ότι τα μέλη του Τπουργικού
΢υμβουλίου και οι Τφυπουργοί είναι συλλογικά υπεύθυνοι για την γενική πολιτική
της κυβέρνηση και καθένας από αυτούς για τις πράξεις ή παραλείψεις της
αρμοδιότητας του σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων για την ευθύνη των Τπουργών,
ενώ συγχρόνως κατά το άρθρο 35 παρ. 1 είναι υπεύθυνοι και για τις πράξεις του
ΠτΔ που προσυπογράφουν.
΢ύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, τα μέλη της κυβέρνησης και οι υφυπουργοί
υπέχουν τριπλή ευθύνη: α) αστική β) ποινική και γ) κοινοβουλευτική. Η τριπλή
αυτή ευθύνη των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών υπάρχει για τις
πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και για τις
Μυλωνά Λίνα_2014
[ΛΥΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2010-2011]
Σελίδα 2 από 7
πράξεις, παραλείψεις ή πολιτικές δηλώσεις του ΠτΔ (άρθρα 49 παρ. 1 & 35 παρ.
1) όπου το πρώτο άρθρο καθιερώνει το ανεύθυνο του ΠτΔ και το δεύτερο την ευθύνη
του αρμόδιου Τπουργού για κάθε πράξη του ΠτΔ.
Αστική ευθύνη των υπουργών και υφυπουργών είναι η υποχρέωσή τους να
αποκαταστήσουν τη ζημία, την οποία προξένησαν σε οποιοδήποτε πρόσωπο (Δημόσιο
και ιδιώτες) με παράνομη πράξη ή παράλειψή τους. Πριν την αναθεώρηση του
2001 προϋπόθεση της αστικής ευθύνης του Τπουργού ήταν η προηγούμενη
καταδίκη του από το Τπουργοδικείο. Μετά την αναθεώρηση του 2001 και του Ν.
3126/2003 η έγερση αγωγής δεν προϋποθέτει πια την καταδίκη του Τπουργού από
το Ειδικό Δικαστήριο. Ακόμα, δεν ισχύει για αυτόν ούτε η απαλλαγή από την
προσωπική ευθύνη που καθιερώνει ο Τπαλληλικός Κώδικας για τους δημοσίους
υπαλλήλους επειδή ο Τπουργός δεν είναι υπάλληλος κατά την έννοια του Τ.Κ.
Επομένως, για τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των
καθηκόντων μέλους κυβέρνησης ή υφυπουργού ευθύνονται σε ολόκληρο το Δημόσιο
και ο ίδιος.
Κοινοβουλευτική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης είναι εκείνη που
συνίσταται στην υποχρέωσή τους να λογοδοτούν στη βουλή και να παραιτούνται αν η
βουλή, με ρητή απόφασή της, αποσύρει την εμπιστοσύνη της.
Η κοινοβουλευτική ευθύνη της κυβέρνησης και των μελών της ταυτίζεται με την
πολιτική τους ευθύνη δηλαδή με αυτή καθεαυτή τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής
αρχής. Πρόκειται για την εξάρτηση της κυβέρνησης από τη λειτουργία της βουλής.
Η κοινοβουλευτική ευθύνη αποτελεί το σπουδαιότερο είδος ευθύνης που έχουν τα
μέλη της κυβέρνησης. Γιατί τόσο η ποινικό όσο και η αστική ευθύνη σπάνια
λειτουργούν, με επακόλουθο η κοινοβουλευτική ευθύνη να απομένει το μόνο είδος
ευθύνης της κυβέρνησης και των μελών της σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων
τους. Λόγω της κοινοβουλευτικής ευθύνης οι υπουργοί ελέγχονται συνεχώς από το
κοινοβούλιο και εξαρτώνται από την εμπιστοσύνη του, χωρίς την οποία δεν μπορούν
να διατηρήσουν το αξίωμά τους.
Η κοινοβουλευτική ευθύνη των υπουργών παρουσιάζεται κατά κανόνα ως συλλογική
δηλαδή ως ευθύνη ολόκληρης της κυβέρνησης, ιδίως για ζητήματα γενικής πολιτικής
(άρθρο 85). Η καθιέρωση της πολιτικής ευθύνης ως συλλογικής προέρχεται από την
Μυλωνά Λίνα_2014
[ΛΥΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2010-2011]
Σελίδα 3 από 7
άλλοτε ανάγκη των υπουργών να σχηματίζουν ενιαίο μέτωπο έναντι του μονάρχη και
του κοινοβουλίου, θεσμών ενώπιον των οποίων ήταν υπεύθυνη. ΢ήμερα η ανάγκη
αυτή υπάρχει για να εξασφαλίζεται η εμπιστοσύνη της κυβέρνησης απέναντι στη
κοινή γνώμη.
΢υνέπεια αυτής της ευθύνης είναι ότι εφόσον ο υπουργός δεν συμφωνεί με
συγκεκριμένη κυβερνητική απόφαση, οφείλει δημοσίως να ταχθεί υπέρ αυτής ή να
παραιτηθεί. ΢το ισχύον ελληνικό δίκαιο δεν αποκλείεται η κοινοβουλευτική ευθύνη
να παρουσιασθεί ως ατομική δηλαδή ως ευθύνη μεμονωμένου ή μεμονωμένων
υπουργών κατά το άρθρο 84 παρ. 2 που ορίζει ότι η βουλή μπορεί να αποσύρει την
εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση ή από μέλος της. Βέβαια η εμφάνιση της
κοινοβουλευτικής ευθύνης ως ατομικής παρουσιάζεται απίθανη. ΢ύμφωνα με
πρακτική συνθήκη του πολιτεύματος μετατρέπεται σε συλλογική δηλαδή ευθύνεται
ολόκληρη η κυβέρνηση. Έτσι αν η βουλή διατυπώσει πρόταση δυσπιστίας εναντίον
ορισμένου υπουργού είναι σχεδόν αδύνατο να μην κηρυχθεί η Κυβέρνηση
αλληλεγγύη με αυτόν, ώστε η τυχόν καταψήφισή του να θεωρηθεί καταψήφιση
ολόκληρης της κυβέρνησης. Αν η κυβέρνηση δεν δηλώσει την αλληλεγγύη της, η
συνέπεια θα είναι ότι η κυβέρνηση δεν επιθυμεί πλέον να είναι μέλος της ο
κατηγορούμενος υπουργός ή υφυπουργός και ότι υιοθετεί την εναντίον του πρόταση
δυσπιστίας της βουλής.
Σο περιεχόμενο της κοινοβουλευτικής ευθύνης της κυβέρνησης απαρτίζεται από τις
εξής αρχές:
(α) Το δικαίωμα της βουλής να ελέγχει διαρκώς τους υπουργούς. Ο κοινοβουλευτικός
έλεγχος της βουλής επί της κυβέρνησης και των μελών της ασκείται δύο τουλάχιστον
φορές την εβδομάδα αποκλειστικά από την Ολομέλεια (άρθρο 70 παρ. 6). Σα μέσα
άσκησης ελέγχου είναι επτά: οι αναφορές, οι ερωτήσεις, οι επίκαιρες ερωτήσεις, οι
αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων, οι επερωτήσεις, οι επίκαιρες επερωτήσεις και οι
εξεταστικές επιτροπές. Σο ΢ύνταγμα προβλέπει μόνο τις αναφορές και τις εξεταστικές
επιτροπές στα άρθρα 69 και 68 παρ. 2. Σα υπόλοιπα προβλέπονται από τον
Κανονισμό της βουλής.
(β) Σην υποχρέωση των υπουργών να λογοδοτούν ενώπιον της βουλής. Η άσκηση των
προαναφερθέντων μέσων άσκησης της βουλής υποχρεώνει τα μέλη της κυβέρνησης
Μυλωνά Λίνα_2014
[ΛΥΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2010-2011]
Σελίδα 4 από 7
σε λογοδοσία (υποχρεώνονται σε διευκρινίσεις όποτε τους ζητηθούν) σύμφωνα με τα
άρθρα 69 και 66 παρ. 3.
(γ) Σην υποχρέωση της κυβέρνησης και των υπουργών να παραιτηθούν εφόσον
στερηθούν της εμπιστοσύνης της βουλής. Αν από την άσκηση του κοινοβουλευτικού
ελέγχου εντοπιστεί τομέας ή τομείς όπου η κυβέρνηση ή μέλος ή υφυπουργός με
πράξη ή παράλειψή ενήργησαν σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος τότε μέσω των
διαδικασιών των άρθρων 84 παρ. 2-7 του ΢υντάγματος η βουλή συζητά και ψηφίζει
πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης στο σύνολό της ή κατά μεμονωμένου
υπουργού ή υφυπουργού. Από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας θα κριθεί αν η βουλή
διατηρεί την εμπιστοσύνη της ή αν την αίρει, οπότε ως κύρωση για την άρση αυτή
επιβάλλεται στην κυβέρνηση ή στον υπουργό ή στον υφυπουργό η υποχρέωση να
παραιτηθεί.
Προϋποθέσεις για την πρόταση δυσπιστίας (άρθρο 84 παρ. 2) είναι:
(α) Η πρόταση πρέπει να φέρει τις υπογραφές του 1/6 των βουλευτών ήτοι 50 εφόσον
το άρθρο 51 παρ. 1 ορίζει το συνολικό αριθμό σε 300.
(β) Να έχει παρέλθει τουλάχιστον ένα εξάμηνο από την απόρριψη της προηγούμενης
πρότασης δυσπιστίας για ταυτόσημες προτάσεις (έτσι η απόρριψη πρότασης
δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης δεν εμποδίζει την υποβολή πρόταση δυσπιστίας
κατά μέλους της πριν την πάροδο εξαμήνου και αντιστρόφως). Σο εξάμηνο δε βρίσκει
εφαρμογή αν έχουν μεσολαβήσει γενικές βουλευτικές εκλογές και τέλος, η πάροδος
εξαμήνου δεν απαιτείται όταν η πρόταση δυσπιστίας φέρει τις υπογραφές της
απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών ήτοι 151 ψήφοι (άρθρο 84
παρ. 3).
(γ) Η πρόταση πρέπει να ορίζει «σαφώς» τα προς συζήτηση θέματα (άρθρο 84 παρ.
2).
Αν η πρόταση δυσπιστίας στρέφεται κατά της Κυβέρνησης, τότε συνέπεια της
υπερψήφισης αυτής, είναι η, υποχρεωτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, έκδοση
ρυθμιστικού διατάγματος για την απαλλαγή από τα καθήκοντά της (άρθρο 38 παρ.
1) χωρίς καν να χρειάζεται παραίτηση. Αντίθετα, δεν υπάρχει ρητή συνταγματική
ρύθμιση των συνεπειών της υπερψήφισης πρότασης δυσπιστίας κατά συγκεκριμένου
μέλους της κυβέρνησης. Κατά αναλογία με το προηγούμενο άρθρο μπορεί να γίνει
Μυλωνά Λίνα_2014
[ΛΥΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2010-2011]
Σελίδα 5 από 7
δεκτό ότι σε αυτή την περίπτωση ο Πρωθυπουργός έχει υποχρέωση απορρέουσα από
το άρθρο 84 παρ. 1 να προτείνει στον ΠτΔ σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 1 την
παύση του συγκεκριμένου Τπουργού και το διορισμό άλλου στη θέση του. Δεν
προβλέπεται από το ΢ύνταγμα η δυνατότητα υποβολής ατομικής πρότασης μομφής
κατά υφυπουργού, όταν οι υφυπουργοί δεν είναι μέλη της κυβέρνησης.
Παραδείγματα υποβολής ατομικής πρότασης δυσπιστίας ήταν οι προτάσεις
δυσπιστίας που υπέβαλαν οι βουλευτές της ΝΔ τον Ιανουάριο του 1999 κατά του τότε
Τπουργού Παιδείας Γεράσιμου Αρσένη, τον Ιανουάριο του 2001 κατά του τότε
Τπουργού Εθνικής Οικονομίας Γιάννου Παπαντωνίου όπου απορρίφθηκαν από την
κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΠΑ΢ΟΚ και η πρόταση δυσπιστίας του ΢ΤΡΙΖΑ
κατά του Τπουργού Οικονομικών Ιωάννη ΢τουρνάρα τον Μάρτιο του 2014.
Σον θεσμό της ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης υιοθέτησε ο
Έλληνας συντακτικός νομοθέτης ήδη από το ΢ύνταγμα της Επιδαύρου (1822) όπου
γίνεται λόγος περί πολιτικού εγκλήματος. Με τον όρο ποινική ευθύνη του Τπουργού
εννοούμε την ευθύνη του που προκύπτει από πράξεις ή παραλείψεις ή του Προέδρου
της Δημοκρατίας και που έχει σαν συνέπεια την καταδίκη του σε ποινή. Μετά την
αναθεώρηση του 2001 & τον νέο νόμο 3126/2003 επήλθαν σημαντικές
μεταβολές στο προϊσχύσαν νομικό καθεστώς. Με την αναθεώρηση επανακαθορίστηκε
η τύχη των συμμέτοχων σε αδίκημα που διέπραξε μέλος της κυβέρνησης ή
υφυπουργός. ΢ε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της
κυβέρνησης ή υφυπουργός συμπαραπέμποται και οι τυχόν συμμέτοχοι. Αυτοί όμως,
δεν υπάγονται στην δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου, αν δεν τους συμπαρασύρει
μέλος της κυβέρνησης ή υφυπουργός που παραπέμπεται.
Η παράγραφος 3 του αναθεωρημένου άρθρου 86 οργανώνει τη σχετική
κοινοβουλευτική διαδικασία σε δύο στάδια:
(α) Απαιτείται η υποβολή πρότασης δίωξης από 30 τουλάχιστον βουλευτές για να
αποφασιστεί η συγκρότηση ειδικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής
εξέτασης ή να απορριφθεί ως πρόδηλα βάσιμη. Η απόρριψη της πρότασης
διευκολύνει την αθώωση και των συμμετόχων από τα κοινά ποινικά δικαστήρια.
(β) Μετά την υποβολή του πορίσματος της επιτροπής στην Ολομέλεια της βουλής,
αυτή αποφασίζει οριστικά για την άσκηση ή μη της ποινικής δίωξης. Για τη λήψη της
Μυλωνά Λίνα_2014
[ΛΥΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2010-2011]
Σελίδα 6 από 7
απόφασης τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο στάδιο απαιτείται η απόλυτη
πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Μετά τη λήψη της απόφασης η οποία
έχει χαρακτήρα γραπτής παραγγελίας για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης, λαμβάνει
χώρα δημόσια συνεδρίαση της Ολομέλειας της βουλής, κατά την οποία ο Πρόεδρος
της βουλής προβαίνει σε κλήρωση 5 τακτικών και 3 αναπληρωματικών μελών για τη
συγκρότηση του Δικαστικού ΢υμβουλίου που προβλέπεται στο άρθρο 86 παρ. 4.
Μετά την έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος ακολουθεί η διαδικασία στο
ακροατήριο του Ειδικού Δικαστηρίου που μετά την αναθεώρηση συγκροτείται από 13
μέλη. Ο πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίου ορίζει δικάσιμο σε χρονικό διάστημα
σαράντα έως εξήντα ημερών.
΢ύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 86 τα εγκλήματα των υπουργών
παραγράφονται μετά το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της επόμενης
βουλευτικής περιόδου από εκείνη κατά την οποία τελέστηκαν. ΢ύμφωνα με το ίδιο
άρθρο η βουλή μπορεί όχι μόνο να αναστείλει τη ποινική δίωξη αλλά και να ανακαλεί
την απόφασή της για την παραπομπή και να αναστείλει την προδικασία και τη
διαδικασία ενώπιον του ακροατηρίου του Ειδικού Δικαστηρίου. Η αρμοδιότητα αυτή
της βουλής είναι αποκλειστική και δεν εφαρμόζεται ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας.
Ως συμπέρασμα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ευθύνη των Τπουργών είναι ένας
θεσμός που χαρακτηρίζει όλες τις δημοκρατικές κοινωνίες. Διακρίνεται σε αστική,
ποινική και κοινοβουλευτική η οποία με τη σειρά της διακρίνεται σε ατομική και
συλλογική πολιτική ευθύνη. Η ποινική ευθύνη είναι προγενέστερη της πολιτικής και
της αστικής. Η κοινοβουλευτική ευθύνη συνδέεται με τη λειτουργία της
κοινοβουλευτικής αρχής και σχετίζεται με την εξάρτηση της κυβέρνησης από το
κοινοβούλιο, ενώ για την αστική ευθύνη δεν προβλέπεται ειδικό νομοθέτημα.
΢πανίως, υπάρχει ατομική πολιτική ευθύνη καθώς κατά πρακτική συνθήκη του
πολιτεύματος όταν η πρόταση δυσπιστίας στρέφεται κατά μέλους της κυβέρνησης,
αυτή μετατρέπεται σε συλλογική από αλληλεγγύη και στρέφεται στο τέλος κατά όλης
της κυβέρνησης.
Μυλωνά Λίνα_2014
[ΛΥΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2010-2011]
Σελίδα 7 από 7
Βιβλιογραφία:
1. Σσάτσος Δημήτρης, ΢υνταγματικό Δίκαιο, Σόμος Β’, «Οργάνωση και Λειτουργία της
Πολιτείας»
2. Γεωργόπουλος Κωνσταντίνος, Επίτομο ΢υνταγματικό Δίκαιο
3. Ράϊκος Αθανάσιος, ΢υνταγματικό Δίκαιο, Σόμος Ι, «Εισαγωγή και Οργανωτικό Μέρος»
Β’ έκδοση
4. Βενιζέλος Ευάγγελος, Μαθήματα ΢υνταγματικού Δικαίου Ι
5. Χρυσόγονος Κώστας, ΢υνταγματικό Δίκαιο
6. Παραράς Πέτρος, ΢ύνταγμα 1975, Κυβέρνηση, Δικαστική Εξουσία Ι

More Related Content

Viewers also liked

Top 10 web 2.0 tools for middle school students and teachers (2)
Top 10 web 2.0 tools for middle school students and teachers (2)Top 10 web 2.0 tools for middle school students and teachers (2)
Top 10 web 2.0 tools for middle school students and teachers (2)lilas_73
 
Продвижение товаров в товарных объявлениях google
Продвижение товаров в товарных объявлениях googleПродвижение товаров в товарных объявлениях google
Продвижение товаров в товарных объявлениях googleКомпания "Пять плюс".
 
Bhn anatomi tractus digestivus 2010 unaya
Bhn anatomi tractus digestivus 2010 unayaBhn anatomi tractus digestivus 2010 unaya
Bhn anatomi tractus digestivus 2010 unayaALief ALfiansyah
 
Letter_of_recommendation
Letter_of_recommendationLetter_of_recommendation
Letter_of_recommendationJoseph Allix
 
квн Путешествие в лес
квн Путешествие в лесквн Путешествие в лес
квн Путешествие в лесSch1191
 
Question four
Question fourQuestion four
Question fourchloeef
 

Viewers also liked (11)

Top 10 web 2.0 tools for middle school students and teachers (2)
Top 10 web 2.0 tools for middle school students and teachers (2)Top 10 web 2.0 tools for middle school students and teachers (2)
Top 10 web 2.0 tools for middle school students and teachers (2)
 
Продвижение товаров в товарных объявлениях google
Продвижение товаров в товарных объявлениях googleПродвижение товаров в товарных объявлениях google
Продвижение товаров в товарных объявлениях google
 
Bhn anatomi tractus digestivus 2010 unaya
Bhn anatomi tractus digestivus 2010 unayaBhn anatomi tractus digestivus 2010 unaya
Bhn anatomi tractus digestivus 2010 unaya
 
Baloncesto
BaloncestoBaloncesto
Baloncesto
 
Perfume brooklyn ny
Perfume brooklyn nyPerfume brooklyn ny
Perfume brooklyn ny
 
Letter_of_recommendation
Letter_of_recommendationLetter_of_recommendation
Letter_of_recommendation
 
Zagórz3
Zagórz3Zagórz3
Zagórz3
 
Cv miguel
Cv miguelCv miguel
Cv miguel
 
квн Путешествие в лес
квн Путешествие в лесквн Путешествие в лес
квн Путешествие в лес
 
Guarico
GuaricoGuarico
Guarico
 
Question four
Question fourQuestion four
Question four
 

λυμενο θεμα συνταγματικου_δικαιου_νομικησ_αθηνων_2010-2011

  • 1. Μυλωνά Λίνα_2014 [ΛΥΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2010-2011] Σελίδα 1 από 7 Ευθύνη υπουργών και υφυπουργών. Οι υπουργοί ως οι κατεξοχήν φορείς της πολιτικής εξουσίας ήταν ανέκαθεν υπεύθυνοι για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. ΢υνακόλουθα και η Κυβέρνηση, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά περισσότεροι υπουργοί που συμπράττουν στη χάραξη της γενικότερης ή ειδικότερης κυβερνητικής πολιτικής, ευθύνεται για τις πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνει. Επιχειρώντας μια ιστορική αναδρομή βλέπει κανείς ότι η ποινική ευθύνη των υπουργών προηγήθηκε ιστορικά και από την πολιτική και από την αστική τους ευθύνη (the King can do no wrong). Όλα τα Ελληνικά ΢υντάγματα, και τα επαναστατικά, αναφέρονται στο θεσμό της ευθύνης των Τπουργών για πολιτικά εγκλήματα και εγκλήματα σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων τους. Σον θεσμό της πολιτικής ευθύνης των Τπουργών υιοθετεί το ΢ύνταγμα του 1844, διατύπωση που επαναλαμβάνεται στο ΢ύνταγμα του 1864, του 1911 και του 1952. Σα ΢υντάγματα του 1925 και του 1927 καθιστούν τους Τπουργούς στο σύνολό τους εξ ολοκλήρου υπεύθυνους για την γενική πολιτική της κυβέρνησης (συλλογική πολιτική ευθύνη) και ο καθένας τους ξεχωριστά για πράξεις της αρμοδιότητάς του (ατομική πολιτική ευθύνη). Σο ΢ύνταγμα του 1975, επαναλαμβάνοντας τη ρύθμιση του ΢υντάγματος του 1927, εισάγει την ευθύνη των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών και ατομικά και συλλογικά. Σο άρθρο 85 του ΢υντάγματος ορίζει ότι τα μέλη του Τπουργικού ΢υμβουλίου και οι Τφυπουργοί είναι συλλογικά υπεύθυνοι για την γενική πολιτική της κυβέρνηση και καθένας από αυτούς για τις πράξεις ή παραλείψεις της αρμοδιότητας του σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων για την ευθύνη των Τπουργών, ενώ συγχρόνως κατά το άρθρο 35 παρ. 1 είναι υπεύθυνοι και για τις πράξεις του ΠτΔ που προσυπογράφουν. ΢ύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, τα μέλη της κυβέρνησης και οι υφυπουργοί υπέχουν τριπλή ευθύνη: α) αστική β) ποινική και γ) κοινοβουλευτική. Η τριπλή αυτή ευθύνη των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών υπάρχει για τις πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και για τις
  • 2. Μυλωνά Λίνα_2014 [ΛΥΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2010-2011] Σελίδα 2 από 7 πράξεις, παραλείψεις ή πολιτικές δηλώσεις του ΠτΔ (άρθρα 49 παρ. 1 & 35 παρ. 1) όπου το πρώτο άρθρο καθιερώνει το ανεύθυνο του ΠτΔ και το δεύτερο την ευθύνη του αρμόδιου Τπουργού για κάθε πράξη του ΠτΔ. Αστική ευθύνη των υπουργών και υφυπουργών είναι η υποχρέωσή τους να αποκαταστήσουν τη ζημία, την οποία προξένησαν σε οποιοδήποτε πρόσωπο (Δημόσιο και ιδιώτες) με παράνομη πράξη ή παράλειψή τους. Πριν την αναθεώρηση του 2001 προϋπόθεση της αστικής ευθύνης του Τπουργού ήταν η προηγούμενη καταδίκη του από το Τπουργοδικείο. Μετά την αναθεώρηση του 2001 και του Ν. 3126/2003 η έγερση αγωγής δεν προϋποθέτει πια την καταδίκη του Τπουργού από το Ειδικό Δικαστήριο. Ακόμα, δεν ισχύει για αυτόν ούτε η απαλλαγή από την προσωπική ευθύνη που καθιερώνει ο Τπαλληλικός Κώδικας για τους δημοσίους υπαλλήλους επειδή ο Τπουργός δεν είναι υπάλληλος κατά την έννοια του Τ.Κ. Επομένως, για τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων μέλους κυβέρνησης ή υφυπουργού ευθύνονται σε ολόκληρο το Δημόσιο και ο ίδιος. Κοινοβουλευτική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης είναι εκείνη που συνίσταται στην υποχρέωσή τους να λογοδοτούν στη βουλή και να παραιτούνται αν η βουλή, με ρητή απόφασή της, αποσύρει την εμπιστοσύνη της. Η κοινοβουλευτική ευθύνη της κυβέρνησης και των μελών της ταυτίζεται με την πολιτική τους ευθύνη δηλαδή με αυτή καθεαυτή τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής αρχής. Πρόκειται για την εξάρτηση της κυβέρνησης από τη λειτουργία της βουλής. Η κοινοβουλευτική ευθύνη αποτελεί το σπουδαιότερο είδος ευθύνης που έχουν τα μέλη της κυβέρνησης. Γιατί τόσο η ποινικό όσο και η αστική ευθύνη σπάνια λειτουργούν, με επακόλουθο η κοινοβουλευτική ευθύνη να απομένει το μόνο είδος ευθύνης της κυβέρνησης και των μελών της σχετικά με την άσκηση των καθηκόντων τους. Λόγω της κοινοβουλευτικής ευθύνης οι υπουργοί ελέγχονται συνεχώς από το κοινοβούλιο και εξαρτώνται από την εμπιστοσύνη του, χωρίς την οποία δεν μπορούν να διατηρήσουν το αξίωμά τους. Η κοινοβουλευτική ευθύνη των υπουργών παρουσιάζεται κατά κανόνα ως συλλογική δηλαδή ως ευθύνη ολόκληρης της κυβέρνησης, ιδίως για ζητήματα γενικής πολιτικής (άρθρο 85). Η καθιέρωση της πολιτικής ευθύνης ως συλλογικής προέρχεται από την
  • 3. Μυλωνά Λίνα_2014 [ΛΥΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2010-2011] Σελίδα 3 από 7 άλλοτε ανάγκη των υπουργών να σχηματίζουν ενιαίο μέτωπο έναντι του μονάρχη και του κοινοβουλίου, θεσμών ενώπιον των οποίων ήταν υπεύθυνη. ΢ήμερα η ανάγκη αυτή υπάρχει για να εξασφαλίζεται η εμπιστοσύνη της κυβέρνησης απέναντι στη κοινή γνώμη. ΢υνέπεια αυτής της ευθύνης είναι ότι εφόσον ο υπουργός δεν συμφωνεί με συγκεκριμένη κυβερνητική απόφαση, οφείλει δημοσίως να ταχθεί υπέρ αυτής ή να παραιτηθεί. ΢το ισχύον ελληνικό δίκαιο δεν αποκλείεται η κοινοβουλευτική ευθύνη να παρουσιασθεί ως ατομική δηλαδή ως ευθύνη μεμονωμένου ή μεμονωμένων υπουργών κατά το άρθρο 84 παρ. 2 που ορίζει ότι η βουλή μπορεί να αποσύρει την εμπιστοσύνη της από την κυβέρνηση ή από μέλος της. Βέβαια η εμφάνιση της κοινοβουλευτικής ευθύνης ως ατομικής παρουσιάζεται απίθανη. ΢ύμφωνα με πρακτική συνθήκη του πολιτεύματος μετατρέπεται σε συλλογική δηλαδή ευθύνεται ολόκληρη η κυβέρνηση. Έτσι αν η βουλή διατυπώσει πρόταση δυσπιστίας εναντίον ορισμένου υπουργού είναι σχεδόν αδύνατο να μην κηρυχθεί η Κυβέρνηση αλληλεγγύη με αυτόν, ώστε η τυχόν καταψήφισή του να θεωρηθεί καταψήφιση ολόκληρης της κυβέρνησης. Αν η κυβέρνηση δεν δηλώσει την αλληλεγγύη της, η συνέπεια θα είναι ότι η κυβέρνηση δεν επιθυμεί πλέον να είναι μέλος της ο κατηγορούμενος υπουργός ή υφυπουργός και ότι υιοθετεί την εναντίον του πρόταση δυσπιστίας της βουλής. Σο περιεχόμενο της κοινοβουλευτικής ευθύνης της κυβέρνησης απαρτίζεται από τις εξής αρχές: (α) Το δικαίωμα της βουλής να ελέγχει διαρκώς τους υπουργούς. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της βουλής επί της κυβέρνησης και των μελών της ασκείται δύο τουλάχιστον φορές την εβδομάδα αποκλειστικά από την Ολομέλεια (άρθρο 70 παρ. 6). Σα μέσα άσκησης ελέγχου είναι επτά: οι αναφορές, οι ερωτήσεις, οι επίκαιρες ερωτήσεις, οι αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων, οι επερωτήσεις, οι επίκαιρες επερωτήσεις και οι εξεταστικές επιτροπές. Σο ΢ύνταγμα προβλέπει μόνο τις αναφορές και τις εξεταστικές επιτροπές στα άρθρα 69 και 68 παρ. 2. Σα υπόλοιπα προβλέπονται από τον Κανονισμό της βουλής. (β) Σην υποχρέωση των υπουργών να λογοδοτούν ενώπιον της βουλής. Η άσκηση των προαναφερθέντων μέσων άσκησης της βουλής υποχρεώνει τα μέλη της κυβέρνησης
  • 4. Μυλωνά Λίνα_2014 [ΛΥΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2010-2011] Σελίδα 4 από 7 σε λογοδοσία (υποχρεώνονται σε διευκρινίσεις όποτε τους ζητηθούν) σύμφωνα με τα άρθρα 69 και 66 παρ. 3. (γ) Σην υποχρέωση της κυβέρνησης και των υπουργών να παραιτηθούν εφόσον στερηθούν της εμπιστοσύνης της βουλής. Αν από την άσκηση του κοινοβουλευτικού ελέγχου εντοπιστεί τομέας ή τομείς όπου η κυβέρνηση ή μέλος ή υφυπουργός με πράξη ή παράλειψή ενήργησαν σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος τότε μέσω των διαδικασιών των άρθρων 84 παρ. 2-7 του ΢υντάγματος η βουλή συζητά και ψηφίζει πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης στο σύνολό της ή κατά μεμονωμένου υπουργού ή υφυπουργού. Από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας θα κριθεί αν η βουλή διατηρεί την εμπιστοσύνη της ή αν την αίρει, οπότε ως κύρωση για την άρση αυτή επιβάλλεται στην κυβέρνηση ή στον υπουργό ή στον υφυπουργό η υποχρέωση να παραιτηθεί. Προϋποθέσεις για την πρόταση δυσπιστίας (άρθρο 84 παρ. 2) είναι: (α) Η πρόταση πρέπει να φέρει τις υπογραφές του 1/6 των βουλευτών ήτοι 50 εφόσον το άρθρο 51 παρ. 1 ορίζει το συνολικό αριθμό σε 300. (β) Να έχει παρέλθει τουλάχιστον ένα εξάμηνο από την απόρριψη της προηγούμενης πρότασης δυσπιστίας για ταυτόσημες προτάσεις (έτσι η απόρριψη πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης δεν εμποδίζει την υποβολή πρόταση δυσπιστίας κατά μέλους της πριν την πάροδο εξαμήνου και αντιστρόφως). Σο εξάμηνο δε βρίσκει εφαρμογή αν έχουν μεσολαβήσει γενικές βουλευτικές εκλογές και τέλος, η πάροδος εξαμήνου δεν απαιτείται όταν η πρόταση δυσπιστίας φέρει τις υπογραφές της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών ήτοι 151 ψήφοι (άρθρο 84 παρ. 3). (γ) Η πρόταση πρέπει να ορίζει «σαφώς» τα προς συζήτηση θέματα (άρθρο 84 παρ. 2). Αν η πρόταση δυσπιστίας στρέφεται κατά της Κυβέρνησης, τότε συνέπεια της υπερψήφισης αυτής, είναι η, υποχρεωτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, έκδοση ρυθμιστικού διατάγματος για την απαλλαγή από τα καθήκοντά της (άρθρο 38 παρ. 1) χωρίς καν να χρειάζεται παραίτηση. Αντίθετα, δεν υπάρχει ρητή συνταγματική ρύθμιση των συνεπειών της υπερψήφισης πρότασης δυσπιστίας κατά συγκεκριμένου μέλους της κυβέρνησης. Κατά αναλογία με το προηγούμενο άρθρο μπορεί να γίνει
  • 5. Μυλωνά Λίνα_2014 [ΛΥΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2010-2011] Σελίδα 5 από 7 δεκτό ότι σε αυτή την περίπτωση ο Πρωθυπουργός έχει υποχρέωση απορρέουσα από το άρθρο 84 παρ. 1 να προτείνει στον ΠτΔ σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 1 την παύση του συγκεκριμένου Τπουργού και το διορισμό άλλου στη θέση του. Δεν προβλέπεται από το ΢ύνταγμα η δυνατότητα υποβολής ατομικής πρότασης μομφής κατά υφυπουργού, όταν οι υφυπουργοί δεν είναι μέλη της κυβέρνησης. Παραδείγματα υποβολής ατομικής πρότασης δυσπιστίας ήταν οι προτάσεις δυσπιστίας που υπέβαλαν οι βουλευτές της ΝΔ τον Ιανουάριο του 1999 κατά του τότε Τπουργού Παιδείας Γεράσιμου Αρσένη, τον Ιανουάριο του 2001 κατά του τότε Τπουργού Εθνικής Οικονομίας Γιάννου Παπαντωνίου όπου απορρίφθηκαν από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΠΑ΢ΟΚ και η πρόταση δυσπιστίας του ΢ΤΡΙΖΑ κατά του Τπουργού Οικονομικών Ιωάννη ΢τουρνάρα τον Μάρτιο του 2014. Σον θεσμό της ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης υιοθέτησε ο Έλληνας συντακτικός νομοθέτης ήδη από το ΢ύνταγμα της Επιδαύρου (1822) όπου γίνεται λόγος περί πολιτικού εγκλήματος. Με τον όρο ποινική ευθύνη του Τπουργού εννοούμε την ευθύνη του που προκύπτει από πράξεις ή παραλείψεις ή του Προέδρου της Δημοκρατίας και που έχει σαν συνέπεια την καταδίκη του σε ποινή. Μετά την αναθεώρηση του 2001 & τον νέο νόμο 3126/2003 επήλθαν σημαντικές μεταβολές στο προϊσχύσαν νομικό καθεστώς. Με την αναθεώρηση επανακαθορίστηκε η τύχη των συμμέτοχων σε αδίκημα που διέπραξε μέλος της κυβέρνησης ή υφυπουργός. ΢ε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της κυβέρνησης ή υφυπουργός συμπαραπέμποται και οι τυχόν συμμέτοχοι. Αυτοί όμως, δεν υπάγονται στην δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου, αν δεν τους συμπαρασύρει μέλος της κυβέρνησης ή υφυπουργός που παραπέμπεται. Η παράγραφος 3 του αναθεωρημένου άρθρου 86 οργανώνει τη σχετική κοινοβουλευτική διαδικασία σε δύο στάδια: (α) Απαιτείται η υποβολή πρότασης δίωξης από 30 τουλάχιστον βουλευτές για να αποφασιστεί η συγκρότηση ειδικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή να απορριφθεί ως πρόδηλα βάσιμη. Η απόρριψη της πρότασης διευκολύνει την αθώωση και των συμμετόχων από τα κοινά ποινικά δικαστήρια. (β) Μετά την υποβολή του πορίσματος της επιτροπής στην Ολομέλεια της βουλής, αυτή αποφασίζει οριστικά για την άσκηση ή μη της ποινικής δίωξης. Για τη λήψη της
  • 6. Μυλωνά Λίνα_2014 [ΛΥΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2010-2011] Σελίδα 6 από 7 απόφασης τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο στάδιο απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Μετά τη λήψη της απόφασης η οποία έχει χαρακτήρα γραπτής παραγγελίας για τη διενέργεια κύριας ανάκρισης, λαμβάνει χώρα δημόσια συνεδρίαση της Ολομέλειας της βουλής, κατά την οποία ο Πρόεδρος της βουλής προβαίνει σε κλήρωση 5 τακτικών και 3 αναπληρωματικών μελών για τη συγκρότηση του Δικαστικού ΢υμβουλίου που προβλέπεται στο άρθρο 86 παρ. 4. Μετά την έκδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος ακολουθεί η διαδικασία στο ακροατήριο του Ειδικού Δικαστηρίου που μετά την αναθεώρηση συγκροτείται από 13 μέλη. Ο πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίου ορίζει δικάσιμο σε χρονικό διάστημα σαράντα έως εξήντα ημερών. ΢ύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 86 τα εγκλήματα των υπουργών παραγράφονται μετά το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της επόμενης βουλευτικής περιόδου από εκείνη κατά την οποία τελέστηκαν. ΢ύμφωνα με το ίδιο άρθρο η βουλή μπορεί όχι μόνο να αναστείλει τη ποινική δίωξη αλλά και να ανακαλεί την απόφασή της για την παραπομπή και να αναστείλει την προδικασία και τη διαδικασία ενώπιον του ακροατηρίου του Ειδικού Δικαστηρίου. Η αρμοδιότητα αυτή της βουλής είναι αποκλειστική και δεν εφαρμόζεται ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Ως συμπέρασμα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ευθύνη των Τπουργών είναι ένας θεσμός που χαρακτηρίζει όλες τις δημοκρατικές κοινωνίες. Διακρίνεται σε αστική, ποινική και κοινοβουλευτική η οποία με τη σειρά της διακρίνεται σε ατομική και συλλογική πολιτική ευθύνη. Η ποινική ευθύνη είναι προγενέστερη της πολιτικής και της αστικής. Η κοινοβουλευτική ευθύνη συνδέεται με τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής αρχής και σχετίζεται με την εξάρτηση της κυβέρνησης από το κοινοβούλιο, ενώ για την αστική ευθύνη δεν προβλέπεται ειδικό νομοθέτημα. ΢πανίως, υπάρχει ατομική πολιτική ευθύνη καθώς κατά πρακτική συνθήκη του πολιτεύματος όταν η πρόταση δυσπιστίας στρέφεται κατά μέλους της κυβέρνησης, αυτή μετατρέπεται σε συλλογική από αλληλεγγύη και στρέφεται στο τέλος κατά όλης της κυβέρνησης.
  • 7. Μυλωνά Λίνα_2014 [ΛΥΜΕΝΟ ΘΕΜΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ 2010-2011] Σελίδα 7 από 7 Βιβλιογραφία: 1. Σσάτσος Δημήτρης, ΢υνταγματικό Δίκαιο, Σόμος Β’, «Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας» 2. Γεωργόπουλος Κωνσταντίνος, Επίτομο ΢υνταγματικό Δίκαιο 3. Ράϊκος Αθανάσιος, ΢υνταγματικό Δίκαιο, Σόμος Ι, «Εισαγωγή και Οργανωτικό Μέρος» Β’ έκδοση 4. Βενιζέλος Ευάγγελος, Μαθήματα ΢υνταγματικού Δικαίου Ι 5. Χρυσόγονος Κώστας, ΢υνταγματικό Δίκαιο 6. Παραράς Πέτρος, ΢ύνταγμα 1975, Κυβέρνηση, Δικαστική Εξουσία Ι